psilos3
Member
- Μηνύματα
- 6.094
- Likes
- 45.322
- Επόμενο Ταξίδι
- ?
- Ταξίδι-Όνειρο
- Peru, Japan, Iceland
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Προετοιμασία και σχεδιασμός
- Αναχώρηση, άφιξη & οι πρώτες βόλτες
- Φωτογραφίες 1ου κεφαλαίου
- Bonjour mon ami
- Φωτογραφίες 2ου κεφαλαίου
- Τα «διάσημα» του Παρισίου
- Φωτογραφίες 3ου κεφαλαίου
- Στη γειτονιά των καλλιτεχνών
- Φωτογραφίες 4ου κεφαλαίου
- Η νύχτα της παραμονής
- Φωτογραφίες 5ου κεφαλαίου
- Χριστούγεννα υπό βροχή
- Φωτογραφίες 6ου κεφαλαίου
- Στο ποτάμι και γύρω από τα νησιά
- Φωτογραφίες 7ου κεφαλαίου
- Μα πόσα αξιοθέατα έχετε ακόμα;
- Φωτογραφίες 8ου κεφαλαίου
- Βόλτες και μπύρες στο Saint-Germain
- Φωτογραφίες 9ου κεφαλαίου
- Οι τελευταίες στιγμές στο Παρίσι & αναχώρηση
- Φωτογραφίες 10ου κεφαλαίου
- Συμπεράσματα - Αποτίμηση - Προτάσεις
- Bonus κεφάλαιο: Έγχρωμη Χριστουγεννιάτικη ιστορία
Η νύχτα της παραμονής
Κοιτάω το ρολόι ξανά όντας πλέον απόγευμα, με μία το πολύ μιάμιση ώρα φωτός ακόμα διαθέσιμη, έτσι αν και έχω τσεκάρει τα δρομολόγια του λεωφορείου προτιμώ να συνεχίσω ποδαράτος κάθετα προς το 9ο διαμέρισμα. Δεν ήταν καθόλου λίγα όσα είχα δει έως τώρα, ωστόσο αυτή η πόλη σε τραβάει να τη περπατήσεις και να την ανακαλύψεις.
Κινούμαι ανάμεσα σε υπέροχα κτήρια και όμορφες μεγάλες γειτονιές, στις οποίες η παρουσία του κόσμου είναι ελάχιστη, σε σημείο να αναρωτιέμαι αν πρόκειται για περιοχή γραφείων ή κατοικιών. Κάθε τόσο ξεπροβάλει κανένα καφέ ή κάποιο ξέμπαρκο εστιατόριο που ετοιμάζει το μενού της βραδιάς και προετοιμάζεται να υποδεχτεί τον κόσμο.
Όσο πλησιάζω προς τη πλατεία d'Estienne d'Orves βέβαια η κίνηση σε πεζούς και αυτοκίνητα αυξάνεται γεωμετρικά. Βλέπω την εκκλησία Sainte Trinité σκεπασμένη μ’ ένα καλαίσθητο ύφασμα για λόγους συντήρησης και συνεχίζω, μιας και τα καφέ τριγύρω παραείναι τουριστικά για τα γούστα μου, παρόλο που είναι αρκετά γεμάτα στον εξωτερικό τους χώρο.
Εξακολουθώ περπατώντας τη Rue de la Chau που σφύζει από ζωή, μιας και τα πολλά εμπορικά της καταστήματα λειτουργούν κανονικά, με τον κόσμο να πραγματοποιεί τα γιορτινά του ψώνια. Σε κάποια φάση μου έρχονται αστραπιαία θύμησες από το Βιετνάμ και τη πόλη του Χο τσι Μινχ, κάτι που διαπίστωσα ότι οφείλεται στα αρώματα που έρχονταν από ένα κάθετο στενάκι γεμάτο Ασιατικά εστιατόρια. Χαμογελάω.
Αυτό δεν είναι άλλωστε τα ταξίδια; Αναμνήσεις ανακατεμένες με εικόνες και μυρωδιές…
Ο δρόμος με βγάζει στο κτήριο της όπερας Palais Garnier, που είχα έτσι κι αλλιώς περασμένο στους χάρτες μου, έτσι κάνω το γύρο φωτογραφίζοντας την ώρα που τα φώτα ανάβουν. Αρκετοί κάθονται στα σκαλιά του κτηρίου πίνοντας μπυρίτσες και τραγουδώντας μαζί με τον πλανόδιο καλλιτέχνη που έχει στήσει τη κιθάρα του με μικρόφωνο κι ενισχυτή ακριβώς μπροστά στη μικρή πλατεία. Το γεγονός δε ότι ακούω τραγούδι των Beatles μου προκαλεί ευχαρίστηση & το χαίρομαι ιδιαίτερα.
Τα φώτα της πόλης πλέον έχουν ανάψει για τα καλά, μαζί με τα χριστουγεννιάτικα λαμπάκια στις διπλανές λεωφόρους κάτι που σε συνδυασμό με την ιδιαίτερα αυξημένη πλέον κίνηση στους δρόμους και τα μαγαζιά δημιουργεί μια αίσθηση ευφορίας, τέτοια που έχουμε να δούμε πριν απ’ όλη αυτή την υγειονομική κρίση.
Είναι ώρα να χαθώ κι εγώ από προσώπου γης, κατεβαίνοντας στο σταθμό ‘’Opéra’’ χρησιμοποιώντας τη ροζ γραμμή Μ7 του Παριζιάνικου μετρό, εμφανώς αρκετά πιο απαρχαιωμένου από αυτό που πήρα νωρίτερα το μεσημέρι. Τσεκάρω το όνομα Censier-Daubenton ως τη στάση που κατεβαίνω και περιμένω να φτάσω εν μέσω βαβούρας από την απέναντι αγγλόφωνη οικογένεια.
Προφανώς και δε πάω στο ξενοδοχείο αλλά ξεχύνομαι με φόρα και πάλι στη Mouffetard για τη βόλτα, αλλά και προς αναζήτηση κάποιου μπαρ μιας και διψούσα ασύστολα. Εντυπωσιάζομαι που βλέπω κόσμο να ψωνίζει ακόμα κατά συρροή και σκαλώνω σε μια βιτρίνα με γαλλικά τυριά, νιώθοντας ξαφνικά νοσταλγία για Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, που θα καθυστερούσε ευτυχώς μόνο δυο μέρες.
Το happy hour είναι πάντα λόγος να πιείς στο Παρίσι, όχι ότι έχω τέτοια προβλήματα άλλα όπως να το κάνεις αποτελεί το έξτρα κίνητρο. Αρκετός κόσμος στα καφέ περιμετρικά της πλατείας έπαιρνε ένα απεριτίφ πριν το γιορτινό τραπέζι. Εγώ πάλι πήρα το δρόμο λίγη ώρα μετά για το ξενοδοχείο, αφού ξεδίψασα ως όφειλα.
Κατεβαίνω βεβαίως τον ίδιο πεζόδρομο και κάνω στάση για Panini με μοτσαρέλα μιας και ξαφνικά είχε κόψει η πείνα, όταν περιμένοντας καρτερικά τη σειρά μου ακούω ένα «καλησπέρα, να ρωτήσω κάτι;» απαντώντας «παρακαλώ» διερωτώμενος παράλληλα αν έχω αρχίσει να καταλαβαίνω ξαφνικά τα Γαλλικά…
«Εσύ δεν είσαι ο Psilos από το travelstories;» ακούω με την έκπληξη μου να μεγαλώνει περισσότερο με αυτές τις απίστευτες συμπτώσεις, κάτι που λογικά θα αποτυπώθηκε και στη φάτσα μου. Η ατάκα « @Señor_Nada από το forum » μου λύνει επιτέλους την απορία και με χαροποιεί ιδιαίτερα, γνωρίζοντας από κοντά ένα πολύ ωραίο τύπο τα γραφόμενα του οποίου παρακολουθώ πιστά. Τι να πω, στο χωριό μου και δε θα με πετύχαινε τόσο εύκολα όσο με πέτυχε σε ολόκληρο Παρίσι! Το κρίμα ήταν που δεν ήπιαμε εν τέλει μια μπύρα αλλά δε πειράζει, ευελπιστώ να δοθεί η ευκαιρία σε άλλο ταξίδι. Λίγα μέτρα πιο κάτω επιβεβαιώνω ότι όντως βρίσκομαι σε οικείο περιβάλλον, ακούγοντας πατροπαράδοτα ελληνικότατα μπινελίκια από ένα τύπο που μιλούσε στο τηλέφωνο σχετικά με τις ετοιμασίες της βραδιάς. Πλησιάζω, βλέπω το ρεστοραντ το όνομα «La Crète» και αντιλαμβάνομαι απόλυτα.
Όχι πολλή ώρα μετά βρίσκομαι στη στάση του λεωφορείου με τον αριθμό 47 που θα με οδηγήσει στο κέντρο της πόλης, έχοντας μεσολαβήσει ένα φρεσκάρισμα στο ξενοδοχείο, μιας και στη γειτονιά μου δεν είχε και πολλά να κάνεις τα βράδια των εορτών απ’ ότι είχα ήδη καταλάβει.
Μια φασαριόζικη παρέα Γάλλων μου παίρνει τ’ αυτιά μέχρι να φτάσω στη στάση μου, την οποία δεν έχω αντιληφθεί ακριβώς στο χάρτη και αγχώνομαι (χωρίς λόγο) όταν διαπιστώνω ότι το τέρμα είναι από την άλλη πλευρά του ποταμού, έτσι κατεβαίνω αρκετά μέτρα μακρύτερα μετά και το νησί de la Cité του Σηκουάνα. Από τα πρώτα όμως βήματα καταλαβαίνω ότι αυτή η μικρή «αναποδιά» ήταν τελικά για καλό.
Το ταρακούνημα που τρώω διαβαίνοντας τη γέφυρα Pont au Change είναι τεράστιο, καθώς για πρώτη φορά καταλαβαίνω τι εστί νυχτερινή ομορφιά του Παρισίου η οποία εκείνη τη στιγμή ξεδιπλώνεται στα πόδια μου, τα υπέροχα κτήρια που αγκαλιάζουν το ποτάμι, τα φωτορυθμικά απέναντι στο πύργο του Άιφελ, η επόμενη γέφυρα Saint-Michel, ο καθεδρικός ναός του Notre-Dame στη πλάτη μου, όλα απόλυτα εναρμονισμένα και άψογα φωτισμένα με το τοπίο. Οι αισθήσεις μου σε όξυνση προσπαθούν να ρουφήξουν το απόλυτο αυτό σκηνικό καταμεσής της όμορφης νύχτας.
Προχωράω αργά προς το προορισμό μου κάνοντας συχνά πυκνά στάση για φωτογραφία, ειδικότερα πάνω στις γέφυρες αν και δεν είμαι ο μόνος. Τι θα μπορούσε να ανατρέψει το δεδομένο της Ιρλανδικής μπυραρίας όταν όλες είναι κλειστές λόγω Χριστουγέννων; Μα μια Σκωτσέζικη μπυραρία βεβαίως, στην οποία αν δε πήγαινα συστημένος από τον @Señor_Nada δε θα έβρισκα.
Η δοκιμή των βαρελιών παράλληλα με τη παρατήρηση των Γάλλων αποδεικνύεται πολύ ενδιαφέρον χόμπι κατά τη διάρκεια της βραδιάς, μέχρι ν’ αποφασίσω να επιστρέψω με το ίδιο λεωφορείο στη βάση μου, κάτι που αναβάλλω διαρκώς και αποφασίζω τελικά όταν αρχίζει η βροχή.
Αν σας πω ότι δε μ’ ένοιαζε καθόλου;
Κοιτάω το ρολόι ξανά όντας πλέον απόγευμα, με μία το πολύ μιάμιση ώρα φωτός ακόμα διαθέσιμη, έτσι αν και έχω τσεκάρει τα δρομολόγια του λεωφορείου προτιμώ να συνεχίσω ποδαράτος κάθετα προς το 9ο διαμέρισμα. Δεν ήταν καθόλου λίγα όσα είχα δει έως τώρα, ωστόσο αυτή η πόλη σε τραβάει να τη περπατήσεις και να την ανακαλύψεις.
Κινούμαι ανάμεσα σε υπέροχα κτήρια και όμορφες μεγάλες γειτονιές, στις οποίες η παρουσία του κόσμου είναι ελάχιστη, σε σημείο να αναρωτιέμαι αν πρόκειται για περιοχή γραφείων ή κατοικιών. Κάθε τόσο ξεπροβάλει κανένα καφέ ή κάποιο ξέμπαρκο εστιατόριο που ετοιμάζει το μενού της βραδιάς και προετοιμάζεται να υποδεχτεί τον κόσμο.
Όσο πλησιάζω προς τη πλατεία d'Estienne d'Orves βέβαια η κίνηση σε πεζούς και αυτοκίνητα αυξάνεται γεωμετρικά. Βλέπω την εκκλησία Sainte Trinité σκεπασμένη μ’ ένα καλαίσθητο ύφασμα για λόγους συντήρησης και συνεχίζω, μιας και τα καφέ τριγύρω παραείναι τουριστικά για τα γούστα μου, παρόλο που είναι αρκετά γεμάτα στον εξωτερικό τους χώρο.
Εξακολουθώ περπατώντας τη Rue de la Chau που σφύζει από ζωή, μιας και τα πολλά εμπορικά της καταστήματα λειτουργούν κανονικά, με τον κόσμο να πραγματοποιεί τα γιορτινά του ψώνια. Σε κάποια φάση μου έρχονται αστραπιαία θύμησες από το Βιετνάμ και τη πόλη του Χο τσι Μινχ, κάτι που διαπίστωσα ότι οφείλεται στα αρώματα που έρχονταν από ένα κάθετο στενάκι γεμάτο Ασιατικά εστιατόρια. Χαμογελάω.
Αυτό δεν είναι άλλωστε τα ταξίδια; Αναμνήσεις ανακατεμένες με εικόνες και μυρωδιές…
Ο δρόμος με βγάζει στο κτήριο της όπερας Palais Garnier, που είχα έτσι κι αλλιώς περασμένο στους χάρτες μου, έτσι κάνω το γύρο φωτογραφίζοντας την ώρα που τα φώτα ανάβουν. Αρκετοί κάθονται στα σκαλιά του κτηρίου πίνοντας μπυρίτσες και τραγουδώντας μαζί με τον πλανόδιο καλλιτέχνη που έχει στήσει τη κιθάρα του με μικρόφωνο κι ενισχυτή ακριβώς μπροστά στη μικρή πλατεία. Το γεγονός δε ότι ακούω τραγούδι των Beatles μου προκαλεί ευχαρίστηση & το χαίρομαι ιδιαίτερα.
Τα φώτα της πόλης πλέον έχουν ανάψει για τα καλά, μαζί με τα χριστουγεννιάτικα λαμπάκια στις διπλανές λεωφόρους κάτι που σε συνδυασμό με την ιδιαίτερα αυξημένη πλέον κίνηση στους δρόμους και τα μαγαζιά δημιουργεί μια αίσθηση ευφορίας, τέτοια που έχουμε να δούμε πριν απ’ όλη αυτή την υγειονομική κρίση.
Είναι ώρα να χαθώ κι εγώ από προσώπου γης, κατεβαίνοντας στο σταθμό ‘’Opéra’’ χρησιμοποιώντας τη ροζ γραμμή Μ7 του Παριζιάνικου μετρό, εμφανώς αρκετά πιο απαρχαιωμένου από αυτό που πήρα νωρίτερα το μεσημέρι. Τσεκάρω το όνομα Censier-Daubenton ως τη στάση που κατεβαίνω και περιμένω να φτάσω εν μέσω βαβούρας από την απέναντι αγγλόφωνη οικογένεια.
Προφανώς και δε πάω στο ξενοδοχείο αλλά ξεχύνομαι με φόρα και πάλι στη Mouffetard για τη βόλτα, αλλά και προς αναζήτηση κάποιου μπαρ μιας και διψούσα ασύστολα. Εντυπωσιάζομαι που βλέπω κόσμο να ψωνίζει ακόμα κατά συρροή και σκαλώνω σε μια βιτρίνα με γαλλικά τυριά, νιώθοντας ξαφνικά νοσταλγία για Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, που θα καθυστερούσε ευτυχώς μόνο δυο μέρες.
Το happy hour είναι πάντα λόγος να πιείς στο Παρίσι, όχι ότι έχω τέτοια προβλήματα άλλα όπως να το κάνεις αποτελεί το έξτρα κίνητρο. Αρκετός κόσμος στα καφέ περιμετρικά της πλατείας έπαιρνε ένα απεριτίφ πριν το γιορτινό τραπέζι. Εγώ πάλι πήρα το δρόμο λίγη ώρα μετά για το ξενοδοχείο, αφού ξεδίψασα ως όφειλα.
Κατεβαίνω βεβαίως τον ίδιο πεζόδρομο και κάνω στάση για Panini με μοτσαρέλα μιας και ξαφνικά είχε κόψει η πείνα, όταν περιμένοντας καρτερικά τη σειρά μου ακούω ένα «καλησπέρα, να ρωτήσω κάτι;» απαντώντας «παρακαλώ» διερωτώμενος παράλληλα αν έχω αρχίσει να καταλαβαίνω ξαφνικά τα Γαλλικά…
«Εσύ δεν είσαι ο Psilos από το travelstories;» ακούω με την έκπληξη μου να μεγαλώνει περισσότερο με αυτές τις απίστευτες συμπτώσεις, κάτι που λογικά θα αποτυπώθηκε και στη φάτσα μου. Η ατάκα « @Señor_Nada από το forum » μου λύνει επιτέλους την απορία και με χαροποιεί ιδιαίτερα, γνωρίζοντας από κοντά ένα πολύ ωραίο τύπο τα γραφόμενα του οποίου παρακολουθώ πιστά. Τι να πω, στο χωριό μου και δε θα με πετύχαινε τόσο εύκολα όσο με πέτυχε σε ολόκληρο Παρίσι! Το κρίμα ήταν που δεν ήπιαμε εν τέλει μια μπύρα αλλά δε πειράζει, ευελπιστώ να δοθεί η ευκαιρία σε άλλο ταξίδι. Λίγα μέτρα πιο κάτω επιβεβαιώνω ότι όντως βρίσκομαι σε οικείο περιβάλλον, ακούγοντας πατροπαράδοτα ελληνικότατα μπινελίκια από ένα τύπο που μιλούσε στο τηλέφωνο σχετικά με τις ετοιμασίες της βραδιάς. Πλησιάζω, βλέπω το ρεστοραντ το όνομα «La Crète» και αντιλαμβάνομαι απόλυτα.
Όχι πολλή ώρα μετά βρίσκομαι στη στάση του λεωφορείου με τον αριθμό 47 που θα με οδηγήσει στο κέντρο της πόλης, έχοντας μεσολαβήσει ένα φρεσκάρισμα στο ξενοδοχείο, μιας και στη γειτονιά μου δεν είχε και πολλά να κάνεις τα βράδια των εορτών απ’ ότι είχα ήδη καταλάβει.
Μια φασαριόζικη παρέα Γάλλων μου παίρνει τ’ αυτιά μέχρι να φτάσω στη στάση μου, την οποία δεν έχω αντιληφθεί ακριβώς στο χάρτη και αγχώνομαι (χωρίς λόγο) όταν διαπιστώνω ότι το τέρμα είναι από την άλλη πλευρά του ποταμού, έτσι κατεβαίνω αρκετά μέτρα μακρύτερα μετά και το νησί de la Cité του Σηκουάνα. Από τα πρώτα όμως βήματα καταλαβαίνω ότι αυτή η μικρή «αναποδιά» ήταν τελικά για καλό.
Το ταρακούνημα που τρώω διαβαίνοντας τη γέφυρα Pont au Change είναι τεράστιο, καθώς για πρώτη φορά καταλαβαίνω τι εστί νυχτερινή ομορφιά του Παρισίου η οποία εκείνη τη στιγμή ξεδιπλώνεται στα πόδια μου, τα υπέροχα κτήρια που αγκαλιάζουν το ποτάμι, τα φωτορυθμικά απέναντι στο πύργο του Άιφελ, η επόμενη γέφυρα Saint-Michel, ο καθεδρικός ναός του Notre-Dame στη πλάτη μου, όλα απόλυτα εναρμονισμένα και άψογα φωτισμένα με το τοπίο. Οι αισθήσεις μου σε όξυνση προσπαθούν να ρουφήξουν το απόλυτο αυτό σκηνικό καταμεσής της όμορφης νύχτας.
Προχωράω αργά προς το προορισμό μου κάνοντας συχνά πυκνά στάση για φωτογραφία, ειδικότερα πάνω στις γέφυρες αν και δεν είμαι ο μόνος. Τι θα μπορούσε να ανατρέψει το δεδομένο της Ιρλανδικής μπυραρίας όταν όλες είναι κλειστές λόγω Χριστουγέννων; Μα μια Σκωτσέζικη μπυραρία βεβαίως, στην οποία αν δε πήγαινα συστημένος από τον @Señor_Nada δε θα έβρισκα.
Η δοκιμή των βαρελιών παράλληλα με τη παρατήρηση των Γάλλων αποδεικνύεται πολύ ενδιαφέρον χόμπι κατά τη διάρκεια της βραδιάς, μέχρι ν’ αποφασίσω να επιστρέψω με το ίδιο λεωφορείο στη βάση μου, κάτι που αναβάλλω διαρκώς και αποφασίζω τελικά όταν αρχίζει η βροχή.
Αν σας πω ότι δε μ’ ένοιαζε καθόλου;
Last edited: