St.Adamantidou
Member
- Μηνύματα
- 245
- Likes
- 898
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Περί του «Τέλους του Κόσμου» γενικώς – μέρος 1
- Περί του «Τέλους του Κόσμου» γενικώς – μέρος 2
- Buenos Aires
- San Telmo
- El Calafate & Largo Argentino
- Perito Moreno, Lo Mismo
- Ένα Φυσικό Θαύμα
- Paine
- Στον Γκρι Παγετώνα και στα παγόβουνα της λίμνης Gray
- Επαρχία Magallanes και οπτική επαφή με τα ομώνυμα Στενά
- Punta Arenas
- Tierra Del Fuego κι'εγώ!
- Ushuaia
- Ushuaia και Κρουαζιέρα στα Στενά Beagle
- Κι ένας στεργιανός περίπατος
- Bariloce
- Mentoza & Santiago
- Valparaiso
- Τα νόμπελ της ποίησης
- Επίλογος
TIERRA DEL FUEGO, κι εγώ!...
Ενώπιος ενωπίω… por fin!…. κι επί τέλους!...
Η κουκίδα-πρόκληση τόσων χρόνων πάνω στο χάρτη, έγινε πράμα χειροπιαστό και.. ποδοπατητό!!!
Διαπλέω ήδη τα Στενά του Μαγγελάνου!
Κατευθύνομαι προς Porvenir το λιμάνι της Γης του Πυρός, που συνδέει ακτοπλοϊκώς το νησί με την ηπειρωτική Αμερική. Βρίσκομαι πάνω στο κατάστρωμα, κουκουλωμένη ως τ΄ αυτιά!
- Τέτοιο μπουγάζι δεν είδα δι’ όλου μου του βίου, φιλενάδα, σφυρίζω στ’ αυτί της Γιάννας για ν’ ακουστώ.
- Θυμήσου ότι με τούτον εδώ τον δίαυλο, συνδέονται δυο ωκεανοί-θηρία: ο Ατλαντικός κι ο Ειρηνικός. Ε, λογικό δεν είναι ν’ ανταμώνουν εδώ κι οι αέρηδές τους;
- Σωστά! Ωκεανοί είναι αυτοί. Δεν είναι η λεκάνη της Μεσογείου! Εδώ μιλάμε για υδάτινα στοιχειά. Όχι για νεροφίδες!...
Ο αέρας βογγάει θανατερά, και ρίχνει αυτιά και μύτες αν τύχει και τα βρει ακάλυπτα!
Πρώτη φορά στη ζωή μου φορώ κουκούλα. Και καλά που μου βρέθηκε. Ειδ’ άλλως θα γύριζα με πάραιση ή κρίση του τριδύμου, Θεός φυλάξοι…
Η διαδρομή δεν κρατά παρά μονάχα 2:30 ώρες. Το φέρρυ της γραμμής δεν ξέρω πόσο γερό σκαρί είναι, όμως, από ανέσεις είναι χειρότερο από κείνον τον αλήστου μνήμης ΠΟΡΤΟΚΑΛΗ ΗΛΙΟ του Λάτση, προ της εποχής των εκατομμυρίων.
Καλέ, μήτε καρέκλα να αναπαύσεις τα μέλη σου δεν είχε. Απλώς, σ’ ένα χώρο πάνω από το μηχανοστάσιο, ανάμεσα σε σωλήνες, εξογκώματα και εσοχές-παγίδες στο δάπεδο, υπήρχαν 2-3 πάγκοι όλοι κι όλοι. Κι εκεί κατέφυγαν οι ψύχραιμοι, για να γλυτώσουν το ψύχος. Ενώ εμείς οι θερμοκέφαλοι κάτσαμε στα εφτά μπουγάζια, να κρυσταλλώσουμε καλά! Μυαλά δα!...
Ωστόσο, ορισμένα πράγματα, ορισμένες ώρες είναι εκτός λογικής. Και πάντα υπάρχει εξήγηση για την όποια παλαβομάρα. Εγώ, λοιπόν, ήμουν χρόνια μαγεμένη απ’ αυτά τα περίφημα MAGALLANS STRAITS. Μέχρι που ήξερα την ιστορία τους, εδώ και χρόνια. Και, μια κι αυτός ο μεγάλος θαλασσοπόρος έχει στοιχειώσει με την παρουσία του όλην αυτήν τη γεωγραφική περιοχή, καιρός να κάνουμε κι εμείς τη γνωριμία του και ν΄ακούσουμε την ιστορία του, όπως μου τη διηγήθηκε μια φλύαρη φωκίτσα, που την αντάμωσα λίγο πριν «δέσουμε» στο Porvenir.
Το παραμύθι του παππού Μαγγελάνου
Μια φορά κι έναν καιρό, στην πόλη Porto ή Sambrosa της Πορτογαλίας, γεννήθηκε στα 1480 ένα αγόρι. Ουδέν το παράξενον στο γεγονός. Πλούσια κι αριστοκρατική η φαμίλια του. Αυτό μπορεί να κριθεί ως προσόν, αλλά τίποτε περισσότερο. Όμως ο νεαρός ήταν ανήσυχος και ριψοκίνδυνος. Πραγματικός εραστής της άγριας περιπέτειας, του ρίσκου και της αποκοτιάς. Τον έτρωγε θαρρείς το κεφάλι του, κι όλο μπελάδες κυνήγαγε.
Α, αυτά τα χαρακτηριστικά είναι πράγματι διαφορετικά.
Μπορεί να λεν’ πολλά για το μέλλον του Πορτογάλου μπόμπιρα.
Το 1505, μόλις 25 ετών, τον βρίσκουμε μέλος πληρώματος πορτογαλικού πλοίου, στις πορτογαλικές τότε αποικίες της Μαλαισίας και της Ινδονησίας, να οργώνει τον Ινδικό Ωκεανό. Δεν φτούρισε όμως σε κείνη τη σταδιοδρομία. Επέστρεψε άναυλα στην πατρίδα του, τσακωμένος με τους ανωτέρους του. Και δεν ήταν μόνον αυτό. Έχασε και την εύνοια του Βασιλιά Εμμανουήλ, διότι τόλμησε, παρά τη δυσμενή του επιστροφή, να ζητήσει και αύξηση μισθού!
Στο χωριό δεν τον ήθελαν, το σπίτι του παπά γύρευε, έλεγε η Μάνα μου.
Θηρίον ο Άναξ.
Τσίνισε τόσο, που του είπε σκαιώς, πως ήταν ελεύθερος να προσφέρει τις ναυτικές του υπηρεσίες αλλαχού! Ξου ξου και μακρυά οι ρέμπελοι!
Επικίνδυνοι για τις Αυλές και για τους Άνακτες! Μακάρι να πήγαινε σε άλλη χώρα, να γλυτώσει ο τόπος από τον ανυπάκουο! Τον επαναστάτη! Τον βιαιοπραγούντα! Για να κοιμόμαστε ήσυχοι!
Αχ, Αυτά τα λάθη της κεφαλής ενός κράτους, όταν αυτή η κεφαλή συμβαίνει να είναι άδεις ως νεροκολοκύθα! Κι ενώ ο Πορτογάλος βασιλιάς έδιωχνε, χωρίς δεύτερη σκέψη τον υπήκοό του, η γειτονική Ισπανία –έχοντας την προηγούμενη πείρα με τον Κολόμβο- άνοιγε διάπλατα τις πόρτες της στον αποπεμφθέντα. Ρηξικέλευθη χώρα η Ισπανία. Απόδειξη τούτου είναι ότι όλη η Νότια Αμερική ισπανοκρατείται. Ενώ η Πορτογαλία κατάφερε να κρατήσει μονάχα τη Βραζιλία, κι αυτό μονάχα με τη βοήθεια του Πάπα και τη Συνθήκη της Τορντεσίγιας, το 1493. Άλλωστε η ίδια ιστορία δεν είχε προηγηθεί και με τον Κολόμβο; Οι Πορτογάλοι βασιλιάδες τον έδιωξαν, αφού προηγουμένως τον κατακορόιδεψαν. Κι ύστερα από τόσα χρόνια, μυαλά δεν άλλαξαν. Έδιωξαν λοιπόν τον Μαγγελάνο, αρνούμενοι να συμμεριστούν τη βεβαιότητά του, ότι κάπου στη Ν. Αμερική υπάρχει θαλάσσιο πέρασμα, που βγάζει σ’ έναν τρίτο Ωκεανό. Σ’ έναν καινούριο κόσμο. Κι αφού όλοι είχαν πια χωνέψει πως η γη ήταν στρογγυλή, ήλπιζε να μπορέσει να κάνει το γύρο του κόσμου πλέοντας δυτικά, κι αποφεύγοντας το σκοτωματικό ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας. Φυσικά, όλος ο καημός ήταν οι αποικίες του Ινδικού, και πώς να τις πλησιάζουν από τον κοντινότερο και ασφαλέστερο θαλάσσιο δρόμο. Κι ως τα τότε ήταν γνωστή μονάχα μια ρότα: προς τα ανατολικά. Πού να ήξερε ο Πορτογάλος Άναξ, τι φέτα με βούτυρο έχανε από το στόμα του, και πόσο θα στοίχιζε αυτή του η χαζομάρα στην πατρίδα του.
Ο Ισπανός βασιλιάς Κάρολος ο Α΄, κι αργότερα Αυτοκράτωρ ο Ε΄, ξεσηκώθηκε πάραυτα. Σίγουρα μυρίστηκε ψητό. Και στα 1519 του έδωσε πέντε καράβια. Κι ο Μαγγελάνος ξεκίνησε στις 20 Σεπτεμβρίου από το λιμάνι Σανλούκαρ δε Μπαραμέδα. Ήταν κιόλας 39 ετών, κι έμπειρος ναυτικός όσο λίγοι στον καιρό του.
Θεώρησε λογικό να ξεκινήσει την εξερεύνησή του όσο γίνεται νοτιώτερα, αφού αυτή η περιοχή ήταν η λιγότερο γνωστή στους Ευρωπαίους Κονκισταδόρες.
- Πες μου, μπρε δαιμόνια και πολύξερη φωκίτσα, πόσους άνδρες είχε μαζί του;
- 250 ναυτικούς πήρε μαζί του, που ανήκαν σε 9 εθνικότητες να σε χαρώ!
- Αμάν Παναγιά μου! Κάθε καρυδιάς καρύδι. Και πώς τους κουμαντάριζε; Δεν του έφτιαχναν κάθε λίγο και λιγάκι κι ένα ρεμπελιό; Πώς τα βόλευε;
- Κάτι λίγο ράβδος, κάτι λιγότερο αγχόνη, έ, τα κατάφερνε! Θα τ’ ακούσεις παρακάτω. Βάλε γλώσσα μέσα, τέλος πάντων, κι άσε με να μιλήσω.
- Μωρ’ είσαι μπιτ τρελλή; Αράχνες έβγαλε το στόμα μου από την απραξία! Πότε σε διέκοψα διαολόπραμα, που μήτε ψάρι μήτε ζώο σωστό είσαι; Άντε να μη σε ξεφωνίσω και μας ακούσει όλη η Ανταρκτική. Άιντε, τέλειωνε! Μ’ έσκασες!
- Άκου να σου πω. Εμένα μη μου αντιμιλάς και μάλιστα μ’ αυτό το ύφος, γιατί θα σταματήσω να λέω! Κι εσύ θα τρέχεις μετά, σε διάφορα κιτάπια να βρείς το θέλημά σου. Υπομόνεψε, να χαρείς. Άλλωστε δεν φτάσαμε ακόμα. Τι σ’ έπιασαν τα βιαστικά της χελώνης;
- Ουφ, καλά! Δεν ξαναμιλάω. Πες μου μονάχα αν άφησε πίσω του οικογένεια.
- Α, βέβαια. Άφησε τη γυναίκα του, τη Σεβιλλιάνα Μπεατρίθ Μπαρμπόζα, κι ένα γιο, τον Ροδρίγο.
- Μη χειρότερα! Τι την ήθελε την παντρειά, εξερευνητής άνθρωπος; Αυτός δεν καθόταν ποτέ στ’ αυγά του. Δεν είχε στασμό. Και το παιδί γιατί το έκανε;
- Πάει! Παλάβωσε το ανθρώπινο είδος. Τι με ρωτάς τώρα, ύστερα από 400 χρόνια να σου εξηγήσω; Γιατί παντρεύτηκε κι έκανε παιδί ο Μαγγελάνος; Γούστο του! Μήπως έπρεπε να σε ρωτήσει; Λέω, τώρα, «μήπως…». Σάμπως και ο Κολόμβος ήταν soltero;
- Γεροντοπαλίκαρο θα πει αυτό;
- Μάλιστα. Κι άσε με επί τέλους να τελειώσω.
Πω, πω! Το κήτος είχε θυμώσει και με μάλωνε για τα καλά. Καιρός να λουγάξω.
- Τα πέντε πλοία έφτασαν κάποτε στο Rio της Βραζιλίας, που ήταν ήδη γνωστό. Από κει κατέβηκαν στο Rio de laPlata –όπου το σημερινό Buenos Aires- ψάχνοντας εις μάτην στις ατελείωτες διακλαδώσεις των εκβολών του μεγάλου αυτού ποταμού. Πέρασμα ουδαμού! Άκου τώρα και τούτο, για να λύσεις τις απορίες που βιάστηκες να ξεφουρνίσεις. Στις 31 του Μάρτη έφτασαν στο λιμάνι του Σαν Χουλιάν (νότιο γεωγραφικό πλάτος 49ο 20΄). Και, τα μεσάνυχτα της μέρας του Πάσχα, οι Ισπανοί πλοίαρχοι –δηλαδή οι κατάδικοί του άνθρωποι, κι όχι οι ξένοι- στασίασαν κατά του Διοικητού τους.
Δεν μπόρεσα να κρατηθώ:
- Αμάν λαχτάρα ο Hermando de Magallanes! Να καίγεται ο χριστιανός ν’ ανακαλύψει το ρημάδι το πέρασμα, να είναι Πασχαλιά, να έχει σχεδόν 6 μήνες στη θάλασσα, κι οι πλοίαρχοι το χαβά τους! Να του σκαρώνουν ρεμπελιό! Πάει η εξερεύνηση, ε;
- Πριτς, που πάει! Ξέρεις τι κέρατο ήταν ο μακαρίτης;
- Εμ, δε θα ΄ταν; Με το σταυρό στο χέρι δε γίνονται μεγάλα εγχειρήματα και δεν επιτυγχάνονται οι μεγάλοι στόχοι! Δυστυχώς!...
- Σωστά, αγαπητή ξένη. Ο Πορτογάλος, λοιπόν, τους αντιμετώπισε «με γενναιότητα και τόλμη», λένε οι ιστορικοί, τουφεκίζοντας έναν πλοίαρχο, κι εγκαταλείποντας έναν άλλον πίσω.
- Να, είδες; Κι ο άγιος φοβέρα θέλει!
- Όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, δεν λέτε κι εσείς; Έτσι συνέχισε προν νότον, κι έφτασε στη Santa Cruz. Εκεί, βρήκε συντρίμμια το πλοίο Santiago, που το είχε στείλει για ανίχνευση. Με ό,τι του απόμεινε εξακολούθησε νοτιότερα, προς το Ακρωτήρι των Παρθένων, το Cabo de las Virgines και τελικώς, (σε νότιο γεωγραφικό πλάτος 52ο 30’) μπήκε, στις 28 Νοεμβρίου του 1520, σε ένα πέρασμα που όπως αποδείχτηκε, ήταν ο πορθμός που αναζητούσε! Μονάχα τρία από τα πλοία του έφτασαν στο δυτικό άκρο του πορθμού, στον Ειρηνικό Ωκεανό! Λένε πως στο άκουσμα της αναφοράς του πληρώματος ότι το πέρασμα στην άλλη μεγάλη θάλασσα βρέθηκε, ο πλοίαρχος με τη σιδερένια θέληση και την εγνωσμένη σκληρότητα, κατέρρευσε, βάζοντας τα κλάματα από συγκίνηση και χαρά…
Δεκατέσσερις μήνες, λοιπόν, μετά την αναχώρηση του μικρού στόλου από την Ευρώπη, τα τρία ισπανικά πλοία έμπαιναν στην Θάλασσα του Νότου, την οποία βρήκαν πολύ ήρεμη και γαλήνια, σ’ όλο το ταξίδι τους. Και τη βάφτισαν «Ειρηνικό».
Σ’ αυτόν το νότιο γεωγραφικό χώρο, ο Μαγγελάνος βρήκε τους Παταγόνες που προαναφέραμε, αλλά και τους Γιαγκάνς (Yahgans), τους Αλακαλούφ (Alacaluf) και τους Τεχέλτσε (Tehelce). Όλες αυτές οι φυλές ζούσαν από το ψάρεμα και το κυνήγι, κι αιφνιδιάστηκαν με την άφιξη των Ευρωπαίων. Κι όταν αυτοί οι τελευταίοι προσπάθησαν να αποικήσουν για πρώτη φορά αυτήν την περιοχή, οι Ινδιάνοι θύμωσαν και τους αφαλοκόψαν! Όμως τη δεύτερη φορά οι Ισπανοί ήρθαν πιο οργανωμένοι, και τσατάλιασαν τους έρμους τους ντόπιους. Κι έτσι άρχισε ο αποδεκατισμός τους.
Ο Μαγγελάνος, όπως και οι μετά από αυτόν εξερευνητές και περιηγητές –εν οις και ο Δαρβίνος- εντυπωσιάστηκαν από τις πολλές φωτιές που άναβαν οι Ινδιάνοι σ’ όλες τους τις δραστηριότητες, ακόμα και μέσα στα κανώ τους. Και δεν ήταν δα και πολύ παράξενο το γεγονός, αφού για 10 μήνες το χρόνο έχουν κρύο, υγρασία και σκοτάδι. Άρα, τι καλύτερο από μια φωτιά να φωτίχει τις μακρυές νύχτες και να ζεσταίνει όλες τις ώρες; Κι επειδή όλοι οι εξερευνητές είναι κρυπτορομαντικοί και κομματάκι ποιητές, ο Μαγγελάνος ονόμασε το μεγαλύτερο από τα νησιά του Αρχιπελάγους –που χωρίζει τη Ν. Αμερική από την ήπειρο της Ανταρκτικής- Tierra del Fuego, Γη του Πυρός…
Δεν είναι καταπληκτικό όνομα;
Στις 9 του Μάρτη του 1520, αποπλέει με τα δυο πλοία που του απόμειναν, προς τα νοτιοδυτικά. Κι αυτή η ρότα τον φέρνει στα νησιά που σήμερα λέμε: Φιλιππίνες. Κι εκεί, δυο μήνες μετά, δολοφονείται από ιθαγενείς. Ήταν μονάχα 41 ετών, και άτυχος μέσα στη μεγάλη του τύχη! Δεν πρόλαβε να επιστρέψει στην Ισπανία, για να εισπράξει τη δόξα και τις τιμές που του οφείλονταν…
Η φωκίτσα σταμάτησε για λίγο τη διήγηση, κοιτώντας ρεμβαστικά το πέλαγος.
Μου φάνηκε πως προσπαθούσε να δει το παρελθόν και να γραδάρει τα γεγονότα του Χτες. Κι εγώ άρπαξα την ευκαιρία να σχολιάσω:
- Κρίμα. Κρίμα στ’ αλήθεια. Πήγε με το παράπονο, ο καημενούλης. Πρέπει να είναι αχώνευτος ο καημός, να σου στερήσουν την ευτυχία ν’ ακούσεις τα «μπράβο» και τα «ζήτω». Και να μοιραστείς με φίλους κι αγαπημένους τις αναμνήσεις από τη συγκλονιστική σου περιπέτεια!... Έτσι δεν είναι φιλενάδα;
- Χμ, δεν ξέρω. Ήταν πολύ περίεργος άνθρωπος και πολύπλοκος χαρακτήρας. Ήταν γεμάτος αντιθέσεις. Και παραμένει πάντα μια αινιγματική φυσιογνωμία για τους βιογράφους του. Πάντως, όλοι του αναγνωρίζουν «την τολμηρή σύλληψη» και τον παραδέχονται για την «διοικητική του ιδιοφυία». Χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά, μια τέτοια επιχείρηση σίγουρα δεν θα φτουρούσε. Διότι, σκέψου! Έσερνε μαζί του κι έπρεπε να επιβληθεί σε 250 ρέμπελους, εννέα εθνικοτήτων! Καθένας είχε τα δικά του σουσούμια, τη δική του γλώσσα, αλλοιώτικη νοοτροπία…
Πώς να συνεννοούνταν μαζί τους ο δυστυχής; Φαντάζεσαι τι θα του έκαναν τον βίο, ξένη; Κινούμενη άμμο!!! Δεν ήξερε τι θα του ξημέρωνε η νύχτα, και τι θα του βράδυαζε η μέρα! Κι όμως…
Το φωκάκι με κοίταξε για λίγο αφηρημένο. Κι ύστερα έδωσε μια βουτιά πάνω από το βραχάκι του, και χάθηκε στο νερό.
- Ούτε ένα «γεια σου» δεν μου είπε η ανάγωγη, αγανάκτησα. Εγώ ωστόσο ξεπάγιασα κρεμασμένη στην κουπαστή! Ώρα να κατέβω στο σαλόνι-λαγούμι, σκέφτομαι.
Και ξεκολλώ από το παραπέτο. Κι εκείνη την ώρα, να ΄σου μπροστά μου η φωκίτσα.
Με κοίταξε γελαστά, τραμπαλίζοντας τα μακρυά της μουστάκια, και με μια τρισχαριτωμένη τούμπα, μου κούνησε το ένα της φτεράκι. Και σαν ν’ άκουσα μια μελωδική πνοή ανέμου που συλλάβιζε:
«Ώρα σου καλή, ξένη. Είσαι τυχερή που έφτασες ως εδώ. Μακάρι να ταξιδεύεις πάντα!
Όλο και μακρύτερα – αν μπορεί να γίνει, βέβαια αυτό.
Buena Suerte, Querida… Καλή τύχη, αγαπημένη μου…»
Ενώπιος ενωπίω… por fin!…. κι επί τέλους!...
Η κουκίδα-πρόκληση τόσων χρόνων πάνω στο χάρτη, έγινε πράμα χειροπιαστό και.. ποδοπατητό!!!
Διαπλέω ήδη τα Στενά του Μαγγελάνου!
Κατευθύνομαι προς Porvenir το λιμάνι της Γης του Πυρός, που συνδέει ακτοπλοϊκώς το νησί με την ηπειρωτική Αμερική. Βρίσκομαι πάνω στο κατάστρωμα, κουκουλωμένη ως τ΄ αυτιά!
- Τέτοιο μπουγάζι δεν είδα δι’ όλου μου του βίου, φιλενάδα, σφυρίζω στ’ αυτί της Γιάννας για ν’ ακουστώ.
- Θυμήσου ότι με τούτον εδώ τον δίαυλο, συνδέονται δυο ωκεανοί-θηρία: ο Ατλαντικός κι ο Ειρηνικός. Ε, λογικό δεν είναι ν’ ανταμώνουν εδώ κι οι αέρηδές τους;
- Σωστά! Ωκεανοί είναι αυτοί. Δεν είναι η λεκάνη της Μεσογείου! Εδώ μιλάμε για υδάτινα στοιχειά. Όχι για νεροφίδες!...
Ο αέρας βογγάει θανατερά, και ρίχνει αυτιά και μύτες αν τύχει και τα βρει ακάλυπτα!
Πρώτη φορά στη ζωή μου φορώ κουκούλα. Και καλά που μου βρέθηκε. Ειδ’ άλλως θα γύριζα με πάραιση ή κρίση του τριδύμου, Θεός φυλάξοι…
Η διαδρομή δεν κρατά παρά μονάχα 2:30 ώρες. Το φέρρυ της γραμμής δεν ξέρω πόσο γερό σκαρί είναι, όμως, από ανέσεις είναι χειρότερο από κείνον τον αλήστου μνήμης ΠΟΡΤΟΚΑΛΗ ΗΛΙΟ του Λάτση, προ της εποχής των εκατομμυρίων.
Καλέ, μήτε καρέκλα να αναπαύσεις τα μέλη σου δεν είχε. Απλώς, σ’ ένα χώρο πάνω από το μηχανοστάσιο, ανάμεσα σε σωλήνες, εξογκώματα και εσοχές-παγίδες στο δάπεδο, υπήρχαν 2-3 πάγκοι όλοι κι όλοι. Κι εκεί κατέφυγαν οι ψύχραιμοι, για να γλυτώσουν το ψύχος. Ενώ εμείς οι θερμοκέφαλοι κάτσαμε στα εφτά μπουγάζια, να κρυσταλλώσουμε καλά! Μυαλά δα!...
Ωστόσο, ορισμένα πράγματα, ορισμένες ώρες είναι εκτός λογικής. Και πάντα υπάρχει εξήγηση για την όποια παλαβομάρα. Εγώ, λοιπόν, ήμουν χρόνια μαγεμένη απ’ αυτά τα περίφημα MAGALLANS STRAITS. Μέχρι που ήξερα την ιστορία τους, εδώ και χρόνια. Και, μια κι αυτός ο μεγάλος θαλασσοπόρος έχει στοιχειώσει με την παρουσία του όλην αυτήν τη γεωγραφική περιοχή, καιρός να κάνουμε κι εμείς τη γνωριμία του και ν΄ακούσουμε την ιστορία του, όπως μου τη διηγήθηκε μια φλύαρη φωκίτσα, που την αντάμωσα λίγο πριν «δέσουμε» στο Porvenir.
Το παραμύθι του παππού Μαγγελάνου
Μια φορά κι έναν καιρό, στην πόλη Porto ή Sambrosa της Πορτογαλίας, γεννήθηκε στα 1480 ένα αγόρι. Ουδέν το παράξενον στο γεγονός. Πλούσια κι αριστοκρατική η φαμίλια του. Αυτό μπορεί να κριθεί ως προσόν, αλλά τίποτε περισσότερο. Όμως ο νεαρός ήταν ανήσυχος και ριψοκίνδυνος. Πραγματικός εραστής της άγριας περιπέτειας, του ρίσκου και της αποκοτιάς. Τον έτρωγε θαρρείς το κεφάλι του, κι όλο μπελάδες κυνήγαγε.
Α, αυτά τα χαρακτηριστικά είναι πράγματι διαφορετικά.
Μπορεί να λεν’ πολλά για το μέλλον του Πορτογάλου μπόμπιρα.
Το 1505, μόλις 25 ετών, τον βρίσκουμε μέλος πληρώματος πορτογαλικού πλοίου, στις πορτογαλικές τότε αποικίες της Μαλαισίας και της Ινδονησίας, να οργώνει τον Ινδικό Ωκεανό. Δεν φτούρισε όμως σε κείνη τη σταδιοδρομία. Επέστρεψε άναυλα στην πατρίδα του, τσακωμένος με τους ανωτέρους του. Και δεν ήταν μόνον αυτό. Έχασε και την εύνοια του Βασιλιά Εμμανουήλ, διότι τόλμησε, παρά τη δυσμενή του επιστροφή, να ζητήσει και αύξηση μισθού!
Στο χωριό δεν τον ήθελαν, το σπίτι του παπά γύρευε, έλεγε η Μάνα μου.
Θηρίον ο Άναξ.
Τσίνισε τόσο, που του είπε σκαιώς, πως ήταν ελεύθερος να προσφέρει τις ναυτικές του υπηρεσίες αλλαχού! Ξου ξου και μακρυά οι ρέμπελοι!
Επικίνδυνοι για τις Αυλές και για τους Άνακτες! Μακάρι να πήγαινε σε άλλη χώρα, να γλυτώσει ο τόπος από τον ανυπάκουο! Τον επαναστάτη! Τον βιαιοπραγούντα! Για να κοιμόμαστε ήσυχοι!
Αχ, Αυτά τα λάθη της κεφαλής ενός κράτους, όταν αυτή η κεφαλή συμβαίνει να είναι άδεις ως νεροκολοκύθα! Κι ενώ ο Πορτογάλος βασιλιάς έδιωχνε, χωρίς δεύτερη σκέψη τον υπήκοό του, η γειτονική Ισπανία –έχοντας την προηγούμενη πείρα με τον Κολόμβο- άνοιγε διάπλατα τις πόρτες της στον αποπεμφθέντα. Ρηξικέλευθη χώρα η Ισπανία. Απόδειξη τούτου είναι ότι όλη η Νότια Αμερική ισπανοκρατείται. Ενώ η Πορτογαλία κατάφερε να κρατήσει μονάχα τη Βραζιλία, κι αυτό μονάχα με τη βοήθεια του Πάπα και τη Συνθήκη της Τορντεσίγιας, το 1493. Άλλωστε η ίδια ιστορία δεν είχε προηγηθεί και με τον Κολόμβο; Οι Πορτογάλοι βασιλιάδες τον έδιωξαν, αφού προηγουμένως τον κατακορόιδεψαν. Κι ύστερα από τόσα χρόνια, μυαλά δεν άλλαξαν. Έδιωξαν λοιπόν τον Μαγγελάνο, αρνούμενοι να συμμεριστούν τη βεβαιότητά του, ότι κάπου στη Ν. Αμερική υπάρχει θαλάσσιο πέρασμα, που βγάζει σ’ έναν τρίτο Ωκεανό. Σ’ έναν καινούριο κόσμο. Κι αφού όλοι είχαν πια χωνέψει πως η γη ήταν στρογγυλή, ήλπιζε να μπορέσει να κάνει το γύρο του κόσμου πλέοντας δυτικά, κι αποφεύγοντας το σκοτωματικό ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας. Φυσικά, όλος ο καημός ήταν οι αποικίες του Ινδικού, και πώς να τις πλησιάζουν από τον κοντινότερο και ασφαλέστερο θαλάσσιο δρόμο. Κι ως τα τότε ήταν γνωστή μονάχα μια ρότα: προς τα ανατολικά. Πού να ήξερε ο Πορτογάλος Άναξ, τι φέτα με βούτυρο έχανε από το στόμα του, και πόσο θα στοίχιζε αυτή του η χαζομάρα στην πατρίδα του.
Ο Ισπανός βασιλιάς Κάρολος ο Α΄, κι αργότερα Αυτοκράτωρ ο Ε΄, ξεσηκώθηκε πάραυτα. Σίγουρα μυρίστηκε ψητό. Και στα 1519 του έδωσε πέντε καράβια. Κι ο Μαγγελάνος ξεκίνησε στις 20 Σεπτεμβρίου από το λιμάνι Σανλούκαρ δε Μπαραμέδα. Ήταν κιόλας 39 ετών, κι έμπειρος ναυτικός όσο λίγοι στον καιρό του.
Θεώρησε λογικό να ξεκινήσει την εξερεύνησή του όσο γίνεται νοτιώτερα, αφού αυτή η περιοχή ήταν η λιγότερο γνωστή στους Ευρωπαίους Κονκισταδόρες.
- Πες μου, μπρε δαιμόνια και πολύξερη φωκίτσα, πόσους άνδρες είχε μαζί του;
- 250 ναυτικούς πήρε μαζί του, που ανήκαν σε 9 εθνικότητες να σε χαρώ!
- Αμάν Παναγιά μου! Κάθε καρυδιάς καρύδι. Και πώς τους κουμαντάριζε; Δεν του έφτιαχναν κάθε λίγο και λιγάκι κι ένα ρεμπελιό; Πώς τα βόλευε;
- Κάτι λίγο ράβδος, κάτι λιγότερο αγχόνη, έ, τα κατάφερνε! Θα τ’ ακούσεις παρακάτω. Βάλε γλώσσα μέσα, τέλος πάντων, κι άσε με να μιλήσω.
- Μωρ’ είσαι μπιτ τρελλή; Αράχνες έβγαλε το στόμα μου από την απραξία! Πότε σε διέκοψα διαολόπραμα, που μήτε ψάρι μήτε ζώο σωστό είσαι; Άντε να μη σε ξεφωνίσω και μας ακούσει όλη η Ανταρκτική. Άιντε, τέλειωνε! Μ’ έσκασες!
- Άκου να σου πω. Εμένα μη μου αντιμιλάς και μάλιστα μ’ αυτό το ύφος, γιατί θα σταματήσω να λέω! Κι εσύ θα τρέχεις μετά, σε διάφορα κιτάπια να βρείς το θέλημά σου. Υπομόνεψε, να χαρείς. Άλλωστε δεν φτάσαμε ακόμα. Τι σ’ έπιασαν τα βιαστικά της χελώνης;
- Ουφ, καλά! Δεν ξαναμιλάω. Πες μου μονάχα αν άφησε πίσω του οικογένεια.
- Α, βέβαια. Άφησε τη γυναίκα του, τη Σεβιλλιάνα Μπεατρίθ Μπαρμπόζα, κι ένα γιο, τον Ροδρίγο.
- Μη χειρότερα! Τι την ήθελε την παντρειά, εξερευνητής άνθρωπος; Αυτός δεν καθόταν ποτέ στ’ αυγά του. Δεν είχε στασμό. Και το παιδί γιατί το έκανε;
- Πάει! Παλάβωσε το ανθρώπινο είδος. Τι με ρωτάς τώρα, ύστερα από 400 χρόνια να σου εξηγήσω; Γιατί παντρεύτηκε κι έκανε παιδί ο Μαγγελάνος; Γούστο του! Μήπως έπρεπε να σε ρωτήσει; Λέω, τώρα, «μήπως…». Σάμπως και ο Κολόμβος ήταν soltero;
- Γεροντοπαλίκαρο θα πει αυτό;
- Μάλιστα. Κι άσε με επί τέλους να τελειώσω.
Πω, πω! Το κήτος είχε θυμώσει και με μάλωνε για τα καλά. Καιρός να λουγάξω.
- Τα πέντε πλοία έφτασαν κάποτε στο Rio της Βραζιλίας, που ήταν ήδη γνωστό. Από κει κατέβηκαν στο Rio de laPlata –όπου το σημερινό Buenos Aires- ψάχνοντας εις μάτην στις ατελείωτες διακλαδώσεις των εκβολών του μεγάλου αυτού ποταμού. Πέρασμα ουδαμού! Άκου τώρα και τούτο, για να λύσεις τις απορίες που βιάστηκες να ξεφουρνίσεις. Στις 31 του Μάρτη έφτασαν στο λιμάνι του Σαν Χουλιάν (νότιο γεωγραφικό πλάτος 49ο 20΄). Και, τα μεσάνυχτα της μέρας του Πάσχα, οι Ισπανοί πλοίαρχοι –δηλαδή οι κατάδικοί του άνθρωποι, κι όχι οι ξένοι- στασίασαν κατά του Διοικητού τους.
Δεν μπόρεσα να κρατηθώ:
- Αμάν λαχτάρα ο Hermando de Magallanes! Να καίγεται ο χριστιανός ν’ ανακαλύψει το ρημάδι το πέρασμα, να είναι Πασχαλιά, να έχει σχεδόν 6 μήνες στη θάλασσα, κι οι πλοίαρχοι το χαβά τους! Να του σκαρώνουν ρεμπελιό! Πάει η εξερεύνηση, ε;
- Πριτς, που πάει! Ξέρεις τι κέρατο ήταν ο μακαρίτης;
- Εμ, δε θα ΄ταν; Με το σταυρό στο χέρι δε γίνονται μεγάλα εγχειρήματα και δεν επιτυγχάνονται οι μεγάλοι στόχοι! Δυστυχώς!...
- Σωστά, αγαπητή ξένη. Ο Πορτογάλος, λοιπόν, τους αντιμετώπισε «με γενναιότητα και τόλμη», λένε οι ιστορικοί, τουφεκίζοντας έναν πλοίαρχο, κι εγκαταλείποντας έναν άλλον πίσω.
- Να, είδες; Κι ο άγιος φοβέρα θέλει!
- Όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, δεν λέτε κι εσείς; Έτσι συνέχισε προν νότον, κι έφτασε στη Santa Cruz. Εκεί, βρήκε συντρίμμια το πλοίο Santiago, που το είχε στείλει για ανίχνευση. Με ό,τι του απόμεινε εξακολούθησε νοτιότερα, προς το Ακρωτήρι των Παρθένων, το Cabo de las Virgines και τελικώς, (σε νότιο γεωγραφικό πλάτος 52ο 30’) μπήκε, στις 28 Νοεμβρίου του 1520, σε ένα πέρασμα που όπως αποδείχτηκε, ήταν ο πορθμός που αναζητούσε! Μονάχα τρία από τα πλοία του έφτασαν στο δυτικό άκρο του πορθμού, στον Ειρηνικό Ωκεανό! Λένε πως στο άκουσμα της αναφοράς του πληρώματος ότι το πέρασμα στην άλλη μεγάλη θάλασσα βρέθηκε, ο πλοίαρχος με τη σιδερένια θέληση και την εγνωσμένη σκληρότητα, κατέρρευσε, βάζοντας τα κλάματα από συγκίνηση και χαρά…
Δεκατέσσερις μήνες, λοιπόν, μετά την αναχώρηση του μικρού στόλου από την Ευρώπη, τα τρία ισπανικά πλοία έμπαιναν στην Θάλασσα του Νότου, την οποία βρήκαν πολύ ήρεμη και γαλήνια, σ’ όλο το ταξίδι τους. Και τη βάφτισαν «Ειρηνικό».
Σ’ αυτόν το νότιο γεωγραφικό χώρο, ο Μαγγελάνος βρήκε τους Παταγόνες που προαναφέραμε, αλλά και τους Γιαγκάνς (Yahgans), τους Αλακαλούφ (Alacaluf) και τους Τεχέλτσε (Tehelce). Όλες αυτές οι φυλές ζούσαν από το ψάρεμα και το κυνήγι, κι αιφνιδιάστηκαν με την άφιξη των Ευρωπαίων. Κι όταν αυτοί οι τελευταίοι προσπάθησαν να αποικήσουν για πρώτη φορά αυτήν την περιοχή, οι Ινδιάνοι θύμωσαν και τους αφαλοκόψαν! Όμως τη δεύτερη φορά οι Ισπανοί ήρθαν πιο οργανωμένοι, και τσατάλιασαν τους έρμους τους ντόπιους. Κι έτσι άρχισε ο αποδεκατισμός τους.
Ο Μαγγελάνος, όπως και οι μετά από αυτόν εξερευνητές και περιηγητές –εν οις και ο Δαρβίνος- εντυπωσιάστηκαν από τις πολλές φωτιές που άναβαν οι Ινδιάνοι σ’ όλες τους τις δραστηριότητες, ακόμα και μέσα στα κανώ τους. Και δεν ήταν δα και πολύ παράξενο το γεγονός, αφού για 10 μήνες το χρόνο έχουν κρύο, υγρασία και σκοτάδι. Άρα, τι καλύτερο από μια φωτιά να φωτίχει τις μακρυές νύχτες και να ζεσταίνει όλες τις ώρες; Κι επειδή όλοι οι εξερευνητές είναι κρυπτορομαντικοί και κομματάκι ποιητές, ο Μαγγελάνος ονόμασε το μεγαλύτερο από τα νησιά του Αρχιπελάγους –που χωρίζει τη Ν. Αμερική από την ήπειρο της Ανταρκτικής- Tierra del Fuego, Γη του Πυρός…
Δεν είναι καταπληκτικό όνομα;
Στις 9 του Μάρτη του 1520, αποπλέει με τα δυο πλοία που του απόμειναν, προς τα νοτιοδυτικά. Κι αυτή η ρότα τον φέρνει στα νησιά που σήμερα λέμε: Φιλιππίνες. Κι εκεί, δυο μήνες μετά, δολοφονείται από ιθαγενείς. Ήταν μονάχα 41 ετών, και άτυχος μέσα στη μεγάλη του τύχη! Δεν πρόλαβε να επιστρέψει στην Ισπανία, για να εισπράξει τη δόξα και τις τιμές που του οφείλονταν…
Η φωκίτσα σταμάτησε για λίγο τη διήγηση, κοιτώντας ρεμβαστικά το πέλαγος.
Μου φάνηκε πως προσπαθούσε να δει το παρελθόν και να γραδάρει τα γεγονότα του Χτες. Κι εγώ άρπαξα την ευκαιρία να σχολιάσω:
- Κρίμα. Κρίμα στ’ αλήθεια. Πήγε με το παράπονο, ο καημενούλης. Πρέπει να είναι αχώνευτος ο καημός, να σου στερήσουν την ευτυχία ν’ ακούσεις τα «μπράβο» και τα «ζήτω». Και να μοιραστείς με φίλους κι αγαπημένους τις αναμνήσεις από τη συγκλονιστική σου περιπέτεια!... Έτσι δεν είναι φιλενάδα;
- Χμ, δεν ξέρω. Ήταν πολύ περίεργος άνθρωπος και πολύπλοκος χαρακτήρας. Ήταν γεμάτος αντιθέσεις. Και παραμένει πάντα μια αινιγματική φυσιογνωμία για τους βιογράφους του. Πάντως, όλοι του αναγνωρίζουν «την τολμηρή σύλληψη» και τον παραδέχονται για την «διοικητική του ιδιοφυία». Χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά, μια τέτοια επιχείρηση σίγουρα δεν θα φτουρούσε. Διότι, σκέψου! Έσερνε μαζί του κι έπρεπε να επιβληθεί σε 250 ρέμπελους, εννέα εθνικοτήτων! Καθένας είχε τα δικά του σουσούμια, τη δική του γλώσσα, αλλοιώτικη νοοτροπία…
Πώς να συνεννοούνταν μαζί τους ο δυστυχής; Φαντάζεσαι τι θα του έκαναν τον βίο, ξένη; Κινούμενη άμμο!!! Δεν ήξερε τι θα του ξημέρωνε η νύχτα, και τι θα του βράδυαζε η μέρα! Κι όμως…
Το φωκάκι με κοίταξε για λίγο αφηρημένο. Κι ύστερα έδωσε μια βουτιά πάνω από το βραχάκι του, και χάθηκε στο νερό.
- Ούτε ένα «γεια σου» δεν μου είπε η ανάγωγη, αγανάκτησα. Εγώ ωστόσο ξεπάγιασα κρεμασμένη στην κουπαστή! Ώρα να κατέβω στο σαλόνι-λαγούμι, σκέφτομαι.
Και ξεκολλώ από το παραπέτο. Κι εκείνη την ώρα, να ΄σου μπροστά μου η φωκίτσα.
Με κοίταξε γελαστά, τραμπαλίζοντας τα μακρυά της μουστάκια, και με μια τρισχαριτωμένη τούμπα, μου κούνησε το ένα της φτεράκι. Και σαν ν’ άκουσα μια μελωδική πνοή ανέμου που συλλάβιζε:
«Ώρα σου καλή, ξένη. Είσαι τυχερή που έφτασες ως εδώ. Μακάρι να ταξιδεύεις πάντα!
Όλο και μακρύτερα – αν μπορεί να γίνει, βέβαια αυτό.
Buena Suerte, Querida… Καλή τύχη, αγαπημένη μου…»
Last edited by a moderator: