_antonis_
Member
- Μηνύματα
- 3.357
- Likes
- 1.237
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Το ταξίδι – Η αρχή (ημέρα 1η)
- Χωρίς καθυστερήσεις (ημέρα 2η)
- Μετάβαση στο Matopos (ημέρα 3η)
- Το πρώτο μας σαφάρι (ημέρα 4η)
- Προορισμός Hwange National Park (ημέρα 5η)
- Σαφάρι στο Hwange National Park (ημέρα 6η)
- Επιστροφή στη βάση (ημέρα 7η)
- Μονοήμερη στο Chobe National Park of Botswana (ημέρα 8η)
- Στις γειτονιές των ντόπιων (ημέρα 9η)
- Η βουτιά Ι [βουτιά με τους διαβόλους ή βουτιά στον Παράδεισο;] (ημέρα 10η)
- Οι καταρράκτες ‘‘Victoria Falls’’ (ημέρα 11η)
- Τέλος πρώτου μέρους του ταξιδιού – αρχή δευτέρου [Cape Town] (ημέρα 12η)
- Η Βουτιά ΙΙ [Βουτιά με τους λευκούς] (ημέρα 13η)
- Cape Point Day Tour (ημέρα 14η)
- Λίγο πριν το τέλος (ημέρα 15η)
- Η επιστροφή (ημέρα 16η)
- Το ‘‘τέλος’’ και επίλογος (ημέρα 17η)
Είχαμε συνεννοηθεί με τον Παντελή από το περασμένο βράδυ να ξεκινήσουμε νωρίς. Αφού το βράδυ με περίσσια ευκολία γίναμε εντελώς ρεζίλι χασκογελώντας, με αποτέλεσμα να καταφέρουμε να κοιμηθούμε αρκετά νωρίς, δεν χρειάζονταν καθυστερήσεις. Όχι ότι δε μας άρεσε το μέρος, το αντίθετο μάλιστα, αλλά έπρεπε να επιστρέψουμε το ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο συγκεκριμένη ώρα σήμερα και έβαζα στο νου μου κάθε απρόοπτο που θα μπορούσε να μας συμβεί, ας πούμε να μας χτυπήσει το κατσίκι που τη γλίτωσε στο πήγαινε.
Ευτυχώς ήταν ‘άγγλος’ στην ώρα και αφού φορτώσαμε τα πράγματά μας και τα ελάχιστα δικά του, ξεκινήσαμε. Τα μηχανήματα που έφτιαχναν τον δρόμο όταν πηγαίναμε , είχαν σχεδόν τελειώσει τις εργασίες και ο δρόμος ήταν σαφώς καλύτερος. Δεν υπήρξε κίνδυνος να κολλήσουμε σήμερα. Με τις καλύτερες εντυπώσεις λοιπόν, φύγαμε από αυτό το μέρος. Από ένα αυθεντικό, παρθένο Πάρκο, ένα μέρος που τα ζώα φοβούνταν όταν άκουγαν τη μηχανή του αυτοκινήτου ή έβλεπαν άνθρωπο ντυμένο με ρούχα έντονων αποχρώσεων. Ήταν ένα διήμερο απερίγραπτο, η κάθε λεπτομέρεια το έκανε ξεχωριστό και μας άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις.
Είχαμε πάρει το κολάι πια, ο δρόμος ήταν μια χαρά, ο κόσμος πηγαινοερχόταν συνεχώς, παιδιά πήγαιναν στο σχολείο τους ντυμένα με σχολικές ενδυμασίες, σταθερά άλλοι έκαναν ωτοστόπ, άλλοι ξεκουράζονταν στα ανάλογα σημεία του δρόμου. Με την πρώτη ευκαιρία και αφού δεν υπήρχε λόγος βιασύνης, σταματήσαμε σε μερικές υπαίθριες αγορές με ξυλόγλυπτα, που με τα κατάλληλα παζάρια ή απειλές, όπως ότι θα ψωνίσουμε από τον πάγκο του διπλανού εμπόρου, αγοράζαμε ότι θέλαμε στη μισή τιμή. Κάπου είχα ακούσει ότι αν πάρεις κάτι στη μισή τιμή, είσαι καλά, αν και πάντα πιστεύω πως με την απειλή που ανέφερα, στο δίνουν ακόμη φτηνότερα. Αλλά δεν το παρακάναμε, θέλαμε να βοηθήσουμε λίγο την κατάσταση των ανθρώπων και όχι να τους ξεκάνουμε. Αγοράσαμε και δύο καταπληκτικά, κλασσικά αφρικάνικα ξύλινα σκαμπό, που η βάση τους έχει σχήμα ελέφαντα. Ήταν πολύ βαριά, αλλά με την σκέψη ότι αν δεν τα αγοράζαμε, θα το μετανιώναμε αργότερα, τα φορτώσαμε στο αυτοκίνητο.
Υπαίθριες αγορές
Εικόνες κατά τη διαδρομή - Χωριό
Αυτό που μας ενδιέφερε πολύ και ρωτήσαμε τον Παντελή, ήταν αν έχει γνωρίσει άτομα εκεί που να κάνει παρέα μαζί τους, να συναναστρέφεται γενικότερα με κόσμο από εκεί. Ο στόχος ήταν να βρούμε κάποιον, που θα μπορεί να μας κάνει περιήγηση στις φτωχικές γειτονιές της πόλης VictoriaFalls, εκεί που είχαμε βρεθεί κατά λάθος την ημέρα της άφιξής μας. Στην αυθεντική –όσον αφορά τον τρόπο ζωής των ανθρώπων- Ζιμπάμπουε. Αν και είπε πως έχει κάποιους φίλους και θα επικοινωνούσε μαζί μας (του έδωσε τον αφρικάνικο αριθμό τηλεφώνου μου αν και δεν τον είχα ακόμη ενεργοποιήσει), δεν έλαβα σοβαρά υπόψη τα λεγόμενά του, γιατί ο Παντελής είναι το στυλ που λέμε ‘‘χύμα τύπος’’, οπότε δεν βασίζομαι και πολύ σε ανθρώπους που υιοθετούν τέτοιο στυλ.
Μετά από δυόμιση ώρες περίπου συμπεριλαμβανομένων των στάσεων, φτάσαμε στη βάση, στους καταρράκτες Βικτώρια (λεπτομέρειες για τους καταρράκτες, θα υπάρξουν στο κεφάλαιο που επισκεπτόμαστε το πάρκο, ώστε να τοποθετηθούν και οι φωτογραφίες).
Πήγαμε και γεμίσαμε βενζίνη το αυτοκίνητο, αφήσαμε τον Παντελή εκεί που ήθελε και παρκάραμε στο ξενοδοχείο μας, θα έρχονταν από εκεί να το μαζέψουν. Κάναμε τσεκ ιν και πάλι στο ξενοδοχείο που είχαμε μείνει και την πρώτη βραδιά και ξεμυτίσαμε, αυτή τη φορά πεζοί.
Η αλήθεια είναι ότι την πρώτη μέρα εκτός του ότι δεν είχαμε χρόνο να περπατήσουμε, ήμασταν αρκετά ‘‘ψαρωμένοι’’ για να κυκλοφορήσουμε άνετα έξω. Μετά από τόσες μέρες διαμονής όμως, οι άνθρωποι είχαν κερδίσει την εμπιστοσύνη μας με τον τρόπο συμπεριφοράς τους.
Κάναμε βόλτα στη μικρή αυτή πόλη, στα καταστήματά τους… δεν έχει κάτι άλλο να δούμε. Η μέρα για τους καταρράκτες δεν είχε φτάσει ακόμη. Είμαι βέβαιος ότι η συντριπτική πλειοψηφία των τουριστών, πηγαίνουν να δουν τους καταρράκτες την πρώτη ή την δεύτερη μέρα. Εγώ είχα θέσει δύο προϋποθέσεις. Η πρώτη ήταν να έχω πολύ χρόνο στη διάθεσή μου, για να μην είμαι αγχωμένος από το σφιχτό πρόγραμμα και η δεύτερη ήταν πως ήθελα να πάμε πρωί, γιατί είχα διαβάσει ότι ο ήλιος τους φωτίζει εκείνη την ώρα και θα μπορούσα να βγάλω καλές φωτογραφίες. Αν πήγαινα απόγευμα, ο ήλιος είναι κόντρα.
Στο πρώτο κατάλληλο κατάστημα, ενεργοποιήσαμε επιτέλους την κάρτα του κινητού που είχαμε αγοράσει από το Bulawayo, μια διαδικασία το πολύ πέντε λεπτών. Αφού άρχισε να επέρχεται κούραση στο σώμα, καθίσαμε σε ένα εστιατόριο που μας πρότειναν μερικοί καταστηματάρχες. Φάγαμε κάτι που δεν καταλάβαινα τι είναι μέχρι τότε, αλλά ήταν νοστιμότατο, ostrichέγραφε το μενού, δοκιμάσαμε κροκόδειλο και επίσης κάτι άλλο που δεν ήμουν σίγουρος για το αν είναι αυτό που νόμιζα. Ήταν άθλιο και τότε σιγουρεύτηκα ότι ήταν συκωτάκια κότας, σε ψωμί τοστ και διάφορα άλλα που έχουν διαγραφεί από τη μνήμη μου. Πήραμε και kudu, το είδος αφρικάνικης αντιλόπης που τις περασμένες μέρες συνεχώς βλέπαμε στα σαφάρι. Ωραίο ήταν, αν και λίγο σκληρό, αλλά η νοστιμιά του υπερέχει. Το αίμα βέβαια, αν δεν το παραγγέλναμε καλοψημένο, θα έτρεχε από παντού, αφού και στην έκδοση καλοψημένου, θύμιζε το δικό μας μισοψημένο.
Πήραμε τον δρόμο προς το ξενοδοχείο, σε αργό ρυθμό. Τίποτα δε μας περίμενε, εκτός από ένα καφεδάκι στο μπαλκόνι. Όσο περπατάμε, όλο και κάποιος πλανόδιος μας προσεγγίζει να μας πλασάρει κάτι από τα προϊόντα του, μετά άλλος ένας, κι άλλος ένας, μέχρι που μπαίνουμε στην είσοδο του ξενοδοχείου. Είναι άνθρωποι, που απλά έχουν ανάγκη από χρήματα, από ένα μπλουζάκι απλό ή από οτιδήποτε μπορεί να μας περισσεύει. Δυστυχώς, δεν το ξέραμε να έχουμε πάρει μαζί μας μερικά t-shirt, όσο για σουβενίρ, είχαμε ήδη πάρει αρκετά απ’ τη διαδρομή και τα Πάρκα που είχαμε επισκεφτεί, αλλά είχαμε ακόμη αρκετές μέρες μπροστά μας και δεν υπήρχε λόγος να ξοδέψουμε ότι είχαμε. Πάντως, δεν μας φάνηκαν επικίνδυνοι και αν θέλαμε κάτι, θα αγοράζαμε, όπως είχαμε αγοράσει την πρώτη ημέρα που ήμασταν στην ίδια περιοχή με το αυτοκίνητο.
Κάπου εκεί, είδα μήνυμα από τον Παντελή. Τι έκπληξη! Με λίγα λόγια έψαχνε να βρει κάποιον φίλο του, γιατί ο πρώτος που σκεφτόταν, είχε σπάσει το πόδι του και ότι μόλις είχε νεότερα θα επικοινωνούσε πάλι μαζί μου. Δεν το περίμενα με τίποτα. Τέτοια οργάνωση, τόση τυπικότητα, είχα μείνει έκπληκτος.
Στο γραφείο οργάνωσης εκδρομών εντός του ξενοδοχείου, επιβεβαίωσα το αυριανό μας μονοήμερο τουρ στο Chobeτης Μποτσουάνα και ήρεμοι πια πήγαμε στο δωμάτιο.
Κάθισα στο μπαλκόνι, διαβάζοντας την αρχή ενός βιβλίου που είχα ρίξει στην χειραποσκευή την τελευταία στιγμή πριν την αναχώρησή μου από Ελλάδα. Το αναμμένο φιδάκι μπερδευόταν με τη μυρωδιά του ζεστού καφέ που είχα φτιάξει (κάνω εγώ για συγγραφέας Άρλεκιν ή με πρόλαβε ο hydronetta; ). Το βουητό που έφτανε στ’ αυτιά μου από τον καταρράκτη δε με άφηνε να συγκεντρωθώ απόλυτα σε αυτό που προσπαθούσα να διαβάσω. Έκλεισα το βιβλίο και απλά άφησα τη γαλήνη να με συνεπάρει, σκεπτόμενος πόσα είχα ζήσει σε λίγες μόνο μέρες και πόσα ακόμη με περίμεναν.
Ευτυχώς ήταν ‘άγγλος’ στην ώρα και αφού φορτώσαμε τα πράγματά μας και τα ελάχιστα δικά του, ξεκινήσαμε. Τα μηχανήματα που έφτιαχναν τον δρόμο όταν πηγαίναμε , είχαν σχεδόν τελειώσει τις εργασίες και ο δρόμος ήταν σαφώς καλύτερος. Δεν υπήρξε κίνδυνος να κολλήσουμε σήμερα. Με τις καλύτερες εντυπώσεις λοιπόν, φύγαμε από αυτό το μέρος. Από ένα αυθεντικό, παρθένο Πάρκο, ένα μέρος που τα ζώα φοβούνταν όταν άκουγαν τη μηχανή του αυτοκινήτου ή έβλεπαν άνθρωπο ντυμένο με ρούχα έντονων αποχρώσεων. Ήταν ένα διήμερο απερίγραπτο, η κάθε λεπτομέρεια το έκανε ξεχωριστό και μας άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις.
Είχαμε πάρει το κολάι πια, ο δρόμος ήταν μια χαρά, ο κόσμος πηγαινοερχόταν συνεχώς, παιδιά πήγαιναν στο σχολείο τους ντυμένα με σχολικές ενδυμασίες, σταθερά άλλοι έκαναν ωτοστόπ, άλλοι ξεκουράζονταν στα ανάλογα σημεία του δρόμου. Με την πρώτη ευκαιρία και αφού δεν υπήρχε λόγος βιασύνης, σταματήσαμε σε μερικές υπαίθριες αγορές με ξυλόγλυπτα, που με τα κατάλληλα παζάρια ή απειλές, όπως ότι θα ψωνίσουμε από τον πάγκο του διπλανού εμπόρου, αγοράζαμε ότι θέλαμε στη μισή τιμή. Κάπου είχα ακούσει ότι αν πάρεις κάτι στη μισή τιμή, είσαι καλά, αν και πάντα πιστεύω πως με την απειλή που ανέφερα, στο δίνουν ακόμη φτηνότερα. Αλλά δεν το παρακάναμε, θέλαμε να βοηθήσουμε λίγο την κατάσταση των ανθρώπων και όχι να τους ξεκάνουμε. Αγοράσαμε και δύο καταπληκτικά, κλασσικά αφρικάνικα ξύλινα σκαμπό, που η βάση τους έχει σχήμα ελέφαντα. Ήταν πολύ βαριά, αλλά με την σκέψη ότι αν δεν τα αγοράζαμε, θα το μετανιώναμε αργότερα, τα φορτώσαμε στο αυτοκίνητο.
Υπαίθριες αγορές
Εικόνες κατά τη διαδρομή - Χωριό
Αυτό που μας ενδιέφερε πολύ και ρωτήσαμε τον Παντελή, ήταν αν έχει γνωρίσει άτομα εκεί που να κάνει παρέα μαζί τους, να συναναστρέφεται γενικότερα με κόσμο από εκεί. Ο στόχος ήταν να βρούμε κάποιον, που θα μπορεί να μας κάνει περιήγηση στις φτωχικές γειτονιές της πόλης VictoriaFalls, εκεί που είχαμε βρεθεί κατά λάθος την ημέρα της άφιξής μας. Στην αυθεντική –όσον αφορά τον τρόπο ζωής των ανθρώπων- Ζιμπάμπουε. Αν και είπε πως έχει κάποιους φίλους και θα επικοινωνούσε μαζί μας (του έδωσε τον αφρικάνικο αριθμό τηλεφώνου μου αν και δεν τον είχα ακόμη ενεργοποιήσει), δεν έλαβα σοβαρά υπόψη τα λεγόμενά του, γιατί ο Παντελής είναι το στυλ που λέμε ‘‘χύμα τύπος’’, οπότε δεν βασίζομαι και πολύ σε ανθρώπους που υιοθετούν τέτοιο στυλ.
Μετά από δυόμιση ώρες περίπου συμπεριλαμβανομένων των στάσεων, φτάσαμε στη βάση, στους καταρράκτες Βικτώρια (λεπτομέρειες για τους καταρράκτες, θα υπάρξουν στο κεφάλαιο που επισκεπτόμαστε το πάρκο, ώστε να τοποθετηθούν και οι φωτογραφίες).
Πήγαμε και γεμίσαμε βενζίνη το αυτοκίνητο, αφήσαμε τον Παντελή εκεί που ήθελε και παρκάραμε στο ξενοδοχείο μας, θα έρχονταν από εκεί να το μαζέψουν. Κάναμε τσεκ ιν και πάλι στο ξενοδοχείο που είχαμε μείνει και την πρώτη βραδιά και ξεμυτίσαμε, αυτή τη φορά πεζοί.
Η αλήθεια είναι ότι την πρώτη μέρα εκτός του ότι δεν είχαμε χρόνο να περπατήσουμε, ήμασταν αρκετά ‘‘ψαρωμένοι’’ για να κυκλοφορήσουμε άνετα έξω. Μετά από τόσες μέρες διαμονής όμως, οι άνθρωποι είχαν κερδίσει την εμπιστοσύνη μας με τον τρόπο συμπεριφοράς τους.
Κάναμε βόλτα στη μικρή αυτή πόλη, στα καταστήματά τους… δεν έχει κάτι άλλο να δούμε. Η μέρα για τους καταρράκτες δεν είχε φτάσει ακόμη. Είμαι βέβαιος ότι η συντριπτική πλειοψηφία των τουριστών, πηγαίνουν να δουν τους καταρράκτες την πρώτη ή την δεύτερη μέρα. Εγώ είχα θέσει δύο προϋποθέσεις. Η πρώτη ήταν να έχω πολύ χρόνο στη διάθεσή μου, για να μην είμαι αγχωμένος από το σφιχτό πρόγραμμα και η δεύτερη ήταν πως ήθελα να πάμε πρωί, γιατί είχα διαβάσει ότι ο ήλιος τους φωτίζει εκείνη την ώρα και θα μπορούσα να βγάλω καλές φωτογραφίες. Αν πήγαινα απόγευμα, ο ήλιος είναι κόντρα.
Στο πρώτο κατάλληλο κατάστημα, ενεργοποιήσαμε επιτέλους την κάρτα του κινητού που είχαμε αγοράσει από το Bulawayo, μια διαδικασία το πολύ πέντε λεπτών. Αφού άρχισε να επέρχεται κούραση στο σώμα, καθίσαμε σε ένα εστιατόριο που μας πρότειναν μερικοί καταστηματάρχες. Φάγαμε κάτι που δεν καταλάβαινα τι είναι μέχρι τότε, αλλά ήταν νοστιμότατο, ostrichέγραφε το μενού, δοκιμάσαμε κροκόδειλο και επίσης κάτι άλλο που δεν ήμουν σίγουρος για το αν είναι αυτό που νόμιζα. Ήταν άθλιο και τότε σιγουρεύτηκα ότι ήταν συκωτάκια κότας, σε ψωμί τοστ και διάφορα άλλα που έχουν διαγραφεί από τη μνήμη μου. Πήραμε και kudu, το είδος αφρικάνικης αντιλόπης που τις περασμένες μέρες συνεχώς βλέπαμε στα σαφάρι. Ωραίο ήταν, αν και λίγο σκληρό, αλλά η νοστιμιά του υπερέχει. Το αίμα βέβαια, αν δεν το παραγγέλναμε καλοψημένο, θα έτρεχε από παντού, αφού και στην έκδοση καλοψημένου, θύμιζε το δικό μας μισοψημένο.
Πήραμε τον δρόμο προς το ξενοδοχείο, σε αργό ρυθμό. Τίποτα δε μας περίμενε, εκτός από ένα καφεδάκι στο μπαλκόνι. Όσο περπατάμε, όλο και κάποιος πλανόδιος μας προσεγγίζει να μας πλασάρει κάτι από τα προϊόντα του, μετά άλλος ένας, κι άλλος ένας, μέχρι που μπαίνουμε στην είσοδο του ξενοδοχείου. Είναι άνθρωποι, που απλά έχουν ανάγκη από χρήματα, από ένα μπλουζάκι απλό ή από οτιδήποτε μπορεί να μας περισσεύει. Δυστυχώς, δεν το ξέραμε να έχουμε πάρει μαζί μας μερικά t-shirt, όσο για σουβενίρ, είχαμε ήδη πάρει αρκετά απ’ τη διαδρομή και τα Πάρκα που είχαμε επισκεφτεί, αλλά είχαμε ακόμη αρκετές μέρες μπροστά μας και δεν υπήρχε λόγος να ξοδέψουμε ότι είχαμε. Πάντως, δεν μας φάνηκαν επικίνδυνοι και αν θέλαμε κάτι, θα αγοράζαμε, όπως είχαμε αγοράσει την πρώτη ημέρα που ήμασταν στην ίδια περιοχή με το αυτοκίνητο.
Κάπου εκεί, είδα μήνυμα από τον Παντελή. Τι έκπληξη! Με λίγα λόγια έψαχνε να βρει κάποιον φίλο του, γιατί ο πρώτος που σκεφτόταν, είχε σπάσει το πόδι του και ότι μόλις είχε νεότερα θα επικοινωνούσε πάλι μαζί μου. Δεν το περίμενα με τίποτα. Τέτοια οργάνωση, τόση τυπικότητα, είχα μείνει έκπληκτος.
Στο γραφείο οργάνωσης εκδρομών εντός του ξενοδοχείου, επιβεβαίωσα το αυριανό μας μονοήμερο τουρ στο Chobeτης Μποτσουάνα και ήρεμοι πια πήγαμε στο δωμάτιο.
Κάθισα στο μπαλκόνι, διαβάζοντας την αρχή ενός βιβλίου που είχα ρίξει στην χειραποσκευή την τελευταία στιγμή πριν την αναχώρησή μου από Ελλάδα. Το αναμμένο φιδάκι μπερδευόταν με τη μυρωδιά του ζεστού καφέ που είχα φτιάξει (κάνω εγώ για συγγραφέας Άρλεκιν ή με πρόλαβε ο hydronetta; ). Το βουητό που έφτανε στ’ αυτιά μου από τον καταρράκτη δε με άφηνε να συγκεντρωθώ απόλυτα σε αυτό που προσπαθούσα να διαβάσω. Έκλεισα το βιβλίο και απλά άφησα τη γαλήνη να με συνεπάρει, σκεπτόμενος πόσα είχα ζήσει σε λίγες μόνο μέρες και πόσα ακόμη με περίμεναν.
Attachments
-
139,3 KB Προβολές: 149
-
37,7 KB Προβολές: 199
Last edited by a moderator: