psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.095
- Likes
- 56.057
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
Μια πολύ μεγάλη νύχτα
Έχοντας διαπιστώσει ότι η γέφυρα περπατιέται όχι μόνο από κάτω αλλά και από το υψηλότερο επίπεδο ξεκινήσαμε τη διαδρομή της επιστροφής, λαμβάνοντας παράλληλα εξαιρετικές εικόνες:
Έπρεπε να δείξω βέβαια τη δέουσα προσοχή, μιας και τη διαδρομή αυτή μοιράζονται και τα τραμ εκτός από πεζούς, αφού εμένα μου άρεσε να πηγαινοέρχομαι για να έχω λήψεις και προς τις δύο κατευθύνσεις:
Τα φώτα της πανέμορφης πόλης άρχισαν να ανάβουν το ένα μετά το άλλο, χαρίζοντας μαγικές στιγμές σε όσους είχαμε το προνόμιο να βλέπουμε τα πάντα από τόσο ψηλά:
Όταν έπεσε για τα καλά πλέον η νύχτα αφήσαμε πίσω μας τη γέφυρα και το μοναστήρι, προχωρώντας στη νοητή ευθεία του δρόμου, που για ένα σημείο ήταν και πεζόδρομος:
Περάσαμε τον φωταγωγημένο καθεδρικό και ξεκινήσαμε να κατηφορίζουμε στρίβοντας αμέσως αριστερά πριν το σταθμό, συνεχίζοντας σε μικρότερα όμορφα και χωρίς οχλαγωγία δρομάκια, με τον κόσμο να κάθεται ευχάριστα στον εξωτερικό χώρο των καταστημάτων. Άνοιξη:
Οι καταστάσεις καθιστούσαν το φαγητό άκρως απαραίτητο, γι’ αυτό κι εγώ τσέκαρα στο χάρτη μια ταβέρνα που μου είχε κάνει εντύπωση κατά την αναζήτηση μου. Η διαδρομή όμως ήταν κάτι παραπάνω από γνωστή:
Το google μας οδηγούσε και πάλι εκεί που ήμασταν το πρωί, λίγο πριν το Miradouro da Vitória, στο οποίο βέβαια δε παρέλειψα να κατέβω για φωτογραφία:
Χωρίς να το μελετήσουμε ιδιαίτερα μιας και παραδόξως πεινούσαμε πολύ, μπήκαμε στο χώρο της τουριστικής όπως αποδείχτηκε ταβέρνας, πιάνοντας ένα τραπέζι:
Μη ξεχνιόμαστε, είχαμε σκοπό να φάμε το εθνικό φαγητό της χώρας, ένας από τους λόγους εξάλλου που είχαμε φτάσει ως εκεί, ωστόσο προείχε μια καυτή σούπα για εισαγωγή που θα μας βοηθούσε να στρώσουμε εκτός των άλλων.
Προσπέρασα το γεγονός ότι έφερε ένα μικρό ψωμάκι διά του δύο και αφιερώθηκα στο κυρίως, που ήταν εξαιρετικό, με μεγαλη δόση λαδιού όμως που μας έπεσε βαρύ. Το ψάρι όμως ήταν αρκετά καλομαγειρεμένο οφείλω να πω. Ήπιαμε τις μπυρίτσες μας, πληρώσαμε λιγότερο από 40€ κι αναχωρήσαμε για ξεκούραση και ανασύνταξη, περπατώντας και βλέποντας τις υπέροχες εικόνες του νυχτερινού Πόρτο:
Ο κόσμος είχε αρχίσει ήδη να κυκλοφορεί στα μπαράκια, δείγμα του τι θα ακολουθούσε ως τυπικό ανοιξιάτικο Σαββατόβραδο που ήταν:
Φτάσαμε στο πεζόδρομο βλέποντας κι εκεί συνωστισμό, μιας και δεν είχε πολλή ώρα που έκλεισαν οι αγορές, ανεβαίνοντας προς το διαμέρισμα:
Τι να κάνουμε, συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες αυτά, παιδιά είμαστε και παρασυρθήκαμε, ωστόσο εφόσον προλαβαίναμε λίγο ακόμα από νυχτερινή ζωή (έτσι νομίζαμε) ετοιμαστήκαμε τάχιστα βγαίνοντας έξω 1 τη νύχτα, ακολουθώντας τη γνωστή πλέον διαδρομή διαμέσου της πλατείας:
Σαββατόβραδο και όπως μπορείτε να δείτε επικρατούσε πανικός, λες και όλοι ήταν έξω, σε εικόνες που δεν απέχουν καθόλου από τη δική μας πραγματικότητα:
Πήραμε μια μπύρα (και ευτυχώς όχι cola) στο γνωστό μικρό μπαράκι ÀGÀF απέναντι από την εκκλησία Do Carmo, την οποία ήπιαμε έξω προκειμένου να συνέλθουμε λίγο από τον ύπνο και κατευθυνθήκαμε στο αγαπημένο μπαρ με το αγαπημένο τζουκ μποξ «Bar to be wild HD» που εκείνη την ώρα έπαιζε μουσικάρες!
Πίναμε τις μπυρίτσες μας όμορφα κι ωραία, όταν αποφασίζοντας να δοκιμάσω τη τύχη μου έριξα με τη σειρά μου ένα ευρώ στο μηχάνημα καρφώνοντας για κάποιο περίεργο λόγο στη λίστα το «afraid to shoot strangers» & το «The wizard» που ήθελα να ακούσω εκείνη τη στιγμή.
Βέβαια για άλλη μια φορά λογάριασα χωρίς το ξενοδόχο... Ήττα κι ένα ευρώ χαμένο, μιας και στις τρεις ακριβώς έκλεισαν οι μουσικές, άναψαν τα φώτα και σφραγίστηκε η πόρτα για να μη μπαίνει κανείς.
Τι κάνουμε τώρα αρχίσαμε ν’ αναρωτιόμαστε, με τα παιδιά να μας καθησυχάζουν ότι μπορούμε να πιούμε της μπύρες μας και να φύγουμε με την ησυχία μας. Πάλι καλά.
Εκείνη την ώρα όμως και μες την ησυχία, παρατήρησα έναν υπάλληλο – τσιράκι του μαγαζιού να πηγαίνει σε κάθε σταντ από εναπομείναντες πελάτες και να τους μοιράζει κάτι σαν βραχιολάκια, έτσι γεμάτος περιέργεια τον φώναξα προς το μέρος μας για να ρωτήσω.
Ροκ κλαμπ μαϊ φρεντ, του στριτς μπιλόου, όπεν αντίλ σιξ ο κλοκ, φρι έντρανς γουίθ δις!
Γίναμε φίλε, φωνάζω στο Νίκο, άπλωσε το χέρι σου. Έτσι λίγες στιγμές μετά, ανάμεσα σε μεθυσμένους αλλά όχι ενοχλητικούς Πορτογάλους, βρεθήκαμε να διαβαίνουμε τη πόρτα του «Tendinha Dos Clérigos» προκειμένου να εμβαθύνουμε ακόμα πιο πολύ στη νύχτα του Πόρτο:
Ένα rock club όνομα και πράγμα, με παλμό, κόσμο, καταπληκτική ροκ και όχι μόνο μουσική, χορό, ποτά και πολύ διασκεδαστική ατμόσφαιρα. Entertain us:
Οι ώρες περνούσαν όλο και πιο ευχάριστα, το αλκοόλ έρεε, το «six o’ clock» που μας είχαν πει ήρθε σα να μη συνέβη τίποτα, μιας και ούτε η μουσική σταμάτησε, ούτε ο χορός, ούτε οι παρευρισκόμενοι έλεγαν να ξεκουνηθούν. Ευτυχώς να λέμε που τελείωσαν τα λεφτά μας (σπουδαίο μέτρο προφύλαξης) και αναχωρήσαμε, ώρα επτά παρά τέταρτο το πρωί:
Γεμάτοι ως απάνω, ταλαιπωρημένοι, στριμωγμένοι, ιδρωμένοι, καπνισμένοι και τσαλαπατημένοι, ως είθισται σε τέτοια μέρη μα πάνω απ’ όλα ζωντανοί, κάτι που είχαμε να νιώσουμε 2 χρόνια τώρα, πήραμε το δρόμο της επιστροφής.
Μήπως η εκδρομή ήρθε τη καταλληλότερη στιγμή;
Έχοντας διαπιστώσει ότι η γέφυρα περπατιέται όχι μόνο από κάτω αλλά και από το υψηλότερο επίπεδο ξεκινήσαμε τη διαδρομή της επιστροφής, λαμβάνοντας παράλληλα εξαιρετικές εικόνες:


Έπρεπε να δείξω βέβαια τη δέουσα προσοχή, μιας και τη διαδρομή αυτή μοιράζονται και τα τραμ εκτός από πεζούς, αφού εμένα μου άρεσε να πηγαινοέρχομαι για να έχω λήψεις και προς τις δύο κατευθύνσεις:


Τα φώτα της πανέμορφης πόλης άρχισαν να ανάβουν το ένα μετά το άλλο, χαρίζοντας μαγικές στιγμές σε όσους είχαμε το προνόμιο να βλέπουμε τα πάντα από τόσο ψηλά:

Όταν έπεσε για τα καλά πλέον η νύχτα αφήσαμε πίσω μας τη γέφυρα και το μοναστήρι, προχωρώντας στη νοητή ευθεία του δρόμου, που για ένα σημείο ήταν και πεζόδρομος:



Περάσαμε τον φωταγωγημένο καθεδρικό και ξεκινήσαμε να κατηφορίζουμε στρίβοντας αμέσως αριστερά πριν το σταθμό, συνεχίζοντας σε μικρότερα όμορφα και χωρίς οχλαγωγία δρομάκια, με τον κόσμο να κάθεται ευχάριστα στον εξωτερικό χώρο των καταστημάτων. Άνοιξη:



Οι καταστάσεις καθιστούσαν το φαγητό άκρως απαραίτητο, γι’ αυτό κι εγώ τσέκαρα στο χάρτη μια ταβέρνα που μου είχε κάνει εντύπωση κατά την αναζήτηση μου. Η διαδρομή όμως ήταν κάτι παραπάνω από γνωστή:


Το google μας οδηγούσε και πάλι εκεί που ήμασταν το πρωί, λίγο πριν το Miradouro da Vitória, στο οποίο βέβαια δε παρέλειψα να κατέβω για φωτογραφία:

Χωρίς να το μελετήσουμε ιδιαίτερα μιας και παραδόξως πεινούσαμε πολύ, μπήκαμε στο χώρο της τουριστικής όπως αποδείχτηκε ταβέρνας, πιάνοντας ένα τραπέζι:


Μη ξεχνιόμαστε, είχαμε σκοπό να φάμε το εθνικό φαγητό της χώρας, ένας από τους λόγους εξάλλου που είχαμε φτάσει ως εκεί, ωστόσο προείχε μια καυτή σούπα για εισαγωγή που θα μας βοηθούσε να στρώσουμε εκτός των άλλων.

Προσπέρασα το γεγονός ότι έφερε ένα μικρό ψωμάκι διά του δύο και αφιερώθηκα στο κυρίως, που ήταν εξαιρετικό, με μεγαλη δόση λαδιού όμως που μας έπεσε βαρύ. Το ψάρι όμως ήταν αρκετά καλομαγειρεμένο οφείλω να πω. Ήπιαμε τις μπυρίτσες μας, πληρώσαμε λιγότερο από 40€ κι αναχωρήσαμε για ξεκούραση και ανασύνταξη, περπατώντας και βλέποντας τις υπέροχες εικόνες του νυχτερινού Πόρτο:

Ο κόσμος είχε αρχίσει ήδη να κυκλοφορεί στα μπαράκια, δείγμα του τι θα ακολουθούσε ως τυπικό ανοιξιάτικο Σαββατόβραδο που ήταν:


Φτάσαμε στο πεζόδρομο βλέποντας κι εκεί συνωστισμό, μιας και δεν είχε πολλή ώρα που έκλεισαν οι αγορές, ανεβαίνοντας προς το διαμέρισμα:


- Λοιπόν, είναι σχεδόν 9, μια ώρα relax και βγαίνουμε, μη χάσουμε τη νύχτα. Βάζω και ξυπνητήρι σε περίπτωση που γίνει καμιά στραβή.
- Έγινε!
- …
Τι να κάνουμε, συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες αυτά, παιδιά είμαστε και παρασυρθήκαμε, ωστόσο εφόσον προλαβαίναμε λίγο ακόμα από νυχτερινή ζωή (έτσι νομίζαμε) ετοιμαστήκαμε τάχιστα βγαίνοντας έξω 1 τη νύχτα, ακολουθώντας τη γνωστή πλέον διαδρομή διαμέσου της πλατείας:


Σαββατόβραδο και όπως μπορείτε να δείτε επικρατούσε πανικός, λες και όλοι ήταν έξω, σε εικόνες που δεν απέχουν καθόλου από τη δική μας πραγματικότητα:

Πήραμε μια μπύρα (και ευτυχώς όχι cola) στο γνωστό μικρό μπαράκι ÀGÀF απέναντι από την εκκλησία Do Carmo, την οποία ήπιαμε έξω προκειμένου να συνέλθουμε λίγο από τον ύπνο και κατευθυνθήκαμε στο αγαπημένο μπαρ με το αγαπημένο τζουκ μποξ «Bar to be wild HD» που εκείνη την ώρα έπαιζε μουσικάρες!

Πίναμε τις μπυρίτσες μας όμορφα κι ωραία, όταν αποφασίζοντας να δοκιμάσω τη τύχη μου έριξα με τη σειρά μου ένα ευρώ στο μηχάνημα καρφώνοντας για κάποιο περίεργο λόγο στη λίστα το «afraid to shoot strangers» & το «The wizard» που ήθελα να ακούσω εκείνη τη στιγμή.
Βέβαια για άλλη μια φορά λογάριασα χωρίς το ξενοδόχο... Ήττα κι ένα ευρώ χαμένο, μιας και στις τρεις ακριβώς έκλεισαν οι μουσικές, άναψαν τα φώτα και σφραγίστηκε η πόρτα για να μη μπαίνει κανείς.
Τι κάνουμε τώρα αρχίσαμε ν’ αναρωτιόμαστε, με τα παιδιά να μας καθησυχάζουν ότι μπορούμε να πιούμε της μπύρες μας και να φύγουμε με την ησυχία μας. Πάλι καλά.
Εκείνη την ώρα όμως και μες την ησυχία, παρατήρησα έναν υπάλληλο – τσιράκι του μαγαζιού να πηγαίνει σε κάθε σταντ από εναπομείναντες πελάτες και να τους μοιράζει κάτι σαν βραχιολάκια, έτσι γεμάτος περιέργεια τον φώναξα προς το μέρος μας για να ρωτήσω.
Ροκ κλαμπ μαϊ φρεντ, του στριτς μπιλόου, όπεν αντίλ σιξ ο κλοκ, φρι έντρανς γουίθ δις!

Γίναμε φίλε, φωνάζω στο Νίκο, άπλωσε το χέρι σου. Έτσι λίγες στιγμές μετά, ανάμεσα σε μεθυσμένους αλλά όχι ενοχλητικούς Πορτογάλους, βρεθήκαμε να διαβαίνουμε τη πόρτα του «Tendinha Dos Clérigos» προκειμένου να εμβαθύνουμε ακόμα πιο πολύ στη νύχτα του Πόρτο:

Ένα rock club όνομα και πράγμα, με παλμό, κόσμο, καταπληκτική ροκ και όχι μόνο μουσική, χορό, ποτά και πολύ διασκεδαστική ατμόσφαιρα. Entertain us:

Οι ώρες περνούσαν όλο και πιο ευχάριστα, το αλκοόλ έρεε, το «six o’ clock» που μας είχαν πει ήρθε σα να μη συνέβη τίποτα, μιας και ούτε η μουσική σταμάτησε, ούτε ο χορός, ούτε οι παρευρισκόμενοι έλεγαν να ξεκουνηθούν. Ευτυχώς να λέμε που τελείωσαν τα λεφτά μας (σπουδαίο μέτρο προφύλαξης) και αναχωρήσαμε, ώρα επτά παρά τέταρτο το πρωί:

Γεμάτοι ως απάνω, ταλαιπωρημένοι, στριμωγμένοι, ιδρωμένοι, καπνισμένοι και τσαλαπατημένοι, ως είθισται σε τέτοια μέρη μα πάνω απ’ όλα ζωντανοί, κάτι που είχαμε να νιώσουμε 2 χρόνια τώρα, πήραμε το δρόμο της επιστροφής.

Μήπως η εκδρομή ήρθε τη καταλληλότερη στιγμή;
Last edited: