St.Adamantidou
Member
- Μηνύματα
- 245
- Likes
- 898
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Ιστορία τής Σικελίας
- 3ο μέρος
- 4ο μέρος
- ΣΥΡΑΚΟΥΣΑ- Το μαργαριτάρι στο πέτο τής Σικελίας!
- Σικελική εκστρατεία Μέρος 1ο
- Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΞΕΚΙΝΑ
- ΠΑΛΕΡΜΟ
- Στην κοιλάδα των Ν α ώ ν
- Η ΠΌΛΗ ΠΟΥ ΖΕΙ ΑΓΚΑΛΙΆ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
- ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΠΟΥ ΒΡΥΧΙΕΤΑΙ
- ΣΤΗΝ ΣΙΚΕΛΙΑ ΕΡΩΤΕΥΟΝΤΑΙ ΤΟ ΚΑΤΑΜΕΣΗΜΕΡΟ
- Η νοικοκυρά Μεσσήνα
- Τ A O R M I N A
- ΣΙΚΕΛΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΞΕΚΙΝΑ
Μέρος 2ο
Με τις προετοιμασίες και τους καυγάδες. έφτασε το καλοκαίρι. Κι ένα πρωί, «μεσούντος του θέρους», μάς λέει ο ιστορικός, πλήθος παρδαλό κατέβηκε στο Πειραιά να αποχαιρετήσει αυτούς που κινούσαν. Άλλοι σεργιάνιζαν χαζεύοντας, άλλοι χειρονομούσαν ενθουσιασμένοι, άλλοι έστεκαν σκεφτικοί. Κι οι Μανάδες, οι αδερφές, οι γυναίκες σαν τις Μανάδες τις αδερφάδες και τις γυναίκες όλων των εποχών, κρατούσαν τούς άντρες αγκαλιασμένους σφικτά, και θρηνούσαν.
- Γιατί πρέπει να φύγεις, γιέ μου, αδερφέ μου, καλέ μου; Γιατί;
- Μη στεναχωριέσαι Μάνα, αδερφή μου, και καλή μου. Θα γυρίσω, θα δεις! Κι όταν γυρίσω, η Αθήνα θα είναι μεγαλύτερη, δυνατότερη και πιο περήφανη. Θα είναι η πόλη των πόλεων. Θα είναι αρχηγός του ελληνισμού……..
- Και τι να τα κάνω εγώ όλα αυτά, αν εσύ αφήσεις τα κοκαλάκια σου σε κάποιο λάκκο, κάτω κει, στην άκρη του κόσμου; Και ποιος ο λόγος, να σε χαρώ, να είσαι έτσι δα ευχαριστημένος, που μας αφήνεις και μισεύεις; Δεν είχαμε το χωραφάκι μας; Δεν είχαμε τον αχυρώνα μας, δεν τρέφαμε τα ζωντανά μας; Δε χορταίναμε ψωμί; Δεν πίναμε το κρασί από τα αμπέλια μας; Τι τη θέλαμε, στα καλά καθούμενα, τη Σικελία; Τι μας έφταιξαν τόσο μακριά οι ξένοι άνθρωποι? Κι εκείνοι θα έχουν τα σπιτάκια τους, τα χωραφάκια τους, τα αμπελάκια τους, θα κάνουν τα τσιμπούσια τους, θα μεγαλώνουν τα παλικάρια και τις κοπελιές τους, ελπίζοντας να δουν εγγόνια….. Και ξαφνικά θα πάτε εσείς, τα δικά μας παλληκάρια, να τους ξεκληρίσετε ή να σας ξεκληρίσουν. Τι κακό θα παθαίναμε δηλαδή, αν δεν πηγαίναμε στη Σικελία, να αφανίσουμε τους άγνωστούς μας άνρθώπους; Να τι δεν καταλαβαίνω εγώ. Κι είμαι σίγουρη, πως καμιά Μάνα στον κόσμο δεν το καταλαβαίνει, μα μήτε και θα το καταλάβει ποτέ!.... Γιατί, κάποιοι αποφασίζουν ένα μακελειό, και στο μακελειό αυτό, πρέπει να τρέξει το δικό της παιδί, το δικό μου παιδί, και μάλιστα ενθουσιασμένο? Α, θεοί, θεοί! Άραγε δε βλέπετε την τρέλα μας; Γιατί την ευλογάτε; Αλλά γιατί να μην την ευλογάτε κι εσείς. Πριν από κάθε πόλεμο, σας ταϊζουμε καλά, με εκατόμβες, με σπονδές, με προσευχές με παρακλήσεις. Ε, τι κι αν είστε θεοί, κολακεύεστε, και να με συμπαθάτε!!!. Κι αντί να βάλετε νου στο κεφάλι των ανθρώπων, τους φυτεύετε την ιδέα του πολέμου. Τι να σας πω κι εσάς, τι να σας πω…
Άδικα πήγαιναν τα δάκρια των γυναικών. Οι άντρες ήταν τυφλοί από το πάθος του πολέμου και της περιπέτειας. Το αλάθητο ένστικτο του θηλυκού δεν λογαριάζόταν. Σάμπως λογαριάστηκε ποτέ; Αν λογαριαζόταν, ίσως τούτος ο κόσμος, σήμερα, να ταν καλύτερος. Γιατί οι Αλκιβιάδηδες δεν θα ‘χαν τη δυνατότητα να ανεβαίνουν στο βήμα……
Μες το λιμάνι, ο στόλος ήταν μια χαρά ματιών. 134 τριήρεις, 2 ροδίτικα πλοία με 50 κουπιά, - οι πεντηκόντοροι-, 5.000 οπλίτες, 480 τοξότες, 700 Ρόδιοι σφενδονιστές, 120 φίλοι Μεγαρείς, 30 καβαλλαρέοι. Τι θέαμα! Οι τριήρεις ήταν κομψές και χρυσοστόλιστες, γεμάτες πλουμίδια, παντιέρες χρωματιστές, με θαυμαστά ακρόπρωρα, σκαλισμένα με τέχνη στο ξύλο. Οι ναύτες πηγαινοέρχονταν στα καταστρώματα, οι αξιωματούχοι δίναν όρντινα, οι κωπηλάτες παίρναν σιγά σιγά τις θέσεις τους μπροστά στα χαλαρά κουπιά, με τα μυώνια έτοιμα να φουσκώσουν. Μια σάλπιγγα ξαφνικά έδωσε το σήμα της σιωπής. Σημάδι ότι έπρεπε να αρχίσουν οι δεήσεις, πάνω σε κάθε πλοίο χωριστά, για την ευόδωση των επιχειρήσεων. Αξιωματούχοι και στρατιώτες έχυναν, από χρυσά κι αργυρά ποτήρια, σπονδές από κρασί, που έπαιρναν από κρατήρα, ειδικά ετοιμασμένο για αυτό το λόγο. Την ίδια ώρα, το πλήθος στην προβλήτα, έστελνε τις ευχές του στους συγγενείς, στους φίλους, στους συμπολίτες….. Κι όταν κι αυτά τελείωσαν, στρατός και λαός έψαλαν μαζί τον παιάνα, κι η πρώτη τριήρης ξεκίνησε λικνιστή και σκερτσόζα, με τα κουπιά της να ανεβοκατεβαίνουν ρυθμικά, πλαφ-πλουφ, στα νερά του Σαρωνικού, σα να έφευγε για πανηγύρι!. Πίσω της, μια δεύτερη, και μετά μια τρίτη, και σε λίγο το πέλαγο άνθισε, θαρρείς, από τα χρώματα των μπαϊρακιών και των καραβιών!..., Κι άστραψαν στον ήλιο τα χρυσά πλουμίδια, και τα ακρόπρωρα ψήλωσαν λες, μέσα στην ατμόσφαιρα του ενθουσιασμού. Κι ολοένα ακούγονταν το ρυθμικό πλατάγισμα των κουπιών, πλαφ-πλουφ, πλαφ-πλουφ, τώρα δα κοντινό, κι ύστερα μακρινότερο, και ακόμα μακρινότερο. Κι ύστερα, μονάχα τα μάτια έβλεπαν ένα κάμπο ανθισμένο, πάνω στη θάλασσα, να απομακρύνεται βουβά, αργά τελετουργικά. Και, ξαφνικά δε αινόταν,πια, τίποτα. Όλα χάθηκαν, και πλοία και παντιέρες κι άνθρωποι. Τα κατάπιε ο ορίζοντας….
Έτσι ξεκίνησε η εκστρατεία στη Σικελία. Ο Θουκυδίδης λέει πως, «ουδέποτε τω όντι, μέχρι της εποχής εκείνης, δαπανηροτέρα και μεγαλοπρεπεστέρα ελληνική στρατιωτική δύναμις είχε εκπεμφθεί εις υπερπόντιον εκστρατείαν, υπό μιας και μόνης πόλεως.» (Βιβλ. ΣΤ΄εδαφ. 31).
Οι Αθηναίοι, ύστερα από μακρύ κι επικίνδυνο ταξίδι, φτάσαν στην Κάτω Ιταλία. «Καμιά πόλις όμως δεν τους ήνοιξε τας πύλας της, ουδέ την αγοράν της» (Θουκ. Βιβλ. ΣΤ’ εδαφ. 44). Τέλος, ο στόλος ολόκληρος συγκεντρώθηκε στο Ρήγιο, που βρίσκεται στην ιταλική ακτή, απέναντι ακριβώς από τη Σικελιώτικη Μεσσήνα. Κι εκεί στροτοπέδεψε, έξω από τα τείχη της πόλης.
Εν τω μεταξύ τα μαντάτα έφταναν στη Σικελία. Στην αρχή σαν απλές φήμες.
- Λένε πως η Αθήνα κινάει για να μας επιτεθεί.
- Σώωωωπα.!!!
- Ναι ναι κοροϊδεύετε όσο θέλετε τώρα, όμως όταν, ένα πρωί, θα δείτε τα καράβια των Αθηναίων μπροστά στο λιμάνι της Ορτυγίας, θα τρίβετε τα μάτια μας….
- Μα τι τους νομίσατε τους Αθηναίους, βρε παιδιά! Τρελλούς? Τι να έρθουν να κάνουν εδώ, στην άκρη του Ιονίου; Και στο κάτω - κάτω τι έχουν μαζί μας; Τι τους φταίξαμε; Δεν έχουν λόγο. Άστε, λοιπόν, την κινδυνολογία…..
Σοφοί οι Συρακούσιοι. Δεν βλέπαν καμιά αιτία, μια και δεν υπήρχε. Μονάχα να, οι πόλεμοι δεν γνωρίζουν τέτοιες σοφίες. Αντίθετα, είναι παιδιά της τρέλας, κι η τρέλα δεν κάθεται να λογαριάσει το πώς και το γιατί. Απλώς ξεκινάει.
Έτσι ξεκίνησε η εκστρατεία της Σικελίας, έτσι ξεκίνησαν οι Περσικοί πόλεμοι, έτσι ξεκίνησαν ο πρώτος και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος μετά Χριστόν, έτσι ξεκινάνε πάντα οι πόλεμοι…
Στην αρχή οι νησιώτες είχαν θέμα να αστειεύονται και να αλληλοπειράζονται στην αγορά τους, στη συναναστροφή τους και να περνούν με τρόπο ιλαρό τις ώρες της κάθε σκόλης τους. Όταν όμως ο εχθρός ήρθε κι έστησε τις σημαίες του αντίκρα από τη Μεσσήνα, τότε τα αστεία τελείωσαν. Έγιναν τραγική πραγματικότητα. Η Συρακούσα βρέθηκε, από τη μια μέρα στην άλλη, «επί ποδός πολέμου». Όλοι ανασκουμπώθηκαν, κι άρχισαν να δουλεύουν σαν τρελοί. Επιθεώρησαν τα όπλα και τα φρούρια, βάλαν φρουρές στα οχυρά, στείλαν και φρουρές στις μικρές πόλεις για να τις προστατέψουν, και πρέσβεις στις μεγάλες για να βολιδοσκοπήσουν τις διαθέσεις τους. Γιατί στη Σικελία οι συμμαχίες ήταν πολύ ανακατωμένες. Ο κάθε τόπος θεωρούσε υποχρέωση του να τα έχει καλά με τον τόπο της προέλευσης του. Οι Λεοντίνοι ας πούμε, που προέρχονταν από την Χαλκίδα, ζήτησαν βοήθεια από τους Ρήγιους που ήταν κι αυτοί Χαλκιδιώτες. Ψάχναν οι Έλληνες των αποικιών να βρουν συμπεθεριό, κοινή καταγωγή, συγγένεια ανάμεσα στα διάφορα μιλέτια του νησιού, για να τους συντρέξουν, και να ζητήσουν συμμαχία. Χώρια όμως από αυτή τη λεπτομέρεια, όλες οι πόλεις λογάριαζαν και φοβόντουσαν τη Συρακούσα και την τεράστια δύναμη της. Προτιμούσαν δηλαδή να τα έχουν καλά μαζί της, μια και βρίσκονταν στον ίδιο τόπο, παρά με την Αθήνα που ήταν μίλια μακριά. Έτσι οι Συρακούσιοι δεν είχαν σοβαρά προβλήματα συμμαχίας. Έβρισκαν όλες σχεδόν τις πόρτες ανοιχτές, και τη διάθεση των ντόπιων καλή. Βέβαια υπήρχαν που και που και οι εξαιρέσεις, που συνήθως ξεκινούσαν από την καιροσκοπία, όπως το παράδειγμα της Καμάρινας, που περίμενε, η πονηρή, να δει πώς θα εξελιχτούν τα πράγματα και ποιος νικά, για να αποφασίσει να πάει μαζί του!...
.
Το πολιτικά πράματα λοιπόν στη Σικελία, ήταν κάμποσο ασαφή. Κανείς δεν μπορούσε να ξέρει, με σιγουριά. πόσους φίλους μετράει και πόσους εχθρούς.
Κατά την παραμονή τους στο Ρήγιο, οι Αθηναίοι πήραν και την πρώτη ψυχρολουσία. Τα τρία πλοία που έστειλαν στην Εγέστη για να ζητήσουν τα χρήματα για τα έξοδα της εκστρατείας, έφεραν μαύρα μαντάτα. Οι Εγεσταίοι αναγκάστηκαν να ομολογήσουν την απάτη.
- Συμπαθάτε μας αλλά πέσατε εις λούμπαν
- Τι είναι αυτό?
- Φάβα!
- Φαγητό?
- Χάπι, και το χάψατε! Ποιος σας φταίει; Εδώ δεν υπάρχει έλεος. Πορευτείτε καταπώς δύναστε.
Έπεσε γκρίνια στο στρατόπεδο των Αθηναίων, σαν επιδημία. Όλοι μουρμούριζαν κατσουφιασμένοι. Η αναμονή και η απραξία τούς τσάκιζαν τα νεύρα. Καιρός να ξεκινήσουν δράση, γιατί αλλιώτικα θα είχαν κακά ξεμπλέγματα μεταξύ τους.
Έτσι, ένα πρωί, ο στόλος ο Ελληνικός έφτασε στη Θάψο, ξεγελώντας τους Συρακούσιους, που βρίσκονταν στην πεδιάδα για επιθεώρηση, κι αποβίβασε στρατό, που κατάφερε να φτάσει στην Επίπολη. Εκεί, ήρθαν σε βοήθειά τους, επί τέλους, 300 Εγεσταίοι καβαλαρέοι, και Νάξιοι και Σικελοί περίπου 100. Το ιππικό των Αθηναίων, εν τω μεταξύ, αύξαινε. Έφτασε τους 650. Στις πρώτες μικροσυγκρούσεις, οι Αθηναίοι μανουβράριζαν καλά τους Συρακούσιους. Παρ’ όλες όμως τις μικρές επιτυχίες. φαίνεται ότι η τύχη τούς έπαιζε άσχημο παιγνίδι. Γιατί σε κάποια συμπλοκή, σκοτώθηκε ο Λαμάχος, ο ένας από τους τρεις στρατηγούς της εκστρατείας, και στη Σικελία έμενε ουσιαστικά ένας μόνο αρχηγός, ο Νικίας, μια κι ο Αλκιβιάδης είχε από καιρό ανακληθεί στην Αθήνα, για να δικαστεί για την υπόθεση των Ερμών, και την προσβολή των Ελευσινίων Μυστηρίων….
Λυπάμαι που εδώ δεν μπορώ να μιλήσω για αυτές τις κατηγορίες κατά του Αλκιβιάδη γιατί, χώρια από το χώρο που θα έπαιρναν, είναι και κομμάτι … σόκιν… Πώς να γράψει κανείς για πράγματα, που θα έκαναν, ακόμα και το χαρτί, να κοκκινίσει?. Τα αφήνουμε λοιπόν, αλλά για όποιον θέλει, σώνει και καλά να μάθει, ας ανοίξει το Θουκυδίδη στο ΣΤ΄ βιβλίο, εδάφ.53-60 και θα φωτιστεί.
Όμως ο Νικίας είχε αρρωστήσει κιόλας, κι ένας άρρωστος στρατηγός είναι παθητικό για μιαν εκστρατεία. Αλλά οι ατυχίες των Αθηναίων δεν τελείωναν εδώ, γιατί μαζί με την αρρώστια του Νικία, το θάνατο του Λαμάχου και το φευγιό του Αλκιβιάδη, έφτασε στη Σικελία ο Γύλιππος ο Λακεδαιμόνιος. Είμαστε στο έτος 414.
Μπαίνουμε στο δεύτερο χρόνο της εκστρατείας, και τίποτε θετικό δεν έχει ακόμα γίνει. Με τις διαπραγματεύσεις, οι Αθηναίοι χάνουν χρόνο πολύτιμο, και δίνουν την ευκαιρία στους Συρακούσιους να ετοιμάσουν στρατό, να οχυρώσουν τις στρατηγικές τους θέσεις, να ζητήσουν και να πάρουν ενισχύσεις. Μέσα σε αυτό το πρόγραμμα των ενισχύσεων, είναι και οι άφιξη του Γύλιππου με 3.000 άντρες. Βρίσκει τους Συρακούσιους σε πλήρη σύγχυση και κακά οργανωμένους. Αποτέλεσμα; Η ήττα τους στην Επίπολη, όπου οι δύο αντίπαλοι έφτασαν στα χέρια.
Ο Γύλιππος είδε την κατάσταση κι έγινε θηρίο. Έβαλε τις φωνές θυμίζοντάς τους, ότι θα έδειχναν αφόρητη έλλειψη αποφασιστικότητας, αν δεν θεωρούσαν καθήκον τους, χρέος τιμής σαν Δωριείς και Πελοποννήσιοι, να νικήσουν και να αποδιώξουν από την χώρα τους, τους Ίωνες….( Αχ, αρχαίο συνήθειο, η φαγωμάρα μεταξύ των Ελλήνων! Κι αν κάποιος σύγχρονος αμφιβάλλει για το δικό μας, σημερινό DNA, άς ανατρέξει στην Ελληνική Ιστορία!..)
Οι Συρακούσιοι καταντράπηκαν, που ο σύμμαχος τους βρήκε σε τέτοια χάλια, και κατάλαβαν πως πρέπει να σφιχτούν, γιατί τούτος ο πόλεμος δεν ήταν αστείος. Έτσι, στην δεύτερη συνάντηση των δύο στρατών, το ιππικό των Συρακουσίων ανάγκασε τους Αθηναίους να υποχωρήσουν.
Πρώτη νίκη της Συρακούσας, κι ο πόλεμος αρχίζει να παίρνει μιαν άλλη, απρόσμενη μορφή. Στην ουσία δεν πολεμά πια η Αθήνα με την Συρακούσα, μα η Αθήνα με την Πελοπόννησο (δηλαδή με την Σπάρτη, την προαιώνια εχθρά της!), και τους συμμάχους της. Τώρα, γιατί έπρεπε αυτοί οι δύο άσπονδοι αντίπαλοι, να αναμετρηθούν, τόσο μακριά από τα χώματα τους, πράμα που τους στοίχιζε διπλά -σε χρόνο και χρήμα - είναι μια τρέλα τού πολέμου, κι αυτή δίχως λογική εξήγηση. Διότι οι Πελοποννήσιοι, βλέποντας τους Αθηναίους να απειλούν να κατακτήσουν τη Σικελία, αλαφιάστηκαν. Τρέμαν στην σκέψη του πολλαπλασιασμού της δύναμης της Αθήνας. Αν σε αυτό προσθέσει κανείς και το θέμα της εθνικής συγγένειάς τους με τους νησιώτες, τότε η τρέλα έχει την τρελή… λογική της. Δε θα άφηναν αβοήθητους τους Συρακούσιους. Και με το αζημίωτο μάλιστα. Θα τις έβρεχαν των Αθηναίων και θα τους τσαλάκωναν τη φήμη. Με αυτή λοιπόν την προοπτική, άρχισαν να φτάνουν στη Σικελία ενισχύσεις από όλες τις πόλεις της Πελοποννήσου, κι ακόμα από σύμμαχες πόλεις από όλη την Ελλάδα. Παράλληλα όμως με αυτές τις ενέργειες, η Πελοπόννησος άνοιξε και δεύτερο μέτωπο. Άρχισε να ενοχλεί την Αττική. Η Αθήνα αναγκάστηκε να στείλει στόλο στην Πελοπόννησο. Εχθροπραξίες οι μεν, εχθροπραξίες οι δε - σε ελληνικά εδάφη πια! Ο πόλεμος είχε τον ασυμμάζευτο. Οι Αθηναίοι έμοιαζε - με την παλαβή τους απόφαση για πόλεμο στη Σικελία - να έχουν γκρεμίσει το φράγμα κάποιου ποταμού, που τώρα ήταν αδύνατο να δαμάσουν. Η καταστροφή ερχόταν καταπάνω τους, την έβλεπαν, μα δε μπορούσαν να κάνουν πίσω.
Φυσικά έπρεπε να βοηθήσουν το στρατό της Σικελίας. Δεν μπορούσαν να αφήσουν το πρώτο κλιμάκιο δίχως ενισχύσεις, τη στιγμή που στη Συρακούσα έφταναν καθημερινά νέα τμήματα στρατού. Άρχισαν λοιπόν να στέλνουν κάθε τόσο άνδρες και πλοία και χρήματα στο μακρινό νησί. Κι από την άλλη μεριά, έπρεπε να έχουν τα μάτια τους ανοιχτά, μήπως τους ξαφνιάσουνε με μιαν έφοδο οι Πελοποννήσιοι, που είχαν επιδειχτικά στρατοπεδεύσει στη Δεκέλεια, 120 στάδια μακριά από την Αθήνα με επικεφαλής τον βασιλιά Άγι.
Μπήκαμε κιόλας στο έτος 413. Έτος μοιραίο. Τα πράματα στο νησί πάνε άσχημα για τους Αθηναίους. Οι ατυχίες τους στις επιχειρήσεις είναι απανωτές. Στο πολεμικό συμβούλιο γίνεται γνωστό, ότι οι στρατιώτες έχουν αποθαρρυνθεί. Τους εξαντλούν οι αρρώστιες, και μουρμουρίζουν για την παράταση της παραμονής τους στον ξένο τόπο. Νοστάλγησαν τα σπίτια και τους δικούς τους. Αλλιώς φαντάζονταν την εκστρατεία -ίσως σαν παιγνίδι! - και αλλιώς τη βρήκαν, δύσκολη και τραχιά, με αποτελέσματα αβέβαια. Χώρια από αυτά, είναι και το θέμα το οικονομικό. Τα έξοδα της εκστρατείας έφτασαν τα 2.000 τάλαντα, και χρήματα άλλα δεν υπήρχαν για την καταβολή των μισθών των στρατιωτών……
Το μεγάλο χτύπημα ήρθε με τη ναυμαχία στο λιμάνι της Συρακούσας. 2.000 πλοία χτυπήθηκαν μεταξύ τους, σε χώρο τόσο στενό, που συχνά δύο ή περισσότερα πλεούμενα τρυπούσαν το ένα το άλλο, «και βρίσκονταν συχνά πλοία μπλεγμένα με τα έμβολά τους, γύρω από ένα τρίτο, ενώ οι πρωρείς ήταν αναγκασμένοι να προφυλάγονται από το ένα μέρος, και να επιτίθενται από το άλλο, και μάλιστα όχι προς ένα σημείο αλλά προς πολλά και, συγχρόνως, προς όλες τις κατευθύνσεις. Με άλλα λόγια, σε αυτήν την ναυμαχία, έχανε η μάνα το παιδί κι ο σκύλος τον αφέντη. Εξ άλλου ο κρότος που έκαναν τα πλοία που συγκρούονταν, σκέπαζε όλα τα παραγγέλματα των κελευστών των δύο στόλων. Οι κραυγές και ο πάταγος σηκώνονταν στον ουρανό, και κανείς δεν ήξερε ποιος νικά και ποιος νικιέται. Μπορούσες, μέσα στον ίδιο στόλο - τον αθηναϊκό ή το σικελικό - να τα ακούσεις συγχρόνως όλα! Ολοφυρμούς, αλαλαγμούς «νικάμε», και την ίδια ώρα, «χανόμαστε»………….
Το τέλος αυτής τής, τόσο ανακατεμένης ναυμαχίας, βρήκε νικήτρια τη Συρακούσα, και τους Αθηναίους περιδεείς. Έννοια τους μοναδική η φυγή. Ούτε καν αξιοπρεπής αποχώρηση. Σχεδίαζαν να φύγουν νύχτα για να γλυτώσουν το κυνήγι του εχθρού. Το αναπάντεχο μέγεθος της συμφοράς τους, τους αλάφιασε. Κι όμως, έπρεπε να το περιμένουν. Διότι, ενώ εκείνοι, επί δύο χρόνια, χρονοτριβούσαν άσκοπα, διαπραγματευόμενοι, οι Συρακούσιοι βρήκαν τρόπο να οργανωθούν και να κάνουν πρόγραμμα άμυνας. Και φαίνεται ότι το πρόγραμμά τους δεν ήταν μονάχα αμυντικό, ήταν και επιθετικό. Γιατί, από δω και μπρος, η Συρακούσα θα κυνηγάει ανελέητα τους Αθηναίους, σε όλο το νησί.
Έτσι, το σχέδιο των Αθηναίων να το σκάσουν κρυφά από το λιμάνι, δεν πραγματοποιήθηκε. Διότι, ο Ερμακράτης «μυρίστηκε» τις βουλές των αντιπάλων, και τους έστησε παγίδα. Μόλις άρχισε να σκοτεινιάζει, έστειλε στο αθηναϊκό στρατόπεδο φίλους του, με την συνοδεία καβαλαραίων. Αυτοί πλησίασαν αθώα τον εχθρό και προσποιούμενοι τους φίλους, παράγγειλαν στο Νικία να μην αποσύρει τον στρατό του κατά τη διάρκεια της νύχτας, γιατί τάχα οι Συρακούσιοι φύλαγαν όλα τα περάσματα και θα τους πετσόκοβαν. Να προτιμήσουν να φύγουν μέρα!!!
.
Το κόλπο ήταν αφελές. Μύριζε απάτη, από σταδίους μακριά. Αν ήταν δύσκολο να φύγουν οι Αθηναίοι νύχτα, που ίσως να μπορούσαν μέσα στο σκοτάδι να γελάσουν τους Συρακούσιους, θα ήταν χίλιες φορές πιο δύσκολο να το σκάσουν μέρα μεσημέρι. Όμως καλά λένε ότι «μωραίνει Κύριος…»
Ο Νικίας λοιπόν ησυχασμένος, καθυστέρησε την αναχώρηση των 40.000 στρατιωτών του, δίνοντας τους έτσι καιρό να ετοιμαστούν με την ησυχία τους. Στόλος βέβαια δεν υπήρχε πια. Είχε αφανιστεί. Η υποχώρηση έπρεπε να γίνει από τη στεριά, σε αναζήτηση φιλικής πόλης πάνω στο νησί, που θα μπορούσε να τους προσφέρει άσυλο.
Η συνήθως ψυχρή πέννα του ιστορικού, όταν περιγράφει την αναχώρηση των Αθηναίων από το νησί, γίνεται χορδή που πάλλει από συναισθηματισμό. Ανάμεσα στις γραμμές διαβάζει κανείς εύκολα την οδύνη του Θουκυδίδη, για την πρωτάκουστη καταστροφή. Θα μεταφέρω εδώ, όσο πιστότερα γίνεται, το κείμενό του, σε μετάφραση τού Ελευθέριου Βενιζέλου:
« Η κατάσταση των Αθηναίων ήταν αληθινά τρομακτική. Όχι μονάχα γιατί έφευγαν, αφού είχαν χάσει ολόκληρο το στόλο τους, και αντί για τις μεγάλες ελπίδες, με τις οποίες είχαν έρθει, αντιμετώπιζαν τώρα κίνδυνο για την πατρίδα τους και τον εαυτό τους, αλλά ήταν αξιολύπητοι και για όσα έτυχε ο καθείς να ζήσει, όταν εγκατέλειπε το στρατόπεδο. Οδυνηρά για τα μάτια και την ψυχή. Διότι, επειδή οι νεκροί έμεναν άταφοι, όταν κανείς τύχαινε να δει το κουφάρι κάποιου δικού του, βυθίζονταν σε λύπη ανάμικτη με φόβο, ενώ οι άρρωστοι κι οι τραυματισμένοι, που εγκαταλείπονταν ζωντανοί, προξενούσαν πολύ μεγαλύτερη λύπη από τους σκοτωμένους. Γιατί αυτοί οι δυστυχισμένοι, με τους θρήνους και τα παρακάλια τους, έφερναν τους φυγάδες σε ψυχολογικό αδιέξοδο. Ζητούσαν κλαίγοντας, να τους πάρουν μαζί τους, να μη τους εγκαταλείψουν ανήμπορους σε ξένο τόπο. Φώναζαν με τα μικρά τους ονόματα τον κάθε φίλο και συγγενή που έβλεπαν. Μάζευαν τις τελευταίες τους δυνάμεις, και σέρνονταν ως τις γραμμές της πορείας, κι έδεναν τα χέρια τους γύρω από τα γόνατα των συντρόφων τους, και τους ακολουθούσαν, σερνάμενοι και κλαίγοντας, όσο που οι δυνάμεις τους τούς εγκατέλειπαν!..... Τότε πέφταν καταγής κι έσκουζαν από απελπισία. Έτσι, ολόκληρος ο στρατός, με τα μάτια γεμάτα δάκρυα, και μη ξέροντας πια τι να αποκάμει με αυτούς τους δυστυχισμένους, με δυσκολία αποφάσιζε να ξεκινήσει, παρόλο ότι εγκατέλειπε χώρα εχθρική κι άφηνε πίσω του όλα όσα είχε ως τα τότε υποφέρει. ΄Ετσι οι γεροί ακόμα, στρατιώτες, που έφευγαν προς το πουθενά, έσκυβαν, έλυναν από τα γόνατά τους τα χέρια των ετοιμοθάνατων και των τραυματισμένων και, δίχως να γυρίσουν πίσω το κεφάλι, εξακολουθούσαν το φευγιό τους…….», λέει ο ιστορικός.
Ένα φευγιό που, έτσι κι αλλοιώς η Μοίρα είχε ήδη διαγράψει, ζοφερό…
Μα τα δεινά που τους φύλαγε το μέλλον ήταν τέτοια, που ούτε και κατακλυσμός δακρύων θα μπορούσε ποτέ να ανακουφίσει. Και δεν ήταν μονάχα αυτά. Οι Αθηναίοι, αμάθητοι σε ήττες, ένοιωθαν ντροπιασμένοι. Νόμιζε κανείς πως δεν επρόκειτο αλήθεια για στρατό, μα για πληθυσμό πόλης πολιορκημένης, που παραδόθηκε ύστερα από μακριά πολιορκία. Και, μάλιστα, πόλης μεγάλης, γιατί το πλήθος που έφευγε δεν ήταν λιγότερο από 40.000.!!!!
Αλλά τα τρόφιμά τους ήταν λιγοστά, γιατί οι τροφές του στρατοπέδου είχαν εξαντληθεί. Κι όσο συλλογίζονταν από ποια λαμπρότητα και δόξα των πρώτων ημερών είχαν σήμερα φτάσει σε τούτο το κατάντημα , η δυστυχία τους γίνονταν δυσβάσταχτη. Διότι, ποτέ, πραγματικά, ελληνικό στράτευμα δεν είχε τέτοια παράξενη τύχη. Ενώ είχαν έρθει να υποδουλώσουν άλλους, κινδύνευαν τώρα να υποδουλωθούν αυτοί. Αντί για τις ευχές και τους παιάνες, που τους ξεπροβόδιζαν στον Πειραιά, επέστρεφαν τώρα ακούγοντας λόγια δυσοίωνα. Αντί να είναι ναύτες στα καράβια τους, πορεύονταν πεζή. Κι όμως όλα τούτα τους φαίνονταν για την ώρα υποφερτά, εξ αιτίας του κινδύνου που παραμόνευε τα βήματα της υποχώρησης τους.
Η υποχώρηση αποφασίστηκε να γίνει με το στρατό χωρισμένο σε δύο τμήματα. Το ένα με αρχηγό το Νικία, το άλλο με αρχηγό το Δημοσθένη. Κι αφού οι δύο αρχηγοί μίλησαν στους καταπονημένους στρατιώτες για να τούς δώσουν κουράγιο: «Εάν ξεφύγετε, τώρα, τους εχθρούς σας, άλλοι θα πετύχετε εκείνο που καθείς σας επιθυμεί, οι δε Αθηναίοι θα αναστηλώσετε την καταπεσμένη δύναμη της πόλης. Διότι, οι άντρες αποτελούν τις πόλεις κι όχι τα τείχη και τα πλοία, κενά ανδρών», ξεκίνησαν, χωρίς πραγματικά να ξέρουν καταπού πάνε. Φυσικά οι Συρακούσιοι τους περίμεναν στην «στροφή» που λεν. Άρχισαν ένα ανελέητο κυνηγητό. Τους ενοχλούσαν ασταμάτητα, αναγκάζοντάς τους να πολεμούν καθώς πορεύονταν, κατάκοποι και αποθαρρημένοι, μάταια ζητώντας το σωσμό. Πίσω τους, η συντελεσμένη καταστροφή. Μπροστά τους η συμφορά, που ερχόταν με βήματα ανοιχτά, οργισμένα. Η τραγωδία έσερνε, μοιραία, μαζί της την Κάθαρση. Κι η Κάθαρση ζητούσε κι άλλο αίμα. Το τελευταίο…..Το πιο ακριβό! Το πιο πολύτιμο! Αυτό που, τόσο άδικα κι αδικαιολόγητα, θα χυνόταν στην ξένη γή…
Ο Νικίας είχε πειστεί πως μονάχα η σβελτάδα της πορείας μπορούσε, ίσως, να τους σώσει, και βίαζε τα στρατεύματά του. Αντίθετα ο Δημοστένης χρονοτριβούσε. Ώσπου μια μέρα, παγιδευμένος μέσα σε έναν ελαιώνα, κυνηγήθηκε από τους Συρακούσιους και αναγκάστηκε να παραδοθεί. Ο Θουκυδίδης λέει, ότι όσοι παραδόθηκαν ήταν 6.000. Ο όρος της παράδοσης ήταν να μη θανατωθεί κανείς, ούτε να πουληθεί σαν δούλος. Κι οι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν αμέσως στην πόλη.
Εν τω μεταξύ ο Νικίας είχε προχωρήσει. Παρ’ όλα αυτά όμως, τα τσακάλια οι Συρακούσιοι τον έφτασαν, και του μήνυσαν την παράδοση του Δημοσθένη. Ζήτησαν να κάνει κι αυτός το ίδιο. Ο Νικίας όμως ήταν πεισματάρης κι είχε την αίσθηση της στρατιωτικής τιμής. Μολονότι δεν ήθελε την εκστρατεία, και την πολέμησε με πάθος στην προετοιμασία της, εν τούτοις, όταν υποχρεώθηκε να βγει στον πόλεμο, στάθηκε λεβέντης. Έμεινε τελευταίος. Και παρ’ ότι σε απελπιστική κατάσταση, δε σκόπευε να παραδοθεί. Προσπαθούσε να κερδίσει καιρό και να βρει κάποιο τέχνασμα να ξεγελάσει τους Συρακούσιους, ελπίζοντας σε κάποιο θαύμα!!!
.
Μάταιος κόπος. Οι νησιώτες ήταν αποφασισμένοι να τους λιανίσουν κι είχαν τα μάτια ανοιχτά. Κι όταν οι Αθηναίοι φτάσαν στον ποταμό Ασσίναρο, η τραγωδία κορυφώθηκε.
Οι Αθηναίοι, στην ταραχή τους, νόμισαν πως, αν κατάφερναν να βάλουν, ανάμεσα σε αυτούς και τον εχθρό, το ποτάμι, θα είχαν μια ελπίδα σωτηρίας. Όμως, όταν φτάσαν στις όχθες, έπαψε πια να ισχύει κάθε έννοια τάξης και πειθαρχίας ανάμεσά τους. Ήταν κι η καταραμένη δίψα τόσων ημερών που τους τρέλαινε. Έτσι άρχισαν να ρίχνονται στο νερό ο ένας πάνω από τον άλλον, να τσαλαπατιούνται και να πνίγονται. Γιατί, μια και οι Συρακούσιοι δεν είχαν πάψει στιγμή να τους κυνηγούν, ήταν, οι δύστυχοι, υποχρεωμένοι να βρίσκονται συγκεντρωμένοι, και να περνούν το ποτάμι πολεμώντας. Έτσι άλλοι πνίγονταν, άλλοι σκοτώνονταν πέφτοντας πάνω στα δόρατα εκείνων που είχαν πέσει πριν από αυτούς, άλλοι μπλέκονταν στην εξάρτυση τους και, καθώς δεν μπορούσαν να κολυμπήσουν, τους παρέσυρε το ρέμα και πνίγονταν………… Μακελειό.
Οι Συρακούσιοι, μανιασμένοι από οργή για τον άδικο πόλεμο, δεν ένοιωθαν έλεος. Είχαν πιάσει τα υψώματα τής μιας όχθης, κι από κει λιάνιζαν. Από μακριά. Οι σύμμαχοί τους οι Πελοποννήσιοι όμως, αποδείχτηκαν χειρότεροι. Κατέβηκαν μέχρι το ποτάμι κι έσφαξαν αυτούς που πάλευαν να γλυτώσουν τον πνιγμό.
Κάποια στιγμή το νερό μαύρισε, καθώς η ίλύς του ποταμού, ανακατεμένη από τόσα πόδια, ανέβηκε στην επιφάνεια και σε λίγο κοκκίνισε. Λάσπη κι αίμα βούρκωσαν και μόλυναν τα νερά. Όμως οι στρατιώτες, που ολοένα φτάναν στο ποτάμι διψασμένοι, ρίχνονταν με μανία πάνω στην όχθη, από όπου έπιναν αχόρταγα το αίμα των συντρόφων τους, μαζί με τις λάσπες του βυθού! Τους περισσότερους τους έβρισκε ο θάνατος καθώς ξεδίψαγαν ευδαιμονικά, με τούτο το ακατονόμαστο υγρό……
Οι νεκροί είχαν κάνει σωρούς μέσα στο ποτάμι. Ο στρατός των Αθηναίων είχε αποδεκατιστεί. Ελάχιστοι είχαν ξεφύγει από το σφαγείο του Ασσίναρου, αλλά κι αυτούς τους περίμενε στα μετόπισθεν το ιππικό, που τούς πετσόκοβε ανελέητα. ΄Ετρεχαν οι Αθηναίοι μακρυά από το ποτάμι, -μη ξέροντας φυσικά τι τους περίμενε παραπίσω. Και στο αγωνιώδες τρεχαλητό τους, ένοιωθαν πάλι, κάποια μπράτσα να τυλίγονται γύρω από τα γόνατά τους, και κάποιες ξεψυχισμένεςφωνές να παρακαλούν. «Μη φεύγεις χωρίς εμένα! Πάρε με μαζί σου!! Αν μείνω εδώ, θα με σφάξουν! Βοήθησέ με, να σηκωθώ, σε ικετεύω…» ΄Ηταν οι τραυματισμένοι συμπατριώτες, φίλοι και γείτονες και γνωστοί, που ζητούσαν βοήθεια, από αυτούς που έτρεχαν να σωθούν…….Σάμπως δεν ήξεραν ότι και ίδιοι, αργά ή γρήγορα, θα αντάμωναν με το Θάνατο? Το νησιωτικό ιππικό τούς περίμενε με τα δόρατα προτεταμένα. Πουθενά διέξοδος. Πουθενά σωτηρία. Η Μοίρα έκλεινε σιγά-σιγά τον κύκλος της, παγιδεύοντας μέσα του, χιλιάδες γενναίους……….
Ο Νικίας απελπίστηκε. Δεν του έμενε πραγματικά άλλη λύση από την παράδοση, αν δεν ήθελε να αφανιστεί το στράτευμα του μέχρις ενός. Κι έθεσε ένα και μοναδικό όρο γι αυτό. Όρο λεβέντικο, περήφανο, άξιο της καταγωγής του και του τίτλου του, σαν αρχηγού της εκστρατείας. Αυτόν το ίδιο, τον Νικία, θα μπορούσαν να τον κάνουν ό,τι ήθελαν. Όμως έπρεπε να δώσουν εντολή να πάψει το φονικό των στρατιωτών του.
Έτσι παραδόθηκαν κι οι τελευταίοι Αθηναίοι με τους συμμάχους τους, όσοι δεν κατάφεραν να ξεφύγουν και να πλανιούνται κατατρεγμένοι σε όλο το νησί.
Οι Συρακούσιοι μάζεψαν όλους τους Αθηναίους –του Νικία και του Δημοστένη- και τους έκλεισαν στα λατομεία της Συρακούσας. Τους έριξαν σε λάκκο στενό, δίχως στέγη. Εκεί μέσα οι άμοιροι δεν είχαν τόπο μήτε να κουνηθούν, κι ήταν υποχρεωμένοι «να κάνουν το κάθε τι εις το αυτό μέρος». Την ημέρα τούς έκαιγε ο ήλιος, και τους έπνιγε η ζέστη. Και τα χειμωνιάτικα ψυχρά βράδια, πάγωναν. Έτσι, αρρώσταιναν και πέθαιναν κατά εκατοντάδες. Τα πτώματα δεν τα μετακινούσε κανείς. Σάπιζαν εκεί, ανάμεσα στους ζωντανούς, στοιβαγμένα σε σωρούς, κι η βρώμα τους, μπούκωνε τους φυλακισμένους. Χώρια όμως από αυτά, οι Αθηναίοι πεινούσαν και διψούσαν. Για οκτώ μήνες έτρωγαν «δύο κοτύλας σίτου και μιαν κοτύλην ύδατος»
Επί 70 μέρες έζησαν μέσα στο λάκκο του θανάτου, όλοι οι αιχμάλωτοι μαζί. Μετά οι Συρακούσιοι άρχισαν να πουλούν δούλους τους συμμάχους των Αθηναίων, και τους κατοίκους του νησιού, που συμμάχησαν με τον εχθρό……..
Ο Θουκυδίδης κλείνει το ΣΤ’ βιβλίο της ιστορίας του, που αναφέρεται στην Σικελική εκστρατεία, με αυτά τα σχόλια:
« Τον ολικόν αριθμό των αιχμαλώτων του κράτους δεν μπορώ να μεταδώσω με απόλυτη ακρίβεια, δεν ήταν όμως κατώτερος των 7.000. Από όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις από τις οποίες διατηρήθηκε η παράδοση, η εκστρατεία αυτή υπήρξε η σημαντικότερη, ενδοξότατη για τους νικητές, καταστρεπτικότατη για τους νικημένους. Γιατί αυτοί, νικημένοι κατά κράτος, και σε όλα τα σημεία, υπέστησαν όχι μέτριες καταστροφές, αλλά αληθινή πανωλεθρία. Και στρατός, και στόλος και τα πάντα χάθηκαν. Και λίγοι από τους πολλούς ξαναείδαν τις εστίες τους.
Αυτή υπήρξε η ιστορία του Σικελικού πολέμου…»
Μέρος 2ο
Με τις προετοιμασίες και τους καυγάδες. έφτασε το καλοκαίρι. Κι ένα πρωί, «μεσούντος του θέρους», μάς λέει ο ιστορικός, πλήθος παρδαλό κατέβηκε στο Πειραιά να αποχαιρετήσει αυτούς που κινούσαν. Άλλοι σεργιάνιζαν χαζεύοντας, άλλοι χειρονομούσαν ενθουσιασμένοι, άλλοι έστεκαν σκεφτικοί. Κι οι Μανάδες, οι αδερφές, οι γυναίκες σαν τις Μανάδες τις αδερφάδες και τις γυναίκες όλων των εποχών, κρατούσαν τούς άντρες αγκαλιασμένους σφικτά, και θρηνούσαν.
- Γιατί πρέπει να φύγεις, γιέ μου, αδερφέ μου, καλέ μου; Γιατί;
- Μη στεναχωριέσαι Μάνα, αδερφή μου, και καλή μου. Θα γυρίσω, θα δεις! Κι όταν γυρίσω, η Αθήνα θα είναι μεγαλύτερη, δυνατότερη και πιο περήφανη. Θα είναι η πόλη των πόλεων. Θα είναι αρχηγός του ελληνισμού……..
- Και τι να τα κάνω εγώ όλα αυτά, αν εσύ αφήσεις τα κοκαλάκια σου σε κάποιο λάκκο, κάτω κει, στην άκρη του κόσμου; Και ποιος ο λόγος, να σε χαρώ, να είσαι έτσι δα ευχαριστημένος, που μας αφήνεις και μισεύεις; Δεν είχαμε το χωραφάκι μας; Δεν είχαμε τον αχυρώνα μας, δεν τρέφαμε τα ζωντανά μας; Δε χορταίναμε ψωμί; Δεν πίναμε το κρασί από τα αμπέλια μας; Τι τη θέλαμε, στα καλά καθούμενα, τη Σικελία; Τι μας έφταιξαν τόσο μακριά οι ξένοι άνθρωποι? Κι εκείνοι θα έχουν τα σπιτάκια τους, τα χωραφάκια τους, τα αμπελάκια τους, θα κάνουν τα τσιμπούσια τους, θα μεγαλώνουν τα παλικάρια και τις κοπελιές τους, ελπίζοντας να δουν εγγόνια….. Και ξαφνικά θα πάτε εσείς, τα δικά μας παλληκάρια, να τους ξεκληρίσετε ή να σας ξεκληρίσουν. Τι κακό θα παθαίναμε δηλαδή, αν δεν πηγαίναμε στη Σικελία, να αφανίσουμε τους άγνωστούς μας άνρθώπους; Να τι δεν καταλαβαίνω εγώ. Κι είμαι σίγουρη, πως καμιά Μάνα στον κόσμο δεν το καταλαβαίνει, μα μήτε και θα το καταλάβει ποτέ!.... Γιατί, κάποιοι αποφασίζουν ένα μακελειό, και στο μακελειό αυτό, πρέπει να τρέξει το δικό της παιδί, το δικό μου παιδί, και μάλιστα ενθουσιασμένο? Α, θεοί, θεοί! Άραγε δε βλέπετε την τρέλα μας; Γιατί την ευλογάτε; Αλλά γιατί να μην την ευλογάτε κι εσείς. Πριν από κάθε πόλεμο, σας ταϊζουμε καλά, με εκατόμβες, με σπονδές, με προσευχές με παρακλήσεις. Ε, τι κι αν είστε θεοί, κολακεύεστε, και να με συμπαθάτε!!!. Κι αντί να βάλετε νου στο κεφάλι των ανθρώπων, τους φυτεύετε την ιδέα του πολέμου. Τι να σας πω κι εσάς, τι να σας πω…
Άδικα πήγαιναν τα δάκρια των γυναικών. Οι άντρες ήταν τυφλοί από το πάθος του πολέμου και της περιπέτειας. Το αλάθητο ένστικτο του θηλυκού δεν λογαριάζόταν. Σάμπως λογαριάστηκε ποτέ; Αν λογαριαζόταν, ίσως τούτος ο κόσμος, σήμερα, να ταν καλύτερος. Γιατί οι Αλκιβιάδηδες δεν θα ‘χαν τη δυνατότητα να ανεβαίνουν στο βήμα……
Μες το λιμάνι, ο στόλος ήταν μια χαρά ματιών. 134 τριήρεις, 2 ροδίτικα πλοία με 50 κουπιά, - οι πεντηκόντοροι-, 5.000 οπλίτες, 480 τοξότες, 700 Ρόδιοι σφενδονιστές, 120 φίλοι Μεγαρείς, 30 καβαλλαρέοι. Τι θέαμα! Οι τριήρεις ήταν κομψές και χρυσοστόλιστες, γεμάτες πλουμίδια, παντιέρες χρωματιστές, με θαυμαστά ακρόπρωρα, σκαλισμένα με τέχνη στο ξύλο. Οι ναύτες πηγαινοέρχονταν στα καταστρώματα, οι αξιωματούχοι δίναν όρντινα, οι κωπηλάτες παίρναν σιγά σιγά τις θέσεις τους μπροστά στα χαλαρά κουπιά, με τα μυώνια έτοιμα να φουσκώσουν. Μια σάλπιγγα ξαφνικά έδωσε το σήμα της σιωπής. Σημάδι ότι έπρεπε να αρχίσουν οι δεήσεις, πάνω σε κάθε πλοίο χωριστά, για την ευόδωση των επιχειρήσεων. Αξιωματούχοι και στρατιώτες έχυναν, από χρυσά κι αργυρά ποτήρια, σπονδές από κρασί, που έπαιρναν από κρατήρα, ειδικά ετοιμασμένο για αυτό το λόγο. Την ίδια ώρα, το πλήθος στην προβλήτα, έστελνε τις ευχές του στους συγγενείς, στους φίλους, στους συμπολίτες….. Κι όταν κι αυτά τελείωσαν, στρατός και λαός έψαλαν μαζί τον παιάνα, κι η πρώτη τριήρης ξεκίνησε λικνιστή και σκερτσόζα, με τα κουπιά της να ανεβοκατεβαίνουν ρυθμικά, πλαφ-πλουφ, στα νερά του Σαρωνικού, σα να έφευγε για πανηγύρι!. Πίσω της, μια δεύτερη, και μετά μια τρίτη, και σε λίγο το πέλαγο άνθισε, θαρρείς, από τα χρώματα των μπαϊρακιών και των καραβιών!..., Κι άστραψαν στον ήλιο τα χρυσά πλουμίδια, και τα ακρόπρωρα ψήλωσαν λες, μέσα στην ατμόσφαιρα του ενθουσιασμού. Κι ολοένα ακούγονταν το ρυθμικό πλατάγισμα των κουπιών, πλαφ-πλουφ, πλαφ-πλουφ, τώρα δα κοντινό, κι ύστερα μακρινότερο, και ακόμα μακρινότερο. Κι ύστερα, μονάχα τα μάτια έβλεπαν ένα κάμπο ανθισμένο, πάνω στη θάλασσα, να απομακρύνεται βουβά, αργά τελετουργικά. Και, ξαφνικά δε αινόταν,πια, τίποτα. Όλα χάθηκαν, και πλοία και παντιέρες κι άνθρωποι. Τα κατάπιε ο ορίζοντας….
Έτσι ξεκίνησε η εκστρατεία στη Σικελία. Ο Θουκυδίδης λέει πως, «ουδέποτε τω όντι, μέχρι της εποχής εκείνης, δαπανηροτέρα και μεγαλοπρεπεστέρα ελληνική στρατιωτική δύναμις είχε εκπεμφθεί εις υπερπόντιον εκστρατείαν, υπό μιας και μόνης πόλεως.» (Βιβλ. ΣΤ΄εδαφ. 31).
Οι Αθηναίοι, ύστερα από μακρύ κι επικίνδυνο ταξίδι, φτάσαν στην Κάτω Ιταλία. «Καμιά πόλις όμως δεν τους ήνοιξε τας πύλας της, ουδέ την αγοράν της» (Θουκ. Βιβλ. ΣΤ’ εδαφ. 44). Τέλος, ο στόλος ολόκληρος συγκεντρώθηκε στο Ρήγιο, που βρίσκεται στην ιταλική ακτή, απέναντι ακριβώς από τη Σικελιώτικη Μεσσήνα. Κι εκεί στροτοπέδεψε, έξω από τα τείχη της πόλης.
Εν τω μεταξύ τα μαντάτα έφταναν στη Σικελία. Στην αρχή σαν απλές φήμες.
- Λένε πως η Αθήνα κινάει για να μας επιτεθεί.
- Σώωωωπα.!!!
- Ναι ναι κοροϊδεύετε όσο θέλετε τώρα, όμως όταν, ένα πρωί, θα δείτε τα καράβια των Αθηναίων μπροστά στο λιμάνι της Ορτυγίας, θα τρίβετε τα μάτια μας….
- Μα τι τους νομίσατε τους Αθηναίους, βρε παιδιά! Τρελλούς? Τι να έρθουν να κάνουν εδώ, στην άκρη του Ιονίου; Και στο κάτω - κάτω τι έχουν μαζί μας; Τι τους φταίξαμε; Δεν έχουν λόγο. Άστε, λοιπόν, την κινδυνολογία…..
Σοφοί οι Συρακούσιοι. Δεν βλέπαν καμιά αιτία, μια και δεν υπήρχε. Μονάχα να, οι πόλεμοι δεν γνωρίζουν τέτοιες σοφίες. Αντίθετα, είναι παιδιά της τρέλας, κι η τρέλα δεν κάθεται να λογαριάσει το πώς και το γιατί. Απλώς ξεκινάει.
Έτσι ξεκίνησε η εκστρατεία της Σικελίας, έτσι ξεκίνησαν οι Περσικοί πόλεμοι, έτσι ξεκίνησαν ο πρώτος και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος μετά Χριστόν, έτσι ξεκινάνε πάντα οι πόλεμοι…
Στην αρχή οι νησιώτες είχαν θέμα να αστειεύονται και να αλληλοπειράζονται στην αγορά τους, στη συναναστροφή τους και να περνούν με τρόπο ιλαρό τις ώρες της κάθε σκόλης τους. Όταν όμως ο εχθρός ήρθε κι έστησε τις σημαίες του αντίκρα από τη Μεσσήνα, τότε τα αστεία τελείωσαν. Έγιναν τραγική πραγματικότητα. Η Συρακούσα βρέθηκε, από τη μια μέρα στην άλλη, «επί ποδός πολέμου». Όλοι ανασκουμπώθηκαν, κι άρχισαν να δουλεύουν σαν τρελοί. Επιθεώρησαν τα όπλα και τα φρούρια, βάλαν φρουρές στα οχυρά, στείλαν και φρουρές στις μικρές πόλεις για να τις προστατέψουν, και πρέσβεις στις μεγάλες για να βολιδοσκοπήσουν τις διαθέσεις τους. Γιατί στη Σικελία οι συμμαχίες ήταν πολύ ανακατωμένες. Ο κάθε τόπος θεωρούσε υποχρέωση του να τα έχει καλά με τον τόπο της προέλευσης του. Οι Λεοντίνοι ας πούμε, που προέρχονταν από την Χαλκίδα, ζήτησαν βοήθεια από τους Ρήγιους που ήταν κι αυτοί Χαλκιδιώτες. Ψάχναν οι Έλληνες των αποικιών να βρουν συμπεθεριό, κοινή καταγωγή, συγγένεια ανάμεσα στα διάφορα μιλέτια του νησιού, για να τους συντρέξουν, και να ζητήσουν συμμαχία. Χώρια όμως από αυτή τη λεπτομέρεια, όλες οι πόλεις λογάριαζαν και φοβόντουσαν τη Συρακούσα και την τεράστια δύναμη της. Προτιμούσαν δηλαδή να τα έχουν καλά μαζί της, μια και βρίσκονταν στον ίδιο τόπο, παρά με την Αθήνα που ήταν μίλια μακριά. Έτσι οι Συρακούσιοι δεν είχαν σοβαρά προβλήματα συμμαχίας. Έβρισκαν όλες σχεδόν τις πόρτες ανοιχτές, και τη διάθεση των ντόπιων καλή. Βέβαια υπήρχαν που και που και οι εξαιρέσεις, που συνήθως ξεκινούσαν από την καιροσκοπία, όπως το παράδειγμα της Καμάρινας, που περίμενε, η πονηρή, να δει πώς θα εξελιχτούν τα πράγματα και ποιος νικά, για να αποφασίσει να πάει μαζί του!...
.
Το πολιτικά πράματα λοιπόν στη Σικελία, ήταν κάμποσο ασαφή. Κανείς δεν μπορούσε να ξέρει, με σιγουριά. πόσους φίλους μετράει και πόσους εχθρούς.
Κατά την παραμονή τους στο Ρήγιο, οι Αθηναίοι πήραν και την πρώτη ψυχρολουσία. Τα τρία πλοία που έστειλαν στην Εγέστη για να ζητήσουν τα χρήματα για τα έξοδα της εκστρατείας, έφεραν μαύρα μαντάτα. Οι Εγεσταίοι αναγκάστηκαν να ομολογήσουν την απάτη.
- Συμπαθάτε μας αλλά πέσατε εις λούμπαν
- Τι είναι αυτό?
- Φάβα!
- Φαγητό?
- Χάπι, και το χάψατε! Ποιος σας φταίει; Εδώ δεν υπάρχει έλεος. Πορευτείτε καταπώς δύναστε.
Έπεσε γκρίνια στο στρατόπεδο των Αθηναίων, σαν επιδημία. Όλοι μουρμούριζαν κατσουφιασμένοι. Η αναμονή και η απραξία τούς τσάκιζαν τα νεύρα. Καιρός να ξεκινήσουν δράση, γιατί αλλιώτικα θα είχαν κακά ξεμπλέγματα μεταξύ τους.
Έτσι, ένα πρωί, ο στόλος ο Ελληνικός έφτασε στη Θάψο, ξεγελώντας τους Συρακούσιους, που βρίσκονταν στην πεδιάδα για επιθεώρηση, κι αποβίβασε στρατό, που κατάφερε να φτάσει στην Επίπολη. Εκεί, ήρθαν σε βοήθειά τους, επί τέλους, 300 Εγεσταίοι καβαλαρέοι, και Νάξιοι και Σικελοί περίπου 100. Το ιππικό των Αθηναίων, εν τω μεταξύ, αύξαινε. Έφτασε τους 650. Στις πρώτες μικροσυγκρούσεις, οι Αθηναίοι μανουβράριζαν καλά τους Συρακούσιους. Παρ’ όλες όμως τις μικρές επιτυχίες. φαίνεται ότι η τύχη τούς έπαιζε άσχημο παιγνίδι. Γιατί σε κάποια συμπλοκή, σκοτώθηκε ο Λαμάχος, ο ένας από τους τρεις στρατηγούς της εκστρατείας, και στη Σικελία έμενε ουσιαστικά ένας μόνο αρχηγός, ο Νικίας, μια κι ο Αλκιβιάδης είχε από καιρό ανακληθεί στην Αθήνα, για να δικαστεί για την υπόθεση των Ερμών, και την προσβολή των Ελευσινίων Μυστηρίων….
Λυπάμαι που εδώ δεν μπορώ να μιλήσω για αυτές τις κατηγορίες κατά του Αλκιβιάδη γιατί, χώρια από το χώρο που θα έπαιρναν, είναι και κομμάτι … σόκιν… Πώς να γράψει κανείς για πράγματα, που θα έκαναν, ακόμα και το χαρτί, να κοκκινίσει?. Τα αφήνουμε λοιπόν, αλλά για όποιον θέλει, σώνει και καλά να μάθει, ας ανοίξει το Θουκυδίδη στο ΣΤ΄ βιβλίο, εδάφ.53-60 και θα φωτιστεί.
Όμως ο Νικίας είχε αρρωστήσει κιόλας, κι ένας άρρωστος στρατηγός είναι παθητικό για μιαν εκστρατεία. Αλλά οι ατυχίες των Αθηναίων δεν τελείωναν εδώ, γιατί μαζί με την αρρώστια του Νικία, το θάνατο του Λαμάχου και το φευγιό του Αλκιβιάδη, έφτασε στη Σικελία ο Γύλιππος ο Λακεδαιμόνιος. Είμαστε στο έτος 414.
Μπαίνουμε στο δεύτερο χρόνο της εκστρατείας, και τίποτε θετικό δεν έχει ακόμα γίνει. Με τις διαπραγματεύσεις, οι Αθηναίοι χάνουν χρόνο πολύτιμο, και δίνουν την ευκαιρία στους Συρακούσιους να ετοιμάσουν στρατό, να οχυρώσουν τις στρατηγικές τους θέσεις, να ζητήσουν και να πάρουν ενισχύσεις. Μέσα σε αυτό το πρόγραμμα των ενισχύσεων, είναι και οι άφιξη του Γύλιππου με 3.000 άντρες. Βρίσκει τους Συρακούσιους σε πλήρη σύγχυση και κακά οργανωμένους. Αποτέλεσμα; Η ήττα τους στην Επίπολη, όπου οι δύο αντίπαλοι έφτασαν στα χέρια.
Ο Γύλιππος είδε την κατάσταση κι έγινε θηρίο. Έβαλε τις φωνές θυμίζοντάς τους, ότι θα έδειχναν αφόρητη έλλειψη αποφασιστικότητας, αν δεν θεωρούσαν καθήκον τους, χρέος τιμής σαν Δωριείς και Πελοποννήσιοι, να νικήσουν και να αποδιώξουν από την χώρα τους, τους Ίωνες….( Αχ, αρχαίο συνήθειο, η φαγωμάρα μεταξύ των Ελλήνων! Κι αν κάποιος σύγχρονος αμφιβάλλει για το δικό μας, σημερινό DNA, άς ανατρέξει στην Ελληνική Ιστορία!..)
Οι Συρακούσιοι καταντράπηκαν, που ο σύμμαχος τους βρήκε σε τέτοια χάλια, και κατάλαβαν πως πρέπει να σφιχτούν, γιατί τούτος ο πόλεμος δεν ήταν αστείος. Έτσι, στην δεύτερη συνάντηση των δύο στρατών, το ιππικό των Συρακουσίων ανάγκασε τους Αθηναίους να υποχωρήσουν.
Πρώτη νίκη της Συρακούσας, κι ο πόλεμος αρχίζει να παίρνει μιαν άλλη, απρόσμενη μορφή. Στην ουσία δεν πολεμά πια η Αθήνα με την Συρακούσα, μα η Αθήνα με την Πελοπόννησο (δηλαδή με την Σπάρτη, την προαιώνια εχθρά της!), και τους συμμάχους της. Τώρα, γιατί έπρεπε αυτοί οι δύο άσπονδοι αντίπαλοι, να αναμετρηθούν, τόσο μακριά από τα χώματα τους, πράμα που τους στοίχιζε διπλά -σε χρόνο και χρήμα - είναι μια τρέλα τού πολέμου, κι αυτή δίχως λογική εξήγηση. Διότι οι Πελοποννήσιοι, βλέποντας τους Αθηναίους να απειλούν να κατακτήσουν τη Σικελία, αλαφιάστηκαν. Τρέμαν στην σκέψη του πολλαπλασιασμού της δύναμης της Αθήνας. Αν σε αυτό προσθέσει κανείς και το θέμα της εθνικής συγγένειάς τους με τους νησιώτες, τότε η τρέλα έχει την τρελή… λογική της. Δε θα άφηναν αβοήθητους τους Συρακούσιους. Και με το αζημίωτο μάλιστα. Θα τις έβρεχαν των Αθηναίων και θα τους τσαλάκωναν τη φήμη. Με αυτή λοιπόν την προοπτική, άρχισαν να φτάνουν στη Σικελία ενισχύσεις από όλες τις πόλεις της Πελοποννήσου, κι ακόμα από σύμμαχες πόλεις από όλη την Ελλάδα. Παράλληλα όμως με αυτές τις ενέργειες, η Πελοπόννησος άνοιξε και δεύτερο μέτωπο. Άρχισε να ενοχλεί την Αττική. Η Αθήνα αναγκάστηκε να στείλει στόλο στην Πελοπόννησο. Εχθροπραξίες οι μεν, εχθροπραξίες οι δε - σε ελληνικά εδάφη πια! Ο πόλεμος είχε τον ασυμμάζευτο. Οι Αθηναίοι έμοιαζε - με την παλαβή τους απόφαση για πόλεμο στη Σικελία - να έχουν γκρεμίσει το φράγμα κάποιου ποταμού, που τώρα ήταν αδύνατο να δαμάσουν. Η καταστροφή ερχόταν καταπάνω τους, την έβλεπαν, μα δε μπορούσαν να κάνουν πίσω.
Φυσικά έπρεπε να βοηθήσουν το στρατό της Σικελίας. Δεν μπορούσαν να αφήσουν το πρώτο κλιμάκιο δίχως ενισχύσεις, τη στιγμή που στη Συρακούσα έφταναν καθημερινά νέα τμήματα στρατού. Άρχισαν λοιπόν να στέλνουν κάθε τόσο άνδρες και πλοία και χρήματα στο μακρινό νησί. Κι από την άλλη μεριά, έπρεπε να έχουν τα μάτια τους ανοιχτά, μήπως τους ξαφνιάσουνε με μιαν έφοδο οι Πελοποννήσιοι, που είχαν επιδειχτικά στρατοπεδεύσει στη Δεκέλεια, 120 στάδια μακριά από την Αθήνα με επικεφαλής τον βασιλιά Άγι.
Μπήκαμε κιόλας στο έτος 413. Έτος μοιραίο. Τα πράματα στο νησί πάνε άσχημα για τους Αθηναίους. Οι ατυχίες τους στις επιχειρήσεις είναι απανωτές. Στο πολεμικό συμβούλιο γίνεται γνωστό, ότι οι στρατιώτες έχουν αποθαρρυνθεί. Τους εξαντλούν οι αρρώστιες, και μουρμουρίζουν για την παράταση της παραμονής τους στον ξένο τόπο. Νοστάλγησαν τα σπίτια και τους δικούς τους. Αλλιώς φαντάζονταν την εκστρατεία -ίσως σαν παιγνίδι! - και αλλιώς τη βρήκαν, δύσκολη και τραχιά, με αποτελέσματα αβέβαια. Χώρια από αυτά, είναι και το θέμα το οικονομικό. Τα έξοδα της εκστρατείας έφτασαν τα 2.000 τάλαντα, και χρήματα άλλα δεν υπήρχαν για την καταβολή των μισθών των στρατιωτών……
Το μεγάλο χτύπημα ήρθε με τη ναυμαχία στο λιμάνι της Συρακούσας. 2.000 πλοία χτυπήθηκαν μεταξύ τους, σε χώρο τόσο στενό, που συχνά δύο ή περισσότερα πλεούμενα τρυπούσαν το ένα το άλλο, «και βρίσκονταν συχνά πλοία μπλεγμένα με τα έμβολά τους, γύρω από ένα τρίτο, ενώ οι πρωρείς ήταν αναγκασμένοι να προφυλάγονται από το ένα μέρος, και να επιτίθενται από το άλλο, και μάλιστα όχι προς ένα σημείο αλλά προς πολλά και, συγχρόνως, προς όλες τις κατευθύνσεις. Με άλλα λόγια, σε αυτήν την ναυμαχία, έχανε η μάνα το παιδί κι ο σκύλος τον αφέντη. Εξ άλλου ο κρότος που έκαναν τα πλοία που συγκρούονταν, σκέπαζε όλα τα παραγγέλματα των κελευστών των δύο στόλων. Οι κραυγές και ο πάταγος σηκώνονταν στον ουρανό, και κανείς δεν ήξερε ποιος νικά και ποιος νικιέται. Μπορούσες, μέσα στον ίδιο στόλο - τον αθηναϊκό ή το σικελικό - να τα ακούσεις συγχρόνως όλα! Ολοφυρμούς, αλαλαγμούς «νικάμε», και την ίδια ώρα, «χανόμαστε»………….
Το τέλος αυτής τής, τόσο ανακατεμένης ναυμαχίας, βρήκε νικήτρια τη Συρακούσα, και τους Αθηναίους περιδεείς. Έννοια τους μοναδική η φυγή. Ούτε καν αξιοπρεπής αποχώρηση. Σχεδίαζαν να φύγουν νύχτα για να γλυτώσουν το κυνήγι του εχθρού. Το αναπάντεχο μέγεθος της συμφοράς τους, τους αλάφιασε. Κι όμως, έπρεπε να το περιμένουν. Διότι, ενώ εκείνοι, επί δύο χρόνια, χρονοτριβούσαν άσκοπα, διαπραγματευόμενοι, οι Συρακούσιοι βρήκαν τρόπο να οργανωθούν και να κάνουν πρόγραμμα άμυνας. Και φαίνεται ότι το πρόγραμμά τους δεν ήταν μονάχα αμυντικό, ήταν και επιθετικό. Γιατί, από δω και μπρος, η Συρακούσα θα κυνηγάει ανελέητα τους Αθηναίους, σε όλο το νησί.
Έτσι, το σχέδιο των Αθηναίων να το σκάσουν κρυφά από το λιμάνι, δεν πραγματοποιήθηκε. Διότι, ο Ερμακράτης «μυρίστηκε» τις βουλές των αντιπάλων, και τους έστησε παγίδα. Μόλις άρχισε να σκοτεινιάζει, έστειλε στο αθηναϊκό στρατόπεδο φίλους του, με την συνοδεία καβαλαραίων. Αυτοί πλησίασαν αθώα τον εχθρό και προσποιούμενοι τους φίλους, παράγγειλαν στο Νικία να μην αποσύρει τον στρατό του κατά τη διάρκεια της νύχτας, γιατί τάχα οι Συρακούσιοι φύλαγαν όλα τα περάσματα και θα τους πετσόκοβαν. Να προτιμήσουν να φύγουν μέρα!!!
.
Το κόλπο ήταν αφελές. Μύριζε απάτη, από σταδίους μακριά. Αν ήταν δύσκολο να φύγουν οι Αθηναίοι νύχτα, που ίσως να μπορούσαν μέσα στο σκοτάδι να γελάσουν τους Συρακούσιους, θα ήταν χίλιες φορές πιο δύσκολο να το σκάσουν μέρα μεσημέρι. Όμως καλά λένε ότι «μωραίνει Κύριος…»
Ο Νικίας λοιπόν ησυχασμένος, καθυστέρησε την αναχώρηση των 40.000 στρατιωτών του, δίνοντας τους έτσι καιρό να ετοιμαστούν με την ησυχία τους. Στόλος βέβαια δεν υπήρχε πια. Είχε αφανιστεί. Η υποχώρηση έπρεπε να γίνει από τη στεριά, σε αναζήτηση φιλικής πόλης πάνω στο νησί, που θα μπορούσε να τους προσφέρει άσυλο.
Η συνήθως ψυχρή πέννα του ιστορικού, όταν περιγράφει την αναχώρηση των Αθηναίων από το νησί, γίνεται χορδή που πάλλει από συναισθηματισμό. Ανάμεσα στις γραμμές διαβάζει κανείς εύκολα την οδύνη του Θουκυδίδη, για την πρωτάκουστη καταστροφή. Θα μεταφέρω εδώ, όσο πιστότερα γίνεται, το κείμενό του, σε μετάφραση τού Ελευθέριου Βενιζέλου:
« Η κατάσταση των Αθηναίων ήταν αληθινά τρομακτική. Όχι μονάχα γιατί έφευγαν, αφού είχαν χάσει ολόκληρο το στόλο τους, και αντί για τις μεγάλες ελπίδες, με τις οποίες είχαν έρθει, αντιμετώπιζαν τώρα κίνδυνο για την πατρίδα τους και τον εαυτό τους, αλλά ήταν αξιολύπητοι και για όσα έτυχε ο καθείς να ζήσει, όταν εγκατέλειπε το στρατόπεδο. Οδυνηρά για τα μάτια και την ψυχή. Διότι, επειδή οι νεκροί έμεναν άταφοι, όταν κανείς τύχαινε να δει το κουφάρι κάποιου δικού του, βυθίζονταν σε λύπη ανάμικτη με φόβο, ενώ οι άρρωστοι κι οι τραυματισμένοι, που εγκαταλείπονταν ζωντανοί, προξενούσαν πολύ μεγαλύτερη λύπη από τους σκοτωμένους. Γιατί αυτοί οι δυστυχισμένοι, με τους θρήνους και τα παρακάλια τους, έφερναν τους φυγάδες σε ψυχολογικό αδιέξοδο. Ζητούσαν κλαίγοντας, να τους πάρουν μαζί τους, να μη τους εγκαταλείψουν ανήμπορους σε ξένο τόπο. Φώναζαν με τα μικρά τους ονόματα τον κάθε φίλο και συγγενή που έβλεπαν. Μάζευαν τις τελευταίες τους δυνάμεις, και σέρνονταν ως τις γραμμές της πορείας, κι έδεναν τα χέρια τους γύρω από τα γόνατα των συντρόφων τους, και τους ακολουθούσαν, σερνάμενοι και κλαίγοντας, όσο που οι δυνάμεις τους τούς εγκατέλειπαν!..... Τότε πέφταν καταγής κι έσκουζαν από απελπισία. Έτσι, ολόκληρος ο στρατός, με τα μάτια γεμάτα δάκρυα, και μη ξέροντας πια τι να αποκάμει με αυτούς τους δυστυχισμένους, με δυσκολία αποφάσιζε να ξεκινήσει, παρόλο ότι εγκατέλειπε χώρα εχθρική κι άφηνε πίσω του όλα όσα είχε ως τα τότε υποφέρει. ΄Ετσι οι γεροί ακόμα, στρατιώτες, που έφευγαν προς το πουθενά, έσκυβαν, έλυναν από τα γόνατά τους τα χέρια των ετοιμοθάνατων και των τραυματισμένων και, δίχως να γυρίσουν πίσω το κεφάλι, εξακολουθούσαν το φευγιό τους…….», λέει ο ιστορικός.
Ένα φευγιό που, έτσι κι αλλοιώς η Μοίρα είχε ήδη διαγράψει, ζοφερό…
Μα τα δεινά που τους φύλαγε το μέλλον ήταν τέτοια, που ούτε και κατακλυσμός δακρύων θα μπορούσε ποτέ να ανακουφίσει. Και δεν ήταν μονάχα αυτά. Οι Αθηναίοι, αμάθητοι σε ήττες, ένοιωθαν ντροπιασμένοι. Νόμιζε κανείς πως δεν επρόκειτο αλήθεια για στρατό, μα για πληθυσμό πόλης πολιορκημένης, που παραδόθηκε ύστερα από μακριά πολιορκία. Και, μάλιστα, πόλης μεγάλης, γιατί το πλήθος που έφευγε δεν ήταν λιγότερο από 40.000.!!!!
Αλλά τα τρόφιμά τους ήταν λιγοστά, γιατί οι τροφές του στρατοπέδου είχαν εξαντληθεί. Κι όσο συλλογίζονταν από ποια λαμπρότητα και δόξα των πρώτων ημερών είχαν σήμερα φτάσει σε τούτο το κατάντημα , η δυστυχία τους γίνονταν δυσβάσταχτη. Διότι, ποτέ, πραγματικά, ελληνικό στράτευμα δεν είχε τέτοια παράξενη τύχη. Ενώ είχαν έρθει να υποδουλώσουν άλλους, κινδύνευαν τώρα να υποδουλωθούν αυτοί. Αντί για τις ευχές και τους παιάνες, που τους ξεπροβόδιζαν στον Πειραιά, επέστρεφαν τώρα ακούγοντας λόγια δυσοίωνα. Αντί να είναι ναύτες στα καράβια τους, πορεύονταν πεζή. Κι όμως όλα τούτα τους φαίνονταν για την ώρα υποφερτά, εξ αιτίας του κινδύνου που παραμόνευε τα βήματα της υποχώρησης τους.
Η υποχώρηση αποφασίστηκε να γίνει με το στρατό χωρισμένο σε δύο τμήματα. Το ένα με αρχηγό το Νικία, το άλλο με αρχηγό το Δημοσθένη. Κι αφού οι δύο αρχηγοί μίλησαν στους καταπονημένους στρατιώτες για να τούς δώσουν κουράγιο: «Εάν ξεφύγετε, τώρα, τους εχθρούς σας, άλλοι θα πετύχετε εκείνο που καθείς σας επιθυμεί, οι δε Αθηναίοι θα αναστηλώσετε την καταπεσμένη δύναμη της πόλης. Διότι, οι άντρες αποτελούν τις πόλεις κι όχι τα τείχη και τα πλοία, κενά ανδρών», ξεκίνησαν, χωρίς πραγματικά να ξέρουν καταπού πάνε. Φυσικά οι Συρακούσιοι τους περίμεναν στην «στροφή» που λεν. Άρχισαν ένα ανελέητο κυνηγητό. Τους ενοχλούσαν ασταμάτητα, αναγκάζοντάς τους να πολεμούν καθώς πορεύονταν, κατάκοποι και αποθαρρημένοι, μάταια ζητώντας το σωσμό. Πίσω τους, η συντελεσμένη καταστροφή. Μπροστά τους η συμφορά, που ερχόταν με βήματα ανοιχτά, οργισμένα. Η τραγωδία έσερνε, μοιραία, μαζί της την Κάθαρση. Κι η Κάθαρση ζητούσε κι άλλο αίμα. Το τελευταίο…..Το πιο ακριβό! Το πιο πολύτιμο! Αυτό που, τόσο άδικα κι αδικαιολόγητα, θα χυνόταν στην ξένη γή…
Ο Νικίας είχε πειστεί πως μονάχα η σβελτάδα της πορείας μπορούσε, ίσως, να τους σώσει, και βίαζε τα στρατεύματά του. Αντίθετα ο Δημοστένης χρονοτριβούσε. Ώσπου μια μέρα, παγιδευμένος μέσα σε έναν ελαιώνα, κυνηγήθηκε από τους Συρακούσιους και αναγκάστηκε να παραδοθεί. Ο Θουκυδίδης λέει, ότι όσοι παραδόθηκαν ήταν 6.000. Ο όρος της παράδοσης ήταν να μη θανατωθεί κανείς, ούτε να πουληθεί σαν δούλος. Κι οι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν αμέσως στην πόλη.
Εν τω μεταξύ ο Νικίας είχε προχωρήσει. Παρ’ όλα αυτά όμως, τα τσακάλια οι Συρακούσιοι τον έφτασαν, και του μήνυσαν την παράδοση του Δημοσθένη. Ζήτησαν να κάνει κι αυτός το ίδιο. Ο Νικίας όμως ήταν πεισματάρης κι είχε την αίσθηση της στρατιωτικής τιμής. Μολονότι δεν ήθελε την εκστρατεία, και την πολέμησε με πάθος στην προετοιμασία της, εν τούτοις, όταν υποχρεώθηκε να βγει στον πόλεμο, στάθηκε λεβέντης. Έμεινε τελευταίος. Και παρ’ ότι σε απελπιστική κατάσταση, δε σκόπευε να παραδοθεί. Προσπαθούσε να κερδίσει καιρό και να βρει κάποιο τέχνασμα να ξεγελάσει τους Συρακούσιους, ελπίζοντας σε κάποιο θαύμα!!!
.
Μάταιος κόπος. Οι νησιώτες ήταν αποφασισμένοι να τους λιανίσουν κι είχαν τα μάτια ανοιχτά. Κι όταν οι Αθηναίοι φτάσαν στον ποταμό Ασσίναρο, η τραγωδία κορυφώθηκε.
Οι Αθηναίοι, στην ταραχή τους, νόμισαν πως, αν κατάφερναν να βάλουν, ανάμεσα σε αυτούς και τον εχθρό, το ποτάμι, θα είχαν μια ελπίδα σωτηρίας. Όμως, όταν φτάσαν στις όχθες, έπαψε πια να ισχύει κάθε έννοια τάξης και πειθαρχίας ανάμεσά τους. Ήταν κι η καταραμένη δίψα τόσων ημερών που τους τρέλαινε. Έτσι άρχισαν να ρίχνονται στο νερό ο ένας πάνω από τον άλλον, να τσαλαπατιούνται και να πνίγονται. Γιατί, μια και οι Συρακούσιοι δεν είχαν πάψει στιγμή να τους κυνηγούν, ήταν, οι δύστυχοι, υποχρεωμένοι να βρίσκονται συγκεντρωμένοι, και να περνούν το ποτάμι πολεμώντας. Έτσι άλλοι πνίγονταν, άλλοι σκοτώνονταν πέφτοντας πάνω στα δόρατα εκείνων που είχαν πέσει πριν από αυτούς, άλλοι μπλέκονταν στην εξάρτυση τους και, καθώς δεν μπορούσαν να κολυμπήσουν, τους παρέσυρε το ρέμα και πνίγονταν………… Μακελειό.
Οι Συρακούσιοι, μανιασμένοι από οργή για τον άδικο πόλεμο, δεν ένοιωθαν έλεος. Είχαν πιάσει τα υψώματα τής μιας όχθης, κι από κει λιάνιζαν. Από μακριά. Οι σύμμαχοί τους οι Πελοποννήσιοι όμως, αποδείχτηκαν χειρότεροι. Κατέβηκαν μέχρι το ποτάμι κι έσφαξαν αυτούς που πάλευαν να γλυτώσουν τον πνιγμό.
Κάποια στιγμή το νερό μαύρισε, καθώς η ίλύς του ποταμού, ανακατεμένη από τόσα πόδια, ανέβηκε στην επιφάνεια και σε λίγο κοκκίνισε. Λάσπη κι αίμα βούρκωσαν και μόλυναν τα νερά. Όμως οι στρατιώτες, που ολοένα φτάναν στο ποτάμι διψασμένοι, ρίχνονταν με μανία πάνω στην όχθη, από όπου έπιναν αχόρταγα το αίμα των συντρόφων τους, μαζί με τις λάσπες του βυθού! Τους περισσότερους τους έβρισκε ο θάνατος καθώς ξεδίψαγαν ευδαιμονικά, με τούτο το ακατονόμαστο υγρό……
Οι νεκροί είχαν κάνει σωρούς μέσα στο ποτάμι. Ο στρατός των Αθηναίων είχε αποδεκατιστεί. Ελάχιστοι είχαν ξεφύγει από το σφαγείο του Ασσίναρου, αλλά κι αυτούς τους περίμενε στα μετόπισθεν το ιππικό, που τούς πετσόκοβε ανελέητα. ΄Ετρεχαν οι Αθηναίοι μακρυά από το ποτάμι, -μη ξέροντας φυσικά τι τους περίμενε παραπίσω. Και στο αγωνιώδες τρεχαλητό τους, ένοιωθαν πάλι, κάποια μπράτσα να τυλίγονται γύρω από τα γόνατά τους, και κάποιες ξεψυχισμένεςφωνές να παρακαλούν. «Μη φεύγεις χωρίς εμένα! Πάρε με μαζί σου!! Αν μείνω εδώ, θα με σφάξουν! Βοήθησέ με, να σηκωθώ, σε ικετεύω…» ΄Ηταν οι τραυματισμένοι συμπατριώτες, φίλοι και γείτονες και γνωστοί, που ζητούσαν βοήθεια, από αυτούς που έτρεχαν να σωθούν…….Σάμπως δεν ήξεραν ότι και ίδιοι, αργά ή γρήγορα, θα αντάμωναν με το Θάνατο? Το νησιωτικό ιππικό τούς περίμενε με τα δόρατα προτεταμένα. Πουθενά διέξοδος. Πουθενά σωτηρία. Η Μοίρα έκλεινε σιγά-σιγά τον κύκλος της, παγιδεύοντας μέσα του, χιλιάδες γενναίους……….
Ο Νικίας απελπίστηκε. Δεν του έμενε πραγματικά άλλη λύση από την παράδοση, αν δεν ήθελε να αφανιστεί το στράτευμα του μέχρις ενός. Κι έθεσε ένα και μοναδικό όρο γι αυτό. Όρο λεβέντικο, περήφανο, άξιο της καταγωγής του και του τίτλου του, σαν αρχηγού της εκστρατείας. Αυτόν το ίδιο, τον Νικία, θα μπορούσαν να τον κάνουν ό,τι ήθελαν. Όμως έπρεπε να δώσουν εντολή να πάψει το φονικό των στρατιωτών του.
Έτσι παραδόθηκαν κι οι τελευταίοι Αθηναίοι με τους συμμάχους τους, όσοι δεν κατάφεραν να ξεφύγουν και να πλανιούνται κατατρεγμένοι σε όλο το νησί.
Οι Συρακούσιοι μάζεψαν όλους τους Αθηναίους –του Νικία και του Δημοστένη- και τους έκλεισαν στα λατομεία της Συρακούσας. Τους έριξαν σε λάκκο στενό, δίχως στέγη. Εκεί μέσα οι άμοιροι δεν είχαν τόπο μήτε να κουνηθούν, κι ήταν υποχρεωμένοι «να κάνουν το κάθε τι εις το αυτό μέρος». Την ημέρα τούς έκαιγε ο ήλιος, και τους έπνιγε η ζέστη. Και τα χειμωνιάτικα ψυχρά βράδια, πάγωναν. Έτσι, αρρώσταιναν και πέθαιναν κατά εκατοντάδες. Τα πτώματα δεν τα μετακινούσε κανείς. Σάπιζαν εκεί, ανάμεσα στους ζωντανούς, στοιβαγμένα σε σωρούς, κι η βρώμα τους, μπούκωνε τους φυλακισμένους. Χώρια όμως από αυτά, οι Αθηναίοι πεινούσαν και διψούσαν. Για οκτώ μήνες έτρωγαν «δύο κοτύλας σίτου και μιαν κοτύλην ύδατος»
Επί 70 μέρες έζησαν μέσα στο λάκκο του θανάτου, όλοι οι αιχμάλωτοι μαζί. Μετά οι Συρακούσιοι άρχισαν να πουλούν δούλους τους συμμάχους των Αθηναίων, και τους κατοίκους του νησιού, που συμμάχησαν με τον εχθρό……..
Ο Θουκυδίδης κλείνει το ΣΤ’ βιβλίο της ιστορίας του, που αναφέρεται στην Σικελική εκστρατεία, με αυτά τα σχόλια:
« Τον ολικόν αριθμό των αιχμαλώτων του κράτους δεν μπορώ να μεταδώσω με απόλυτη ακρίβεια, δεν ήταν όμως κατώτερος των 7.000. Από όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις από τις οποίες διατηρήθηκε η παράδοση, η εκστρατεία αυτή υπήρξε η σημαντικότερη, ενδοξότατη για τους νικητές, καταστρεπτικότατη για τους νικημένους. Γιατί αυτοί, νικημένοι κατά κράτος, και σε όλα τα σημεία, υπέστησαν όχι μέτριες καταστροφές, αλλά αληθινή πανωλεθρία. Και στρατός, και στόλος και τα πάντα χάθηκαν. Και λίγοι από τους πολλούς ξαναείδαν τις εστίες τους.
Αυτή υπήρξε η ιστορία του Σικελικού πολέμου…»
Last edited by a moderator: