psilos3
Member
- Μηνύματα
- 6.094
- Likes
- 45.322
- Επόμενο Ταξίδι
- ?
- Ταξίδι-Όνειρο
- Peru, Japan, Iceland
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Προετοιμασία ταξιδιού
- Αναχώρηση & Άφιξη - Boys are Back in town
- Οι πρώτες Guinness στη πόλη
- Κυνηγώντας το μαύρο θησαυρό
- Νύχ(σ)τα είναι, θα περάσει…
- Παράπλευρα του Liffey – Μέρα δεύτερη
- Στο μεγαλύτερο πάρκο της Ευρώπης
- Στα άδυτα του Jameson (Sine Metu) - Whiskey in the Jar
- Σαββατόβραδο στο Δουβλίνο
- Με σύμμαχο τον ήλιο (Don't believe a word) – Μέρα Τρίτη
- Στο πάρκο St Stephen's και το Κανάλι
- Στον Άγιο Πατρίκιο - Against the Grain
- Το τελευταίο βράδυ μου – Out in the fields
- Επίλογος – συμπεράσματα
Νύχ(σ)τα είναι, θα περάσει…
Μπορεί τυπικά να ήταν ακόμα απόγευμα, ωστόσο ο ήλιος είχε δύσει εδώ και ώρα στο Δουβλίνο και το κρύο έκανε την εμφάνιση του, κάτι που καταλάβαμε αμέσως μόλις βγήκαμε από το storehouse:
Η περιέργεια μου να παίζω με τα φίλτρα της καινούριας μηχανής και συγκεκριμένα με τη νυχτερινή λήψη, έδωσε μια νότα ρετρό στις επόμενες (λίγες) φωτογραφίες:
Είχαμε πάρει το δρόμο της επιστροφής:
Με κατεύθυνση το κέντρο και το σπίτι μας, καθώς η ξεκούραση ήταν παραπάνω από επιβεβλημένη:
Δε μπορούσαμε όμως να μη κάνουμε μια στάση για να θαυμάσουμε από πιο κοντινή απόσταση αυτή τη φορά το καθεδρικό ναό εκκλησιών Χριστού, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά αξιοθέατα της πόλης:
Ο καθεδρικός ναός ηνωμένων επισκόπων του Δουβλίνου ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα και ανακατασκευάστηκε από πέτρα στα τέλη του 12ου και τις αρχές του 13ου αιώνα. Μια μερική κατάρρευση όμως οδήγησε στην ανακατασκευή του, παίρνοντας τελικά τη σημερινή του μορφή κατά το 19ο αιώνα, μαζί με το πύργο αλλά και τη διάσημη καλυμμένη πεζογέφυρα, που -κακώς- δε περάσαμε!
Κάπου εκεί βρήκα επιτέλους και τη ρύθμιση που έψαχνα ώστε τα χρώματα να επανέλθουν στο φυσιολογικό. Είπαμε, ακόμα ήμουν σε διαδικασία εκμάθησης…
Δεν ήταν παρά λίγο πριν τις έξι όταν και προσεγγίσαμε το temple bar. Όσο κι αν μας τραβούσαν οι Pub σαν μαγνήτης η κούραση υπερίσχυε, έτσι πήραμε το δρόμο για το σπίτι, αφού σταματήσαμε στο διπλανό σούπερ μάρκετ για εφοδιασμό.
Να αναφέρω ότι το αλκοόλ στο Δουβλίνο (εκτός Pub/bar κι αυτά μετά τις 12:00 το πρωί) δε πωλείται όλες τις ώρες οπότε είναι απαραίτητο να κάνεις τα ψώνια σου εγκαίρως. Επίσης τα super market με τα έτοιμα ψημένα φαγητά είναι μια καλή περίπτωση για οικονομικότατο γεύμα.
Φτάνοντας σπίτι διαπίστωσα με εκνευρισμό πόσο κρύο είχε, αφού ήταν αδύνατο να καθίσεις χαλαρός έστω και ντυμένος με χοντρά ρούχα, πόσο μάλλον μετά από μπάνιο… Χωρίς να το πολυσκεφτώ σκεπάστηκα με το τεράστιο πάπλωμα και βυθίστηκα σε ύπνο. Όχι μόνο εγώ βέβαια.
Το στοίχημα ήταν να καταφέρουμε να βγούμε το πρώτο βράδυ και να μη βουλιάξουμε, κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ και σε καμία εκδρομή φυσικά, γιατί πάνω απ’ όλα ζούμε και με για μια υπόληψη. Εννοείται για εμάς που είχαμε το Γολγοθά του ταξιδιού από Θεσσαλονίκη ήταν πιο ζόρικο, γι’ αυτό και οι άλλοι μας αφήσανε χωρίς να μας ενοχλήσουν. Γύρω στις δέκα άνοιξα με το ζόρι τα μάτια μου και γύρω στις έντεκα άρχισα να μαζεύω τα κομμάτια μου για να πάω να τους συναντήσω. Ο Γιώργος δεν έδειξε την ίδια θέρμη και άλλαξε πλευρό.
Κατηφόρισα στο Temple square και πήρα τηλέφωνο να δω πουείναι μπεκροπίνουν τα καμάρια μου, κάτι που δε περίμεναν και στοιχημάτιζαν επ’ αυτού ότι δε θα τα καταφέρω. Τα ταλαιπωρημένα μούτρα μου, η κατάσταση ύπνου – ξύπνιου και ο «χαιρετισμός» μου προς απάντηση τους.
Aμέσως χωθήκαμε στη πρώτη παμπ που βρήκαμε μπροστά μας, παίρνοντας αμέσως γεύση από τη διασκέδαση της πόλης.
Μια μουσική για τ’ ανάθεμα, αρκετός κόσμος όλων των ηλικιών από 16 μέχρι 70 στο ίδιο μαγαζί (μικροί μεγάλοι στα καφενεία που λένε και στο χωριό μου) να διασκεδάζει σε καταστάσεις σουρεάλ. Κακή εντύπωση μου έκανε επίσης η τιμή της βαρελίσιας Guinness, με κόστος στα 7 ευρώ παρακαλώ, όταν στη Θεσσαλονίκη τη πίνουμε με 5,5 και 6 ευρώ… Τι να πεις.
Συνεχίσαμε περίπου 300 μέτρα πιο κάτω στο Badass ένα πιο νεανικού τύπου μπαρ, αρκετά μεγάλο και όμορφο, με ζωντανή μουσική, πίνοντας άλλες δυο μπυρίτσες, ξανθές αυτή τη φορά:
Επιστρέψαμε από τον ίδιο δρόμο, περνώντας από το temple bar στο οποίο γινόταν ο κακός χαμός μέσα-έξω. Το στολισμένο bar προκαλούσε όλο το κόσμο για φωτογραφία:
Και ακολουθήσαμε το δρόμο πάνω από το ποτάμι μέσω της ‘’Ha'penny Bridge’’ όπου σταμάτησα για να φωτογραφίσω το νυχτερινό Δουβλίνο και από τη μία:
Αλλά και από την άλλη πλευρά του ποταμού:
Προχωρήσαμε μέσω της O’ Connel street προκειμένου να φτάσουμε στο μαγαζί που αναζητούσα, αφού κάναμε στάση για να θαυμάσουμε το εντυπωσιακό 120 μέτρων μνημείο του φωτός, οβελίσκο Spire of Dublin, που έχει τη μορφή γιγάντιας βελόνας.
(Επισυνάπτω μια φωτό από το internet γιατί οι δικές μου ήταν για τα σκυλιά…)
Κάναμε κοντά στο 1,5 χιλιόμετρο για να βρούμε το ‘’Fibber Magees’’ ένα ροκ μπαρ για το οποίο είχα συστάσεις. Φτάνοντας είδαμε κόσμο να μπαίνει και να βγαίνει από τη μικρή του πόρτα, αλλά διαπιστώσαμε επίσης ότι ακουγόντουσαν και δυνατές μουσικές κάθε φορά που αυτή άνοιγόκλεινε, κάτι που μας χαροποίησε ιδιαίτερα, κάνοντας μας να πιάσουμε θέση στο άδειο σχετικά μπαρ σχεδόν αμέσως:
Μα που πήγε όλος αυτός ο κόσμος αναρωτηθήκαμε; Όλοι αυτοί που βγαίνουν από πού έρχονται; Η απάντηση στις εύλογες απορίες μας δόθηκε λίγα λεπτά αργότερα ψάχνοντας τη τουαλέτα. Το bar διέθετε μια εξαιρετική πίσω αυλή με ένα αυτοσχέδιο μπαράκι σε παλιό Volkswagen για σερβίρισμα,
ακόμα πιο δυνατή μουσική, μπιλιάρδο, διάφορες περίεργες μυρωδιές και πολύ κόσμο… Ωραία πράγματα, που έγιναν ακόμα καλύτερα με τους ήχους των rammstein και των metallica.
Ήπιαμε τις μπύρες μας πριν πάρουμε αρκετά πιο αργά το δρόμο της επιστροφής, βλέποντας αριστερά –δεξιά πολλούς πιτσιρικάδες αρκετά έως εντελώς σουρωμένους να κάνουν ότι τους κατέβει στο κεφάλι, να πέφτουν από ποδήλατα, να τρέχουν και να φωνάζουν, σε μια εικόνα που φέρνει σε μικρό βαθμό και δικές μας ανάλογες εικόνες βραδιών Παρασκευής.
Η αναζήτηση φαγητού αποδείχτηκε ανώφελη, καθώς δεν υπήρχε τίποτα αξιόλογο στο δρόμο, κάτι που μας επιβεβαίωσε και ο Γιώργος που εν τω μεταξύ είχε ξυπνήσει και είχε βγει για φαγητό, πληρώνοντας ένα κομμάτι μπαγιάτικη ξεροκαμένη πίτσα 4,5 ευρώ.
Έτσι αρκεστήκαμε στις προμήθειες που είχαμε ψωνίσει νωρίτερα, πίνοντας τις μπύρες μας καθισμένοι στο σαλόνι με τα μπουφάν (γρρρρ) και κάνοντας πλάνα (μπορεί και όχι) για την επομένη.
Ιρλανδικές μπάντες μια φορά δεν είχαμε ακούσει ακόμα…
Μπορεί τυπικά να ήταν ακόμα απόγευμα, ωστόσο ο ήλιος είχε δύσει εδώ και ώρα στο Δουβλίνο και το κρύο έκανε την εμφάνιση του, κάτι που καταλάβαμε αμέσως μόλις βγήκαμε από το storehouse:
Η περιέργεια μου να παίζω με τα φίλτρα της καινούριας μηχανής και συγκεκριμένα με τη νυχτερινή λήψη, έδωσε μια νότα ρετρό στις επόμενες (λίγες) φωτογραφίες:
Είχαμε πάρει το δρόμο της επιστροφής:
Με κατεύθυνση το κέντρο και το σπίτι μας, καθώς η ξεκούραση ήταν παραπάνω από επιβεβλημένη:
Δε μπορούσαμε όμως να μη κάνουμε μια στάση για να θαυμάσουμε από πιο κοντινή απόσταση αυτή τη φορά το καθεδρικό ναό εκκλησιών Χριστού, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά αξιοθέατα της πόλης:
Ο καθεδρικός ναός ηνωμένων επισκόπων του Δουβλίνου ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα και ανακατασκευάστηκε από πέτρα στα τέλη του 12ου και τις αρχές του 13ου αιώνα. Μια μερική κατάρρευση όμως οδήγησε στην ανακατασκευή του, παίρνοντας τελικά τη σημερινή του μορφή κατά το 19ο αιώνα, μαζί με το πύργο αλλά και τη διάσημη καλυμμένη πεζογέφυρα, που -κακώς- δε περάσαμε!
Κάπου εκεί βρήκα επιτέλους και τη ρύθμιση που έψαχνα ώστε τα χρώματα να επανέλθουν στο φυσιολογικό. Είπαμε, ακόμα ήμουν σε διαδικασία εκμάθησης…
Δεν ήταν παρά λίγο πριν τις έξι όταν και προσεγγίσαμε το temple bar. Όσο κι αν μας τραβούσαν οι Pub σαν μαγνήτης η κούραση υπερίσχυε, έτσι πήραμε το δρόμο για το σπίτι, αφού σταματήσαμε στο διπλανό σούπερ μάρκετ για εφοδιασμό.
Να αναφέρω ότι το αλκοόλ στο Δουβλίνο (εκτός Pub/bar κι αυτά μετά τις 12:00 το πρωί) δε πωλείται όλες τις ώρες οπότε είναι απαραίτητο να κάνεις τα ψώνια σου εγκαίρως. Επίσης τα super market με τα έτοιμα ψημένα φαγητά είναι μια καλή περίπτωση για οικονομικότατο γεύμα.
Φτάνοντας σπίτι διαπίστωσα με εκνευρισμό πόσο κρύο είχε, αφού ήταν αδύνατο να καθίσεις χαλαρός έστω και ντυμένος με χοντρά ρούχα, πόσο μάλλον μετά από μπάνιο… Χωρίς να το πολυσκεφτώ σκεπάστηκα με το τεράστιο πάπλωμα και βυθίστηκα σε ύπνο. Όχι μόνο εγώ βέβαια.
Το στοίχημα ήταν να καταφέρουμε να βγούμε το πρώτο βράδυ και να μη βουλιάξουμε, κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ και σε καμία εκδρομή φυσικά, γιατί πάνω απ’ όλα ζούμε και με για μια υπόληψη. Εννοείται για εμάς που είχαμε το Γολγοθά του ταξιδιού από Θεσσαλονίκη ήταν πιο ζόρικο, γι’ αυτό και οι άλλοι μας αφήσανε χωρίς να μας ενοχλήσουν. Γύρω στις δέκα άνοιξα με το ζόρι τα μάτια μου και γύρω στις έντεκα άρχισα να μαζεύω τα κομμάτια μου για να πάω να τους συναντήσω. Ο Γιώργος δεν έδειξε την ίδια θέρμη και άλλαξε πλευρό.
Κατηφόρισα στο Temple square και πήρα τηλέφωνο να δω που
Aμέσως χωθήκαμε στη πρώτη παμπ που βρήκαμε μπροστά μας, παίρνοντας αμέσως γεύση από τη διασκέδαση της πόλης.
Μια μουσική για τ’ ανάθεμα, αρκετός κόσμος όλων των ηλικιών από 16 μέχρι 70 στο ίδιο μαγαζί (μικροί μεγάλοι στα καφενεία που λένε και στο χωριό μου) να διασκεδάζει σε καταστάσεις σουρεάλ. Κακή εντύπωση μου έκανε επίσης η τιμή της βαρελίσιας Guinness, με κόστος στα 7 ευρώ παρακαλώ, όταν στη Θεσσαλονίκη τη πίνουμε με 5,5 και 6 ευρώ… Τι να πεις.
Συνεχίσαμε περίπου 300 μέτρα πιο κάτω στο Badass ένα πιο νεανικού τύπου μπαρ, αρκετά μεγάλο και όμορφο, με ζωντανή μουσική, πίνοντας άλλες δυο μπυρίτσες, ξανθές αυτή τη φορά:
Επιστρέψαμε από τον ίδιο δρόμο, περνώντας από το temple bar στο οποίο γινόταν ο κακός χαμός μέσα-έξω. Το στολισμένο bar προκαλούσε όλο το κόσμο για φωτογραφία:
Και ακολουθήσαμε το δρόμο πάνω από το ποτάμι μέσω της ‘’Ha'penny Bridge’’ όπου σταμάτησα για να φωτογραφίσω το νυχτερινό Δουβλίνο και από τη μία:
Αλλά και από την άλλη πλευρά του ποταμού:
Προχωρήσαμε μέσω της O’ Connel street προκειμένου να φτάσουμε στο μαγαζί που αναζητούσα, αφού κάναμε στάση για να θαυμάσουμε το εντυπωσιακό 120 μέτρων μνημείο του φωτός, οβελίσκο Spire of Dublin, που έχει τη μορφή γιγάντιας βελόνας.
(Επισυνάπτω μια φωτό από το internet γιατί οι δικές μου ήταν για τα σκυλιά…)
Κάναμε κοντά στο 1,5 χιλιόμετρο για να βρούμε το ‘’Fibber Magees’’ ένα ροκ μπαρ για το οποίο είχα συστάσεις. Φτάνοντας είδαμε κόσμο να μπαίνει και να βγαίνει από τη μικρή του πόρτα, αλλά διαπιστώσαμε επίσης ότι ακουγόντουσαν και δυνατές μουσικές κάθε φορά που αυτή άνοιγόκλεινε, κάτι που μας χαροποίησε ιδιαίτερα, κάνοντας μας να πιάσουμε θέση στο άδειο σχετικά μπαρ σχεδόν αμέσως:
Μα που πήγε όλος αυτός ο κόσμος αναρωτηθήκαμε; Όλοι αυτοί που βγαίνουν από πού έρχονται; Η απάντηση στις εύλογες απορίες μας δόθηκε λίγα λεπτά αργότερα ψάχνοντας τη τουαλέτα. Το bar διέθετε μια εξαιρετική πίσω αυλή με ένα αυτοσχέδιο μπαράκι σε παλιό Volkswagen για σερβίρισμα,
ακόμα πιο δυνατή μουσική, μπιλιάρδο, διάφορες περίεργες μυρωδιές και πολύ κόσμο… Ωραία πράγματα, που έγιναν ακόμα καλύτερα με τους ήχους των rammstein και των metallica.
Ήπιαμε τις μπύρες μας πριν πάρουμε αρκετά πιο αργά το δρόμο της επιστροφής, βλέποντας αριστερά –δεξιά πολλούς πιτσιρικάδες αρκετά έως εντελώς σουρωμένους να κάνουν ότι τους κατέβει στο κεφάλι, να πέφτουν από ποδήλατα, να τρέχουν και να φωνάζουν, σε μια εικόνα που φέρνει σε μικρό βαθμό και δικές μας ανάλογες εικόνες βραδιών Παρασκευής.
Η αναζήτηση φαγητού αποδείχτηκε ανώφελη, καθώς δεν υπήρχε τίποτα αξιόλογο στο δρόμο, κάτι που μας επιβεβαίωσε και ο Γιώργος που εν τω μεταξύ είχε ξυπνήσει και είχε βγει για φαγητό, πληρώνοντας ένα κομμάτι μπαγιάτικη ξεροκαμένη πίτσα 4,5 ευρώ.
Έτσι αρκεστήκαμε στις προμήθειες που είχαμε ψωνίσει νωρίτερα, πίνοντας τις μπύρες μας καθισμένοι στο σαλόνι με τα μπουφάν (γρρρρ) και κάνοντας πλάνα (μπορεί και όχι) για την επομένη.
Ιρλανδικές μπάντες μια φορά δεν είχαμε ακούσει ακόμα…
Last edited: