St.Adamantidou
Member
- Μηνύματα
- 245
- Likes
- 898
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Ιστορία τής Σικελίας
- 3ο μέρος
- 4ο μέρος
- ΣΥΡΑΚΟΥΣΑ- Το μαργαριτάρι στο πέτο τής Σικελίας!
- Σικελική εκστρατεία Μέρος 1ο
- Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΞΕΚΙΝΑ
- ΠΑΛΕΡΜΟ
- Στην κοιλάδα των Ν α ώ ν
- Η ΠΌΛΗ ΠΟΥ ΖΕΙ ΑΓΚΑΛΙΆ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
- ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΠΟΥ ΒΡΥΧΙΕΤΑΙ
- ΣΤΗΝ ΣΙΚΕΛΙΑ ΕΡΩΤΕΥΟΝΤΑΙ ΤΟ ΚΑΤΑΜΕΣΗΜΕΡΟ
- Η νοικοκυρά Μεσσήνα
- Τ A O R M I N A
- ΣΙΚΕΛΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ένα λουλούδι που ανθίζει στα πόδια της Αίτνας....
Έγινε τραγούδι. Και καθώς το τραγουδήσαμε, ο νους μας έφτιαξε μιάν εικόνα απερίγραπτη,την συνέθεταν λουλούδια, ήλιοι, φεγγάρια, γραφικές γωνιές, ρομαντικά σπιτόπουλα.
Πηγαίνοντας στην Ταορμίνα είχα ένα φόβο. Μήπως η φαντασία μου ‘παιζε παιγνίδια άσκημα, κι ο τραγουδημένος τόπος ήταν απρόσωπος, άχρωμος αδιάφορος. Έτσι μου ‘ρχεται να πω: «Συμπαθάτε με, αλλά προτιμώ να μείνω στην Κατάνια. Δεν θέλω να απογοητευτώ». Όμως η περιέργεια, -και σε αυτό το ταξίδι ανεκάλυψα πως, στ’ αλήθεια, είμαι εξοργιστικά περίεργη - με έσπρωχνε να τρέξω, να φτάσω ως εκεί, κι ότι ήταν να γίνει ας γίνονταν.
Έτσι έφτασα ένα πρωινό στον τόπο του τραγουδιού και της ποίησης. Κι η ψυχή σκίρτησε από το θέαμα. Στάθηκα στη μέση της παλιάς πλατείας και κοίταξα. Δρομάκια ανηφορικά, θεόστενα, ξέχειλα από φως και λουλούδια. Σπίτια παλιά, με όψεις μουντές και μπιρμπιλένια μπαλκόνια.... Πόρτες που τις σκέβρωσε το νερό κι ο αέρας, μα που κρατούν ακόμα την αρχοντιά τους,στο γυαλισμένο κι ολοσκάλιστο ρόπτρο, στο βαρύ μπρούτζινο πόμολο.... Πλατώματα κι ανοίγματα προς το πέλαγος, από όπου το μάτι σου συναντά τον ορίζοντα. Εκκλησιές παμπάλαιες, αυστηρές, κάστρα πέτρινα, γκρίζα με ταράτσες κρεμαστές πάνω από γκρεμούς, και τόξα γοτθικά. Ολάνθιστοι καταρράκτες κυλούν πάνω σε σαρακοφαγωμένους τοίχους, και πέργκολες σκιάζουν τις μικρές αυλές. Τους φράχτες καβαλλικεύουν τριανταφυλλιές κι αγιοκλήματα. Και στις καμάρες των θυρόφυλλων σκαρφαλώνουν γιασεμιά. Κι εκείνη η αγορά της!!!. Μαγαζάκια δεκάδες, από όπου ξεχύνονται λογής ευτελή αντικείμενα, χάντρες χρωματιστές, δαχτυλίδια από λάβα, μπλουζιά ολοκέντητα, καπέλα άσπρα, κίτρινα, πορτοκαλιά, φούστες χίπικες, βραχιολάκια της πεντάρας, και γιορντάνια γιορταστικά. Πανηγύρι. Κι ο κόσμος, ο κάθε λογής κόσμος, άσπρες, κίτρινες και μαύρες φυλές, περνοδιαβαίνουν δίχως βιάση, και γεύονται το ευφρόσυνο θέαμα......
Μα ναι! Η Ταορμίνα δεν με γέλασε. Ούτε το τραγούδι της. Είναι και τα δύο πάντα εκεί, πλέοντας σε έναν ωκεανό από φως και χρώματα. Κι η δική μου διάθεση ήταν να αφήσω τον εαυτό μου να πνιγεί μέσα σε τούτο το παλιρροιακό κύμα τής ομορφιάς. Να κλείσω τα μάτια και να πω: «Εμπρός. Κι εγώ μαζί με όλους. Ας χαθώ τώρα». Όμως ο τόπος δεν είναι σαν τους ανθρώπους. Είναι σπλαχνικός. Σου δίνει και δεν σου ζητά. Το μόνο που ίσως θα θέλει, είναι να τον σκέφτεσαι πότε πότε με αγάπη. Κι εγώ το υποσχέθηκα. Γιατί η Ταορμίνα έμεινε στην καρδιά μου.
Μας ξεμυάλισε όμως ο περίπατος και η Ταορμίνα έχει πολλά ακόμα να δούμε. Υπάρχει κι εδώ η μνήμη η ελληνική. Είναι το περίφημο ελληνορωμαϊκό θέατρο.
Μεσημέριασε πια, κι ο ήλιος δεν έχει οίκτο για τους ταλαίπωρους προσκυνητές. Οι περισσότεροι αγοράζουν βιαστικά ψάθινα καπέλα κι αγκομαχώντας ανηφορίζουμε. Κι η ανηφόρα δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητη. Φθάνουμε σχεδόν δίχως ανάσα. Γιατί, θεούλη μου, οι Ελληνες διάλεγαν πάντα τέτοιους τόπους, για την ψυχαγωγία και τη μόρφωση τους; Χάθηκε δα να φτιάξουν το θεατράκι τους κάτω στην πλατεία.
Μανία κι αυτή μια φορά!
Όμως, ω σοφία των προγόνων μας, κι ω αλάνθαστη αίσθηση του ωραίου! Τι είναι τούτο; Στο τέλος ενός πανύψηλου βράχου, 600 πόδια πάνω από το πέλαγος, το θέατρο προσφέρει ένα μοναδικό στον κόσμο σκηνικό: κάτω, την αστραφτερή παραλία της Ταορμίνα, κι απάνω, ακουμπισμένη στον ουρανό, την χιονισμένη Αίτνα με τους μπλαβούς καπνούς της. Ένα θέαμα μεγαλειώδες, που σου κρατά τα μάτια ορθάνοιχτα και λιώνει την ψυχή σου από την συγκίνηση.....
Χτισμένο από τους Ελληνες, με λίγες σειρές κερκίδων κι ένα μονάχα διάζωμα, το θέατρο μεγάλωσε και τελικά διαμορφώθηκε από τους Ρωμαίους. Η σκηνή του, καθαρά ρωμαϊκή, με μια σειρά λεπτόκορμων κιόνων, έχει μιαν ελαφράδα αέρινη, καθώς τους βλέπεις κάτασπρους να ζυγιάζονται στο χείλος του βράχου. Και μέσα από τα τόξα του κατακόκκινου ρωμαϊκού τείχους, η θάλασσα του Ιονίου να στέλνει την γλαυκότητά της, κι ο όγκος της Αίτνας να σου θυμίζει την τρομερή απειλή του. Κι οι σπασμένες κερκίδες σού χαμογελούν δειλά, ανάμεσα από τις παπαρούνες, που πονηρά φυτρώνουν πάνω στα τραύματα που άνοιξαν στον βράχο οι αιώνες. Γιατί είναι αλήθεια βαριά τραυματισμένο το θέατρο της Ταορμίνας. Κι ίσως γι αυτό πιο συγκλονιστικό, πιο κοντινό μας.
Η ματιά μας, καθώς γυρνά μέσα στο χώρο, σταματά σε μια τάφρο σε σχήμα «Τ» ανάποδου, ακριβώς μπρος στη σκηνή. Ρωτιόμαστε με τα μάτια. Ο ξεναγός μας δηλώνει άγνοια. Εμείς επιμένουμε. Κι εκείνη τη στιγμή ένας όμιλος ξένων με τον δικό τους ξεναγό, εκφράζει την ίδια με μας απορία. Για λίγο ο Σικελός διστάζει, και μετά το παίρνει απόφαση: " Η τάφρος δεν υπήρχε αρχικά. Ανοίχτηκε στα χρόνια της ρωμαϊκής κατοχής, μια και το ελληνικό θέατρο είχε γίνει πια αρένα!. Κι επειδή για τους ρωμαίους τα θεάματα, και μάλιστα τα αιματηρά, πήγαιναν πιο μπροστά κι από την τροφή, επινόησαν κάτι καινούργιο για τους θεατές. Άνοιξαν τούτη την τάφρο και, εκατοντάδες δούλοι, ανέβαζαν την παραμονή των αγώνων νερό από την θάλασσα,και γέμιζαν αυτήν την τάφρο αλλά και τα ντεπόζιτα που υπήρχαν ψηλά στο τέλος των κερκίδων. Την καθορισμένη μέρα και ώρα, και μπροστά σε ένα κατάμεστο θέατρο, έρριχναν στην τάφρο δύο βάρκες με μονομάχους. Χρέος τους? Να πολεμήσουν από βάρκα σε βάρκα μέχρι θανάτου. Πρώτα δύο. Μετά από αυτούς άλλοι δύο, κι άλλοι κι άλλοι, εως ότου το πλήθος να χορτάσει αίμα, να κουραστεί και να πάψει να ουρλιάζει. Κι όταν η τάφρος γέμιζε σάρκες και το νερό γίνονταν κόκκινο, και το θέατρο ησύχαζε από την χλαλοή, άνοιγαν οι καταπακτές της τάφρου, πίσω από την σκηνή, για να αδειάσουν τα ανθρώπινα απομεινάρια στη θάλασσα. Συγχρόνως άνοιγαν και τα ντεπόζιτα από ψηλά, και καθώς το νερό κατέβαινε με ορμή, παρέσυρε κι έπλενε κάθε ίχνος της ανθρώπινης θηριωδίας, κατρακυλώντας πάνω από τα βράχια μέχρι την παραλία. Ως το άλλο πρωί, που έβγαινε ξανά ο ήλιος , τίποτε δεν θύμιζε το όργιο του θανάτου. Μονάχα οι δούλοι, που ξανακατέβαιναν στη θάλασσα με τα βαρέλια για να φέρουν νερό για την επόμενη φιέστα, μακάριζαν τους εαυτούς τους που γεννήθηκαν δούλοι κι όχι μονομάχοι....."
Δεν ξέρω κατά πόσον αυτή η εκδοχή στηρίζεται στην ιστορική αλήθεια, αλλά θαρρώ πως θα μπορούσε θαυμάσια να’ ναι πραγματική. Δεν μας συνήθισαν σε… τρυφερότητες οι Ρωμαίοι. Αντίθετα μάλιστα..
Όμως εμείς,σήμερα, δεν σκεφτόμαστε τους Ρωμαίους. Στήνουμε αυτί να πιάσουμε τα χορικά της Ορέστειας, τον θρήνο της Αντιγόνης, το μοιρολόι της Εκάβης, τον κομμό της Ιφιγένειας. Και ω του θαύματος! Όλα εδώ μέσα μουρμουρίζουν κάτι. Ψιθυρίζουν, σαν μέσα σε λυγμό, πως τα χρόνια δεν χάλασαν τίποτε. Οι πέτρες φαγώθηκαν, οι κολώνες έπεσαν, μα η ελληνική Ιδέα έμεινε. Κι η Ιστορία την κράτησε στοργικά στη Μνήμη της, για να την ακουμπήσει στα χέρια μας. Στα χέρια των σημερινών ταπεινών προσκυνητών του Παρελθόντος. Στούς ΄Ελληνες τού Σήμερα....
Κάπου στο πέλαγος, ανάμεσα Κατάνη και Ταορμίνα, (36 περίπου χλμ. από την πόλη και κατά μήκος της παραλίας των Κυκλώπων), άλλη μια ελληνική θύμηση. Ψηλά Faraglioni –βράχια, στημένα ορθά καταμεσίς του πελάγου-, που οι Σικελοί τα λένε Faraglioni των Κυκλώπων. Ένα από αυτά έριξε, λένε, ο Πολύφημος καταπόδι στον Οδυσσέα, για να χορτάσει την οργή του για το τύφλωμά του από τον Ομηρικό ήρωα. Κάπου λοιπόν εδώ τοποθετούσε η παράδοση το γένος των Κυκλώπων. Φυσικά οι φοβεροί βράχοι που βρίσκονται σκόρπιοι στις νότιες θάλασσες της Ιταλίας, -είναι γνωστά και τα Faraglioni του Κάπρι - πρέπει να έχουν την αιτία τους στα τρία μεγάλα ηφαίστεια της περιοχής: την Αίτνα, τον Βεζούβιο και το Στρόμπολι. Εδώ, σε τούτα τα νερά, φταίει η μανία της Αίτνας, για την ύπαρξη των πελώριων βράχων. Κι ίσως εξ αιτίας της Αίτνας και του άγριου περιβάλλοντος να σκέφτηκε ο Όμηρος να τοποθετήσει εδώ την κατοικία του Πολύφημου. Μια κι όλα είναι τριγύρω μεγάλα και φοβερά στην όψη, επικίνδυνα και ύπουλα, ο ανοικονόμητος, άσκημος και μονόφθαλμος Κύκλωπας ήταν εντελώς…. ασορτί με το σκηνικό, μέσα στην τρομερή σπηλιά του.
Σε λίγο μπρος στο σπήλιο φτάσαμε μα μέσα αυτός δεν ήταν
μον’ τα παχιά τ΄αρνιά του εβόσκιζε ψηλά στα βοσκοτόπια
Κι εμείς το σπήλιο τριγυρίζοντας τ’ αποθαμάξαμε όλο
Ως που γύρισε, στην πλάτη εκουβαλούσε ξύλα στεγνά ένα ακέρηο φόρτωμα
Να τά ‘χει για το δείπνο
Κι ως χάμω τα ‘ριξε αντιλάλησε βαρειά τρογύρα ο βράχος
Κι εμείς στην αγκωνή χωθήκαμε του βράχου φοβισμένοι…
( Από τη μετάφραση τής Οδύσσεις από τον Καζαντζάκη )
Η παράδοση διάλεξε το ψηλότερο από τα Faraglioni, για να πει πως ήταν αυτό που ο τυφλωμένος γίγας ξαπόστειλε ξοπίσω στον Οδυσσέα για να τον αφανίσει.
Στην Σικελία, άλλη μια φορά θα συναπαντηθούμε με τον Όμηρο. Και θα ‘ναι πάλι για κάποια περιπέτεια, περισσότερο ωστόσο ρομαντική τούτη τη φορά, αλλά όχι λιγότερο επικίνδυνη. Χμ! και πόσο επικίνδυνη! Γυναίκες! Σας λέει τούτο τίποτε; Όχι; Υπομονή, κάποτε θα σας …πει…
Όμως είμαστε ακόμα στην Ταορίνα. Μετά το προσκύνημα στην ελληνική μνήμη καιρός να δούμε κι ότι άλλο έχει να μας δείξει η πόλη των λουλουδιών. Τα περισσότερα μνημεία της είναι μεσαιωνικά, σαν εκείνο τον όμορφο πύργο της Badia Vecchia, τον καθεδρικό ναό της αυστηρό και γυμνό, το Palazzo Santo Stefano, το Palazzo Corvaia κοντά στην Αγία Αικατερίνη, εκκλησιά του 16ου αιώνα... Κι όλα αυτά, τα σχετικά καινούργια, κοντά στα θεμέλια αρχαίων ναών, και σε απομεινάρια παλιών τειχών.
Όμως όλοι οι περίπατοι τελειώνουν. Μια ματιά στον ολάνθιστο Jardino Pubblico (το δημόσιο πάρκο) και η ευτυχία τέλος. Δεν λυπόμαστε. Γιατί σε αυτό το ταξίδι, σαν σ’ όλα τα ταξίδια, οι ευτυχίες είναι πολλές. Μόνο πως σε κάθε αναχώρηση λιγοστεύουν κατά μια. Κι είναι αυτό που μας … αγανακτεί. Να πω πως είμαστε πλεονέκτες? Ε, ναί λοιπον, στα ταξίδια είμαστε πλεονέκτες....
Ήδη μια ευτυχία είναι πολύ. Σκεφτείτε τις πολλές. Θα ‘ναι σκάνδαλο. Φεύγουμε λοιπόν δίχως γκρίνια. Θα ‘ταν σαν να βεβηλώναμε την γοητευτική ανάμνηση της Ταορμίνα…
Έγινε τραγούδι. Και καθώς το τραγουδήσαμε, ο νους μας έφτιαξε μιάν εικόνα απερίγραπτη,την συνέθεταν λουλούδια, ήλιοι, φεγγάρια, γραφικές γωνιές, ρομαντικά σπιτόπουλα.
Πηγαίνοντας στην Ταορμίνα είχα ένα φόβο. Μήπως η φαντασία μου ‘παιζε παιγνίδια άσκημα, κι ο τραγουδημένος τόπος ήταν απρόσωπος, άχρωμος αδιάφορος. Έτσι μου ‘ρχεται να πω: «Συμπαθάτε με, αλλά προτιμώ να μείνω στην Κατάνια. Δεν θέλω να απογοητευτώ». Όμως η περιέργεια, -και σε αυτό το ταξίδι ανεκάλυψα πως, στ’ αλήθεια, είμαι εξοργιστικά περίεργη - με έσπρωχνε να τρέξω, να φτάσω ως εκεί, κι ότι ήταν να γίνει ας γίνονταν.
Έτσι έφτασα ένα πρωινό στον τόπο του τραγουδιού και της ποίησης. Κι η ψυχή σκίρτησε από το θέαμα. Στάθηκα στη μέση της παλιάς πλατείας και κοίταξα. Δρομάκια ανηφορικά, θεόστενα, ξέχειλα από φως και λουλούδια. Σπίτια παλιά, με όψεις μουντές και μπιρμπιλένια μπαλκόνια.... Πόρτες που τις σκέβρωσε το νερό κι ο αέρας, μα που κρατούν ακόμα την αρχοντιά τους,στο γυαλισμένο κι ολοσκάλιστο ρόπτρο, στο βαρύ μπρούτζινο πόμολο.... Πλατώματα κι ανοίγματα προς το πέλαγος, από όπου το μάτι σου συναντά τον ορίζοντα. Εκκλησιές παμπάλαιες, αυστηρές, κάστρα πέτρινα, γκρίζα με ταράτσες κρεμαστές πάνω από γκρεμούς, και τόξα γοτθικά. Ολάνθιστοι καταρράκτες κυλούν πάνω σε σαρακοφαγωμένους τοίχους, και πέργκολες σκιάζουν τις μικρές αυλές. Τους φράχτες καβαλλικεύουν τριανταφυλλιές κι αγιοκλήματα. Και στις καμάρες των θυρόφυλλων σκαρφαλώνουν γιασεμιά. Κι εκείνη η αγορά της!!!. Μαγαζάκια δεκάδες, από όπου ξεχύνονται λογής ευτελή αντικείμενα, χάντρες χρωματιστές, δαχτυλίδια από λάβα, μπλουζιά ολοκέντητα, καπέλα άσπρα, κίτρινα, πορτοκαλιά, φούστες χίπικες, βραχιολάκια της πεντάρας, και γιορντάνια γιορταστικά. Πανηγύρι. Κι ο κόσμος, ο κάθε λογής κόσμος, άσπρες, κίτρινες και μαύρες φυλές, περνοδιαβαίνουν δίχως βιάση, και γεύονται το ευφρόσυνο θέαμα......
Μα ναι! Η Ταορμίνα δεν με γέλασε. Ούτε το τραγούδι της. Είναι και τα δύο πάντα εκεί, πλέοντας σε έναν ωκεανό από φως και χρώματα. Κι η δική μου διάθεση ήταν να αφήσω τον εαυτό μου να πνιγεί μέσα σε τούτο το παλιρροιακό κύμα τής ομορφιάς. Να κλείσω τα μάτια και να πω: «Εμπρός. Κι εγώ μαζί με όλους. Ας χαθώ τώρα». Όμως ο τόπος δεν είναι σαν τους ανθρώπους. Είναι σπλαχνικός. Σου δίνει και δεν σου ζητά. Το μόνο που ίσως θα θέλει, είναι να τον σκέφτεσαι πότε πότε με αγάπη. Κι εγώ το υποσχέθηκα. Γιατί η Ταορμίνα έμεινε στην καρδιά μου.
Μας ξεμυάλισε όμως ο περίπατος και η Ταορμίνα έχει πολλά ακόμα να δούμε. Υπάρχει κι εδώ η μνήμη η ελληνική. Είναι το περίφημο ελληνορωμαϊκό θέατρο.
Μεσημέριασε πια, κι ο ήλιος δεν έχει οίκτο για τους ταλαίπωρους προσκυνητές. Οι περισσότεροι αγοράζουν βιαστικά ψάθινα καπέλα κι αγκομαχώντας ανηφορίζουμε. Κι η ανηφόρα δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητη. Φθάνουμε σχεδόν δίχως ανάσα. Γιατί, θεούλη μου, οι Ελληνες διάλεγαν πάντα τέτοιους τόπους, για την ψυχαγωγία και τη μόρφωση τους; Χάθηκε δα να φτιάξουν το θεατράκι τους κάτω στην πλατεία.
Μανία κι αυτή μια φορά!
Όμως, ω σοφία των προγόνων μας, κι ω αλάνθαστη αίσθηση του ωραίου! Τι είναι τούτο; Στο τέλος ενός πανύψηλου βράχου, 600 πόδια πάνω από το πέλαγος, το θέατρο προσφέρει ένα μοναδικό στον κόσμο σκηνικό: κάτω, την αστραφτερή παραλία της Ταορμίνα, κι απάνω, ακουμπισμένη στον ουρανό, την χιονισμένη Αίτνα με τους μπλαβούς καπνούς της. Ένα θέαμα μεγαλειώδες, που σου κρατά τα μάτια ορθάνοιχτα και λιώνει την ψυχή σου από την συγκίνηση.....
Χτισμένο από τους Ελληνες, με λίγες σειρές κερκίδων κι ένα μονάχα διάζωμα, το θέατρο μεγάλωσε και τελικά διαμορφώθηκε από τους Ρωμαίους. Η σκηνή του, καθαρά ρωμαϊκή, με μια σειρά λεπτόκορμων κιόνων, έχει μιαν ελαφράδα αέρινη, καθώς τους βλέπεις κάτασπρους να ζυγιάζονται στο χείλος του βράχου. Και μέσα από τα τόξα του κατακόκκινου ρωμαϊκού τείχους, η θάλασσα του Ιονίου να στέλνει την γλαυκότητά της, κι ο όγκος της Αίτνας να σου θυμίζει την τρομερή απειλή του. Κι οι σπασμένες κερκίδες σού χαμογελούν δειλά, ανάμεσα από τις παπαρούνες, που πονηρά φυτρώνουν πάνω στα τραύματα που άνοιξαν στον βράχο οι αιώνες. Γιατί είναι αλήθεια βαριά τραυματισμένο το θέατρο της Ταορμίνας. Κι ίσως γι αυτό πιο συγκλονιστικό, πιο κοντινό μας.
Η ματιά μας, καθώς γυρνά μέσα στο χώρο, σταματά σε μια τάφρο σε σχήμα «Τ» ανάποδου, ακριβώς μπρος στη σκηνή. Ρωτιόμαστε με τα μάτια. Ο ξεναγός μας δηλώνει άγνοια. Εμείς επιμένουμε. Κι εκείνη τη στιγμή ένας όμιλος ξένων με τον δικό τους ξεναγό, εκφράζει την ίδια με μας απορία. Για λίγο ο Σικελός διστάζει, και μετά το παίρνει απόφαση: " Η τάφρος δεν υπήρχε αρχικά. Ανοίχτηκε στα χρόνια της ρωμαϊκής κατοχής, μια και το ελληνικό θέατρο είχε γίνει πια αρένα!. Κι επειδή για τους ρωμαίους τα θεάματα, και μάλιστα τα αιματηρά, πήγαιναν πιο μπροστά κι από την τροφή, επινόησαν κάτι καινούργιο για τους θεατές. Άνοιξαν τούτη την τάφρο και, εκατοντάδες δούλοι, ανέβαζαν την παραμονή των αγώνων νερό από την θάλασσα,και γέμιζαν αυτήν την τάφρο αλλά και τα ντεπόζιτα που υπήρχαν ψηλά στο τέλος των κερκίδων. Την καθορισμένη μέρα και ώρα, και μπροστά σε ένα κατάμεστο θέατρο, έρριχναν στην τάφρο δύο βάρκες με μονομάχους. Χρέος τους? Να πολεμήσουν από βάρκα σε βάρκα μέχρι θανάτου. Πρώτα δύο. Μετά από αυτούς άλλοι δύο, κι άλλοι κι άλλοι, εως ότου το πλήθος να χορτάσει αίμα, να κουραστεί και να πάψει να ουρλιάζει. Κι όταν η τάφρος γέμιζε σάρκες και το νερό γίνονταν κόκκινο, και το θέατρο ησύχαζε από την χλαλοή, άνοιγαν οι καταπακτές της τάφρου, πίσω από την σκηνή, για να αδειάσουν τα ανθρώπινα απομεινάρια στη θάλασσα. Συγχρόνως άνοιγαν και τα ντεπόζιτα από ψηλά, και καθώς το νερό κατέβαινε με ορμή, παρέσυρε κι έπλενε κάθε ίχνος της ανθρώπινης θηριωδίας, κατρακυλώντας πάνω από τα βράχια μέχρι την παραλία. Ως το άλλο πρωί, που έβγαινε ξανά ο ήλιος , τίποτε δεν θύμιζε το όργιο του θανάτου. Μονάχα οι δούλοι, που ξανακατέβαιναν στη θάλασσα με τα βαρέλια για να φέρουν νερό για την επόμενη φιέστα, μακάριζαν τους εαυτούς τους που γεννήθηκαν δούλοι κι όχι μονομάχοι....."
Δεν ξέρω κατά πόσον αυτή η εκδοχή στηρίζεται στην ιστορική αλήθεια, αλλά θαρρώ πως θα μπορούσε θαυμάσια να’ ναι πραγματική. Δεν μας συνήθισαν σε… τρυφερότητες οι Ρωμαίοι. Αντίθετα μάλιστα..
Όμως εμείς,σήμερα, δεν σκεφτόμαστε τους Ρωμαίους. Στήνουμε αυτί να πιάσουμε τα χορικά της Ορέστειας, τον θρήνο της Αντιγόνης, το μοιρολόι της Εκάβης, τον κομμό της Ιφιγένειας. Και ω του θαύματος! Όλα εδώ μέσα μουρμουρίζουν κάτι. Ψιθυρίζουν, σαν μέσα σε λυγμό, πως τα χρόνια δεν χάλασαν τίποτε. Οι πέτρες φαγώθηκαν, οι κολώνες έπεσαν, μα η ελληνική Ιδέα έμεινε. Κι η Ιστορία την κράτησε στοργικά στη Μνήμη της, για να την ακουμπήσει στα χέρια μας. Στα χέρια των σημερινών ταπεινών προσκυνητών του Παρελθόντος. Στούς ΄Ελληνες τού Σήμερα....
Κάπου στο πέλαγος, ανάμεσα Κατάνη και Ταορμίνα, (36 περίπου χλμ. από την πόλη και κατά μήκος της παραλίας των Κυκλώπων), άλλη μια ελληνική θύμηση. Ψηλά Faraglioni –βράχια, στημένα ορθά καταμεσίς του πελάγου-, που οι Σικελοί τα λένε Faraglioni των Κυκλώπων. Ένα από αυτά έριξε, λένε, ο Πολύφημος καταπόδι στον Οδυσσέα, για να χορτάσει την οργή του για το τύφλωμά του από τον Ομηρικό ήρωα. Κάπου λοιπόν εδώ τοποθετούσε η παράδοση το γένος των Κυκλώπων. Φυσικά οι φοβεροί βράχοι που βρίσκονται σκόρπιοι στις νότιες θάλασσες της Ιταλίας, -είναι γνωστά και τα Faraglioni του Κάπρι - πρέπει να έχουν την αιτία τους στα τρία μεγάλα ηφαίστεια της περιοχής: την Αίτνα, τον Βεζούβιο και το Στρόμπολι. Εδώ, σε τούτα τα νερά, φταίει η μανία της Αίτνας, για την ύπαρξη των πελώριων βράχων. Κι ίσως εξ αιτίας της Αίτνας και του άγριου περιβάλλοντος να σκέφτηκε ο Όμηρος να τοποθετήσει εδώ την κατοικία του Πολύφημου. Μια κι όλα είναι τριγύρω μεγάλα και φοβερά στην όψη, επικίνδυνα και ύπουλα, ο ανοικονόμητος, άσκημος και μονόφθαλμος Κύκλωπας ήταν εντελώς…. ασορτί με το σκηνικό, μέσα στην τρομερή σπηλιά του.
Σε λίγο μπρος στο σπήλιο φτάσαμε μα μέσα αυτός δεν ήταν
μον’ τα παχιά τ΄αρνιά του εβόσκιζε ψηλά στα βοσκοτόπια
Κι εμείς το σπήλιο τριγυρίζοντας τ’ αποθαμάξαμε όλο
Ως που γύρισε, στην πλάτη εκουβαλούσε ξύλα στεγνά ένα ακέρηο φόρτωμα
Να τά ‘χει για το δείπνο
Κι ως χάμω τα ‘ριξε αντιλάλησε βαρειά τρογύρα ο βράχος
Κι εμείς στην αγκωνή χωθήκαμε του βράχου φοβισμένοι…
( Από τη μετάφραση τής Οδύσσεις από τον Καζαντζάκη )
Η παράδοση διάλεξε το ψηλότερο από τα Faraglioni, για να πει πως ήταν αυτό που ο τυφλωμένος γίγας ξαπόστειλε ξοπίσω στον Οδυσσέα για να τον αφανίσει.
Στην Σικελία, άλλη μια φορά θα συναπαντηθούμε με τον Όμηρο. Και θα ‘ναι πάλι για κάποια περιπέτεια, περισσότερο ωστόσο ρομαντική τούτη τη φορά, αλλά όχι λιγότερο επικίνδυνη. Χμ! και πόσο επικίνδυνη! Γυναίκες! Σας λέει τούτο τίποτε; Όχι; Υπομονή, κάποτε θα σας …πει…
Όμως είμαστε ακόμα στην Ταορίνα. Μετά το προσκύνημα στην ελληνική μνήμη καιρός να δούμε κι ότι άλλο έχει να μας δείξει η πόλη των λουλουδιών. Τα περισσότερα μνημεία της είναι μεσαιωνικά, σαν εκείνο τον όμορφο πύργο της Badia Vecchia, τον καθεδρικό ναό της αυστηρό και γυμνό, το Palazzo Santo Stefano, το Palazzo Corvaia κοντά στην Αγία Αικατερίνη, εκκλησιά του 16ου αιώνα... Κι όλα αυτά, τα σχετικά καινούργια, κοντά στα θεμέλια αρχαίων ναών, και σε απομεινάρια παλιών τειχών.
Όμως όλοι οι περίπατοι τελειώνουν. Μια ματιά στον ολάνθιστο Jardino Pubblico (το δημόσιο πάρκο) και η ευτυχία τέλος. Δεν λυπόμαστε. Γιατί σε αυτό το ταξίδι, σαν σ’ όλα τα ταξίδια, οι ευτυχίες είναι πολλές. Μόνο πως σε κάθε αναχώρηση λιγοστεύουν κατά μια. Κι είναι αυτό που μας … αγανακτεί. Να πω πως είμαστε πλεονέκτες? Ε, ναί λοιπον, στα ταξίδια είμαστε πλεονέκτες....
Ήδη μια ευτυχία είναι πολύ. Σκεφτείτε τις πολλές. Θα ‘ναι σκάνδαλο. Φεύγουμε λοιπόν δίχως γκρίνια. Θα ‘ταν σαν να βεβηλώναμε την γοητευτική ανάμνηση της Ταορμίνα…
Last edited by a moderator: