St.Adamantidou
Member
- Μηνύματα
- 245
- Likes
- 898
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Ιστορία τής Σικελίας
- 3ο μέρος
- 4ο μέρος
- ΣΥΡΑΚΟΥΣΑ- Το μαργαριτάρι στο πέτο τής Σικελίας!
- Σικελική εκστρατεία Μέρος 1ο
- Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΞΕΚΙΝΑ
- ΠΑΛΕΡΜΟ
- Στην κοιλάδα των Ν α ώ ν
- Η ΠΌΛΗ ΠΟΥ ΖΕΙ ΑΓΚΑΛΙΆ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
- ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΠΟΥ ΒΡΥΧΙΕΤΑΙ
- ΣΤΗΝ ΣΙΚΕΛΙΑ ΕΡΩΤΕΥΟΝΤΑΙ ΤΟ ΚΑΤΑΜΕΣΗΜΕΡΟ
- Η νοικοκυρά Μεσσήνα
- Τ A O R M I N A
- ΣΙΚΕΛΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΣΙΚΕΛΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
Μέρος 1ο
Έτος 416 π.Χ. χειμωνιάτικο απομεσήμερο στην Αγορά των Αθηνών. Πλήθος σκουντιέται, τσαλαπατιέται, χειρονομεί, πότε ξεφωνίζει και διαμαρτύρεται θυμωμένο, και πότε αφουγκράζεται με περίσκεψη. Στο βήμα ο Νικίας. Πασχίζει να ακουστεί, να βάλη τη δικιά του φωνή πάνω από το βουητό των συμπολιτών του.
«Φίλοι μου, κι αν ακόμα νικήσουμε τους Σικελιώτες, θα είναι αδύνατο να τους κρατήσουμε κάτω από την εξουσία μας, εξ αιτίας της μεγάλης απόστασης και του μεγάλου τους πλήθους. Κι είναι ανόητο, νομίζω, να εκστρατεύσει κανείς ενάντια σε έναν λαό που η ήττα του δε θα εξασφαλίσει και την υποταγή του. Τολμώ να πω ότι οι Σικελοί, θα είναι για μας, λιγότερο επικίνδυνοι εάν βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία των Συρακουσών, άποψη με την οποία οι Εγεσταίοι ζητούν να μας φοβίσουν. Αν θέλουμε να μας φοβούνται οι Σικελοί, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε έιναι να μη πάμε εκεί. Γιατί όλοι ξέρουμε πως οι άνθρωποι θαυμάζουν εκείνο που βρίσκεται σε μεγαλύτερη απόσταση, καθώς κι εκείνα που δεν δίνουν ευκαιρία να υποβληθεί η φήμη του σε δοκιμασία…..
… εάν πάλι κανείς ευτυχής, γιατί τον διάλεξαν στρατηγό, συνιστά την εκστρατεία, (υπονοεί τον Αλκιβιάδη), επειδή αποβλέπει μονάχα στο δικό του συμφέρον, άλλωστε είναι και πολύ νέος, για να είναι αρχηγός, για να θαυμαστεί για τα άλογα που τρέφει, και να ωφεληθεί κάτι από την αρχηγία, για να επαρκέσει στην πολυτέλειά του, μήτε σε αυτόν να δώσετε την ευκαιρία να επιδειχτεί προσωπικά, βάζοντας σε κίνδυνο την πόλη» (Θουκ. Βιβλ. ΣΤ΄, εδάφ. 11-12).
Άδικα ο συνετός Νικίας προσπαθεί να συνεφέρει τους Αθηναίους. Τι στο δαίμονα θέλουν τη Σικελία, στην άλλη άκρη του Ιονίου; Ξέρει, σαν καλός στρατηγός, ότι σχεδόν ποτέ οι επιθετικοί πόλεμοι δεν βγαίνουν σε καλό, εκείνων που τους αρχίζουν. Αυτός που σηκώνει το όπλο για να αμυνθεί, είναι απελπισμένος. Κι η απελπισία τον κάνει τραχύ κι αποφασισμένο. Διοτι έχει πίσω του ένα σπίτι με έναν ανθόκηπο, όπου κάθε καλοκαίρι μοσχομυρίζει ένα γιασεμί. Έχει ένα μικρό λαχανόκηπο, από όπου μαζεύει τα πρωινά τις δροσερές ντομάτες, τα τραγανά φασολάκια. Έχει τη συνήθεια να σεργιανάει στην Αγορά και να κουβεντιάζει τα προβλήματα της πόλης του. Έχει την ελευθερία να πηγαίνει όπου θέλει κι όποτε θέλει, και να μη δίνει λογαριασμό μήτε και σε αυτή την γυναίκα του! Κι όλα αυτά, ξαφνικά, κινδυνεύουν να χαθούν. Κάποιος, συνήθως απρόσκλητος, μουσαφίρης βρίσκεται αρματωμένος μπρος στη θύρα του, και του ζητά να μπει με τη βία στο σπιτικό του, στον ανθόκηπο του, στο λαχανόκηπό του, είναι αποφασισμένος να του κλείσει το στόμα στην Αγορά, ή να του απαγορεύσει να πηγαίνει στην εκκλησία του Δήμου. Μήτε γιασεμί πια, μήτε φασολάκια τραγανά, μήτε κόχη να κουρνιάσει, μήτε γνώμη για το τι θα γίνει στην πόλη που ζει, ποιος θα την κουμαντάρει, κι αν θα του αρέσει το πώς θα την κουμαντάρει…. Μα, αυτό δεν είναι ζωή! Παίρνει, λοιπόν, το όπλο, βγαίνει στο κατώφλι του σπιτιού του και στον απρόσκλητο μουσαφίρη φυτεύει ένα βέλος, ένα ακόντιο, μια σφαίρα, μια βόμβα, ανάλογα με την εποχή. Όποιος προλάβει σκοτώνει πρώτος. Και συνήθως προλαβαίνει εκείνος που αμύνεται. Διότι γι αυτόν χάνονται όλα. Ενώ για αυτόν που επιτίθεται, μια νίκη ή μια ήττα, ε, δεν είναι, πια, και ζήτημα ζωής ή θανάτου. Είναι μονάχα ζήτημα γοήτρου. Αν τα καταφέρει, θα επεκτείνει τα σύνορά του, θα βάλει χέρι στα «καλά» του νικημένου, και θα θεωρείται ο δυνατός. Αν νικηθεί, θα μετρήσει τους σκοτωμένους του, τους λαβωμένους του, θα υπολογίσει τους ζωντανούς, θα πει, «πάλι καλά», και θα γυρίσει στην πατρίδα. Τσαλακωμένος, βέβαια, μα επί τέλους, μήτε το ψωμί, μήτε η ελευθερία θα του λείψουν.
Έτσι ο επιτιθέμενος έχει μετριοπάθεια. Δεν παθιάζεται. Δεν απελπίζεται, δεν τρελαίνεται, μια και τίποτε δεν το πονάει, δεν τον ζεματάει. Και ο πόλεμος για να κερδηθεί θέλει τρέλα, θέλει καημό, θέλει την αποκοτιά που φέρνει η απελπισία. Κι είναι η τρέλα αυτή, κι η αποκοτιά, όμορφες. Μεθούν. Κάνουν ακόμα και τους δειλούς ήρωες, τα ανθρωπάκια άντρες. « Να σώσουμε το γιασεμί στον κήπο του σπιτιού μας αδέλφια! Να μη μας ξεραθούν οι ντομάτες στο λαχανόκηπο! Το στάρι, φέτος, έγινε μισό μπόι, θα έχουμε καλή σοδειά. Κουράγιο! Θα διώξουμε τον εχθρό, για να είμαστε πίσω στο χωράφι εγκαίρως για το θερισμό. Δική μας η συμφορά αν νικηθούμε, και δική μας η ευτυχία αν νικήσουμε. Κουράγιο αδέλφια!!!. …»
Ο Νικίας κάπως έτσι σκέφτεται για τον πόλεμο που οι Εγεσταίοι τους προτείνουν. Και φοβάται. Προβλέπει τον αφανισμό. Μα κανείς δεν τον προσέχει. Έχει δύο δυναμικούς αντιπάλους. Τον Αλκιβιάδη, που ολοένα ξεσηκώνει τον κόσμο, και την φιλαρχία των Αθηναίων. Χρόνια τώρα έχουν στο μάτι τη Σικελία. Την θέλουν! Τους ερεθίζει η ύπαρξή της και η προκοπή της. Μα είναι κι έντιμοι αντίπαλοι. Δεν θέλουν να κινήσουν ενάντιά της, δίχως αφορμή. Ε, λοιπόν, αυτή την αφορμή, έρχονται να τους δώσουν, σήμερα, οι Εγεσταίοι.
Αυτά τα καλόπαιδα, που κατοικούσαν την Εγέστη, στα δυτικά της Σικελίας, είχαν κάτι ψιλοπροβλήματα με τους γείτονες τους, τους Σελινούντιους. «Εδαφικές διαφορές» (αμ τι άλλο?), και «θέματα επιγαμίας» (αυτό πάλι το φρούτο, τι σας λέει?), μάς λέει ο Θουκυδίδης. Οι Σελινούντιοι, σαΐνια καταπώς φαίνεται, δεν κάθισαν να χολοσκάσουν. Τραβούν μια και δύο στον κηδεμόνα τους, την παντοδύναμη Συρακούσα.
- Μας τις βρέχουν οι Εγεσταίοι! Είσαι να μας βοηθήσεις να τους « σφίξουμε» κομματάκι , να δούνε πόσα απίδια βάζει ο σάκος τους; Μας έπρηξαν το συκώτι, ξέρετε…
- Και γιατί το πατιρντί παρακαλούμε;
- Τα μπερδεύουμε στα χωράφια και τους γάμους.
- Και πως γίνεται αυτό;
- Γίνεται! Πες, πως μια Εγεσταία αγάπησε, παναθεμά τηνε, έναν Σελινούντιο. Ξέρεις τι θα γίνει;
- Όχι!
- Ε, κάτσε να ακούσεις και να ευφρανθείς.
Η σκηνή στην Εγέστη.
- Θα τον πάρω!!!
- Να κάτσεις στα αυγά σου!
- Μα τον αγαπώ…
- Μωρέ τι μας λες! Σελινούντιο βρήκες να αγαπήσεις;
- Κι ύστερα; Τι το στραβό έχουν οι Σελινούντιοι?
- Μπα; Και τα χωράφια που θα πάρεις προίκα; Θα πάνε στα χέρια αυτού του αχαΐρευτου….
- Και τι πειράζει;
- Τον κακό σου! Με το δικό σου το μυαλό, θα πρέπει, κάποια μέρα, γης δικιά μας, να βρεθεί στα χέρια των Σελινούντιων. Κι ύστερα αντίο ωραία πόλη των Εγεσταίων.
Αντίστοιχη σκηνή στόν Σελινούντα.
- Εγώ μια φορά θα τον πάρω.
- Για κότησε!...
- Μα τι σας έκανε το παιδί; Επειδή είναι από την Εγέστη; Ψηλός είναι, ωραία μάτια έχει, στήθος δασύ έχει, τι του λείπει;
- Γης μωρέ του λείπει, γης! Και θα πάρει την δική μας, κοκορόμυαλη!!!
- Ε, κι έπειτα;
- Γη των Σελινούντιων στα χέρια Εγεσταίου; Ω θεοί της Σικελίας, κι όλης τής Μεγάλης Ελλάδας, είναι έγκλημα!!! Να τον ξεχάσεις! Αμέσως. Πάρε τον Πυστίλο. Δεν έχει βέβαια ωραία μάτια, ίσως να είναι και κομμάτι αλλήθωρος, μα είναι 1.89! Θα μου πεις, πως δεν έχει τρίχες στο στήθος, μα τι τις θες τώρα τις τρίχες; Θα τις γνέσεις; Καλός είναι. Θα πάρεις τον Πυστίλο…
Σημ. Για την αυθεντικότητα των διαλόγων, δεν παίρνω όρκο!... Δυστυχώς, ο μπαρμπα- Θουκυδίδης είναι πολύ φειδωλός σε αυτού του είδους τις πληροφορίες. Μα, γιατί τάχα, να μη γίνονταν και τότε, αυτά που γίνονται και σήμερα; Οι εποχές αλλάζουν μα τα αισθήματα, αλλά και τα συμφέροντα των ανθρώπων, μένουν πάντα τα ίδια. Αιωνίως……..
Άκουσε, λοιπόν, η Συρακούσα, και πολύ τη γλέντησε την κατάσταση. Βέβαια, πόλεμος για το μαλλιαρό στήθος του Εγεσταίου, και τα αλλήθωρα μάτια τού Πυστίλου πήγαινε κομμάτι πολύ. Όμως, πάλι, ο τρωικός πόλεμος δεν έγινε για τα τσακίρικα μάτια της Ωραίας Ελενίτσας; Και βάσταξε και 10 χρόνια, να σας χαρώ! Και χάθηκε κόσμος και ντουνιάς από Αχιλλέα και Έκτορα μέχρι την έρμη εκείνη, την καλή μας Ιφιγένεια!..Τήν θυμάστε? Εν Αυλίδι ήτανε…..
- Λοιπόν;
- Λοιπόν θα σας βοηθήσουμε να δώσετε ένα μπερντάχι στους Εγεσταίους, να μάθουν να ξελογιάζουν τα κορίτσια σας…..
Και η Συρακούσα, με τον τρόπο της,έσφιξε τα λουριά των Εγεσταίων. Και, μάλιστα, πάρα πολύ. Τόσο που, οι ταλαίπωροι αποφάσισαν να στείλουν πρέσβεις στην Αθήνα, για να ζητήσουν βοήθεια.
Η σκηνή στην Αθήνα, στην υποδοχή των Εγεσταίων από τους Αθηναίους.
΄ - Καλώς τους, καλώς τους! Τι χαμπάρια παιδιά;
- Χάλια! Το και το! Μας άλλαξαν τα λυχνάρια οι γείτονες!
- Συμμαζέψτε τα θηλυκά σας…
- Αδύνατο, το σκάνε από τα παράθυρα!
- Κι από μας τι θέλετε, να έχουμε καλό ρώτημα; Αμπάρες;
- Όχι! Ναυτική βοήθεια.
- Σα μακριά μας πέφτετε..
- Ναι, αλλά σας προσφέρουμε αιτία για να αφαλοκόψετε, επί τέλους, την Συρακούσα! Που το ψήλωσε τελευταία. Κι όλο και τρώει πόλεις του νησιού, κι όλο δυναμώνει. Σε λίγο θα κυριαρχήσει σε όλη τη Σικελία. Κι αν αυτό γίνει, ταχιά περιμένετε επισκέψεις και φλάμπουρα στον Πειραιά…
- Δεν έχουμε φτιάξει τηγανίτες για την υποδοχή.
- Δεν πειράζει, θα φαν εσάς. Και δε θα δυσκολευτούν καθόλου, ξέρετε, τώρα!. Δωριείς δεν είναι οι άποικοι της Σικελίας; Δωριείς δεν έχει κι η Πελοπόννησος; Κοντά στο νου κι η γνώση. Θα τα συμφωνήσουνε μεταξύ τους, και θα δείτε ένα πρωί τον αττικό ουρανό σφοντύλι. Πάνε τα μεγαλεία σας, πάνε οι δόξες σας και το καλός όνομα. Η Σπάρτη θα σας κάτσει στον σβέρκο, κι άντε να της πείτε να σηκωθεί από κει.
Έπεσαν σε συλλογή οι Αθηναίοι. Σχεδόν αλαφιάστηκαν. «Λες; Και γιατί όχι; Όλα γίνονται». Η Συρακούσα, αλήθεια, είχε περίπου 500.000 ψυχές, και δύναμη, κι επιβολή τρομερή στις ελληνικές αποικίες της «Μεγάλης Ελλάδας». Συναγωνίζονταν την Αθήνα, όχι μονάχα σε δύναμη και κύρος, μα και σε πνευματική προβολή. Στο περίφημο θέατρό της ανέβαζαν τραγωδίες τους όλοι οι τραγικοί. Σε πολύ το είχε να αριβάρει στον Πειραιά;
Έπειτα, για να το δούμε κι αλλιώς. Οι Αθηναίοι τόσα χρόνια αυτό δε γύρευαν; Μια αιτία να τσαλακώσουν τη φήμη της νησιωτικής πολιτείας. Να την η αιτία. Α, κάλλιο ο πόλεμος στη Σικελία, παρά στην Αθήνα.
Όμως χρειάζονταν λεφτα, πολλά λεφτά για μια τέτοια εκστρατεία.
- Θα πέσουν τα όβολα; Οι πρεσβευτές κοιτάχτηκαν.
- Μμ βέβαια. Έχουμε πολύ παρά στην Εγέστη.
- Μα το Δία?
- Μα το Δία, είπαν οι Εγεσταίοι, μα πίσω από την πλάτη τους δίπλωναν τον παράμεσο πάνω από τον δείχτη. Αλλά οι Αθηναίοι δεν ήταν χάνοι. Πολλά κινδύνευαν σε τούτον τον πόλεμο και δεν είχαν καθόλου διάθεση να τα παίξουν κορώνα γράμματα.
- Καλοί οι όρκοι, δε λέμε, μα εμείς θα στείλουμε ανθρώπους να δουν με τα μάτια τους τι και τι έχετε.
Κιτρίνισαν οι Εγεσταίοι, μα δεν μπορούσαν, τώρα πια, να κάνουν πίσω.
- Να στείλετε, να στείλετε, και πολύ θα τους περιποιηθούμε.
Και πραγματικά τους περιποιήθηκαν. Θαμπώθηκαν οι άνθρωποι από τα πλούτη. Φάγαν μέσα σε ασημένια πιάτα, ήπιαν κρασί μέσα σε χρυσά ποτήρια, είδαν πολύτιμα σκεύη στους ναούς και πίστεψαν.
- Τον έχετε τον τρόπο σας ε;
- Αμέ, τι μας περάσατε;
Οι Αθηναίοι ήταν ντόμπροι άνθρωποι. Δεν ξέραν από λοβιτούρες και πολυεθνικές κομπίνες. Μη βλέπετε που σήμερα γίναν τζίνια στα τέτοια. Άλλο το τότε κι άλλο το τώρα. Διαφορά 3.000 χρόνια. Ε, τι να σου κάνουμε; Σκαρτέψαμε κομματάκι. Δεν μπορούσαν, λοιπόν, οι άτυχοι, να φανταστούν πως όταν έφτασε η πληροφορία, «Έρχονται οι Αθηναίοι, ξαμοληθείτε», οι Εγεσταίοι θα φτάναν μέχρι τις αποικίες της Καρχηδόνας για …..δανεικά!!!Αμέ?.
- Κυρά Ξανθίππη μου, μας δανείζεις, παρακαλούμε, την χρυσή σου κούπα για απόψε;
- Μετά χαράς κυρά Ανδρομέδα μου. Τίποτε γαμπρός για να τον ξεστραβώσετε, λέω;
- Αχ , μακάρι κυρά Ξανθίππη μου, μα πούντος ο αναθεματισμένος. Άλλη σφίξην έχουμε προς ώρας. Άλλους θέμε να ξεστραβώσουμε.
Κάπως έτσι οι πονηροί Εγεσταίοι, λέει ο Θουκυδίδης, κορόιδεψαν τους Αθηναίους πρέσβεις. Κι εκείνοι μεν γύρισαν με καλές ειδήσεις, τα δε σερβίτσια επεστραφησαν στους νοικοκυραίους τους. Όλα, τώρα πια, έμοιαζαν καλά για τους Αθηναιους. Η εκστρατεία είχε εξασφαλίσει πιά και πόρους. Όμως του Νικία κάτι του μύριζε στην υπόθεση, μα ποιος να τον ακούσει; Κι όχι μονάχα αυτό, μα του δώσαν και την αρχηγία με το ζόρι. Ύστερα ήταν κι εκείνος ο φιγουρατζής ο Αλκιβιάδης, με τα μεγάλα λόγια. Φιλόδοξος πολύ, και πολιτικός αντίπαλος του Νικία, αποζητούσε «να ασκήσει την αρχηγία της εκστρατείας με την ελπίδα να κατακτήσει ολόκληρο το νησί, και με τις πολεμικές του επιτυχίες να εξυπηρετήσει τα προσωπικά του συμφέροντα αποκομίζοντας πλούτη και δόξα» (Θουκ. Βιβ. ΣΤ εδάφ. 15). Έτσι, όταν ανέβηκε στο βήμα για να αντικρούσει τον Νικία, μίλησε με πολλή αλαζονεία για τον εαυτό του. Λάβετε πατρόν και κόψετε μετριοφροσύνη: «Και περισσότερον αρμόζει σε με η αρχηγία, παρά εις άλλους, κι άξιος αυτής νομίζω ότι είμαι. Γιατί εξ αιτίας της μεγαλόπρεπης συμμετοχής μου στους Ολυμπιακούς αγώνες, οι Έλληνες, οι οποίοι ως τότε νόμιζαν τους Αθηναίους εξευτελισμένους, λόγω πολέμου, συνειδητοποίησαν τη δύναμη των Αθηνών»!! (Τώρα, γιατί οι ολυμπιακές φιγούρες του Αλκιβιάδη θα μπορούσαν να τρομάξουν τους ‘ποδέλοιπους Έλληνες, αυτό δεν μπόρεσα ποτέ να το καταλάβω. Δεν πειράζει όμως, φτάνει που το καταλάβαινε ο ίδιος).
Τέτοια και άλλα παρόμοια ξεφούρνισε στο ακροατήριο. Κι αφού το φλόμωσε με τα μεγαλεία του, το τσίγκλησε άγρια στο ευαίσθητο του σημείο: «…διότι θα κινδυνεύαμε να γίνουμε εμείς οι ίδιοι υποτελείς, αν παύαμε να κυριαρχούμε πάνω στους άλλους….» (Θουκ. Βιβ. ΣΤ. Εδαφ. 18). Μπράβο του Αλκιβιάδη μας, μαέστρος στο είδος που σήμερα, όχι απλώς ανθεί, αλλά κοντεύει να μας πνίξει η άνθηση του!. Παστρικός ιμπεριαλισμός και η αιτία πάντα η ίδια. Τίποτε δεν εξελίχτηκε από τότε μέχρι σήμερα. Α, ναι, τώρα υπάρχουν και οι…κομπιούτερς…
Μέρος 1ο
Έτος 416 π.Χ. χειμωνιάτικο απομεσήμερο στην Αγορά των Αθηνών. Πλήθος σκουντιέται, τσαλαπατιέται, χειρονομεί, πότε ξεφωνίζει και διαμαρτύρεται θυμωμένο, και πότε αφουγκράζεται με περίσκεψη. Στο βήμα ο Νικίας. Πασχίζει να ακουστεί, να βάλη τη δικιά του φωνή πάνω από το βουητό των συμπολιτών του.
«Φίλοι μου, κι αν ακόμα νικήσουμε τους Σικελιώτες, θα είναι αδύνατο να τους κρατήσουμε κάτω από την εξουσία μας, εξ αιτίας της μεγάλης απόστασης και του μεγάλου τους πλήθους. Κι είναι ανόητο, νομίζω, να εκστρατεύσει κανείς ενάντια σε έναν λαό που η ήττα του δε θα εξασφαλίσει και την υποταγή του. Τολμώ να πω ότι οι Σικελοί, θα είναι για μας, λιγότερο επικίνδυνοι εάν βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία των Συρακουσών, άποψη με την οποία οι Εγεσταίοι ζητούν να μας φοβίσουν. Αν θέλουμε να μας φοβούνται οι Σικελοί, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε έιναι να μη πάμε εκεί. Γιατί όλοι ξέρουμε πως οι άνθρωποι θαυμάζουν εκείνο που βρίσκεται σε μεγαλύτερη απόσταση, καθώς κι εκείνα που δεν δίνουν ευκαιρία να υποβληθεί η φήμη του σε δοκιμασία…..
… εάν πάλι κανείς ευτυχής, γιατί τον διάλεξαν στρατηγό, συνιστά την εκστρατεία, (υπονοεί τον Αλκιβιάδη), επειδή αποβλέπει μονάχα στο δικό του συμφέρον, άλλωστε είναι και πολύ νέος, για να είναι αρχηγός, για να θαυμαστεί για τα άλογα που τρέφει, και να ωφεληθεί κάτι από την αρχηγία, για να επαρκέσει στην πολυτέλειά του, μήτε σε αυτόν να δώσετε την ευκαιρία να επιδειχτεί προσωπικά, βάζοντας σε κίνδυνο την πόλη» (Θουκ. Βιβλ. ΣΤ΄, εδάφ. 11-12).
Άδικα ο συνετός Νικίας προσπαθεί να συνεφέρει τους Αθηναίους. Τι στο δαίμονα θέλουν τη Σικελία, στην άλλη άκρη του Ιονίου; Ξέρει, σαν καλός στρατηγός, ότι σχεδόν ποτέ οι επιθετικοί πόλεμοι δεν βγαίνουν σε καλό, εκείνων που τους αρχίζουν. Αυτός που σηκώνει το όπλο για να αμυνθεί, είναι απελπισμένος. Κι η απελπισία τον κάνει τραχύ κι αποφασισμένο. Διοτι έχει πίσω του ένα σπίτι με έναν ανθόκηπο, όπου κάθε καλοκαίρι μοσχομυρίζει ένα γιασεμί. Έχει ένα μικρό λαχανόκηπο, από όπου μαζεύει τα πρωινά τις δροσερές ντομάτες, τα τραγανά φασολάκια. Έχει τη συνήθεια να σεργιανάει στην Αγορά και να κουβεντιάζει τα προβλήματα της πόλης του. Έχει την ελευθερία να πηγαίνει όπου θέλει κι όποτε θέλει, και να μη δίνει λογαριασμό μήτε και σε αυτή την γυναίκα του! Κι όλα αυτά, ξαφνικά, κινδυνεύουν να χαθούν. Κάποιος, συνήθως απρόσκλητος, μουσαφίρης βρίσκεται αρματωμένος μπρος στη θύρα του, και του ζητά να μπει με τη βία στο σπιτικό του, στον ανθόκηπο του, στο λαχανόκηπό του, είναι αποφασισμένος να του κλείσει το στόμα στην Αγορά, ή να του απαγορεύσει να πηγαίνει στην εκκλησία του Δήμου. Μήτε γιασεμί πια, μήτε φασολάκια τραγανά, μήτε κόχη να κουρνιάσει, μήτε γνώμη για το τι θα γίνει στην πόλη που ζει, ποιος θα την κουμαντάρει, κι αν θα του αρέσει το πώς θα την κουμαντάρει…. Μα, αυτό δεν είναι ζωή! Παίρνει, λοιπόν, το όπλο, βγαίνει στο κατώφλι του σπιτιού του και στον απρόσκλητο μουσαφίρη φυτεύει ένα βέλος, ένα ακόντιο, μια σφαίρα, μια βόμβα, ανάλογα με την εποχή. Όποιος προλάβει σκοτώνει πρώτος. Και συνήθως προλαβαίνει εκείνος που αμύνεται. Διότι γι αυτόν χάνονται όλα. Ενώ για αυτόν που επιτίθεται, μια νίκη ή μια ήττα, ε, δεν είναι, πια, και ζήτημα ζωής ή θανάτου. Είναι μονάχα ζήτημα γοήτρου. Αν τα καταφέρει, θα επεκτείνει τα σύνορά του, θα βάλει χέρι στα «καλά» του νικημένου, και θα θεωρείται ο δυνατός. Αν νικηθεί, θα μετρήσει τους σκοτωμένους του, τους λαβωμένους του, θα υπολογίσει τους ζωντανούς, θα πει, «πάλι καλά», και θα γυρίσει στην πατρίδα. Τσαλακωμένος, βέβαια, μα επί τέλους, μήτε το ψωμί, μήτε η ελευθερία θα του λείψουν.
Έτσι ο επιτιθέμενος έχει μετριοπάθεια. Δεν παθιάζεται. Δεν απελπίζεται, δεν τρελαίνεται, μια και τίποτε δεν το πονάει, δεν τον ζεματάει. Και ο πόλεμος για να κερδηθεί θέλει τρέλα, θέλει καημό, θέλει την αποκοτιά που φέρνει η απελπισία. Κι είναι η τρέλα αυτή, κι η αποκοτιά, όμορφες. Μεθούν. Κάνουν ακόμα και τους δειλούς ήρωες, τα ανθρωπάκια άντρες. « Να σώσουμε το γιασεμί στον κήπο του σπιτιού μας αδέλφια! Να μη μας ξεραθούν οι ντομάτες στο λαχανόκηπο! Το στάρι, φέτος, έγινε μισό μπόι, θα έχουμε καλή σοδειά. Κουράγιο! Θα διώξουμε τον εχθρό, για να είμαστε πίσω στο χωράφι εγκαίρως για το θερισμό. Δική μας η συμφορά αν νικηθούμε, και δική μας η ευτυχία αν νικήσουμε. Κουράγιο αδέλφια!!!. …»
Ο Νικίας κάπως έτσι σκέφτεται για τον πόλεμο που οι Εγεσταίοι τους προτείνουν. Και φοβάται. Προβλέπει τον αφανισμό. Μα κανείς δεν τον προσέχει. Έχει δύο δυναμικούς αντιπάλους. Τον Αλκιβιάδη, που ολοένα ξεσηκώνει τον κόσμο, και την φιλαρχία των Αθηναίων. Χρόνια τώρα έχουν στο μάτι τη Σικελία. Την θέλουν! Τους ερεθίζει η ύπαρξή της και η προκοπή της. Μα είναι κι έντιμοι αντίπαλοι. Δεν θέλουν να κινήσουν ενάντιά της, δίχως αφορμή. Ε, λοιπόν, αυτή την αφορμή, έρχονται να τους δώσουν, σήμερα, οι Εγεσταίοι.
Αυτά τα καλόπαιδα, που κατοικούσαν την Εγέστη, στα δυτικά της Σικελίας, είχαν κάτι ψιλοπροβλήματα με τους γείτονες τους, τους Σελινούντιους. «Εδαφικές διαφορές» (αμ τι άλλο?), και «θέματα επιγαμίας» (αυτό πάλι το φρούτο, τι σας λέει?), μάς λέει ο Θουκυδίδης. Οι Σελινούντιοι, σαΐνια καταπώς φαίνεται, δεν κάθισαν να χολοσκάσουν. Τραβούν μια και δύο στον κηδεμόνα τους, την παντοδύναμη Συρακούσα.
- Μας τις βρέχουν οι Εγεσταίοι! Είσαι να μας βοηθήσεις να τους « σφίξουμε» κομματάκι , να δούνε πόσα απίδια βάζει ο σάκος τους; Μας έπρηξαν το συκώτι, ξέρετε…
- Και γιατί το πατιρντί παρακαλούμε;
- Τα μπερδεύουμε στα χωράφια και τους γάμους.
- Και πως γίνεται αυτό;
- Γίνεται! Πες, πως μια Εγεσταία αγάπησε, παναθεμά τηνε, έναν Σελινούντιο. Ξέρεις τι θα γίνει;
- Όχι!
- Ε, κάτσε να ακούσεις και να ευφρανθείς.
Η σκηνή στην Εγέστη.
- Θα τον πάρω!!!
- Να κάτσεις στα αυγά σου!
- Μα τον αγαπώ…
- Μωρέ τι μας λες! Σελινούντιο βρήκες να αγαπήσεις;
- Κι ύστερα; Τι το στραβό έχουν οι Σελινούντιοι?
- Μπα; Και τα χωράφια που θα πάρεις προίκα; Θα πάνε στα χέρια αυτού του αχαΐρευτου….
- Και τι πειράζει;
- Τον κακό σου! Με το δικό σου το μυαλό, θα πρέπει, κάποια μέρα, γης δικιά μας, να βρεθεί στα χέρια των Σελινούντιων. Κι ύστερα αντίο ωραία πόλη των Εγεσταίων.
Αντίστοιχη σκηνή στόν Σελινούντα.
- Εγώ μια φορά θα τον πάρω.
- Για κότησε!...
- Μα τι σας έκανε το παιδί; Επειδή είναι από την Εγέστη; Ψηλός είναι, ωραία μάτια έχει, στήθος δασύ έχει, τι του λείπει;
- Γης μωρέ του λείπει, γης! Και θα πάρει την δική μας, κοκορόμυαλη!!!
- Ε, κι έπειτα;
- Γη των Σελινούντιων στα χέρια Εγεσταίου; Ω θεοί της Σικελίας, κι όλης τής Μεγάλης Ελλάδας, είναι έγκλημα!!! Να τον ξεχάσεις! Αμέσως. Πάρε τον Πυστίλο. Δεν έχει βέβαια ωραία μάτια, ίσως να είναι και κομμάτι αλλήθωρος, μα είναι 1.89! Θα μου πεις, πως δεν έχει τρίχες στο στήθος, μα τι τις θες τώρα τις τρίχες; Θα τις γνέσεις; Καλός είναι. Θα πάρεις τον Πυστίλο…
Σημ. Για την αυθεντικότητα των διαλόγων, δεν παίρνω όρκο!... Δυστυχώς, ο μπαρμπα- Θουκυδίδης είναι πολύ φειδωλός σε αυτού του είδους τις πληροφορίες. Μα, γιατί τάχα, να μη γίνονταν και τότε, αυτά που γίνονται και σήμερα; Οι εποχές αλλάζουν μα τα αισθήματα, αλλά και τα συμφέροντα των ανθρώπων, μένουν πάντα τα ίδια. Αιωνίως……..
Άκουσε, λοιπόν, η Συρακούσα, και πολύ τη γλέντησε την κατάσταση. Βέβαια, πόλεμος για το μαλλιαρό στήθος του Εγεσταίου, και τα αλλήθωρα μάτια τού Πυστίλου πήγαινε κομμάτι πολύ. Όμως, πάλι, ο τρωικός πόλεμος δεν έγινε για τα τσακίρικα μάτια της Ωραίας Ελενίτσας; Και βάσταξε και 10 χρόνια, να σας χαρώ! Και χάθηκε κόσμος και ντουνιάς από Αχιλλέα και Έκτορα μέχρι την έρμη εκείνη, την καλή μας Ιφιγένεια!..Τήν θυμάστε? Εν Αυλίδι ήτανε…..
- Λοιπόν;
- Λοιπόν θα σας βοηθήσουμε να δώσετε ένα μπερντάχι στους Εγεσταίους, να μάθουν να ξελογιάζουν τα κορίτσια σας…..
Και η Συρακούσα, με τον τρόπο της,έσφιξε τα λουριά των Εγεσταίων. Και, μάλιστα, πάρα πολύ. Τόσο που, οι ταλαίπωροι αποφάσισαν να στείλουν πρέσβεις στην Αθήνα, για να ζητήσουν βοήθεια.
Η σκηνή στην Αθήνα, στην υποδοχή των Εγεσταίων από τους Αθηναίους.
΄ - Καλώς τους, καλώς τους! Τι χαμπάρια παιδιά;
- Χάλια! Το και το! Μας άλλαξαν τα λυχνάρια οι γείτονες!
- Συμμαζέψτε τα θηλυκά σας…
- Αδύνατο, το σκάνε από τα παράθυρα!
- Κι από μας τι θέλετε, να έχουμε καλό ρώτημα; Αμπάρες;
- Όχι! Ναυτική βοήθεια.
- Σα μακριά μας πέφτετε..
- Ναι, αλλά σας προσφέρουμε αιτία για να αφαλοκόψετε, επί τέλους, την Συρακούσα! Που το ψήλωσε τελευταία. Κι όλο και τρώει πόλεις του νησιού, κι όλο δυναμώνει. Σε λίγο θα κυριαρχήσει σε όλη τη Σικελία. Κι αν αυτό γίνει, ταχιά περιμένετε επισκέψεις και φλάμπουρα στον Πειραιά…
- Δεν έχουμε φτιάξει τηγανίτες για την υποδοχή.
- Δεν πειράζει, θα φαν εσάς. Και δε θα δυσκολευτούν καθόλου, ξέρετε, τώρα!. Δωριείς δεν είναι οι άποικοι της Σικελίας; Δωριείς δεν έχει κι η Πελοπόννησος; Κοντά στο νου κι η γνώση. Θα τα συμφωνήσουνε μεταξύ τους, και θα δείτε ένα πρωί τον αττικό ουρανό σφοντύλι. Πάνε τα μεγαλεία σας, πάνε οι δόξες σας και το καλός όνομα. Η Σπάρτη θα σας κάτσει στον σβέρκο, κι άντε να της πείτε να σηκωθεί από κει.
Έπεσαν σε συλλογή οι Αθηναίοι. Σχεδόν αλαφιάστηκαν. «Λες; Και γιατί όχι; Όλα γίνονται». Η Συρακούσα, αλήθεια, είχε περίπου 500.000 ψυχές, και δύναμη, κι επιβολή τρομερή στις ελληνικές αποικίες της «Μεγάλης Ελλάδας». Συναγωνίζονταν την Αθήνα, όχι μονάχα σε δύναμη και κύρος, μα και σε πνευματική προβολή. Στο περίφημο θέατρό της ανέβαζαν τραγωδίες τους όλοι οι τραγικοί. Σε πολύ το είχε να αριβάρει στον Πειραιά;
Έπειτα, για να το δούμε κι αλλιώς. Οι Αθηναίοι τόσα χρόνια αυτό δε γύρευαν; Μια αιτία να τσαλακώσουν τη φήμη της νησιωτικής πολιτείας. Να την η αιτία. Α, κάλλιο ο πόλεμος στη Σικελία, παρά στην Αθήνα.
Όμως χρειάζονταν λεφτα, πολλά λεφτά για μια τέτοια εκστρατεία.
- Θα πέσουν τα όβολα; Οι πρεσβευτές κοιτάχτηκαν.
- Μμ βέβαια. Έχουμε πολύ παρά στην Εγέστη.
- Μα το Δία?
- Μα το Δία, είπαν οι Εγεσταίοι, μα πίσω από την πλάτη τους δίπλωναν τον παράμεσο πάνω από τον δείχτη. Αλλά οι Αθηναίοι δεν ήταν χάνοι. Πολλά κινδύνευαν σε τούτον τον πόλεμο και δεν είχαν καθόλου διάθεση να τα παίξουν κορώνα γράμματα.
- Καλοί οι όρκοι, δε λέμε, μα εμείς θα στείλουμε ανθρώπους να δουν με τα μάτια τους τι και τι έχετε.
Κιτρίνισαν οι Εγεσταίοι, μα δεν μπορούσαν, τώρα πια, να κάνουν πίσω.
- Να στείλετε, να στείλετε, και πολύ θα τους περιποιηθούμε.
Και πραγματικά τους περιποιήθηκαν. Θαμπώθηκαν οι άνθρωποι από τα πλούτη. Φάγαν μέσα σε ασημένια πιάτα, ήπιαν κρασί μέσα σε χρυσά ποτήρια, είδαν πολύτιμα σκεύη στους ναούς και πίστεψαν.
- Τον έχετε τον τρόπο σας ε;
- Αμέ, τι μας περάσατε;
Οι Αθηναίοι ήταν ντόμπροι άνθρωποι. Δεν ξέραν από λοβιτούρες και πολυεθνικές κομπίνες. Μη βλέπετε που σήμερα γίναν τζίνια στα τέτοια. Άλλο το τότε κι άλλο το τώρα. Διαφορά 3.000 χρόνια. Ε, τι να σου κάνουμε; Σκαρτέψαμε κομματάκι. Δεν μπορούσαν, λοιπόν, οι άτυχοι, να φανταστούν πως όταν έφτασε η πληροφορία, «Έρχονται οι Αθηναίοι, ξαμοληθείτε», οι Εγεσταίοι θα φτάναν μέχρι τις αποικίες της Καρχηδόνας για …..δανεικά!!!Αμέ?.
- Κυρά Ξανθίππη μου, μας δανείζεις, παρακαλούμε, την χρυσή σου κούπα για απόψε;
- Μετά χαράς κυρά Ανδρομέδα μου. Τίποτε γαμπρός για να τον ξεστραβώσετε, λέω;
- Αχ , μακάρι κυρά Ξανθίππη μου, μα πούντος ο αναθεματισμένος. Άλλη σφίξην έχουμε προς ώρας. Άλλους θέμε να ξεστραβώσουμε.
Κάπως έτσι οι πονηροί Εγεσταίοι, λέει ο Θουκυδίδης, κορόιδεψαν τους Αθηναίους πρέσβεις. Κι εκείνοι μεν γύρισαν με καλές ειδήσεις, τα δε σερβίτσια επεστραφησαν στους νοικοκυραίους τους. Όλα, τώρα πια, έμοιαζαν καλά για τους Αθηναιους. Η εκστρατεία είχε εξασφαλίσει πιά και πόρους. Όμως του Νικία κάτι του μύριζε στην υπόθεση, μα ποιος να τον ακούσει; Κι όχι μονάχα αυτό, μα του δώσαν και την αρχηγία με το ζόρι. Ύστερα ήταν κι εκείνος ο φιγουρατζής ο Αλκιβιάδης, με τα μεγάλα λόγια. Φιλόδοξος πολύ, και πολιτικός αντίπαλος του Νικία, αποζητούσε «να ασκήσει την αρχηγία της εκστρατείας με την ελπίδα να κατακτήσει ολόκληρο το νησί, και με τις πολεμικές του επιτυχίες να εξυπηρετήσει τα προσωπικά του συμφέροντα αποκομίζοντας πλούτη και δόξα» (Θουκ. Βιβ. ΣΤ εδάφ. 15). Έτσι, όταν ανέβηκε στο βήμα για να αντικρούσει τον Νικία, μίλησε με πολλή αλαζονεία για τον εαυτό του. Λάβετε πατρόν και κόψετε μετριοφροσύνη: «Και περισσότερον αρμόζει σε με η αρχηγία, παρά εις άλλους, κι άξιος αυτής νομίζω ότι είμαι. Γιατί εξ αιτίας της μεγαλόπρεπης συμμετοχής μου στους Ολυμπιακούς αγώνες, οι Έλληνες, οι οποίοι ως τότε νόμιζαν τους Αθηναίους εξευτελισμένους, λόγω πολέμου, συνειδητοποίησαν τη δύναμη των Αθηνών»!! (Τώρα, γιατί οι ολυμπιακές φιγούρες του Αλκιβιάδη θα μπορούσαν να τρομάξουν τους ‘ποδέλοιπους Έλληνες, αυτό δεν μπόρεσα ποτέ να το καταλάβω. Δεν πειράζει όμως, φτάνει που το καταλάβαινε ο ίδιος).
Τέτοια και άλλα παρόμοια ξεφούρνισε στο ακροατήριο. Κι αφού το φλόμωσε με τα μεγαλεία του, το τσίγκλησε άγρια στο ευαίσθητο του σημείο: «…διότι θα κινδυνεύαμε να γίνουμε εμείς οι ίδιοι υποτελείς, αν παύαμε να κυριαρχούμε πάνω στους άλλους….» (Θουκ. Βιβ. ΣΤ. Εδαφ. 18). Μπράβο του Αλκιβιάδη μας, μαέστρος στο είδος που σήμερα, όχι απλώς ανθεί, αλλά κοντεύει να μας πνίξει η άνθηση του!. Παστρικός ιμπεριαλισμός και η αιτία πάντα η ίδια. Τίποτε δεν εξελίχτηκε από τότε μέχρι σήμερα. Α, ναι, τώρα υπάρχουν και οι…κομπιούτερς…
Last edited by a moderator: