_antonis_
Member
- Μηνύματα
- 3.357
- Likes
- 1.243
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2ο (ΚΑΡΠΑΘΟΣ – ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ)
- Κεφάλαιο 3ο (1η ΗΜΕΡΑ)
- Κεφάλαιο 4ο (2η ΗΜΕΡΑ)
- Κεφάλαιο 5ο (3η ΗΜΕΡΑ)
- Κεφάλαιο 6ο (4η ΗΜΕΡΑ)
- Κεφάλαιο 7ο (5η ΗΜΕΡΑ)
- Κεφάλαιο 8ο (6η ΗΜΕΡΑ)
- Κεφάλαιο 9ο (7η ΗΜΕΡΑ)
- Κεφάλαιο 10ο (8η ΗΜΕΡΑ)
- Κεφάλαιο 11ο (9η ΗΜΕΡΑ)
- Κεφάλαιο 12ο (10η ΗΜΕΡΑ)
- Κεφάλαιο 13ο (11η ΗΜΕΡΑ και ΕΠΙΛΟΓΟΣ)][I][U]11η ΗΜΕΡΑ[/U][/I
Για το επόμενο πρωί, είχαμε καλέσει εταιρία μεταφορών, ώστε να στείλουμε πολλά πράγματα που είχαμε αγοράσει από εκεί στην Ελλάδα. Αλλιώς, η αεροπορική χρεώνει πενήντα δολάρια την πρώτη επιπλέον βαλίτσα και εκατόν πενήντα την κάθε επόμενη. Έτσι, αφού η μεταφορική χρεώνει πενήντα δολάρια για το κάθε κιβώτιο μέχρι την πόρτα του σπιτιού μας, συνέφερε να στείλουμε όσα δε βιαζόμασταν με αυτόν τον τρόπο. Επιπλέον, γλιτώναμε και το κουβάλημα – ήδη είχαμε κουβαλήσει πολλά τις μέρες που προηγήθηκαν. Έπρεπε λοιπόν να ξεχάσουμε την όποια κούραση και να συσκευάσουμε τα κιβώτια. Έξι χαρτονένια κιβώτια μεγάλων διαστάσεων και από δύο τουλάχιστον βαλίτσες καθένας, συν τις χειραποσκευές μας, είχαμε ετοιμάσει. Απλά τις βαλίτσες δε τις κλείσαμε, όλο και κάτι θα είχαμε να προσθέσουμε την επομένη. Αν σφραγίζαμε τις βαλίτσες, δε νομίζω ότι κανείς θα τολμούσε να τις ανοίξει κάποια, αν είχαμε ξεχάσει να βάλουμε κάτι μέσα. Το πιο πιθανό ήταν πως μετά, δε θα ξανάκλειναν.

Το δωμάτιό μας σε ανεξέλεγχτη κατάσταση...
Έμεινε αυτή η μέρα και ακόμη μισή. Στην ουσία αυτή είναι η τελευταία, Παρασκευή, αν και δε θέλουμε να το πιστέψουμε. Πώς να χωρέσει ο νους πως κάτι που σχεδιάζαμε χρόνια, προγραμματίζαμε επί μήνες και μετρούσαμε μέχρι την τελευταία ώρα, μπορεί να τελειώσει τόσο γρήγορα; Το φορτηγό από την εταιρία μεταφορών ήρθε την ώρα που είχαμε κλείσει το ραντεβού και παρέλαβε τα έξι κιβώτια, που θα έκαναν περίπου σαράντα ημέρες να φτάσουν στην Ελλάδα. Πληρώσαμε τρακόσια δολάρια συνολικά και αφού ξεμπερδέψαμε και με αυτή τη λεπτομέρεια, χωριστήκαμε και πάλι. Η Τούλα και η Ζίνα ήθελαν να κάνουν κάτι τελευταία (μάλλον) ψώνια και για μετά, είχαν υποσχεθεί (στους εαυτούς τους) ότι θα πήγαιναν για μανικιούρ, πεντικιούρ, αποτριχώσεις και ότι άλλο περιλαμβάνει ένα τέτοιο πακέτο, που δε το συγκράτησα όταν το ανέφεραν. Σαν συνταγή μαγειρέματος ακουγόταν στ’ αυτιά μου.
Πιο λογικοί εμείς καθώς είμαστε, βάλαμε πλώρη για το MetropolitanMuseumofArt. Δε θα το συγχωρούσα ποτέ στον εαυτό μου αν δε πήγαινα. Είχαμε μάθει καλά πια το δρόμο και με τον υπόγειο φτάσαμε πολύ κοντά στο μουσείο. Παρότι είχαμε φάει πρωινό στο ξενοδοχείο, ξέραμε ότι στον λαβύρινθο του μουσείου θα περιπλανιόμασταν πολλές ώρες. Για τον λόγο αυτό, πριν μπούμε, φάγαμε κάτι πρόχειρο στο δρόμο και μετά περάσαμε την είσοδο. Δωρίσαμε το ποσό των είκοσι δολαρίων και αρχίσαμε να θαυμάζουμε τα εκθέματα του. Το μουσείο είναι τεράστιο, αμερικανική πτέρυγα, κινέζικη πτέρυγα, αιγυπτιακή πτέρυγα, ιαπωνική πτέρυγα και ελληνική πτέρυγα. Χώρος με μουσικά όργανα, χώρος με άρματα και μεγάλο μέρος με πίνακες γνωστών και λιγότερο γνωστών ζωγράφων. Θέλαμε δε θέλαμε, βρισκόμασταν εκεί τέσσερις ώρες. Όχι ότι ήταν ο χρόνος που χρειαζόμουν για να απολαύσω την επίσκεψή μου αυτή, αλλά θέλαμε να κάνουμε κάτι ακόμα. Να πάμε στο CentralParkκαι μάλιστα πριν σκοτεινιάσει.
Στο MetropolitanMuseumofArt, για είσοδο ο επισκέπτης δίνει ένα ποσό ως δωρεά. Το προτεινόμενο είναι 20 δολάρια, αλλά καθένας μπορεί να δώσει όσα θέλει, από 1 σεντς και πάνω. Εννοείται πως η επίσκεψη στο μουσείο είναι υποχρεωτική - μην το ξεχάσετε.
Βαστούσαν ακόμη τα πόδια μας και κατάφεραν να μας φτάσουν στο πάρκο. Είμαι ευγνώμων που μερικές φορές σκέφτομαι να κάνω το σωστό, τη σωστή στιγμή. Όπως τώρα, που βρεθήκαμε στο CentralPark, περπατήσαμε στη λίμνη JacquelineKennedy και φτάσαμε στη γνωστή από ταινίες Bowbridge. Συνεπαρμένοι από τις εικόνες που με ταχύτητα άλλαζαν στα μάτια μας σα να ξετυλίγεται γρήγορα ένα φωτογραφικό φιλμ μπροστά τους, ξεχάσαμε την κούραση των κάτω άκρων μας και χωρίς σταματημό φτάσαμε στο κέντρο του Manhattan.

Τα δεκάδες χρώματα που δημιουργούνται στα δέντρα του Central Park, προσελκύουν τον επισκέπτη για μιά βόλτα χαλάρωσης.

Η Bow Bridge στο Central Park
Ήταν Παρασκευή απόγευμα και οι δρόμοι έσφυζαν ζωή. Όπως και το χθεσινό απόγευμα, γίναμε μέρος της λαοθάλασσας αυτής και χαζέψαμε τις βιτρίνες των πανάκριβων καταστημάτων που αραδιάζονται στη MadisonStreet. Δε τολμήσαμε να μπούμε σε κάποιο κατάστημα, όχι μόνο επειδή ξέραμε πως οι τιμές στα αγαθά που πωλούνται εκεί είναι κυριολεκτικά υψηλές, αλλά και από φόβο μήπως κάτι μου ‘‘γυάλιζε’’ και δε θα μπορούσα να συγκρατηθώ και θα άρπαζα και πάλι την πιστωτική, που πάντα με προκαλεί με τον τρόπο της, παρόλο που είναι κρυμμένη καλά στο πορτοφόλι μου.
Ο ξεχωριστός ήχος κλήσης με τον οποίο είχα βάλει να χτυπάει το κινητό μου όσες μέρες θα διαρκούσε το ταξίδι, ακούστηκε. ‘’Άντε, που είστε, εμείς πηγαίνουμε προς το εστιατόριο’’ λέει η Ζίνα στο τηλέφωνο. Άμεσα σκέφτηκα πως φτάναμε κοντά στο τέλος της μέρας αυτής. Δεν είχαμε χρόνο να επιστρέψουμε με τον υπόγειο και με ένα ταξί, που λόγω παλαιότητας μου θύμισε το ταξίδι μου στην Αίγυπτο, πήγαμε στο εστιατόριο που φάγαμε το βράδυ της άφιξής μας στη Νέα Υόρκη. Άραγε ήταν σύμπτωση που θα τρώγαμε στο ίδιο εστιατόριο και την βραδιά πριν την αναχώρησή μας;
Παραγγείλαμε και φάγαμε σε μελαγχολικό μοτίβο. Ξέρω πως όλοι προσπαθήσαμε να κρύψουμε τις σκέψεις μας από τους συνταξιδιώτες μας. Τα σχόλια ήταν σε χρόνο αόριστο όμως και δεν παίζαμε καλά το παιχνίδι της ψεύτικης χαράς που προσπαθούσαμε να δείξουμε ότι μας περικυκλώνει. Προσπαθήσαμε να γλυκάνουμε τον ουρανίσκο, αλλά ακόμη περισσότερο τις σκέψεις μας, με ένα απερίγραπτα θαυμάσιο oreobrownie και παγωτό βανίλια. Για κάμποσα δευτερόλεπτα το καταφέραμε και επιστρέψαμε πίσω στις μελαγχολικές μας σκέψεις.
Τελευταία βραδιά στο ξενοδοχείο μας, στο δωμάτιο που ξυπνούσαμε τόσα υπέροχα πρωινά και το φώς του ήλιου έκανε τα πρόσωπά μας να λάμπουν κάθε πρωί.
Το δωμάτιό μας σε ανεξέλεγχτη κατάσταση...
Έμεινε αυτή η μέρα και ακόμη μισή. Στην ουσία αυτή είναι η τελευταία, Παρασκευή, αν και δε θέλουμε να το πιστέψουμε. Πώς να χωρέσει ο νους πως κάτι που σχεδιάζαμε χρόνια, προγραμματίζαμε επί μήνες και μετρούσαμε μέχρι την τελευταία ώρα, μπορεί να τελειώσει τόσο γρήγορα; Το φορτηγό από την εταιρία μεταφορών ήρθε την ώρα που είχαμε κλείσει το ραντεβού και παρέλαβε τα έξι κιβώτια, που θα έκαναν περίπου σαράντα ημέρες να φτάσουν στην Ελλάδα. Πληρώσαμε τρακόσια δολάρια συνολικά και αφού ξεμπερδέψαμε και με αυτή τη λεπτομέρεια, χωριστήκαμε και πάλι. Η Τούλα και η Ζίνα ήθελαν να κάνουν κάτι τελευταία (μάλλον) ψώνια και για μετά, είχαν υποσχεθεί (στους εαυτούς τους) ότι θα πήγαιναν για μανικιούρ, πεντικιούρ, αποτριχώσεις και ότι άλλο περιλαμβάνει ένα τέτοιο πακέτο, που δε το συγκράτησα όταν το ανέφεραν. Σαν συνταγή μαγειρέματος ακουγόταν στ’ αυτιά μου.
Πιο λογικοί εμείς καθώς είμαστε, βάλαμε πλώρη για το MetropolitanMuseumofArt. Δε θα το συγχωρούσα ποτέ στον εαυτό μου αν δε πήγαινα. Είχαμε μάθει καλά πια το δρόμο και με τον υπόγειο φτάσαμε πολύ κοντά στο μουσείο. Παρότι είχαμε φάει πρωινό στο ξενοδοχείο, ξέραμε ότι στον λαβύρινθο του μουσείου θα περιπλανιόμασταν πολλές ώρες. Για τον λόγο αυτό, πριν μπούμε, φάγαμε κάτι πρόχειρο στο δρόμο και μετά περάσαμε την είσοδο. Δωρίσαμε το ποσό των είκοσι δολαρίων και αρχίσαμε να θαυμάζουμε τα εκθέματα του. Το μουσείο είναι τεράστιο, αμερικανική πτέρυγα, κινέζικη πτέρυγα, αιγυπτιακή πτέρυγα, ιαπωνική πτέρυγα και ελληνική πτέρυγα. Χώρος με μουσικά όργανα, χώρος με άρματα και μεγάλο μέρος με πίνακες γνωστών και λιγότερο γνωστών ζωγράφων. Θέλαμε δε θέλαμε, βρισκόμασταν εκεί τέσσερις ώρες. Όχι ότι ήταν ο χρόνος που χρειαζόμουν για να απολαύσω την επίσκεψή μου αυτή, αλλά θέλαμε να κάνουμε κάτι ακόμα. Να πάμε στο CentralParkκαι μάλιστα πριν σκοτεινιάσει.
Στο MetropolitanMuseumofArt, για είσοδο ο επισκέπτης δίνει ένα ποσό ως δωρεά. Το προτεινόμενο είναι 20 δολάρια, αλλά καθένας μπορεί να δώσει όσα θέλει, από 1 σεντς και πάνω. Εννοείται πως η επίσκεψη στο μουσείο είναι υποχρεωτική - μην το ξεχάσετε.
Βαστούσαν ακόμη τα πόδια μας και κατάφεραν να μας φτάσουν στο πάρκο. Είμαι ευγνώμων που μερικές φορές σκέφτομαι να κάνω το σωστό, τη σωστή στιγμή. Όπως τώρα, που βρεθήκαμε στο CentralPark, περπατήσαμε στη λίμνη JacquelineKennedy και φτάσαμε στη γνωστή από ταινίες Bowbridge. Συνεπαρμένοι από τις εικόνες που με ταχύτητα άλλαζαν στα μάτια μας σα να ξετυλίγεται γρήγορα ένα φωτογραφικό φιλμ μπροστά τους, ξεχάσαμε την κούραση των κάτω άκρων μας και χωρίς σταματημό φτάσαμε στο κέντρο του Manhattan.
Τα δεκάδες χρώματα που δημιουργούνται στα δέντρα του Central Park, προσελκύουν τον επισκέπτη για μιά βόλτα χαλάρωσης.
Η Bow Bridge στο Central Park
Ήταν Παρασκευή απόγευμα και οι δρόμοι έσφυζαν ζωή. Όπως και το χθεσινό απόγευμα, γίναμε μέρος της λαοθάλασσας αυτής και χαζέψαμε τις βιτρίνες των πανάκριβων καταστημάτων που αραδιάζονται στη MadisonStreet. Δε τολμήσαμε να μπούμε σε κάποιο κατάστημα, όχι μόνο επειδή ξέραμε πως οι τιμές στα αγαθά που πωλούνται εκεί είναι κυριολεκτικά υψηλές, αλλά και από φόβο μήπως κάτι μου ‘‘γυάλιζε’’ και δε θα μπορούσα να συγκρατηθώ και θα άρπαζα και πάλι την πιστωτική, που πάντα με προκαλεί με τον τρόπο της, παρόλο που είναι κρυμμένη καλά στο πορτοφόλι μου.
Ο ξεχωριστός ήχος κλήσης με τον οποίο είχα βάλει να χτυπάει το κινητό μου όσες μέρες θα διαρκούσε το ταξίδι, ακούστηκε. ‘’Άντε, που είστε, εμείς πηγαίνουμε προς το εστιατόριο’’ λέει η Ζίνα στο τηλέφωνο. Άμεσα σκέφτηκα πως φτάναμε κοντά στο τέλος της μέρας αυτής. Δεν είχαμε χρόνο να επιστρέψουμε με τον υπόγειο και με ένα ταξί, που λόγω παλαιότητας μου θύμισε το ταξίδι μου στην Αίγυπτο, πήγαμε στο εστιατόριο που φάγαμε το βράδυ της άφιξής μας στη Νέα Υόρκη. Άραγε ήταν σύμπτωση που θα τρώγαμε στο ίδιο εστιατόριο και την βραδιά πριν την αναχώρησή μας;
Παραγγείλαμε και φάγαμε σε μελαγχολικό μοτίβο. Ξέρω πως όλοι προσπαθήσαμε να κρύψουμε τις σκέψεις μας από τους συνταξιδιώτες μας. Τα σχόλια ήταν σε χρόνο αόριστο όμως και δεν παίζαμε καλά το παιχνίδι της ψεύτικης χαράς που προσπαθούσαμε να δείξουμε ότι μας περικυκλώνει. Προσπαθήσαμε να γλυκάνουμε τον ουρανίσκο, αλλά ακόμη περισσότερο τις σκέψεις μας, με ένα απερίγραπτα θαυμάσιο oreobrownie και παγωτό βανίλια. Για κάμποσα δευτερόλεπτα το καταφέραμε και επιστρέψαμε πίσω στις μελαγχολικές μας σκέψεις.
Τελευταία βραδιά στο ξενοδοχείο μας, στο δωμάτιο που ξυπνούσαμε τόσα υπέροχα πρωινά και το φώς του ήλιου έκανε τα πρόσωπά μας να λάμπουν κάθε πρωί.
Attachments
-
54,5 KB Προβολές: 128
Last edited by a moderator: