psilos3
Member
- Μηνύματα
- 6.094
- Likes
- 45.322
- Επόμενο Ταξίδι
- ?
- Ταξίδι-Όνειρο
- Peru, Japan, Iceland
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Προετοιμασία και σχεδιασμός
- Αναχώρηση, άφιξη & οι πρώτες βόλτες
- Φωτογραφίες 1ου κεφαλαίου
- Bonjour mon ami
- Φωτογραφίες 2ου κεφαλαίου
- Τα «διάσημα» του Παρισίου
- Φωτογραφίες 3ου κεφαλαίου
- Στη γειτονιά των καλλιτεχνών
- Φωτογραφίες 4ου κεφαλαίου
- Η νύχτα της παραμονής
- Φωτογραφίες 5ου κεφαλαίου
- Χριστούγεννα υπό βροχή
- Φωτογραφίες 6ου κεφαλαίου
- Στο ποτάμι και γύρω από τα νησιά
- Φωτογραφίες 7ου κεφαλαίου
- Μα πόσα αξιοθέατα έχετε ακόμα;
- Φωτογραφίες 8ου κεφαλαίου
- Βόλτες και μπύρες στο Saint-Germain
- Φωτογραφίες 9ου κεφαλαίου
- Οι τελευταίες στιγμές στο Παρίσι & αναχώρηση
- Φωτογραφίες 10ου κεφαλαίου
- Συμπεράσματα - Αποτίμηση - Προτάσεις
- Bonus κεφάλαιο: Έγχρωμη Χριστουγεννιάτικη ιστορία
Τα «διάσημα» του Παρισίου
Ένα ζευγάρι Βραζιλιάνων που μάλλον έχει κατέβει από το τουριστικό λεωφορείο με βγάζει φωτογραφία με χαμόγελο, ζητώντας μου να κάνω κι εγώ το ίδιο με τη σειρά μου. Λέμε και δυο λόγια για το καλό, μιας και ήξεραν κατά που πέφτει η Ελλάδα. Έχω διασχίσει μόλις το πάρκο Champ de Mars και βρίσκομαι μπροστά σε ένα από τα πιο πολυφωτογραφημένα και γνωστότερα κτήρια ολόκληρου του κόσμου.
Συνεχίζω τη κάθοδο μου από το χωμάτινο στο σημείο εκείνο πάρκο, φτάνοντας μέχρι και τη περιφραγμένη βάση του πύργου του Αΐφελ, κάνοντας το γύρο της και αγνοώντας τους άπειρους μικροπωλητές που βρίσκονται στο σημείο, απαντώντας ευγενικά μεν, στα ελληνικά δε. Δοκιμασμένη συνταγή αποφυγής.
Μπορεί να φταίει η ομίχλη που κόβει το σύνολο του, περίμενα όμως λίγο μεγαλύτερο το συγκεκριμένο οικοδόμημα. Ίσως να το χα διαφορετικό κατά νου, μικρή σημασία έχει φυσικά κάτι τέτοιο. Θα είχα άλλωστε την ευκαιρία να έχω καλύτερη εικόνα περνώντας τη γέφυρα Pont d'Iéna που οδηγεί απέναντι στους κήπους του Trocadéro, κάτι που έκανα ευθύς αμέσως.
Ήταν το πρώτο σημείο που συναντούσα αυξημένη σχετικά κίνηση από κόσμο και άκουσα εκτός των άλλων και πολλά Ελληνικά. Δε ξέρω τι μπορεί να γίνεται εκεί σε ιδανικές τουριστικά συνθήκες εκτός πανδημίας, μπορώ όμως να φανταστώ.
Διαβαίνω τη γέφυρα κοιτάζοντας, φωτογραφίζοντας και βιντεοσκοπώντας προς όλες τις πιθανές κατευθύνσεις, βλέποντας παράλληλα τις εντυπωσιακές εικόνες της πόλης. Από τη μία τα σιντριβάνια των κήπων και τα σκαλιά που οδηγούν ψηλότερα στο λόφο, δεξιά κι αριστερά ο Σηκουάνας απέναντι ο πύργος (τώρα μάλιστα, πολύ καλύτερα) και στο τέλος όλων οι παπατζήδες…
Κι όμως, υπάρχουν ακόμα τουρίστες που τη πατάνε σα πουλιά μ’ αυτόν εδώ τον τρόπο, σε ένα σπορ που ευδοκιμεί για δεκαετίες. Εντάξει, μπορεί να μην είναι ακριβώς ο «παππάς» το παιχνίδι και να διεξάγεται με κάτι ξενέρωτα μπαλάκια, η λογική όμως παραμένει η ίδια και η αυτή. Σφυρίζω το τραγούδι του Ζαγοραίου με τον απόλυτα ταιριαστό στίχο «επήγες κι έπεσες μες στους ατσίδες και σου τα φάγανε οι παπατζήδες» και ανεβαίνω σιγά – σιγά τα σκαλιά, προσπαθώντας να βγάλω και μερικές φωτογραφίες.
Τα τσιράκια τουε σε διατεταγμένη υπηρεσία, όπου πέρα απ’ το να μαδάνε ανυποψίαστους μου φωνάζουν «no photos sir» λες και το μέρος τους ανήκει, παίρνοντας την απάντηση σε άψογα πάντα Γαλλικά «ρε άντε κάντε μου τη χάρη σιγά μη σας ρωτήσω», αδιαφορώντας. Εξάλλου δε θα καθόμουν περισσότερο καθώς ανέβηκα στο υψηλότερο επίπεδο παράλληλα με τη πλατεία, βλέποντας τους πλέον από πάνω, αφού εκείνος ο χώρος είναι αφιερωμένος στους καλλιτέχνες που ζωγραφίζουν επιτόπου αλλά και στους τουρίστες, που επιδίδονται σε φωτογράφιση μιας και το σημείο είναι ίσως το καλύτερο για κάτι τέτοιο.
Κάπου εκεί μου έρχεται στη μνήμη και η ασύλληπτη σκηνή από τη «Χαρτορίχτρα» με τους παπατζήδες και γελάω μόνος μου. Κοίτα κάτι πράγματα που συμβαίνουν στο Τροκαντερό!
Αγνοώ επιδεικτικά τη καντίνα με τις αλμυρές γεύσεις και τις ακόμα πιο αλμυρές τιμές που βρίσκεται στα δεξιά μου, όπως και τη boulangerie που συναντώ στη πλατεία και συνεχίζω παίρνοντας τη λεωφόρο Kléber κατηφορίζοντας προς τη κυκλική πλατεία της αψίδας που θυμίζει και τιμά τις νίκες του Ναπολέοντα.
Η περιοχή που ανάμεσα στο 16ο και το 8ο διαμέρισμα που βρισκόμουν ήταν εξίσου εντυπωσιακή, να χαίρεσαι να τη περπατάς στα πεζοδρόμια και τα σοκάκια της, το φωτογραφικό μου ένστικτο όμως μου υπέβαλλε να μείνω καταμεσής του κεντρικού δρόμου δικαιώνοντας με απόλυτα εκ του αποτελέσματος. Ευτυχώς να λέω που δεν είχε κίνηση.
Η αλήθεια να λέγεται, αν θέλει κάποιος να φωτογραφίσει με επιτυχία το εντυπωσιακό οικοδόμημα πρέπει να ξέρει να ελίσσεται, ανάμεσα σε διερχόμενα αυτοκίνητα και τουρίστες με την ίδια (μπορεί και μεγαλύτερη) μούρλα.
Είμαι τόσο κοντά πλέον που συγκινούμαι, ενθυμούμενος κάποια κάδρα που βλέπω στο σπίτι μου από μικρή ηλικία με αυτή την εικόνα που πλέον βλέπω και από κοντά, ολοζώντανα. Είμαι έτοιμος να κατηφορίσω συνεχίζοντας όταν ξανακάνω τη σκέψη και ψέγω αμέσως τον εαυτό μου για το γεγονός ότι έφτασα ως εδώ και δε πήγα να δω το μνημείο από κοντά. Μα είναι δυνατόν;
Χρησιμοποιώ την υπόγεια διάβαση μιας και δεν υπάρχει απευθείας πρόσβαση απ’ το δρόμο, υπό τους ήχους βιολιού της πλανόδιας βιολίστριας που παίζει μέσα στη στοά, κάνοντας την όλη εμπειρία ακόμα πιο ατμοσφαιρική. Προσπερνάω τους σεκιούριτι και την έντονη για κάποιο λόγο παρουσία της αστυνομίας και βγαίνω στην επιφάνεια προκειμένου να θαυμάσω από κοντά τις εξαιρετικές λεπτομέρειες της αψίδας του θριάμβου, αρχικής κατασκευής του 1806 παρακαλώ.
Αυτή τη φορά με βοηθάει στη φωτογράφιση μια παρέα Ισπανο-κάτι, που δεν ήταν τόσο κοινωνικοί όσο οι Βραζιλιάνοι νωρίτερα, αλλά το αποτέλεσμα είναι που μετράει. Έχοντας καλύψει σε απόλυτο βαθμό έως τώρα το πρόγραμμα μπαινοβγαίνω στη στοά που οδηγεί προς τη μπλε γραμμή Μετρό Μ2 της πόλης, ερχόμενος για πρώτη φορά σ’ επαφή με το δαιδαλώδη σχηματισμό των σταθμών της πόλης, χωρίς να διαπιστώσω τη κακή μυρωδιά που επικαλούνται όλοι.
Να ναι καλά η μάσκα…
Ένα ζευγάρι Βραζιλιάνων που μάλλον έχει κατέβει από το τουριστικό λεωφορείο με βγάζει φωτογραφία με χαμόγελο, ζητώντας μου να κάνω κι εγώ το ίδιο με τη σειρά μου. Λέμε και δυο λόγια για το καλό, μιας και ήξεραν κατά που πέφτει η Ελλάδα. Έχω διασχίσει μόλις το πάρκο Champ de Mars και βρίσκομαι μπροστά σε ένα από τα πιο πολυφωτογραφημένα και γνωστότερα κτήρια ολόκληρου του κόσμου.
Συνεχίζω τη κάθοδο μου από το χωμάτινο στο σημείο εκείνο πάρκο, φτάνοντας μέχρι και τη περιφραγμένη βάση του πύργου του Αΐφελ, κάνοντας το γύρο της και αγνοώντας τους άπειρους μικροπωλητές που βρίσκονται στο σημείο, απαντώντας ευγενικά μεν, στα ελληνικά δε. Δοκιμασμένη συνταγή αποφυγής.
Μπορεί να φταίει η ομίχλη που κόβει το σύνολο του, περίμενα όμως λίγο μεγαλύτερο το συγκεκριμένο οικοδόμημα. Ίσως να το χα διαφορετικό κατά νου, μικρή σημασία έχει φυσικά κάτι τέτοιο. Θα είχα άλλωστε την ευκαιρία να έχω καλύτερη εικόνα περνώντας τη γέφυρα Pont d'Iéna που οδηγεί απέναντι στους κήπους του Trocadéro, κάτι που έκανα ευθύς αμέσως.
Ήταν το πρώτο σημείο που συναντούσα αυξημένη σχετικά κίνηση από κόσμο και άκουσα εκτός των άλλων και πολλά Ελληνικά. Δε ξέρω τι μπορεί να γίνεται εκεί σε ιδανικές τουριστικά συνθήκες εκτός πανδημίας, μπορώ όμως να φανταστώ.
Διαβαίνω τη γέφυρα κοιτάζοντας, φωτογραφίζοντας και βιντεοσκοπώντας προς όλες τις πιθανές κατευθύνσεις, βλέποντας παράλληλα τις εντυπωσιακές εικόνες της πόλης. Από τη μία τα σιντριβάνια των κήπων και τα σκαλιά που οδηγούν ψηλότερα στο λόφο, δεξιά κι αριστερά ο Σηκουάνας απέναντι ο πύργος (τώρα μάλιστα, πολύ καλύτερα) και στο τέλος όλων οι παπατζήδες…
Κι όμως, υπάρχουν ακόμα τουρίστες που τη πατάνε σα πουλιά μ’ αυτόν εδώ τον τρόπο, σε ένα σπορ που ευδοκιμεί για δεκαετίες. Εντάξει, μπορεί να μην είναι ακριβώς ο «παππάς» το παιχνίδι και να διεξάγεται με κάτι ξενέρωτα μπαλάκια, η λογική όμως παραμένει η ίδια και η αυτή. Σφυρίζω το τραγούδι του Ζαγοραίου με τον απόλυτα ταιριαστό στίχο «επήγες κι έπεσες μες στους ατσίδες και σου τα φάγανε οι παπατζήδες» και ανεβαίνω σιγά – σιγά τα σκαλιά, προσπαθώντας να βγάλω και μερικές φωτογραφίες.
Τα τσιράκια τουε σε διατεταγμένη υπηρεσία, όπου πέρα απ’ το να μαδάνε ανυποψίαστους μου φωνάζουν «no photos sir» λες και το μέρος τους ανήκει, παίρνοντας την απάντηση σε άψογα πάντα Γαλλικά «ρε άντε κάντε μου τη χάρη σιγά μη σας ρωτήσω», αδιαφορώντας. Εξάλλου δε θα καθόμουν περισσότερο καθώς ανέβηκα στο υψηλότερο επίπεδο παράλληλα με τη πλατεία, βλέποντας τους πλέον από πάνω, αφού εκείνος ο χώρος είναι αφιερωμένος στους καλλιτέχνες που ζωγραφίζουν επιτόπου αλλά και στους τουρίστες, που επιδίδονται σε φωτογράφιση μιας και το σημείο είναι ίσως το καλύτερο για κάτι τέτοιο.
Κάπου εκεί μου έρχεται στη μνήμη και η ασύλληπτη σκηνή από τη «Χαρτορίχτρα» με τους παπατζήδες και γελάω μόνος μου. Κοίτα κάτι πράγματα που συμβαίνουν στο Τροκαντερό!
Αγνοώ επιδεικτικά τη καντίνα με τις αλμυρές γεύσεις και τις ακόμα πιο αλμυρές τιμές που βρίσκεται στα δεξιά μου, όπως και τη boulangerie που συναντώ στη πλατεία και συνεχίζω παίρνοντας τη λεωφόρο Kléber κατηφορίζοντας προς τη κυκλική πλατεία της αψίδας που θυμίζει και τιμά τις νίκες του Ναπολέοντα.
Η περιοχή που ανάμεσα στο 16ο και το 8ο διαμέρισμα που βρισκόμουν ήταν εξίσου εντυπωσιακή, να χαίρεσαι να τη περπατάς στα πεζοδρόμια και τα σοκάκια της, το φωτογραφικό μου ένστικτο όμως μου υπέβαλλε να μείνω καταμεσής του κεντρικού δρόμου δικαιώνοντας με απόλυτα εκ του αποτελέσματος. Ευτυχώς να λέω που δεν είχε κίνηση.
Η αλήθεια να λέγεται, αν θέλει κάποιος να φωτογραφίσει με επιτυχία το εντυπωσιακό οικοδόμημα πρέπει να ξέρει να ελίσσεται, ανάμεσα σε διερχόμενα αυτοκίνητα και τουρίστες με την ίδια (μπορεί και μεγαλύτερη) μούρλα.
Είμαι τόσο κοντά πλέον που συγκινούμαι, ενθυμούμενος κάποια κάδρα που βλέπω στο σπίτι μου από μικρή ηλικία με αυτή την εικόνα που πλέον βλέπω και από κοντά, ολοζώντανα. Είμαι έτοιμος να κατηφορίσω συνεχίζοντας όταν ξανακάνω τη σκέψη και ψέγω αμέσως τον εαυτό μου για το γεγονός ότι έφτασα ως εδώ και δε πήγα να δω το μνημείο από κοντά. Μα είναι δυνατόν;
Χρησιμοποιώ την υπόγεια διάβαση μιας και δεν υπάρχει απευθείας πρόσβαση απ’ το δρόμο, υπό τους ήχους βιολιού της πλανόδιας βιολίστριας που παίζει μέσα στη στοά, κάνοντας την όλη εμπειρία ακόμα πιο ατμοσφαιρική. Προσπερνάω τους σεκιούριτι και την έντονη για κάποιο λόγο παρουσία της αστυνομίας και βγαίνω στην επιφάνεια προκειμένου να θαυμάσω από κοντά τις εξαιρετικές λεπτομέρειες της αψίδας του θριάμβου, αρχικής κατασκευής του 1806 παρακαλώ.
Αυτή τη φορά με βοηθάει στη φωτογράφιση μια παρέα Ισπανο-κάτι, που δεν ήταν τόσο κοινωνικοί όσο οι Βραζιλιάνοι νωρίτερα, αλλά το αποτέλεσμα είναι που μετράει. Έχοντας καλύψει σε απόλυτο βαθμό έως τώρα το πρόγραμμα μπαινοβγαίνω στη στοά που οδηγεί προς τη μπλε γραμμή Μετρό Μ2 της πόλης, ερχόμενος για πρώτη φορά σ’ επαφή με το δαιδαλώδη σχηματισμό των σταθμών της πόλης, χωρίς να διαπιστώσω τη κακή μυρωδιά που επικαλούνται όλοι.
Να ναι καλά η μάσκα…
Last edited: