underwater
Member
- Μηνύματα
- 2.902
- Likes
- 13.508
- Επόμενο Ταξίδι
- ?
- Ταξίδι-Όνειρο
- Ανταρκτική
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Τα βασικά: Γενικές πληροφορίες και οργάνωση
- Μπισκέκ μέρος α': Ιστορίες καθημερινής τρέλας
- Μπισκέκ μέρος 'β: sightseeing στην πρωτεύουσα
- Εθνικό πάρκο Ala-Archa
- Καρακόλ: αυθεντικό Κιργιστάν!
- Στο animal market του Καρακόλ
- Μπάνιο στην Issyk-Kul
- Jeti-Oguz, γιούρτες και μεθύσια
- Στις στέπες της Son Kul
- Στο ουδέτερο, άχρωμο, άοσμο Naryn
- Είναι μακρύς ο δρόμος για το Osh!
- Στο ανατολίτικο Osh
- Περί διαμονής-φαγητού-ποτού
- Σκέψεις
Στις στέπες της Son Kul
Μετάβαση
Η εκδρομή στη λίμνη Son Kul και η διαμονή σε γιούρτα ήταν ένα από τα highlights αυτού του ταξιδιού και κάτι που περιμέναμε με ιδιαίτερη χαρά και αγωνία! Καθότι είμαστε και λίγο ψυχαναγκαστικοί είχαμε επικοινωνήσει με το cbt office του Kochkor για να κάνουμε προκράτηση, αλλά μας διαβεβαίωσαν ότι δεν χρειαζόταν κάτι τέτοιο-θα τα κανονίζαμε όλα απευθείας εκεί.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να διευκρινίσω ότι οι συγκεκριμένες εκδρομές ξεκινούν με αφετηρία είτε το Kochkor, είτε το Naryn. Και στις δύο αυτές πόλεις υπάρχουν γραφεία τόσο του cbt, όσο και ιδιωτικών tour operators. Από αυτά μπορεί κανείς να οργανώσει τη μετάβασή του προς τη λίμνη με τρεις βασικούς τρόπους (πεζός, καβαλάρης ή με αυτοκίνητο). Η διαμονή στη λίμνη γίνεται στα λεγόμενα “yurt villages» που το κάθε γραφείο διαθέτει. Μην φανταστείτε δηλαδή ότι θα είστε εσείς, η γιούρτα σας, το πράσινο της στέπας και το γαλάζιο της λίμνης! Όχι, θα έχετε κάμποσους ακόμα γείτονες και θα μένετε σε μια γιούρτα με το σήμα της και τον αριθμό της. Μην τρομάζετε βέβαια, μιλάμε για πραγματικά ήπιο τουρισμό, ενώ τη φροντίδα σας θα αναλάβει μια ντόπια οικογένεια, η οποία θα έχει υπό την «εποπτεία» της 2-3 γιούρτες. Καθένας μπορεί να μείνει στη λίμνη για όσο θέλει, με το αντίστοιχο φυσικά αντίτιμο. Οι περισσότεροι κάθονται για μία ή δύο διανυκτερεύσεις. Εμείς μείναμε για δύο και νομίζω κάναμε την ιδανική επιλογή-θα σας εξηγήσω πιο αναλυτικά παρακάτω.
Σαν βάση χρησιμοποιήσαμε το cbt office του Kochkor, καθώς, με αφετηρία το Καρακόλ, είναι πιο εύκολα προσεγγίσιμο σε σχέση με το Naryn. Ψάξαμε αρκετά για να βρούμε σύντομο τρόπο να κινηθούμε από τη μία πόλη στην άλλη και όλα συνηγορούσαν στο ότι δεν υπήρχε τρόπος απευθείας μετάβασης. Μία μέρα όμως πριν φύγουμε από το Καρακόλ, ο συμπαθέστατος και πάντα ενημερωμένος σπιτονοικοκύρης μας Taalai μας ανέφερε την ύπαρξη μιας πρωινής μαρσρούτκας που πηγαίνει απευθείας Kochkor, κάτι ιδιαίτερα βολικό. Οι ώρες βέβαια κάμποσες (4 και κάτι νομίζω), καθώς, ενώ βάσει χάρτη θα βόλευε περισσότερο η μετάβαση να γίνει από την κάτω πλευρά της λίμνης Issyk Kul, σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις οι οδηγοί πάνε από την πάνω, αφενός διότι ο δρόμος είναι καλύτερος, αφετέρου επειδή εκεί υπάρχουν πολλές σημαντικές πόλεις-στάσεις. Και έχω την αίσθηση ότι ακόμα και αν βρει κανείς shared taxi, δύσκολα θα αποφύγει αυτή τη μανούρα.
Ξέραμε από την αρχή ότι γενικώς είναι καλύτερο να φτάσει κανείς νωρίς στο Kochkor, ούτως ώστε να κανονίσει απευθείας την εκδρομή του και να αναχωρήσει άμεσα για Son Kul. Η πόλη δεν φημίζεται για την ομορφιά και τα αξιοθέατά της, κάτι που διαπιστώσαμε ιδίοις όμμασι κατά την ολιγόωρη παραμονή μας εκεί. Φυσικά αν τη γυρίσει κανείς ίσως και να βρει κρυμμένα διαμάντια, εμένα πάντως εκ πρώτης μου φάνηκε αδιάφορη και μίζερη.
Μετά από συλλογή πληροφοριών και διαπραγμάτευση με 2-3 πρακτορεία, επιλέξαμε τις υπηρεσίες του cbt. Θα φεύγαμε την ίδια ημέρα το μεσημέρι με αυτοκίνητο και οδηγό με κατεύθυνση τη λίμνη, θα διανυκτερεύαμε για δύο βραδιές εκεί και τη μεθεπόμενη ημέρα θα κατηφορίζαμε μετά το πρωινό πίσω στο Kochkor με στόχο να βρούμε τρόπο μετάβασης στο Naryn.
Ξεκινήσαμε λοιπόν με το άνετο φορτηγάκι και έναν συμπαθή Κιργίσιο οδηγό ο οποίος δεν μιλούσε γρι αγγλικά! Παρ’ όλα αυτά το προσπαθούσε ο καημένος, έκανε κι ο συνταξιδιώτης μου μερικές απόπειρες με τα φτωχικά του ρώσικα, όλο και κάτι γινόταν! Η διάρκεια της διαδρομής περίπου 2.5 ώρες και οι εναλλαγές πολλές! Η πλούσια βλάστηση και το φιδωτό ποταμάκι πάνω στο οποίο αντανακλούσαν οι ακτίνες του ήλιου ήταν μια όμορφη εικόνα, αλλά προσωρινή. Σύντομα και καθώς ανεβαίναμε η βλάστηση άρχισε να αλλάζει, ενώ και ο αυτοκινητόδρομος έδωσε τη θέση του σε έναν κατσικόδρομο, ο οποίος με τη σειρά του έδωσε τη θέση του στις ατελείωτες κεντροασιατικές στέπες (όπου δρόμος γιοκ). Κάναμε κάμποσες στάσεις για φωτογραφίες, κάτι που ούτε τον οδηγό χάλαγε, καθώς το έβλεπε σαν ευκαιρία να κάνει το τσιγαράκι του.



Σε μερικά σημεία πετύχαμε πάγους που δεν είχαν ακόμα λιώσει.

Τα ζωάκια που έβοσκαν δημιουργούσαν όμορφες, βουκολικές εικόνες.



Στη λίμνη
Με αυτά και με αυτά κάποια στιγμή άρχισε να ξεπροβάλλει και η λίμνη-ο ενθουσιασμός διάχυτος! Η Son Kul (ή Son Kol ή Song Kol-ανάθεμα κι αν ξέρω ποιό είναι το σωστό) φημίζεται για την ομορφιά της! Βρίσκεται σε υψόμετρο 3016 μέτρων, έχει μήκος 29 χλμ, πλάτος 18 χλμ και βάθος 18 μέτρα. Η ηρεμία που την περιβάλλει είναι απαράμιλλη, κάτι που φαίνεται από τα πρώτα κιόλας λεπτά. Όσο για την ομορφιά δεν έχω να πω πολλά, θα μιλήσουν στην πορεία οι εικόνες!

Καθώς πηγαίνουμε προς το jailoo μας παρατηρούμε σε διάφορα σημεία κοπάδια προβάτων και αγελάδων και βοσκούς με τις γιούρτες τους.

Αυτές οι μεμονωμένες γιούρτες είναι βέβαια και πολύ πιο αυθεντικές από τα διάφορα “yurt villages», τα οποία είναι φτιαγμένα για καθαρά τουριστικούς σκοπούς. Η αλήθεια είναι ότι φτάνοντας στο δικό μας προς στιγμήν ξενέρωσα. Δεν το είχα φανταστεί ακριβώς έτσι. Μήπως είμαστε λίγο πολλοί βρε παιδιά;
Γρήγορα όμως κατάλαβα ότι η κατάσταση δεν είναι τόσο άσχημη, μάλλον το αντίθετο! Οι γιούρτες είναι τοποθετημένες αραιά και ο κόσμος όχι και τόσος πολύς. Επιπλέον, έχουν σεβαστεί πολύ το φυσικό περιβάλλον. Παρότι η λιμνη φαίνεται σχεδόν δίπλα, χρειάζεται να περπατήσει κανείς 10-15 λεπτά για να φτάσει στην όχθη της.
Άνθρωποι και ζώα μοιράζονται το ίδιο περιβάλλον και αυτή η έντονη συνύπαρξη ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα (εντάξει, είχε κότες οι γιαγιά μου και πρόβατα οι συγχωριανοί, αλλά συνύπαρξη με την έννοια που τη βίωσα στη Son Kul δεν είχα ξαναδεί). Οι οικογένειες που «φιλοξενούν» τους τουρίστες στις γιούρτες τους ασχολούνται παράλληλα και με τα ζωντανά τους.






Αλλά τα ζώα δεν περιορίζονται έτσι εύκολα. Τους αρέσει να ακολουθούν τους κανόνες τους, ειδικά όταν βρίσκονται στο φυσικό τους περιβάλλον. Έτσι θα δεις συχνά αγελαδίτσες εκεί που δεν το περιμένεις (όπως για παράδειγμα λίγα εκατοστά από το κεφάλι σου εκεί που έχεις ξαπλώσει για να χαλαρώσεις υπό τον παφλασμό των κυμάτων) και κοπάδια από άλογα να καλπάζουν με την μοναδική τους χάρη. Άλλος κόσμος, απλός και παραμυθένιος!





Φυσικά δεν έλειψαν και οι εξαιρέσεις. Αυτά τα άλογα από μακριά φαίνονταν βγαλμένα από παραμύθι έτσι χαλαρά και ήρεμα όμως κάθονταν στην όχθη της λίμνης. Πλησιάζοντας όμως είδαμε ότι ήταν δεμένα.

Οι ρυθμοί στο jailoo είναι αργοί. Πολύ αργοί. Υπερβολικά θα έλεγα, ειδικά αν είσαι παιδί της πόλης. Όλα είναι τόσο νωχελικά! Την πρώτη ημέρα αναρωτηθήκαμε αν κάναμε καλά που κλείσαμε και 2η διανυκτέρευση. Πολύς κόσμος κανονίζει να μείνει μόνο για μια. Μήπως ξέρουν κάτι; Παρ’ όλα αυτά μπορώ να πω ότι όχι, μια χαρά ήταν οι δύο διανυκτερεύσεις. Μετά από λίγο σε απορροφά ο τρόπος ζωής των νομάδων, η μαγεία της φύσης, το απέραντο της στέπας.






Τι κάναμε εκείνες τις ημέρες; Ατελείωτοι περίπατοι, κουβέντα, ραστώνη, χαλάρωση. Βόλτες στα λιβάδια και στη λίμνη! Άπειρες φωτογραφίες. Απόπειρες ιππασίας (πολύ γέλιο!). Κουβέντα με άλλους ταξιδιώτες. Πολύς ύπνος. Και φυσικά φαγητό τρεις φορές την ημέρα. Κάποιες φορές καλό, κάποιες χάλια (είπαμε, πολύ πρόβατο). Ορισμένες φορές έτρωγα απλά ψωμί με μαρμελάδα που μας έφερναν για επιδόρπιο. Και φυσικά τσάι, το οποίο δεν σέρβιραν σε ποτήρια αλλά σε παραδοσιακά χαμηλά σκεύη.
Η ώρα του φαγητού ήταν και η μόνη ουσιαστικά που αλληλεπιδρούσαμε με την οικογένεια που μας φιλοξενούσε. Καμία σχέση με τη φιλική αντιμετώπιση που είχαμε βιώσει λίγες μέρες πριν. Οι δικοί μας (μαμά και παιδιά) ήταν αρκετά κλειστοί και μαζεμένοι. Φαινόταν ότι δεν το είχαν και τόσο μέσα τους, αλλά προσπαθούσαν να είναι σωστοί και διεκπεραιωτικοί. Άλλοι ταξιδιώτες που μιλήσαμε έμεναν με πιο επικοινωνιακές οικογένειες και έκαναν διάφορες συζητήσεις. Εντύπωση μου έκανε ότι πολλοί από αυτούς τους φαινομενικά απλούς νομάδες, με τα μαντίλια, τα παραδοσιακά ρούχα και τα χρυσά δόντια, στην πραγματικότητα έχουν τις δουλειές τους το χειμώνα στις πόλεις και το καλοκαίρι ασχολούνται με τα ζώα και τον τουρισμό στη λίμνη. Κάποιοι μάλιστα έχουν πανεπιστημιακές σπουδές ή είναι φοιτητές.
Δεν ήταν όμως μόνο οι νομάδες αυτοί που με εντυπωσίασαν. Ορισμένοι «γείτονες» στις γιούρτες ήταν επίσης πολύ διαφορετικοί από αυτό που θα περίμενε κανείς. Εντάξει, κατά βάση έβλεπες ζευγάρια 25-40 χρονών, άντε και μερικές μεγαλύτερες παρέες. Υπήρχαν όμως και οι εξαιρέσεις. Όπως η οικογένεια των Ελβετών διπλωματών με τα δυο τους ανήλικα παιδιά. Είχαν ζήσει μερικά χρόνια στο Κιργιστάν και το αγαπούσαν. Σε εκείνη τη φάση είχαν ως βάση κάποιο άλλο –σταν και επέλεγαν αυτού του είδους τις διακοπές για εκείνους και τα παιδιά τους. Σκεφτόμασταν ότι δύσκολα Έλληνες γονείς θα έκαναν κάτι τέτοιο και συζητούσαμε για το πόσο καλομαθημένα και «σιχασιάρικα» γίνονται τα Ελληνόπουλα. Βέβαια ομολογώ ότι υπήρχε ένας παράγοντας που θα αποθάρρυνε κι εμένα αν ήμουν μητέρα να πάω το σπλάχνο μου εκεί-οι «τουαλέτες».
Μπορώ να πω ότι στο συγκεκριμένο ταξίδι ξεπέρασα κατά πολύ τα στάνταρ μου από άποψη άνεσης και υγιεινής. Πήξαμε στις κοινές και (ενίοτε) οθωμανικές τουαλέτες! Εντάξει, στα καταλύματα συνήθως οι συνθήκες ήταν πολύ καλές (αν και η θέα μιας οθωμανικής τουαλέτας είναι ούτως ή άλλως αποθαρρυντική, όσο καθαρή και αν είναι), στις δημόσιες όμως ήταν απλά φρικτές και τις απέφευγα πάσει θυσία! Αλλά αυτό που συνάντησα στη Son Kul με σημάδεψε. Οι τουαλέτες ήταν κάτι τρύπες καμιά εκατοστή μέτρα από τις γιούρτες, οι οποίες απλά καλύπτονταν από κάτι μεταλλικά «κουτάκια». Κάθε φορά που πήγαινα κοίταζα μέσα κι ευχόμουν να μην πέσω (με έχει σημαδέψει η σκηνή από το Slumdog Millionaire)! Και βέβαια το γεγονός ότι βρισκόμασταν σε στέπα δεν με βοηθούσε να ουρήσω στη φύση σαν άνθρωπος! Ούτε ένα δέντρο! Αναγκαζόμουν οπότε να πηγαίνω σε εκείνο το φρικτό μέρος.
Βασικό στοιχείο μιας εκδρομής στη Son Kul είναι βέβαια και οι εναλλαγές του καιρού. Την ημέρα που πήγαμε έκανε πολύ ζέστη και κάποιοι λίγοι έκαναν και μπάνιο, κάτι που έβαλα ως στόχο για την επομένη χωρίς όμως να το καταφέρω, καθώς ο καιρός χάλασε αρκετά. Ψύχρα και κάμποσος αέρας (αφού και η λίμνη φουρτούνιασε) και από το κοντομάνικο περάσαμε στο μπουφάν. Φυσικά και τα βράδια η θερμοκρασία έπεφτε πολύ, αλλά εντάξει, περίμενα κάτι ακόμα χειρότερο! Τη 2η νύχτα μάλιστα, όπως έχω αναφέρει, κοιμηθήκαμε με τη ζέστη ενός μαγκαλιού που έκαιγε κοπριά. Φως φυσικά το βράδυ ουδέν, πέρα από ένα λαμπάκι που έκαιγε για καμιά ώρα στη γιούρτα μας. Τα αστέρια βέβαια απέξω εντυπωσιακά, αλλά όχι και σαν αυτά στην Αρκαδία!
Τελευταία άφησα τη γιούρτα καθαυτή. Πώς ήταν να «ζει» κανείς εκεί; Ομολογώ ότι το απέξω είναι πιο εντυπωσιακό από το μέσα. Μιλάμε για έναν απλό χώρο, σκεπασμένο με χαλιά, όπου μας είχαν στρώσει άφθονα παπλώματα στρωματσάδα και αυτό ήταν. Απλά και νομαδικά! Μαξιλαροθήκες και σεντόνια φαίνονταν πλυμένα, τα υπόλοιπα είναι σαφές ότι τα αλλάζουν κάθε σεζόν. Εννοείται κοιμόμασταν με τα ρούχα κι εννοείται ότι μείναμε άπλυτοι δυο μέρες! Έξω από τη γιούρτα είχε ένα νιπτήρα όπου μπορούσες να κάνεις τα πολύ βασικά (πρόσωπο, κάνα δόντι), καθώς το νερό ερχόταν από τη λίμνη, το έβραζαν και η ποσότητα ήταν περιορισμένη. Δυστυχώς δεν έχω και πολλές φωτός της προκοπής από τη γιούρτα μας.


Για περισσότερες πληροφορίες για τις γιούρτες γενικώς δείτε εδώ.
Πρακτικές πληροφορίες
Έχω σκοπό να σας αναφέρω λεπτομερώς για καταλύματα και διάφορα πρακτικά στο τέλος της ιστορίας. Παρ’ όλα αυτά για την εκδρομή θα σας τα γράψω εδώ για να τα έχετε συγκεντρωμένα.
· Οι επιλογές μετάβασης στη λίμνη (πάντα με οδηγό) μέσω πρακτορείου είναι τρεις: με τα πόδια, με άλογο, με αυτοκίνητο. Εμείς επιλέξαμε το αυτοκίνητο για άνεση και εξοικονόμηση χρόνου. Από ό, τι είδαμε και τα άλογα είναι όμως μια πολύ καλή εναλλακτική. Η ανάβαση με τους δυο άλλους τρόπους παίρνει νομίζω δυο μέρες και η διαμονή καθ’ οδόν γίνεται σε άλλες γιούρτες για τις οποίες άκουσα εξαιρετικά σχόλια. Τα άλογα μην σας φοβίζουν-αυτά που χρησιμοποιούν για τους τουρίστες είναι πολύ ήρεμα.
· Εμείς πληρώσαμε σύνολο 120 euro, τα οποία περιλάμβαναν μετάβαση κι επιστροφή, διαμονή δύο νύχτες και φαγητό (σύνολο έξι γεύματα). Επίσης σε αυτά περιλαμβάνονται τα έξοδα και το φαγητό του οδηγού, ο οποίος υποτίθεται ότι μένει εκεί για όλη τη διάρκεια της παραμονής σας, αν ω μη γένοιτο χρειαστεί να φύγετε νωρίτερα. Στην πράξη βέβαια αυτό δεν ισχύει-οι οδηγοί ανεβοκατεβαίνουν και κάνουν διάφορες κούρσες. Ο δικός μας μάλιστα μας ζήτησε να φεύγαμε την τελευταία μέρα το μεσημέρι και όχι μετά το πρωινό όπως είχαμε ζητήσει για να έκανε μια διαδρομή. Μολονότι θέλαμε να τον εξυπηρετήσουμε δεν μπορούσαμε, καθώς αν το κάναμε δεν θα προλαβαίναμε το cbt office στο Ναρίν.
· Οτιδήποτε επιπλέον κάνετε (όπως ας πούμε ιππασία) χρεώνεται φυσικά έξτρα. Τιμές καλές.
· Πάρτε μαζί σας αποθέματα νερού, δεν θα σας δώσουν εκεί. Εμείς δεν το είχαμε σκεφτεί κι ευτυχώς μας έδωσε η οικογένεια των Ελβετών. Μετά μάθαμε ότι υπάρχει και μια γιούρτα όπου κάποιος πουλάει νερά, μπύρες, βότκες και λοιπά, αλλά δεν ενημερωθήκαμε εγκαίρως.
· Κάτι βασικό: από το cbt office μας ενημέρωσαν ότι πιθανώς να μοιραζόμασταν τη γιούρτα με άλλα 2-3 άτομα, κάτι πολύ ξενερωτικό! Ευτυχώς δεν συνέβη ούτε σε εμάς, ούτε σε κάποιον άλλο από όσους γνωρίσαμε. Δεν ξέρω, πιθανώς να γίνεται όταν υπάρχει πολύς κόσμος.
· Η οργάνωση γενικά μας φάνηκε καλή, παρ’ όλα αυτά υπήρχαν και ατυχή περιστατικά. Ένα ζευγάρι Γάλλων ανέβηκε με άλογα και οδηγό, ο οποίος αφού έφτασαν στις γιούρτες τους άφησε και έφυγε! Αυτοί φρίκαραν καθώς έψαχναν να βρουν πώς θα γυρίσουν, κάτι πολύ δύσκολο καθώς εκεί δεν πιάνουν τα τηλέφωνα και η όποια συνεννόηση είναι δύσκολη.
Γενικά πάντως προτείνω ανεπιφύλακτα την εμπειρία της λίμνης, παρά την ταλαιπωρία!

Μετάβαση
Η εκδρομή στη λίμνη Son Kul και η διαμονή σε γιούρτα ήταν ένα από τα highlights αυτού του ταξιδιού και κάτι που περιμέναμε με ιδιαίτερη χαρά και αγωνία! Καθότι είμαστε και λίγο ψυχαναγκαστικοί είχαμε επικοινωνήσει με το cbt office του Kochkor για να κάνουμε προκράτηση, αλλά μας διαβεβαίωσαν ότι δεν χρειαζόταν κάτι τέτοιο-θα τα κανονίζαμε όλα απευθείας εκεί.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να διευκρινίσω ότι οι συγκεκριμένες εκδρομές ξεκινούν με αφετηρία είτε το Kochkor, είτε το Naryn. Και στις δύο αυτές πόλεις υπάρχουν γραφεία τόσο του cbt, όσο και ιδιωτικών tour operators. Από αυτά μπορεί κανείς να οργανώσει τη μετάβασή του προς τη λίμνη με τρεις βασικούς τρόπους (πεζός, καβαλάρης ή με αυτοκίνητο). Η διαμονή στη λίμνη γίνεται στα λεγόμενα “yurt villages» που το κάθε γραφείο διαθέτει. Μην φανταστείτε δηλαδή ότι θα είστε εσείς, η γιούρτα σας, το πράσινο της στέπας και το γαλάζιο της λίμνης! Όχι, θα έχετε κάμποσους ακόμα γείτονες και θα μένετε σε μια γιούρτα με το σήμα της και τον αριθμό της. Μην τρομάζετε βέβαια, μιλάμε για πραγματικά ήπιο τουρισμό, ενώ τη φροντίδα σας θα αναλάβει μια ντόπια οικογένεια, η οποία θα έχει υπό την «εποπτεία» της 2-3 γιούρτες. Καθένας μπορεί να μείνει στη λίμνη για όσο θέλει, με το αντίστοιχο φυσικά αντίτιμο. Οι περισσότεροι κάθονται για μία ή δύο διανυκτερεύσεις. Εμείς μείναμε για δύο και νομίζω κάναμε την ιδανική επιλογή-θα σας εξηγήσω πιο αναλυτικά παρακάτω.
Σαν βάση χρησιμοποιήσαμε το cbt office του Kochkor, καθώς, με αφετηρία το Καρακόλ, είναι πιο εύκολα προσεγγίσιμο σε σχέση με το Naryn. Ψάξαμε αρκετά για να βρούμε σύντομο τρόπο να κινηθούμε από τη μία πόλη στην άλλη και όλα συνηγορούσαν στο ότι δεν υπήρχε τρόπος απευθείας μετάβασης. Μία μέρα όμως πριν φύγουμε από το Καρακόλ, ο συμπαθέστατος και πάντα ενημερωμένος σπιτονοικοκύρης μας Taalai μας ανέφερε την ύπαρξη μιας πρωινής μαρσρούτκας που πηγαίνει απευθείας Kochkor, κάτι ιδιαίτερα βολικό. Οι ώρες βέβαια κάμποσες (4 και κάτι νομίζω), καθώς, ενώ βάσει χάρτη θα βόλευε περισσότερο η μετάβαση να γίνει από την κάτω πλευρά της λίμνης Issyk Kul, σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις οι οδηγοί πάνε από την πάνω, αφενός διότι ο δρόμος είναι καλύτερος, αφετέρου επειδή εκεί υπάρχουν πολλές σημαντικές πόλεις-στάσεις. Και έχω την αίσθηση ότι ακόμα και αν βρει κανείς shared taxi, δύσκολα θα αποφύγει αυτή τη μανούρα.
Ξέραμε από την αρχή ότι γενικώς είναι καλύτερο να φτάσει κανείς νωρίς στο Kochkor, ούτως ώστε να κανονίσει απευθείας την εκδρομή του και να αναχωρήσει άμεσα για Son Kul. Η πόλη δεν φημίζεται για την ομορφιά και τα αξιοθέατά της, κάτι που διαπιστώσαμε ιδίοις όμμασι κατά την ολιγόωρη παραμονή μας εκεί. Φυσικά αν τη γυρίσει κανείς ίσως και να βρει κρυμμένα διαμάντια, εμένα πάντως εκ πρώτης μου φάνηκε αδιάφορη και μίζερη.
Μετά από συλλογή πληροφοριών και διαπραγμάτευση με 2-3 πρακτορεία, επιλέξαμε τις υπηρεσίες του cbt. Θα φεύγαμε την ίδια ημέρα το μεσημέρι με αυτοκίνητο και οδηγό με κατεύθυνση τη λίμνη, θα διανυκτερεύαμε για δύο βραδιές εκεί και τη μεθεπόμενη ημέρα θα κατηφορίζαμε μετά το πρωινό πίσω στο Kochkor με στόχο να βρούμε τρόπο μετάβασης στο Naryn.
Ξεκινήσαμε λοιπόν με το άνετο φορτηγάκι και έναν συμπαθή Κιργίσιο οδηγό ο οποίος δεν μιλούσε γρι αγγλικά! Παρ’ όλα αυτά το προσπαθούσε ο καημένος, έκανε κι ο συνταξιδιώτης μου μερικές απόπειρες με τα φτωχικά του ρώσικα, όλο και κάτι γινόταν! Η διάρκεια της διαδρομής περίπου 2.5 ώρες και οι εναλλαγές πολλές! Η πλούσια βλάστηση και το φιδωτό ποταμάκι πάνω στο οποίο αντανακλούσαν οι ακτίνες του ήλιου ήταν μια όμορφη εικόνα, αλλά προσωρινή. Σύντομα και καθώς ανεβαίναμε η βλάστηση άρχισε να αλλάζει, ενώ και ο αυτοκινητόδρομος έδωσε τη θέση του σε έναν κατσικόδρομο, ο οποίος με τη σειρά του έδωσε τη θέση του στις ατελείωτες κεντροασιατικές στέπες (όπου δρόμος γιοκ). Κάναμε κάμποσες στάσεις για φωτογραφίες, κάτι που ούτε τον οδηγό χάλαγε, καθώς το έβλεπε σαν ευκαιρία να κάνει το τσιγαράκι του.



Σε μερικά σημεία πετύχαμε πάγους που δεν είχαν ακόμα λιώσει.

Τα ζωάκια που έβοσκαν δημιουργούσαν όμορφες, βουκολικές εικόνες.



Στη λίμνη
Με αυτά και με αυτά κάποια στιγμή άρχισε να ξεπροβάλλει και η λίμνη-ο ενθουσιασμός διάχυτος! Η Son Kul (ή Son Kol ή Song Kol-ανάθεμα κι αν ξέρω ποιό είναι το σωστό) φημίζεται για την ομορφιά της! Βρίσκεται σε υψόμετρο 3016 μέτρων, έχει μήκος 29 χλμ, πλάτος 18 χλμ και βάθος 18 μέτρα. Η ηρεμία που την περιβάλλει είναι απαράμιλλη, κάτι που φαίνεται από τα πρώτα κιόλας λεπτά. Όσο για την ομορφιά δεν έχω να πω πολλά, θα μιλήσουν στην πορεία οι εικόνες!

Καθώς πηγαίνουμε προς το jailoo μας παρατηρούμε σε διάφορα σημεία κοπάδια προβάτων και αγελάδων και βοσκούς με τις γιούρτες τους.

Αυτές οι μεμονωμένες γιούρτες είναι βέβαια και πολύ πιο αυθεντικές από τα διάφορα “yurt villages», τα οποία είναι φτιαγμένα για καθαρά τουριστικούς σκοπούς. Η αλήθεια είναι ότι φτάνοντας στο δικό μας προς στιγμήν ξενέρωσα. Δεν το είχα φανταστεί ακριβώς έτσι. Μήπως είμαστε λίγο πολλοί βρε παιδιά;
Γρήγορα όμως κατάλαβα ότι η κατάσταση δεν είναι τόσο άσχημη, μάλλον το αντίθετο! Οι γιούρτες είναι τοποθετημένες αραιά και ο κόσμος όχι και τόσος πολύς. Επιπλέον, έχουν σεβαστεί πολύ το φυσικό περιβάλλον. Παρότι η λιμνη φαίνεται σχεδόν δίπλα, χρειάζεται να περπατήσει κανείς 10-15 λεπτά για να φτάσει στην όχθη της.
Άνθρωποι και ζώα μοιράζονται το ίδιο περιβάλλον και αυτή η έντονη συνύπαρξη ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα (εντάξει, είχε κότες οι γιαγιά μου και πρόβατα οι συγχωριανοί, αλλά συνύπαρξη με την έννοια που τη βίωσα στη Son Kul δεν είχα ξαναδεί). Οι οικογένειες που «φιλοξενούν» τους τουρίστες στις γιούρτες τους ασχολούνται παράλληλα και με τα ζωντανά τους.






Αλλά τα ζώα δεν περιορίζονται έτσι εύκολα. Τους αρέσει να ακολουθούν τους κανόνες τους, ειδικά όταν βρίσκονται στο φυσικό τους περιβάλλον. Έτσι θα δεις συχνά αγελαδίτσες εκεί που δεν το περιμένεις (όπως για παράδειγμα λίγα εκατοστά από το κεφάλι σου εκεί που έχεις ξαπλώσει για να χαλαρώσεις υπό τον παφλασμό των κυμάτων) και κοπάδια από άλογα να καλπάζουν με την μοναδική τους χάρη. Άλλος κόσμος, απλός και παραμυθένιος!





Φυσικά δεν έλειψαν και οι εξαιρέσεις. Αυτά τα άλογα από μακριά φαίνονταν βγαλμένα από παραμύθι έτσι χαλαρά και ήρεμα όμως κάθονταν στην όχθη της λίμνης. Πλησιάζοντας όμως είδαμε ότι ήταν δεμένα.

Οι ρυθμοί στο jailoo είναι αργοί. Πολύ αργοί. Υπερβολικά θα έλεγα, ειδικά αν είσαι παιδί της πόλης. Όλα είναι τόσο νωχελικά! Την πρώτη ημέρα αναρωτηθήκαμε αν κάναμε καλά που κλείσαμε και 2η διανυκτέρευση. Πολύς κόσμος κανονίζει να μείνει μόνο για μια. Μήπως ξέρουν κάτι; Παρ’ όλα αυτά μπορώ να πω ότι όχι, μια χαρά ήταν οι δύο διανυκτερεύσεις. Μετά από λίγο σε απορροφά ο τρόπος ζωής των νομάδων, η μαγεία της φύσης, το απέραντο της στέπας.






Τι κάναμε εκείνες τις ημέρες; Ατελείωτοι περίπατοι, κουβέντα, ραστώνη, χαλάρωση. Βόλτες στα λιβάδια και στη λίμνη! Άπειρες φωτογραφίες. Απόπειρες ιππασίας (πολύ γέλιο!). Κουβέντα με άλλους ταξιδιώτες. Πολύς ύπνος. Και φυσικά φαγητό τρεις φορές την ημέρα. Κάποιες φορές καλό, κάποιες χάλια (είπαμε, πολύ πρόβατο). Ορισμένες φορές έτρωγα απλά ψωμί με μαρμελάδα που μας έφερναν για επιδόρπιο. Και φυσικά τσάι, το οποίο δεν σέρβιραν σε ποτήρια αλλά σε παραδοσιακά χαμηλά σκεύη.
Η ώρα του φαγητού ήταν και η μόνη ουσιαστικά που αλληλεπιδρούσαμε με την οικογένεια που μας φιλοξενούσε. Καμία σχέση με τη φιλική αντιμετώπιση που είχαμε βιώσει λίγες μέρες πριν. Οι δικοί μας (μαμά και παιδιά) ήταν αρκετά κλειστοί και μαζεμένοι. Φαινόταν ότι δεν το είχαν και τόσο μέσα τους, αλλά προσπαθούσαν να είναι σωστοί και διεκπεραιωτικοί. Άλλοι ταξιδιώτες που μιλήσαμε έμεναν με πιο επικοινωνιακές οικογένειες και έκαναν διάφορες συζητήσεις. Εντύπωση μου έκανε ότι πολλοί από αυτούς τους φαινομενικά απλούς νομάδες, με τα μαντίλια, τα παραδοσιακά ρούχα και τα χρυσά δόντια, στην πραγματικότητα έχουν τις δουλειές τους το χειμώνα στις πόλεις και το καλοκαίρι ασχολούνται με τα ζώα και τον τουρισμό στη λίμνη. Κάποιοι μάλιστα έχουν πανεπιστημιακές σπουδές ή είναι φοιτητές.
Δεν ήταν όμως μόνο οι νομάδες αυτοί που με εντυπωσίασαν. Ορισμένοι «γείτονες» στις γιούρτες ήταν επίσης πολύ διαφορετικοί από αυτό που θα περίμενε κανείς. Εντάξει, κατά βάση έβλεπες ζευγάρια 25-40 χρονών, άντε και μερικές μεγαλύτερες παρέες. Υπήρχαν όμως και οι εξαιρέσεις. Όπως η οικογένεια των Ελβετών διπλωματών με τα δυο τους ανήλικα παιδιά. Είχαν ζήσει μερικά χρόνια στο Κιργιστάν και το αγαπούσαν. Σε εκείνη τη φάση είχαν ως βάση κάποιο άλλο –σταν και επέλεγαν αυτού του είδους τις διακοπές για εκείνους και τα παιδιά τους. Σκεφτόμασταν ότι δύσκολα Έλληνες γονείς θα έκαναν κάτι τέτοιο και συζητούσαμε για το πόσο καλομαθημένα και «σιχασιάρικα» γίνονται τα Ελληνόπουλα. Βέβαια ομολογώ ότι υπήρχε ένας παράγοντας που θα αποθάρρυνε κι εμένα αν ήμουν μητέρα να πάω το σπλάχνο μου εκεί-οι «τουαλέτες».
Μπορώ να πω ότι στο συγκεκριμένο ταξίδι ξεπέρασα κατά πολύ τα στάνταρ μου από άποψη άνεσης και υγιεινής. Πήξαμε στις κοινές και (ενίοτε) οθωμανικές τουαλέτες! Εντάξει, στα καταλύματα συνήθως οι συνθήκες ήταν πολύ καλές (αν και η θέα μιας οθωμανικής τουαλέτας είναι ούτως ή άλλως αποθαρρυντική, όσο καθαρή και αν είναι), στις δημόσιες όμως ήταν απλά φρικτές και τις απέφευγα πάσει θυσία! Αλλά αυτό που συνάντησα στη Son Kul με σημάδεψε. Οι τουαλέτες ήταν κάτι τρύπες καμιά εκατοστή μέτρα από τις γιούρτες, οι οποίες απλά καλύπτονταν από κάτι μεταλλικά «κουτάκια». Κάθε φορά που πήγαινα κοίταζα μέσα κι ευχόμουν να μην πέσω (με έχει σημαδέψει η σκηνή από το Slumdog Millionaire)! Και βέβαια το γεγονός ότι βρισκόμασταν σε στέπα δεν με βοηθούσε να ουρήσω στη φύση σαν άνθρωπος! Ούτε ένα δέντρο! Αναγκαζόμουν οπότε να πηγαίνω σε εκείνο το φρικτό μέρος.
Βασικό στοιχείο μιας εκδρομής στη Son Kul είναι βέβαια και οι εναλλαγές του καιρού. Την ημέρα που πήγαμε έκανε πολύ ζέστη και κάποιοι λίγοι έκαναν και μπάνιο, κάτι που έβαλα ως στόχο για την επομένη χωρίς όμως να το καταφέρω, καθώς ο καιρός χάλασε αρκετά. Ψύχρα και κάμποσος αέρας (αφού και η λίμνη φουρτούνιασε) και από το κοντομάνικο περάσαμε στο μπουφάν. Φυσικά και τα βράδια η θερμοκρασία έπεφτε πολύ, αλλά εντάξει, περίμενα κάτι ακόμα χειρότερο! Τη 2η νύχτα μάλιστα, όπως έχω αναφέρει, κοιμηθήκαμε με τη ζέστη ενός μαγκαλιού που έκαιγε κοπριά. Φως φυσικά το βράδυ ουδέν, πέρα από ένα λαμπάκι που έκαιγε για καμιά ώρα στη γιούρτα μας. Τα αστέρια βέβαια απέξω εντυπωσιακά, αλλά όχι και σαν αυτά στην Αρκαδία!
Τελευταία άφησα τη γιούρτα καθαυτή. Πώς ήταν να «ζει» κανείς εκεί; Ομολογώ ότι το απέξω είναι πιο εντυπωσιακό από το μέσα. Μιλάμε για έναν απλό χώρο, σκεπασμένο με χαλιά, όπου μας είχαν στρώσει άφθονα παπλώματα στρωματσάδα και αυτό ήταν. Απλά και νομαδικά! Μαξιλαροθήκες και σεντόνια φαίνονταν πλυμένα, τα υπόλοιπα είναι σαφές ότι τα αλλάζουν κάθε σεζόν. Εννοείται κοιμόμασταν με τα ρούχα κι εννοείται ότι μείναμε άπλυτοι δυο μέρες! Έξω από τη γιούρτα είχε ένα νιπτήρα όπου μπορούσες να κάνεις τα πολύ βασικά (πρόσωπο, κάνα δόντι), καθώς το νερό ερχόταν από τη λίμνη, το έβραζαν και η ποσότητα ήταν περιορισμένη. Δυστυχώς δεν έχω και πολλές φωτός της προκοπής από τη γιούρτα μας.


Για περισσότερες πληροφορίες για τις γιούρτες γενικώς δείτε εδώ.
Πρακτικές πληροφορίες
Έχω σκοπό να σας αναφέρω λεπτομερώς για καταλύματα και διάφορα πρακτικά στο τέλος της ιστορίας. Παρ’ όλα αυτά για την εκδρομή θα σας τα γράψω εδώ για να τα έχετε συγκεντρωμένα.
· Οι επιλογές μετάβασης στη λίμνη (πάντα με οδηγό) μέσω πρακτορείου είναι τρεις: με τα πόδια, με άλογο, με αυτοκίνητο. Εμείς επιλέξαμε το αυτοκίνητο για άνεση και εξοικονόμηση χρόνου. Από ό, τι είδαμε και τα άλογα είναι όμως μια πολύ καλή εναλλακτική. Η ανάβαση με τους δυο άλλους τρόπους παίρνει νομίζω δυο μέρες και η διαμονή καθ’ οδόν γίνεται σε άλλες γιούρτες για τις οποίες άκουσα εξαιρετικά σχόλια. Τα άλογα μην σας φοβίζουν-αυτά που χρησιμοποιούν για τους τουρίστες είναι πολύ ήρεμα.
· Εμείς πληρώσαμε σύνολο 120 euro, τα οποία περιλάμβαναν μετάβαση κι επιστροφή, διαμονή δύο νύχτες και φαγητό (σύνολο έξι γεύματα). Επίσης σε αυτά περιλαμβάνονται τα έξοδα και το φαγητό του οδηγού, ο οποίος υποτίθεται ότι μένει εκεί για όλη τη διάρκεια της παραμονής σας, αν ω μη γένοιτο χρειαστεί να φύγετε νωρίτερα. Στην πράξη βέβαια αυτό δεν ισχύει-οι οδηγοί ανεβοκατεβαίνουν και κάνουν διάφορες κούρσες. Ο δικός μας μάλιστα μας ζήτησε να φεύγαμε την τελευταία μέρα το μεσημέρι και όχι μετά το πρωινό όπως είχαμε ζητήσει για να έκανε μια διαδρομή. Μολονότι θέλαμε να τον εξυπηρετήσουμε δεν μπορούσαμε, καθώς αν το κάναμε δεν θα προλαβαίναμε το cbt office στο Ναρίν.
· Οτιδήποτε επιπλέον κάνετε (όπως ας πούμε ιππασία) χρεώνεται φυσικά έξτρα. Τιμές καλές.
· Πάρτε μαζί σας αποθέματα νερού, δεν θα σας δώσουν εκεί. Εμείς δεν το είχαμε σκεφτεί κι ευτυχώς μας έδωσε η οικογένεια των Ελβετών. Μετά μάθαμε ότι υπάρχει και μια γιούρτα όπου κάποιος πουλάει νερά, μπύρες, βότκες και λοιπά, αλλά δεν ενημερωθήκαμε εγκαίρως.
· Κάτι βασικό: από το cbt office μας ενημέρωσαν ότι πιθανώς να μοιραζόμασταν τη γιούρτα με άλλα 2-3 άτομα, κάτι πολύ ξενερωτικό! Ευτυχώς δεν συνέβη ούτε σε εμάς, ούτε σε κάποιον άλλο από όσους γνωρίσαμε. Δεν ξέρω, πιθανώς να γίνεται όταν υπάρχει πολύς κόσμος.
· Η οργάνωση γενικά μας φάνηκε καλή, παρ’ όλα αυτά υπήρχαν και ατυχή περιστατικά. Ένα ζευγάρι Γάλλων ανέβηκε με άλογα και οδηγό, ο οποίος αφού έφτασαν στις γιούρτες τους άφησε και έφυγε! Αυτοί φρίκαραν καθώς έψαχναν να βρουν πώς θα γυρίσουν, κάτι πολύ δύσκολο καθώς εκεί δεν πιάνουν τα τηλέφωνα και η όποια συνεννόηση είναι δύσκολη.
Γενικά πάντως προτείνω ανεπιφύλακτα την εμπειρία της λίμνης, παρά την ταλαιπωρία!

Last edited by a moderator: