psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.741
- Likes
- 62.676
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Προετοιμασία & σχεδιασμός
- Εν αρχή ην το Vilnius
- Διερεύνησης συνέχεια
- Η βόλτα στο κάστρο
- Στη Δημοκρατία της Ουζούπης
- Λιθουανία, για λίγο ακόμα
- Η πρώτη δόση Λετονίας
- Και η …επιστροφή
- Συνέχεια εντός Vibrant Vecrīga
- Απ’ το σούρουπο ως την αναχώρηση
- Επόμενη στάση: Εσθονία
- Στους πύργους και την κούφια γη
- Παραπλεύρως των τειχών
- Νυχτώνει στην παλιά πόλη του Tallinn
- Δεκαπενταύγουστος εν πλω
- Η συνέχεια στο Helsinki
- Φινλανδία για λίγο κι επιστροφή
- Αποτίμηση, συμπεράσματα & ταξιδιωτικός απολογισμός
Απ’ το σούρουπο ως την αναχώρηση
Όλοι λένε πως η νύχτα σ’ αυτή την πόλη είναι ξεχωριστή & ατμοσφαιρική, κάτι που θα επιβεβαίωνα δύο φορές στην εκδρομή και σε δύο ξεχωριστές πόλεις αλλά ας μη προτρέχω. Δε χρειάζεται να μακρηγορήσω στο κεφάλαιο αυτό. Πρέπει να μιλήσει η εικόνα.
Μόλις διαπίστωσα πως είχε νυχτώσει σχετικά κι αφού είχα ετοιμαστεί πήρα τη φωτογραφική μηχανή στο χέρι και κατέβηκα στους δρόμους, με σκοπό να κινηθώ σε μια αντίστοιχη διαδρομή όπως αυτή που έκανα λίγες ώρες νωρίτερα:
Από την εκκλησία του Αγίου Πέτρου κιόλας άρχισα ν’ αντιλαμβάνομαι τις διαφορές. Φωτισμένο διακριτικά, το μνημείο του 13ου αιώνα με τον πύργο του ν’ αποτελεί το ψηλότερο ξύλινο κτίριο στην Ευρώπη μέχρι τον Β’ ΠΠ έδινε ιδιαίτερη χρώμα στην άδεια περιοχή:
Ομοίως άδεια και πολύ περισσότερο εντυπωσιακή ήταν και η πλατεία Rātslaukums με τα κτήρια που ανέλυσα στο προηγούμενο κεφάλαιο. Μα που είχαν πάει όλοι;
Στα εστιατόρια και τα μπαρ της παλιάς πόλης προφανώς. Παρόλο που ήταν καθημερινή, οι αρκετοί τουρίστες έδιναν σίγουρα ζωή:
Η πλατεία Dome και ο ναός St. Jacob’s ήταν επίσης από τα σημεία που στάθηκα και ήθελα να θαυμάσω με το νυχτερινό τους φωτισμό,
πριν χαθώ ξανά στα στενά της παλιάς πόλης, με μια αίσθηση μυστηρίου να απλώνεται εύκολα, όντας και μόνος τις περισσότερες στιγμές:
Φυσικά κινούμουν παράλληλα με τις οχυρώσεις, οπότε δεν άργησα καθόλου να ξαναβγώ στο πολιτισμό και στα μπαράκια που βρίσκονται εκεί.
Κατέβηκα σε ένα, μένοντας όμως άπραγος καθώς δε μου ‘κανε καθόλου αίσθηση:
Έτσι αφού φωτογράφησα το μνημείο της ελευθερίας επέστρεψα προς το κέντρο. Ο καλός -παραδόξως- καιρός της βραδιάς έκανε τους περισσότερους να την απολαμβάνουν στους εξωτερικούς χώρους των καταστημάτων εστίασης:
Πετάχτηκα σύντομα μέχρι το ξενοδοχείο για να ξεφορτωθώ τη φωτογραφική μιας και είχε επιτευχθεί ο στόχος μου, ψάχνοντας να δω πιο πριν από που ακούγονται οι ήχη της κιθάρας, κάτι που οφείλονταν σ' έναν πλανόδιο που είχε αράξει στη βάση του ναού.
Ένα στενάκι με οδήγησε στην ανακάλυψη άλλης μιας όμορφης γωνιάς του κέντρου που κάθε λίγο και λιγάκι είχε κάτι να σου δώσει:
Η ώρα είχε περάσει όμως κι εγώ δεν είχα επισκεφτεί ούτε μισό μπαρ. Εντάξει, τα είχα καταφέρει καλά κατά τη διάρκεια της ημέρας ήθελα όμως να συνεχίσω, έτσι σε μια έκρηξη περιέργειας είπα να κάνω στάση σ’ ένα μπαρ με το όνομα «Piana Vyshnia» ντυμένο στα χρώματα του βύσσινου όπως λέει και τ' όνομα του, κάτι που έκαναν άπαντες, προκειμένου να δοκιμάσω κι εγώ αυτό το ιδιαίτερο ποτό. Εντάξει, για ένα καλό ήταν, κάτι σαν λικέρ βύσσινο επί της ουσίας:
Η αναζήτηση και ξενερωσιά με όσα βρήκα (ή μάλλον δε βρήκα) με οδήγησε τελικά στο «Tiki Bar» ως απλά το πιο υποφερτό, με τον μπάρμαν να μου πιάνει αμέσως κουβέντα αφού μου σέρβιρε το πρώτο
Και με ένα απλό κλικ βρέθηκα να πίνω τις μπυρίτσες μου ακούγοντας όλη τη δισκοθήκη σχεδόν της Γερμανικής μπάντας, με μια ντόπια να επιμένει πιάνοντας μου τη συζήτηση ότι δε μοιάζω για Έλληνας. Άντε πάλι τα ίδια!
Πως μοιάζουν οι Έλληνες δηλαδή;
Αφήνοντας κατά μέρος αυτούς τους μικρούς προβληματισμούς ξύπνησα το επόμενο πρωί για να ετοιμαστώ, να φάω πρωινό και μετά από λίγη ώρα δουλειάς (μη ξεχνιόμαστε) βγήκα στο δρόμο παρατηρώντας για πρώτη φορά καλύτερα την εκκλησία «Reformātu baznīca» που βρισκόταν απέναντι ακριβώς από την είσοδο του ξενοδοχείου:
Το έκοψα με τα πόδια μιας και ο κεντρικός σταθμός των λεωφορείων δεν απείχε πολλά μέτρα από κει, γεγονός πολύ βολικό, έχοντας χρόνο για μια τελευταία βόλτα στον ποταμό:
Έφτασα έτσι λίγο πιονωρίς στον ακάλυπτο (κάτι απαράδεκτο για Ρίγα) χώρο των λεωφορείων, περιμένοντας το πάντα συνεπές Flixbus που θα με οδηγούσε στον επόμενο σταθμό της εκδρομής:
Ρίγα κιόλας τέλος, σύντομα και αυτή τη φορά αλλά ποιος ξέρει, κάτι μου λέει ότι δε θ’ αργήσω να ξαναπεράσω απ’ αυτήν!
Όσο για τη διαδρομή; Ναι μεν το λεωφορείο ήταν ολοκαίνουργιο και άριστο, πλην όμως ο δρόμος ξεκάθαρα επαρχιακός και μονών ρευμάτων, με αρκετές νταλίκες και προσπεράσεις κι ένα μονότονο πράσινο τοπίο μεταξύ Λετονίας και Εσθονίας, με το πέρασμα να γίνεται χωρίς να καταλάβω επί της ουσίας σύνορα.
Πάμε γι’ άλλα!
Όλοι λένε πως η νύχτα σ’ αυτή την πόλη είναι ξεχωριστή & ατμοσφαιρική, κάτι που θα επιβεβαίωνα δύο φορές στην εκδρομή και σε δύο ξεχωριστές πόλεις αλλά ας μη προτρέχω. Δε χρειάζεται να μακρηγορήσω στο κεφάλαιο αυτό. Πρέπει να μιλήσει η εικόνα.
Μόλις διαπίστωσα πως είχε νυχτώσει σχετικά κι αφού είχα ετοιμαστεί πήρα τη φωτογραφική μηχανή στο χέρι και κατέβηκα στους δρόμους, με σκοπό να κινηθώ σε μια αντίστοιχη διαδρομή όπως αυτή που έκανα λίγες ώρες νωρίτερα:


Από την εκκλησία του Αγίου Πέτρου κιόλας άρχισα ν’ αντιλαμβάνομαι τις διαφορές. Φωτισμένο διακριτικά, το μνημείο του 13ου αιώνα με τον πύργο του ν’ αποτελεί το ψηλότερο ξύλινο κτίριο στην Ευρώπη μέχρι τον Β’ ΠΠ έδινε ιδιαίτερη χρώμα στην άδεια περιοχή:

Ομοίως άδεια και πολύ περισσότερο εντυπωσιακή ήταν και η πλατεία Rātslaukums με τα κτήρια που ανέλυσα στο προηγούμενο κεφάλαιο. Μα που είχαν πάει όλοι;

Στα εστιατόρια και τα μπαρ της παλιάς πόλης προφανώς. Παρόλο που ήταν καθημερινή, οι αρκετοί τουρίστες έδιναν σίγουρα ζωή:


Η πλατεία Dome και ο ναός St. Jacob’s ήταν επίσης από τα σημεία που στάθηκα και ήθελα να θαυμάσω με το νυχτερινό τους φωτισμό,


πριν χαθώ ξανά στα στενά της παλιάς πόλης, με μια αίσθηση μυστηρίου να απλώνεται εύκολα, όντας και μόνος τις περισσότερες στιγμές:


Φυσικά κινούμουν παράλληλα με τις οχυρώσεις, οπότε δεν άργησα καθόλου να ξαναβγώ στο πολιτισμό και στα μπαράκια που βρίσκονται εκεί.
Κατέβηκα σε ένα, μένοντας όμως άπραγος καθώς δε μου ‘κανε καθόλου αίσθηση:


Έτσι αφού φωτογράφησα το μνημείο της ελευθερίας επέστρεψα προς το κέντρο. Ο καλός -παραδόξως- καιρός της βραδιάς έκανε τους περισσότερους να την απολαμβάνουν στους εξωτερικούς χώρους των καταστημάτων εστίασης:


Πετάχτηκα σύντομα μέχρι το ξενοδοχείο για να ξεφορτωθώ τη φωτογραφική μιας και είχε επιτευχθεί ο στόχος μου, ψάχνοντας να δω πιο πριν από που ακούγονται οι ήχη της κιθάρας, κάτι που οφείλονταν σ' έναν πλανόδιο που είχε αράξει στη βάση του ναού.

Ένα στενάκι με οδήγησε στην ανακάλυψη άλλης μιας όμορφης γωνιάς του κέντρου που κάθε λίγο και λιγάκι είχε κάτι να σου δώσει:

Η ώρα είχε περάσει όμως κι εγώ δεν είχα επισκεφτεί ούτε μισό μπαρ. Εντάξει, τα είχα καταφέρει καλά κατά τη διάρκεια της ημέρας ήθελα όμως να συνεχίσω, έτσι σε μια έκρηξη περιέργειας είπα να κάνω στάση σ’ ένα μπαρ με το όνομα «Piana Vyshnia» ντυμένο στα χρώματα του βύσσινου όπως λέει και τ' όνομα του, κάτι που έκαναν άπαντες, προκειμένου να δοκιμάσω κι εγώ αυτό το ιδιαίτερο ποτό. Εντάξει, για ένα καλό ήταν, κάτι σαν λικέρ βύσσινο επί της ουσίας:

Η αναζήτηση και ξενερωσιά με όσα βρήκα (ή μάλλον δε βρήκα) με οδήγησε τελικά στο «Tiki Bar» ως απλά το πιο υποφερτό, με τον μπάρμαν να μου πιάνει αμέσως κουβέντα αφού μου σέρβιρε το πρώτο
- Ωραία ζακέτα (Iron Maiden), φορούσα κι εγώ τη δική μου πριν λίγο (Rammstein)
- Ώστε σου αρέσουν οι Rammstein; Ακούς;
- Ναι πολύ, τους έχω δει και δύο φορές ζωντανά
- Τότε γιατί τόση ώρα παίζεις μαλακίες;
- Έχεις δίκιο, είναι επειδή αυτά ακούει ο κόσμος, αργά είναι θα το διορθώσουμε!

Και με ένα απλό κλικ βρέθηκα να πίνω τις μπυρίτσες μου ακούγοντας όλη τη δισκοθήκη σχεδόν της Γερμανικής μπάντας, με μια ντόπια να επιμένει πιάνοντας μου τη συζήτηση ότι δε μοιάζω για Έλληνας. Άντε πάλι τα ίδια!
Πως μοιάζουν οι Έλληνες δηλαδή;

Αφήνοντας κατά μέρος αυτούς τους μικρούς προβληματισμούς ξύπνησα το επόμενο πρωί για να ετοιμαστώ, να φάω πρωινό και μετά από λίγη ώρα δουλειάς (μη ξεχνιόμαστε) βγήκα στο δρόμο παρατηρώντας για πρώτη φορά καλύτερα την εκκλησία «Reformātu baznīca» που βρισκόταν απέναντι ακριβώς από την είσοδο του ξενοδοχείου:

Το έκοψα με τα πόδια μιας και ο κεντρικός σταθμός των λεωφορείων δεν απείχε πολλά μέτρα από κει, γεγονός πολύ βολικό, έχοντας χρόνο για μια τελευταία βόλτα στον ποταμό:

Έφτασα έτσι λίγο πιονωρίς στον ακάλυπτο (κάτι απαράδεκτο για Ρίγα) χώρο των λεωφορείων, περιμένοντας το πάντα συνεπές Flixbus που θα με οδηγούσε στον επόμενο σταθμό της εκδρομής:

Ρίγα κιόλας τέλος, σύντομα και αυτή τη φορά αλλά ποιος ξέρει, κάτι μου λέει ότι δε θ’ αργήσω να ξαναπεράσω απ’ αυτήν!

Όσο για τη διαδρομή; Ναι μεν το λεωφορείο ήταν ολοκαίνουργιο και άριστο, πλην όμως ο δρόμος ξεκάθαρα επαρχιακός και μονών ρευμάτων, με αρκετές νταλίκες και προσπεράσεις κι ένα μονότονο πράσινο τοπίο μεταξύ Λετονίας και Εσθονίας, με το πέρασμα να γίνεται χωρίς να καταλάβω επί της ουσίας σύνορα.

Πάμε γι’ άλλα!
Last edited by a moderator: