St.Adamantidou
Member
- Μηνύματα
- 245
- Likes
- 898
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Περί του «Τέλους του Κόσμου» γενικώς – μέρος 1
- Περί του «Τέλους του Κόσμου» γενικώς – μέρος 2
- Buenos Aires
- San Telmo
- El Calafate & Largo Argentino
- Perito Moreno, Lo Mismo
- Ένα Φυσικό Θαύμα
- Paine
- Στον Γκρι Παγετώνα και στα παγόβουνα της λίμνης Gray
- Επαρχία Magallanes και οπτική επαφή με τα ομώνυμα Στενά
- Punta Arenas
- Tierra Del Fuego κι'εγώ!
- Ushuaia
- Ushuaia και Κρουαζιέρα στα Στενά Beagle
- Κι ένας στεργιανός περίπατος
- Bariloce
- Mentoza & Santiago
- Valparaiso
- Τα νόμπελ της ποίησης
- Επίλογος
BUENOS AIRES
Αυτό είναι το πλήρες όνομα της πρωτεύουσας της Αργεντινής. Σημαίνει: Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΜΑΣ (εννοεί την Παναγία) ΤΩΝ ΚΑΛΩΝ ΑΝΕΜΩΝ.
Τούτη την πόλη την έβλεπα για δεύτερη φορά. Έτσι, η αρχοντιά και η φινέτσα της διόλου δε με εξέπληξαν. Απλώς ξαναθυμήθηκα πως είναι μια πόλη που ανασαίνει, που είναι λειτουργική και πανέμορφη. Καταλαβαίνετε, φυσικά, ότι έχει μια θαυμάσια ρυμοτομία. Κι είναι αυτό που με κάνει να απορώ: Οι Πορτένιος – έτσι λέγοντα οι κάτοικοι του Buenos Aires: οι του λιμανιού, αφού η πόλη έχει ένα τεράστιο λιμάνι – οι Πορτένιος, λοιπόν, δεν διέθεταν μπατζανάκη; Κουνιάδο; Κουμπάρο; Συγγενείς μέχρι 15ου βαθμού, για να στραβώσουν, να στενέψουν και να κοντύνουν ένα δρόμο, ή μια λεωφόρο, για να διασώσουν τα οικόπεδά τους; Ξέρετε φίλτατοι, για ποια ισιάδα και ευθεία μιλάμε; Απίστευτα πράγματα!
Οι λεωφόροι είναι φαρδιές και σκιερές. Είναι θαυμάσιας αρχιτεκτονικής τα παλιά, βαριά κτίρια. Τα πάρκα είναι δεκάδες. Οι εκκλησίες εκατοντάδες. Τα αγάλματα χιλιάδες. Και τεράστιες, ανοικονόμητες πλατείες, γεμάτες αιωνόβια δέντρα. Αν δεν υπολογίσεις σωστά τις διαστάσεις τους, χάθηκες! Θα είσαι μονίμως καθυστερημένος! Υπολογίζω την ώρα καθώς στέκω δίβουλη μπροστά στο τεράστιο και μεγαλόπρεπο κτίριο της Γερουσίας, πάνω στην Plaza del Congreso. Στην άλλη άκρη της θηριώδους πλατείας, υπάρχει πάρκο με συντριβάνι, με αγάλματα, με δέντρα, με λουλουδιασμένα παρτέρια, με όμορφα δημόσια, παλιά κτίρια με, με, με… Κοιτώ το ρολόι μου προβληματισμένη:
- Μισή ώρα! Προλαβαίνω να πάω και να ‘ρθω τρεχάλα; Χμ! Υποψιάζομαι πως μόλις και θα τα καταφέρω, βγάζω την ετυμηγορία, και ξαμολιέμαι μέσα στη μεσημεριανή ζέστη και υγρασία. Και πράγματι. Η ώρα έφτασε τσίμα-τσίμα και η ψυχή μου στα δόντια μου, από το τρεχαλητό και την αγωνία. Είδατε τι κακό πράμα είναι η άπλα, και η έλλειψη συγγενών μέχρι 15ου βαθμού; Έτσι θα μπορούσε να είναι και η Αθήνα του Ζάουμπερτ! Η οδός Σταδίου, εφ’ ειπείν, θα έφτανε λογικά μέχρι την είσοδο του Σταδίου. Αλλοιώτικα δεν είχε νόημα να την ονομάσουν «Σταδίου».
Η πόλη αυτή δεν είναι μονάχα ανοιχτή στους Καλούς Ανέμους της φύσεως… Είναι ανοιχτή, επίσης, σ’όλες τις καλλιτεχνικές τάσεις, απ’ οποιαδήποτε κουλτούρα κι αν προέρχονται, λατινοαμερικάνικη ή μη. Ίσως διότι οι Πορτένιος προέρχονται από όλα τα πλάτη και τα μήκη της υδρογείου. Μωσαϊκό εθνοτήτων και φυλών. Μια πόλη-ταπισερί…
Γεννήθηκε μέσα στα γλυκά νερά του ποταμόκολπου του Ριό ντε λα Πλάτα. Οι πρώτοι εξερευνητές, παρασυρμένοι από το μέγεθος του Δέλτα του ποταμού του Ασημιού -Rio de la Plata- το νόμισαν… θάλασσα. Έλα, όμως, που τα νερά αυτής της παλαβής θάλασσας ήταν γλυκά; Σιγά που θα ‘σκαγαν οι Σπανιόλοι!
MILAGRO! MILAGRO! «Θαύμα θαύμα»! Αναφώνησαν και βάφτισαν την εκβολή του ποταμού: Γλυκειά Θάλασσα! Και καθάρισαν! Όχι που θα ‘σκαγαν! Σ’όλα έδινε απάντηση ο Καθολικισμός! Milagro λοιπόν, και το πρόβλημα τέλος…
Τούτη η πόλη υπήρξε και η πρώτη που επισκέφθηκε ο Μαγγελάνος, στην αναζήτηση του περάσματος Catay, τα Στενά που φέρνουν σήμερα το όνομά του.
La Ciudad de los Buenos Aires, είναι, τελικά, το σύνολο πολλών πραγμάτων, στην τέχνη και την κουλτούρα γενικότερα. Είναι η πόλη των ανόμοιων ανθρώπων, που όμως καταφέρνουν να συμβιούν και να συνυπάρχουν άριστα. Πέτυχαν να μετατρέπουν το διαφορετικό, σε πρόκληση για ανανέωση και δημιουργία. Είναι ακόμα το λίκνο του τανγκό, που εξέθρεψε γενιές και γενιές, στην Ευρώπη, μετά τη βασιλεία του βαλς. Αλλά, προ πάντων, είναι η πόρτα για την είσοδο σε μια θαυμαστή χώρα, που προσφέρεται για μαγικές εξερευνήσεις, και απολαυστικές ανακαλύψεις…
Στους δρόμους και τα κτίριά της, στις πλατείες και τις εκκλησίες της, στα αγάλματα και τα πάρκα της, είναι πολύ εύκολο να «διαβάσεις» την ιστορία της.
Ήρωάς της και αγαπημένος της, ο Jose de San Martin, γεννημένος στα 1788. Στις 22 Μαϊου του 1810, 22 χρονών παλικαρόπουλο, συνήγειρε τους αποίκους με τον ενθουσιασμό του, τους έπεισε να σηκώσουν τα όπλα κατά των Ισπανών προγόνων τους, τους ενεθάρρυνε να κόψουν τον ομφάλιο λώρο που τους έδενε με την Ευρώπη, και να ανακηρύξουν την Αργεντινή κράτος ανεξάρτητο.
Έξι χρόνια κράτησε ο αγώνας τους. Κι αυτός παιδί 28 χρονών ευτύχησε να δει πατρίδα αργεντίνικη, κι όχι σπανιόλικη! Στις 9 Ιουλίου του 1815 ο San Martin παρέδιδε στους συμπατριώτες του πατρίδα ανεξάρτητη. Να ζουν γι’ αυτήν, να δουλεύουν γι’ αυτήν, κι αυτή να τους αντιγυρίζει τους κόπους τους. Να ξέρουν, τέλος πάντων, για ποιον δουλεύουν, οι άνθρωποι. Για τον βασιλιά της Ισπανίας; Για τον τοπικό Κυβερνήτη; Για την Καθολική Εκκλησία; Για ποιον, επί τέλους;
Ωστόσο, αυτού του είδους η κοσμογονία συνετελείτο, την ίδια ακριβώς στιγμή, και σ’ ολόκληρη τη Νότια Αμερική. Στο βορρά ο Simon Bolivar, ο Ελευθερωτής, ο διάσημος πλέον El Libertador, αλώνιζε κυριολεκτικά. Κι έστελνε στα κονάκια τους, στην Ισπανία, τους ντόπιους βασιλικούς εκπροσώπους. Στο νότο επίσης – πλην του San Martin – στη Χιλή πάλευε, για τον ίδιο σκοπό ο Ο’ Χίγγινγκς. Τα ύστερα του κόσμου και στη Χιλή! Κοσμοχαλασιά. Οι Ισπανοί πια, δεν ήξεραν από πού τους έρχονταν οι κατακεφαλιές! Είχαν παραζαλιστεί τελείως! Σαϊνι τώρα, πλέον, στον ιερό αγώνα ο νεαρός Αργεντίνος, μάζεψε 5.000 στρατό και, χωρίς να διστάσει λεπτό, όρμησε στις Άνδεις. Ως γνωστόν, τούτη η οροσειρά, που χωρίζει στα δύο -σ’ Ανατολή και Δύση- όλη τη Νότια Αμερική, είναι και το φυσικό σύνορο των δύο αυτών χωρών. Άγρια εκστρατεία! Σκληρή, οδυνηρή κι αβέβαιη. Οι Άνδεις είναι τρομερά βουνά. Σκέτος γρανίτης. Αδιαπέραστος. Όμως οι επαναστάτες δεν πισωδρόμησα. Βρήκαν αυτό που ως τα σήμερα είναι γνωστό ως «Πέρασμα Γαριβάλδη», και αντάμωσαν, ύστερα από τρομερές περιπέτειες με τις δυνάμεις του Ο’ Χίγγινγκς, στη Χιλή.
Οι δύο στρατοί, μεταξύ 1817 και 1822, έκαναν τους έρμους τους Ισπανούς τόπι! Και τους σαβούρντηξαν, κατά Ευρώπη μεριά με την ουρά στα σκέλια, ελευθερώνοντας από δαύτους τη Χιλή, την Αργεντινή, το Περού και το Εκουαδόρ.
Αναρωτιέστε, σίγουρα, ποιο ήταν το τέλος του μεγάλου αυτού άνδρα. Φοβάμαι πως το επιμύθιον αυτής της ιστορίας θα είναι μάλλον θλιβερό. Σαν εκείνο της ιστορίας της άλλης μεγάλης ιστορικής φυσιογνωμίας, του El Libertador. Πέθανε κι αυτός, καταπικραμένος, στην εξορία, στο Παρίσι. Μακριά από την αγαπημένη του πατρίδα, την Querida Argentina, το 1850. Ήταν κιόλας 62 χρονών. Πλήρης ημερών για κείνην την εποχή! Ο άτυχος Simon Bolivar πέθανε μόλις 47 ετών (1783-1830).
Σ’ αυτούς τους κοινούς αγώνες, η Μοίρα έφερε κοντά τους δυο άντρες. Όμως, παρά τα όμοια οράματα και τους υψηλούς σκοπούς, δεν κατάφεραν να τα βρουν μεταξύ τους. Η συνάντησή τους στην παραθαλάσσια πόλη Γκουαγιακίλ του Εκουαδόρ, στις 26 Ιουλίου του 1822, κατέληξε σε φιάσκο. Ο San Martin επέστρεψε στη Λίμα – την πολεμική του έδρα – υπέβαλε την παραίτησή του από το στράτευμα και αυτοεξορίστηκε. Κανείς μέχρι σήμερα, δεν ξέρει με σγιουριά, αν αυτή του η κίνηση έγινε για ν’αφήσει ελεύθερο το πεδίο δράσης στον Bolivar – δυο αρχιστράτηγοι μόνο κακό θα μπορούσαν να κάνουν σ’ έναν πόλεμο – ή γιατί ένοιωσε προσωπικά προσβεβλημένος. Η δική μου γνώμη; Η προσωπικότητα του Bolivar φαίνεται ότι ήταν πολύ ισχυρότερη εκείνης του Martin.
Κι έκρινε πως ήταν συμφερότερο για τον αγώνα να επικρατήσει ο καλύτερος. Να σας πω κι άλλη μια σκέψη μου; Αν έτσι πράγματι έπραξε ο San Martin, τότε εγώ θαυμάζω τον περήφανον αυτόν άνδρα, 10 φορές περισσότερο από τον Bolivar. Θυσίασε τις φιλοδοξίες του στο καλό του μεγάλου αγώνα προτιμώντας, αντί τη δόξα, την αφάνεια και τη σιωπή. Πάλι καλά που η Ιστορία δεν τον ξέχασε. Η Αργεντινή σήμερα τον λατρεύει…
Κάλιο αργά! Και το μάθημα της Ιστορίας, τέλος! Νισάφι!
---------------------------------------------------
Τούτη τη φορά που βρίσκομαι εδώ, κάνει ζέστη πολλή.
Και δε με ενθαρρύνει σε πεζοπορίες και εξερευνήσεις, μέσα στο κέντρο της πόλης. Ωστόσο απολαμβάνω έναν περίπατο πάνω στις δύο, φημισμένες για το μήκος και τα κτίριά τους λεωφόρους: Την Avenida de Mayo και την Avenida 9 de Julio. Εκείνη δα του Μαϊου και τι δεν έχει πάνω της! Ξεκινά από την ανατολή με την Casa Rosada – το Κόκκινο Σπίτι – που είναι και η προεδρική κατοικία. Μπροστά της η πελωρίων διαστάσεων Plaza de Mayo, πάνω στην οποία βρίσκεται και η Catedral Metropolitana. Σ’ ένα από τα παρεκκλήσια της είναι θαμμένος και ο Αργεντινός ήρωας Jose de San Martin. Ένα βήμα πιο κει, πάντα πάνω στην πλατεία, βρίσκεται και το Δημαρχείο, το γνωστό Cabildo. Και η λεωφόρος καταλήγει στη δύση στην Plaza del Congreso όπου και το Palacio del Congreso, το μέγαρο της Γερουσίας δηλαδή.
Κάπου εκεί, στο μέσο αυτού του μεγαλόπρεπου δρόμου, έρχεται να διασταυρωθεί μαζί του ο άλλος τεράστιος δρόμος, η Avenida της 9ης Ιουλίου. Αυτή, που ξεκινάει από το νότο για να καταλήξει στο βορριά στο Σταθμό, φιλοξενεί λίγο μετά τη διασταύρωση με τη Λεωφόρο του Μαϊου, το πανέμορφο κτίριο της Όπερας, το φημισμένο Teatro Colon, καθώς και τον Οβελίσκο.
Και τα αγάλματα! Αχ εκείνα τα αγάλματα! Πλήθος! Τόσα πολλά και τόσο όμορφα!
Φυσικά είναι και το νεκροταφείο! Ένα ανοικτό μουσείο. Στο κέντρο, το κατάκεντρο της πρωτεύουσας! Στην αριστοκρατική συνοικία Recoleta. Από τη μια μεριά τα πολυτελή ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια, με τα… «καμάκια» επιπέδου. Κι από την άλλη η «ματαιότης ματαιοτήτων»! Η ψυχρότητα και η ακινησία του θανάτου. Και, μέσα σ’ αυτήν την υπαίθρια Γλυπτοθήκη, πόλος έλξης ο τάφος της Evita Duarte Peron.
Αμφιλεγόμενη προσωπικότητα η Κυρία Προέδρου, που ωστόσο στην Αργεντινή λατρεύεται σαν αγία! Σε μένα φυσικά, αλλά και σε σας δεν πέφτει λόγος, κι οι αντιρρήσεις περισσεύουν. Τι μας νοιάζει εμάς; Δικιά μας ήταν η γυναίκα;
Στη Recoleta υπάρχει και ο αριστοκρατικός δρόμος Alvear, όπου και το ομώνυμο παλιό κι αρχοντικό ξενοδοχείο. Εδώ η οικογένεια Ωνάση κρατούσε μονίμως μια σουίτα. Και σ’ αυτό το ξενοδοχείο έσβησε η μεγάλη δυναστεία, η οποία ξεκίνησε από ένα φτωχόσπιτο στην άλλη άκρη του Μπουένος Άιρες, στη βρώμικη Μπόκα!
Πόσες συγκλονιστικές περιπέτειες έζησε, αλήθεια, αυτός ο δαιμόνιος άνθρωπος, για να καλύψει την ελάχιστη απόσταση ανάμεσα στη Μπόκα και την Αλβεάρ! Και, να, οι ακαταλαβίστικοι κύκλοι της Μοίρας! Που θέλησε σε τούτη την πανάκριβη συνοικία να τελειώσει ένα σύγχρονο παραμύθι, με τον πιο τραγικό τρόπο. Διότι, αντί της γνωστής κατακλείδας όλων των παραμυθιών με τα βασιλόπουλα και τις όμορφες πριγκιποπούλες «Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», είχε τέλος τραγικό:
Το θάνατο ενός νέου κοριτσιού, που τα είχε όλα αλλά του έλειπε το χαμόγελο. Ήταν μια πολύ πολύ θλιμμένη πριγκίπισσα. Που είχε τα πάντα, αλλά δεν είχε τίποτα. Ίσως ο θάνατος να ήταν ότι καλύτερο γι’ αυτήν. Γιατί αυτή ήταν μια μοντέρνα βασιλοπούλα. Δεν είχα καμία σχέση με τις παλιές. Έτσι, η ενήλικη ζωή της άρχισε ανάποδα. Συνήθως, η Ωραία Κοιμωμένη πρώτα πεθαίνει, και μετά ανασταίνεται από το φιλί του ωραίου και ρομαντικού πρίγκιπα. Τούτη, η δική μας, ωστόσο δεν τα κατάφερε στη ζωή! Δεν μπόρεσε να βρει τον ρομαντικό πρίγκιπα του παιδικού παραμυθιού…
Κι ύστερα σου λένε «Έλα μωρέ, παραμύθι είναι! Το πιστεύεις;» Ε, να, που και τα παραμύθια έχουν τις αλήθειες τους. Ψέματα;
Η Μπόκα δε θα έμενε πάντα φτωχή, άγνωστη και καταφρονεμένη, αν ο Κάρλος Γκαρντέλ δεν τραγουδούσε εκείνο το συγκινητικότατο τανγκό, με τον τίτλο El Caminito -Το μονοπάτι- , που έκανε: το γύρο του κόσμου, τον μουσικό πλούσιο και τη Μπόκα αξιοθέατο!
Φοβάμαι πως τελικά ήταν το Caminito που στοίχειωσε τη Μπόκα, κι όχι ο μύθος του Ωνάση! Έρωτα, το μεγαλείο σου! Να και μια φορά που το χρήμα το βάζει στα πόδια, μπροστά στις ανησυχίες της καρδιάς… Κι όλοι οι τουρίστες όταν φτάνουν στο μικρό ταπεινό λιμάνι, ψάχνουν του σκοτωμού να βρουν τα λόγια του τραγουδιού, που είναι γραμμένα πάνω σε μια χρωματιστή λαμαρίνα-τοίχο ενός σπιτιού, στο μικρό ξέφωτο που οι ζωγράφοι εκθέτουν τα έργα τους:
Camnito que entonces estabas
Bordeato de trebol y juncos en flor
Una sombre ya pronto seras
Una sombre lo mismo que yo…
Μονοπάτι που κάποτε ήσουν
από πρασιές και λουλούδια στεφανωμένο
Σκιά θα γίνεις γρήγορα
όπως σκιά είμαι κι εγώ…
Αμ κάτι τέτοια μελαγχολικά τραγούδαγε ο γλυκύτατος Carlos, και τον Ιούνιο του 1953, όταν πέθανε σε αεροπορικό δυστύχημα, γυναίκες σ’ όλο τον κόσμο αυτοκτονούσαν με διάφορους τρόπους!
Η Μπόκα όμως έχει και μιαν άλλη ιστορία που μας αφορά. Εδώ υπάρχει το σπίτι του πολυπράγμονα συμπατριώτη μας. Είναι ένα διώροφο ταπεινό οίκημα βαμμένο μπλε. Κάτω στεγάζεται ένα ψαράδικο. Και, πάνω από αυτό έμενε προπολεμικά ο μετέπειτα πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου. Και το κτίσιμο της αυτοκρατορίας του άρχισε από δω. Από τη βρώμικη τούτη γειτονιά. Και ξέρετε πώς; Με λίγες δεκαρίτσες που έπαιρνε από αυτούς που διαπεραίωνε στην απέναντι ακτή του στενού, σχεδόν κλειστού λιμανιού, με το νοικιασμένο του βαρκάκι!
Ένα νοικιασμένο σκαφάκι και μερικά σεντάβος στην αρχή. Και μετά γεννήθηκε ο μύθος, που θάμπωσε τον κόσμο, αλλά και τρεις αξιόλογες γυναίκες. Η μια ήταν κληρονόμος μιας μυθικής περιουσίας. Η άλλη ήταν χήρα ενός μυθικού Προέδρου που είχε την τύχη να πεθάνει νέος και ωραίος, πριν ευτελιστεί κι απογοητεύσει. Και η Τρίτη – και τραγική – μια μυθική φωνή! Η φωνή του αιώνα! Που τραγούδησε σ’ όλον τον κόσμο, γοητεύοντάς τον. Στον ίδιο κόσμο που ο μύθος του Ωνάση τάραζε βασιλιάδες στην Ανατολή και Προέδρους Δημοκρατιών στη Δύση… Φαίνεται πως αυτός ο άνθρωπος είχε τη σφραγίδα του ξεχωριστού. Δεν τον ικανοποιούσαν τα κοινά και τα τετριμμένα. Αυτό που αποφάσιζε να πάρει θα έπρεπε να είναι έξω από τα κοινά μέτρα.
Και ήταν. Όλα του. Και οι ευτυχίες του και οι τραγωδίες του.
Σαν παραμύθι… Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα φτωχό, μπλε σπιτάκι στη βρώμικη Μπόκα, ένας νεαρός άντρας ονειρευόταν…
-------------------------------
Την ημέρα της αναχώρησής μας από το Μπουένος Άιρες, συνέβη κι ένα παλαβό, που όταν το θυμάμαι και τώρα, γελάω. Η σκηνή είναι κάπως έτσι:
Είναι πρωί. Οι μεγάλες βαλίτσες μας βρίσκονται στο πεζοδρόμιο για φόρτωση στο πούλμαν. Εγώ, κατά πάγια συνήθειά μου στα ταξίδια, τρέχω μονίμως πίσω από το κυρίως μπαγκάζι μου, συχνά ξεπαρατώντας το σακ βουαγιάζ μου τήδε κακείσε.
Τούτο το πρωινό, πάντως, ήμουν εκτάκτως προσεκτική. Είχα αφήσει το σερνάμενο μικρό βαλιτσόνι μου στην ασφάλεια του ξενοδοχείου, και καθόμουν ήσυχα στο πεζοδρόμιο. Οπότε, μπρος στις περιστρεφόμενες πόρτες ακούγεται φασαρία, διαμαρτυρίες αλαμπουρνέζικες, και δυο άνθρωποι τραβολογούν ο καθείς προς τη μεριά του, το βαλιτσάκι μου! Σαστίζω. Είναι η Γιάννα κι ένας κοντοστούπης Γιαπωνέζος.
- Στέλλα! Ο κύριος… Fujitsu σου πήρε τη βαλίτσα! Δική σου δεν είναι; Δεν κάνω τόσο λάθος! Αυτός διαμαρτύρεται πως είναι δική του. Εξήγησέ του!
Η βαλίτσα είναι πράγματι δική μου. Χρώμα, σχήμα, όλα ίδια. Όμως η έντονη διαμαρτυρία του ανθρωπάκου με βάζει σε σκέψη.
- Από πού την πήρες Γιάννα, παιδί μου;
- Καλέ, δίπλα του την είχε! Φαίνεται πως την πήρε κατά λάθος. Πές του!
Δεν έχω άλλη λύση. Η Γιάννα δε λέει ν’ αφήσει το χερούλι, κι ο σχιστομάτης δε λέει να σταματήσει τη διαμαρτυρία, τραβώντας κι αυτός κατά τη μεριά του το υποτιθέμενο «έχει μου». Ορμάω στο σαλόνι, να βρω επιτέλους την άκρη. Το βιος μου είναι ακουμπισμένο εκεί που το είχα αφήσει βγαίνοντας! Βγαίνω ασθμαίνουσα έξω σέρνοντάς το πίσω μου. Ο εξ Ανατολής μας έχει ρουμπώσει. Πώς να δικαιολογηθούμε;
- Γιάννα, παράτα κορίτσι μου πάραυτα τη βαλίτσα. Δική του είναι…
Η Γιάννα, η οποία είναι πάντα κομψή και προσεκτική σ’ ότι κάνει, παίρνει το χρώμα των Γιαπωνέζων: γίνεται κίτρινη! Ο δικός μας όμως Γιαπωνέζος είναι ακόμα μωβέ! Και δος του μουρμουρίζει τα κορακίστικά του. Η Γιάννα στη σαστιμάρα της δε βλέπει το μπαγκάζι που σέρνω ξωπίσω μου, κι επιμένει να κρατά του Γιαπωνέζου.
Την ίδια ώρα ο Αργύρης, ο οποίος είχε πάρει χαμπάρι τον καυγά νωρίτερα από μένα, και είχε διαπιστώσει ότι υπήρχε μια δεύτερη όμοια τσάντα μέσα στο σαλόνι, αποφασίζει να επέμβει:
- Γιάννα, αν δεν αφήσεις το γιαπωνέζικο περιουσιακό στοιχείο σ’ αυτόν που του ανήκει, φοβάμαι ότι θα θυμηθούμε το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο!
Ο Βεροιώτης συνταξιδιώτης μας, που δεν αφήνει ευκαιρία για πείραγμα και καλαμπούρι, είναι ξερός από τα γέλια! Κι όσο η Γιάννα αρνείται ν’ αφήσει το σάκο, αδιαφορώντας για τις εξηγήσεις μας, τόσο αυτός χτυπιέται. Ο Ιάπωνας ανεβάζει πίεση κι εγώ είμαι ακόμα σαστισμένη, σαν τη φίλη μου. Η χριστιανή είναι σίγουρη πως με προστατεύει και δεν δέχεται κουβέντα!
Ε, κάποια ώρα όλοι συνερχόμαστε και η παρεξήγηση λύνεται. Γουρλώνει το μάτι ο ταλαίπωρος εξ Ιαπωνίας, όταν βλέπει ότι τα βαλιτσόνια μας είναι όμοια. Και επιτέλους, καταλαβαίνει τι έγινε. Και παίρνει περιχαρής το έχει του.
- Καλά! Εγώ, τώρα, πώς στο καλό την έπαθα έτσι; Οδύρεται το Γιαννάκι.
- Μα δεν έγινε δε και τίποτε σπουδαίο! Λάθος ήταν!
- Δεν καταλαβαίνεις; Άσε που δεν άκουγα τις δικές του διαμαρτυρίες, δεν άκουγα κι εσάς, ούτε κι έβλεπα τη δεύτερη βαλίτσα. Τι έπαθα πρωινιάτικα, μου λες; Για τρελλή θα με πέρασε ο Χριστιανός!
- Βουδιστής είναι ο άνθρωπος και λίγο μας νοιάζει τι γνώμη θα έχει για μας. Μήπως θα τον ξαναδούμε θαρρείς; Ηρέμησε και πάμε.
Ηρεμούμε. Δεν πρόκειται να τον ξαναδούμε, κι ότι έγινε έγινε! Φτάνουμε στο αεροδρόμιο, μπαίνουμε στο σαλόνι, κι ο Γιαπωνέζος μπάστακας, με το βαλιτσόνι, ανάμεσα στα πόδια του τούτη τη φορά. Τον κοιτώ άφωνη. Με κοιτά τρομοκρατημένος! Και μετά βάζουμε και οι δυο τα γέλια. Η Γιάννα είναι έξαλλη:
- Δεν το πιστεύω αυτό που βλέπω! Αυτή ήταν η παρηγοριά σου, πως δεν θα τον ξαναβλέπαμε; Τι κάνω εγώ τώρα, δηλαδή;
- Χαμογέλασε συμπαθητικά, και να σκέφτεσαι πως δεν πρόκειται να πάρουμε το ίδιο αεροπλάνο…
- Τώρα μάλιστα! Και τόσην ώρα που θα τον έχω μπροστά μου; Εσύ δεν καταλαβαίνεις τη θέση μου, γιατί δεν είδες τι έγινε. Παιδί μου, άρπαξα μέσα από τα μούτρα του ανθρώπου τη βαλίτσα του, την ώρα που αυτός κουβέντιαζε αμέριμνος με τους φίλους του. Κι έφυγα! Το καταλαβαίνεις αυτό; Κι ύστερα να τρέχει σαν παλαβός ξωπίσω μου και να μη μπορεί να μου την αποσπάσει με κανένα τρόπο! Σίγουρα θα με πέρασε για καμιά… μανιακή. Ντρέπομαι!
- Σου είπα πως είναι η τελευταία φορά που τον βλέπουμε. Ησύχασε.
Το περιστατικό ξεχάστηκε, καθώς και οι δυο μας περί άλλα ετυρβάζαμε. Και την ώρα της αναγγελίας της πτήσης, σταθήκαμε στην ουρά, για το τσεκάρισμα των καρτών επιβιβάσεως. Και, κάποια στιγμή, έδωσε ο Θεός κι ανεβήκαμε στο αεροσκάφος, πανευτυχείς που οι κουραστικές διαδικασίες της επιβίβασης τέλειωσαν. Πάνω στην ώρα που βρήκα τη θέση μου και προσπαθούσα να βολέψω το σακ βουαγιάζ μου πάνω από την κεφαλή μου, τον είδα. Δηλαδή τον ματαξαναείδα για την ακρίβεια!
- Όχι, βόγγηξα. Όχι πάλι! Φιλενάδα, βοήθεια!
- Μαμά που, πρόστρεξε! Και με βεβαίωνες μισή ώρα πριν! Θα σε πνίξω!
Η Γιάννα είναι, τώρα πλέον, απαρηγόρητη. Κι έχει δίκιο.
Όμως μας είδε κι ο Nagasaki! Κι έπαθε κάτι σαν θέρμη, σαν δάγγειο! Ένα τέτοιο πράγμα τέλος πάντων. Άρχισε να τρέμει και να χάνει το χρώμα του. Και να μου γνέφει εν πλήρει απελπισία.
- IMPOSSIMBLE, IMPOSSIMBLE!
- Ποιο πουλάκι μου είναι το Impossimble;
Η αεροσυνοδός με πλησιάζει γνέφοντας κι αυτή, πως Impossimble. Και τελικά εδέησε να καταλάβω. Το σακί μας δε χωρούσε στα ντουλάπια πάνω από τα καθίσματα. Μα τι θα τα κάναμε όμως; Θα τα «φέραμε» ως Καρυάτιδες;
- Θα τα πάρω εγώ και θα τα τοποθετήσω στο πίσω μέρος του σκάφους. Θα τα πάρετε όταν αποβιβαστείτε!
Κοιταζόμαστε με τον Fujitsu απελπισμένοι. Η Γιάννα βάζει τα γέλια:
- Θα συμβούλευα να βρεις ένα τρόπο να ξεχωρίζεις το βιος σου από κείνο του Γιαμαμότο. Διότι δεν θα υποστήριζα πως είναι πολύ κομψό το ντύσιμο με γιαπωνέζικο σωβρακάκι! Εκτός αν προτίθεσαι να λανσάρεις μόδα! Για να σε δω! Μμ, πάντως θα ήταν εξαιρετικά πρωτότυπο… είπε και κάθισε.
Αυτό το κορίτσι ταξιδεύει στην άκρη του κόσμου, όπως ταξιδεύει με το τρόλεϋ στην Αθήνα: χωρίς αποσκευές! Αν είναι δυνατόν!
Εγώ πάντως τη λύση τη βρήκα για ν’ αποφύγω το New Look! Έδεσα στο βαλιτσόνι μου ένα χρωματιστό κορδελάκι! Για να μην υποχρεωθεί ο δύστυχος Γιαπωνέζος να κάνει εμφανίζεις με την… κομπινεζόν μου!
Δεν τον ξανάδαμε τον Γιοκοχάμα. Ελπίζω να είναι καλά ο άνθρωπος…
Αυτό είναι το πλήρες όνομα της πρωτεύουσας της Αργεντινής. Σημαίνει: Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΜΑΣ (εννοεί την Παναγία) ΤΩΝ ΚΑΛΩΝ ΑΝΕΜΩΝ.
Τούτη την πόλη την έβλεπα για δεύτερη φορά. Έτσι, η αρχοντιά και η φινέτσα της διόλου δε με εξέπληξαν. Απλώς ξαναθυμήθηκα πως είναι μια πόλη που ανασαίνει, που είναι λειτουργική και πανέμορφη. Καταλαβαίνετε, φυσικά, ότι έχει μια θαυμάσια ρυμοτομία. Κι είναι αυτό που με κάνει να απορώ: Οι Πορτένιος – έτσι λέγοντα οι κάτοικοι του Buenos Aires: οι του λιμανιού, αφού η πόλη έχει ένα τεράστιο λιμάνι – οι Πορτένιος, λοιπόν, δεν διέθεταν μπατζανάκη; Κουνιάδο; Κουμπάρο; Συγγενείς μέχρι 15ου βαθμού, για να στραβώσουν, να στενέψουν και να κοντύνουν ένα δρόμο, ή μια λεωφόρο, για να διασώσουν τα οικόπεδά τους; Ξέρετε φίλτατοι, για ποια ισιάδα και ευθεία μιλάμε; Απίστευτα πράγματα!
Οι λεωφόροι είναι φαρδιές και σκιερές. Είναι θαυμάσιας αρχιτεκτονικής τα παλιά, βαριά κτίρια. Τα πάρκα είναι δεκάδες. Οι εκκλησίες εκατοντάδες. Τα αγάλματα χιλιάδες. Και τεράστιες, ανοικονόμητες πλατείες, γεμάτες αιωνόβια δέντρα. Αν δεν υπολογίσεις σωστά τις διαστάσεις τους, χάθηκες! Θα είσαι μονίμως καθυστερημένος! Υπολογίζω την ώρα καθώς στέκω δίβουλη μπροστά στο τεράστιο και μεγαλόπρεπο κτίριο της Γερουσίας, πάνω στην Plaza del Congreso. Στην άλλη άκρη της θηριώδους πλατείας, υπάρχει πάρκο με συντριβάνι, με αγάλματα, με δέντρα, με λουλουδιασμένα παρτέρια, με όμορφα δημόσια, παλιά κτίρια με, με, με… Κοιτώ το ρολόι μου προβληματισμένη:
- Μισή ώρα! Προλαβαίνω να πάω και να ‘ρθω τρεχάλα; Χμ! Υποψιάζομαι πως μόλις και θα τα καταφέρω, βγάζω την ετυμηγορία, και ξαμολιέμαι μέσα στη μεσημεριανή ζέστη και υγρασία. Και πράγματι. Η ώρα έφτασε τσίμα-τσίμα και η ψυχή μου στα δόντια μου, από το τρεχαλητό και την αγωνία. Είδατε τι κακό πράμα είναι η άπλα, και η έλλειψη συγγενών μέχρι 15ου βαθμού; Έτσι θα μπορούσε να είναι και η Αθήνα του Ζάουμπερτ! Η οδός Σταδίου, εφ’ ειπείν, θα έφτανε λογικά μέχρι την είσοδο του Σταδίου. Αλλοιώτικα δεν είχε νόημα να την ονομάσουν «Σταδίου».
Η πόλη αυτή δεν είναι μονάχα ανοιχτή στους Καλούς Ανέμους της φύσεως… Είναι ανοιχτή, επίσης, σ’όλες τις καλλιτεχνικές τάσεις, απ’ οποιαδήποτε κουλτούρα κι αν προέρχονται, λατινοαμερικάνικη ή μη. Ίσως διότι οι Πορτένιος προέρχονται από όλα τα πλάτη και τα μήκη της υδρογείου. Μωσαϊκό εθνοτήτων και φυλών. Μια πόλη-ταπισερί…
Γεννήθηκε μέσα στα γλυκά νερά του ποταμόκολπου του Ριό ντε λα Πλάτα. Οι πρώτοι εξερευνητές, παρασυρμένοι από το μέγεθος του Δέλτα του ποταμού του Ασημιού -Rio de la Plata- το νόμισαν… θάλασσα. Έλα, όμως, που τα νερά αυτής της παλαβής θάλασσας ήταν γλυκά; Σιγά που θα ‘σκαγαν οι Σπανιόλοι!
MILAGRO! MILAGRO! «Θαύμα θαύμα»! Αναφώνησαν και βάφτισαν την εκβολή του ποταμού: Γλυκειά Θάλασσα! Και καθάρισαν! Όχι που θα ‘σκαγαν! Σ’όλα έδινε απάντηση ο Καθολικισμός! Milagro λοιπόν, και το πρόβλημα τέλος…
Τούτη η πόλη υπήρξε και η πρώτη που επισκέφθηκε ο Μαγγελάνος, στην αναζήτηση του περάσματος Catay, τα Στενά που φέρνουν σήμερα το όνομά του.
La Ciudad de los Buenos Aires, είναι, τελικά, το σύνολο πολλών πραγμάτων, στην τέχνη και την κουλτούρα γενικότερα. Είναι η πόλη των ανόμοιων ανθρώπων, που όμως καταφέρνουν να συμβιούν και να συνυπάρχουν άριστα. Πέτυχαν να μετατρέπουν το διαφορετικό, σε πρόκληση για ανανέωση και δημιουργία. Είναι ακόμα το λίκνο του τανγκό, που εξέθρεψε γενιές και γενιές, στην Ευρώπη, μετά τη βασιλεία του βαλς. Αλλά, προ πάντων, είναι η πόρτα για την είσοδο σε μια θαυμαστή χώρα, που προσφέρεται για μαγικές εξερευνήσεις, και απολαυστικές ανακαλύψεις…
Στους δρόμους και τα κτίριά της, στις πλατείες και τις εκκλησίες της, στα αγάλματα και τα πάρκα της, είναι πολύ εύκολο να «διαβάσεις» την ιστορία της.
Ήρωάς της και αγαπημένος της, ο Jose de San Martin, γεννημένος στα 1788. Στις 22 Μαϊου του 1810, 22 χρονών παλικαρόπουλο, συνήγειρε τους αποίκους με τον ενθουσιασμό του, τους έπεισε να σηκώσουν τα όπλα κατά των Ισπανών προγόνων τους, τους ενεθάρρυνε να κόψουν τον ομφάλιο λώρο που τους έδενε με την Ευρώπη, και να ανακηρύξουν την Αργεντινή κράτος ανεξάρτητο.
Έξι χρόνια κράτησε ο αγώνας τους. Κι αυτός παιδί 28 χρονών ευτύχησε να δει πατρίδα αργεντίνικη, κι όχι σπανιόλικη! Στις 9 Ιουλίου του 1815 ο San Martin παρέδιδε στους συμπατριώτες του πατρίδα ανεξάρτητη. Να ζουν γι’ αυτήν, να δουλεύουν γι’ αυτήν, κι αυτή να τους αντιγυρίζει τους κόπους τους. Να ξέρουν, τέλος πάντων, για ποιον δουλεύουν, οι άνθρωποι. Για τον βασιλιά της Ισπανίας; Για τον τοπικό Κυβερνήτη; Για την Καθολική Εκκλησία; Για ποιον, επί τέλους;
Ωστόσο, αυτού του είδους η κοσμογονία συνετελείτο, την ίδια ακριβώς στιγμή, και σ’ ολόκληρη τη Νότια Αμερική. Στο βορρά ο Simon Bolivar, ο Ελευθερωτής, ο διάσημος πλέον El Libertador, αλώνιζε κυριολεκτικά. Κι έστελνε στα κονάκια τους, στην Ισπανία, τους ντόπιους βασιλικούς εκπροσώπους. Στο νότο επίσης – πλην του San Martin – στη Χιλή πάλευε, για τον ίδιο σκοπό ο Ο’ Χίγγινγκς. Τα ύστερα του κόσμου και στη Χιλή! Κοσμοχαλασιά. Οι Ισπανοί πια, δεν ήξεραν από πού τους έρχονταν οι κατακεφαλιές! Είχαν παραζαλιστεί τελείως! Σαϊνι τώρα, πλέον, στον ιερό αγώνα ο νεαρός Αργεντίνος, μάζεψε 5.000 στρατό και, χωρίς να διστάσει λεπτό, όρμησε στις Άνδεις. Ως γνωστόν, τούτη η οροσειρά, που χωρίζει στα δύο -σ’ Ανατολή και Δύση- όλη τη Νότια Αμερική, είναι και το φυσικό σύνορο των δύο αυτών χωρών. Άγρια εκστρατεία! Σκληρή, οδυνηρή κι αβέβαιη. Οι Άνδεις είναι τρομερά βουνά. Σκέτος γρανίτης. Αδιαπέραστος. Όμως οι επαναστάτες δεν πισωδρόμησα. Βρήκαν αυτό που ως τα σήμερα είναι γνωστό ως «Πέρασμα Γαριβάλδη», και αντάμωσαν, ύστερα από τρομερές περιπέτειες με τις δυνάμεις του Ο’ Χίγγινγκς, στη Χιλή.
Οι δύο στρατοί, μεταξύ 1817 και 1822, έκαναν τους έρμους τους Ισπανούς τόπι! Και τους σαβούρντηξαν, κατά Ευρώπη μεριά με την ουρά στα σκέλια, ελευθερώνοντας από δαύτους τη Χιλή, την Αργεντινή, το Περού και το Εκουαδόρ.
Αναρωτιέστε, σίγουρα, ποιο ήταν το τέλος του μεγάλου αυτού άνδρα. Φοβάμαι πως το επιμύθιον αυτής της ιστορίας θα είναι μάλλον θλιβερό. Σαν εκείνο της ιστορίας της άλλης μεγάλης ιστορικής φυσιογνωμίας, του El Libertador. Πέθανε κι αυτός, καταπικραμένος, στην εξορία, στο Παρίσι. Μακριά από την αγαπημένη του πατρίδα, την Querida Argentina, το 1850. Ήταν κιόλας 62 χρονών. Πλήρης ημερών για κείνην την εποχή! Ο άτυχος Simon Bolivar πέθανε μόλις 47 ετών (1783-1830).
Σ’ αυτούς τους κοινούς αγώνες, η Μοίρα έφερε κοντά τους δυο άντρες. Όμως, παρά τα όμοια οράματα και τους υψηλούς σκοπούς, δεν κατάφεραν να τα βρουν μεταξύ τους. Η συνάντησή τους στην παραθαλάσσια πόλη Γκουαγιακίλ του Εκουαδόρ, στις 26 Ιουλίου του 1822, κατέληξε σε φιάσκο. Ο San Martin επέστρεψε στη Λίμα – την πολεμική του έδρα – υπέβαλε την παραίτησή του από το στράτευμα και αυτοεξορίστηκε. Κανείς μέχρι σήμερα, δεν ξέρει με σγιουριά, αν αυτή του η κίνηση έγινε για ν’αφήσει ελεύθερο το πεδίο δράσης στον Bolivar – δυο αρχιστράτηγοι μόνο κακό θα μπορούσαν να κάνουν σ’ έναν πόλεμο – ή γιατί ένοιωσε προσωπικά προσβεβλημένος. Η δική μου γνώμη; Η προσωπικότητα του Bolivar φαίνεται ότι ήταν πολύ ισχυρότερη εκείνης του Martin.
Κι έκρινε πως ήταν συμφερότερο για τον αγώνα να επικρατήσει ο καλύτερος. Να σας πω κι άλλη μια σκέψη μου; Αν έτσι πράγματι έπραξε ο San Martin, τότε εγώ θαυμάζω τον περήφανον αυτόν άνδρα, 10 φορές περισσότερο από τον Bolivar. Θυσίασε τις φιλοδοξίες του στο καλό του μεγάλου αγώνα προτιμώντας, αντί τη δόξα, την αφάνεια και τη σιωπή. Πάλι καλά που η Ιστορία δεν τον ξέχασε. Η Αργεντινή σήμερα τον λατρεύει…
Κάλιο αργά! Και το μάθημα της Ιστορίας, τέλος! Νισάφι!
---------------------------------------------------
Τούτη τη φορά που βρίσκομαι εδώ, κάνει ζέστη πολλή.
Και δε με ενθαρρύνει σε πεζοπορίες και εξερευνήσεις, μέσα στο κέντρο της πόλης. Ωστόσο απολαμβάνω έναν περίπατο πάνω στις δύο, φημισμένες για το μήκος και τα κτίριά τους λεωφόρους: Την Avenida de Mayo και την Avenida 9 de Julio. Εκείνη δα του Μαϊου και τι δεν έχει πάνω της! Ξεκινά από την ανατολή με την Casa Rosada – το Κόκκινο Σπίτι – που είναι και η προεδρική κατοικία. Μπροστά της η πελωρίων διαστάσεων Plaza de Mayo, πάνω στην οποία βρίσκεται και η Catedral Metropolitana. Σ’ ένα από τα παρεκκλήσια της είναι θαμμένος και ο Αργεντινός ήρωας Jose de San Martin. Ένα βήμα πιο κει, πάντα πάνω στην πλατεία, βρίσκεται και το Δημαρχείο, το γνωστό Cabildo. Και η λεωφόρος καταλήγει στη δύση στην Plaza del Congreso όπου και το Palacio del Congreso, το μέγαρο της Γερουσίας δηλαδή.
Κάπου εκεί, στο μέσο αυτού του μεγαλόπρεπου δρόμου, έρχεται να διασταυρωθεί μαζί του ο άλλος τεράστιος δρόμος, η Avenida της 9ης Ιουλίου. Αυτή, που ξεκινάει από το νότο για να καταλήξει στο βορριά στο Σταθμό, φιλοξενεί λίγο μετά τη διασταύρωση με τη Λεωφόρο του Μαϊου, το πανέμορφο κτίριο της Όπερας, το φημισμένο Teatro Colon, καθώς και τον Οβελίσκο.
Και τα αγάλματα! Αχ εκείνα τα αγάλματα! Πλήθος! Τόσα πολλά και τόσο όμορφα!
Φυσικά είναι και το νεκροταφείο! Ένα ανοικτό μουσείο. Στο κέντρο, το κατάκεντρο της πρωτεύουσας! Στην αριστοκρατική συνοικία Recoleta. Από τη μια μεριά τα πολυτελή ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια, με τα… «καμάκια» επιπέδου. Κι από την άλλη η «ματαιότης ματαιοτήτων»! Η ψυχρότητα και η ακινησία του θανάτου. Και, μέσα σ’ αυτήν την υπαίθρια Γλυπτοθήκη, πόλος έλξης ο τάφος της Evita Duarte Peron.
Αμφιλεγόμενη προσωπικότητα η Κυρία Προέδρου, που ωστόσο στην Αργεντινή λατρεύεται σαν αγία! Σε μένα φυσικά, αλλά και σε σας δεν πέφτει λόγος, κι οι αντιρρήσεις περισσεύουν. Τι μας νοιάζει εμάς; Δικιά μας ήταν η γυναίκα;
Στη Recoleta υπάρχει και ο αριστοκρατικός δρόμος Alvear, όπου και το ομώνυμο παλιό κι αρχοντικό ξενοδοχείο. Εδώ η οικογένεια Ωνάση κρατούσε μονίμως μια σουίτα. Και σ’ αυτό το ξενοδοχείο έσβησε η μεγάλη δυναστεία, η οποία ξεκίνησε από ένα φτωχόσπιτο στην άλλη άκρη του Μπουένος Άιρες, στη βρώμικη Μπόκα!
Πόσες συγκλονιστικές περιπέτειες έζησε, αλήθεια, αυτός ο δαιμόνιος άνθρωπος, για να καλύψει την ελάχιστη απόσταση ανάμεσα στη Μπόκα και την Αλβεάρ! Και, να, οι ακαταλαβίστικοι κύκλοι της Μοίρας! Που θέλησε σε τούτη την πανάκριβη συνοικία να τελειώσει ένα σύγχρονο παραμύθι, με τον πιο τραγικό τρόπο. Διότι, αντί της γνωστής κατακλείδας όλων των παραμυθιών με τα βασιλόπουλα και τις όμορφες πριγκιποπούλες «Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», είχε τέλος τραγικό:
Το θάνατο ενός νέου κοριτσιού, που τα είχε όλα αλλά του έλειπε το χαμόγελο. Ήταν μια πολύ πολύ θλιμμένη πριγκίπισσα. Που είχε τα πάντα, αλλά δεν είχε τίποτα. Ίσως ο θάνατος να ήταν ότι καλύτερο γι’ αυτήν. Γιατί αυτή ήταν μια μοντέρνα βασιλοπούλα. Δεν είχα καμία σχέση με τις παλιές. Έτσι, η ενήλικη ζωή της άρχισε ανάποδα. Συνήθως, η Ωραία Κοιμωμένη πρώτα πεθαίνει, και μετά ανασταίνεται από το φιλί του ωραίου και ρομαντικού πρίγκιπα. Τούτη, η δική μας, ωστόσο δεν τα κατάφερε στη ζωή! Δεν μπόρεσε να βρει τον ρομαντικό πρίγκιπα του παιδικού παραμυθιού…
Κι ύστερα σου λένε «Έλα μωρέ, παραμύθι είναι! Το πιστεύεις;» Ε, να, που και τα παραμύθια έχουν τις αλήθειες τους. Ψέματα;
Η Μπόκα δε θα έμενε πάντα φτωχή, άγνωστη και καταφρονεμένη, αν ο Κάρλος Γκαρντέλ δεν τραγουδούσε εκείνο το συγκινητικότατο τανγκό, με τον τίτλο El Caminito -Το μονοπάτι- , που έκανε: το γύρο του κόσμου, τον μουσικό πλούσιο και τη Μπόκα αξιοθέατο!
Φοβάμαι πως τελικά ήταν το Caminito που στοίχειωσε τη Μπόκα, κι όχι ο μύθος του Ωνάση! Έρωτα, το μεγαλείο σου! Να και μια φορά που το χρήμα το βάζει στα πόδια, μπροστά στις ανησυχίες της καρδιάς… Κι όλοι οι τουρίστες όταν φτάνουν στο μικρό ταπεινό λιμάνι, ψάχνουν του σκοτωμού να βρουν τα λόγια του τραγουδιού, που είναι γραμμένα πάνω σε μια χρωματιστή λαμαρίνα-τοίχο ενός σπιτιού, στο μικρό ξέφωτο που οι ζωγράφοι εκθέτουν τα έργα τους:
Camnito que entonces estabas
Bordeato de trebol y juncos en flor
Una sombre ya pronto seras
Una sombre lo mismo que yo…
Μονοπάτι που κάποτε ήσουν
από πρασιές και λουλούδια στεφανωμένο
Σκιά θα γίνεις γρήγορα
όπως σκιά είμαι κι εγώ…
Αμ κάτι τέτοια μελαγχολικά τραγούδαγε ο γλυκύτατος Carlos, και τον Ιούνιο του 1953, όταν πέθανε σε αεροπορικό δυστύχημα, γυναίκες σ’ όλο τον κόσμο αυτοκτονούσαν με διάφορους τρόπους!
Η Μπόκα όμως έχει και μιαν άλλη ιστορία που μας αφορά. Εδώ υπάρχει το σπίτι του πολυπράγμονα συμπατριώτη μας. Είναι ένα διώροφο ταπεινό οίκημα βαμμένο μπλε. Κάτω στεγάζεται ένα ψαράδικο. Και, πάνω από αυτό έμενε προπολεμικά ο μετέπειτα πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου. Και το κτίσιμο της αυτοκρατορίας του άρχισε από δω. Από τη βρώμικη τούτη γειτονιά. Και ξέρετε πώς; Με λίγες δεκαρίτσες που έπαιρνε από αυτούς που διαπεραίωνε στην απέναντι ακτή του στενού, σχεδόν κλειστού λιμανιού, με το νοικιασμένο του βαρκάκι!
Ένα νοικιασμένο σκαφάκι και μερικά σεντάβος στην αρχή. Και μετά γεννήθηκε ο μύθος, που θάμπωσε τον κόσμο, αλλά και τρεις αξιόλογες γυναίκες. Η μια ήταν κληρονόμος μιας μυθικής περιουσίας. Η άλλη ήταν χήρα ενός μυθικού Προέδρου που είχε την τύχη να πεθάνει νέος και ωραίος, πριν ευτελιστεί κι απογοητεύσει. Και η Τρίτη – και τραγική – μια μυθική φωνή! Η φωνή του αιώνα! Που τραγούδησε σ’ όλον τον κόσμο, γοητεύοντάς τον. Στον ίδιο κόσμο που ο μύθος του Ωνάση τάραζε βασιλιάδες στην Ανατολή και Προέδρους Δημοκρατιών στη Δύση… Φαίνεται πως αυτός ο άνθρωπος είχε τη σφραγίδα του ξεχωριστού. Δεν τον ικανοποιούσαν τα κοινά και τα τετριμμένα. Αυτό που αποφάσιζε να πάρει θα έπρεπε να είναι έξω από τα κοινά μέτρα.
Και ήταν. Όλα του. Και οι ευτυχίες του και οι τραγωδίες του.
Σαν παραμύθι… Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα φτωχό, μπλε σπιτάκι στη βρώμικη Μπόκα, ένας νεαρός άντρας ονειρευόταν…
-------------------------------
Την ημέρα της αναχώρησής μας από το Μπουένος Άιρες, συνέβη κι ένα παλαβό, που όταν το θυμάμαι και τώρα, γελάω. Η σκηνή είναι κάπως έτσι:
Είναι πρωί. Οι μεγάλες βαλίτσες μας βρίσκονται στο πεζοδρόμιο για φόρτωση στο πούλμαν. Εγώ, κατά πάγια συνήθειά μου στα ταξίδια, τρέχω μονίμως πίσω από το κυρίως μπαγκάζι μου, συχνά ξεπαρατώντας το σακ βουαγιάζ μου τήδε κακείσε.
Τούτο το πρωινό, πάντως, ήμουν εκτάκτως προσεκτική. Είχα αφήσει το σερνάμενο μικρό βαλιτσόνι μου στην ασφάλεια του ξενοδοχείου, και καθόμουν ήσυχα στο πεζοδρόμιο. Οπότε, μπρος στις περιστρεφόμενες πόρτες ακούγεται φασαρία, διαμαρτυρίες αλαμπουρνέζικες, και δυο άνθρωποι τραβολογούν ο καθείς προς τη μεριά του, το βαλιτσάκι μου! Σαστίζω. Είναι η Γιάννα κι ένας κοντοστούπης Γιαπωνέζος.
- Στέλλα! Ο κύριος… Fujitsu σου πήρε τη βαλίτσα! Δική σου δεν είναι; Δεν κάνω τόσο λάθος! Αυτός διαμαρτύρεται πως είναι δική του. Εξήγησέ του!
Η βαλίτσα είναι πράγματι δική μου. Χρώμα, σχήμα, όλα ίδια. Όμως η έντονη διαμαρτυρία του ανθρωπάκου με βάζει σε σκέψη.
- Από πού την πήρες Γιάννα, παιδί μου;
- Καλέ, δίπλα του την είχε! Φαίνεται πως την πήρε κατά λάθος. Πές του!
Δεν έχω άλλη λύση. Η Γιάννα δε λέει ν’ αφήσει το χερούλι, κι ο σχιστομάτης δε λέει να σταματήσει τη διαμαρτυρία, τραβώντας κι αυτός κατά τη μεριά του το υποτιθέμενο «έχει μου». Ορμάω στο σαλόνι, να βρω επιτέλους την άκρη. Το βιος μου είναι ακουμπισμένο εκεί που το είχα αφήσει βγαίνοντας! Βγαίνω ασθμαίνουσα έξω σέρνοντάς το πίσω μου. Ο εξ Ανατολής μας έχει ρουμπώσει. Πώς να δικαιολογηθούμε;
- Γιάννα, παράτα κορίτσι μου πάραυτα τη βαλίτσα. Δική του είναι…
Η Γιάννα, η οποία είναι πάντα κομψή και προσεκτική σ’ ότι κάνει, παίρνει το χρώμα των Γιαπωνέζων: γίνεται κίτρινη! Ο δικός μας όμως Γιαπωνέζος είναι ακόμα μωβέ! Και δος του μουρμουρίζει τα κορακίστικά του. Η Γιάννα στη σαστιμάρα της δε βλέπει το μπαγκάζι που σέρνω ξωπίσω μου, κι επιμένει να κρατά του Γιαπωνέζου.
Την ίδια ώρα ο Αργύρης, ο οποίος είχε πάρει χαμπάρι τον καυγά νωρίτερα από μένα, και είχε διαπιστώσει ότι υπήρχε μια δεύτερη όμοια τσάντα μέσα στο σαλόνι, αποφασίζει να επέμβει:
- Γιάννα, αν δεν αφήσεις το γιαπωνέζικο περιουσιακό στοιχείο σ’ αυτόν που του ανήκει, φοβάμαι ότι θα θυμηθούμε το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο!
Ο Βεροιώτης συνταξιδιώτης μας, που δεν αφήνει ευκαιρία για πείραγμα και καλαμπούρι, είναι ξερός από τα γέλια! Κι όσο η Γιάννα αρνείται ν’ αφήσει το σάκο, αδιαφορώντας για τις εξηγήσεις μας, τόσο αυτός χτυπιέται. Ο Ιάπωνας ανεβάζει πίεση κι εγώ είμαι ακόμα σαστισμένη, σαν τη φίλη μου. Η χριστιανή είναι σίγουρη πως με προστατεύει και δεν δέχεται κουβέντα!
Ε, κάποια ώρα όλοι συνερχόμαστε και η παρεξήγηση λύνεται. Γουρλώνει το μάτι ο ταλαίπωρος εξ Ιαπωνίας, όταν βλέπει ότι τα βαλιτσόνια μας είναι όμοια. Και επιτέλους, καταλαβαίνει τι έγινε. Και παίρνει περιχαρής το έχει του.
- Καλά! Εγώ, τώρα, πώς στο καλό την έπαθα έτσι; Οδύρεται το Γιαννάκι.
- Μα δεν έγινε δε και τίποτε σπουδαίο! Λάθος ήταν!
- Δεν καταλαβαίνεις; Άσε που δεν άκουγα τις δικές του διαμαρτυρίες, δεν άκουγα κι εσάς, ούτε κι έβλεπα τη δεύτερη βαλίτσα. Τι έπαθα πρωινιάτικα, μου λες; Για τρελλή θα με πέρασε ο Χριστιανός!
- Βουδιστής είναι ο άνθρωπος και λίγο μας νοιάζει τι γνώμη θα έχει για μας. Μήπως θα τον ξαναδούμε θαρρείς; Ηρέμησε και πάμε.
Ηρεμούμε. Δεν πρόκειται να τον ξαναδούμε, κι ότι έγινε έγινε! Φτάνουμε στο αεροδρόμιο, μπαίνουμε στο σαλόνι, κι ο Γιαπωνέζος μπάστακας, με το βαλιτσόνι, ανάμεσα στα πόδια του τούτη τη φορά. Τον κοιτώ άφωνη. Με κοιτά τρομοκρατημένος! Και μετά βάζουμε και οι δυο τα γέλια. Η Γιάννα είναι έξαλλη:
- Δεν το πιστεύω αυτό που βλέπω! Αυτή ήταν η παρηγοριά σου, πως δεν θα τον ξαναβλέπαμε; Τι κάνω εγώ τώρα, δηλαδή;
- Χαμογέλασε συμπαθητικά, και να σκέφτεσαι πως δεν πρόκειται να πάρουμε το ίδιο αεροπλάνο…
- Τώρα μάλιστα! Και τόσην ώρα που θα τον έχω μπροστά μου; Εσύ δεν καταλαβαίνεις τη θέση μου, γιατί δεν είδες τι έγινε. Παιδί μου, άρπαξα μέσα από τα μούτρα του ανθρώπου τη βαλίτσα του, την ώρα που αυτός κουβέντιαζε αμέριμνος με τους φίλους του. Κι έφυγα! Το καταλαβαίνεις αυτό; Κι ύστερα να τρέχει σαν παλαβός ξωπίσω μου και να μη μπορεί να μου την αποσπάσει με κανένα τρόπο! Σίγουρα θα με πέρασε για καμιά… μανιακή. Ντρέπομαι!
- Σου είπα πως είναι η τελευταία φορά που τον βλέπουμε. Ησύχασε.
Το περιστατικό ξεχάστηκε, καθώς και οι δυο μας περί άλλα ετυρβάζαμε. Και την ώρα της αναγγελίας της πτήσης, σταθήκαμε στην ουρά, για το τσεκάρισμα των καρτών επιβιβάσεως. Και, κάποια στιγμή, έδωσε ο Θεός κι ανεβήκαμε στο αεροσκάφος, πανευτυχείς που οι κουραστικές διαδικασίες της επιβίβασης τέλειωσαν. Πάνω στην ώρα που βρήκα τη θέση μου και προσπαθούσα να βολέψω το σακ βουαγιάζ μου πάνω από την κεφαλή μου, τον είδα. Δηλαδή τον ματαξαναείδα για την ακρίβεια!
- Όχι, βόγγηξα. Όχι πάλι! Φιλενάδα, βοήθεια!
- Μαμά που, πρόστρεξε! Και με βεβαίωνες μισή ώρα πριν! Θα σε πνίξω!
Η Γιάννα είναι, τώρα πλέον, απαρηγόρητη. Κι έχει δίκιο.
Όμως μας είδε κι ο Nagasaki! Κι έπαθε κάτι σαν θέρμη, σαν δάγγειο! Ένα τέτοιο πράγμα τέλος πάντων. Άρχισε να τρέμει και να χάνει το χρώμα του. Και να μου γνέφει εν πλήρει απελπισία.
- IMPOSSIMBLE, IMPOSSIMBLE!
- Ποιο πουλάκι μου είναι το Impossimble;
Η αεροσυνοδός με πλησιάζει γνέφοντας κι αυτή, πως Impossimble. Και τελικά εδέησε να καταλάβω. Το σακί μας δε χωρούσε στα ντουλάπια πάνω από τα καθίσματα. Μα τι θα τα κάναμε όμως; Θα τα «φέραμε» ως Καρυάτιδες;
- Θα τα πάρω εγώ και θα τα τοποθετήσω στο πίσω μέρος του σκάφους. Θα τα πάρετε όταν αποβιβαστείτε!
Κοιταζόμαστε με τον Fujitsu απελπισμένοι. Η Γιάννα βάζει τα γέλια:
- Θα συμβούλευα να βρεις ένα τρόπο να ξεχωρίζεις το βιος σου από κείνο του Γιαμαμότο. Διότι δεν θα υποστήριζα πως είναι πολύ κομψό το ντύσιμο με γιαπωνέζικο σωβρακάκι! Εκτός αν προτίθεσαι να λανσάρεις μόδα! Για να σε δω! Μμ, πάντως θα ήταν εξαιρετικά πρωτότυπο… είπε και κάθισε.
Αυτό το κορίτσι ταξιδεύει στην άκρη του κόσμου, όπως ταξιδεύει με το τρόλεϋ στην Αθήνα: χωρίς αποσκευές! Αν είναι δυνατόν!
Εγώ πάντως τη λύση τη βρήκα για ν’ αποφύγω το New Look! Έδεσα στο βαλιτσόνι μου ένα χρωματιστό κορδελάκι! Για να μην υποχρεωθεί ο δύστυχος Γιαπωνέζος να κάνει εμφανίζεις με την… κομπινεζόν μου!
Δεν τον ξανάδαμε τον Γιοκοχάμα. Ελπίζω να είναι καλά ο άνθρωπος…
Last edited by a moderator: