St.Adamantidou
Member
- Μηνύματα
- 245
- Likes
- 898
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Ιστορία τής Σικελίας
- 3ο μέρος
- 4ο μέρος
- ΣΥΡΑΚΟΥΣΑ- Το μαργαριτάρι στο πέτο τής Σικελίας!
- Σικελική εκστρατεία Μέρος 1ο
- Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΞΕΚΙΝΑ
- ΠΑΛΕΡΜΟ
- Στην κοιλάδα των Ν α ώ ν
- Η ΠΌΛΗ ΠΟΥ ΖΕΙ ΑΓΚΑΛΙΆ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
- ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΠΟΥ ΒΡΥΧΙΕΤΑΙ
- ΣΤΗΝ ΣΙΚΕΛΙΑ ΕΡΩΤΕΥΟΝΤΑΙ ΤΟ ΚΑΤΑΜΕΣΗΜΕΡΟ
- Η νοικοκυρά Μεσσήνα
- Τ A O R M I N A
- ΣΙΚΕΛΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Στα ριζά της Αίτνας, ξαπλώνεται η γενναία πόλη της Κατάνης. Κι είναι γενναία, γενναία πολύ, γιατί ζει αψηφώντας το φοβερό θεριό που βρυχάται πάνω από τα κεφάλια 360.000 ζωντανών. Ξυπνούν το πρωί οι άνθρωποι στην Κατάνη και, μοιρολατρικά αρχίζουν να σκουπίζουν την καπνιά από τα μπαλκόνια και τα περβάζια των παραθύρων τους. Κοιτούν κατά την κορφή που στέκει απειλητική, χαμένη μέσα σε ένα μαύρο σύννεφο καπνού, σταυροκοπιούνται και κινούν για τις δουλειές τους. Και προσπαθούν να ξεχάσουν.
Η ζωή της πόλης αρχίζει από τον 7Ο πΧ αιώνα. Οι ρίζες της είναι ελληνικές. Χτισμένη πάνω στο Ιόνιο έζησε και αυτή την παλαβή ιστορία ολόκληρης της Σικελίας, και μοιράστηκε την τύχη της. Το τέλος της ελληνικότητας της ήρθε με την υποταγή στους Ρωμαίους στα 263 μΧ. Κατεστραμμένη από τις ιστορικές αναταραχές κι από τη μανία του ηφαιστείου στα 1693, ξαναχτίστηκε τον 18ο αιώνα, σχεδόν από την αρχή.
Σήμερα είναι μια συμπαθητική πολιτεία, με μερικά όμορφα κτίρια σε σιτσιλιάνικο μπαρόκ, σαν εκείνα τα ανάκτορα των Μπισκάρι, το Σαραβάλε και Βάλε, το Δημαρχικό μέγαρο, το καστέλλο Ουρσίνο, το Πανεπιστήμιο, τη Μητρόπολή της, την κρήνη των ελεφάντων, καμωμένη από λάβα. Τα περισσότερα από τα κτίρια αυτά είναι έργα του περίφημου αρχιτέκτονα Βακαρίνι.
Κι ανάμεσα σε όλα τούτα τα καινούργια κτίσματα η φωνή του μακρινού παρελθόντος. Στην PiazzaStesicoro, το ρωμαϊκό αμφιθέατρο. Ήταν σούρουπο όταν έφτασα εκεί. Τα ερείπια φάνταζαν αφιλόξενα, με τις επικίνδυνες στοές και τις σκοτεινές καμάρες. Κατέβηκα τα 15-20 σκαλιά από το επίπεδο της πλατείας, και βρέθηκα σε ένα παράξενο χώρο, που με καλούσε και σύγκαιρα με τρόμαζε. Τι διαφορετική όψη έχουν τα ελληνικά θέατρα!. Τούτο δω το μνημείο μού έφερνε στο νου μνήμες ανατριχιαστικές. Έπεισα τον εαυτό μου να προχωρήσει. Πώς το κατάφερα; Μα είναι απλό!, Αρχισα να σφυρίζω σκοπό παράτονο. Ίσα ίσα για να ακούω τον εαυτό μου, έστω μέσα σε εκείνη την ερημιά την γεμάτη μούχλα, υγρασία και σκοτάδι. Τι είχα να φοβηθώ στο κάτω κάτω; Τα θεριά; Τους μονομάχους; Τους βλοσυρούς ρωμαίους στρατιώτες; Μπα σε καλό μου. Όμως κακά είναι τα ψέματα, να σας χαρώ. Ο λαιμός μου ήταν κατάξερος. Γιατί οι -τεράστιες πέτρες, που σχεδίαζαν το αμφιθέατρο, ήταν μαύρες. Η μυρουδιά εκεί μέσα με έπνιγε. Το φως ήταν λιγοστό, και σε μερικές στοές ανύπαρκτο. Τι να μου κάνει το σφύριγμα; Όμως συμβαίνει να είμαι περίεργη. Έπρεπε οπωσδήποτε να εξερευνήσω το χώρο. Μπρος! Κουράγιο! Προχώρησα στην πρώτη στοά. Υγρή και σκοτεινή. Βγήκα σε ένα μικρό ξέφωτο. Ξανανάσανα. Χώθηκα σε ένα μακρύ διάδρομο άφωτο. Τον πέρασα κυριολεκτικά πηλαλώντας. Κι άλλο ξέφωτο. Ξαναπήρα κουράγιο!. Κι άλλη στοά. Έσταζε νερά. Φρίκη. Και οι χώροι δεν απλώνονταν μονάχα μπρος μου, μα και δεξιά και αριστερά μου. Υπέθεσα πως θα ήταν αποδυτήρια. Μα τι μανία είχαν τούτοι οι άνθρωποι με τις στοές και τις παραστοές, τους διαδρόμους και τα διαδρομάκια, κι όλα σκοτεινά σαν την κόλαση?
Φρίκη. Κι επί τέλους η αρένα. Ουφ! Καιρός δα ήταν. Είναι μισή. Η άλλη μισή έχει καταστραφεί. Έτσι μικρή κι ασήμαντη, σήμερα δεν θυμίζει τίποτε από το παρελθόν της. Είναι η καημένη σα μια κακογερασμένη δυναμική κυρά, που πια δεν έχει δόντια να δαγκώσει. Καθώς κοιτώ τριγύρω, σκέφτομαι το αμφιθέατρο της Βερόνας. Εκεί βλέπεις ό,τι φαίνεται. Δεν ξέρεις να κρύβεται κάτι, κάτω από τις ογκώδεις πέτρες. Εδώ οι Ρωμαίοι βγάζουν τα άπλυτα τους στη φόρα, δείχνοντάς σου τις στοές και τα υπόγεια. Κι είναι όλα τούτα αποκρουστικά, σαν όλα τα άπλυτα……….
Γυρνώ να φύγω. Βιάζομαι. Θαρρώ πως πίσω μου τρέχουν οι μελλοθάνατοι και τα θηρία. Θαρρώ πως βλέπω κάποιον αντίχειρα να στρέφεται προς τα κάτω. Ο Θάνατος! Κοκαλώνω! «Παναγίτσα μου! Για μένα είναι τούτο; Μα τι έπαθα; Τι στο καλό φοβάμαι τόσο; Ψυχραιμία, αγαπητή μου, ψυχραιμία»! ΄Ομως ο αντίχειρας είναι πάντα εκεί. Ανεστραμμένος. Ναι αυτό ήταν τόσην ώρα, και δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Ο Θάνατος με κυνηγούσε συνεχώς, γιατί ο Θάνατος έχει στοιχειώσει τούτο τον τόπο……………..
Στην πλατεία του Στησιχόρου, ξαναβρήκα την ανάσα μου και την αξιοπρέπειά μου.!!! Προσπάθησα να πνίξω το προδοτικό λαχάνιασμα, να βγάλω από τα μάτια μου την τρομάρα, να κρύψω τα χέρια μου, που έτρεμαν, πίσω από την πλάτη μου, και με ύφος αδιάφορο να πω στην υπόλοιπη συντροφιά, που φρόνιμα φρόνιμα είχε καθίσει σε κάποιο παγκάκι και περίμενε, εμένα την τρελή, να εξερευνήσω τον τόπο: «Χμ ήταν αρκετά ενδιαφέρον, λίγο άγριο βέβαια, μα άξιζε το κόπο». Κι από μέσα μου, «Αει στο καλό, τι την ήθελα την επίσκεψη? Μου κόπηκαν τα ήπατα»!.
Το μεσημεράκι της άλλης μέρας βρεθήκαμε στο αρχαίο ελληνικό θέατρο. Πέτρινο τεράστιο, το ζεμάταγε ο ήλιος και το ζωντάνευε το φως. Ήμερο, γαλήνιο, αναπαυόταν ακουμπώντας τη ράχη του πάνω στους τοίχους των τριγυρινών σπιτιών. Γιατί το δόλιο το θέατρο θαρρείς πως φοράει κορσέ, έτσι που το σφίγγουν, ένα γύρω, σαραβαλιασμένες πολυκατοικίες, και το πλημμυρίζουν λασπόνερα, που βγήκαν στην επιφάνεια από τις ανασκαφές. Είναι ένα θαυμάσιο κτίσμα, τέλεια εγκαταλελειμμένο. Πόσες φορές θα πώ «κρίμα», σε τούτο το νησι?
Στη Μητρόπολη της Κατάνης υπάρχει ο τάφος του Bellini. Ομολογώ πως ήταν έκπληξη για μένα η καταγωγή του δημιουργού της «Υπνοβάτιδας». Το σπίτι του βρίσκεται μερικά μέτρα μακρύτερα.
Στο Παλάτσο Ουρσίνο στεγάζεται σήμερα το Δημοτικό Μουσείο. Εκεί βρίσκεις μια σημαντική ποικιλία, ρωμαϊκών κυρίως, δημιουργημάτων, ανακατεμένων με αναγεννησιακά αγάλματα και πίνακες, ένα ενδιαφέρον οπλοστάσιο, και μια πλουμιστή καρότσα από αυτές που τώρα πια, μόνο στις τοπικές γιορτές τους μπορείς να δεις.
Πάνω στη ViaEtnea υπάρχει και το Δημοτικό τους Πάρκο, που οι Κατανιέζοι το θέλουν να στέκει ψηλά. Παραξενιές των Σικελών. Μέσα σε μια πλατεία, φτιάξαν ένα λοφάκι και καταφύτεψαν τις πλαγιές του, στολίζοντας τες με αγάλματα και αναβρυτήρια.
Φεύγοντας από την Κατάνη, δύο πράγματα πήρα μαζί μου. Την τρομάρα μου από το ρωμαϊκό αμφιθέατρο, και το δέος μου από την όψη της Αίτνας.
Η ζωή της πόλης αρχίζει από τον 7Ο πΧ αιώνα. Οι ρίζες της είναι ελληνικές. Χτισμένη πάνω στο Ιόνιο έζησε και αυτή την παλαβή ιστορία ολόκληρης της Σικελίας, και μοιράστηκε την τύχη της. Το τέλος της ελληνικότητας της ήρθε με την υποταγή στους Ρωμαίους στα 263 μΧ. Κατεστραμμένη από τις ιστορικές αναταραχές κι από τη μανία του ηφαιστείου στα 1693, ξαναχτίστηκε τον 18ο αιώνα, σχεδόν από την αρχή.
Σήμερα είναι μια συμπαθητική πολιτεία, με μερικά όμορφα κτίρια σε σιτσιλιάνικο μπαρόκ, σαν εκείνα τα ανάκτορα των Μπισκάρι, το Σαραβάλε και Βάλε, το Δημαρχικό μέγαρο, το καστέλλο Ουρσίνο, το Πανεπιστήμιο, τη Μητρόπολή της, την κρήνη των ελεφάντων, καμωμένη από λάβα. Τα περισσότερα από τα κτίρια αυτά είναι έργα του περίφημου αρχιτέκτονα Βακαρίνι.
Κι ανάμεσα σε όλα τούτα τα καινούργια κτίσματα η φωνή του μακρινού παρελθόντος. Στην PiazzaStesicoro, το ρωμαϊκό αμφιθέατρο. Ήταν σούρουπο όταν έφτασα εκεί. Τα ερείπια φάνταζαν αφιλόξενα, με τις επικίνδυνες στοές και τις σκοτεινές καμάρες. Κατέβηκα τα 15-20 σκαλιά από το επίπεδο της πλατείας, και βρέθηκα σε ένα παράξενο χώρο, που με καλούσε και σύγκαιρα με τρόμαζε. Τι διαφορετική όψη έχουν τα ελληνικά θέατρα!. Τούτο δω το μνημείο μού έφερνε στο νου μνήμες ανατριχιαστικές. Έπεισα τον εαυτό μου να προχωρήσει. Πώς το κατάφερα; Μα είναι απλό!, Αρχισα να σφυρίζω σκοπό παράτονο. Ίσα ίσα για να ακούω τον εαυτό μου, έστω μέσα σε εκείνη την ερημιά την γεμάτη μούχλα, υγρασία και σκοτάδι. Τι είχα να φοβηθώ στο κάτω κάτω; Τα θεριά; Τους μονομάχους; Τους βλοσυρούς ρωμαίους στρατιώτες; Μπα σε καλό μου. Όμως κακά είναι τα ψέματα, να σας χαρώ. Ο λαιμός μου ήταν κατάξερος. Γιατί οι -τεράστιες πέτρες, που σχεδίαζαν το αμφιθέατρο, ήταν μαύρες. Η μυρουδιά εκεί μέσα με έπνιγε. Το φως ήταν λιγοστό, και σε μερικές στοές ανύπαρκτο. Τι να μου κάνει το σφύριγμα; Όμως συμβαίνει να είμαι περίεργη. Έπρεπε οπωσδήποτε να εξερευνήσω το χώρο. Μπρος! Κουράγιο! Προχώρησα στην πρώτη στοά. Υγρή και σκοτεινή. Βγήκα σε ένα μικρό ξέφωτο. Ξανανάσανα. Χώθηκα σε ένα μακρύ διάδρομο άφωτο. Τον πέρασα κυριολεκτικά πηλαλώντας. Κι άλλο ξέφωτο. Ξαναπήρα κουράγιο!. Κι άλλη στοά. Έσταζε νερά. Φρίκη. Και οι χώροι δεν απλώνονταν μονάχα μπρος μου, μα και δεξιά και αριστερά μου. Υπέθεσα πως θα ήταν αποδυτήρια. Μα τι μανία είχαν τούτοι οι άνθρωποι με τις στοές και τις παραστοές, τους διαδρόμους και τα διαδρομάκια, κι όλα σκοτεινά σαν την κόλαση?
Φρίκη. Κι επί τέλους η αρένα. Ουφ! Καιρός δα ήταν. Είναι μισή. Η άλλη μισή έχει καταστραφεί. Έτσι μικρή κι ασήμαντη, σήμερα δεν θυμίζει τίποτε από το παρελθόν της. Είναι η καημένη σα μια κακογερασμένη δυναμική κυρά, που πια δεν έχει δόντια να δαγκώσει. Καθώς κοιτώ τριγύρω, σκέφτομαι το αμφιθέατρο της Βερόνας. Εκεί βλέπεις ό,τι φαίνεται. Δεν ξέρεις να κρύβεται κάτι, κάτω από τις ογκώδεις πέτρες. Εδώ οι Ρωμαίοι βγάζουν τα άπλυτα τους στη φόρα, δείχνοντάς σου τις στοές και τα υπόγεια. Κι είναι όλα τούτα αποκρουστικά, σαν όλα τα άπλυτα……….
Γυρνώ να φύγω. Βιάζομαι. Θαρρώ πως πίσω μου τρέχουν οι μελλοθάνατοι και τα θηρία. Θαρρώ πως βλέπω κάποιον αντίχειρα να στρέφεται προς τα κάτω. Ο Θάνατος! Κοκαλώνω! «Παναγίτσα μου! Για μένα είναι τούτο; Μα τι έπαθα; Τι στο καλό φοβάμαι τόσο; Ψυχραιμία, αγαπητή μου, ψυχραιμία»! ΄Ομως ο αντίχειρας είναι πάντα εκεί. Ανεστραμμένος. Ναι αυτό ήταν τόσην ώρα, και δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Ο Θάνατος με κυνηγούσε συνεχώς, γιατί ο Θάνατος έχει στοιχειώσει τούτο τον τόπο……………..
Στην πλατεία του Στησιχόρου, ξαναβρήκα την ανάσα μου και την αξιοπρέπειά μου.!!! Προσπάθησα να πνίξω το προδοτικό λαχάνιασμα, να βγάλω από τα μάτια μου την τρομάρα, να κρύψω τα χέρια μου, που έτρεμαν, πίσω από την πλάτη μου, και με ύφος αδιάφορο να πω στην υπόλοιπη συντροφιά, που φρόνιμα φρόνιμα είχε καθίσει σε κάποιο παγκάκι και περίμενε, εμένα την τρελή, να εξερευνήσω τον τόπο: «Χμ ήταν αρκετά ενδιαφέρον, λίγο άγριο βέβαια, μα άξιζε το κόπο». Κι από μέσα μου, «Αει στο καλό, τι την ήθελα την επίσκεψη? Μου κόπηκαν τα ήπατα»!.
Το μεσημεράκι της άλλης μέρας βρεθήκαμε στο αρχαίο ελληνικό θέατρο. Πέτρινο τεράστιο, το ζεμάταγε ο ήλιος και το ζωντάνευε το φως. Ήμερο, γαλήνιο, αναπαυόταν ακουμπώντας τη ράχη του πάνω στους τοίχους των τριγυρινών σπιτιών. Γιατί το δόλιο το θέατρο θαρρείς πως φοράει κορσέ, έτσι που το σφίγγουν, ένα γύρω, σαραβαλιασμένες πολυκατοικίες, και το πλημμυρίζουν λασπόνερα, που βγήκαν στην επιφάνεια από τις ανασκαφές. Είναι ένα θαυμάσιο κτίσμα, τέλεια εγκαταλελειμμένο. Πόσες φορές θα πώ «κρίμα», σε τούτο το νησι?
Στη Μητρόπολη της Κατάνης υπάρχει ο τάφος του Bellini. Ομολογώ πως ήταν έκπληξη για μένα η καταγωγή του δημιουργού της «Υπνοβάτιδας». Το σπίτι του βρίσκεται μερικά μέτρα μακρύτερα.
Στο Παλάτσο Ουρσίνο στεγάζεται σήμερα το Δημοτικό Μουσείο. Εκεί βρίσκεις μια σημαντική ποικιλία, ρωμαϊκών κυρίως, δημιουργημάτων, ανακατεμένων με αναγεννησιακά αγάλματα και πίνακες, ένα ενδιαφέρον οπλοστάσιο, και μια πλουμιστή καρότσα από αυτές που τώρα πια, μόνο στις τοπικές γιορτές τους μπορείς να δεις.
Πάνω στη ViaEtnea υπάρχει και το Δημοτικό τους Πάρκο, που οι Κατανιέζοι το θέλουν να στέκει ψηλά. Παραξενιές των Σικελών. Μέσα σε μια πλατεία, φτιάξαν ένα λοφάκι και καταφύτεψαν τις πλαγιές του, στολίζοντας τες με αγάλματα και αναβρυτήρια.
Φεύγοντας από την Κατάνη, δύο πράγματα πήρα μαζί μου. Την τρομάρα μου από το ρωμαϊκό αμφιθέατρο, και το δέος μου από την όψη της Αίτνας.
Last edited by a moderator: