travelbreak
Member
- Μηνύματα
- 1.968
- Likes
- 17.262
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Τετάρτη 14/9/2022. Τασκένδη
- Πέμπτη 15/9/2022. Επίσκεψη στην Kokand
- Παρασκευή 16/9/2022. Κοιλάδα της Fergana.
- Σάββατο 17/9/2022. Τασκένδη, πτήση για Urgench
- Κυριακή 18/9/2022. Urgench, και Nukus.
- Δευτέρα 19/9/2022. Λίμνη Αράλη.
- Τρίτη 20/9/2022. Πάμε Khiva και στο δρόμο βλέπουμε κάστρα.
- Τετάρτη 21/9/2022. Khiva.
- Πέμπτη 22/9/2022. Από Khiva για Μπουχάρα.
- Παρασκευή 23/9/2022. Μπουχάρα πρώτη μέρα.
- Βίντεο
- Σάββατο 24/9/22. Μπουχάρα δεύτερη μέρα.
- Κυριακή 25/9/2022. Από Μπουχάρα στη Σαμαρκάνδη. Shahrisabz.
- Δευτέρα 26/9/2022. Σαμαρκάνδη. Μικρή ανασκόπηση.
- Τρίτη 27/9/2022. Σαμαρκάνδη. Με τρένο στην Τασκένδη
- Βίντεο
- Τετάρτη 28/9/2022. Ημέρα επιστροφής
Πέμπτη, 15/9/2022. Επίσκεψη στην Kokand.
Πέμπτη πρωί και ξυπνήσαμε με το ξυπνητήρι φυσικά στις 6:00 για να προλάβουμε το τρένο που έφευγε στις 07:55 για να πάμε στην περιοχή της Φεργκάνα, Fergana Valley, και συγκεκριμένα στο Κοκάντ, Kokand.
Αν και η αρχική σκέψη ήταν να πάμε στο σταθμό του τρένου με ταξί, αφού δεν ήταν πολύ μακριά από το ξενοδοχείο μας το μετρό, αποφασίσαμε να πάμε με αυτό. Δεν είχαμε μαζί μας αρκετά πράγματα: μόνο δύο backpack, σακίδια πλάτης. Πράγματι, ο σταθμός των Κοσμοναυτών δεν απέχει με τα πόδια περισσότερο από 10 λεπτά από το ξενοδοχείο μας και με κόστος λιγότερο από 14 λεπτά του ευρώ που έχει το κάθε εισιτήριο φτάσαμε πολύ γρήγορα. Ο κεντρικός σταθμός των τρένων της Τασκένδης απέχει μόλις δύο στάσεις από τους Κοσμοναύτες. Το μετρό εκεί ονομάζεται Τασκένδη. Οι συρμοί του μετρό περνούν πολύ συχνά. Βέβαια έχουν πολύ κόσμο. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς γίνεται εδώ τα εισιτήρια να είναι 10 φορές φθηνότερα από ό,τι στην Ελλάδα.
Το τρένο του πήραμε για το Κοκάντ έκανε 4 ώρες να φτάσει και επειδή πήραμε πρώτη θέση με καθίσματα, λες και είμαστε Business class σε αεροπλάνο, το εισιτήριο ήταν ακριβό και έκανε 10 ευρώ, για μία απόσταση 240 χιλιόμετρα. Στην επιστροφή πήραμε φθηνότερο εισιτήριο με κόστος λιγότερο από 7 ευρώ. Για να μπεις στο σταθμό μπαίνεις μόνο αν ταξιδεύεις. Δεν επιτρέπονται οι επισκέπτες και στον έλεγχο εισιτηρίων υπάρχουν αστυνομικοί που σε ελέγχουν τελείως ηλεκτρονικά. Σε μία οθόνη βλέπουν ακριβώς τα στοιχεία μας και ό,τι άλλο περιέχει το εισιτήριο.
Μέσα στο σταθμό, ο οποίος από έξω είναι πολύ όμορφος, σου ελέγχουν τα εισιτήρια ξανά και στα σφραγίζουν. Εννοείται τα εισιτήρια είχαν βγει πριν από 15 μέρες μέσω υπολογιστή και θα μπορούσα να τα έχω μόνο στο τηλέφωνό μου και όχι τυπωμένα. Όταν έβγαζα τα εισιτήρια για να επιλέξω τις θέσεις είχε μία εικόνα όπως όταν επιλέγεις θέσεις σε αεροπλάνο. Δηλαδή σου δείχνει το σχεδιάγραμμα του βαγονιού με τα καθίσματα και επιλέγεις. Είναι τελικά πολύ προχωρημένοι αυτοί οι άνθρωποι. Βέβαια παντού βλέπεις αστυνομία για να ελέγχουν, είτε στους σταθμούς ή έξω από τα κτίρια. Οπουδήποτε υπάρχει αστυνομικός ακόμα και στο μετρό που ελέγχει τις τσάντες με ένα μηχάνημα που δείχνει αν έχεις μεταλλικά αντικείμενα.
Η διαδρομή την πρώτη ώρα δεν είχε καθόλου ενδιαφέρον. Εκτός από τα μικρά κτήρια το τοπίο ήταν ερημικό κυρίως. Αλλού είχε λίγο πράσινο και αλλού είχε λίγο ξεραμένο χορτάρι. Περάσαμε και από χωριά τα οποία ήταν σε κακή κατάσταση αλλά είδαμε και μεγάλα εργοστάσια.
Μετά την πρώτη ώρα μπήκαμε σε ένα φαράγγι το οποίο ήτανε όμορφο με άγρια βράχια, βουνά και λίγη βλάστηση. Στη μέση είχε ένα μικρό ποτάμι που σε διάφορα σημεία είχε δέντρα. Ήταν πολύ όμορφο και το τρένο μία πήγαινε από τη μια μεριά και μια από την άλλη. Παράλληλα με το τρένο ήταν και ο αυτοκινητόδρομος που πηγαίνει στο Κοκάντ. Φαινόταν ένας πολύ καλός δρόμος.
Εμείς αρχικά (όταν οργανώναμε το ταξίδι) λέγαμε να νοικιάσουμε αυτοκίνητο και να πάμε σε αυτή την περιοχή με αυτό. Όμως τελικά αποφάσισα να μην το κάνω γιατί δεν ήξερα την κατάσταση που επικρατεί στους δρόμους της χώρας. Μια χαρά ήταν (όχι παντού) αλλά δεν το μετάνιωσα.
Μετά από το φαράγγι περάσαμε και ένα τούνελ με μήκος κοντά στα 20 χιλιόμετρα. Λέγεται Kamchiq και έχει μήκος 19,2 χλμ. Είναι το μεγαλύτερο στην πρώην Σοβιετική Ένωση και από τα μεγαλύτερα του κόσμου.
Μετά και από το τούνελ μπήκαμε σε μία μεγάλη πεδιάδα, η οποία είχε καλλιεργήσιμες εκτάσεις και είδα μπαμπάκι, ηλίανθους, λίγα αμπέλια και κάποια καρποφόρα δέντρα τα οποία δεν ξέρω τι παράγουν. Σίγουρα ήταν και άλλα δημητριακά στα χωράφια, που όμως δεν κατάλαβα τι ήταν. Το τοπίο λίγο πριν το Κοκάντ έγινε σχετικά άσχημο, με εκτάσεις που είχαν σπίτια, μικρά εργοστάσια και η ατμόσφαιρα δεν ήταν καθαρή.
Το τρένο δεν ήταν γεμάτο και στο βαγόνι μας ήταν πιο πολλοί νέοι άνθρωποι. Γενικότερα στο Ουζμπεκιστάν κυκλοφορεί πολύ νέος κόσμος και ως εργαζόμενος αλλά και στους δρόμους. Παντρεύονται λίγο μετά τα είκοσι οι άνδρες. Στο τρένο μέσα αγοράσαμε καφέ ο οποίος κόστιζε μισό ευρώ, η μπανάνα κόστιζε ένα ευρώ αλλά το σάντουιτς 2,5 ευρώ. Ούτε φτηνά ούτε ακριβά. Οι στάσεις που έκανε το τρένο ήταν περίπου τρεις ή τέσσερις.
Παλιά στη χώρα μας όταν συνέβαινε κάτι που να δείχνει πόσο άχρηστοι είναι οι πολιτικοί μας, ή ότι δωροδοκούνται, ή ότι δεν κάνουν τα βασικά για την πρόοδο της χώρας, λέγαμε ότι καταντήσαμε «Ελληνιστάν». Δηλαδή ότι, ως χώρα έχουμε πέσει τόσο χαμηλά όσο οι χώρες που το όνομά τους τελειώνει σε –σταν. Για παράδειγμα Καζακστάν, Ουζμπεκιστάν, Κιργιστάν κλπ. Δεν ξέρω πως είναι τα άλλα –σταν, αλλά μην τολμήσει κανείς να μας συγκρίνει με το Ουζμπεκιστάν. Οι άνθρωποι είναι πολύ μπροστά. Δεν ξέρω αν τους βοήθησε η παρουσία και η επίδραση των σοβιετικών τόσα χρόνια, αλλά έχουν μια χώρα υπόδειγμα. Τα χωριά τους δεν μου φάνηκαν να είναι όμορφα, αν και δεν τα περπάτησα, όμως οι πόλεις είναι καταπληκτικές. Υπάρχει αλλά δε βλέπεις τη φτώχεια. Την έχουν κρυμμένη πίσω από μεγάλους τοίχους, στο στυλ Αζερμπαϊτζάν. Ό,τι είναι όμορφο το δείχνουν. Βάζουν πολλούς ανθρώπους να καθαρίζουν τους δρόμους και τα πάρκα. Τα πάρκα τους είναι τεράστια και γεμάτα γρασίδι. Κανονικά απαγορεύεται να το πατάει ο κόσμος. Τοποθετούν πολύχρωμο φωτισμό και όμορφα φωτιστικά σε κτήρια και στους δρόμους. Είναι χαμηλά τα μεροκάματα και ο κόσμος δουλεύει. Αστυνομικούς και χωροφύλακες σε κάθε γωνιά. Μαθητές και φοιτητές ντυμένοι καθαρά, ομοιόμορφα και κομψά. Οι γυναίκες αν θέλουν φορούν μαντήλα ή όχι. Μπούρκες είχαν μία στις χίλιες, αλλά και μαντήλι ελάχιστες από τις νέες. Στα ιστορικά σημεία των πόλεων που προστατεύονται από την Ουνέσκο κυκλοφορούν μόνο ηλεκτρικά οχήματα. Κάποια στιγμή φαίνεται ως Έλληνες καταλάβαμε ότι είναι τελείως λάθος ο όρος Ελληνιστάν και τον εγκαταλείψαμε.
Το τρένο έφτασε στην πόλη Kokand ακριβώς την ώρα που έγραφε το πρόγραμμα, δηλαδή 12:06. Τελικά το ταξίδι ήταν σχετικά ευχάριστο. Στο βαγόνι μας, αλλά και στα άλλα που είδα, έχουν δυο σειρές καθίσματα μετά διάδρομο και μετά άλλη μια σειρά καθίσματα. Είναι πολύ ευρύχωρα δηλαδή.
Το ξενοδοχείο που μείναμε απείχε δύο χιλιόμετρα από τον σταθμό και αποφασίσαμε, αν και ήταν μεσημέρι και με δυνατό ήλιο, να πάμε με τα πόδια, για να δούμε λίγο την πόλη. Ο σταθμός ήταν πολύ όμορφος και μέσα και έξω, όμως δεν είχε καθόλου κίνηση. Μάλιστα μέχρι να πάμε τουαλέτα και να ετοιμαστούμε για την πορεία που είχαμε, είχε αδειάσει τελείως από κόσμο, και σχεδόν οι πόρτες είχαν κλείσει. Εννοείται ότι για να βγούμε περάσαμε από μία πολύ στενή πόρτα την οποία ελέγχουν οι αστυνομικοί. Ως τουρίστες που ήμασταν δεν ήταν πολύ τυπικοί και δεν πέρασαν τις τσάντες μας από τον έλεγχο των μηχανημάτων.
Ακριβώς απέναντι από τον σιδηροδρομικό σταθμό υπήρχε μία πλατεία μεγάλη με ένα μνημείο και πήγαμε για φωτογράφηση. Εκεί μας έπιασαν την κουβέντα δύο παιδιά εκ των οποίων το ένα μιλούσε καλούτσικα τα αγγλικά. Γενικά οι άνθρωποι μιλούν στους επισκέπτες και είναι πολύ φιλικοί με τους τουρίστες. Εννοείται ότι το παιδί που μου μίλησε μετά και ήθελε να βγάλει και φωτογραφία με το κινητό του μαζί μας.
Λίγο αργότερα έγινε το ίδιο πράγμα με έναν άλλον νεαρό γύρω στα 18, έξω από ένα τζαμί. Μάλιστα μου έκανε εντύπωση γιατί τον είχα δει με έναν φίλο του να κάνει γονυκλισίες στο τζαμί που είχαμε επισκεφτεί κι εμείς. Εκεί σκεφτόμουνα πως μπορεί να είναι αυτά τα παιδιά τόσο φανατικοί. Όμως όταν ήρθαν και μιλήσαμε φάνηκαν τελείως διαφορετικά άτομα. Ίσως εδώ καταφέρνουν και ξεχωρίζουν την θρησκεία από τις υπόλοιπες συμπεριφορές τους. Πάλι το ένα από τα δύο παιδιά μιλούσε πολύ καλά Αγγλικά και γενικώς σε αυτή την πόλη άκουσα αρκετούς να μιλάνε Αγγλικά. Και μάλιστα με αρκετά καλή προφορά. Αυτό το δεύτερο παιδί έξω από το τζαμί ήθελε να μας κάνει λίγο παρέα και με ρώτησε αν είμαι Travel blogger. Όταν του είπα όχι, για να μην τον απογοητεύσω τελείως συμπλήρωσα ότι έχω κανάλι στο YouTube, το οποίο αμέσως έψαξε στο κινητό του και με βρήκε. Εντυπωσιάστηκε αμέσως από τα αρκετά βίντεο από ξένες χώρες που έχω ανεβάσει. Μας χαιρέτησαν τα δύο παιδιά και έφυγαν.
Η διαδρομή μέχρι το ξενοδοχείο ενώ θα μπορούσε να είναι το πολύ μισή ώρα διήρκησε για μας περίπου δύο ώρες. Μας άρεσε που το Google μας έστελνε από κάποια στενά και έτσι βλέπαμε, εκτός από ωραία κτήρια και ιστορικά τζαμιά, κάποιες κατοικίες ντόπιων. Όχι ότι είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως αυτό είχανε στην πόλη αυτή. Και οι άλλες πόλεις ήταν έτσι. Δηλαδή εκτός από τις κεντρικές μεγάλες οδούς, είχανε στενά δρομάκια που περνούσαν συνέχεια αυτοκίνητα. Οι δρόμοι στις γειτονιές αυτές δεν ήταν καθόλου ευθείς, αλλά είχαν συνέχεια τροφές και υπήρχαν από μικρά μέχρι μεγάλα σπίτια, αλλά όχι υψηλά. Σπανίως έβλεπες σπίτι να έχει περισσότερο από ένα όροφο πέραν του ισογείου.
Υπήρχαν οι κεντρικοί δρόμοι, τους οποίους δεν ακλουθήσαμε για πολύ, οι οποίοι ήταν τεράστιοι αλλά άδειοι από κίνηση και με ελάχιστα αυτοκίνητα, τα οποία βέβαια όλα είναι Chevrolet που νομίζω τα κατασκευάζει Daewoo από την Κορέα. Το ξενοδοχείο μας ήταν και αυτό στον δεύτερο όροφο ενός μικρού κτηρίου και έχει μία δεκαριά δωμάτια. Το δωμάτιό μας δεν ήταν πολύ ευρύχωρο αλλά μία χαρά ήταν για τα 26 δολάρια που δίναμε τη βραδιά. Θεωρητικά βρισκόταν στο κέντρο της πόλης, μόνο που η πόλη δεν έχει κανένα ιδιαίτερο κέντρο. Περνάει ένας μεγάλος δρόμος έξω από το ξενοδοχείο και άλλος ένας κάθετος είναι λίγο παρακάτω. Και οι δύο αυτοί δρόμοι έχουν πολλά μαγαζιά διαφόρων ειδών. Μου άρεσαν αυτά που πουλούσαν χαλιά και τα είχαν απλωμένα στα πεζοδρόμια σε μεγάλες και ψηλές σκαλωσιές για να φαίνονται. Αμ’ τα άλλα που πουλούσαν το μυρωδάτο ψωμί με τρομερά σχέδια, τα πιο πολλά καμωμένα στο χέρι! Τέτοια ψωμιά είχε σε όλη τη χώρα.
Στο δωμάτιό μας ξεκουραστήκαμε για μία ωρίτσα, να πέσει και λίγο ο ήλιος και φύγαμε για να δούμε τα ενδιαφέροντα της πόλης. Πρώτα είχαμε το παλάτι Khudoyar-Khan Palace. Εννοείται ότι παντού πήγαμε με τα πόδια. Ήταν ένα υπέροχο παλάτι, ουσιαστικά πρέπει να ήταν μία μεντρέσα και πλήρωνες ένα μικρό εισιτήριο αλλά είχε πολλά πράγματα μέσα για να δεις. Είχε πολλά μικρά μουσεία με διάφορα θέματα πού για τόσο φθηνό εισιτήριο δεν υπήρχε πρόβλημα να τα δούμε στα γρήγορα. Το εισιτήριο ήταν 2,5 ευρώ το άτομο. Μέχρι να φτάσουμε στο παλάτι αυτό είχαμε περάσει από διάφορα άλλα σημεία της πόλης που είχαν αρκετό ενδιαφέρον. Και εννοώ είτε πάρκα είτε μέρη θρησκευτικού ενδιαφέροντος. Ένα από αυτά ήταν πολύ όμορφο και ήταν ο μεντρεσές του Kamal Kazi.
Οροφές:
Μετά από το παλάτι είπαμε να μην αρχίσουμε να γυρνάμε σε κάθε αξιοθέατο της πόλης που ανέφερε το Lonely Planet, γιατί θα ήταν κουραστικό. Προτιμήσαμε να πάμε σε ένα σημείο που ήταν τρία ή τέσσερα μέρη μαζεμένα και είχαν ενδιαφέρον. Το ένα ήταν ένα μεγάλο τζαμί και ταυτόχρονα μεντρεσές με το όνομα Narbutabey. Μάλιστα πετύχαμε και την ώρα της προσευχής. Εκείνη την ώρα που φεύγαμε εμείς έφευγε και ο κόσμος, που μάλλον ήταν μόνο άντρες. Βασικά σε όλα τα τζαμιά που πήγαμε ήταν μόνο άντρες. Παρόλα αυτά η Ντίνα έμπαινε μέσα αλλά δεν της έλεγαν τίποτα. Αφού έτσι κι αλλιώς δεν λένε κάτι άσχημο στους τουρίστες. Μόνο όταν είναι να πληρώσουν σε ένα κτήριο την είσοδο τους το λένε και στεναχωριούνται κιόλας που τους αναγκάζουν να πληρώσουν. Γι αυτό λένε όλοι ότι ο λαός αυτός είναι πολύ ευγενικός.
Τα άλλα σημεία που ήταν εκεί κοντά όμως δεν καταφέραμε να τα δούμε, αφού το ένα ήταν κοιμητήριο και δεν είχαμε καμία διάθεση να μπούμε μέσα. Όμως είχε κάποιους ιδιαίτερους τάφους που φαινόταν απ’ έξω και τους τραβήξαμε φωτογραφίες. Επίσης είχε μερικούς τύπους που πήγαιναν οι επισκέπτες και τους διάβαζαν κάτι σαν ευχές. Τα είδαμε και αλλού αυτά. Αφού δεν μπορούσαμε να δούμε κάτι άλλο πήραμε το δρόμο, αν και ήταν σχετικά νωρίς, για να πάμε στο ξενοδοχείο. Εκεί φάγαμε μερικά σταφύλια που είχαμε αγοράσει (60 λεπτά του ευρώ το κιλό) από ένα μαγαζί.
Όταν η ώρα πήγε 19:00, δηλαδή πάνω που άρχισε να νυχτώνει, βγήκαμε για να πάμε για φαγητό, αφού εκεί γύρω είχε πολλά μαγαζιά που έψηναν στα κάρβουνα σουβλάκια και κεμπάπ. Διαλέξαμε ένα τυπικό της περιοχής με πολλούς ντόπιους και καθίσαμε. Μόνο που πέσαμε φαίνεται σε όχι και τόσο ευγενικό άνθρωπο, ή εγώ πιστεύω ότι δεν κατάλαβε τι ακριβώς ήθελε η Ντίνα. Μάλλον νόμιζε ότι ακύρωσε την παραγγελία και έτσι ενώ εγώ είχα τελειώσει το φαγητό μου στην Ντίνα δεν είχε φέρει τίποτα. Όταν όμως του έκανε παράπονο εκείνος αμέσως της έφερε ένα κεμπάπ και μετά από λίγο και ένα σουβλάκι μοσχαρίσιο. Και ευτυχώς που έγινε έτσι γιατί άρεσαν πολύ στη Ντίνα (και δεν έμεινε νηστικιά) αλλά και σε μένα τα σουβλάκια. Ήταν πολύ φθηνότερα από την προηγούμενη βραδιά στην Τασκένδη, αφού δώσαμε μόνο 5 ευρώ και οι δύο μαζί. Όμως δεν πήραμε τίποτε άλλο παρά μόνο τα σουβλάκια και ένα ψωμί που μας το έφερε έτσι κι αλλιώς και ήταν και πολύ νόστιμο.
Βρήκα και παρέα, κάτι χωριανούς μου:
Εγώ όταν λέω για τα χρήματα λογαριάζω τα 10.000 δικά τους ίσα με ένα ευρώ, ενώ είναι περίπου τα 10.900 το ένα ευρώ. Τόσα μου έδινε το μηχάνημα με την κάρτα Revolut που χρησιμοποιούσα για να μην έχω μεγάλες προμήθειες από τις άλλες τράπεζες. Προς το τέλος του ταξιδιού όμως η ισοτιμία είχε πέσει πολύ εις βάρος του ευρώ και έφτασε σχεδόν ένα ευρώ να ισούται με 10.000 σουμ. Τα μηχανήματα δεν προτείνουν ανάληψη μεγάλων ποσών. Μέχρι 500.000 σουμ. Αργότερα πρόσεξα ότι αν του έλεγες ότι θέλεις άλλο ποσόν σου έλεγε ότι μπορείς να τραβήξεις μέχρι 4.000.000 σουμ. Η προμήθεια που έπαιρνε η ντόπια τράπεζα ήταν σταθερά 1,5%.
Η βραδιά δεν είχε κάτι άλλο. Με τόση κούραση δε γίνεται.
Πέμπτη πρωί και ξυπνήσαμε με το ξυπνητήρι φυσικά στις 6:00 για να προλάβουμε το τρένο που έφευγε στις 07:55 για να πάμε στην περιοχή της Φεργκάνα, Fergana Valley, και συγκεκριμένα στο Κοκάντ, Kokand.
Αν και η αρχική σκέψη ήταν να πάμε στο σταθμό του τρένου με ταξί, αφού δεν ήταν πολύ μακριά από το ξενοδοχείο μας το μετρό, αποφασίσαμε να πάμε με αυτό. Δεν είχαμε μαζί μας αρκετά πράγματα: μόνο δύο backpack, σακίδια πλάτης. Πράγματι, ο σταθμός των Κοσμοναυτών δεν απέχει με τα πόδια περισσότερο από 10 λεπτά από το ξενοδοχείο μας και με κόστος λιγότερο από 14 λεπτά του ευρώ που έχει το κάθε εισιτήριο φτάσαμε πολύ γρήγορα. Ο κεντρικός σταθμός των τρένων της Τασκένδης απέχει μόλις δύο στάσεις από τους Κοσμοναύτες. Το μετρό εκεί ονομάζεται Τασκένδη. Οι συρμοί του μετρό περνούν πολύ συχνά. Βέβαια έχουν πολύ κόσμο. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς γίνεται εδώ τα εισιτήρια να είναι 10 φορές φθηνότερα από ό,τι στην Ελλάδα.

Το τρένο του πήραμε για το Κοκάντ έκανε 4 ώρες να φτάσει και επειδή πήραμε πρώτη θέση με καθίσματα, λες και είμαστε Business class σε αεροπλάνο, το εισιτήριο ήταν ακριβό και έκανε 10 ευρώ, για μία απόσταση 240 χιλιόμετρα. Στην επιστροφή πήραμε φθηνότερο εισιτήριο με κόστος λιγότερο από 7 ευρώ. Για να μπεις στο σταθμό μπαίνεις μόνο αν ταξιδεύεις. Δεν επιτρέπονται οι επισκέπτες και στον έλεγχο εισιτηρίων υπάρχουν αστυνομικοί που σε ελέγχουν τελείως ηλεκτρονικά. Σε μία οθόνη βλέπουν ακριβώς τα στοιχεία μας και ό,τι άλλο περιέχει το εισιτήριο.
Μέσα στο σταθμό, ο οποίος από έξω είναι πολύ όμορφος, σου ελέγχουν τα εισιτήρια ξανά και στα σφραγίζουν. Εννοείται τα εισιτήρια είχαν βγει πριν από 15 μέρες μέσω υπολογιστή και θα μπορούσα να τα έχω μόνο στο τηλέφωνό μου και όχι τυπωμένα. Όταν έβγαζα τα εισιτήρια για να επιλέξω τις θέσεις είχε μία εικόνα όπως όταν επιλέγεις θέσεις σε αεροπλάνο. Δηλαδή σου δείχνει το σχεδιάγραμμα του βαγονιού με τα καθίσματα και επιλέγεις. Είναι τελικά πολύ προχωρημένοι αυτοί οι άνθρωποι. Βέβαια παντού βλέπεις αστυνομία για να ελέγχουν, είτε στους σταθμούς ή έξω από τα κτίρια. Οπουδήποτε υπάρχει αστυνομικός ακόμα και στο μετρό που ελέγχει τις τσάντες με ένα μηχάνημα που δείχνει αν έχεις μεταλλικά αντικείμενα.
Η διαδρομή την πρώτη ώρα δεν είχε καθόλου ενδιαφέρον. Εκτός από τα μικρά κτήρια το τοπίο ήταν ερημικό κυρίως. Αλλού είχε λίγο πράσινο και αλλού είχε λίγο ξεραμένο χορτάρι. Περάσαμε και από χωριά τα οποία ήταν σε κακή κατάσταση αλλά είδαμε και μεγάλα εργοστάσια.

Μετά την πρώτη ώρα μπήκαμε σε ένα φαράγγι το οποίο ήτανε όμορφο με άγρια βράχια, βουνά και λίγη βλάστηση. Στη μέση είχε ένα μικρό ποτάμι που σε διάφορα σημεία είχε δέντρα. Ήταν πολύ όμορφο και το τρένο μία πήγαινε από τη μια μεριά και μια από την άλλη. Παράλληλα με το τρένο ήταν και ο αυτοκινητόδρομος που πηγαίνει στο Κοκάντ. Φαινόταν ένας πολύ καλός δρόμος.

Εμείς αρχικά (όταν οργανώναμε το ταξίδι) λέγαμε να νοικιάσουμε αυτοκίνητο και να πάμε σε αυτή την περιοχή με αυτό. Όμως τελικά αποφάσισα να μην το κάνω γιατί δεν ήξερα την κατάσταση που επικρατεί στους δρόμους της χώρας. Μια χαρά ήταν (όχι παντού) αλλά δεν το μετάνιωσα.
Μετά από το φαράγγι περάσαμε και ένα τούνελ με μήκος κοντά στα 20 χιλιόμετρα. Λέγεται Kamchiq και έχει μήκος 19,2 χλμ. Είναι το μεγαλύτερο στην πρώην Σοβιετική Ένωση και από τα μεγαλύτερα του κόσμου.
Μετά και από το τούνελ μπήκαμε σε μία μεγάλη πεδιάδα, η οποία είχε καλλιεργήσιμες εκτάσεις και είδα μπαμπάκι, ηλίανθους, λίγα αμπέλια και κάποια καρποφόρα δέντρα τα οποία δεν ξέρω τι παράγουν. Σίγουρα ήταν και άλλα δημητριακά στα χωράφια, που όμως δεν κατάλαβα τι ήταν. Το τοπίο λίγο πριν το Κοκάντ έγινε σχετικά άσχημο, με εκτάσεις που είχαν σπίτια, μικρά εργοστάσια και η ατμόσφαιρα δεν ήταν καθαρή.
Το τρένο δεν ήταν γεμάτο και στο βαγόνι μας ήταν πιο πολλοί νέοι άνθρωποι. Γενικότερα στο Ουζμπεκιστάν κυκλοφορεί πολύ νέος κόσμος και ως εργαζόμενος αλλά και στους δρόμους. Παντρεύονται λίγο μετά τα είκοσι οι άνδρες. Στο τρένο μέσα αγοράσαμε καφέ ο οποίος κόστιζε μισό ευρώ, η μπανάνα κόστιζε ένα ευρώ αλλά το σάντουιτς 2,5 ευρώ. Ούτε φτηνά ούτε ακριβά. Οι στάσεις που έκανε το τρένο ήταν περίπου τρεις ή τέσσερις.

Παλιά στη χώρα μας όταν συνέβαινε κάτι που να δείχνει πόσο άχρηστοι είναι οι πολιτικοί μας, ή ότι δωροδοκούνται, ή ότι δεν κάνουν τα βασικά για την πρόοδο της χώρας, λέγαμε ότι καταντήσαμε «Ελληνιστάν». Δηλαδή ότι, ως χώρα έχουμε πέσει τόσο χαμηλά όσο οι χώρες που το όνομά τους τελειώνει σε –σταν. Για παράδειγμα Καζακστάν, Ουζμπεκιστάν, Κιργιστάν κλπ. Δεν ξέρω πως είναι τα άλλα –σταν, αλλά μην τολμήσει κανείς να μας συγκρίνει με το Ουζμπεκιστάν. Οι άνθρωποι είναι πολύ μπροστά. Δεν ξέρω αν τους βοήθησε η παρουσία και η επίδραση των σοβιετικών τόσα χρόνια, αλλά έχουν μια χώρα υπόδειγμα. Τα χωριά τους δεν μου φάνηκαν να είναι όμορφα, αν και δεν τα περπάτησα, όμως οι πόλεις είναι καταπληκτικές. Υπάρχει αλλά δε βλέπεις τη φτώχεια. Την έχουν κρυμμένη πίσω από μεγάλους τοίχους, στο στυλ Αζερμπαϊτζάν. Ό,τι είναι όμορφο το δείχνουν. Βάζουν πολλούς ανθρώπους να καθαρίζουν τους δρόμους και τα πάρκα. Τα πάρκα τους είναι τεράστια και γεμάτα γρασίδι. Κανονικά απαγορεύεται να το πατάει ο κόσμος. Τοποθετούν πολύχρωμο φωτισμό και όμορφα φωτιστικά σε κτήρια και στους δρόμους. Είναι χαμηλά τα μεροκάματα και ο κόσμος δουλεύει. Αστυνομικούς και χωροφύλακες σε κάθε γωνιά. Μαθητές και φοιτητές ντυμένοι καθαρά, ομοιόμορφα και κομψά. Οι γυναίκες αν θέλουν φορούν μαντήλα ή όχι. Μπούρκες είχαν μία στις χίλιες, αλλά και μαντήλι ελάχιστες από τις νέες. Στα ιστορικά σημεία των πόλεων που προστατεύονται από την Ουνέσκο κυκλοφορούν μόνο ηλεκτρικά οχήματα. Κάποια στιγμή φαίνεται ως Έλληνες καταλάβαμε ότι είναι τελείως λάθος ο όρος Ελληνιστάν και τον εγκαταλείψαμε.

Το τρένο έφτασε στην πόλη Kokand ακριβώς την ώρα που έγραφε το πρόγραμμα, δηλαδή 12:06. Τελικά το ταξίδι ήταν σχετικά ευχάριστο. Στο βαγόνι μας, αλλά και στα άλλα που είδα, έχουν δυο σειρές καθίσματα μετά διάδρομο και μετά άλλη μια σειρά καθίσματα. Είναι πολύ ευρύχωρα δηλαδή.
Το ξενοδοχείο που μείναμε απείχε δύο χιλιόμετρα από τον σταθμό και αποφασίσαμε, αν και ήταν μεσημέρι και με δυνατό ήλιο, να πάμε με τα πόδια, για να δούμε λίγο την πόλη. Ο σταθμός ήταν πολύ όμορφος και μέσα και έξω, όμως δεν είχε καθόλου κίνηση. Μάλιστα μέχρι να πάμε τουαλέτα και να ετοιμαστούμε για την πορεία που είχαμε, είχε αδειάσει τελείως από κόσμο, και σχεδόν οι πόρτες είχαν κλείσει. Εννοείται ότι για να βγούμε περάσαμε από μία πολύ στενή πόρτα την οποία ελέγχουν οι αστυνομικοί. Ως τουρίστες που ήμασταν δεν ήταν πολύ τυπικοί και δεν πέρασαν τις τσάντες μας από τον έλεγχο των μηχανημάτων.
Ακριβώς απέναντι από τον σιδηροδρομικό σταθμό υπήρχε μία πλατεία μεγάλη με ένα μνημείο και πήγαμε για φωτογράφηση. Εκεί μας έπιασαν την κουβέντα δύο παιδιά εκ των οποίων το ένα μιλούσε καλούτσικα τα αγγλικά. Γενικά οι άνθρωποι μιλούν στους επισκέπτες και είναι πολύ φιλικοί με τους τουρίστες. Εννοείται ότι το παιδί που μου μίλησε μετά και ήθελε να βγάλει και φωτογραφία με το κινητό του μαζί μας.
Λίγο αργότερα έγινε το ίδιο πράγμα με έναν άλλον νεαρό γύρω στα 18, έξω από ένα τζαμί. Μάλιστα μου έκανε εντύπωση γιατί τον είχα δει με έναν φίλο του να κάνει γονυκλισίες στο τζαμί που είχαμε επισκεφτεί κι εμείς. Εκεί σκεφτόμουνα πως μπορεί να είναι αυτά τα παιδιά τόσο φανατικοί. Όμως όταν ήρθαν και μιλήσαμε φάνηκαν τελείως διαφορετικά άτομα. Ίσως εδώ καταφέρνουν και ξεχωρίζουν την θρησκεία από τις υπόλοιπες συμπεριφορές τους. Πάλι το ένα από τα δύο παιδιά μιλούσε πολύ καλά Αγγλικά και γενικώς σε αυτή την πόλη άκουσα αρκετούς να μιλάνε Αγγλικά. Και μάλιστα με αρκετά καλή προφορά. Αυτό το δεύτερο παιδί έξω από το τζαμί ήθελε να μας κάνει λίγο παρέα και με ρώτησε αν είμαι Travel blogger. Όταν του είπα όχι, για να μην τον απογοητεύσω τελείως συμπλήρωσα ότι έχω κανάλι στο YouTube, το οποίο αμέσως έψαξε στο κινητό του και με βρήκε. Εντυπωσιάστηκε αμέσως από τα αρκετά βίντεο από ξένες χώρες που έχω ανεβάσει. Μας χαιρέτησαν τα δύο παιδιά και έφυγαν.

Η διαδρομή μέχρι το ξενοδοχείο ενώ θα μπορούσε να είναι το πολύ μισή ώρα διήρκησε για μας περίπου δύο ώρες. Μας άρεσε που το Google μας έστελνε από κάποια στενά και έτσι βλέπαμε, εκτός από ωραία κτήρια και ιστορικά τζαμιά, κάποιες κατοικίες ντόπιων. Όχι ότι είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως αυτό είχανε στην πόλη αυτή. Και οι άλλες πόλεις ήταν έτσι. Δηλαδή εκτός από τις κεντρικές μεγάλες οδούς, είχανε στενά δρομάκια που περνούσαν συνέχεια αυτοκίνητα. Οι δρόμοι στις γειτονιές αυτές δεν ήταν καθόλου ευθείς, αλλά είχαν συνέχεια τροφές και υπήρχαν από μικρά μέχρι μεγάλα σπίτια, αλλά όχι υψηλά. Σπανίως έβλεπες σπίτι να έχει περισσότερο από ένα όροφο πέραν του ισογείου.


Υπήρχαν οι κεντρικοί δρόμοι, τους οποίους δεν ακλουθήσαμε για πολύ, οι οποίοι ήταν τεράστιοι αλλά άδειοι από κίνηση και με ελάχιστα αυτοκίνητα, τα οποία βέβαια όλα είναι Chevrolet που νομίζω τα κατασκευάζει Daewoo από την Κορέα. Το ξενοδοχείο μας ήταν και αυτό στον δεύτερο όροφο ενός μικρού κτηρίου και έχει μία δεκαριά δωμάτια. Το δωμάτιό μας δεν ήταν πολύ ευρύχωρο αλλά μία χαρά ήταν για τα 26 δολάρια που δίναμε τη βραδιά. Θεωρητικά βρισκόταν στο κέντρο της πόλης, μόνο που η πόλη δεν έχει κανένα ιδιαίτερο κέντρο. Περνάει ένας μεγάλος δρόμος έξω από το ξενοδοχείο και άλλος ένας κάθετος είναι λίγο παρακάτω. Και οι δύο αυτοί δρόμοι έχουν πολλά μαγαζιά διαφόρων ειδών. Μου άρεσαν αυτά που πουλούσαν χαλιά και τα είχαν απλωμένα στα πεζοδρόμια σε μεγάλες και ψηλές σκαλωσιές για να φαίνονται. Αμ’ τα άλλα που πουλούσαν το μυρωδάτο ψωμί με τρομερά σχέδια, τα πιο πολλά καμωμένα στο χέρι! Τέτοια ψωμιά είχε σε όλη τη χώρα.




Στο δωμάτιό μας ξεκουραστήκαμε για μία ωρίτσα, να πέσει και λίγο ο ήλιος και φύγαμε για να δούμε τα ενδιαφέροντα της πόλης. Πρώτα είχαμε το παλάτι Khudoyar-Khan Palace. Εννοείται ότι παντού πήγαμε με τα πόδια. Ήταν ένα υπέροχο παλάτι, ουσιαστικά πρέπει να ήταν μία μεντρέσα και πλήρωνες ένα μικρό εισιτήριο αλλά είχε πολλά πράγματα μέσα για να δεις. Είχε πολλά μικρά μουσεία με διάφορα θέματα πού για τόσο φθηνό εισιτήριο δεν υπήρχε πρόβλημα να τα δούμε στα γρήγορα. Το εισιτήριο ήταν 2,5 ευρώ το άτομο. Μέχρι να φτάσουμε στο παλάτι αυτό είχαμε περάσει από διάφορα άλλα σημεία της πόλης που είχαν αρκετό ενδιαφέρον. Και εννοώ είτε πάρκα είτε μέρη θρησκευτικού ενδιαφέροντος. Ένα από αυτά ήταν πολύ όμορφο και ήταν ο μεντρεσές του Kamal Kazi.



Οροφές:





Μετά από το παλάτι είπαμε να μην αρχίσουμε να γυρνάμε σε κάθε αξιοθέατο της πόλης που ανέφερε το Lonely Planet, γιατί θα ήταν κουραστικό. Προτιμήσαμε να πάμε σε ένα σημείο που ήταν τρία ή τέσσερα μέρη μαζεμένα και είχαν ενδιαφέρον. Το ένα ήταν ένα μεγάλο τζαμί και ταυτόχρονα μεντρεσές με το όνομα Narbutabey. Μάλιστα πετύχαμε και την ώρα της προσευχής. Εκείνη την ώρα που φεύγαμε εμείς έφευγε και ο κόσμος, που μάλλον ήταν μόνο άντρες. Βασικά σε όλα τα τζαμιά που πήγαμε ήταν μόνο άντρες. Παρόλα αυτά η Ντίνα έμπαινε μέσα αλλά δεν της έλεγαν τίποτα. Αφού έτσι κι αλλιώς δεν λένε κάτι άσχημο στους τουρίστες. Μόνο όταν είναι να πληρώσουν σε ένα κτήριο την είσοδο τους το λένε και στεναχωριούνται κιόλας που τους αναγκάζουν να πληρώσουν. Γι αυτό λένε όλοι ότι ο λαός αυτός είναι πολύ ευγενικός.


Τα άλλα σημεία που ήταν εκεί κοντά όμως δεν καταφέραμε να τα δούμε, αφού το ένα ήταν κοιμητήριο και δεν είχαμε καμία διάθεση να μπούμε μέσα. Όμως είχε κάποιους ιδιαίτερους τάφους που φαινόταν απ’ έξω και τους τραβήξαμε φωτογραφίες. Επίσης είχε μερικούς τύπους που πήγαιναν οι επισκέπτες και τους διάβαζαν κάτι σαν ευχές. Τα είδαμε και αλλού αυτά. Αφού δεν μπορούσαμε να δούμε κάτι άλλο πήραμε το δρόμο, αν και ήταν σχετικά νωρίς, για να πάμε στο ξενοδοχείο. Εκεί φάγαμε μερικά σταφύλια που είχαμε αγοράσει (60 λεπτά του ευρώ το κιλό) από ένα μαγαζί.

Όταν η ώρα πήγε 19:00, δηλαδή πάνω που άρχισε να νυχτώνει, βγήκαμε για να πάμε για φαγητό, αφού εκεί γύρω είχε πολλά μαγαζιά που έψηναν στα κάρβουνα σουβλάκια και κεμπάπ. Διαλέξαμε ένα τυπικό της περιοχής με πολλούς ντόπιους και καθίσαμε. Μόνο που πέσαμε φαίνεται σε όχι και τόσο ευγενικό άνθρωπο, ή εγώ πιστεύω ότι δεν κατάλαβε τι ακριβώς ήθελε η Ντίνα. Μάλλον νόμιζε ότι ακύρωσε την παραγγελία και έτσι ενώ εγώ είχα τελειώσει το φαγητό μου στην Ντίνα δεν είχε φέρει τίποτα. Όταν όμως του έκανε παράπονο εκείνος αμέσως της έφερε ένα κεμπάπ και μετά από λίγο και ένα σουβλάκι μοσχαρίσιο. Και ευτυχώς που έγινε έτσι γιατί άρεσαν πολύ στη Ντίνα (και δεν έμεινε νηστικιά) αλλά και σε μένα τα σουβλάκια. Ήταν πολύ φθηνότερα από την προηγούμενη βραδιά στην Τασκένδη, αφού δώσαμε μόνο 5 ευρώ και οι δύο μαζί. Όμως δεν πήραμε τίποτε άλλο παρά μόνο τα σουβλάκια και ένα ψωμί που μας το έφερε έτσι κι αλλιώς και ήταν και πολύ νόστιμο.


Βρήκα και παρέα, κάτι χωριανούς μου:

Εγώ όταν λέω για τα χρήματα λογαριάζω τα 10.000 δικά τους ίσα με ένα ευρώ, ενώ είναι περίπου τα 10.900 το ένα ευρώ. Τόσα μου έδινε το μηχάνημα με την κάρτα Revolut που χρησιμοποιούσα για να μην έχω μεγάλες προμήθειες από τις άλλες τράπεζες. Προς το τέλος του ταξιδιού όμως η ισοτιμία είχε πέσει πολύ εις βάρος του ευρώ και έφτασε σχεδόν ένα ευρώ να ισούται με 10.000 σουμ. Τα μηχανήματα δεν προτείνουν ανάληψη μεγάλων ποσών. Μέχρι 500.000 σουμ. Αργότερα πρόσεξα ότι αν του έλεγες ότι θέλεις άλλο ποσόν σου έλεγε ότι μπορείς να τραβήξεις μέχρι 4.000.000 σουμ. Η προμήθεια που έπαιρνε η ντόπια τράπεζα ήταν σταθερά 1,5%.
Η βραδιά δεν είχε κάτι άλλο. Με τόση κούραση δε γίνεται.