St.Adamantidou
Member
- Μηνύματα
- 245
- Likes
- 898
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Ιστορία τής Σικελίας
- 3ο μέρος
- 4ο μέρος
- ΣΥΡΑΚΟΥΣΑ- Το μαργαριτάρι στο πέτο τής Σικελίας!
- Σικελική εκστρατεία Μέρος 1ο
- Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΞΕΚΙΝΑ
- ΠΑΛΕΡΜΟ
- Στην κοιλάδα των Ν α ώ ν
- Η ΠΌΛΗ ΠΟΥ ΖΕΙ ΑΓΚΑΛΙΆ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
- ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΠΟΥ ΒΡΥΧΙΕΤΑΙ
- ΣΤΗΝ ΣΙΚΕΛΙΑ ΕΡΩΤΕΥΟΝΤΑΙ ΤΟ ΚΑΤΑΜΕΣΗΜΕΡΟ
- Η νοικοκυρά Μεσσήνα
- Τ A O R M I N A
- ΣΙΚΕΛΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ξεκινώντας για τη Σικελία τα αισθήματα ήταν ανάμικτα: περιέργεια, προσδοκία, κάποιο δέος, επιφύλαξη, υποψία μήπως απογοητευτούμε.
Σικελία! Είναι ένα όνομα που ακούγεται παράξενα.
Sicila. Ακούγεται το ίδιο παράξενα και στα Ιταλικά.
Είναι ένας ήχος που θαρρείς βαραίνει τη γλώσσα σου. Να’ναι το παρελθόν της; Να’ναι ιδέα μας; Ωστόσο, όταν καταφέρναμε να ξεπεράσουμε το ιστορικό δέος, μας αλάφιαζε η σκέψη της Μαφίας, που ήταν ένα ζωντανό, επικίνδυνο παρόν. Θεούλη μου! Εκεί κλέβουν, σκοτώνουν, κάνουν απαγωγές, ζητούν λύτρα, τυραννούν κοσμάκη. Μωρέ, πού πάμε κι εμείς ξυπόλητοι στα αγκάθια; Τι στο καλό ζητάμε στο άντρο των ληστών;
΄Ομως, ξέχωρα από τη λογική και τη φρόνηση, όλοι έχουμε καταχωνιασμένη, σε μια ακρίτσα της ψυχής μας, την αγάπη για την περιπέτεια, τον κίνδυνο, το απροσδόκητο. Αυτή η αγάπη στάθηκε πιο δυνατή από την λογική σε τούτο το ταξίδι που, βέβαια δεν του έλειψαν οι περιπέτειες. Άλλωστε σε ποιο ταξίδι λείπουν; Ούτε η αγωνία μας έλειψε. Νύχτα προσπαθούσαμε, χωρίς πάντα να το καταφέρνουμε, να μη κυκλοφορούμε, παρ’ ότι ο βραδινός περίπατος ανάμεσα στα μπουλούκια των Σικελών, που σουλάτσαραν ξεφωνίζοντας, χειρονομώντας, γελώντας, ήταν πραγματική απόλαυση.
Πολλά ενδιαφέροντα σημεία πόλεων, δεν καταφέραμε να τα επισκεφτούμε ούτε νύχτα ούτε μέρα. Οι ίδιοι οι Σικελοί φρόντισαν να μας κόψουν τη φόρα. Με τα νέα παιδιά δεν ξεθαρρευτήκαμε, και δεν κουβεντιάσαμε, κυκλοφορούσαν πάντα κατά παρέες κι η όψη και το βλέμμα τους δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικά. Έτσι,φοβάμαι, ότι χάσαμε ένα μεγάλο μέρος, και της γραφικότητας, και της σύγχρονης ζωής του νησιού.
Τα χαρακτηριστικά του Ιταλικού νότου, -φοβάμαι πως τώρα πια και του Ιταλικού βορρά-, είναι κι εδώ πολύ έντονα. Αν εξαιρεθεί η Συρακούσα, όλη η Σικελία είναι πνιγμένη στο σκουπίδι. Δεν τολμώ να σκεφτώ τι μας ταΐσαν σε κείνες τις ανεκδιήγητες Τρατορίες, στις Τάβολε-κάλτνε, στις Πιτσαρίες...
Τα εστιατόρια ήταν κάπως καλύτερα. Φυσικά υπήρχαν και ρεστωράν, που μπορούσες να φας ευχάριστα και νόστιμα κι όχι ιδιαίτερα ακριβά, οπωσδήποτε όμως ακριβούτσικα. Στα άλλα, έκλεινες τα μάτια, έκανες από μέσα σου και μια προσευχή: «Dio mio, να χαρείς, φύλαγε με από τη χολέρα, την πανώλη, την οστρακιά», και κατέβαζες τις καυτές πίτσες και τις... άψητες μακαρονάδες. Τι καημός κι αυτά τα άψητα σπαγγέτι! Τα κατεβάζαμε… «ζωντανά», και τα νοιώθαμε για ώρες να στέκουν …ορθά στο στομάχι μας!!. Φρίκη! Στις διαμαρτυρίες των ξένων, οι Ιταλοί απαντούν απορημένοι: «Μα τα … ζεματίσαμε ξέρετε!» Θεέ και Κύριε, σπανάκια είναι;
Χώρια όμως από τη Μαφία, που φυσικά δεν την… είδαμε, -ίσως φανταζόμασταν ότι οι μαφιόζοι κυκλοφορούν με προσωπίδες και μαύρους μανδύες καταμεσής στους δρόμους,- χώρια από τις αγωνίες μας, και χώρια από τα άψητα σπαγγέτι, η Σικελία ήταν για μας μια έκπληξη. Ξεκινήσαμε να συναντήσουμε μιαν Άγνωστη, κι αποχαιρετήσαμε για Φίλη. Συμφιλιωθήκαμε από την πρώτη στιγμή μαζί της. Αγαπήσαμε τις ξερολιθιές της, τα σπάρτα της, τις γερασμένες ελιές της, τα σκληρά της στείρα χώματα, τις αναιμικές παπαρούνες της, τη μοναξιά και την εγκατάλειψή της. Ήρθαν στιγμές που συγκινηθήκαμε τόσο, ώστε στρέψαμε το πρόσωπο μακριά από τον σύντροφο, τον φίλο, για να μη δει το ύποπτο γυάλισμα στα μάτια..... Ήταν οι ώρες που ζήσαμε, κάτω από τον επίμονο μεσημεριανό ήλιο, στην κοιλάδα των ναών τού Ακράγαντα. Και οι ώρες τού μαγιάτικου δειλινού, στα λατομεία της Συρκούσας. Αξέχαστες στιγμές. Ξαφνικά, τόσα μίλια μακριά από την Ελλάδα, νοιώσαμε την ανάγκη να σκύψουμε και να αγγίξουμε ένα λιθάρι, ένα βράχο, ένα λουλούδι, έχοντας έντονα την αίσθηση πως αγγίζαμε κάτι δικό μας, πολύτιμο και ιερό......
Συχνά λένε: «Η Σικελία! Και τι να δεις εκεί; Ξεραΐλα, και τίποτε άλλο». Μα ναι, αυτή η συγκλονιστική ξεραΐλα είναι εκείνη που αναδεικνύει έτσι, με τέτοια δύναμη, τη λιτή ομορφιά της πέτρας. Πάνω σε ένα βράχο βρίσκεται κι ο Παρθενώνας, παραδομένος στο καμίνι του Ελληνικού καλοκαιριού. Περεχυμένος το ανελέητο αττικό φως. Ούτε ίχνος σκιάς. Ούτε στάλα πράσινου, παρά μονάχα η προκλητική πατίνα της πεντελικής πέτρας, πάνω στο τραχύ λόφο της Ακρόπολης......
Αυτός είναι ο Ακράγας. Όλη η βλάστηση που τον συντροφεύει, σέβεται το ύψος του και μένει χαμηλά. Στα πόδια τών κιόνων. Συντετριμμένη κάτω από το βάρος τού Χρόνου, τής Ιστοριας και της μεγαλοπρέπειάς της. Έ τ σ ι θέλησαν το τοπίο Εκείνοι. Έ τ σ ι, διότι τους θύμιζε τον τόπο που άφησαν πίσω τους. Διότι κουβάλησαν, ώς έδώ, την αγάπη τους για την Ομορφιά και το Φως. Το αιώνιο δέσιμό τους με την σκληρή πέτρα και το τραχύ χώμα......
Κι ενώ η αράδα των αιώνων μακραίνει, οι πέτρες εξακολουθούν να καίγονται κάτω από τον άγριο σικελικό ήλιο, μόνες, κατάμονες, στην κοιλάδα του Agrigento. Στα Λατομεία της Συρακούσας. Στα θέατρα της Ταορμίνας και της Κατάνιας.
Σπάνιοι οι επισκέπτες. Ίσως μερικοί αδιόρθωτοι νοσταλγοί, ή κάποιοι επιστήμονες που ψάχνουν για τις καταβολές αυτής της περίεργης φυλής. Κρίμα. Διότι, τη συγκίνηση που σου δίνει η κιτρινισμένη πέτρα, που βρίσκεται μ ί λ ι α μ α κ ρ ι ά από την καρδιά του ελληνισμού, δεν σου τη δίνει, φοβάμαι, το πολύτιμο μάρμαρο που το φτάνεις με το αστικό λεωφορείο…..
Σικελία! Είναι ένα όνομα που ακούγεται παράξενα.
Sicila. Ακούγεται το ίδιο παράξενα και στα Ιταλικά.
Είναι ένας ήχος που θαρρείς βαραίνει τη γλώσσα σου. Να’ναι το παρελθόν της; Να’ναι ιδέα μας; Ωστόσο, όταν καταφέρναμε να ξεπεράσουμε το ιστορικό δέος, μας αλάφιαζε η σκέψη της Μαφίας, που ήταν ένα ζωντανό, επικίνδυνο παρόν. Θεούλη μου! Εκεί κλέβουν, σκοτώνουν, κάνουν απαγωγές, ζητούν λύτρα, τυραννούν κοσμάκη. Μωρέ, πού πάμε κι εμείς ξυπόλητοι στα αγκάθια; Τι στο καλό ζητάμε στο άντρο των ληστών;
΄Ομως, ξέχωρα από τη λογική και τη φρόνηση, όλοι έχουμε καταχωνιασμένη, σε μια ακρίτσα της ψυχής μας, την αγάπη για την περιπέτεια, τον κίνδυνο, το απροσδόκητο. Αυτή η αγάπη στάθηκε πιο δυνατή από την λογική σε τούτο το ταξίδι που, βέβαια δεν του έλειψαν οι περιπέτειες. Άλλωστε σε ποιο ταξίδι λείπουν; Ούτε η αγωνία μας έλειψε. Νύχτα προσπαθούσαμε, χωρίς πάντα να το καταφέρνουμε, να μη κυκλοφορούμε, παρ’ ότι ο βραδινός περίπατος ανάμεσα στα μπουλούκια των Σικελών, που σουλάτσαραν ξεφωνίζοντας, χειρονομώντας, γελώντας, ήταν πραγματική απόλαυση.
Πολλά ενδιαφέροντα σημεία πόλεων, δεν καταφέραμε να τα επισκεφτούμε ούτε νύχτα ούτε μέρα. Οι ίδιοι οι Σικελοί φρόντισαν να μας κόψουν τη φόρα. Με τα νέα παιδιά δεν ξεθαρρευτήκαμε, και δεν κουβεντιάσαμε, κυκλοφορούσαν πάντα κατά παρέες κι η όψη και το βλέμμα τους δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικά. Έτσι,φοβάμαι, ότι χάσαμε ένα μεγάλο μέρος, και της γραφικότητας, και της σύγχρονης ζωής του νησιού.
Τα χαρακτηριστικά του Ιταλικού νότου, -φοβάμαι πως τώρα πια και του Ιταλικού βορρά-, είναι κι εδώ πολύ έντονα. Αν εξαιρεθεί η Συρακούσα, όλη η Σικελία είναι πνιγμένη στο σκουπίδι. Δεν τολμώ να σκεφτώ τι μας ταΐσαν σε κείνες τις ανεκδιήγητες Τρατορίες, στις Τάβολε-κάλτνε, στις Πιτσαρίες...
Τα εστιατόρια ήταν κάπως καλύτερα. Φυσικά υπήρχαν και ρεστωράν, που μπορούσες να φας ευχάριστα και νόστιμα κι όχι ιδιαίτερα ακριβά, οπωσδήποτε όμως ακριβούτσικα. Στα άλλα, έκλεινες τα μάτια, έκανες από μέσα σου και μια προσευχή: «Dio mio, να χαρείς, φύλαγε με από τη χολέρα, την πανώλη, την οστρακιά», και κατέβαζες τις καυτές πίτσες και τις... άψητες μακαρονάδες. Τι καημός κι αυτά τα άψητα σπαγγέτι! Τα κατεβάζαμε… «ζωντανά», και τα νοιώθαμε για ώρες να στέκουν …ορθά στο στομάχι μας!!. Φρίκη! Στις διαμαρτυρίες των ξένων, οι Ιταλοί απαντούν απορημένοι: «Μα τα … ζεματίσαμε ξέρετε!» Θεέ και Κύριε, σπανάκια είναι;
Χώρια όμως από τη Μαφία, που φυσικά δεν την… είδαμε, -ίσως φανταζόμασταν ότι οι μαφιόζοι κυκλοφορούν με προσωπίδες και μαύρους μανδύες καταμεσής στους δρόμους,- χώρια από τις αγωνίες μας, και χώρια από τα άψητα σπαγγέτι, η Σικελία ήταν για μας μια έκπληξη. Ξεκινήσαμε να συναντήσουμε μιαν Άγνωστη, κι αποχαιρετήσαμε για Φίλη. Συμφιλιωθήκαμε από την πρώτη στιγμή μαζί της. Αγαπήσαμε τις ξερολιθιές της, τα σπάρτα της, τις γερασμένες ελιές της, τα σκληρά της στείρα χώματα, τις αναιμικές παπαρούνες της, τη μοναξιά και την εγκατάλειψή της. Ήρθαν στιγμές που συγκινηθήκαμε τόσο, ώστε στρέψαμε το πρόσωπο μακριά από τον σύντροφο, τον φίλο, για να μη δει το ύποπτο γυάλισμα στα μάτια..... Ήταν οι ώρες που ζήσαμε, κάτω από τον επίμονο μεσημεριανό ήλιο, στην κοιλάδα των ναών τού Ακράγαντα. Και οι ώρες τού μαγιάτικου δειλινού, στα λατομεία της Συρκούσας. Αξέχαστες στιγμές. Ξαφνικά, τόσα μίλια μακριά από την Ελλάδα, νοιώσαμε την ανάγκη να σκύψουμε και να αγγίξουμε ένα λιθάρι, ένα βράχο, ένα λουλούδι, έχοντας έντονα την αίσθηση πως αγγίζαμε κάτι δικό μας, πολύτιμο και ιερό......
Συχνά λένε: «Η Σικελία! Και τι να δεις εκεί; Ξεραΐλα, και τίποτε άλλο». Μα ναι, αυτή η συγκλονιστική ξεραΐλα είναι εκείνη που αναδεικνύει έτσι, με τέτοια δύναμη, τη λιτή ομορφιά της πέτρας. Πάνω σε ένα βράχο βρίσκεται κι ο Παρθενώνας, παραδομένος στο καμίνι του Ελληνικού καλοκαιριού. Περεχυμένος το ανελέητο αττικό φως. Ούτε ίχνος σκιάς. Ούτε στάλα πράσινου, παρά μονάχα η προκλητική πατίνα της πεντελικής πέτρας, πάνω στο τραχύ λόφο της Ακρόπολης......
Αυτός είναι ο Ακράγας. Όλη η βλάστηση που τον συντροφεύει, σέβεται το ύψος του και μένει χαμηλά. Στα πόδια τών κιόνων. Συντετριμμένη κάτω από το βάρος τού Χρόνου, τής Ιστοριας και της μεγαλοπρέπειάς της. Έ τ σ ι θέλησαν το τοπίο Εκείνοι. Έ τ σ ι, διότι τους θύμιζε τον τόπο που άφησαν πίσω τους. Διότι κουβάλησαν, ώς έδώ, την αγάπη τους για την Ομορφιά και το Φως. Το αιώνιο δέσιμό τους με την σκληρή πέτρα και το τραχύ χώμα......
Κι ενώ η αράδα των αιώνων μακραίνει, οι πέτρες εξακολουθούν να καίγονται κάτω από τον άγριο σικελικό ήλιο, μόνες, κατάμονες, στην κοιλάδα του Agrigento. Στα Λατομεία της Συρακούσας. Στα θέατρα της Ταορμίνας και της Κατάνιας.
Σπάνιοι οι επισκέπτες. Ίσως μερικοί αδιόρθωτοι νοσταλγοί, ή κάποιοι επιστήμονες που ψάχνουν για τις καταβολές αυτής της περίεργης φυλής. Κρίμα. Διότι, τη συγκίνηση που σου δίνει η κιτρινισμένη πέτρα, που βρίσκεται μ ί λ ι α μ α κ ρ ι ά από την καρδιά του ελληνισμού, δεν σου τη δίνει, φοβάμαι, το πολύτιμο μάρμαρο που το φτάνεις με το αστικό λεωφορείο…..
Last edited by a moderator: