Φτάσαμε στο αεροδρόμιο της Ντενπασάρ, στις 10 Ιουνίου 2015, μετά από 24 σχεδόν ώρες πτήσεων καί αναμονών, μέσω Κωνσταντινούπολης καί Σιγκαπούρης. Παρά την κούραση καί ταλαιπωρία, χαρήκαμε την αναμονή στο αεροδρόμιο της Σιγκαπούρης, το οποίο θεωρώ μοναδικό. Σαν ένας ατέλειωτος εσωτερικός κήπος, γεμάτος τροπικά φυτά καί δέντρα, λιμνούλες με ψάρια, βραχόκηπους, γεφυρούλες, τεράστιες ανθοδέσμες καί οί ορχιδέες σε όλο τους το μεγαλείο.
Στο αεροδρόμιο της Ντενπασάρ πληρώσαμε 35 ευρώ το άτομο γιά βίζα. Λάβετε υπ’ όψιν σας ότι υπάρχει καί φόρος εξόδου από την χώρα 18 ευρώ, πού το πληρώνετε στο αεροδρόμιο κατά την αναχώρηση.
Εκεί μας περίμεναν η Nyoman καί ο Janos, οί ιδοκτήτες (ή διαχειριστές?) της βίλας στην Ουμπούντ, πού είχαμε κάνει κράτηση μέσω booking, μήνες πρίν, με 40 ευρώ την διανυκτέρευση με πρωϊνό. Επρόκειτο γιά μία μικρή ανεξάρτητη κατοικία, με κήπο γεμάτο εξωτικά φυτά καί λουλούδια, με ιδιωτική πισίνα. Το υπνοδωμάτιο όλο με τζαμαρία, ώστε ξυπνώντας το πρωί να έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι μέσα στην φύση. Το μπάνιο ημιυπαίθριο με μικρό κήπο μέσα. Το πρωϊνό ήταν καθαρά τοπικό καί παραδοσιακό. Δεν μας ενθουσίασε αλλά εκείνο το πιάτο με τα εξωτικά φρούτα πού μας έφερναν κάθε πρωί, ήταν όλα τα λεφτά: παπάγια, μάνγκο, ανανάς, μπανάνες (μιά ιδιαίτερη ποικιλία, μικρές αλλά πολύ γευστικές) καί άλλα φρούτα πού ούτε το όνομά τους δεν γνωρίζουμε.
Μέρες πρίν την αναχώρησή μας, είχαμε συνεννοηθεί μαζί τους γιά ενοικίαση αυτοκινήτου. Είχαμε συμφωνήσει γιά 35 ευρώ την ημέρα. Η τιμή περιελάμβανε ενοικίαση αυτοκινήτου, οδηγό, βενζίνη, διόδια, πάρκινγκ, γιά 10 ώρες την ημέρα. Θεωρώ ότι είναι ο καλύτερος καί πιό συμφέρον τρόπος να εξερευνήσεις το Μπαλί, με έναν τοπικό οδηγό, γνώστη των δρόμων καί αξιοθεάτων, των αγορών, των εστιατορίων καί ιδίως αν λάβετε υπ’ όψιν σας ότι στο Μπαλί οδηγούν από αριστερά.
Ο Γιάνος αποδείχτηκε πολύτιμος (γιατί αυτός ήταν ο οδηγός μας). Ευγενικός, υπομονετικός, εξυπηρετικός καί φυσικά χαμογελαστός. Επί πλέον ευχάριστη νότα : ερχόταν ντυμένος παραδοσιακά, με το σαρόνγκ καί εκείνο το περίεργο μαντηλο-καπελάκι στο κεφάλι.
Αφήσαμε το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ της περιοχής, ο Γιάνος φόρτωσε τις βαλίτσες μας στο μηχανάκι του καί μείς συνεχίσαμε πεζή με την Νίομαν, μιάς καί η βίλα ήταν μέσα στα ριζοχώραφα της Ουμπούντ.
Δεν έχω λόγια να περιγράψω τα συναισθήματά μας στις πρώτες εικόνες πού αντικρίσαμε. Αυτή η μικρή απόσταση των 200-250 μέτρων, μας έδωσε την ευκαιρία (καί μας την έδινε καθημερινά) να δούμε από κοντά το αληθινό Μπαλί. Τα ριζοχώραφα απλώνονται όσο πάει το μάτι σου. Αλλα ολοπράσινα, έτοιμα γιά θερισμό. Αλλα τα προετοιμάζουν γιά σπορά, γεμίζοντάς τα νερό καί ανακατεύοντας το χώμα ώστε να γίνει λάσπη πού θα υποδεχθεί τα νέα φυντάνια. Σε άλλα οί αγρότες τσαλαβουτώντας μέχρι το γόνατο να φυτεύουν, με τόση γρηγοράδα καί μαεστρία τα νέα φυτά, ώστε να είναι σε απόλυτη ευθεία. Εβλεπες τα ψάθινα καπελάκια τους να ανεβοκατεβαίνουν συνέχεια, ασταμάτητα, κάτω από τον καυτό ήλιο.
Ανάμεσα στα χωράφια να φιδώνουν οί στενοί χωματόδρομοι. Δεξιά - αριστερά των δρόμων ρυάκια πού διοχέτευαν το νερό τους στα χωράφια.
Οί πάπιες να τσαλαβουτούν καί να χώνουν το ρύγχος τους στην λάσπη, ψάχνοντας γιά τροφή.
Καί μηχανάκια. Πολλά μηχανάκια. Ακόμη καί μικρά παιδιά οδηγούν μηχανάκια. Είναι βλέπετε ο μόνος τρόπος όχι μόνο να μετακινηθείς αλλά καί να μεταφέρεις.
Α, ναί! Υπάρχει καί το κεφάλι της γυναίκας. Βάζουν μία μαξιλαρο-κουλούρα στό κεφάλι τους καί από πάνω ότι μπορείς να φανταστείς. Από καλάθια με φρούτα καί τρόφιμα μέχρι ξύλα. Δεμάτια ξύλα. Θεόβαρα. Καί τα χέρια στη μέση. Πως τα ισορροπούν?
Πέρα απ’ τα χωράφια το δάσος. Απέραντο, γεμάτο κοκοφοίνικες, φορτωμένους με καρύδες. Είναι απίστευτο πόσες καρύδες μπορεί να έχει ένα δέντρο. Είναι απίστευτο πόσο μεγάλη μπορεί να είναι μιά καρύδα.
(συμβουλή: μην κάθεστε κάτω από δέντρο με καρύδες. Κάθε χρόνο σημειώνονται πολλά ατυχήματα από πτώση καρύδας, μερικά θανατηφόρα).
Φθάσαμε επί τέλους στην βίλα. Κατάκοπες. Νυσταγμένες. Οι πολύωρες πτήσεις, η αλλαγή κλίματος καί κυρίως η αλλαγή ώρας (το Μπαλί είναι έξι ώρες μπροστά από την Ελλάδα) μας είχαν κάνει κουρέλι.
Είχε πλέον σουρουπώσει. Εδώ στο Μπαλί η νύχτα πέφτει νωρίς. Έξι το απόγευμα είναι νύχτα. Ολες τις εποχές τού χρόνου, νύχτα καί μέρα ισομοιράζονται σε 12ωρα.
Η Νίομαν είχε ανάψει τα φώτα της πισίνας. Από ένα άγαλμα έτρεχε νερό, γιά το φενγκ σούϊ.
«Δεν ρίχνουμε μιά βουτιά, έτσι να χαλαρώσουμε λίγο?»
Το δροσερό νερό απάλυνε τα κουρασμένα κορμιά μας.
Καί τότε γύρω από την πισίνα, άρχισαν να χοροπηδούν κάτι μικροσκοπικά πλασματάκια, να τόσα δα, σαν το νύχι τού μεγάλου δακτύλου. Βατραχάκια. Δεκάδες βατραχάκια.
Ενας κούκος μας έκανε καντάδα από τα κεραμίδια: κούκου-κούκου....
Καί αρχίζει μία τροπική βροχή, μα μιά βροχή... Καί μείς μες στην πισίνα να κάνουμε σαν παλαβές, σαν παιδιά.
Πέντε λεπτά κράτησε. Αρκετά γιά να βγάλει όλες τις ευωδιές τού κήπου.
Τότε έγινε κάτι πού δεν νομίζω πως θα ξαναζήσω.
Πάνω από τα κεφάλια μας, άρχισαν να χορεύουν δεκάδες ή εκατοντάδες πυγολαμπίδες. Εναν ατέλειωτο, εξωπραγματικό χορό τού φωτός. Τα μάτια μας μόνο από την κίνησή τους μπορούσε να τις ξεχωρίσει από τ’ αστέρια.
Είμασταν στον Παράδεισο....
Στο αεροδρόμιο της Ντενπασάρ πληρώσαμε 35 ευρώ το άτομο γιά βίζα. Λάβετε υπ’ όψιν σας ότι υπάρχει καί φόρος εξόδου από την χώρα 18 ευρώ, πού το πληρώνετε στο αεροδρόμιο κατά την αναχώρηση.
Εκεί μας περίμεναν η Nyoman καί ο Janos, οί ιδοκτήτες (ή διαχειριστές?) της βίλας στην Ουμπούντ, πού είχαμε κάνει κράτηση μέσω booking, μήνες πρίν, με 40 ευρώ την διανυκτέρευση με πρωϊνό. Επρόκειτο γιά μία μικρή ανεξάρτητη κατοικία, με κήπο γεμάτο εξωτικά φυτά καί λουλούδια, με ιδιωτική πισίνα. Το υπνοδωμάτιο όλο με τζαμαρία, ώστε ξυπνώντας το πρωί να έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι μέσα στην φύση. Το μπάνιο ημιυπαίθριο με μικρό κήπο μέσα. Το πρωϊνό ήταν καθαρά τοπικό καί παραδοσιακό. Δεν μας ενθουσίασε αλλά εκείνο το πιάτο με τα εξωτικά φρούτα πού μας έφερναν κάθε πρωί, ήταν όλα τα λεφτά: παπάγια, μάνγκο, ανανάς, μπανάνες (μιά ιδιαίτερη ποικιλία, μικρές αλλά πολύ γευστικές) καί άλλα φρούτα πού ούτε το όνομά τους δεν γνωρίζουμε.
Μέρες πρίν την αναχώρησή μας, είχαμε συνεννοηθεί μαζί τους γιά ενοικίαση αυτοκινήτου. Είχαμε συμφωνήσει γιά 35 ευρώ την ημέρα. Η τιμή περιελάμβανε ενοικίαση αυτοκινήτου, οδηγό, βενζίνη, διόδια, πάρκινγκ, γιά 10 ώρες την ημέρα. Θεωρώ ότι είναι ο καλύτερος καί πιό συμφέρον τρόπος να εξερευνήσεις το Μπαλί, με έναν τοπικό οδηγό, γνώστη των δρόμων καί αξιοθεάτων, των αγορών, των εστιατορίων καί ιδίως αν λάβετε υπ’ όψιν σας ότι στο Μπαλί οδηγούν από αριστερά.
Ο Γιάνος αποδείχτηκε πολύτιμος (γιατί αυτός ήταν ο οδηγός μας). Ευγενικός, υπομονετικός, εξυπηρετικός καί φυσικά χαμογελαστός. Επί πλέον ευχάριστη νότα : ερχόταν ντυμένος παραδοσιακά, με το σαρόνγκ καί εκείνο το περίεργο μαντηλο-καπελάκι στο κεφάλι.
Αφήσαμε το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ της περιοχής, ο Γιάνος φόρτωσε τις βαλίτσες μας στο μηχανάκι του καί μείς συνεχίσαμε πεζή με την Νίομαν, μιάς καί η βίλα ήταν μέσα στα ριζοχώραφα της Ουμπούντ.
Δεν έχω λόγια να περιγράψω τα συναισθήματά μας στις πρώτες εικόνες πού αντικρίσαμε. Αυτή η μικρή απόσταση των 200-250 μέτρων, μας έδωσε την ευκαιρία (καί μας την έδινε καθημερινά) να δούμε από κοντά το αληθινό Μπαλί. Τα ριζοχώραφα απλώνονται όσο πάει το μάτι σου. Αλλα ολοπράσινα, έτοιμα γιά θερισμό. Αλλα τα προετοιμάζουν γιά σπορά, γεμίζοντάς τα νερό καί ανακατεύοντας το χώμα ώστε να γίνει λάσπη πού θα υποδεχθεί τα νέα φυντάνια. Σε άλλα οί αγρότες τσαλαβουτώντας μέχρι το γόνατο να φυτεύουν, με τόση γρηγοράδα καί μαεστρία τα νέα φυτά, ώστε να είναι σε απόλυτη ευθεία. Εβλεπες τα ψάθινα καπελάκια τους να ανεβοκατεβαίνουν συνέχεια, ασταμάτητα, κάτω από τον καυτό ήλιο.
Ανάμεσα στα χωράφια να φιδώνουν οί στενοί χωματόδρομοι. Δεξιά - αριστερά των δρόμων ρυάκια πού διοχέτευαν το νερό τους στα χωράφια.
Οί πάπιες να τσαλαβουτούν καί να χώνουν το ρύγχος τους στην λάσπη, ψάχνοντας γιά τροφή.
Καί μηχανάκια. Πολλά μηχανάκια. Ακόμη καί μικρά παιδιά οδηγούν μηχανάκια. Είναι βλέπετε ο μόνος τρόπος όχι μόνο να μετακινηθείς αλλά καί να μεταφέρεις.
Α, ναί! Υπάρχει καί το κεφάλι της γυναίκας. Βάζουν μία μαξιλαρο-κουλούρα στό κεφάλι τους καί από πάνω ότι μπορείς να φανταστείς. Από καλάθια με φρούτα καί τρόφιμα μέχρι ξύλα. Δεμάτια ξύλα. Θεόβαρα. Καί τα χέρια στη μέση. Πως τα ισορροπούν?
Πέρα απ’ τα χωράφια το δάσος. Απέραντο, γεμάτο κοκοφοίνικες, φορτωμένους με καρύδες. Είναι απίστευτο πόσες καρύδες μπορεί να έχει ένα δέντρο. Είναι απίστευτο πόσο μεγάλη μπορεί να είναι μιά καρύδα.
(συμβουλή: μην κάθεστε κάτω από δέντρο με καρύδες. Κάθε χρόνο σημειώνονται πολλά ατυχήματα από πτώση καρύδας, μερικά θανατηφόρα).
Φθάσαμε επί τέλους στην βίλα. Κατάκοπες. Νυσταγμένες. Οι πολύωρες πτήσεις, η αλλαγή κλίματος καί κυρίως η αλλαγή ώρας (το Μπαλί είναι έξι ώρες μπροστά από την Ελλάδα) μας είχαν κάνει κουρέλι.
Είχε πλέον σουρουπώσει. Εδώ στο Μπαλί η νύχτα πέφτει νωρίς. Έξι το απόγευμα είναι νύχτα. Ολες τις εποχές τού χρόνου, νύχτα καί μέρα ισομοιράζονται σε 12ωρα.
Η Νίομαν είχε ανάψει τα φώτα της πισίνας. Από ένα άγαλμα έτρεχε νερό, γιά το φενγκ σούϊ.
«Δεν ρίχνουμε μιά βουτιά, έτσι να χαλαρώσουμε λίγο?»
Το δροσερό νερό απάλυνε τα κουρασμένα κορμιά μας.
Καί τότε γύρω από την πισίνα, άρχισαν να χοροπηδούν κάτι μικροσκοπικά πλασματάκια, να τόσα δα, σαν το νύχι τού μεγάλου δακτύλου. Βατραχάκια. Δεκάδες βατραχάκια.
Ενας κούκος μας έκανε καντάδα από τα κεραμίδια: κούκου-κούκου....
Καί αρχίζει μία τροπική βροχή, μα μιά βροχή... Καί μείς μες στην πισίνα να κάνουμε σαν παλαβές, σαν παιδιά.
Πέντε λεπτά κράτησε. Αρκετά γιά να βγάλει όλες τις ευωδιές τού κήπου.
Τότε έγινε κάτι πού δεν νομίζω πως θα ξαναζήσω.
Πάνω από τα κεφάλια μας, άρχισαν να χορεύουν δεκάδες ή εκατοντάδες πυγολαμπίδες. Εναν ατέλειωτο, εξωπραγματικό χορό τού φωτός. Τα μάτια μας μόνο από την κίνησή τους μπορούσε να τις ξεχωρίσει από τ’ αστέρια.
Είμασταν στον Παράδεισο....