St.Adamantidou
Member
- Μηνύματα
- 245
- Likes
- 898
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Περί του «Τέλους του Κόσμου» γενικώς – μέρος 1
- Περί του «Τέλους του Κόσμου» γενικώς – μέρος 2
- Buenos Aires
- San Telmo
- El Calafate & Largo Argentino
- Perito Moreno, Lo Mismo
- Ένα Φυσικό Θαύμα
- Paine
- Στον Γκρι Παγετώνα και στα παγόβουνα της λίμνης Gray
- Επαρχία Magallanes και οπτική επαφή με τα ομώνυμα Στενά
- Punta Arenas
- Tierra Del Fuego κι'εγώ!
- Ushuaia
- Ushuaia και Κρουαζιέρα στα Στενά Beagle
- Κι ένας στεργιανός περίπατος
- Bariloce
- Mentoza & Santiago
- Valparaiso
- Τα νόμπελ της ποίησης
- Επίλογος
ΚΙ ΕΝΑΣ ΣΤΕΡΓΙΑΝΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ
Το αυτοκίνητο που μας παίρνει από το λιμάνι κατά την αποβίβαση μας, μας φέρνει έξω από τη πόλη, κοντά στο οικολογικό πάρκο Lapataya, που θα επισκεφτούμε μετά το γεύμα. Το ρεστοράν είναι μέσα σε τοπίο ερημικό. Ένα ξύλινο κτίσμα, τριγυρισμένο από ανθισμένο κήπο. Ο καιρός έχει πλέον κατσουφιάσει απαράδεκτα.
- Θα οργιστώ με το Θεό των ταξιδιών, αν μας βρέξει στο πάρκο, δηλώνω σοβαρά.
- Α, ναι! Κι εκείνος θα βάλει τη γάτα του να κλαίει, με κοντράρει, ως συνήθως, η Γιάννα, και σκάει στα γέλια μαζί με τη Φρόσω, την αιώνια διαιτήτρια των λεκτικών μας ασκήσεων!
- Καλά, καλά! Ξέρετε τι εκδικητικό πλάσμα είμαι εγώ; Θα χάσει ο Θεός την καλύτερη, την πιστότερη πελάτισσα του. Αυτό θα πάθει!
Το τι χαβαλές –συγνώμη κιόλας- γίνεται μέσα στη τεράστια σάλα του εστιατορίου, δεν περιγράφεται. Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι και Έλληνες βεβαίως, γινόμαστε σαλάτα ρώσσικη! Στα κοινοβιακά τραπέζια φτάνουν ξέχειλες πιατέλες με κάθε λογής κρεατικό. Όλα ψητά, μοσχοβολιστά και γευστικότατα. Στην αρχή παλεύουμε τη υπόθεση με μαχαιροπίρουνο. Όμως τα παϊδάκια, τα πρόστυχα, εγκαταλείπουν περιέργως το πιρούνι μας, και προσγειώνονται ανετότατα όπου βρούν!...
Κοιτιόμαστε και οι τρείς στα μάτια.
Η Φρόσω και εγώ το συμφωνούμε σιωπηρά. «Δια χειρός Βαράγκη», λέει το μήνυμα.
Και ξεδιάντροπα ορμάμε, σαν ξεπεσμένες Ρωμαίες πατρικίες!
Η Γιάννα όμως αρνείται να μας ακολουθήσει. Επιμένει να…χειρουργεί με μαχαιροπίρουνο! Μας κοιτάει επιτιμητικά. Ύστερα αηδιασμένα. Και, στο τέλος, οργισμένα. Η Φρόσω και εγώ διαλέγουμε τη σωτήρια της αδιαφορίας. Και απτόητες…δακτυλίζουμε, ή…χερικώνουμε, αναλόγως του κοψιδιού!...
Πότε πότε γλείφουμε και κανένα δάχτυλο, για να κάνουμε σπονδή τρόπον τινά, στους Ρωμαίους, μια και τους ανέφερα.
- Καλά εσείς δεν ντρέπεστε, πια; Γουρουνοποιηθήκατε τελείως! Δεν είναι να σας βλέπει άνθρωπος! Ξέρετε τι εικόνα παρουσιάζετε;
- Δε μας νοιάζει. Πεινάμε!
- Κι είναι αυτός λόγος να τρώτε έτσι;
- Γιατί; Οι άλλοι δηλαδή πως τρώνε; Για κοίτα γύρω σου. Είσαι η μόνη παράφωνη που κραδαίνει, ως φονικό όπλο, τα μαχαιροπίρουνά της, πάνω από τα βουνά των κρεάτων! Τα, τα, τα!...Απαράδεκτο φιλενάδα, λέω χαιρέκακα, και βουτώ προκλητικά ένα κοψίδι!
Το Parquo Ecologico της Lapatayia, βρίσκεται πάνω στον ομώνυμο κόλπο. Η πανίδα και η χλωρίδα του προστατεύονται αυστηρά. Εδώ βλέπουμε και ένα είδος ποντικιών, που φέρνουν κομματάκι προς σκίουρο. Και είναι χαριτωμένοι. Η θέα από τις όχθες προς το «φιόρδ», το γεμάτο μικρά νησιά-κορφές των Άνδεων που φτάνουν ως εδώ κι ακόμα νοτιότερα- είναι θαυμάσια. Όμως και το κρύο άρχισε να γίνεται αφόρητο, ιδίως πλάι στο νερό.
Στην επιστροφή σταματάμε για λίγο στη λίμνη Rocca. Για ένα μικρό περίπατο. Να ξεμουδιάσουμε. Εντυπωσιάζομαι από τις ιτιές της όχθης. Τα κλαδιά τους ακουμπούν στο νερό και, καθώς τις ταράζει ο αέρας, τινάζουν ένα γύρω τις σταγόνες που μάζεψαν σκύβοντας στη λίμνη…
«Θρηνητικό θέαμα, αυτό των κλαιουσών» σκέπτομαι, καθώς τις καμαρώνω μέσα στο απογευματινό σύθαμπο. Το υποβλητικό φώς, που κάθεται πάνω στην εικόνα που βλέπω, κάνει το τοπίο μυστηριακό κι απόμακρο…
-Ουφ! Όλες οι λίμνες έτσι είναι, λέω φωναχτά, για να δημιουργήσω μία χαραματιά στη μαγεία της ώρας του σύθαμπου. Όλες σε υποβάλλουν και κομματάκι σε τρομάζουν! Άει στο καλό…
Είναι ακόμα μέρα, όταν επιστρέφουμε στην Ουσουάια. Καιρός να της δώσουμε και αυτής λίγη προσοχή. Και, παρά τη πρώτη εντύπωση, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα πόλη, αρκετά παλιά σπίτια, όμορφους δρόμους, και πολύν ανήφορο. Χριστέ και Παναγιά!
Κάνοντας τη γνωριμία, λοιπόν, με τη πόλη, ψάχνουμε και για Correo! Πρέπει, ανυπερθέτως, να βρούμε «Stampijes»! Πως αλλιώς θα στείλουμε στο προορισμό της την Correspondencia; Ταχυδρομείο ψάχνουμε χριστιανοί! Για να αγοράσουμε γραμματόσημα, που χρειάζεται η αλληλογραφία μας, από το μέρος που οι ντόπιοι ορίζουν ως: «El fin del mundo»! Και με λόγια ελληνικά: «Το τέλος του κόσμου»!...
Ο «κορέος» βρίσκεται επιτέλους, οι «σταμπίγιες» αγοράζονται, οι κάρτες ταχυδρομούνται! Ξένοιασα και από αυτό το βάσανο. Αλλού δεν έβρισκα γραμματόσημα. Αλλού δεν υπήρχε γραμματοκιβώτιο, αλλού δεν υπήρχαν κάρτες. Κινδύνευα να παραδώσω την αλληλογραφία μου…αυτοπροσώπως στην Ελλάδα! Ωσεί Autocorreos!
Επιστρέφουμε στο ξενοδοχείο, στην κορφή σχεδόν του βουνού, με ταξί. Είμαστε ψόφιες στη κούραση. Πέφτω άπνους σε μια πολυθρόνα, στο σαλόνι με την πανοραμική θέα, και πίνω ένα γευστικότατο πίσκο.
Ωωωχ! Αυτό είναι ζωή, Στελλίτσα, παιδί μου! Να είσαι καλά, και να γυρίζεις τον κόσμο. Όσο βαστούν τα κότσια σου! Μαγεία είναι αυτή η ώρα! Είδες! Χάρηκες! Κουράστηκες! Ξεκουράζεσαι! Υπολογισμός κάλλιστος! Τι περισσότερο να ζητήσεις; Μην είμαστε και άπληστοι! Υπάρχει και Θεός….Αυτές οι σκέψεις μοιάζουν και με ευχή. Και είναι.
Το βράδυ ρίχνει χιονόνερο. Και η μέρα ξημερώνει χειμωνιάτικη. Θαρρώ πως ψιλοχιονίζει κιόλας.
- Τα ΄δατε; Ο Θεός των ταξιδιών κατατρόμαξε εχθές, από τις απειλές μου! Προκαλώ τις φίλες μου. Την κακοκαιρία τη φύλαγε για πρίν και για μετά. Κι εμείς χαρήκαμε το διάλλειμα της λιακάδας! Εμένα να με ακούτε, κυριούλες μου. Ξέρω τι λέω!
Και οι κυριούλες κουνούν προβληματισμένες το κεφάλι, καθώς ανεβαίνουν στο αεροπλάνο. Λετε αν τις έπεισα «δια το εκδικητικόν του χαρακτήρος μου»;
Η τρίωρη πτήση μας φέρνει στο προτελευταίο μας σταθμο στην Παταγονία. Είναι το Αργεντίνικο Puerto Madryn, στο οποίο φτάνουμε μέσω Trellew. Από το εκεί αεροδρόμιο, ένα αυτοκίνητο θα μας φέρει στο πολυδιαφημισμένο Parquo Ecologico της Χερσονήσου Valdez.
Πριν, ωστόσο, κλείσω οριστικώς και αμετακλήτως τούτο το κεφάλαιο, άειντε να κάνω και το παιδευτικόν μου χρέος! Ξέρετε, τώρα, εσείς! Και η ολίγη ιστορία, ουδένα ποτέ έβλαψε, έτσι δεν είναι; Πάντως, όποιος έχει αντιρρήσεις, δεν έχει παρά να πηδήξει το υπόλοιπον αυτής της σελίδας. Φτου, ξελεφτερία…
Το ενδιαφέρον, λοιπόν, των Ευρωπαίων –και κυρίως των Βρετανών, που είχαν ήδη αποικήσει τα Φώκλαντ- άρχισε πολύ αργά. Μόλις το 1834, μετά την επίσκεψη του Δαρβίνου, σ’ αυτήν την περιοχή. Ξαναθυμηθείτε ότι η Παταγονία ήταν γνωστή από το 1520, μετά την άφιξη, εδώ, του Μαγγελάνου. Η θρησκέια όμως, όπως πάντα συνέβαινε τότε, είχε αρχίσει κομματάκι νωρίτερα. Από το 1800, όταν οι Άγγλοι ιεραπόστολοι βάλθηκαν να εκχριστιανίσουν τίς ντόπιες φυλές, τών Γιαγκάνς, τών ΄Ονας, τών Αλακαλούφ κ.τ.λ.
Δυστυχώς τούς Βρετανούς τούς περιμένουν δυσάρεστες εκπλήξεις. Ο πρώτος ιεραπόστολος Allen Gardiner, πέθανε εδώ από πείνα! Μιά άλλη αποστολή μακελεύτηκε στο νησί Navrino, στον Νότο τής Ushuaia.
Γνωρίζοντας πιά τίς δυσκολίες , οι επόμενες αποστολές, προετοιμάστηκαν καλλίτερα. Και πέτυχαν, εν τέλει, τον εκχριστιανισμό τών ΄Ιντιος, αλλά και τήν πλήρη εξαφάνισή τους, μέσα στον 19ο αιώνα!!!! Διότι, μαζί με τα “θεία” τους και τα “χριστιανικά” τους, κουβάλησαν, κι άγνωστες στην περιοχή και τούς ιθαγενείς, αρρώστειες: τον τύφο, τήν ιλαρά, την ευλογιά, και δεν ξέρω ποιές άλλες πληγές του Φαραώ!!!! Και οι ΄Ιντιος πέθαιναν σαν τα κοτόπουλα με...κίρυζα! Δυό φορές, μεσα στον ίδιον αιώνα, τούς χτύπησε η ιλαρά. Την πρώτη φορά χάθηκαν οι μισοί.
Τη δεύτερη φορά οι άλλοι μισοί. Αποδεκατίστηκαν οι έρμοι!!!
Ανάμεσα στούς πρώτους Βρετανούς αποίκους ήταν ο Thomas Bridges, που εγκαταστάθηκε στην Ουσουάια, σε μιάν τεράστια Estancia, η οποία και σήμερα ανήκει στούς απογόνους του, και λέγετεαι Ηarberton. Ο γιός του Thomas, Lucas, γεννημένος στα 1874, έμαθε την ντόπια γλώσσα, έφτιαξε λεξικό, κι άφησε πίσω του τίς αναμνήσεις του, με τον τίτλο:
“Ο πιό μακρυνός τόπος τού κόσμου “.
Μεταξύ τού 1874 και 1974, η Ουσουάια είναι τόπος τρόμου. Διότι εδώ εκτοπίζει η Αργεντινή τούς ποινικούς καταδίκους της!!! Δηλαδή, ένα άλλο Νησί τού Διαβόλου, αρκετά μίλια νοτιότερα τής Αμερικανικής ηπείρου.
Από το 1950, η πόλη αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Είναι πλέον ο τόπος, από τον οποίο, η Αργεντινή διαφεντεύει τα συμφεροντά της, στην απέναντι ήπειρο τής Ανταρκτικής...
Κι από τότε ειναι κι ένας πόλος τουριστικής έλξεως, εφ΄όσον είναι η τελευταια κατοικημένη περιοχή , πριν από τον Νότιο Πόλο!......
Αυτό ήταν όλο κι όλο φίλτατοι. Δεν έχει άλλη ιστορία. ΜΟΝΟ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΡΟΝ βέβαια. Μην επαναπαύεστε, να σάς χαρώ!
Εμπρός λοιπόν, για τον επόμενο σταθμό, με βήμα ταχύ! Το ταξίδι μόλις που ξεπέρασε τη μέση του! ΄Εχει ακόμα “ψαχνό”, σάς διαβεβαιώ....
Την άλλη μέρα το πρωί, κινάμε για το Οικολογικό Πάρκο, 18 χλμ από τη πόλη. Καθ’ οδόν σταματάμε στο εκκλησάκι που είναι αφιερωμένο στη μνήμη των ξεκληρισμένων Ινδιάνων, από το στρατηγό Roca. Ήταν αυτός που άνοιξε το δρόμο στην Αργεντινή, να βάλει πόδι στη Παταγονία. Έξι χιλιόμετρα από τη πόλη, στο Golfo Nuevo, βρίσκεται και το μνημείο, το αφιερωμένο στον Ινδιάνο της ντόπιας φυλής Tehueche. Τα αποκαλυπτήριά του έγιναν το 1965, για τα εκατοντάχρονα από την αποίκηση της μείζονος περιοχής Chubut, από τους Ουαλλούς. Απ’ το Monumento al Indio Tehueche, η ρότα μας φέρνει στην Caleta Valdez, τη χερσόνησο όπου έχουμε το πρώτο σοκ από το συναπάντημά μας με τα θαλάσσια κήτη. Θαλάσσιοι ελέφαντες, να σας χαρώ!
- Βρε παιδιά! Μονάχα σε ντοκιμαντέρ έχω δεί αυτά τα καταπληκτικά πλάσματα! Στο λιμάνι του Μοντερέι είδα θηλυκά λιοντάρια, σε μικρή ηλικία μάλιστα. Αλλά ελέφαντες; Πως θα είναι άραγε; Αναρωτιέμαι καθώς κατεβαίνουμε από το λεωφορείο. Σίγουρα μεγαλύτεροι από τους λέοντες και ίσως, Miserabile Visu! Δεν πρέπει να τους λείπει μήτε η προβοσκίδα, μήτε οι χαβλιόδοντες! Πως είναι δυνατόν;
- Κόντός ψαλμός, αλληλούια, μ’ αποπαίρνει η Φρόσω που, όταν θέλει, όλα τα ακούει. Ωστόσο έχει δίκιο. Σε λίγο θα ξέρουμε.
Φτάνουμε μπροστά στην απόκρημνη ακτή. Κάτω από τον χωμάτινο γκρεμό, που πάνω του στεκόμαστε, μια ομαλή αμμουδιά. Κι εκεί, πλάι στο νερό, κάτω από τον ήλιο, καμιά δεκαριά θηρία, ξαπλωμένα και ακίνητα! Οι ουρές τους προς το νερό. Το κεφάλι τους προς τη μεριά μας, χωμένο όμως στην άμμο! So jo desperado! Είμαι σε μαύρη κι άραχνη απελπισία!
- Don Pedro, είμαστε μακρυά! Είμαστε ψηλά! Δεν καλοβλέπουμε! Κι αυτά τα κτήνη, εκεί κάτω, έχωσαν τις μούρες τους στο χώμα. Τι νομίζεις ότι βλέπουμε από τόση απόσταση;
Ο Pedro μας κοιτάζει μ’ ένα κακό χαμόγελο, κρεμασμένο στο στόμα του:
- Κρατούν τα κότσια σας να κατρακυλήσετε την κατηφόρα, αλλά και να την ξανανεβείτε μετά; Το επιτρεπτό όριο είναι τρία μέτρα από τα κήτη. Η απόφαση δική σας! Είπε, και μας ατένισε προκλητικά.
Ζυγιάζω το εγχείρημα, στημάροντας ψύχραιμα την κλίση του γκρεμού:
- Άγριο πράμα μοιάζει, αποφαίνομαι. Συγχρόνως όμως διακρίνω κι ένα κακοτράχαλο μονοπάτι. Εγώ θα το επιχειρήσω , δηλώνω, κι ο Θεός βοηθός, αλλά κι εσείς οι δύο, λέω στις φιλενάδες μου. Η μία θα στηρίζει την άλλη. Θα τα καταφέρουμε. Τι λέτε;
- Λέμε, ότι μπορούμε να το επιχειρήσουμε, αποφαίνεται η Φρόσω.
- Allora, adelente senoras!...Η Γιάννα ζήλεψε, προφανώς, τα ισπανικά μου.
- Viva Grecia, αναφωνώ, και ρίχνομαι στο γκρεμό! Πως θα ξαναθυμόμουν το Ζάλογγο, εν μέση Παταγονία, ούτε που το έβαζε ο φτωχός νούς μου, συνεχίζω να κραυγάζω, γλιστρώντας σχεδόν με το πισινό! Δεν ξέρω για τις Σουλιώτισσες, αλλά εγώ δεν αισθάνομαι καθόλου κομψά, έτσι που γκρεμοτσακίζομαι…
Το μονοπάτι είναι εκτάκτως στριφογυριστό. Είναι αναπόφευκτο, αφού ο κατήφορος είναι σχεδόν κάθετος. Χέρια, πόδια, πωπός επιστρατεύονται για να συνδράμουν! Περιττόν να πώ ότι πίσω μας κατεβαίνει όλο το γκρούπ. Ακόμα και η … «γόβα στιλέτο», η μουρλοθοδώρα της ομάδας! Περπατιστά, σκυφτά, σουρτά, κουτρουβαλιστά, κάποια στιγμή «πιάνουμε» παραλία.
- Καλέ τι χουνέρι ήταν αυτό; Άκου με τον πισινό! Τι κάνει ο ταξιδιώτης για να μην χάσει το αξιοθέατο! Γίνεται αξιοθέατο ο ίδιος, μουρμουρίζω καθώς σκύβω να βγάλω τα παπούτσια μου, πριν βουλιάξω στη παχιά άμμο.
- Δεν ήμασταν οι μόνες ξέρεις.
- Βρε το ξέρω! Αλλά μονάχα για το προσωπικό μου ρεζιλίκι νοιάζομαι! Απαντώ μπουρινιασμένη στη Φρόσω.
Τα κήτη, επιτέλους, είναι μπροστά μας. Σ’ απόσταση αναπνοής. Πλησιάζουμε σιωπηλά, για να μην τα αγριέψουμε. Διότι όταν τα πλησιάσουμε πολύ, κινούνται απειλητικά μουγκρίζοντας ανατριχιαστικά.
- Τη προβοσκίδα και τους χαβλιόδοντες θέλω να φωτογραφίσω, Don Pedro.
- Τι κάθεσαι; Καν’ το.
- Μα τα ‘χουν θαμμένα! Δε βλέπεις;
Ο ξεναγός βλέπει και πλησιάζει περισσότερο από εμάς. Κουνά τα χέρια του και βγάζει μια κοφτή κραυγή. Η απάντηση είναι σήκωμα του κεφαλιού, με τη μούρη ελεύθερη.
- Θεε μου, είναι τω όντι ελέφαντες! Με τα όλα τους! Δεν το πιστεύω!
- Είναι αρσενικά. Μονάχα οι «κύριοι» έχουν όλα τα σουπρεπέ του είδους. Τα θηλυκά είναι μικρότερα, και μπορεί να εκληφθούν από τους μη ειδικούς και ως μεγάλες φώκιες! Τούτα εδώ, είναι 6-7 μέτρα το καθένα και ζυγίζουν 4500 κιλά!
- Κινούνται εύκολα; Ρωτώ
- Ευτυχώς για μας όχι. Γι’ αυτό και δεν θεωρούνται επικίνδυνα. Όσο να σειστούν αυτά, ο κινδυνεύων έχει γίνει άφαντος!
- Άρα εγώ…
- Δεν θα το συμβούλευα, με διακόπτει γελώντας, γιατί κατάλαβε που το πάω. Άστε το καλύτερα. Δε σας φτάνουν τα 3 μέτρα;
Βεβαίως και μου φτάνουν. Αλλά ήθελα να δώ γιατί το τομάρι τους ήταν μπαλωμένο με κάτι ροζωπά μπλάστρια, πάνω σε γκρίζο-καφέ δέρμα.
- Αλλάζουν πετσί. Πέφτει από πάνω τους κομμάτι κομμάτι. Και προσέξτε πως δροσίζονται. Σηκώνουν με τα μπροστά φτεράκια τους, αλλά και με την ουρά τους, νοτισμένη άμμο, και την πετούν πάνω στη πλάτη τους! Έτσι, δεν χρειάζεται να μετακινούνται συχνά προς το νερό. Δεν τους βολεύει. Είναι πολύ αργοκίνητοι. Το ‘παμε.
Έχουμε όλοι γοητευτεί από τούτα τα θαυμαστά πλάσματα!
- Είναι και πολυγαμικά, συνεχίζει ο Pedro. Σ’ έναν «κύριο» αντιστοιχούν 100 «κυρίες»! Και πρέπει να σας πώ πως οι ερωτικοί καυγάδες μεταξύ τους, είναι τρομακτικοί. Τρωικοί μπορώ να σας βεβαιώσω, αποσώνει χαμογελαστός, για να δέιξει στους Νεοέλληνες ότι, αν και Αργεντίνος, γνωρίζει αρχαία ιστορία.
- Θάνατοι; Ρωτώ.
- Μονάχα για βαρείς τραυματισμούς μπορώ να μιλήσω, απαντά διασκεδασμένος. Βλέπετε οι ελέφαντες μας είναι άκρως ερωτικοί! Σαν κι εμάς!
Ο Πέδρο μόνο ερωτικός δεν μου φάινεται, αλλά τέλος πάντων….
- Θεός φυλάξοι! Με τέτοια ασχήμια! Τι ερωτισμό μπορούν να εμπνεύσουν; Απορεί η Φρόσω.
Κι επειδή υποθέτω ότι δεν αναφέρεται στον Πέδρο αλλά στα κτήνη, απαντώ:
- Εν σοφία, Φροσάκι μου! Εν σοφία! Αν δεν έμπαινε και αυτή η σοφία στη μέση, θα χαλούσε η τάξη του κόσμου…
Αφού χορτάσω το θέαμα, το μάτι μου παίρνειδεξιότερα μια παρέα φωκίτσες, που παίζουν θεότρελα μπαινοβγαίνοντας στο νερό. Με τα παπούτσια και τη μηχανή ανα χείρας, σπεύδω προς συνάντηση τους! Με παίρνουν είδηση, οι πονηρούλες, και γλιστρούν με χάρη μοναδική μέσα στο νερό, αφήνοντας με στα κρύα του λουτρού!...Παίζουν στα ρηχά και με εμπαίζουν, οι άτιμες!
Όμως η αμμουδιά έχει χρωματιστά κοχύλια, που έχουν φίλντισι στο εσωτερικό τους. Μ’ αρέσουν, κι αρχίζω να μαζεύω μερικά επιστρέφοντας, με σκυμμένο το κεφάλι. Είμαι πολύ αφοσιωμένη στην επιλογή των χρωμάτων και των σχημάτων, και τινάζομαι ξαφνιασμένη όταν ακούω τον Πέδρο να φωνάζει:
- Please, Stella, do not…ride the elephant! For God’s sake!...
Σηκώνω το κεφάλι και παγώνω. Άλλο ένα βήμα, και θα σκοντάψω πάνω στο πρώτο «κυριούλη» ελέφαντα! Αλαφιάζομαι. Ο ελέφας με παρατηρεί ακίνητος. Θαρρείς πως περιμένει τη μοιραία κίνηση. Στέκω ασάλευτη. Κοιταζόμαστε στα μάτια, σαν να αναμετριόμαστε. Και σιγά σιγά, αρχίζω να οπισθοχωρώ, ενώ ένα κακόφωνο μουγκριτό με…ξεπροβοδίζει!
Ε, θα το πιστέψετε; Έπαθα ταχυπαλμία!...
Τώρα, να μην αποπειραθώ να σας περιγράψω το πως καταφέραμε να ανεβούμε τον άθλιο ανήφορο, που ούτε να τον κατεβούμε δεν μπορούσαμε! Μας βγήκε το λάδι του νονού μας, μαζί με τη ψυχή! Πλήρως στραπατσαρισμένοι – αλλά ευτυχείς – φτάσαμε στο πλάτωμα, πάνω από το γκρεμό. Επιτέλους! Πήρα μια βαθειά ανάσα, φόρεσα τα παπούτσια μου και έπεσα ξερή πάνω στο χορτάρι, μ’ ένα μακρόσυρτο, ηδονικό:
- Αααααχ!....Να ξαναβρώ την αναπνοή μου, χριστιανοί και ελέφαντες – που δεν είστε ελέφαντες….
Μπράβο μου, σκέφτομαι, καθώς κοιτώ τον ουρανό με τα χέρια σε έκταση, σαν αναπαράσταση της Αποκαθήλωσης! Δύο φορές μπράβο μου! Ούτε κατσίκι άγριο δεν θα μπορούσε ν’ αντέξει τέτοια ανηφόρα!
Τι δεν κάνει η περιέργεια και η αγωνία, να δείς και να μάθεις…Αχόρταγη που είμαι στα ταξίδια, Θεέ μου! Μέχρι σε υποθαλάσσιο σπήλαιο, δίχως φώς, τόλμησα να κολυμπήσω, στο Ναμπουκέρου, στα νησιά Γιασάουα. Και ούτε καν ψαροπέδιλα φορούσα για μια κάποια σιγουριά. Στο θεοσκότεινο όμως Ναμπουκέρου μπήκα. Και μάλιστα μέσα από μια μικρή τρύπα, όπου έπρεπε να βουτήξεις το κεφάλι σου μέσα στο νερό! Πως το έκανα; Ιδέα δεν έχω. Είχα τέτοια περιέργεια αν το δώ – με τους φακούς των ανδρών του πληρώματος του πλοίου μας- που το αποτόλμησα. Ε, λοιπόν, σ’ αυτόν τον ανήφορο θα κιότευα; Σιγά!...
Ανάπαυση τέλος. Έχυμε ακόμα μπροστά μας πράματα και θάματα να δούμε. Σε μικρή απόσταση από εδώ θα βρεθούμε στις λίμνες του αλατιού.
- Τι θα πεί αυτό Πέδρο; Πρόκειται για αλικές; Γιατί τις λέτε «λίμνες»;
- Διότι είναι λίμνες. Λίμνες πραγματικές.
- Αλμυρές;
- Ας πούμε.
Τον κοιτώ χαζά και ρωτώ τη Γιάννα:
- Κατάλαβες μήπως εσύ;
- Όχι.
- Ευτυχώς. Για να μην θεωρήσω τον εαυτό μου αποβλακωθέντα. Ας περιμένουμε μπας και το μυστήριο λυθεί μονάχο του. Εδώ, καταπώς φαίνεται, μας περιμένουν διάφορες εκπλήξεις και παραξενιές! Milagros! Milagros!...λέω τραγουδιστά.
- Τι είναι πάλι τούτο το ισπανικό; Που το μάζεψες; Στα σήριαλς;
- «Θαύματα, θαύματα» θα πεί. Και να αφήσεις τα ισπανικά μου ήσυχα, ακούς;
- Ωχ, άφησε με και εσύ! Εδώ δεν μπορούμε να καταλάβουμε απλές έννοιες, και εσύ το χαβά σου! Πές της και εσύ βρε Φρόσω!
- Α, εμένα να με αφήσετε έξω από τις παλαβοσύνες σας! Δεν ανακατώνομαι εγώ σε τέτοια, σοβαρή γυναίκα!
Γελάμε και οι τρείς, και κατεβαίνουμε προβληματισμένες.
- Τίποτα δεν βλέπω ξεναγέ!
- Paciencia! Σε μερικά μέτρα από εδώ, σας περιμένουν οι λίμνες.
- Που όμως δεν είναι λίμνες καθ’ αυτό, ψιθυρίζω στις φιλενάδες μου, πεισμωμένη.
Ευτυχώς ο δρόμος εδώ είναι λατρευτή…ισιάδα! Δόξα σοι! Δεύτερος τέτοιος ανήφορος, σαν τον προηγούμενο, δόση θανατηφόρος!... Και ξαφνικά, εκεί, στ’ αριστερά μας, κάτι μας στραβώνει τελείως. Πονούν τα μάτια μας. Δύο τεράστιες, κάτασπρες, και επικίνδυνα ιριδίζουσες επιφάνειες, μας καίνε τα μάτια! Τα μισοκλείνουμε, για να μειώσουμε την ένταση της αντιλιάς. Σχεδόν δεν βλέπουμε, παρά τα μαύρα μας γυαλιά!
- Δεν το πιστεύω! Τι είναι αυτό; Γκρινιάζω. Δε βλέπω τη μύτη μου.
- Τη μύτη δεν την βλέπεις έτσι κι αλλιώς, απαντά μισόστραβη και η Φρόσω.
- Ο λόγος το λέει χριστιανή μου!
- Ξέχνα τον, και πρόσεχε που πατάς. Γιατί αυτό το πράμα, ότι κι αν είναι, εκτός από εκτυφλωτικόν είναι και ιδιαιτέρως ολισθηρόν!...
- Ολισθηρότατον, τω όντι! Σαν το… «αφέψημα», την πειράζω. Εκείνη ξέρει.
Είναι ένα καλαμπούρι που το κουβαλάμε από την Ινδία. Κι έτσι, χαμογελώντας, πιανόμαστε από τα χέρια, κι αρχίζουμε τον αλατισμένο μας περίπατο, πάνω στο πάτο των, πάλαι ποτέ, λιμνών που, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, ήταν αλμυρές. Σήμερα είναι και οι δύο ξερές. Ο βυθός τους όμως αποτελείται από παχύτατο στρώμα φυσικού αλατιού άριστης ποιότητας. Οι λίμνs siempre ες βρίσκονται 42 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, κοντά στην οποία κάποτε βρίσκονταν. Κι αυτός ήταν ο λόγος που ήταν αλμυρές. Προφανώς, τροφοδοτούνταν υπογείως, με θαλασσινό νερό. Αργότερα, λόγω προσχώσεων, απομακρύνθηκαν από τον Ατλαντικό, κι έπαψαν να γεμίζουν από αυτόν. Με τα χρόνια, το νερό τους εξατμίστηκε. Κι αποκαλύφθηκε ο βυθός τους, με όλο του το άλας!
- Esto es un milagro, no αιφνιδιάζω το Pedro.
- Si, senora. La natura es siempre milagrosa.
Δίκιο εχει. Η φύση είναι, πράγματι, πάντα θαυμαστή. Διότι, τι θα έβλεπα εγώ στα ταξίδια μου; ‘Ελα ντε!!! Ευτυχώς.
Βεβαίως, το πολύτιμο αυτό προϊόν το εκμεταλλεύονται οι Αργεντίνοι. Γι αυτό και στις άκρες των λιμνών υπάρχουν βουνά αλατιού, όπου το έχουν σωριάσει, προφανώς για να το μεταφέρουν.
Ο βυθός είναι υγρός. Και τρομερά «ολισθηρός» όπως επιμένει η Φρόσω. Περπατάμε με προσοχή, σαν υπάρχουν κάτω από τα πόδια μας αυγά. Τα παπούτσια μας βουλιάζουν και κολλούν.
- Φιλενάδες, δεν είναι για περίπατο ο τόπος. Ελάτε να φωτογραφιστούμε, και να του δίνουμε πάραυτα. Πριν κουτσαθούμε και μπριχού κουλαθούμε! Περί τυφλώσεως τα ‘παμε, να μην τα ξαναλέμε.
Κι επιτέλους, το Οικολογικό Θαλάσσιο Πάρκο της Βαλντέζ. Τι είναι αυτό; Μια καταπληκτική παραξενιά. Κατ’ αρχήν είναι μια αληθινή χερσόνησος στον Ατλαντικό, μαζί με δεκάδες βραχονησίδες. Και μέσα σε αυτόν τον θαλάσσιο χώρο ζούν και πληθύνονται όλων των λογιών τα κήτη. Φώκιες, θαλάσσιοι ελέφαντες, φάλαινες, θαλάσσιοι λέοντες που σκοτωνόμαστε να δούμε. Κι εδώ πρέπει να πω πως αυτά τα θηλαστικά είναι το ίδιο επικίνδυνα με τα ομώνυμα τους χερσαία. Κινούνται τρομερά γρήγορα, αγριεύουν πολύ, κι αν σε βρούν…εύκαιρο, πρέπει να ‘χεις άγιο!!!
Η προετοιμασία στο Puerto Pyramide, πριν πάρουμε το καραβάκι για τη ξενάγησή μας, έχει πολύ γούστο. Όλα μοιάζουν περίεργα. Πρώτα πρώτα περνάμε από τη Ρεσεψιόν, ούτως ειπείν, του Πάρκου. Βρίσκεται παραχωμένη μέσα σ’ ένα σπήλαιο. Δεν ξέρω για πιο λόγο μας ζητούν στοιχεία και πασαπόρτια, και μας στέλνουν να πάρουμε ένα αδιάβροχο, από μια στοίβα που τη βλέπουμε στο βάθος του σπηλαίου. Είναι τρίχρωμα: πράσινα, κόκκινα και κίτρινα. Διαλέγετε και παίρνετε.
- Για τις φωτογραφίες, παιδιά! Λέω. Θα είμαστε σαν λουλουδάκια!
- Άστο! Γιατί θα λιγωθώ στα γέλια! Άκου «λουλουδάκια»! Ήμαρτον! Αυτή είναι η Μόλυ. Σπανίως ακούγεται αλλά όταν το πεί, το λέει. Και μου μαυρίζει τη ψυχή!
- Γιατί, χριστιανή μου; Θα βάλουμε και τις κουκούλες! Θα κρύψουμε έτσι τα μούτρα μας! Κατάλαβες πως το εννοώ;
- Εννόησα πως το εννοείς, αλλά επιμένω: Άστο! Γιατί θέλω δε θέλω! Ο νούς μου πηγαίνει στο ανέκδοτο και βγάζω ορτικάρια! Με εννοείς;
Οι φωτογραφίες βγαίνουν μέσα σε γενική θυμηδία. Κι έτσι γελώντας, μας ανεβάζουν πάνω σε μια ψηλή πλατφόρμα. Βρίσκεται μέσα στο ρηχό νερό, στηριγμένη πάνω σε πασάλους. Και τι κάνουμε, τώρα, εδώ πάνω; Κανείς μας δεν καταλαβαίνει. Και ξαφνικά εμφανίζεται, μέσα στην ξέρηχη θάλασσα, ένα…..τρακτέρ!
Ναι, μα το Θεό! Τρακτέρ με τα όλα του.
Πίσω του σέρνει μια σιδερένια κατασκευή, άγνωστης, για την ώρα, σε μας, χρήσεως. Γρήγορα και εύκολα, πριν το καταλάβουμε, προσαρμόζεται πάνω της η πλατφόρμα μας.
- Ιησούς Χριστός νικά, σταυροκοπιέμαι. Τι άλλο θα δούν τα μάτια μας. Μωρ’ που σκοπεύει να μας πάει τούτο το…γεωργικό μηχάνημα; Αναρωτιέμαι.
- Να….οργώσουμε τις θάλασσες, παρατηρεί προσφυώς ο αρχηγός μας.
Δεν ξέρω τι ακριβώς εννοούσε αυτός που πρωτοείπε τη φράση, όμως εμείς θα κάνουμε τη ρήση αυτή, πράξη αληθινή.
Το τρακτέρ σύρει την εξέδρα πίσω του, με όλους εμάς να μην πιστεύουμε στα μάτια μας. Μας πάει στ’ ανοιχτά, όπου η θάλασσα βαθαίνει τόσο, όσο να μπορεί ν’ αράξει πλεούμενο. Είναι ένα αρκετά μεγάλο ταχύπλοο. Επιβιβαζόμαστε, χωρίς προβλήματα. Καλημερίζουμε τον καπετάνιο –ξεναγό μας, κι αποχαιρετάμε τον οδηγό του τρακτέρ.
- Μη βιάζεστε να με αποχωριστείτε, μας φωνάζει. Θα ξαναϊδωθούμε, όταν επιστρέψετε. Εγώ θα σας βγάλω παλι έξω, στη στεριά. Buen Divertimiento! Καλή διασκέδαση!
Είμαστε ήδη στο Golfo Nuevo. Κι από εδώ θα ξεκινήσουμε το γύρο της χερσονήσου. Ο καπετάνιος είναι νέος, καλόκαρδος και καλαμπουρτζής. Απαντά ευχαρίστως και στις πιο ανόητες ερωτήσεις μας.
Είναι μεσημεράκι. Κι ενώ ξεκινούμε με ζέστη, μέση στη θάλασσα κάνει μαύρο ψόφο. Καλά που φοράμε τα πλαστικά αδιάβροχα που, εν προκειμένω, χρησιμεύουν ως αντιανεμικά. Και τώρα θυμήθηκα και τα σωσίβια, καλέ! Έκαναν θαύματα στο κρύο, παίζοντας το ρόλο του κασκόλ!
Τα μάτια μας έχουν γουρλώσει. Λογιών λογιών θαλασσοπούλια και κάθε είδους κήτη, βρίσκονται σ’ όλες τις ακτές, σ’ όλες τις μικρές παραλίες και τα βράχια! Οι λέοντες ωστόσο – και μάλιστα αρσενικοί!- βρίσκοντια μακριά μας. Και ψηλότερα από τα άλλα θηλαστικά της περιοχής. Σαν βασιλιάδες σε θρόνο. Να επιβάλλονται στ’ άλλα ζώα της χερσονήσου.
- Καπετάνιε, πως κατεβαίνουν από εκεί πάνω, στο νερό; Σαν δύσκολο φαίνεται.
- Και είναι. Δύσκολο και επικίνδυνο. Πάντως τα καταφέρνουν, ασχέτως αν μερικές φορές χτυπούν άσχημα και τραυματίζονται. Θα πλησιάσουμε περισσότερο, για να μπορέσετε α δείτε με τα κυάλια, πόσο κινδυνεύουν όταν κατεβαίνουν, και πως αγωνίζονται ν’ ανέβουν πάλι.
Είναι πολύ ενδιαφέρον θέαμα. Οδύσσεια θα το έλεγα εγώ. Κακόμοιρα ματαιόδοξα θηλαστικά! Κουτρουβαλούν με τη κεφαλή κάτω! Σούρνονται άτσαλα! Πεφτοσκώνονται! Κατρακυλούν! Κρέμονται! Μουγκρίζουν! Ξεφυσούν! Κι επιτέλους, φτάνουν. Και βουτούν ευτυχισμένα στο νερό. Σκέφτονται άραγε την επιστροφή τους; Διότι μερικά λιοντάρια, βρίσκονται σ’ αυτήν τη φάση: Πολεμούν να σκαρφαλώσουν, πάνω στους γλυστερούς, απότομους βράχους! Μια φρίκη δηλαδή! Κι εκεί βλέπετε τη πονηριά της φύσεως. Τους έχει, προφανέστατα, προικίσει με εντυπωσιακές ικανότητες. Να δείτε με πόση εξυπνάδα διαλέγουν τα σωστά πατήματα, για να αναρριχηθούν με ασφάλεια. Είναι για μας μάθημα και άσκηση υπομονής, επιμονής, εξυπνάδας, σωστών υπολογισμών και γαϊδουρινού πείσματος! Όσο για την εμφάνιση τους, μας αφήνουν άναυδους. Είναι το ακριβώς αντίθετο από τη φώκια. Όσο εκείνη είναι χαριτωμένη, τόσο το λιοντάρι είναι μεγαλόπρεπο. Όσο εκείνη νωχελής και σιγανοπαπαδιά, τόσο εκείνος ευκίνητος και επικίνδυνος. Χαίτη πλούσια. Ανάστημα ψηλό. Ύφος εξουσιαστή! Απίθανο θηλαστικό, μα την αλήθεια.
Το άλλο αξιοθέατο της περιοχής είναι οι βράχοι και τα σχήματα τους. Μέχρι πυραμίδες και Σφίγγες είδαμε! Και οι διαστρωματώσεις τους δαντελλωτές! Χρωματιστές! Εντυπωσιακότατες… Η χερσόνησος Βαλντέζ είναι μια σπάνια εμπειρία. Εκεί βρίσκεις αιτίες να γελάσεις, να διασκεδάσεις, να δείς, να μάθεις, να εκπλαγείς, να εντυπωσιαστείς…
Η μέρα μας τελειώνει σ’ ένα ψαράδικο εστιατόριο. Κοιμόμαστε νωρίς. Αύριο, και πριν τη μεσημεριανή μας πτήση που θα τη βρούμε πάλι στο Trellew, προς Bariloche – μέσω Buenow Aires – θα επισκεφτούμε την Punta Tombo, τη μεγαλύτερη Piguinera της Νότιας Αμερικής. 160 χλμ μακριά από το Puerto Madryn, 700.000 πιγκουίνοι, σε μιαν ακτή πολλών χιλιομέτρων. Περιμένω πως και τι αυτήν την εμπειρία. Πως θα είναι άραγε;
Αφήνουμε αξημέρωτα το Puerto Madryn. Η σημερινή θα είναι μια μακριά μέρα. Ευτυχώς έχει συννεφιά και η ζέστη έχει πέσει. Ωστόσο η υγρασία είναι αφόρητη. Ευτυχώς στην παραλία φυσάει. Λίγο περισσότερο, βέβαια, από το επιθυμητό, αλλά τουλάχιστον στεγνώνει πάνω μας ο ιδρώτας και ανακουφιζόμαστε μια στάλα.
Το θέαμα που αντικρύζουμε, όταν το αυτοκίνητο μπαίνει στα όρια του πάρκου, είναι από τη πρώτη ώρα, συναρπαστικό! Τα παράξενα, σαν κορδωμένα ανθρωπάκια, πουλιά, κυκλοφορούν νωχελικά κατά παρέες, ακόμα και σε μεγάλη απόσταση από το νερό. Εδώ ψηλά, μακριά από τη θάλασσα, ανάμεσα σε φουντωτούς θάμνους, έχουν τις φωλιές τους. Εδώ γεννούν και κλωσούν τ’ αυγά τους, εδώ μεγαλώνουν και «διαπαιδαγωγούν» τα μικρά τους, και γενικώς εδώ νοιώθουν σαν το σπίτι τους. Στη θάλασσα πηγαίνουν μόνο για δροσιά, άσκηση και τροφή. Όταν διαλέξουν το θάμνο, σκάβουν μια λακούβα, όπου εναποθέτουν τ’ αυγά και μετά τα μωρά τους. Αυτές τα φωλιές τις φρουρούν με μεγάλο ζήλο. Σαν ότι πολυτιμότερο. Δεν επιτρέπουν να τις πλησιάσει κανείς. Τις υπερασπίζονται με όσες δυνάμεις διαθέτουν. Οι πιγκουίνοι είναι εκπληκτικοί οικογενειάρχες. Λατρεύουν την οικογένεια τους και την τιμούν τόσο όσο μήτε οι «λογικοί» άνθρωποι. Κι εδώ μάθαμε και τούτο το συγκινητικό. Οι πιγκουίνοι είναι αυστηρά μονογαμικοί – από τη φύση τους, βεβαίως. Αυτοί δεν έχουν νόμους και θεσμούς κοινωνικούς και άλλα τέτοια μπελαλίδικα. Σ’ όλη τους τη ζωή, μονάχα ένα ταίρι γνωρίζουν. Τη μοιχεία ούτε που τη διανοούνται. Και στο θάνατο; Τι κάνουν όταν ο ένας εκ των δύο πεθαίνει; Ο ζωντανός δε διεκδικεί το δικαίωμα στη ζωή, βρίσκοντας ένα καινούριο ταίρι, για συνεχίσει; Όχι! Καθόλου! Απλώς μαραζώνει ολομόναχος, και σύντομα πεθαίνει.
Δεν είναι, αλήθεια, συγκλονιστικό; Μπορείτε να φανταστείτε τέτοιο αρρωστημένο ρομαντισμό σε πουλιά; Ανατριχιάζω!
Καθώς το πούλμαν κινείται πάνω στην ασφαλτοστρωμένη κεντρική αρτηρία, μια παρέα πιγκουίνων χαζοχαρούμενων, μας κόβει το δρόμο. Στέκουν καταμεσίς της ασφάλτου, και αμς κοιτούν περίεργα, με το βλέμμα στηλό. Είναι οι πιγκουίνοι του Μαγγελάνου. Μετρίου ύψους. Μαυρόασπροι. Κορδωτοί, τρισχαριτωμένοι, με μουρίτσες και ματάκια πα΄ρα πολύ σκεφτικά! Νομίζω ότι είναι τα πιο σοβαρά και αξιοπρεπή πλάσματα του πλανήτη μας. Έχουν στυλ, βρε παιδί μου! Πως να το κάνουμε; Το βλέμμα τους, καθώς μένει καρφωμένο πάνω μας, μοιάζει να λέει:
- Κι άλλοι τρελοί; Μα γιατί μας βλέπουν έτσι; Πιγκουίνοι είμαστε, και μάλιστα από καλή γενιά. Τι το παράξενο μας βρίσκουν;
Και για να μας καταπλήξουν ακόμα περισσότερο, υψώνουν το κεφάλι κατά τον ουρανό, τεντώνουν το λαιμό, ανοίγουν το στόμα κι αφήνουν μια τεράστια κραυγή!
- Μα γιατί το κάνουν αυτό; Τι θέλουν να μας πούν; Μας καλοδέχονται; Μας μισούν; Επιδεικνύουν έτσι τη ματαιοδοξία τους; Τι;
Κανείς δε ξέρει. Και το αυτοκίνητο αναγκάζεται να μας «αδειάσει» εκεί, μες τη μέση του δρόμου. Αφού δεν κουνιούνται τα πουλιά, πρέπει να κινηθούμε εμείς. Στα Εθνικά Πάρκα, προτεραιότητα έχουν πάντα τα ζώα.
- Προχωρήστε μόνοι σας, λέει ο Πέδρο, αλλά σιγά-σιγά. Μην τα τρομάξετε. Μη βάζετε τις φωνές όταν δείτε κάτι περίεργο – που σίγουρα θα δείτε! Ψυχραιμία!
Κατηφορίζουμε τη μικρή πλαγιά, έτσι ώστε να έχουμε πλήρη θέα της μακριάς παραλίας. Απίστευτο το θέαμα. Χιλιάδες είναι οι πιγκουίνοι που συνωστίζονται άνω στην άμμο, μέσα στο νερό, στα τριγυρινά βράχια, στις χαμηλές πλαγιές!...Άλλοι είναι πεσμένοι σε βαθειά…συλλογή και στέκουν ακούνητοι. ‘Αλλοι βουτούν μισοπετώντας μισοπερπατώντας στη θάλασσα. Άλλοι κάνουν σεργιάνι…Και πάντα κατά ομάδες. Πολύ κοινωνικά όντα, τέλος πάντων. Και τρισχαριτωμένα. Δε χορταίνεις να τα βλέπεις. Φορές φορές σου κόβουν την ανάσα με τα καμώματα τους.
Έχουμε χαζέψει εντελώς! Τι να πρωτοδούμε; Το τεράστιο, το αμέτρητο πλήθος; Τις παρέες που σεργιανίζουν με πολλήν αξιοπρέπεια και ύφος; Ή τον κάθε πιγκουίνο χωριστά, για να δούμε σουσούμια και καμώματα; Παλαβώνουμε. Φωτογραφίζουμε πηλαλώντας εδώ κι εκεί, με το μάτι πάντα κολλημένο στο ρολόι. Δεν πρέπει να παρασυρθούμε και να αργήσουμε. Έχουμε και μια πτήση να προλάβουμε. Όμως εμένα με πιάνει ένα είδος αμόκ, κι αδιαφορώ. Έως ότου κάποιο βάρβαρο χέρι με βουτά από το σβέρκο:
- Νισάφι! Ο χρόνος τέλειωσε. Γρήγορα στο αυτοκίνητο. Το θέαμα δεν είναι για χόρταση.
- Το ξέρω. Αλλά εγώ μήτε τη γεύση του ορντέβρ δεν κατάλαβα. Γιαννάκι μου!...
Σουρτή και τσουβαλιαστή με χώνουν στο πούλμαν. Θλίβεται η ψυχή μου έως θανάτου.
- Δεν το χάρηκα αρκετά, διαμαρτύρομαι.
- Κανείς δεν το χάρηκε, μου απαντούν βλοσυρά.
Είναι και αυτοί τσαντισμένοι που δεν είχαμε τουλάχιστον μισή μέρα, να απολαύσουμε αυτό το μοναδικό θέαμα.
Κρίμα! Ή ίσως όχι «κρίμα» αλλά «δόξα τω Θεώ» καλό ήταν και τόσο. Αξιωθήκαμε μιας μεγάλης τύχης! Το υπόλοιπο της ημέρας αποδεικνύεται παλαβό. Μόλις και μετά βίας προφταίνουμε να φτάσουμε στο Τρελλεόυ. Με τη ψυχή στα δόντια προλαβαίνουμε να ξεφορτώσουμε τα μπαγκάζια μας στο Μπουένος Άιρες, και να τα μεταφορτώσουμε στην ανταπόκρισή μας για το Μπαριλότσε. Μόλις ανεβήκαμε, το αεροσκάφος ξεκίνησε! Ίσα που το προλάβαμε δηλαδή. Τέτοια καμώματα φίλτατοι!
Vivere Pericolosamente! Αυτό δεν ξέρω πως το λένε ισπανιστί. Θα σας γελάσω!
Στο Bariloce φτάνουμε απογευματάκι. Είμαστε πτώματα, και είναι παράδοξο. Αύριο έχουμε μια πολύ γεμάτη μέρα. Έναν 9ωρο χερσαίο περίπατο. Και την μεθεπομένη έναν επίσης 9ωρο περίπατο, στη λίμνη Nahuel Huapi, με διάφορες στάσεις στις όχθες της, για επίσκεψη άλλων λιμνών και δρυμών!
- Μονάχα ένας καλός ύπνος με σώζει, δήλωσα στη παρέα μου και απελθούσα εξεράθην!
Το αυτοκίνητο που μας παίρνει από το λιμάνι κατά την αποβίβαση μας, μας φέρνει έξω από τη πόλη, κοντά στο οικολογικό πάρκο Lapataya, που θα επισκεφτούμε μετά το γεύμα. Το ρεστοράν είναι μέσα σε τοπίο ερημικό. Ένα ξύλινο κτίσμα, τριγυρισμένο από ανθισμένο κήπο. Ο καιρός έχει πλέον κατσουφιάσει απαράδεκτα.
- Θα οργιστώ με το Θεό των ταξιδιών, αν μας βρέξει στο πάρκο, δηλώνω σοβαρά.
- Α, ναι! Κι εκείνος θα βάλει τη γάτα του να κλαίει, με κοντράρει, ως συνήθως, η Γιάννα, και σκάει στα γέλια μαζί με τη Φρόσω, την αιώνια διαιτήτρια των λεκτικών μας ασκήσεων!
- Καλά, καλά! Ξέρετε τι εκδικητικό πλάσμα είμαι εγώ; Θα χάσει ο Θεός την καλύτερη, την πιστότερη πελάτισσα του. Αυτό θα πάθει!
Το τι χαβαλές –συγνώμη κιόλας- γίνεται μέσα στη τεράστια σάλα του εστιατορίου, δεν περιγράφεται. Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι και Έλληνες βεβαίως, γινόμαστε σαλάτα ρώσσικη! Στα κοινοβιακά τραπέζια φτάνουν ξέχειλες πιατέλες με κάθε λογής κρεατικό. Όλα ψητά, μοσχοβολιστά και γευστικότατα. Στην αρχή παλεύουμε τη υπόθεση με μαχαιροπίρουνο. Όμως τα παϊδάκια, τα πρόστυχα, εγκαταλείπουν περιέργως το πιρούνι μας, και προσγειώνονται ανετότατα όπου βρούν!...
Κοιτιόμαστε και οι τρείς στα μάτια.
Η Φρόσω και εγώ το συμφωνούμε σιωπηρά. «Δια χειρός Βαράγκη», λέει το μήνυμα.
Και ξεδιάντροπα ορμάμε, σαν ξεπεσμένες Ρωμαίες πατρικίες!
Η Γιάννα όμως αρνείται να μας ακολουθήσει. Επιμένει να…χειρουργεί με μαχαιροπίρουνο! Μας κοιτάει επιτιμητικά. Ύστερα αηδιασμένα. Και, στο τέλος, οργισμένα. Η Φρόσω και εγώ διαλέγουμε τη σωτήρια της αδιαφορίας. Και απτόητες…δακτυλίζουμε, ή…χερικώνουμε, αναλόγως του κοψιδιού!...
Πότε πότε γλείφουμε και κανένα δάχτυλο, για να κάνουμε σπονδή τρόπον τινά, στους Ρωμαίους, μια και τους ανέφερα.
- Καλά εσείς δεν ντρέπεστε, πια; Γουρουνοποιηθήκατε τελείως! Δεν είναι να σας βλέπει άνθρωπος! Ξέρετε τι εικόνα παρουσιάζετε;
- Δε μας νοιάζει. Πεινάμε!
- Κι είναι αυτός λόγος να τρώτε έτσι;
- Γιατί; Οι άλλοι δηλαδή πως τρώνε; Για κοίτα γύρω σου. Είσαι η μόνη παράφωνη που κραδαίνει, ως φονικό όπλο, τα μαχαιροπίρουνά της, πάνω από τα βουνά των κρεάτων! Τα, τα, τα!...Απαράδεκτο φιλενάδα, λέω χαιρέκακα, και βουτώ προκλητικά ένα κοψίδι!
Το Parquo Ecologico της Lapatayia, βρίσκεται πάνω στον ομώνυμο κόλπο. Η πανίδα και η χλωρίδα του προστατεύονται αυστηρά. Εδώ βλέπουμε και ένα είδος ποντικιών, που φέρνουν κομματάκι προς σκίουρο. Και είναι χαριτωμένοι. Η θέα από τις όχθες προς το «φιόρδ», το γεμάτο μικρά νησιά-κορφές των Άνδεων που φτάνουν ως εδώ κι ακόμα νοτιότερα- είναι θαυμάσια. Όμως και το κρύο άρχισε να γίνεται αφόρητο, ιδίως πλάι στο νερό.
Στην επιστροφή σταματάμε για λίγο στη λίμνη Rocca. Για ένα μικρό περίπατο. Να ξεμουδιάσουμε. Εντυπωσιάζομαι από τις ιτιές της όχθης. Τα κλαδιά τους ακουμπούν στο νερό και, καθώς τις ταράζει ο αέρας, τινάζουν ένα γύρω τις σταγόνες που μάζεψαν σκύβοντας στη λίμνη…
«Θρηνητικό θέαμα, αυτό των κλαιουσών» σκέπτομαι, καθώς τις καμαρώνω μέσα στο απογευματινό σύθαμπο. Το υποβλητικό φώς, που κάθεται πάνω στην εικόνα που βλέπω, κάνει το τοπίο μυστηριακό κι απόμακρο…
-Ουφ! Όλες οι λίμνες έτσι είναι, λέω φωναχτά, για να δημιουργήσω μία χαραματιά στη μαγεία της ώρας του σύθαμπου. Όλες σε υποβάλλουν και κομματάκι σε τρομάζουν! Άει στο καλό…
Είναι ακόμα μέρα, όταν επιστρέφουμε στην Ουσουάια. Καιρός να της δώσουμε και αυτής λίγη προσοχή. Και, παρά τη πρώτη εντύπωση, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα πόλη, αρκετά παλιά σπίτια, όμορφους δρόμους, και πολύν ανήφορο. Χριστέ και Παναγιά!
Κάνοντας τη γνωριμία, λοιπόν, με τη πόλη, ψάχνουμε και για Correo! Πρέπει, ανυπερθέτως, να βρούμε «Stampijes»! Πως αλλιώς θα στείλουμε στο προορισμό της την Correspondencia; Ταχυδρομείο ψάχνουμε χριστιανοί! Για να αγοράσουμε γραμματόσημα, που χρειάζεται η αλληλογραφία μας, από το μέρος που οι ντόπιοι ορίζουν ως: «El fin del mundo»! Και με λόγια ελληνικά: «Το τέλος του κόσμου»!...
Ο «κορέος» βρίσκεται επιτέλους, οι «σταμπίγιες» αγοράζονται, οι κάρτες ταχυδρομούνται! Ξένοιασα και από αυτό το βάσανο. Αλλού δεν έβρισκα γραμματόσημα. Αλλού δεν υπήρχε γραμματοκιβώτιο, αλλού δεν υπήρχαν κάρτες. Κινδύνευα να παραδώσω την αλληλογραφία μου…αυτοπροσώπως στην Ελλάδα! Ωσεί Autocorreos!
Επιστρέφουμε στο ξενοδοχείο, στην κορφή σχεδόν του βουνού, με ταξί. Είμαστε ψόφιες στη κούραση. Πέφτω άπνους σε μια πολυθρόνα, στο σαλόνι με την πανοραμική θέα, και πίνω ένα γευστικότατο πίσκο.
Ωωωχ! Αυτό είναι ζωή, Στελλίτσα, παιδί μου! Να είσαι καλά, και να γυρίζεις τον κόσμο. Όσο βαστούν τα κότσια σου! Μαγεία είναι αυτή η ώρα! Είδες! Χάρηκες! Κουράστηκες! Ξεκουράζεσαι! Υπολογισμός κάλλιστος! Τι περισσότερο να ζητήσεις; Μην είμαστε και άπληστοι! Υπάρχει και Θεός….Αυτές οι σκέψεις μοιάζουν και με ευχή. Και είναι.
Το βράδυ ρίχνει χιονόνερο. Και η μέρα ξημερώνει χειμωνιάτικη. Θαρρώ πως ψιλοχιονίζει κιόλας.
- Τα ΄δατε; Ο Θεός των ταξιδιών κατατρόμαξε εχθές, από τις απειλές μου! Προκαλώ τις φίλες μου. Την κακοκαιρία τη φύλαγε για πρίν και για μετά. Κι εμείς χαρήκαμε το διάλλειμα της λιακάδας! Εμένα να με ακούτε, κυριούλες μου. Ξέρω τι λέω!
Και οι κυριούλες κουνούν προβληματισμένες το κεφάλι, καθώς ανεβαίνουν στο αεροπλάνο. Λετε αν τις έπεισα «δια το εκδικητικόν του χαρακτήρος μου»;
Η τρίωρη πτήση μας φέρνει στο προτελευταίο μας σταθμο στην Παταγονία. Είναι το Αργεντίνικο Puerto Madryn, στο οποίο φτάνουμε μέσω Trellew. Από το εκεί αεροδρόμιο, ένα αυτοκίνητο θα μας φέρει στο πολυδιαφημισμένο Parquo Ecologico της Χερσονήσου Valdez.
Πριν, ωστόσο, κλείσω οριστικώς και αμετακλήτως τούτο το κεφάλαιο, άειντε να κάνω και το παιδευτικόν μου χρέος! Ξέρετε, τώρα, εσείς! Και η ολίγη ιστορία, ουδένα ποτέ έβλαψε, έτσι δεν είναι; Πάντως, όποιος έχει αντιρρήσεις, δεν έχει παρά να πηδήξει το υπόλοιπον αυτής της σελίδας. Φτου, ξελεφτερία…
Το ενδιαφέρον, λοιπόν, των Ευρωπαίων –και κυρίως των Βρετανών, που είχαν ήδη αποικήσει τα Φώκλαντ- άρχισε πολύ αργά. Μόλις το 1834, μετά την επίσκεψη του Δαρβίνου, σ’ αυτήν την περιοχή. Ξαναθυμηθείτε ότι η Παταγονία ήταν γνωστή από το 1520, μετά την άφιξη, εδώ, του Μαγγελάνου. Η θρησκέια όμως, όπως πάντα συνέβαινε τότε, είχε αρχίσει κομματάκι νωρίτερα. Από το 1800, όταν οι Άγγλοι ιεραπόστολοι βάλθηκαν να εκχριστιανίσουν τίς ντόπιες φυλές, τών Γιαγκάνς, τών ΄Ονας, τών Αλακαλούφ κ.τ.λ.
Δυστυχώς τούς Βρετανούς τούς περιμένουν δυσάρεστες εκπλήξεις. Ο πρώτος ιεραπόστολος Allen Gardiner, πέθανε εδώ από πείνα! Μιά άλλη αποστολή μακελεύτηκε στο νησί Navrino, στον Νότο τής Ushuaia.
Γνωρίζοντας πιά τίς δυσκολίες , οι επόμενες αποστολές, προετοιμάστηκαν καλλίτερα. Και πέτυχαν, εν τέλει, τον εκχριστιανισμό τών ΄Ιντιος, αλλά και τήν πλήρη εξαφάνισή τους, μέσα στον 19ο αιώνα!!!! Διότι, μαζί με τα “θεία” τους και τα “χριστιανικά” τους, κουβάλησαν, κι άγνωστες στην περιοχή και τούς ιθαγενείς, αρρώστειες: τον τύφο, τήν ιλαρά, την ευλογιά, και δεν ξέρω ποιές άλλες πληγές του Φαραώ!!!! Και οι ΄Ιντιος πέθαιναν σαν τα κοτόπουλα με...κίρυζα! Δυό φορές, μεσα στον ίδιον αιώνα, τούς χτύπησε η ιλαρά. Την πρώτη φορά χάθηκαν οι μισοί.
Τη δεύτερη φορά οι άλλοι μισοί. Αποδεκατίστηκαν οι έρμοι!!!
Ανάμεσα στούς πρώτους Βρετανούς αποίκους ήταν ο Thomas Bridges, που εγκαταστάθηκε στην Ουσουάια, σε μιάν τεράστια Estancia, η οποία και σήμερα ανήκει στούς απογόνους του, και λέγετεαι Ηarberton. Ο γιός του Thomas, Lucas, γεννημένος στα 1874, έμαθε την ντόπια γλώσσα, έφτιαξε λεξικό, κι άφησε πίσω του τίς αναμνήσεις του, με τον τίτλο:
“Ο πιό μακρυνός τόπος τού κόσμου “.
Μεταξύ τού 1874 και 1974, η Ουσουάια είναι τόπος τρόμου. Διότι εδώ εκτοπίζει η Αργεντινή τούς ποινικούς καταδίκους της!!! Δηλαδή, ένα άλλο Νησί τού Διαβόλου, αρκετά μίλια νοτιότερα τής Αμερικανικής ηπείρου.
Από το 1950, η πόλη αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Είναι πλέον ο τόπος, από τον οποίο, η Αργεντινή διαφεντεύει τα συμφεροντά της, στην απέναντι ήπειρο τής Ανταρκτικής...
Κι από τότε ειναι κι ένας πόλος τουριστικής έλξεως, εφ΄όσον είναι η τελευταια κατοικημένη περιοχή , πριν από τον Νότιο Πόλο!......
Αυτό ήταν όλο κι όλο φίλτατοι. Δεν έχει άλλη ιστορία. ΜΟΝΟ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΡΟΝ βέβαια. Μην επαναπαύεστε, να σάς χαρώ!
Εμπρός λοιπόν, για τον επόμενο σταθμό, με βήμα ταχύ! Το ταξίδι μόλις που ξεπέρασε τη μέση του! ΄Εχει ακόμα “ψαχνό”, σάς διαβεβαιώ....
Την άλλη μέρα το πρωί, κινάμε για το Οικολογικό Πάρκο, 18 χλμ από τη πόλη. Καθ’ οδόν σταματάμε στο εκκλησάκι που είναι αφιερωμένο στη μνήμη των ξεκληρισμένων Ινδιάνων, από το στρατηγό Roca. Ήταν αυτός που άνοιξε το δρόμο στην Αργεντινή, να βάλει πόδι στη Παταγονία. Έξι χιλιόμετρα από τη πόλη, στο Golfo Nuevo, βρίσκεται και το μνημείο, το αφιερωμένο στον Ινδιάνο της ντόπιας φυλής Tehueche. Τα αποκαλυπτήριά του έγιναν το 1965, για τα εκατοντάχρονα από την αποίκηση της μείζονος περιοχής Chubut, από τους Ουαλλούς. Απ’ το Monumento al Indio Tehueche, η ρότα μας φέρνει στην Caleta Valdez, τη χερσόνησο όπου έχουμε το πρώτο σοκ από το συναπάντημά μας με τα θαλάσσια κήτη. Θαλάσσιοι ελέφαντες, να σας χαρώ!
- Βρε παιδιά! Μονάχα σε ντοκιμαντέρ έχω δεί αυτά τα καταπληκτικά πλάσματα! Στο λιμάνι του Μοντερέι είδα θηλυκά λιοντάρια, σε μικρή ηλικία μάλιστα. Αλλά ελέφαντες; Πως θα είναι άραγε; Αναρωτιέμαι καθώς κατεβαίνουμε από το λεωφορείο. Σίγουρα μεγαλύτεροι από τους λέοντες και ίσως, Miserabile Visu! Δεν πρέπει να τους λείπει μήτε η προβοσκίδα, μήτε οι χαβλιόδοντες! Πως είναι δυνατόν;
- Κόντός ψαλμός, αλληλούια, μ’ αποπαίρνει η Φρόσω που, όταν θέλει, όλα τα ακούει. Ωστόσο έχει δίκιο. Σε λίγο θα ξέρουμε.
Φτάνουμε μπροστά στην απόκρημνη ακτή. Κάτω από τον χωμάτινο γκρεμό, που πάνω του στεκόμαστε, μια ομαλή αμμουδιά. Κι εκεί, πλάι στο νερό, κάτω από τον ήλιο, καμιά δεκαριά θηρία, ξαπλωμένα και ακίνητα! Οι ουρές τους προς το νερό. Το κεφάλι τους προς τη μεριά μας, χωμένο όμως στην άμμο! So jo desperado! Είμαι σε μαύρη κι άραχνη απελπισία!
- Don Pedro, είμαστε μακρυά! Είμαστε ψηλά! Δεν καλοβλέπουμε! Κι αυτά τα κτήνη, εκεί κάτω, έχωσαν τις μούρες τους στο χώμα. Τι νομίζεις ότι βλέπουμε από τόση απόσταση;
Ο Pedro μας κοιτάζει μ’ ένα κακό χαμόγελο, κρεμασμένο στο στόμα του:
- Κρατούν τα κότσια σας να κατρακυλήσετε την κατηφόρα, αλλά και να την ξανανεβείτε μετά; Το επιτρεπτό όριο είναι τρία μέτρα από τα κήτη. Η απόφαση δική σας! Είπε, και μας ατένισε προκλητικά.
Ζυγιάζω το εγχείρημα, στημάροντας ψύχραιμα την κλίση του γκρεμού:
- Άγριο πράμα μοιάζει, αποφαίνομαι. Συγχρόνως όμως διακρίνω κι ένα κακοτράχαλο μονοπάτι. Εγώ θα το επιχειρήσω , δηλώνω, κι ο Θεός βοηθός, αλλά κι εσείς οι δύο, λέω στις φιλενάδες μου. Η μία θα στηρίζει την άλλη. Θα τα καταφέρουμε. Τι λέτε;
- Λέμε, ότι μπορούμε να το επιχειρήσουμε, αποφαίνεται η Φρόσω.
- Allora, adelente senoras!...Η Γιάννα ζήλεψε, προφανώς, τα ισπανικά μου.
- Viva Grecia, αναφωνώ, και ρίχνομαι στο γκρεμό! Πως θα ξαναθυμόμουν το Ζάλογγο, εν μέση Παταγονία, ούτε που το έβαζε ο φτωχός νούς μου, συνεχίζω να κραυγάζω, γλιστρώντας σχεδόν με το πισινό! Δεν ξέρω για τις Σουλιώτισσες, αλλά εγώ δεν αισθάνομαι καθόλου κομψά, έτσι που γκρεμοτσακίζομαι…
Το μονοπάτι είναι εκτάκτως στριφογυριστό. Είναι αναπόφευκτο, αφού ο κατήφορος είναι σχεδόν κάθετος. Χέρια, πόδια, πωπός επιστρατεύονται για να συνδράμουν! Περιττόν να πώ ότι πίσω μας κατεβαίνει όλο το γκρούπ. Ακόμα και η … «γόβα στιλέτο», η μουρλοθοδώρα της ομάδας! Περπατιστά, σκυφτά, σουρτά, κουτρουβαλιστά, κάποια στιγμή «πιάνουμε» παραλία.
- Καλέ τι χουνέρι ήταν αυτό; Άκου με τον πισινό! Τι κάνει ο ταξιδιώτης για να μην χάσει το αξιοθέατο! Γίνεται αξιοθέατο ο ίδιος, μουρμουρίζω καθώς σκύβω να βγάλω τα παπούτσια μου, πριν βουλιάξω στη παχιά άμμο.
- Δεν ήμασταν οι μόνες ξέρεις.
- Βρε το ξέρω! Αλλά μονάχα για το προσωπικό μου ρεζιλίκι νοιάζομαι! Απαντώ μπουρινιασμένη στη Φρόσω.
Τα κήτη, επιτέλους, είναι μπροστά μας. Σ’ απόσταση αναπνοής. Πλησιάζουμε σιωπηλά, για να μην τα αγριέψουμε. Διότι όταν τα πλησιάσουμε πολύ, κινούνται απειλητικά μουγκρίζοντας ανατριχιαστικά.
- Τη προβοσκίδα και τους χαβλιόδοντες θέλω να φωτογραφίσω, Don Pedro.
- Τι κάθεσαι; Καν’ το.
- Μα τα ‘χουν θαμμένα! Δε βλέπεις;
Ο ξεναγός βλέπει και πλησιάζει περισσότερο από εμάς. Κουνά τα χέρια του και βγάζει μια κοφτή κραυγή. Η απάντηση είναι σήκωμα του κεφαλιού, με τη μούρη ελεύθερη.
- Θεε μου, είναι τω όντι ελέφαντες! Με τα όλα τους! Δεν το πιστεύω!
- Είναι αρσενικά. Μονάχα οι «κύριοι» έχουν όλα τα σουπρεπέ του είδους. Τα θηλυκά είναι μικρότερα, και μπορεί να εκληφθούν από τους μη ειδικούς και ως μεγάλες φώκιες! Τούτα εδώ, είναι 6-7 μέτρα το καθένα και ζυγίζουν 4500 κιλά!
- Κινούνται εύκολα; Ρωτώ
- Ευτυχώς για μας όχι. Γι’ αυτό και δεν θεωρούνται επικίνδυνα. Όσο να σειστούν αυτά, ο κινδυνεύων έχει γίνει άφαντος!
- Άρα εγώ…
- Δεν θα το συμβούλευα, με διακόπτει γελώντας, γιατί κατάλαβε που το πάω. Άστε το καλύτερα. Δε σας φτάνουν τα 3 μέτρα;
Βεβαίως και μου φτάνουν. Αλλά ήθελα να δώ γιατί το τομάρι τους ήταν μπαλωμένο με κάτι ροζωπά μπλάστρια, πάνω σε γκρίζο-καφέ δέρμα.
- Αλλάζουν πετσί. Πέφτει από πάνω τους κομμάτι κομμάτι. Και προσέξτε πως δροσίζονται. Σηκώνουν με τα μπροστά φτεράκια τους, αλλά και με την ουρά τους, νοτισμένη άμμο, και την πετούν πάνω στη πλάτη τους! Έτσι, δεν χρειάζεται να μετακινούνται συχνά προς το νερό. Δεν τους βολεύει. Είναι πολύ αργοκίνητοι. Το ‘παμε.
Έχουμε όλοι γοητευτεί από τούτα τα θαυμαστά πλάσματα!
- Είναι και πολυγαμικά, συνεχίζει ο Pedro. Σ’ έναν «κύριο» αντιστοιχούν 100 «κυρίες»! Και πρέπει να σας πώ πως οι ερωτικοί καυγάδες μεταξύ τους, είναι τρομακτικοί. Τρωικοί μπορώ να σας βεβαιώσω, αποσώνει χαμογελαστός, για να δέιξει στους Νεοέλληνες ότι, αν και Αργεντίνος, γνωρίζει αρχαία ιστορία.
- Θάνατοι; Ρωτώ.
- Μονάχα για βαρείς τραυματισμούς μπορώ να μιλήσω, απαντά διασκεδασμένος. Βλέπετε οι ελέφαντες μας είναι άκρως ερωτικοί! Σαν κι εμάς!
Ο Πέδρο μόνο ερωτικός δεν μου φάινεται, αλλά τέλος πάντων….
- Θεός φυλάξοι! Με τέτοια ασχήμια! Τι ερωτισμό μπορούν να εμπνεύσουν; Απορεί η Φρόσω.
Κι επειδή υποθέτω ότι δεν αναφέρεται στον Πέδρο αλλά στα κτήνη, απαντώ:
- Εν σοφία, Φροσάκι μου! Εν σοφία! Αν δεν έμπαινε και αυτή η σοφία στη μέση, θα χαλούσε η τάξη του κόσμου…
Αφού χορτάσω το θέαμα, το μάτι μου παίρνειδεξιότερα μια παρέα φωκίτσες, που παίζουν θεότρελα μπαινοβγαίνοντας στο νερό. Με τα παπούτσια και τη μηχανή ανα χείρας, σπεύδω προς συνάντηση τους! Με παίρνουν είδηση, οι πονηρούλες, και γλιστρούν με χάρη μοναδική μέσα στο νερό, αφήνοντας με στα κρύα του λουτρού!...Παίζουν στα ρηχά και με εμπαίζουν, οι άτιμες!
Όμως η αμμουδιά έχει χρωματιστά κοχύλια, που έχουν φίλντισι στο εσωτερικό τους. Μ’ αρέσουν, κι αρχίζω να μαζεύω μερικά επιστρέφοντας, με σκυμμένο το κεφάλι. Είμαι πολύ αφοσιωμένη στην επιλογή των χρωμάτων και των σχημάτων, και τινάζομαι ξαφνιασμένη όταν ακούω τον Πέδρο να φωνάζει:
- Please, Stella, do not…ride the elephant! For God’s sake!...
Σηκώνω το κεφάλι και παγώνω. Άλλο ένα βήμα, και θα σκοντάψω πάνω στο πρώτο «κυριούλη» ελέφαντα! Αλαφιάζομαι. Ο ελέφας με παρατηρεί ακίνητος. Θαρρείς πως περιμένει τη μοιραία κίνηση. Στέκω ασάλευτη. Κοιταζόμαστε στα μάτια, σαν να αναμετριόμαστε. Και σιγά σιγά, αρχίζω να οπισθοχωρώ, ενώ ένα κακόφωνο μουγκριτό με…ξεπροβοδίζει!
Ε, θα το πιστέψετε; Έπαθα ταχυπαλμία!...
Τώρα, να μην αποπειραθώ να σας περιγράψω το πως καταφέραμε να ανεβούμε τον άθλιο ανήφορο, που ούτε να τον κατεβούμε δεν μπορούσαμε! Μας βγήκε το λάδι του νονού μας, μαζί με τη ψυχή! Πλήρως στραπατσαρισμένοι – αλλά ευτυχείς – φτάσαμε στο πλάτωμα, πάνω από το γκρεμό. Επιτέλους! Πήρα μια βαθειά ανάσα, φόρεσα τα παπούτσια μου και έπεσα ξερή πάνω στο χορτάρι, μ’ ένα μακρόσυρτο, ηδονικό:
- Αααααχ!....Να ξαναβρώ την αναπνοή μου, χριστιανοί και ελέφαντες – που δεν είστε ελέφαντες….
Μπράβο μου, σκέφτομαι, καθώς κοιτώ τον ουρανό με τα χέρια σε έκταση, σαν αναπαράσταση της Αποκαθήλωσης! Δύο φορές μπράβο μου! Ούτε κατσίκι άγριο δεν θα μπορούσε ν’ αντέξει τέτοια ανηφόρα!
Τι δεν κάνει η περιέργεια και η αγωνία, να δείς και να μάθεις…Αχόρταγη που είμαι στα ταξίδια, Θεέ μου! Μέχρι σε υποθαλάσσιο σπήλαιο, δίχως φώς, τόλμησα να κολυμπήσω, στο Ναμπουκέρου, στα νησιά Γιασάουα. Και ούτε καν ψαροπέδιλα φορούσα για μια κάποια σιγουριά. Στο θεοσκότεινο όμως Ναμπουκέρου μπήκα. Και μάλιστα μέσα από μια μικρή τρύπα, όπου έπρεπε να βουτήξεις το κεφάλι σου μέσα στο νερό! Πως το έκανα; Ιδέα δεν έχω. Είχα τέτοια περιέργεια αν το δώ – με τους φακούς των ανδρών του πληρώματος του πλοίου μας- που το αποτόλμησα. Ε, λοιπόν, σ’ αυτόν τον ανήφορο θα κιότευα; Σιγά!...
Ανάπαυση τέλος. Έχυμε ακόμα μπροστά μας πράματα και θάματα να δούμε. Σε μικρή απόσταση από εδώ θα βρεθούμε στις λίμνες του αλατιού.
- Τι θα πεί αυτό Πέδρο; Πρόκειται για αλικές; Γιατί τις λέτε «λίμνες»;
- Διότι είναι λίμνες. Λίμνες πραγματικές.
- Αλμυρές;
- Ας πούμε.
Τον κοιτώ χαζά και ρωτώ τη Γιάννα:
- Κατάλαβες μήπως εσύ;
- Όχι.
- Ευτυχώς. Για να μην θεωρήσω τον εαυτό μου αποβλακωθέντα. Ας περιμένουμε μπας και το μυστήριο λυθεί μονάχο του. Εδώ, καταπώς φαίνεται, μας περιμένουν διάφορες εκπλήξεις και παραξενιές! Milagros! Milagros!...λέω τραγουδιστά.
- Τι είναι πάλι τούτο το ισπανικό; Που το μάζεψες; Στα σήριαλς;
- «Θαύματα, θαύματα» θα πεί. Και να αφήσεις τα ισπανικά μου ήσυχα, ακούς;
- Ωχ, άφησε με και εσύ! Εδώ δεν μπορούμε να καταλάβουμε απλές έννοιες, και εσύ το χαβά σου! Πές της και εσύ βρε Φρόσω!
- Α, εμένα να με αφήσετε έξω από τις παλαβοσύνες σας! Δεν ανακατώνομαι εγώ σε τέτοια, σοβαρή γυναίκα!
Γελάμε και οι τρείς, και κατεβαίνουμε προβληματισμένες.
- Τίποτα δεν βλέπω ξεναγέ!
- Paciencia! Σε μερικά μέτρα από εδώ, σας περιμένουν οι λίμνες.
- Που όμως δεν είναι λίμνες καθ’ αυτό, ψιθυρίζω στις φιλενάδες μου, πεισμωμένη.
Ευτυχώς ο δρόμος εδώ είναι λατρευτή…ισιάδα! Δόξα σοι! Δεύτερος τέτοιος ανήφορος, σαν τον προηγούμενο, δόση θανατηφόρος!... Και ξαφνικά, εκεί, στ’ αριστερά μας, κάτι μας στραβώνει τελείως. Πονούν τα μάτια μας. Δύο τεράστιες, κάτασπρες, και επικίνδυνα ιριδίζουσες επιφάνειες, μας καίνε τα μάτια! Τα μισοκλείνουμε, για να μειώσουμε την ένταση της αντιλιάς. Σχεδόν δεν βλέπουμε, παρά τα μαύρα μας γυαλιά!
- Δεν το πιστεύω! Τι είναι αυτό; Γκρινιάζω. Δε βλέπω τη μύτη μου.
- Τη μύτη δεν την βλέπεις έτσι κι αλλιώς, απαντά μισόστραβη και η Φρόσω.
- Ο λόγος το λέει χριστιανή μου!
- Ξέχνα τον, και πρόσεχε που πατάς. Γιατί αυτό το πράμα, ότι κι αν είναι, εκτός από εκτυφλωτικόν είναι και ιδιαιτέρως ολισθηρόν!...
- Ολισθηρότατον, τω όντι! Σαν το… «αφέψημα», την πειράζω. Εκείνη ξέρει.
Είναι ένα καλαμπούρι που το κουβαλάμε από την Ινδία. Κι έτσι, χαμογελώντας, πιανόμαστε από τα χέρια, κι αρχίζουμε τον αλατισμένο μας περίπατο, πάνω στο πάτο των, πάλαι ποτέ, λιμνών που, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, ήταν αλμυρές. Σήμερα είναι και οι δύο ξερές. Ο βυθός τους όμως αποτελείται από παχύτατο στρώμα φυσικού αλατιού άριστης ποιότητας. Οι λίμνs siempre ες βρίσκονται 42 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, κοντά στην οποία κάποτε βρίσκονταν. Κι αυτός ήταν ο λόγος που ήταν αλμυρές. Προφανώς, τροφοδοτούνταν υπογείως, με θαλασσινό νερό. Αργότερα, λόγω προσχώσεων, απομακρύνθηκαν από τον Ατλαντικό, κι έπαψαν να γεμίζουν από αυτόν. Με τα χρόνια, το νερό τους εξατμίστηκε. Κι αποκαλύφθηκε ο βυθός τους, με όλο του το άλας!
- Esto es un milagro, no αιφνιδιάζω το Pedro.
- Si, senora. La natura es siempre milagrosa.
Δίκιο εχει. Η φύση είναι, πράγματι, πάντα θαυμαστή. Διότι, τι θα έβλεπα εγώ στα ταξίδια μου; ‘Ελα ντε!!! Ευτυχώς.
Βεβαίως, το πολύτιμο αυτό προϊόν το εκμεταλλεύονται οι Αργεντίνοι. Γι αυτό και στις άκρες των λιμνών υπάρχουν βουνά αλατιού, όπου το έχουν σωριάσει, προφανώς για να το μεταφέρουν.
Ο βυθός είναι υγρός. Και τρομερά «ολισθηρός» όπως επιμένει η Φρόσω. Περπατάμε με προσοχή, σαν υπάρχουν κάτω από τα πόδια μας αυγά. Τα παπούτσια μας βουλιάζουν και κολλούν.
- Φιλενάδες, δεν είναι για περίπατο ο τόπος. Ελάτε να φωτογραφιστούμε, και να του δίνουμε πάραυτα. Πριν κουτσαθούμε και μπριχού κουλαθούμε! Περί τυφλώσεως τα ‘παμε, να μην τα ξαναλέμε.
Κι επιτέλους, το Οικολογικό Θαλάσσιο Πάρκο της Βαλντέζ. Τι είναι αυτό; Μια καταπληκτική παραξενιά. Κατ’ αρχήν είναι μια αληθινή χερσόνησος στον Ατλαντικό, μαζί με δεκάδες βραχονησίδες. Και μέσα σε αυτόν τον θαλάσσιο χώρο ζούν και πληθύνονται όλων των λογιών τα κήτη. Φώκιες, θαλάσσιοι ελέφαντες, φάλαινες, θαλάσσιοι λέοντες που σκοτωνόμαστε να δούμε. Κι εδώ πρέπει να πω πως αυτά τα θηλαστικά είναι το ίδιο επικίνδυνα με τα ομώνυμα τους χερσαία. Κινούνται τρομερά γρήγορα, αγριεύουν πολύ, κι αν σε βρούν…εύκαιρο, πρέπει να ‘χεις άγιο!!!
Η προετοιμασία στο Puerto Pyramide, πριν πάρουμε το καραβάκι για τη ξενάγησή μας, έχει πολύ γούστο. Όλα μοιάζουν περίεργα. Πρώτα πρώτα περνάμε από τη Ρεσεψιόν, ούτως ειπείν, του Πάρκου. Βρίσκεται παραχωμένη μέσα σ’ ένα σπήλαιο. Δεν ξέρω για πιο λόγο μας ζητούν στοιχεία και πασαπόρτια, και μας στέλνουν να πάρουμε ένα αδιάβροχο, από μια στοίβα που τη βλέπουμε στο βάθος του σπηλαίου. Είναι τρίχρωμα: πράσινα, κόκκινα και κίτρινα. Διαλέγετε και παίρνετε.
- Για τις φωτογραφίες, παιδιά! Λέω. Θα είμαστε σαν λουλουδάκια!
- Άστο! Γιατί θα λιγωθώ στα γέλια! Άκου «λουλουδάκια»! Ήμαρτον! Αυτή είναι η Μόλυ. Σπανίως ακούγεται αλλά όταν το πεί, το λέει. Και μου μαυρίζει τη ψυχή!
- Γιατί, χριστιανή μου; Θα βάλουμε και τις κουκούλες! Θα κρύψουμε έτσι τα μούτρα μας! Κατάλαβες πως το εννοώ;
- Εννόησα πως το εννοείς, αλλά επιμένω: Άστο! Γιατί θέλω δε θέλω! Ο νούς μου πηγαίνει στο ανέκδοτο και βγάζω ορτικάρια! Με εννοείς;
Οι φωτογραφίες βγαίνουν μέσα σε γενική θυμηδία. Κι έτσι γελώντας, μας ανεβάζουν πάνω σε μια ψηλή πλατφόρμα. Βρίσκεται μέσα στο ρηχό νερό, στηριγμένη πάνω σε πασάλους. Και τι κάνουμε, τώρα, εδώ πάνω; Κανείς μας δεν καταλαβαίνει. Και ξαφνικά εμφανίζεται, μέσα στην ξέρηχη θάλασσα, ένα…..τρακτέρ!
Ναι, μα το Θεό! Τρακτέρ με τα όλα του.
Πίσω του σέρνει μια σιδερένια κατασκευή, άγνωστης, για την ώρα, σε μας, χρήσεως. Γρήγορα και εύκολα, πριν το καταλάβουμε, προσαρμόζεται πάνω της η πλατφόρμα μας.
- Ιησούς Χριστός νικά, σταυροκοπιέμαι. Τι άλλο θα δούν τα μάτια μας. Μωρ’ που σκοπεύει να μας πάει τούτο το…γεωργικό μηχάνημα; Αναρωτιέμαι.
- Να….οργώσουμε τις θάλασσες, παρατηρεί προσφυώς ο αρχηγός μας.
Δεν ξέρω τι ακριβώς εννοούσε αυτός που πρωτοείπε τη φράση, όμως εμείς θα κάνουμε τη ρήση αυτή, πράξη αληθινή.
Το τρακτέρ σύρει την εξέδρα πίσω του, με όλους εμάς να μην πιστεύουμε στα μάτια μας. Μας πάει στ’ ανοιχτά, όπου η θάλασσα βαθαίνει τόσο, όσο να μπορεί ν’ αράξει πλεούμενο. Είναι ένα αρκετά μεγάλο ταχύπλοο. Επιβιβαζόμαστε, χωρίς προβλήματα. Καλημερίζουμε τον καπετάνιο –ξεναγό μας, κι αποχαιρετάμε τον οδηγό του τρακτέρ.
- Μη βιάζεστε να με αποχωριστείτε, μας φωνάζει. Θα ξαναϊδωθούμε, όταν επιστρέψετε. Εγώ θα σας βγάλω παλι έξω, στη στεριά. Buen Divertimiento! Καλή διασκέδαση!
Είμαστε ήδη στο Golfo Nuevo. Κι από εδώ θα ξεκινήσουμε το γύρο της χερσονήσου. Ο καπετάνιος είναι νέος, καλόκαρδος και καλαμπουρτζής. Απαντά ευχαρίστως και στις πιο ανόητες ερωτήσεις μας.
Είναι μεσημεράκι. Κι ενώ ξεκινούμε με ζέστη, μέση στη θάλασσα κάνει μαύρο ψόφο. Καλά που φοράμε τα πλαστικά αδιάβροχα που, εν προκειμένω, χρησιμεύουν ως αντιανεμικά. Και τώρα θυμήθηκα και τα σωσίβια, καλέ! Έκαναν θαύματα στο κρύο, παίζοντας το ρόλο του κασκόλ!
Τα μάτια μας έχουν γουρλώσει. Λογιών λογιών θαλασσοπούλια και κάθε είδους κήτη, βρίσκονται σ’ όλες τις ακτές, σ’ όλες τις μικρές παραλίες και τα βράχια! Οι λέοντες ωστόσο – και μάλιστα αρσενικοί!- βρίσκοντια μακριά μας. Και ψηλότερα από τα άλλα θηλαστικά της περιοχής. Σαν βασιλιάδες σε θρόνο. Να επιβάλλονται στ’ άλλα ζώα της χερσονήσου.
- Καπετάνιε, πως κατεβαίνουν από εκεί πάνω, στο νερό; Σαν δύσκολο φαίνεται.
- Και είναι. Δύσκολο και επικίνδυνο. Πάντως τα καταφέρνουν, ασχέτως αν μερικές φορές χτυπούν άσχημα και τραυματίζονται. Θα πλησιάσουμε περισσότερο, για να μπορέσετε α δείτε με τα κυάλια, πόσο κινδυνεύουν όταν κατεβαίνουν, και πως αγωνίζονται ν’ ανέβουν πάλι.
Είναι πολύ ενδιαφέρον θέαμα. Οδύσσεια θα το έλεγα εγώ. Κακόμοιρα ματαιόδοξα θηλαστικά! Κουτρουβαλούν με τη κεφαλή κάτω! Σούρνονται άτσαλα! Πεφτοσκώνονται! Κατρακυλούν! Κρέμονται! Μουγκρίζουν! Ξεφυσούν! Κι επιτέλους, φτάνουν. Και βουτούν ευτυχισμένα στο νερό. Σκέφτονται άραγε την επιστροφή τους; Διότι μερικά λιοντάρια, βρίσκονται σ’ αυτήν τη φάση: Πολεμούν να σκαρφαλώσουν, πάνω στους γλυστερούς, απότομους βράχους! Μια φρίκη δηλαδή! Κι εκεί βλέπετε τη πονηριά της φύσεως. Τους έχει, προφανέστατα, προικίσει με εντυπωσιακές ικανότητες. Να δείτε με πόση εξυπνάδα διαλέγουν τα σωστά πατήματα, για να αναρριχηθούν με ασφάλεια. Είναι για μας μάθημα και άσκηση υπομονής, επιμονής, εξυπνάδας, σωστών υπολογισμών και γαϊδουρινού πείσματος! Όσο για την εμφάνιση τους, μας αφήνουν άναυδους. Είναι το ακριβώς αντίθετο από τη φώκια. Όσο εκείνη είναι χαριτωμένη, τόσο το λιοντάρι είναι μεγαλόπρεπο. Όσο εκείνη νωχελής και σιγανοπαπαδιά, τόσο εκείνος ευκίνητος και επικίνδυνος. Χαίτη πλούσια. Ανάστημα ψηλό. Ύφος εξουσιαστή! Απίθανο θηλαστικό, μα την αλήθεια.
Το άλλο αξιοθέατο της περιοχής είναι οι βράχοι και τα σχήματα τους. Μέχρι πυραμίδες και Σφίγγες είδαμε! Και οι διαστρωματώσεις τους δαντελλωτές! Χρωματιστές! Εντυπωσιακότατες… Η χερσόνησος Βαλντέζ είναι μια σπάνια εμπειρία. Εκεί βρίσκεις αιτίες να γελάσεις, να διασκεδάσεις, να δείς, να μάθεις, να εκπλαγείς, να εντυπωσιαστείς…
Η μέρα μας τελειώνει σ’ ένα ψαράδικο εστιατόριο. Κοιμόμαστε νωρίς. Αύριο, και πριν τη μεσημεριανή μας πτήση που θα τη βρούμε πάλι στο Trellew, προς Bariloche – μέσω Buenow Aires – θα επισκεφτούμε την Punta Tombo, τη μεγαλύτερη Piguinera της Νότιας Αμερικής. 160 χλμ μακριά από το Puerto Madryn, 700.000 πιγκουίνοι, σε μιαν ακτή πολλών χιλιομέτρων. Περιμένω πως και τι αυτήν την εμπειρία. Πως θα είναι άραγε;
Αφήνουμε αξημέρωτα το Puerto Madryn. Η σημερινή θα είναι μια μακριά μέρα. Ευτυχώς έχει συννεφιά και η ζέστη έχει πέσει. Ωστόσο η υγρασία είναι αφόρητη. Ευτυχώς στην παραλία φυσάει. Λίγο περισσότερο, βέβαια, από το επιθυμητό, αλλά τουλάχιστον στεγνώνει πάνω μας ο ιδρώτας και ανακουφιζόμαστε μια στάλα.
Το θέαμα που αντικρύζουμε, όταν το αυτοκίνητο μπαίνει στα όρια του πάρκου, είναι από τη πρώτη ώρα, συναρπαστικό! Τα παράξενα, σαν κορδωμένα ανθρωπάκια, πουλιά, κυκλοφορούν νωχελικά κατά παρέες, ακόμα και σε μεγάλη απόσταση από το νερό. Εδώ ψηλά, μακριά από τη θάλασσα, ανάμεσα σε φουντωτούς θάμνους, έχουν τις φωλιές τους. Εδώ γεννούν και κλωσούν τ’ αυγά τους, εδώ μεγαλώνουν και «διαπαιδαγωγούν» τα μικρά τους, και γενικώς εδώ νοιώθουν σαν το σπίτι τους. Στη θάλασσα πηγαίνουν μόνο για δροσιά, άσκηση και τροφή. Όταν διαλέξουν το θάμνο, σκάβουν μια λακούβα, όπου εναποθέτουν τ’ αυγά και μετά τα μωρά τους. Αυτές τα φωλιές τις φρουρούν με μεγάλο ζήλο. Σαν ότι πολυτιμότερο. Δεν επιτρέπουν να τις πλησιάσει κανείς. Τις υπερασπίζονται με όσες δυνάμεις διαθέτουν. Οι πιγκουίνοι είναι εκπληκτικοί οικογενειάρχες. Λατρεύουν την οικογένεια τους και την τιμούν τόσο όσο μήτε οι «λογικοί» άνθρωποι. Κι εδώ μάθαμε και τούτο το συγκινητικό. Οι πιγκουίνοι είναι αυστηρά μονογαμικοί – από τη φύση τους, βεβαίως. Αυτοί δεν έχουν νόμους και θεσμούς κοινωνικούς και άλλα τέτοια μπελαλίδικα. Σ’ όλη τους τη ζωή, μονάχα ένα ταίρι γνωρίζουν. Τη μοιχεία ούτε που τη διανοούνται. Και στο θάνατο; Τι κάνουν όταν ο ένας εκ των δύο πεθαίνει; Ο ζωντανός δε διεκδικεί το δικαίωμα στη ζωή, βρίσκοντας ένα καινούριο ταίρι, για συνεχίσει; Όχι! Καθόλου! Απλώς μαραζώνει ολομόναχος, και σύντομα πεθαίνει.
Δεν είναι, αλήθεια, συγκλονιστικό; Μπορείτε να φανταστείτε τέτοιο αρρωστημένο ρομαντισμό σε πουλιά; Ανατριχιάζω!
Καθώς το πούλμαν κινείται πάνω στην ασφαλτοστρωμένη κεντρική αρτηρία, μια παρέα πιγκουίνων χαζοχαρούμενων, μας κόβει το δρόμο. Στέκουν καταμεσίς της ασφάλτου, και αμς κοιτούν περίεργα, με το βλέμμα στηλό. Είναι οι πιγκουίνοι του Μαγγελάνου. Μετρίου ύψους. Μαυρόασπροι. Κορδωτοί, τρισχαριτωμένοι, με μουρίτσες και ματάκια πα΄ρα πολύ σκεφτικά! Νομίζω ότι είναι τα πιο σοβαρά και αξιοπρεπή πλάσματα του πλανήτη μας. Έχουν στυλ, βρε παιδί μου! Πως να το κάνουμε; Το βλέμμα τους, καθώς μένει καρφωμένο πάνω μας, μοιάζει να λέει:
- Κι άλλοι τρελοί; Μα γιατί μας βλέπουν έτσι; Πιγκουίνοι είμαστε, και μάλιστα από καλή γενιά. Τι το παράξενο μας βρίσκουν;
Και για να μας καταπλήξουν ακόμα περισσότερο, υψώνουν το κεφάλι κατά τον ουρανό, τεντώνουν το λαιμό, ανοίγουν το στόμα κι αφήνουν μια τεράστια κραυγή!
- Μα γιατί το κάνουν αυτό; Τι θέλουν να μας πούν; Μας καλοδέχονται; Μας μισούν; Επιδεικνύουν έτσι τη ματαιοδοξία τους; Τι;
Κανείς δε ξέρει. Και το αυτοκίνητο αναγκάζεται να μας «αδειάσει» εκεί, μες τη μέση του δρόμου. Αφού δεν κουνιούνται τα πουλιά, πρέπει να κινηθούμε εμείς. Στα Εθνικά Πάρκα, προτεραιότητα έχουν πάντα τα ζώα.
- Προχωρήστε μόνοι σας, λέει ο Πέδρο, αλλά σιγά-σιγά. Μην τα τρομάξετε. Μη βάζετε τις φωνές όταν δείτε κάτι περίεργο – που σίγουρα θα δείτε! Ψυχραιμία!
Κατηφορίζουμε τη μικρή πλαγιά, έτσι ώστε να έχουμε πλήρη θέα της μακριάς παραλίας. Απίστευτο το θέαμα. Χιλιάδες είναι οι πιγκουίνοι που συνωστίζονται άνω στην άμμο, μέσα στο νερό, στα τριγυρινά βράχια, στις χαμηλές πλαγιές!...Άλλοι είναι πεσμένοι σε βαθειά…συλλογή και στέκουν ακούνητοι. ‘Αλλοι βουτούν μισοπετώντας μισοπερπατώντας στη θάλασσα. Άλλοι κάνουν σεργιάνι…Και πάντα κατά ομάδες. Πολύ κοινωνικά όντα, τέλος πάντων. Και τρισχαριτωμένα. Δε χορταίνεις να τα βλέπεις. Φορές φορές σου κόβουν την ανάσα με τα καμώματα τους.
Έχουμε χαζέψει εντελώς! Τι να πρωτοδούμε; Το τεράστιο, το αμέτρητο πλήθος; Τις παρέες που σεργιανίζουν με πολλήν αξιοπρέπεια και ύφος; Ή τον κάθε πιγκουίνο χωριστά, για να δούμε σουσούμια και καμώματα; Παλαβώνουμε. Φωτογραφίζουμε πηλαλώντας εδώ κι εκεί, με το μάτι πάντα κολλημένο στο ρολόι. Δεν πρέπει να παρασυρθούμε και να αργήσουμε. Έχουμε και μια πτήση να προλάβουμε. Όμως εμένα με πιάνει ένα είδος αμόκ, κι αδιαφορώ. Έως ότου κάποιο βάρβαρο χέρι με βουτά από το σβέρκο:
- Νισάφι! Ο χρόνος τέλειωσε. Γρήγορα στο αυτοκίνητο. Το θέαμα δεν είναι για χόρταση.
- Το ξέρω. Αλλά εγώ μήτε τη γεύση του ορντέβρ δεν κατάλαβα. Γιαννάκι μου!...
Σουρτή και τσουβαλιαστή με χώνουν στο πούλμαν. Θλίβεται η ψυχή μου έως θανάτου.
- Δεν το χάρηκα αρκετά, διαμαρτύρομαι.
- Κανείς δεν το χάρηκε, μου απαντούν βλοσυρά.
Είναι και αυτοί τσαντισμένοι που δεν είχαμε τουλάχιστον μισή μέρα, να απολαύσουμε αυτό το μοναδικό θέαμα.
Κρίμα! Ή ίσως όχι «κρίμα» αλλά «δόξα τω Θεώ» καλό ήταν και τόσο. Αξιωθήκαμε μιας μεγάλης τύχης! Το υπόλοιπο της ημέρας αποδεικνύεται παλαβό. Μόλις και μετά βίας προφταίνουμε να φτάσουμε στο Τρελλεόυ. Με τη ψυχή στα δόντια προλαβαίνουμε να ξεφορτώσουμε τα μπαγκάζια μας στο Μπουένος Άιρες, και να τα μεταφορτώσουμε στην ανταπόκρισή μας για το Μπαριλότσε. Μόλις ανεβήκαμε, το αεροσκάφος ξεκίνησε! Ίσα που το προλάβαμε δηλαδή. Τέτοια καμώματα φίλτατοι!
Vivere Pericolosamente! Αυτό δεν ξέρω πως το λένε ισπανιστί. Θα σας γελάσω!
Στο Bariloce φτάνουμε απογευματάκι. Είμαστε πτώματα, και είναι παράδοξο. Αύριο έχουμε μια πολύ γεμάτη μέρα. Έναν 9ωρο χερσαίο περίπατο. Και την μεθεπομένη έναν επίσης 9ωρο περίπατο, στη λίμνη Nahuel Huapi, με διάφορες στάσεις στις όχθες της, για επίσκεψη άλλων λιμνών και δρυμών!
- Μονάχα ένας καλός ύπνος με σώζει, δήλωσα στη παρέα μου και απελθούσα εξεράθην!
Last edited by a moderator: