psilos3
Member
- Μηνύματα
- 6.094
- Likes
- 45.322
- Επόμενο Ταξίδι
- ?
- Ταξίδι-Όνειρο
- Peru, Japan, Iceland
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Προετοιμασία και σχεδιασμός
- Αναχώρηση, άφιξη & οι πρώτες βόλτες
- Φωτογραφίες 1ου κεφαλαίου
- Bonjour mon ami
- Φωτογραφίες 2ου κεφαλαίου
- Τα «διάσημα» του Παρισίου
- Φωτογραφίες 3ου κεφαλαίου
- Στη γειτονιά των καλλιτεχνών
- Φωτογραφίες 4ου κεφαλαίου
- Η νύχτα της παραμονής
- Φωτογραφίες 5ου κεφαλαίου
- Χριστούγεννα υπό βροχή
- Φωτογραφίες 6ου κεφαλαίου
- Στο ποτάμι και γύρω από τα νησιά
- Φωτογραφίες 7ου κεφαλαίου
- Μα πόσα αξιοθέατα έχετε ακόμα;
- Φωτογραφίες 8ου κεφαλαίου
- Βόλτες και μπύρες στο Saint-Germain
- Φωτογραφίες 9ου κεφαλαίου
- Οι τελευταίες στιγμές στο Παρίσι & αναχώρηση
- Φωτογραφίες 10ου κεφαλαίου
- Συμπεράσματα - Αποτίμηση - Προτάσεις
- Bonus κεφάλαιο: Έγχρωμη Χριστουγεννιάτικη ιστορία
Στη γειτονιά των καλλιτεχνών
Το ταμπελάκι γράφει Anvers και με κάνει να κινητοποιηθώ κατεβαίνοντας από το συρμό. Βιώνω πολύ έντονα την αίσθηση του μέρους σε σχέση άλλες Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όταν βγαίνοντας στην επιφάνεια ανακαλύπτω την ιστορική περιοχή που έχω έρθει, κάτι που θυμάμαι να συμβαίνει το ίδιο έντονα προ τεσσάρων περίπου ετών στη Ρώμη.
Προχωράω σχεδόν αποσβολωμένος το εκπληκτικό στενάκι κάνοντας μόνο στάση για φωτογραφίες στη βάση του λόφου της Μονμάρτης που ξεκινούσε μπροστά στα πόδια μου και στα τριγύρω όμορφα μαγαζιά. Η φιγούρα της Βασιλικής της Ιερής Καρδιάς βεβαίως επισκιάζει τα πάντα, οδηγώντας με σχεδόν μηχανικά σ’ αυτήν.
Βλέπω τα πολύ όμορφα καφέ πριν την είσοδο του πάρκου και σκέφτομαι να κάνω στάση, ωστόσο κοιτώντας το ρολόι είναι κάτι που -σοφά- αποφεύγω, ξεκινώντας τη μικρή ανάβαση από τα σκαλιά δίπλα στο καρουζέλ. Πολύς συγκεντρωμένος κόσμος για δεύτερη φορά εντός της ημέρας με ωθεί στο να φορέσω τη μάσκα μου υπενθυμίζοντας τους χαλεπούς καιρούς που διανύουμε.
Το έχω πάρει ζεστά και ανεβαίνω αδιάκοπα, όσο κι αν η θέα με προκαλεί για φωτογράφιση, καταλήγοντας να βγάλω φευγαλέα μερικές. Υπάρχει χρόνος γι’ αυτό φτάνοντας στο ψηλότερο σημείο, δίπλα από τις σιδεριές με τα αμέτρητα λουκέτα, σ’ ένα έθιμο που τείνει να μονιμοποιηθεί σε κάθε τέτοιου είδους μέρος.
Βαδίζω περιμετρικά πλέον του ναού όταν αντιλαμβάνομαι πως δεν ήταν επισκέψιμος εκείνη την ημέρα και διαπιστώνω ότι οι περισσότεροι ήταν τελικά διερχόμενοι σαν εμένα, κατευθυνόμενοι προς τις κεντρικές πλατείες της περιοχής. Το ίδιο κάνω κι εγώ, κινούμενος ανάμεσα από καλαίσθητα αν και τουριστικά καφέ και ζαχαροπλαστεία.
Η αίσθηση γνώριμου μέρους που με διακατέχει όλη την ημέρα ενισχύεται φτάνοντας στη πλατεία du Tertre, την οποία θα έπαιρνα όρκο ότι έχω ξαναδεί, χωρίς να μπορώ φυσικά να εξηγήσω από πού προκύπτει όλο αυτό. Ζωγράφοι και σκιτσογράφοι στέκονται ολόγυρα προσπαθώντας να προσελκύσουν υποψήφιους πελάτες που θέλουν μια αναμνηστική προσωπογραφία απ’ το Παρίσι, κάτι που καταφέρνουν ομολογουμένως μ’ ευκολία.
Ρουφάω εικόνες ασταμάτητα, όπως η κάμερα της φωτογραφικής και του κινητού μου, περιφερόμενος μέσα στα στενάκια για να πετύχω τις καλύτερες λήψεις, ευτυχώς μ’ ελάχιστη κίνηση. Χωρίς να το έχω στα υπόψιν μου φτάνω και ως το καφέ Le Consulat, σύμβολο της περιoχής της Μονμάρτης επί δεκαετίες, με τους ουκ ολίγους διάσημους ανθρώπους των τεχνών να αποτελούν το πελατολόγιο του επί χρόνια.
Ψωνίζω ένα μαγνητάκι από το διακριτικό σχετικά σουβενιράδικο κι αφήνω πίσω μου τη πιο όμορφη σίγουρα περιοχή του λόφου και του 18ου διαμερίσματος, προκειμένου να προχωρήσω για να δω και την υπόλοιπή. Τα σκαλιά και ο δρόμος με οδηγούν στη πλατεία Jehan-Rictus όπου έχει στηθεί Χριστουγεννιάτικη αγορά, απευθυνόμενη κυρίως στα πιτσιρίκια, οπότε και δε κάνω στάση αν και ποθούσα να πιώ κάτι. Αντ’ αυτού ακολουθώ το διπλανό πεζόδρομο, προς εύρεση κάποιου μπαρ αλλά και για λίγη ακόμη φωτογράφιση.
Απ’ ότι κατάλαβα δεν είναι και πολύ εύκολη υπόθεση να πιείς μια μπύρα σαν άνθρωπος τα Χριστούγεννα στο Παρίσι, τουλάχιστον όχι όπως την έχω στο μυαλό μου, έτσι αρκέστηκα στην αναγνώριση της περιοχής και στο πρόγραμμα μου, μιας και η ώρα με κυνηγούσε πλέον ως προς το φως της ημέρας.
Κατεβαίνω από ένα στενάκι προς το κεντρική λεωφόρο de Clichy, βλέποντας για κάποιο λόγο ένα γκρουπ με ξεναγό έξω από ένα ζαχαροπλαστείο, ίσως με ιστορική διάσταση. Αμέσως πιο κάτω συναντώ για πρώτη φορά ουρά, που παραδόξως δεν απευθύνεται στα τεστ αλλά στα περίφημα γλυκίσματα της πόλης, που μπορείς να δεις τη παρασκευή τους διερχόμενος από το δρόμο.
Η αναζήτηση κάποιου μπαρ συνεχίστηκε για λίγο ακόμη, αναποτελεσματικά ως αναμενόταν, κάνοντας δύο πέρα – δώθε στη νησίδα. Βρίσκομαι πλέον ακριβώς απέναντι από το θρυλικό Moulin Rouge και σπάω πλάκα βλέποντας δύο συμπατριώτισσες ινφλουένσερ να παλεύουν για τη σωστή φωτογραφία σχολιάζοντας.
Έχει πλάκα να μη ξέρουν ότι είσαι Έλληνας κάτι τέτοιες στιγμές...
Το ταμπελάκι γράφει Anvers και με κάνει να κινητοποιηθώ κατεβαίνοντας από το συρμό. Βιώνω πολύ έντονα την αίσθηση του μέρους σε σχέση άλλες Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όταν βγαίνοντας στην επιφάνεια ανακαλύπτω την ιστορική περιοχή που έχω έρθει, κάτι που θυμάμαι να συμβαίνει το ίδιο έντονα προ τεσσάρων περίπου ετών στη Ρώμη.
Προχωράω σχεδόν αποσβολωμένος το εκπληκτικό στενάκι κάνοντας μόνο στάση για φωτογραφίες στη βάση του λόφου της Μονμάρτης που ξεκινούσε μπροστά στα πόδια μου και στα τριγύρω όμορφα μαγαζιά. Η φιγούρα της Βασιλικής της Ιερής Καρδιάς βεβαίως επισκιάζει τα πάντα, οδηγώντας με σχεδόν μηχανικά σ’ αυτήν.
Βλέπω τα πολύ όμορφα καφέ πριν την είσοδο του πάρκου και σκέφτομαι να κάνω στάση, ωστόσο κοιτώντας το ρολόι είναι κάτι που -σοφά- αποφεύγω, ξεκινώντας τη μικρή ανάβαση από τα σκαλιά δίπλα στο καρουζέλ. Πολύς συγκεντρωμένος κόσμος για δεύτερη φορά εντός της ημέρας με ωθεί στο να φορέσω τη μάσκα μου υπενθυμίζοντας τους χαλεπούς καιρούς που διανύουμε.
Το έχω πάρει ζεστά και ανεβαίνω αδιάκοπα, όσο κι αν η θέα με προκαλεί για φωτογράφιση, καταλήγοντας να βγάλω φευγαλέα μερικές. Υπάρχει χρόνος γι’ αυτό φτάνοντας στο ψηλότερο σημείο, δίπλα από τις σιδεριές με τα αμέτρητα λουκέτα, σ’ ένα έθιμο που τείνει να μονιμοποιηθεί σε κάθε τέτοιου είδους μέρος.
Βαδίζω περιμετρικά πλέον του ναού όταν αντιλαμβάνομαι πως δεν ήταν επισκέψιμος εκείνη την ημέρα και διαπιστώνω ότι οι περισσότεροι ήταν τελικά διερχόμενοι σαν εμένα, κατευθυνόμενοι προς τις κεντρικές πλατείες της περιοχής. Το ίδιο κάνω κι εγώ, κινούμενος ανάμεσα από καλαίσθητα αν και τουριστικά καφέ και ζαχαροπλαστεία.
Η αίσθηση γνώριμου μέρους που με διακατέχει όλη την ημέρα ενισχύεται φτάνοντας στη πλατεία du Tertre, την οποία θα έπαιρνα όρκο ότι έχω ξαναδεί, χωρίς να μπορώ φυσικά να εξηγήσω από πού προκύπτει όλο αυτό. Ζωγράφοι και σκιτσογράφοι στέκονται ολόγυρα προσπαθώντας να προσελκύσουν υποψήφιους πελάτες που θέλουν μια αναμνηστική προσωπογραφία απ’ το Παρίσι, κάτι που καταφέρνουν ομολογουμένως μ’ ευκολία.
Ρουφάω εικόνες ασταμάτητα, όπως η κάμερα της φωτογραφικής και του κινητού μου, περιφερόμενος μέσα στα στενάκια για να πετύχω τις καλύτερες λήψεις, ευτυχώς μ’ ελάχιστη κίνηση. Χωρίς να το έχω στα υπόψιν μου φτάνω και ως το καφέ Le Consulat, σύμβολο της περιoχής της Μονμάρτης επί δεκαετίες, με τους ουκ ολίγους διάσημους ανθρώπους των τεχνών να αποτελούν το πελατολόγιο του επί χρόνια.
Ψωνίζω ένα μαγνητάκι από το διακριτικό σχετικά σουβενιράδικο κι αφήνω πίσω μου τη πιο όμορφη σίγουρα περιοχή του λόφου και του 18ου διαμερίσματος, προκειμένου να προχωρήσω για να δω και την υπόλοιπή. Τα σκαλιά και ο δρόμος με οδηγούν στη πλατεία Jehan-Rictus όπου έχει στηθεί Χριστουγεννιάτικη αγορά, απευθυνόμενη κυρίως στα πιτσιρίκια, οπότε και δε κάνω στάση αν και ποθούσα να πιώ κάτι. Αντ’ αυτού ακολουθώ το διπλανό πεζόδρομο, προς εύρεση κάποιου μπαρ αλλά και για λίγη ακόμη φωτογράφιση.
Απ’ ότι κατάλαβα δεν είναι και πολύ εύκολη υπόθεση να πιείς μια μπύρα σαν άνθρωπος τα Χριστούγεννα στο Παρίσι, τουλάχιστον όχι όπως την έχω στο μυαλό μου, έτσι αρκέστηκα στην αναγνώριση της περιοχής και στο πρόγραμμα μου, μιας και η ώρα με κυνηγούσε πλέον ως προς το φως της ημέρας.
Κατεβαίνω από ένα στενάκι προς το κεντρική λεωφόρο de Clichy, βλέποντας για κάποιο λόγο ένα γκρουπ με ξεναγό έξω από ένα ζαχαροπλαστείο, ίσως με ιστορική διάσταση. Αμέσως πιο κάτω συναντώ για πρώτη φορά ουρά, που παραδόξως δεν απευθύνεται στα τεστ αλλά στα περίφημα γλυκίσματα της πόλης, που μπορείς να δεις τη παρασκευή τους διερχόμενος από το δρόμο.
Η αναζήτηση κάποιου μπαρ συνεχίστηκε για λίγο ακόμη, αναποτελεσματικά ως αναμενόταν, κάνοντας δύο πέρα – δώθε στη νησίδα. Βρίσκομαι πλέον ακριβώς απέναντι από το θρυλικό Moulin Rouge και σπάω πλάκα βλέποντας δύο συμπατριώτισσες ινφλουένσερ να παλεύουν για τη σωστή φωτογραφία σχολιάζοντας.
Έχει πλάκα να μη ξέρουν ότι είσαι Έλληνας κάτι τέτοιες στιγμές...
Last edited: