art
Member
- Μηνύματα
- 27
- Likes
- 368
- Επόμενο Ταξίδι
- Ghana
- Ταξίδι-Όνειρο
- Νησί του Πάσχα
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2 - Δυτική Παπούα - Raja Ampat
- Κεφάλαιο 2 - (συνέχεια)
- Έξτρα πληροφορίες για Raja Ampat
- Κεφάλαιο 3 - Νησί Sulawesi
- Sulawesi
- Sulawesi (2)
- Sulawesi (3)
- Sulawesi (4)
- Sulawesi (5)
- Τελευταία μέρα στο Sulawesi
- Κεφάλαιο 4 - Νησί Βόρνεο
- Βόρνεο (2)
- Βόρνεο (3)
- Βόρνεο (4)
- Videos απο Βόρνεο
- Βόρνεο (5)
- Επίλογος
5η μέρα στο Sulawesi
Βρισκόμαστε στο νοτιότερο άκρο του νησιού και ο λόγος που φτάσαμε ως εδώ είναι να πάρουμε το 9ωρο νυχτερινό λεωφορείο με προορισμό την ορεινή Tana Toraja. Επειδή όμως προβλέπεται ταλαιπωρία και στο χωριό που θα διαμένουμε δεν υπάρχουν ανέσεις, αναγκαζόμαστε να κάνουμε μια τροποποίηση στο πρόγραμμα: αφαιρούμε δυστυχώς μια μέρα από Tana Toraja και διανυκτερεύουμε ένα βράδυ στην πρωτεύουσα, σε άνετο ξενοδοχείο με στόχο να συνέλθω. Μάλιστα πηγαίνουμε σε γιατρό, που μου γράφει αντιπυρετικά και βιταμίνες για γρήγορη ανάρρωση.
Το απογευματάκι της επόμενης μέρας καταφθάνουμε στον σταθμό λεωφορείων λίγο αγχωμένοι για το αν θα βγάλουμε άκρη με λεωφορεία κ εισιτήρια, καθώς δεν έχουμε καταφέρει να βρούμε σχετικές πληροφορίες ούτε online, ούτε μας διαφώτισε όποιος ρωτήσαμε. Ευτυχώς, με το που πατάμε το πόδι μας έξω από το ταξί, μας εντοπίζει ένας από τους “κράχτες” – πωλητές εισιτηρίων και μας πασάρει κάποιες θέσεις σε ένα από τα βραδινά λεωφορεία για Rantepao (=το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής Tana Toraja).
Η αναμονή στον σταθμό είναι μακρά, αλλά τουλάχιστον έχουμε παρεούλα κάποιες ναζιάρες γάτες του σταθμού. Ο σταθμός είναι σχεδόν ερημικός, χωρίς φωνές και κόσμο, παρόλο που είναι τεράστιος. Όταν καταφθάνει επιτέλους το λεωφορείο μας, επιβιβαζόμαστε σε άνετα καθίσματα που «πέφτουν» σαν κρεβάτια και είναι εξοπλισμένα με μαξιλάρια και κουβέρτες. Παρόλα αυτά η διαδρομή είναι δύσκολη και καθόλου άνετη, αφού θυμίζει τρενάκι του λούνα παρκ με τόσες στροφές και λακκούβες. Προσωπικά, στο καραβάκι στα raja ampat ένιωσα πολύ πιο άνετα.
Μετά τον άθλο της 9ωρης διαδρομής σε ελικοειδή άθλιο δρόμο, αποβιβαζόμαστε σε κεντρικό σημείο του χωριού Rantepao, σε απόλυτο σκοτάδι - η ώρα είναι 4. Βρίσκουμε εύκολα ταξί, το οποίο μας μεταφέρει σε γειτονικό, ακόμα πιο μικρό χωριό, όπου βρίσκεται το homestay που θα περάσουμε τα επόμενα βράδια.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
6η μέρα στο Sulawesi
Το homestay είναι σαν βγαλμένο από καρτ ποστάλ: παραδοσιακές ξύλινες κατασκευές Tongkonan** παρατεταγμένες η μια δίπλα στην άλλη, με τις εντυπωσιακές τους στέγες και με περίτεχνες χρωματιστές και ανάγλυφες διακοσμήσεις. Ανάμεσά τους εκτείνεται μια μεγάλη αυλή, όπου στέκεται αγέρωχο ένα λευκο - γκρι buffalo. Ακόμα κι αυτό μας κοιτάει απορημένο που φτάσαμε τόσο νωρίς, δεν κυκλοφορεί ψυχή τέτοια ώρα. Δεν έχουμε ιδέα πού βρίσκεται η ιδιοκτήτρια, μάλλον κοιμάται παρόλο που έχουμε ενημερώσει για την άφιξή μας.
**Αρχιτεκτονικός όρος, πρόκειται για τα παραδοσιακά σπίτια της ευρύτερης περιοχής Tana Toraja κατασκευασμένα από ξύλο και μπαμπού. Είναι φημισμένα σε όλη την Ινδονησία ως σημαντικό κομμάτι της ινδονησιακής αρχιτεκτονικής και πολιτιστικής κληρονομιάς.
Το κάτω τμήμα τους είναι υπερυψωμένο αλλά ανοιχτό, στηριζόμενο σε κολώνες, ενώ το πάνω περίκλειστο, συνήθως χωρίς καν παράθυρα. Η στέγη είναι χαρακτηριστική και επιβλητική, με μορφή που θυμίζει καράβι, ενώ άλλη θεωρία συσχετίζει το σχήμα της με τα κέρατα του buffalo, ιερού ζώου της περιοχής με πρωταγωνιστικό ρόλο στα ταφικά έθιμα. Η παραδοσιακή ινδονησιακή οικογένεια συνήθως περιλαμβάνει πολλά μέλη -παππούδες, γονείς – θείους – παιδιά κτλ. που ζουν όλοι μαζί, επομένως κάθε οικογενειακό συγκρότημα περιλαμβάνει πολλά επιμέρους «σπιτάκια». Ίσως σε μερικά από αυτά να κρύβονται και κάποιες εκπλήξεις..
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ξαφνικά κάνει την εμφάνισή της μια γλυκιά ινδονήσια μεγάλης ηλικίας και μας οδηγεί στο βάθος, μετά τις κατασκευές Tongkonan σε ένα διαφορετικού τύπου μεγάλο ξύλινο σπίτι, όπου μας καλεί να μπούμε μέσα, αφού βγάλουμε τα παπούτσια μας. Το σπίτι αυτό είναι διώροφο, έχει συνηθισμένη δίρριχτη στέγη και στη μέση αυτής την εμβληματική στέγη – καράβι. Το εσωτερικό του σπιτιού δείχνει φτωχικό και παρατημένο στο ισόγειο, αλλά καθώς ανεβαίνουμε την εσωτερική τσιμεντένια σκάλα, φαίνεται να αλλάζει τελείως το σκηνικό: ο επάνω όροφος είναι διακοσμημένος με απίστευτο γούστο σε hippie στυλ με πανιά στην οροφή, ξύλινα vintage έπιπλα, κουνιστή πολυθρόνα, πολύχρωμα φωτιστικά. To χαριτωμένο ξύλινο μπαλκονάκι με την μακραμέ κούνια και με θέα σε όλο το οικογενειακό συγκρότημα σύντομα έγινε το αγαπημένο μου στέκι.
Για την ώρα όμως η “ibu” (=κυρία) μας συμβουλεύει να μπούμε όσο πιο ήσυχα μπορούμε στο δωμάτιό μας για να μην ξυπνήσουμε τους υπόλοιπους επισκέπτες που κοιμούνται. Το δωμάτιο περιλαμβάνει κυριολεκτικά μόνο ένα στρώμα με κουνουπιέρα και ένα ξύλινο ράφι. Οι εσωτερικοί τοίχοι είναι από ξύλο και έχουν χαμηλό ύψος (δεν φτάνουν ως την στέγη), επίσης το “παράθυρο” είναι απλά μια τετράγωνη τρύπα χωρίς κούφωμα ή τζάμι. Το μόνο που μας νοιάζει όμως είναι να κοιμηθούμε επιτέλους σε στρώμα, έστω κι αν αυτό είναι στο πάτωμα!
Ξυπνάω απότομα από δυνατά γέλια και φωνές σε μια κακόηχη γλώσσα.. Απ’ ότι φαίνεται οι επισκέπτες που τόσο προσέξαμε να μην ξυπνήσουμε είναι αρκετά φασαριόζοι. Προσπαθούμε να κοιμηθούμε λίγο ακόμα, αλλά μάταιο, οι τοίχοι μοιάζουν να είναι χάρτινοι. Ακριβώς έξω από το δωμάτιό μας βρίσκεται ο κοινός χώρος του σαλονιού κ τραπεζαρίας όπου αράζουν χαλαρά δύο νεαρά ζευγάρια Γερμανών. Μας συστήνονται στα αγγλικά και αρχίζουν την κουβέντα. Το ένα ζευγάρι έχει ήδη περάσει κάποιες μέρες εδώ και φεύγει αύριο, ενώ το άλλο ενδιαφέρεται να μας ακολουθήσει σε εκδρομή – ξενάγηση που κανονίζουμε να κάνουμε με οδηγό την οικοδέσποινα του homestay.
Κατά φωνή, η Meyske καταφθάνει για να μας σερβίρει φαγητό και μας ανακοινώνει ότι θέλει να μας μιλήσει. Η οικοδέσποινα εκπέμπει μια περίεργη αύρα, είναι από τις μορφές που δεν ξεχνάς εύκολα. Ξαφνιάζομαι όταν τη βλέπω, είναι διαφορετική από τις ινδονήσιες που είχα έως τώρα στο μυαλό μου: όχι μόνο δεν βγάζει την -συχνά υπερβολική- ασιατική ευγένεια, αλλά είναι δυναμική και αυταρχική με έντονη προσωπικότητα. Σχεδόν μας διατάζει να σταματήσουμε ό τι κάνουμε και να την ακούσουμε: δεν συμφωνεί με την επιλογή μας για μονοήμερο tour, καθώς χρειάζεται όπως λέει τουλάχιστον 2 γεμάτες ημέρες ξενάγησης για να μας εξηγήσει τα βασικά στοιχεία της πλούσιας κουλτούρας, τα ήδη και έθιμα της φυλής τους. Μας ρωτάει μάλιστα αν είναι εφικτή η αλλαγή προγράμματός μας και η προσθήκη άλλης μια ημέρας διαμονής εκεί.
Τόσο εμείς όσο και το ζευγάρι Γερμανών δυσανασχετούμε με την αντίδρασή της και της εξηγούμε ότι το πρόγραμμά μας είναι αδύνατο να αλλάξει, γι’ αυτό και έχουμε κλείσει το μονοήμερο tour μαζί της πολύ καιρό πριν..!
Αφού μας το παίζει λίγο δύσκολη, εν τέλει συμφωνεί να κάνουμε το μονοήμερο tour την επόμενη κιόλας ημέρα οι τέσσερίς μας και η Meyske.
Μετά την αντιπαράθεση, το άλλο ζευγάρι Γερμανών μας λέει πως χάρηκαν πολύ που ήρθαμε σε συμφωνία καθώς το tour με την συγκεκριμένη ξεναγό είναι το καλύτερο που έχουν κάνει στην Ινδονησία και, παρά την υπερβολική τιμή του, είναι κάτι το ξεχωριστό. Από ότι μας λένε, τα παιδιά αυτά κάνουν ουσιαστικά το πρόγραμμα που θέλαμε αρχικά να κάνουμε κι εμείς, αλλά δεν είχαμε τον απαραίτητο χρόνο: διασχίζουν οδικώς όλο το νησί από το επάνω άκρο (Manado) έως την πρωτεύουσα (Makassar) στον νότο. Μάλιστα πέρασαν λίγες μέρες στα υπέροχα τροπικά νησάκια Togean, που βρίσκονται ανάμεσα στα “πλοκάμια” του νησιού…μας επιβεβαιώνουν τις καλύτερες εντυπώσεις για αυτά!
Η ώρα όμως περνάει και δε θέλουμε να πάει χαμένη η πρώτη μας μέρα, παρά την κούραση. Ξεκινάμε την εξερεύνηση του χωριού με περίπατο, καθώς μας είπαν για ένα τέλειο μονοπάτι μέσα στους ορυζώνες που οδηγεί σε γραφικές γειτονιές και σε έναν λόφο όπου μπορείς να δεις το ηλιοβασίλεμα. Όντως το μονοπάτι είναι υπέροχο, περπατάμε μέσα στην εξοχή σε απόλυτη ηρεμία, οι μόνοι που συναντάμε στο δρόμο μας είναι τα παιδάκια ενός κοντινού σχολείου, 2-3 σκύλοι, μερικές πάπιες μέσα στα ρύζια και αρκετά buffalos, που είτε τρώνε χόρτα είτε απολαμβάνουν λασπόλουτρα.
Συνειδητοποιούμε όμως ότι έχουμε ώρες να φάμε και για να βρούμε εστιατόριο θα πρέπει να πάμε στο Rantepao, το κεντρικό χωριό της περιοχής.
Ο τρόπος για να πάμε εκεί είναι περίεργος για εμάς αλλά θα ακολουθήσουμε τις οδηγίες της Meyske: σηκώνουμε το χέρι μας σαν να κάνουμε οτοστόπ και θα σταματήσει λέει όποιο αμάξι λειτουργεί ως “λεωφορείο”.. μας εξήγησε ότι οπτικά θα δείχνει σαν κοινό αμάξι, αλλά ουσιαστικά κάνει τη δουλειά του λεωφορείου, δηλαδή μπορεί να σταματήσει να παραλάβει κι άλλους, πάει μόνο στο κέντρο του Rantepao και η ταρίφα είναι φιξ. Προς μεγάλη μου έκπληξη, δεν προλαβαίνω να σηκώσω το χέρι μου και σταματάει ένα 6θέσιο αμάξι για να μας παραλάβει. Δεν ρωτάει πού πάμε, αλλά όντως μετά από 20-30 λεπτά φτάνουμε στο γνώριμο κεντρικό σημείο. Από εκεί περπατάμε, αρχικά για να βρούμε atm και στη συνέχεια για να βρούμε επιτέλους ένα ωραίο μέρος να φάμε.
Πράγματι το εστιατόριο που επιλέξαμε είναι τέλειο και καταφέρνω μετά από τόσες μέρες νηστείας να φάω λίγο σαν άνθρωπος! Ο Η. επιλέγει να δοκιμάσει buffalo, δεν γνωρίζουμε τότε ότι μόνο το συγκεκριμένο μαγαζί το σερβίρει σαν σπεσιαλιτέ, πάντως δοκιμάζω κι εγώ και είναι πεντανόστιμο. Όταν αποφασίζουμε να επιστρέψουμε συνειδητοποιούμε πως η Μeyske μας είχε δώσει κι άλλο ένα τιπ: τα “λεωφορεία” δουλεύουν μόνο μέχρι τη δύση του ηλίου… Άρα πώς θα γυρίσουμε? Δεν μπορεί, θα υπάρχει κάποιο κανονικό ταξί!
Μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες, το μόνο μεταφορικό μέσο που βρίσκουμε για να μας επιστρέψει στο γραφικό χωριουδάκι μας είναι ένα είδος tuk tuk, με παράξενη μορφή, καθώς ο κυριούλης με το ξεχαρβαλωμένο μηχανάκι βρίσκεται πίσω και η “άμαξα” για τους επιβάτες βρίσκεται μπροστά του, οι θέσεις μάλιστα κοιτούν προς το δρόμο.. Απορώ πώς βλέπει τον δρόμο ο οδηγός μας και παράλληλα νιώθω άσχημα που μας σέρνει με το μηχανάκι! Όμως δεν έχουμε άλλη επιλογή και στο κάτω κάτω ο τύπος παρακαλούσε ώρα να μας παραλάβει. Ισχυρίζεται ότι είναι η δουλειά του και του αρέσει, μάλιστα γελάει που φοβάμαι στις λακκούβες και με κοροϊδεύει.
Δυστυχώς δεν βγάλαμε φωτογραφία το όχημα, αλλά κατάφερα με δυσκολία να βρω μια όχι τόσο καλή φωτό στο ίντερνετ (είναι όντως από Rantepao).
Ο γλυκύτατος κύριος μας επιστρέφει σώους στον ξενώνα μας και πέφτουμε αμέσως για ύπνο, καθώς έχουμε πρωινό ξύπνημα την επομένη για το πολυαναμενόμενο tour.
Βρισκόμαστε στο νοτιότερο άκρο του νησιού και ο λόγος που φτάσαμε ως εδώ είναι να πάρουμε το 9ωρο νυχτερινό λεωφορείο με προορισμό την ορεινή Tana Toraja. Επειδή όμως προβλέπεται ταλαιπωρία και στο χωριό που θα διαμένουμε δεν υπάρχουν ανέσεις, αναγκαζόμαστε να κάνουμε μια τροποποίηση στο πρόγραμμα: αφαιρούμε δυστυχώς μια μέρα από Tana Toraja και διανυκτερεύουμε ένα βράδυ στην πρωτεύουσα, σε άνετο ξενοδοχείο με στόχο να συνέλθω. Μάλιστα πηγαίνουμε σε γιατρό, που μου γράφει αντιπυρετικά και βιταμίνες για γρήγορη ανάρρωση.
Το απογευματάκι της επόμενης μέρας καταφθάνουμε στον σταθμό λεωφορείων λίγο αγχωμένοι για το αν θα βγάλουμε άκρη με λεωφορεία κ εισιτήρια, καθώς δεν έχουμε καταφέρει να βρούμε σχετικές πληροφορίες ούτε online, ούτε μας διαφώτισε όποιος ρωτήσαμε. Ευτυχώς, με το που πατάμε το πόδι μας έξω από το ταξί, μας εντοπίζει ένας από τους “κράχτες” – πωλητές εισιτηρίων και μας πασάρει κάποιες θέσεις σε ένα από τα βραδινά λεωφορεία για Rantepao (=το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής Tana Toraja).
Η αναμονή στον σταθμό είναι μακρά, αλλά τουλάχιστον έχουμε παρεούλα κάποιες ναζιάρες γάτες του σταθμού. Ο σταθμός είναι σχεδόν ερημικός, χωρίς φωνές και κόσμο, παρόλο που είναι τεράστιος. Όταν καταφθάνει επιτέλους το λεωφορείο μας, επιβιβαζόμαστε σε άνετα καθίσματα που «πέφτουν» σαν κρεβάτια και είναι εξοπλισμένα με μαξιλάρια και κουβέρτες. Παρόλα αυτά η διαδρομή είναι δύσκολη και καθόλου άνετη, αφού θυμίζει τρενάκι του λούνα παρκ με τόσες στροφές και λακκούβες. Προσωπικά, στο καραβάκι στα raja ampat ένιωσα πολύ πιο άνετα.
Μετά τον άθλο της 9ωρης διαδρομής σε ελικοειδή άθλιο δρόμο, αποβιβαζόμαστε σε κεντρικό σημείο του χωριού Rantepao, σε απόλυτο σκοτάδι - η ώρα είναι 4. Βρίσκουμε εύκολα ταξί, το οποίο μας μεταφέρει σε γειτονικό, ακόμα πιο μικρό χωριό, όπου βρίσκεται το homestay που θα περάσουμε τα επόμενα βράδια.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
6η μέρα στο Sulawesi
Το homestay είναι σαν βγαλμένο από καρτ ποστάλ: παραδοσιακές ξύλινες κατασκευές Tongkonan** παρατεταγμένες η μια δίπλα στην άλλη, με τις εντυπωσιακές τους στέγες και με περίτεχνες χρωματιστές και ανάγλυφες διακοσμήσεις. Ανάμεσά τους εκτείνεται μια μεγάλη αυλή, όπου στέκεται αγέρωχο ένα λευκο - γκρι buffalo. Ακόμα κι αυτό μας κοιτάει απορημένο που φτάσαμε τόσο νωρίς, δεν κυκλοφορεί ψυχή τέτοια ώρα. Δεν έχουμε ιδέα πού βρίσκεται η ιδιοκτήτρια, μάλλον κοιμάται παρόλο που έχουμε ενημερώσει για την άφιξή μας.


**Αρχιτεκτονικός όρος, πρόκειται για τα παραδοσιακά σπίτια της ευρύτερης περιοχής Tana Toraja κατασκευασμένα από ξύλο και μπαμπού. Είναι φημισμένα σε όλη την Ινδονησία ως σημαντικό κομμάτι της ινδονησιακής αρχιτεκτονικής και πολιτιστικής κληρονομιάς.
Το κάτω τμήμα τους είναι υπερυψωμένο αλλά ανοιχτό, στηριζόμενο σε κολώνες, ενώ το πάνω περίκλειστο, συνήθως χωρίς καν παράθυρα. Η στέγη είναι χαρακτηριστική και επιβλητική, με μορφή που θυμίζει καράβι, ενώ άλλη θεωρία συσχετίζει το σχήμα της με τα κέρατα του buffalo, ιερού ζώου της περιοχής με πρωταγωνιστικό ρόλο στα ταφικά έθιμα. Η παραδοσιακή ινδονησιακή οικογένεια συνήθως περιλαμβάνει πολλά μέλη -παππούδες, γονείς – θείους – παιδιά κτλ. που ζουν όλοι μαζί, επομένως κάθε οικογενειακό συγκρότημα περιλαμβάνει πολλά επιμέρους «σπιτάκια». Ίσως σε μερικά από αυτά να κρύβονται και κάποιες εκπλήξεις..

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ξαφνικά κάνει την εμφάνισή της μια γλυκιά ινδονήσια μεγάλης ηλικίας και μας οδηγεί στο βάθος, μετά τις κατασκευές Tongkonan σε ένα διαφορετικού τύπου μεγάλο ξύλινο σπίτι, όπου μας καλεί να μπούμε μέσα, αφού βγάλουμε τα παπούτσια μας. Το σπίτι αυτό είναι διώροφο, έχει συνηθισμένη δίρριχτη στέγη και στη μέση αυτής την εμβληματική στέγη – καράβι. Το εσωτερικό του σπιτιού δείχνει φτωχικό και παρατημένο στο ισόγειο, αλλά καθώς ανεβαίνουμε την εσωτερική τσιμεντένια σκάλα, φαίνεται να αλλάζει τελείως το σκηνικό: ο επάνω όροφος είναι διακοσμημένος με απίστευτο γούστο σε hippie στυλ με πανιά στην οροφή, ξύλινα vintage έπιπλα, κουνιστή πολυθρόνα, πολύχρωμα φωτιστικά. To χαριτωμένο ξύλινο μπαλκονάκι με την μακραμέ κούνια και με θέα σε όλο το οικογενειακό συγκρότημα σύντομα έγινε το αγαπημένο μου στέκι.

Για την ώρα όμως η “ibu” (=κυρία) μας συμβουλεύει να μπούμε όσο πιο ήσυχα μπορούμε στο δωμάτιό μας για να μην ξυπνήσουμε τους υπόλοιπους επισκέπτες που κοιμούνται. Το δωμάτιο περιλαμβάνει κυριολεκτικά μόνο ένα στρώμα με κουνουπιέρα και ένα ξύλινο ράφι. Οι εσωτερικοί τοίχοι είναι από ξύλο και έχουν χαμηλό ύψος (δεν φτάνουν ως την στέγη), επίσης το “παράθυρο” είναι απλά μια τετράγωνη τρύπα χωρίς κούφωμα ή τζάμι. Το μόνο που μας νοιάζει όμως είναι να κοιμηθούμε επιτέλους σε στρώμα, έστω κι αν αυτό είναι στο πάτωμα!
Ξυπνάω απότομα από δυνατά γέλια και φωνές σε μια κακόηχη γλώσσα.. Απ’ ότι φαίνεται οι επισκέπτες που τόσο προσέξαμε να μην ξυπνήσουμε είναι αρκετά φασαριόζοι. Προσπαθούμε να κοιμηθούμε λίγο ακόμα, αλλά μάταιο, οι τοίχοι μοιάζουν να είναι χάρτινοι. Ακριβώς έξω από το δωμάτιό μας βρίσκεται ο κοινός χώρος του σαλονιού κ τραπεζαρίας όπου αράζουν χαλαρά δύο νεαρά ζευγάρια Γερμανών. Μας συστήνονται στα αγγλικά και αρχίζουν την κουβέντα. Το ένα ζευγάρι έχει ήδη περάσει κάποιες μέρες εδώ και φεύγει αύριο, ενώ το άλλο ενδιαφέρεται να μας ακολουθήσει σε εκδρομή – ξενάγηση που κανονίζουμε να κάνουμε με οδηγό την οικοδέσποινα του homestay.
Κατά φωνή, η Meyske καταφθάνει για να μας σερβίρει φαγητό και μας ανακοινώνει ότι θέλει να μας μιλήσει. Η οικοδέσποινα εκπέμπει μια περίεργη αύρα, είναι από τις μορφές που δεν ξεχνάς εύκολα. Ξαφνιάζομαι όταν τη βλέπω, είναι διαφορετική από τις ινδονήσιες που είχα έως τώρα στο μυαλό μου: όχι μόνο δεν βγάζει την -συχνά υπερβολική- ασιατική ευγένεια, αλλά είναι δυναμική και αυταρχική με έντονη προσωπικότητα. Σχεδόν μας διατάζει να σταματήσουμε ό τι κάνουμε και να την ακούσουμε: δεν συμφωνεί με την επιλογή μας για μονοήμερο tour, καθώς χρειάζεται όπως λέει τουλάχιστον 2 γεμάτες ημέρες ξενάγησης για να μας εξηγήσει τα βασικά στοιχεία της πλούσιας κουλτούρας, τα ήδη και έθιμα της φυλής τους. Μας ρωτάει μάλιστα αν είναι εφικτή η αλλαγή προγράμματός μας και η προσθήκη άλλης μια ημέρας διαμονής εκεί.
Τόσο εμείς όσο και το ζευγάρι Γερμανών δυσανασχετούμε με την αντίδρασή της και της εξηγούμε ότι το πρόγραμμά μας είναι αδύνατο να αλλάξει, γι’ αυτό και έχουμε κλείσει το μονοήμερο tour μαζί της πολύ καιρό πριν..!
Αφού μας το παίζει λίγο δύσκολη, εν τέλει συμφωνεί να κάνουμε το μονοήμερο tour την επόμενη κιόλας ημέρα οι τέσσερίς μας και η Meyske.
Μετά την αντιπαράθεση, το άλλο ζευγάρι Γερμανών μας λέει πως χάρηκαν πολύ που ήρθαμε σε συμφωνία καθώς το tour με την συγκεκριμένη ξεναγό είναι το καλύτερο που έχουν κάνει στην Ινδονησία και, παρά την υπερβολική τιμή του, είναι κάτι το ξεχωριστό. Από ότι μας λένε, τα παιδιά αυτά κάνουν ουσιαστικά το πρόγραμμα που θέλαμε αρχικά να κάνουμε κι εμείς, αλλά δεν είχαμε τον απαραίτητο χρόνο: διασχίζουν οδικώς όλο το νησί από το επάνω άκρο (Manado) έως την πρωτεύουσα (Makassar) στον νότο. Μάλιστα πέρασαν λίγες μέρες στα υπέροχα τροπικά νησάκια Togean, που βρίσκονται ανάμεσα στα “πλοκάμια” του νησιού…μας επιβεβαιώνουν τις καλύτερες εντυπώσεις για αυτά!
Η ώρα όμως περνάει και δε θέλουμε να πάει χαμένη η πρώτη μας μέρα, παρά την κούραση. Ξεκινάμε την εξερεύνηση του χωριού με περίπατο, καθώς μας είπαν για ένα τέλειο μονοπάτι μέσα στους ορυζώνες που οδηγεί σε γραφικές γειτονιές και σε έναν λόφο όπου μπορείς να δεις το ηλιοβασίλεμα. Όντως το μονοπάτι είναι υπέροχο, περπατάμε μέσα στην εξοχή σε απόλυτη ηρεμία, οι μόνοι που συναντάμε στο δρόμο μας είναι τα παιδάκια ενός κοντινού σχολείου, 2-3 σκύλοι, μερικές πάπιες μέσα στα ρύζια και αρκετά buffalos, που είτε τρώνε χόρτα είτε απολαμβάνουν λασπόλουτρα.

Συνειδητοποιούμε όμως ότι έχουμε ώρες να φάμε και για να βρούμε εστιατόριο θα πρέπει να πάμε στο Rantepao, το κεντρικό χωριό της περιοχής.
Ο τρόπος για να πάμε εκεί είναι περίεργος για εμάς αλλά θα ακολουθήσουμε τις οδηγίες της Meyske: σηκώνουμε το χέρι μας σαν να κάνουμε οτοστόπ και θα σταματήσει λέει όποιο αμάξι λειτουργεί ως “λεωφορείο”.. μας εξήγησε ότι οπτικά θα δείχνει σαν κοινό αμάξι, αλλά ουσιαστικά κάνει τη δουλειά του λεωφορείου, δηλαδή μπορεί να σταματήσει να παραλάβει κι άλλους, πάει μόνο στο κέντρο του Rantepao και η ταρίφα είναι φιξ. Προς μεγάλη μου έκπληξη, δεν προλαβαίνω να σηκώσω το χέρι μου και σταματάει ένα 6θέσιο αμάξι για να μας παραλάβει. Δεν ρωτάει πού πάμε, αλλά όντως μετά από 20-30 λεπτά φτάνουμε στο γνώριμο κεντρικό σημείο. Από εκεί περπατάμε, αρχικά για να βρούμε atm και στη συνέχεια για να βρούμε επιτέλους ένα ωραίο μέρος να φάμε.
Πράγματι το εστιατόριο που επιλέξαμε είναι τέλειο και καταφέρνω μετά από τόσες μέρες νηστείας να φάω λίγο σαν άνθρωπος! Ο Η. επιλέγει να δοκιμάσει buffalo, δεν γνωρίζουμε τότε ότι μόνο το συγκεκριμένο μαγαζί το σερβίρει σαν σπεσιαλιτέ, πάντως δοκιμάζω κι εγώ και είναι πεντανόστιμο. Όταν αποφασίζουμε να επιστρέψουμε συνειδητοποιούμε πως η Μeyske μας είχε δώσει κι άλλο ένα τιπ: τα “λεωφορεία” δουλεύουν μόνο μέχρι τη δύση του ηλίου… Άρα πώς θα γυρίσουμε? Δεν μπορεί, θα υπάρχει κάποιο κανονικό ταξί!
Μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες, το μόνο μεταφορικό μέσο που βρίσκουμε για να μας επιστρέψει στο γραφικό χωριουδάκι μας είναι ένα είδος tuk tuk, με παράξενη μορφή, καθώς ο κυριούλης με το ξεχαρβαλωμένο μηχανάκι βρίσκεται πίσω και η “άμαξα” για τους επιβάτες βρίσκεται μπροστά του, οι θέσεις μάλιστα κοιτούν προς το δρόμο.. Απορώ πώς βλέπει τον δρόμο ο οδηγός μας και παράλληλα νιώθω άσχημα που μας σέρνει με το μηχανάκι! Όμως δεν έχουμε άλλη επιλογή και στο κάτω κάτω ο τύπος παρακαλούσε ώρα να μας παραλάβει. Ισχυρίζεται ότι είναι η δουλειά του και του αρέσει, μάλιστα γελάει που φοβάμαι στις λακκούβες και με κοροϊδεύει.

Δυστυχώς δεν βγάλαμε φωτογραφία το όχημα, αλλά κατάφερα με δυσκολία να βρω μια όχι τόσο καλή φωτό στο ίντερνετ (είναι όντως από Rantepao).
Ο γλυκύτατος κύριος μας επιστρέφει σώους στον ξενώνα μας και πέφτουμε αμέσως για ύπνο, καθώς έχουμε πρωινό ξύπνημα την επομένη για το πολυαναμενόμενο tour.
Attachments
-
525,3 KB Προβολές: 0
-
287,5 KB Προβολές: 0
Last edited by a moderator: