Defkalion
Administrator
- Μηνύματα
- 11.491
- Likes
- 17.831
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αλάσκα
Κεφάλαιο 7 - Abel Tasman
Μεταξύ του περιορισμένου… χώρου, του τραγικού στρώματος, και του φόβου μην έρθουν να μας κάνουν τίποτα ηλεκτροσόκ, δε μπορώ να πω ότι κοιμήθηκα ιδιαίτερα. Σηκωθήκαμε νωρίς μιας και είχαμε να καλύψουμε μια διαδρομή 4-5 ωρών με το αυτοκίνητο μέχρι να φτάσουμε στο Abel Tasman που θεωρείται το καλύτερο τρεκ της χώρας.
Στο κατάλυμμα κυκλοφορούσαν αρκετά άτομα, δεν είμαι σίγουρος πόσα δωμάτια έχει συνολικά, αλλά τουλάχιστον είχε κουζίνα και από κάποιο κουβά έκλεψα δυο αυγά για πρωινό. Η περίφημη ιδιοκτήτρια έσκασε μύτη ξυπόλυτη και φορώντας τη ρόμπα της στην κουζίνα, προφανώς ζει στο ίδιο μέρος. Τη ρώτησα για τα περί ψυχιατρείου και τα αρνήθηκε, καθόλου πειστικά πάντως. Μου είπε ότι το μέρος αρχικά κατασκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε ως στρατώνας και μετά έγινε εγκατάσταση για ηλικιωμένους, ενώ μου είπε ότι κάποια περίοδο υπήρξε και μπουτίκ χοτελ. Εγώ νομίζω ότι το μόνο είδος χοτελ που μπορεί να υπήρξε αυτό το μέρος θα ήταν χοτελ τρόμου.
Ξεκινήσαμε νωρίς τη διαδρομή μας η οποία δεν ήταν μεγάλη σε απόσταση, κάπου 250χλμ, αλλά το τοπίο είχε αλλάξει εντυπωσιακά και ήμασταν πια σε δρόμους με πολύ μικρότερες ταχύτητες. Υπολογίζαμε να φτάσουμε στο Abel Tasman πριν το μεσημέρι ώστε να προλάβουμε να περπατήσουμε το πρώτο κομμάτι πριν νυχτώσει. Η διαδρομή ήταν πολύ ωραία, και σταματήσαμε αρκετές φορές για να βγάλουμε φωτογραφίες. Βουνά και κοιλάδες εναλάσσονταν σχεδόν σε κάθε στροφη, με τα σύννεφα να κατεβαίνουν πολύ χαμηλά για να μας χαιρετίσουν. Από τη διαδρομή αυτή πήραμε μια καλή ιδέα για τα τοπία που θα βλέπαμε συνολικά στο νότιο νησί.
Οι εικόνες μιλάνε από μόνες τους:
και υπέρυθρες βέβαια:
Το Abel Tasman National Park είναι ένα από τα μικρότερα εθνικά πάρκα της Νέας Ζηλανδίας με έκταση μόλις 240 τετραγωνικών χιλιομέτρων - διπλάσιο από τον εθνικό δρυμό Βίκου-Αώου και δέκα φορές μικρότερο από το Yosemite. Ένα από τα δύο κυρίως τρεκ που βρίσκονται μέσα στο πάρκο είναι το Abel Tasman Coastal Track και θεωρείται το το καλύτερο και πιο δημοφιλές τρεκ της χώρας, κυρίως λόγω της τεράστιας εναλλαγής τοπίων που προσφέρει. Πρόκειται για μια διαδρομή 60 χιλιομέτρων κατά μήκος της ακτογραμμής, με πολλά επιπλέον μικρά παρακλάδια ενδιάμεσα. Συνολικά το τρεκ χρειάζεται 3-5 μέρες για να το περπατήσει κάποιος, αλλά υπάρχει ένα κομμάτι που μπορεί να γίνει σε μία μέρα. Εμείς γνωρίζαμε ότι θα φτάναμε το μεσημέρι και επομένως κλείσαμε δύο θέσεις στη μία από τις καλύβες που υπάρχουν κατά μήκος της διαδρομής για να περνάνε τις νύχτες τους οι επισκέπτες του τρεκ. Το πλάνο ήταν ότι θα κάναμε τη διαδρομή πριν νυχτώσει, θα κοιμόμασταν στην καλύβα, και την επόμενη μέρα θα γυρίζαμε πίσω από ένα άλλο παρακλάδι του τρεκ. Τα δύο από αυτά τα τρία πράγματα τα καταφέραμε.
Φτάσαμε στο Totaranui που είναι το μοναδικό σημείο που έχει πρόσβαση αυτοκίνητο σε αυτή τη μεριά, και από εκεί θα ξεκινούσαμε το τρεκ μας, που θα ήταν κάπου 11 χιλιόμετρα την πρώτη μέρα και 9 την επόμενη. Φτάνοντας στο περίπτερο πληροφοριών του παρκου για να αφήσουμε τα στοιχεία μας σε περίπτωση που μας καταπιεί η ζούγκλα, η κυριούλα μας ξεφούρνισε το νέο:
“ξέρετε στις καλύβες δεν υπάρχουν σεντόνια, σκεπάσματα, μαξιλάρια, ή άλλα παρελκόμενα, πρέπει να φέρετε δικά σας”.
“Εντάξει” λέμε εμείς γεμάτοι αυτοπεποίθηση, κανένα πρόβλημα.
Στην πραγματικότητα τιποτα από όλα αυτά δεν είχαμε, αλλά ως ατρόμητοι εξερευνητές είπαμε ότι έλα μωρέ τώρα, κοίτα τι ωραίες μέρες κάνει, ήλιο έχει, δε κάνει κρύο, άνετοι είμαστε, θα κοιμηθούμε χωρίς σκεπάσματα.
Και έτσι ξεκινήσαμε. Το Τρεκ ήταν πραγματικά απίθανο. Τρομερές εναλλαγές από δάσος σε βουνό σε παραλία και πάλι δάσος:
Κάπου στα 7-8 χιλιόμετρα περάσαμε από κάτι βράχια που επρεπε να σκαρφαλώσουμε, και τελικά καταλήξαμε σε μια διασταύρωση που είχε από τη μια μεριά την τελική διαδρομή προς Whariwharangi Bay που θα μέναμε το βράδυ και από την άλλη μια παράκαμψη προς το Separation Point που είναι ένα σημείο στο άκρο του νησιού με ένα φάρο και κάτι φωκιες.
“Έλα τι θα κάνουμε;” ρώτησα το Γιώργο.
“Ε καλά αστειεύεσαι; Θα πάμε να δούμε και τις φώκιες. Δε τις ακούς;”
Πλησιάζοντας στο φάρο ακούσαμε κρωξίματα σωρό. Νααααα ο ενθουσιασμός ότι θα δούμε εκατοντάδες φώκιες. Τελικά πλησιάζοντας είδαμε ότι τα κρωξιματα προέρχονταν από ένα... ηχείο, που το κράτος έχει εκεί για να προσελκύσει τα πουλιά Gannet που ζουν σε ένα νησάκι λίγο έξω από την ακτή. Εγώ άρχισα να φωνάζω “ε καλά άμα δεν έχουν φώκιες μη μας κοροϊδεύουν τότε, ορίστε μας!”
Παρόλα αυτά κάναμε και το τελευταίο κομμάτι σκαρφαλώνοντας προς τα κάτω για λίγα λεπτά και αφού αφήσαμε τα σακίδια μας πίσω για να μπορέσουμε να κατέβουμε. Ωραία ήταν, ήσυχα. Γενικά στο τρεκ συναντήσαμε ελάχιστους ανθρώπους, μετρημένους στα δάχτυλα, κάτι που έκανε την εμπειρία πολύ πιο ευχάριστη και αυθεντική - σε σχέση με τις ορδές επισκεπτών που υπήρχαν στο Tongariro. Ο λόγος είναι ότι οι καλύβες έχουν συγκεκριμένη χωρητικότητα - 20 άτομα η κάθε μία - και πρέπει να κάνεις κράτηση για να μπορέσεις να μείνεις εκεί το βράδυ. Οπότε και ο συνολικός αριθμός επισκεπτών στο τρεκ σε καθημερινή βάση είναι πολύ περιορισμένος, αφού αν δεν έχεις πού να κοιμηθείς το βράδυ δε μπορείς να το ολοκληρώσεις.
Λίγο πριν τη δύση του ήλιου και λίγο πριν φτάσουμε στην καλύβα, εγώ τα είχα δει όλα, όχι ίσως τόσο από την κούραση, όσο από την ιδέα ότι το βράδυ θα πρέπει να κοιμηθούμε σε μέρος χωρίς σκεπάσματα, μαξιλάρια, χωρίς τίποτα γενικά, και ξεκίνησε το παραλήρημα. Άρχισα να φωνάζω μέσα στο δάσος
“Γιώργο εγώ φεύγω, πάω να βρω ένα ταξί να πάω σε ένα ξενοδοχείο”

Μιλάμε για την ατάκα του ταξιδιού χωρίς αμφιβολία.
Μέχρι να φτάσουμε στην καλύβα ευτυχώς το παραλήρημα μου πέρασε. Η καλύβα είχε μέσα 20 άτομα, και θα περνούσαμε τη νύχτα σε κάτι μπλε πλαστικά στρώματα που ήταν 7-8 σε κάθε δωμάτιο το ένα δίπλα στο άλλο.
Όλοι μα ΟΛΟΙ οι υπόλοιποι επισκέπτες είχαν sleeping bags, κουβέρτες, μαξιλάρια, φακούς, κεριά, τσάγια, σοκολάτες, φαγητά που έβραζαν με το διαθέσιμο γκάζι μιας και η καλύβα δεν έχει ηλεκτρικό, κλπ. Εμείς το μόνο που είχαμε ήταν δύο σαντουιτσάκια με ζαμπόν που μύριζε πλέον ύποπτα. Τα βλέμματα των υπόλοιπων όταν μας παρατηρούσαν ήταν γεμάτα οίκτο

Παρόλα αυτά δε περάσαμε άσχημα το βραδάκι, ανάψαμε φωτιά μιας και υπήρχε πλεόνασμα ξύλων στην καλύβα, και καθήσαμε στο τραπέζι που είχε μια σκακιέρα να παίξουμε λίγο σκάκι. Κέρδισα το πρώτο παιχνίδι αλλά προφανώς καταπονημένος από τις απάνθρωπες συνθήκες και το προηγούμενο παραλήρημά μου (για να μην αναφέρω και το γεγονός ότι ο στίβος ήταν βαρύς και το χορτάρι κακοκουρεμένο) έχασα τα επόμενα δύο και αποσύρθηκα.
Όλα αυτά υπό το φως των κεριών που είχαν φέρει μια οικογένεια Νεοζηλανδών με τρία παιδάκια, τα οποία είχαν εξαιρετική συμπεριφορά όλο το βράδυ, σε βαθμό που μας έκανε εντύπωση. Δίπλα μας καθόταν ένα ζευγάρι ηλικιωμένων οι οποίοι μας είπαν ότι έκαναν ολόκληρο το τρεκ - και τα 60 χιλιόμετρα! Ο τύπος δε, όταν τον ρωτήσαμε από πού είναι, μας λέει περήφανα “α εγώ είμαι από το Paparoa!!!!”

Όπως καταλαβαίνετε μετά απαιτούσαν να μάθουν το λόγο που ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια, και δεν αρκέστηκαν στην εξήγηση ότι είχαμε περάσει από το Paparoa λίγες μέρες πριν.
Έκλεισα τη μέρα με τη μοναχική δουλειά να προσπαθώ να αναζοπυρωσω τη φωτιά στο κάτι σαν τζάκι της καλύβας, με την ελπίδα ότι αυτό κάπως θα βοηθήσει να περάσουμε τη νύχτα...
Μεταξύ του περιορισμένου… χώρου, του τραγικού στρώματος, και του φόβου μην έρθουν να μας κάνουν τίποτα ηλεκτροσόκ, δε μπορώ να πω ότι κοιμήθηκα ιδιαίτερα. Σηκωθήκαμε νωρίς μιας και είχαμε να καλύψουμε μια διαδρομή 4-5 ωρών με το αυτοκίνητο μέχρι να φτάσουμε στο Abel Tasman που θεωρείται το καλύτερο τρεκ της χώρας.
Στο κατάλυμμα κυκλοφορούσαν αρκετά άτομα, δεν είμαι σίγουρος πόσα δωμάτια έχει συνολικά, αλλά τουλάχιστον είχε κουζίνα και από κάποιο κουβά έκλεψα δυο αυγά για πρωινό. Η περίφημη ιδιοκτήτρια έσκασε μύτη ξυπόλυτη και φορώντας τη ρόμπα της στην κουζίνα, προφανώς ζει στο ίδιο μέρος. Τη ρώτησα για τα περί ψυχιατρείου και τα αρνήθηκε, καθόλου πειστικά πάντως. Μου είπε ότι το μέρος αρχικά κατασκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε ως στρατώνας και μετά έγινε εγκατάσταση για ηλικιωμένους, ενώ μου είπε ότι κάποια περίοδο υπήρξε και μπουτίκ χοτελ. Εγώ νομίζω ότι το μόνο είδος χοτελ που μπορεί να υπήρξε αυτό το μέρος θα ήταν χοτελ τρόμου.
Ξεκινήσαμε νωρίς τη διαδρομή μας η οποία δεν ήταν μεγάλη σε απόσταση, κάπου 250χλμ, αλλά το τοπίο είχε αλλάξει εντυπωσιακά και ήμασταν πια σε δρόμους με πολύ μικρότερες ταχύτητες. Υπολογίζαμε να φτάσουμε στο Abel Tasman πριν το μεσημέρι ώστε να προλάβουμε να περπατήσουμε το πρώτο κομμάτι πριν νυχτώσει. Η διαδρομή ήταν πολύ ωραία, και σταματήσαμε αρκετές φορές για να βγάλουμε φωτογραφίες. Βουνά και κοιλάδες εναλάσσονταν σχεδόν σε κάθε στροφη, με τα σύννεφα να κατεβαίνουν πολύ χαμηλά για να μας χαιρετίσουν. Από τη διαδρομή αυτή πήραμε μια καλή ιδέα για τα τοπία που θα βλέπαμε συνολικά στο νότιο νησί.
Οι εικόνες μιλάνε από μόνες τους:






και υπέρυθρες βέβαια:



Το Abel Tasman National Park είναι ένα από τα μικρότερα εθνικά πάρκα της Νέας Ζηλανδίας με έκταση μόλις 240 τετραγωνικών χιλιομέτρων - διπλάσιο από τον εθνικό δρυμό Βίκου-Αώου και δέκα φορές μικρότερο από το Yosemite. Ένα από τα δύο κυρίως τρεκ που βρίσκονται μέσα στο πάρκο είναι το Abel Tasman Coastal Track και θεωρείται το το καλύτερο και πιο δημοφιλές τρεκ της χώρας, κυρίως λόγω της τεράστιας εναλλαγής τοπίων που προσφέρει. Πρόκειται για μια διαδρομή 60 χιλιομέτρων κατά μήκος της ακτογραμμής, με πολλά επιπλέον μικρά παρακλάδια ενδιάμεσα. Συνολικά το τρεκ χρειάζεται 3-5 μέρες για να το περπατήσει κάποιος, αλλά υπάρχει ένα κομμάτι που μπορεί να γίνει σε μία μέρα. Εμείς γνωρίζαμε ότι θα φτάναμε το μεσημέρι και επομένως κλείσαμε δύο θέσεις στη μία από τις καλύβες που υπάρχουν κατά μήκος της διαδρομής για να περνάνε τις νύχτες τους οι επισκέπτες του τρεκ. Το πλάνο ήταν ότι θα κάναμε τη διαδρομή πριν νυχτώσει, θα κοιμόμασταν στην καλύβα, και την επόμενη μέρα θα γυρίζαμε πίσω από ένα άλλο παρακλάδι του τρεκ. Τα δύο από αυτά τα τρία πράγματα τα καταφέραμε.
Φτάσαμε στο Totaranui που είναι το μοναδικό σημείο που έχει πρόσβαση αυτοκίνητο σε αυτή τη μεριά, και από εκεί θα ξεκινούσαμε το τρεκ μας, που θα ήταν κάπου 11 χιλιόμετρα την πρώτη μέρα και 9 την επόμενη. Φτάνοντας στο περίπτερο πληροφοριών του παρκου για να αφήσουμε τα στοιχεία μας σε περίπτωση που μας καταπιεί η ζούγκλα, η κυριούλα μας ξεφούρνισε το νέο:
“ξέρετε στις καλύβες δεν υπάρχουν σεντόνια, σκεπάσματα, μαξιλάρια, ή άλλα παρελκόμενα, πρέπει να φέρετε δικά σας”.
“Εντάξει” λέμε εμείς γεμάτοι αυτοπεποίθηση, κανένα πρόβλημα.
Στην πραγματικότητα τιποτα από όλα αυτά δεν είχαμε, αλλά ως ατρόμητοι εξερευνητές είπαμε ότι έλα μωρέ τώρα, κοίτα τι ωραίες μέρες κάνει, ήλιο έχει, δε κάνει κρύο, άνετοι είμαστε, θα κοιμηθούμε χωρίς σκεπάσματα.
Και έτσι ξεκινήσαμε. Το Τρεκ ήταν πραγματικά απίθανο. Τρομερές εναλλαγές από δάσος σε βουνό σε παραλία και πάλι δάσος:









Κάπου στα 7-8 χιλιόμετρα περάσαμε από κάτι βράχια που επρεπε να σκαρφαλώσουμε, και τελικά καταλήξαμε σε μια διασταύρωση που είχε από τη μια μεριά την τελική διαδρομή προς Whariwharangi Bay που θα μέναμε το βράδυ και από την άλλη μια παράκαμψη προς το Separation Point που είναι ένα σημείο στο άκρο του νησιού με ένα φάρο και κάτι φωκιες.
“Έλα τι θα κάνουμε;” ρώτησα το Γιώργο.
“Ε καλά αστειεύεσαι; Θα πάμε να δούμε και τις φώκιες. Δε τις ακούς;”
Πλησιάζοντας στο φάρο ακούσαμε κρωξίματα σωρό. Νααααα ο ενθουσιασμός ότι θα δούμε εκατοντάδες φώκιες. Τελικά πλησιάζοντας είδαμε ότι τα κρωξιματα προέρχονταν από ένα... ηχείο, που το κράτος έχει εκεί για να προσελκύσει τα πουλιά Gannet που ζουν σε ένα νησάκι λίγο έξω από την ακτή. Εγώ άρχισα να φωνάζω “ε καλά άμα δεν έχουν φώκιες μη μας κοροϊδεύουν τότε, ορίστε μας!”
Παρόλα αυτά κάναμε και το τελευταίο κομμάτι σκαρφαλώνοντας προς τα κάτω για λίγα λεπτά και αφού αφήσαμε τα σακίδια μας πίσω για να μπορέσουμε να κατέβουμε. Ωραία ήταν, ήσυχα. Γενικά στο τρεκ συναντήσαμε ελάχιστους ανθρώπους, μετρημένους στα δάχτυλα, κάτι που έκανε την εμπειρία πολύ πιο ευχάριστη και αυθεντική - σε σχέση με τις ορδές επισκεπτών που υπήρχαν στο Tongariro. Ο λόγος είναι ότι οι καλύβες έχουν συγκεκριμένη χωρητικότητα - 20 άτομα η κάθε μία - και πρέπει να κάνεις κράτηση για να μπορέσεις να μείνεις εκεί το βράδυ. Οπότε και ο συνολικός αριθμός επισκεπτών στο τρεκ σε καθημερινή βάση είναι πολύ περιορισμένος, αφού αν δεν έχεις πού να κοιμηθείς το βράδυ δε μπορείς να το ολοκληρώσεις.
Λίγο πριν τη δύση του ήλιου και λίγο πριν φτάσουμε στην καλύβα, εγώ τα είχα δει όλα, όχι ίσως τόσο από την κούραση, όσο από την ιδέα ότι το βράδυ θα πρέπει να κοιμηθούμε σε μέρος χωρίς σκεπάσματα, μαξιλάρια, χωρίς τίποτα γενικά, και ξεκίνησε το παραλήρημα. Άρχισα να φωνάζω μέσα στο δάσος
“Γιώργο εγώ φεύγω, πάω να βρω ένα ταξί να πάω σε ένα ξενοδοχείο”



Μιλάμε για την ατάκα του ταξιδιού χωρίς αμφιβολία.
Μέχρι να φτάσουμε στην καλύβα ευτυχώς το παραλήρημα μου πέρασε. Η καλύβα είχε μέσα 20 άτομα, και θα περνούσαμε τη νύχτα σε κάτι μπλε πλαστικά στρώματα που ήταν 7-8 σε κάθε δωμάτιο το ένα δίπλα στο άλλο.


Όλοι μα ΟΛΟΙ οι υπόλοιποι επισκέπτες είχαν sleeping bags, κουβέρτες, μαξιλάρια, φακούς, κεριά, τσάγια, σοκολάτες, φαγητά που έβραζαν με το διαθέσιμο γκάζι μιας και η καλύβα δεν έχει ηλεκτρικό, κλπ. Εμείς το μόνο που είχαμε ήταν δύο σαντουιτσάκια με ζαμπόν που μύριζε πλέον ύποπτα. Τα βλέμματα των υπόλοιπων όταν μας παρατηρούσαν ήταν γεμάτα οίκτο


Παρόλα αυτά δε περάσαμε άσχημα το βραδάκι, ανάψαμε φωτιά μιας και υπήρχε πλεόνασμα ξύλων στην καλύβα, και καθήσαμε στο τραπέζι που είχε μια σκακιέρα να παίξουμε λίγο σκάκι. Κέρδισα το πρώτο παιχνίδι αλλά προφανώς καταπονημένος από τις απάνθρωπες συνθήκες και το προηγούμενο παραλήρημά μου (για να μην αναφέρω και το γεγονός ότι ο στίβος ήταν βαρύς και το χορτάρι κακοκουρεμένο) έχασα τα επόμενα δύο και αποσύρθηκα.

Όλα αυτά υπό το φως των κεριών που είχαν φέρει μια οικογένεια Νεοζηλανδών με τρία παιδάκια, τα οποία είχαν εξαιρετική συμπεριφορά όλο το βράδυ, σε βαθμό που μας έκανε εντύπωση. Δίπλα μας καθόταν ένα ζευγάρι ηλικιωμένων οι οποίοι μας είπαν ότι έκαναν ολόκληρο το τρεκ - και τα 60 χιλιόμετρα! Ο τύπος δε, όταν τον ρωτήσαμε από πού είναι, μας λέει περήφανα “α εγώ είμαι από το Paparoa!!!!”


Όπως καταλαβαίνετε μετά απαιτούσαν να μάθουν το λόγο που ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια, και δεν αρκέστηκαν στην εξήγηση ότι είχαμε περάσει από το Paparoa λίγες μέρες πριν.

Έκλεισα τη μέρα με τη μοναχική δουλειά να προσπαθώ να αναζοπυρωσω τη φωτιά στο κάτι σαν τζάκι της καλύβας, με την ελπίδα ότι αυτό κάπως θα βοηθήσει να περάσουμε τη νύχτα...
Last edited: