travelbreak
Member
- Μηνύματα
- 1.968
- Likes
- 17.262
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Colon, Portobello και το Κανάλι
- Ποτάμια, λίμνες και ιθαγενείς
- Στην ύπαιθρο του Παναμά
- Πρώτη μέρα Γουατεμάλα: Τι μέρα κι αυτή!!!
- Rio Dulce, βόλτα στο ποτάμι
- Από το Rio Dulce στο Τικάλ
- Επίσκεψη στον τεράστιο Αρχαιολογικό Χώρο Τικάλ
- Μια δύσκολη μέρα. Coban
- Ο δρόμος για την Αντίγκουα
- Βόλτες γύρω από την Antigua: Ηφαίστεια και χωριά
- Στις Λαϊκές Αγορές των χωριών, Λίμνη Atitlan
- Βόλτες με πλοιάριο στη λίμνη Ατιτλάν
- Chichicastenango και πόλη της Γουατεμάλα
- Στο Σαν Χοσέ και ο κακός μας ο καιρός
- San Jose και Tortuguero
- Βαρκάδα και βόλτες στο Tortuguero
- Ο δρόμος για τη La Fortuna και τον καταρράκτη
- Λίμνη και Ηφαίστειο Αρεναλ, Κρεμαστές Γέφυρες
- Puntarenas και κροκόδειλοι στο δρόμο για Σαν Χοσέ
- Ηφαίστειο Πόας
- Επιστροφή και μικρή επίσκεψη στη Γενεύη (41 χρόνια μετά)
- Οικονομικός Επίλογος
- Γενικά συμπεράσματα
Rio Dulce, βόλτα στο ποτάμι
Ο βασικός λόγος που ήρθαμε στο Rio Dulce, ήταν για να κάνουμε μία βαρκάδα προς τον Ατλαντικό Ωκεανό και συγκεκριμένα προς τη μικρή πόλη Livingstone. Γι’ αυτό μόλις φτάσαμε στο ξενοδοχείο, ένα από τα πρώτα που κάναμε ήταν να ρωτήσουμε τον ξενοδόχο πώς μπορούσαμε να κάνουμε αυτή τη βαρκάδα. Ο ξενοδόχος μας είπε λοιπόν ότι αν θέλαμε να πάμε με ιδιωτική βάρκα θα έπρεπε να πληρώσουμε 800 κετσέλες πού είναι το τοπικό νόμισμα. Αυτό σημαίνει περίπου 100 ευρώ και οι δυο. Είχαμε όμως και την εναλλακτική λύση να χρησιμοποιήσουμε το δημόσιο μέσο μεταφοράς, το οποίο κόστιζε ακριβώς τα μισά χρήματα δηλαδή 200 κετσέλες ο κάθε ένας. Πιστεύω ότι οι ντόπιοι πληρώνουν πολύ λιγότερα χρήματα για την ίδια βάρκα.
Για να πάμε και να γυρίσουμε εμείς προτιμήσαμε τον δεύτερο τρόπο λόγω του ότι είχε την μισή τιμή. Μας είπε λοιπόν ότι αυτός θα ειδοποιήσει τον βαρκάρη για να περάσει να μας πάρει από το ξενοδοχείο μας. Στην αρχή δεν είχαμε καταλάβει πως θα μπορούσε να περάσει η βάρκα από εκεί, αλλά μας εξήγησε ότι το ξενοδοχείο βρίσκεται ακριβώς πάνω στο ποτάμι (φτάσαμε νύχτα και δεν είχαμε δει τι γίνεται γύρω μας) και η βάρκα μπορεί να περάσει να μας παραλάβει. Συμφωνήσαμε λοιπόν και του δώσαμε το okay για να πάρει τηλέφωνο και εμείς θα ήμασταν στην προβλήτα του ξενοδοχείου στις 9:30 το πρωί για να περάσει και να μας πάρει το πλοιάριο. Ξέραμε ότι θα επιστρέφαμε από εκεί στις 2:30. Έτσι θα είχαμε μερικές ώρες χρόνο για τη βόλτα μας εκεί. Αυτοί οι δύο τρόποι μεταφοράς εδώ ονομάζονται, ο πρώτος ο ιδιωτικός, πριβάδο ενώ ο δεύτερος ονομάζεται κολεκτίβα.
Από το ξενοδοχείο μας η θέα:
Τραγική κατάσταση:
Ξυπνήσαμε αρκετά πρωί και κάπου στις 6:30 πήραμε το αυτοκίνητο για να κάνουμε μία πρωινή βόλτα. Θέλαμε να πάμε στο φρούριο Σαν Φελίπε πού βρίσκεται σε απόσταση 15 χιλιομέτρων από το ξενοδοχείο μας. Πρώτα είπαμε να κάνουμε μία μικρή βόλτα στο χωριό, αλλά δεν βρήκαμε να παρκάρουμε και έτσι πήγαμε στο φρούριο. Εκεί μας είπαν ότι πριν τις 8:00 δεν ανοίγει και δεν επιτρέπεται η είσοδος. Επιστρέψαμε στο χωριό Rio Dulce για να κάνουμε μία βόλτα εκεί. Ουσιαστικά έχει ένα κεντρικότατο δρόμο, από όπου περνάνε όλα τα αυτοκίνητα και οι νταλίκες και σε αυτό το κεντρικό δρόμο είναι εκατοντάδες μαγαζιά παρατεταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Ευτυχώς βρήκαμε εύκολα τώρα ένα μέρος να παρκάρουμε, αφού ήταν πολύ πρωί και ο κόσμος δεν είχε έρθει ακόμα για τα ψώνια του αν και τα περισσότερα καταστήματα ήταν ανοιχτά.
Στη μικρή βόλτα που κάναμε στο χωριό Rio Dulce προσπαθούσαμε να πλησιάσουμε την μεριά του ποταμιού για να δούμε πως είναι και να βγάλουμε και φωτογραφίες Όταν ετοιμαζόμασταν να φύγουμε για το φρούριο ανακαλύψαμε μία τράπεζα και πήγα στο μηχάνημα ATM για να σηκώσω χρήματα με την κάρτα revolut. Πήρα χίλια δικά τους αλλά με χρέωσαν και περίπου 3% προμήθεια. Η ουσία είναι ότι εγώ έφυγα από το μηχάνημα έχοντας τα χρήματα για να κάνουμε οποιαδήποτε μικρή αγορά θέλαμε. Έτσι με κάρτα στο τηλέφωνο και με ντόπια νομίσματα στην τσέπη, μπορούσαμε να κινηθούμε πιο ελεύθερα, γιατί τα 700 που είχα αλλάξει την προηγούμενη μέρα δεν ήταν καθόλου αρκετά. Με την ανάληψη αντιλήφθηκα ότι η χρέωση μου ήταν για κάθε ένα ευρώ και 8,06 κετσελ.
Μετά από αυτό πήγαμε στο χωριό Σαν Φελίπε, με το ομώνυμο φρούριο, όπου είχε είσοδο για τον κάθε 175 κετσέλες για τον κάθε έναν από μας. Μπήκαμε στην αυλή του χώρου που περιβάλλει το φρούριο και προχωρήσαμε στα γρήγορα, γιατί πλέον ήμασταν λίγο αργοπορημένοι σε σχέση με τη βάρκα που θα μας πήγαινε στο Livingston και πλησιάσαμε το φρούριο το οποίο ήταν μεν πολύ μικρό αλλά πολύ εντυπωσιακό, όσον αφορά στους χώρους που είχε.
Όμως έπρεπε να φύγουμε σύντομα και δεν απολαύσαμε, όχι τόσο το φρούριο όσο τον περιβάλλοντα χώρο. Ειδικά η Ντίνα είχε αγχωθεί πολύ με το αν θα προλάβουμε τη βάρκα. Όμως ήμασταν πολύ άνετοι χρονικά και από τις 9:10 ήμασταν στο δωμάτιο.
Στις 9:20 κατεβήκαμε να περιμένουμε τη βάρκα, η οποία όμως καθυστερούσε να έρθει. Το αγόρι στη ρεσεψιόν μας είπε ότι τηλεφώνησε και επειδή μαζεύει πάρα πολύ κόσμο έχει μία μικρή καθυστέρηση. Η βάρκα όμως όσο περνούσε ο χρόνος δεν ερχόταν και είχαμε σχεδόν απογοητευτεί για το αν θα μπορέσουμε να πραγματοποιήσουμε την εκδρομή που είχαμε αποφασίσει. Κάθε τόσο το παιδί εκεί στη ρεσεψιόν μας έλεγε ότι έπαιρνε τηλέφωνο και ο βαρκάρης του έλεγε ότι φορτώνει τη βάρκα και έρχεται. Δηλαδή πήγαινε και μάζευε τον κόσμο από τις αποβάθρες. Βέβαια αυτό μας έκανε λίγο εντύπωση, γιατί είχαμε καταλάβει ότι δεν απείχαμε και πολύ από την αφετηρία των πλοιαρίων.
Να μην τα πολυλογώ: η βάρκα εμφανίστηκε στις 10:20, με 50 λεπτά καθυστέρηση και μέσα σε αυτήν δεν υπήρχε κανένας πελάτης. Οι επιβάτες δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι είχαν γίνει. Το καταλάβαμε όμως το απόγευμα, όταν ήταν να γυρίσουμε πίσω, όπου φτάνοντας ακριβώς στις 2:30 στο λιμανάκι του Λίβινγκστον ήτανε μία βάρκα τελείως γεμάτη με κόσμο και εμείς ήμασταν οι τελευταίοι επιβάτες. Αυτό σημαίνει ότι και το πρωί η βάρκα έφυγε γεμάτη κόσμο και είτε μας ξέχασαν, είτε δεν πέρασαν να μας πάρουν. Έτσι πήγαμε στο Λίβινγκστον με μία βάρκα οι δυο μας και μάλιστα δεν ήταν βάρκα της γραμμής γιατί ο βαρκάρης σε κάποια σημεία πήγαινε πιο αργά για να δούμε κάποια πουλιά και νούφαρα και κάποια άλλα ιδιαίτερης ομορφιάς σημεία στο ποτάμι.
Στο Livingston φτάσαμε κατά τις 11:30 και αυτό που θέλαμε εκεί να κάνουμε ήταν να πάμε σε ένα σημείο το οποίο ονομάζεται Siete Altares. Υποτίθεται ότι εκεί υπάρχει ένας ωραίος καταρράκτης. Γι’ αυτό χωρίς να χάσουμε καιρό πήραμε ένα τουκ-τουκ για να μας πάει εκεί. Όμως στα μισά της διαδρομής σταμάτησε και μας είπε ότι από κει και κάτω πρέπει να πάμε με τα πόδια, γιατί αυτός πραγματικά δεν μπορούσε να περάσει από ένα μικρό ποτάμι που υπήρχε. Του δώσαμε 20 κετσέλες, δηλαδή 2,5 ευρώ, και προχωρήσαμε με τα πόδια περίπου τρία χιλιόμετρα παραλιακά, τραβώντας υπέροχες φωτογραφίες στο στυλ της Καραϊβικής. Στο τέλος της διαδρομής μας υπήρχε ένα σπίτι και μέσα ήταν δύο τύποι. Ο ένας ξαπλωμένος σε μία αιώρα και ο άλλος ζήτησε 20 κετσέλες από τον καθένα για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε στους καταρράχτες. Το ξέραμε ότι θα πληρώναμε αυτό το ποσόν, γιατί είχε κάτι ταμπελίτσες στη διαδρομή που το έλεγαν.
Αμέσως μετά το σπιτάκι ξεκινούσε το ποτάμι που είχε διαδοχικά μικρούς καταρράκτες με ύψος δύο τρία μέτρα ο κάθε ένας. Στο κάτω τους μέρος δημιουργούσαν από μία λιμνούλα και σε δύο σημεία ήταν κάτι άνθρωποι και κολυμπούσαν. Βασικά έκαναν μπάνιο ακίνητοι μέσα στις λιμνούλες. Περπατήσαμε κι εκεί κάπου ένα χιλιόμετρο. Στην τελευταία πισίνα βρήκαμε και ένα ζευγάρι από τη Σκωτία και μιλήσαμε για λίγο.
Ο τύπος που εισέπραττε τα χρήματα για την είσοδο στους καταρράκτες:
Πήραμε το δρόμο της επιστροφής και επιστρέψαμε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που είχαμε πάει.
Μάλιστα φτάσαμε στην προβλήτα ακριβώς την ώρα που θα έφευγε η βάρκα μας, που όπως προανέφερα ήταν γεμάτη κόσμο. Μπήκαμε λοιπόν μέσα στη βάρκα και επιστρέψαμε μαζί με τους υπόλοιπους. Του είπα του βαρκάρη και μας άφησε στο ξενοδοχείο μας ακριβώς, στην προβλήτα. Η ουσία είναι ότι μάλλον η βάρκα είχε γεμίσει στις 9:30 ή ξέχασε να περάσει να μας πάρει και τελικά υποχρεώθηκαν και μας πήγαν με ιδιωτική βάρκα. Αλλά τα χρήματα ήταν τα ίδια που θα δίναμε και στο εισιτήριο. Το εισιτήριο πράγματι είναι ακριβό και το απόγευμα που πήγαμε μία βόλτα προς τις αποβάθρες που ξεκινάνε τα πλοιάρια, είδαμε ότι αναγράφεται αυτή η τιμή.
Στο ξενοδοχείο φτάσαμε περίπου στις 3:30. Ξεκουραστήκαμε λίγο και στις 5:30 πήγαμε μία βόλτα με τα πόδια στο χωριό. Μάλιστα περάσαμε αυτή την τεράστια γέφυρα που περνάει πάνω από το ποτάμι και είναι δίπλα στο ξενοδοχείο μας. Πέρναγε αρκετός κόσμος αυτή την ώρα μαζί με μας. Κάναμε λίγη βόλτα μέσα στο θορυβώδη δρόμο του χωριού αλλά και σε μερικές γειτονιές, ψωνίσαμε μετά κάποια φαγώσιμα και επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο να τα φάμε.
Πάνω από τη γέφυρα:
Στην Γουατεμάλα τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά από ό,τι στον Παναμά. Οι άνθρωποι δεν έχουν την εμφάνιση που είχαν εκεί. Είδαμε αρκετές γυναίκες ντυμένες με τον παραδοσιακό τρόπο, αλλά όχι κάτι ιδιαίτερο. Στην υπόλοιπη επαρχία της χώρας ήταν περισσότερες. Επίσης ένα άλλο θετικό είναι ότι εδώ δεν έχει τόση πολλή υγρασία όση στον Παναμά. Τα ρούχα στεγνώνουν αμέσως, ειδικά σήμερα που μπήκαμε μερικές φορές στο νερό του ποταμού για να πάμε στον καταρράκτη στέγνωσαν σε λίγη ώρα.
Ο βασικός λόγος που ήρθαμε στο Rio Dulce, ήταν για να κάνουμε μία βαρκάδα προς τον Ατλαντικό Ωκεανό και συγκεκριμένα προς τη μικρή πόλη Livingstone. Γι’ αυτό μόλις φτάσαμε στο ξενοδοχείο, ένα από τα πρώτα που κάναμε ήταν να ρωτήσουμε τον ξενοδόχο πώς μπορούσαμε να κάνουμε αυτή τη βαρκάδα. Ο ξενοδόχος μας είπε λοιπόν ότι αν θέλαμε να πάμε με ιδιωτική βάρκα θα έπρεπε να πληρώσουμε 800 κετσέλες πού είναι το τοπικό νόμισμα. Αυτό σημαίνει περίπου 100 ευρώ και οι δυο. Είχαμε όμως και την εναλλακτική λύση να χρησιμοποιήσουμε το δημόσιο μέσο μεταφοράς, το οποίο κόστιζε ακριβώς τα μισά χρήματα δηλαδή 200 κετσέλες ο κάθε ένας. Πιστεύω ότι οι ντόπιοι πληρώνουν πολύ λιγότερα χρήματα για την ίδια βάρκα.
Για να πάμε και να γυρίσουμε εμείς προτιμήσαμε τον δεύτερο τρόπο λόγω του ότι είχε την μισή τιμή. Μας είπε λοιπόν ότι αυτός θα ειδοποιήσει τον βαρκάρη για να περάσει να μας πάρει από το ξενοδοχείο μας. Στην αρχή δεν είχαμε καταλάβει πως θα μπορούσε να περάσει η βάρκα από εκεί, αλλά μας εξήγησε ότι το ξενοδοχείο βρίσκεται ακριβώς πάνω στο ποτάμι (φτάσαμε νύχτα και δεν είχαμε δει τι γίνεται γύρω μας) και η βάρκα μπορεί να περάσει να μας παραλάβει. Συμφωνήσαμε λοιπόν και του δώσαμε το okay για να πάρει τηλέφωνο και εμείς θα ήμασταν στην προβλήτα του ξενοδοχείου στις 9:30 το πρωί για να περάσει και να μας πάρει το πλοιάριο. Ξέραμε ότι θα επιστρέφαμε από εκεί στις 2:30. Έτσι θα είχαμε μερικές ώρες χρόνο για τη βόλτα μας εκεί. Αυτοί οι δύο τρόποι μεταφοράς εδώ ονομάζονται, ο πρώτος ο ιδιωτικός, πριβάδο ενώ ο δεύτερος ονομάζεται κολεκτίβα.
Από το ξενοδοχείο μας η θέα:


Τραγική κατάσταση:


Ξυπνήσαμε αρκετά πρωί και κάπου στις 6:30 πήραμε το αυτοκίνητο για να κάνουμε μία πρωινή βόλτα. Θέλαμε να πάμε στο φρούριο Σαν Φελίπε πού βρίσκεται σε απόσταση 15 χιλιομέτρων από το ξενοδοχείο μας. Πρώτα είπαμε να κάνουμε μία μικρή βόλτα στο χωριό, αλλά δεν βρήκαμε να παρκάρουμε και έτσι πήγαμε στο φρούριο. Εκεί μας είπαν ότι πριν τις 8:00 δεν ανοίγει και δεν επιτρέπεται η είσοδος. Επιστρέψαμε στο χωριό Rio Dulce για να κάνουμε μία βόλτα εκεί. Ουσιαστικά έχει ένα κεντρικότατο δρόμο, από όπου περνάνε όλα τα αυτοκίνητα και οι νταλίκες και σε αυτό το κεντρικό δρόμο είναι εκατοντάδες μαγαζιά παρατεταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Ευτυχώς βρήκαμε εύκολα τώρα ένα μέρος να παρκάρουμε, αφού ήταν πολύ πρωί και ο κόσμος δεν είχε έρθει ακόμα για τα ψώνια του αν και τα περισσότερα καταστήματα ήταν ανοιχτά.


Στη μικρή βόλτα που κάναμε στο χωριό Rio Dulce προσπαθούσαμε να πλησιάσουμε την μεριά του ποταμιού για να δούμε πως είναι και να βγάλουμε και φωτογραφίες Όταν ετοιμαζόμασταν να φύγουμε για το φρούριο ανακαλύψαμε μία τράπεζα και πήγα στο μηχάνημα ATM για να σηκώσω χρήματα με την κάρτα revolut. Πήρα χίλια δικά τους αλλά με χρέωσαν και περίπου 3% προμήθεια. Η ουσία είναι ότι εγώ έφυγα από το μηχάνημα έχοντας τα χρήματα για να κάνουμε οποιαδήποτε μικρή αγορά θέλαμε. Έτσι με κάρτα στο τηλέφωνο και με ντόπια νομίσματα στην τσέπη, μπορούσαμε να κινηθούμε πιο ελεύθερα, γιατί τα 700 που είχα αλλάξει την προηγούμενη μέρα δεν ήταν καθόλου αρκετά. Με την ανάληψη αντιλήφθηκα ότι η χρέωση μου ήταν για κάθε ένα ευρώ και 8,06 κετσελ.
Μετά από αυτό πήγαμε στο χωριό Σαν Φελίπε, με το ομώνυμο φρούριο, όπου είχε είσοδο για τον κάθε 175 κετσέλες για τον κάθε έναν από μας. Μπήκαμε στην αυλή του χώρου που περιβάλλει το φρούριο και προχωρήσαμε στα γρήγορα, γιατί πλέον ήμασταν λίγο αργοπορημένοι σε σχέση με τη βάρκα που θα μας πήγαινε στο Livingston και πλησιάσαμε το φρούριο το οποίο ήταν μεν πολύ μικρό αλλά πολύ εντυπωσιακό, όσον αφορά στους χώρους που είχε.





Όμως έπρεπε να φύγουμε σύντομα και δεν απολαύσαμε, όχι τόσο το φρούριο όσο τον περιβάλλοντα χώρο. Ειδικά η Ντίνα είχε αγχωθεί πολύ με το αν θα προλάβουμε τη βάρκα. Όμως ήμασταν πολύ άνετοι χρονικά και από τις 9:10 ήμασταν στο δωμάτιο.
Στις 9:20 κατεβήκαμε να περιμένουμε τη βάρκα, η οποία όμως καθυστερούσε να έρθει. Το αγόρι στη ρεσεψιόν μας είπε ότι τηλεφώνησε και επειδή μαζεύει πάρα πολύ κόσμο έχει μία μικρή καθυστέρηση. Η βάρκα όμως όσο περνούσε ο χρόνος δεν ερχόταν και είχαμε σχεδόν απογοητευτεί για το αν θα μπορέσουμε να πραγματοποιήσουμε την εκδρομή που είχαμε αποφασίσει. Κάθε τόσο το παιδί εκεί στη ρεσεψιόν μας έλεγε ότι έπαιρνε τηλέφωνο και ο βαρκάρης του έλεγε ότι φορτώνει τη βάρκα και έρχεται. Δηλαδή πήγαινε και μάζευε τον κόσμο από τις αποβάθρες. Βέβαια αυτό μας έκανε λίγο εντύπωση, γιατί είχαμε καταλάβει ότι δεν απείχαμε και πολύ από την αφετηρία των πλοιαρίων.









Να μην τα πολυλογώ: η βάρκα εμφανίστηκε στις 10:20, με 50 λεπτά καθυστέρηση και μέσα σε αυτήν δεν υπήρχε κανένας πελάτης. Οι επιβάτες δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι είχαν γίνει. Το καταλάβαμε όμως το απόγευμα, όταν ήταν να γυρίσουμε πίσω, όπου φτάνοντας ακριβώς στις 2:30 στο λιμανάκι του Λίβινγκστον ήτανε μία βάρκα τελείως γεμάτη με κόσμο και εμείς ήμασταν οι τελευταίοι επιβάτες. Αυτό σημαίνει ότι και το πρωί η βάρκα έφυγε γεμάτη κόσμο και είτε μας ξέχασαν, είτε δεν πέρασαν να μας πάρουν. Έτσι πήγαμε στο Λίβινγκστον με μία βάρκα οι δυο μας και μάλιστα δεν ήταν βάρκα της γραμμής γιατί ο βαρκάρης σε κάποια σημεία πήγαινε πιο αργά για να δούμε κάποια πουλιά και νούφαρα και κάποια άλλα ιδιαίτερης ομορφιάς σημεία στο ποτάμι.





Στο Livingston φτάσαμε κατά τις 11:30 και αυτό που θέλαμε εκεί να κάνουμε ήταν να πάμε σε ένα σημείο το οποίο ονομάζεται Siete Altares. Υποτίθεται ότι εκεί υπάρχει ένας ωραίος καταρράκτης. Γι’ αυτό χωρίς να χάσουμε καιρό πήραμε ένα τουκ-τουκ για να μας πάει εκεί. Όμως στα μισά της διαδρομής σταμάτησε και μας είπε ότι από κει και κάτω πρέπει να πάμε με τα πόδια, γιατί αυτός πραγματικά δεν μπορούσε να περάσει από ένα μικρό ποτάμι που υπήρχε. Του δώσαμε 20 κετσέλες, δηλαδή 2,5 ευρώ, και προχωρήσαμε με τα πόδια περίπου τρία χιλιόμετρα παραλιακά, τραβώντας υπέροχες φωτογραφίες στο στυλ της Καραϊβικής. Στο τέλος της διαδρομής μας υπήρχε ένα σπίτι και μέσα ήταν δύο τύποι. Ο ένας ξαπλωμένος σε μία αιώρα και ο άλλος ζήτησε 20 κετσέλες από τον καθένα για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε στους καταρράχτες. Το ξέραμε ότι θα πληρώναμε αυτό το ποσόν, γιατί είχε κάτι ταμπελίτσες στη διαδρομή που το έλεγαν.






Αμέσως μετά το σπιτάκι ξεκινούσε το ποτάμι που είχε διαδοχικά μικρούς καταρράκτες με ύψος δύο τρία μέτρα ο κάθε ένας. Στο κάτω τους μέρος δημιουργούσαν από μία λιμνούλα και σε δύο σημεία ήταν κάτι άνθρωποι και κολυμπούσαν. Βασικά έκαναν μπάνιο ακίνητοι μέσα στις λιμνούλες. Περπατήσαμε κι εκεί κάπου ένα χιλιόμετρο. Στην τελευταία πισίνα βρήκαμε και ένα ζευγάρι από τη Σκωτία και μιλήσαμε για λίγο.






Ο τύπος που εισέπραττε τα χρήματα για την είσοδο στους καταρράκτες:

Πήραμε το δρόμο της επιστροφής και επιστρέψαμε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που είχαμε πάει.



Μάλιστα φτάσαμε στην προβλήτα ακριβώς την ώρα που θα έφευγε η βάρκα μας, που όπως προανέφερα ήταν γεμάτη κόσμο. Μπήκαμε λοιπόν μέσα στη βάρκα και επιστρέψαμε μαζί με τους υπόλοιπους. Του είπα του βαρκάρη και μας άφησε στο ξενοδοχείο μας ακριβώς, στην προβλήτα. Η ουσία είναι ότι μάλλον η βάρκα είχε γεμίσει στις 9:30 ή ξέχασε να περάσει να μας πάρει και τελικά υποχρεώθηκαν και μας πήγαν με ιδιωτική βάρκα. Αλλά τα χρήματα ήταν τα ίδια που θα δίναμε και στο εισιτήριο. Το εισιτήριο πράγματι είναι ακριβό και το απόγευμα που πήγαμε μία βόλτα προς τις αποβάθρες που ξεκινάνε τα πλοιάρια, είδαμε ότι αναγράφεται αυτή η τιμή.

Στο ξενοδοχείο φτάσαμε περίπου στις 3:30. Ξεκουραστήκαμε λίγο και στις 5:30 πήγαμε μία βόλτα με τα πόδια στο χωριό. Μάλιστα περάσαμε αυτή την τεράστια γέφυρα που περνάει πάνω από το ποτάμι και είναι δίπλα στο ξενοδοχείο μας. Πέρναγε αρκετός κόσμος αυτή την ώρα μαζί με μας. Κάναμε λίγη βόλτα μέσα στο θορυβώδη δρόμο του χωριού αλλά και σε μερικές γειτονιές, ψωνίσαμε μετά κάποια φαγώσιμα και επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο να τα φάμε.

Πάνω από τη γέφυρα:




Στην Γουατεμάλα τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά από ό,τι στον Παναμά. Οι άνθρωποι δεν έχουν την εμφάνιση που είχαν εκεί. Είδαμε αρκετές γυναίκες ντυμένες με τον παραδοσιακό τρόπο, αλλά όχι κάτι ιδιαίτερο. Στην υπόλοιπη επαρχία της χώρας ήταν περισσότερες. Επίσης ένα άλλο θετικό είναι ότι εδώ δεν έχει τόση πολλή υγρασία όση στον Παναμά. Τα ρούχα στεγνώνουν αμέσως, ειδικά σήμερα που μπήκαμε μερικές φορές στο νερό του ποταμού για να πάμε στον καταρράκτη στέγνωσαν σε λίγη ώρα.