St.Adamantidou
Member
- Μηνύματα
- 245
- Likes
- 898
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Ιστορία τής Σικελίας
- 3ο μέρος
- 4ο μέρος
- ΣΥΡΑΚΟΥΣΑ- Το μαργαριτάρι στο πέτο τής Σικελίας!
- Σικελική εκστρατεία Μέρος 1ο
- Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΞΕΚΙΝΑ
- ΠΑΛΕΡΜΟ
- Στην κοιλάδα των Ν α ώ ν
- Η ΠΌΛΗ ΠΟΥ ΖΕΙ ΑΓΚΑΛΙΆ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
- ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΠΟΥ ΒΡΥΧΙΕΤΑΙ
- ΣΤΗΝ ΣΙΚΕΛΙΑ ΕΡΩΤΕΥΟΝΤΑΙ ΤΟ ΚΑΤΑΜΕΣΗΜΕΡΟ
- Η νοικοκυρά Μεσσήνα
- Τ A O R M I N A
- ΣΙΚΕΛΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το πρώτο πράμα που βλέπεις πλησιάζοντας στην Κατάνη και νοιώθεις την ανάγκη να κάνεις το σταυρό σου, είναι το ηφαίστειο. Το αισθάνεσαι θυμωμένο, άγριο κακό κι επικίνδυνο. Η κορφή του είναι μόνιμα χαμένη στους πυκνούς μαύρους καπνούς και, που και που, κλωστές χρυσές κόβουν το πάχος του μαύρου σύννεφου και, τότε, σούρχεται να πεις:
«Εν τάξει φίλτατοι, το είδατε το βουνό σας, να το χαίρεστε, πάμε τώρα να φύγουμε, μη χιμήξει ξαφνικά πάνω μας το στοιχείο και τότε…». Και τότε σίγουρα δεν θα προκάνουμε να πούμε πως «ώδινεν όρος…» γιατί δεν θα μας μείνει καιρός να δούμε τι θα … «τέξη». Γιατί εδώ, μάτια μου, ο άκακος «μυς» της παροιμίας είναι θεριό ανήμερο. Κι έτσι και ξεμυτίσει από καμιά μεριά, μαύρο φίδι που μας έφαγε.
Όμως στην Αίτνα δεν έχεις την ευκαιρία να ανέβεις κάθε μέρα. Μια φορά είναι τούτη. Σύμφωνοι, μα άμα της έρθει η όρεξη να κάνει τ ώ ρ α μπαμ?. Ε, τότε θα θυμηθούμε τον Εμπεδοκλή και θα γίνουμε κάρβουνο!!!.
Όλη τη νύχτα η αγωνία μας κράτησε τα μάτια ορθάνοιχτα. Να πάμε; Να μην πάμε; Μετράμε τις τελευταίες εκρήξεις. Το 1966, 1969, 1971. Κανονικά το 1974 είναι η τυχερή χρονιά κι όχι το 1973 (το σωτήριον έτος που μας βρίσκει έτοιμους για την περιπέτεια). Όμως τι; Ηφαίστειο είναι, δεν είναι κομπιούτερ. Μπορεί να χάσει το λογαριασμό ή να τούρθει να εκραγεί νωρίτερα. Θα μας ρωτήσει;
Κι η μέρα ξημέρωσε λαμπρή και ζεστή. Πολύ ζεστή. Όμως στα 3.300 μ. της Αίτνας το χιόνι στράφτει, κι ας είναι τέλος του Μάη. Υποθέτουμε πως εκεί πάνω το κρύο θα τσούξει, και παίρνουμε αγκαλιά βαρειά μάλλινα..
Ξεκινάμε οι μισοί της συντροφιάς. Τόσοι ήμασταν οι τολμηροί. Οι συνετοί μας ξεφώνισαν «παλαβούς», βγήκαν στην είσοδο του Ξενοδοχείου, μας κούνησαν μαντήλια, μας είπαν κάτι για … διαθήκες και για τελευταία … μετάληψη, και μας κοίταξαν με τη λύπη που κοιτάς πάντα τους μελλοθάνατους. « Αve Caesare, I morituri te salutant”!!! Κι εκείνη η απαίσια κορφή δώστου να καπνίζει καταθυμωμένη.
.
Αποτολμήσαμε την ερώτηση στον ξεναγό μας: «Signore, δεν σταματά ποτέ;», «Ναι, ποτέ»! Ωχ! « και σημαίνει πολύ κακό ο καπνός, ή είναι έτσι, προς … εκφοβισμόν;». Μας κοιτά σκεφτικός, βγάζει το τσιγάρο από το στόμα και αποφαίνεται: « Qualque volta… explosione…»..... Μπα που να φας τη γλώσσα σου, χριστιανέ μου. Έκρηξη. «Πως είπατε;» aπορεί. “niente, signore, niente». Άντε να ξεκινάμε κι ο Θεός ο Ήφαιστος να ΄ναι βοήθεια μας».
Ανεβαίνουμε σιγά-σιγά και ξαφνιαζόμαστε με το θράσος των Κατανιέζων. Βίλλες ωραιότατες, μοτέλ, κήποι, αμπέλια, η ζωή σκαρφαλωμένη στην πλαγιά του βουνού του θανάτου. Μα τι κάνουν; Τρελάθηκαν αυτοί; Έτσι φαίνεται. «Όταν ζεις τόσο κοντά στο θάνατο στο τέλος τον συνηθίζεις», εξηγεί ο ξεναγός. Έχουμε τις αντιρρήσεις μας. Να έρθει η λάβα να σε βρει, σε μερικά χιλιόμετρα απόσταση, το καταλαβαίνουμε, αλλά να πας κάτω από τον κρατήρα, και να προκαλείς το βουνό, είναι, το λιγότερο, παραφροσύνη. Οι Κατανιέζοι όμως αδιαφορούν. Η λάβα κάνει το έδαφος γόνιμο, κι αυτό το εκμεταλλεύονται. «Νοn e’ pericoloso;» ρωτάμε: «Forse», είναι η απάντηση, «ίσως». Αλλά για τους Κατανιέζους η έννοια του επικίνδυνου είναι συμβατική. Συχνά την ξεχνούν, και σκαρφαλώνουν τολμηρά μέχρι ψηλά. Παίρνουμε κουράγιο από την τρέλα τους, κι ανεβαίνουμε ακόμα και ακόμα. Σε κάποιο πλάτωμα σταματάμε. Νοιώθουμε ακόμα κάπως ασφαλείς. Μέχρις εδώ δεν είναι ίσως επικίνδυνο, ή δεν είναι έστω τόσο επικίνδυνο, όσο ψηλότερα. Ρωτάμε: «signore, εδώ δεν είναι pericoloso, έτσι;». Ο signore μας κοιτά ειρωνικά: «Oχι και τόσο, μόνο που, στον τελευταίο σεισμό, άνοιξαν 2 κρατήρες τεράστιοι, 200μ. δεξιά σας…». Ξαφνικά η αναπνοή μας γίνεται … κοντή. «Θα ναι από το ύψος» παρηγορούμαστε. Όμως μέσα μας ξέρουμε πως δεν είναι από την αραιή ατμόσφαιρα. Από «άλλο» είναι!… Κάνουμε κουράγιο και πετιόμαστε να δούμε από κοντά τους φρέσκους κρατήρες (αυτήν την περιέργεια κάποτε θα την πληρώσουμε ακριβά, να μου το θυμάστε). Προσπαθούμε να κάνουμε το γύρο της περιμέτρου τους, και κουραζόμαστε. Είναι τεράστιο. Το άνοιγμα, ολοστρόγγυλο, έχει λείες, -περίεργα λείες-, κατηφοριές. Η φωτιά, καταπώς βγήκε στριφογυριστή, σημάδεψε με την φοβερή κίνηση της τα πλαϊνά του κρατήρα.
Δεύτερο κουράγιο, και κατηφορίζουμε μέχρι το βάθος όπου και το άνοιγμα από όπου ξεχύθηκε η φωτιά. Είναι μεγάλο, μισοσκεπασμένο από ασήκωτα κοτρώνια, που πάνω τους κάθεται αθώα το χιόνι. Στεκόμαστε πάνω του σκεφτικοί, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουμε τι σημαίνει «θυμός της γης».
Και τώρα ας ανεβούμε ψηλότερα με το βαγονέτο. Το χιόνι της πλαγιάς είναι κατάμαυρο από τους καπνούς της κορφής. Ύστερα από 10λεπτο ανέβασμα, όπου μας έχει κυριολεκτικά σπάσει η χολή, γιατί ο πρακτικός φύλακας στοίβαξε παραπανίσιους επιβάτες από το κανονικό, τα βαγονάκια μας αδειάζουν πάνω σε χιόνι παχύ, όπου ένας εκχιονιστήρας έχει ανοίξει φαρδύ μονοπάτι που το αγκαλιάζουν δύο παράλληλοι τοίχοι χιονιού πάνω από 2μ ο καθένας. Τα πουλόβερ εντούτοις μας είναι άχρηστα, γιατί κι εδώ στα 2.500μ, η ζέστη είναι αισθητή, παρόλο ότι τα πόδια μας κινδυνεύουν από κρυοπαγήματα. Ήμαστε στο χιόνι μέχρι τον αστράγαλο παρά τις φιλότιμες προσπάθειες τους εκχιονιστήρα. Από δω μέχρι την κορφή είναι πορεία κοπιαστική 3 περίπου ωρών.
Περπατάμε καμιάν ώρα, μα το εγχείρημα είναι δύσκολο. Γιατί δεν μπορείς να πεζοπορήσεις με πέδιλα εκεί που θα χρειαζόσουν χοντρές λαστιχένιες γαλότσες. Κι όμως θέλουμε να ανεβούμε. Κάνουμε λίγο κουράγιο ακόμα μα ο δρόμος είναι τραχύς. Με βαριά καρδιά κατεβαίνουμε. Δεν μπορέσουμε να φτάσουμε στο στόμα του λύκου. Κρίμα, έτσι δεν μπορούμε να πούμε πως γυρίσαμε μπαρουτοκαπνισμένοι από την Αίτνα. Ούτε έκρηξη έγινε, ούτε λάβα μας κυνήγησε, ούτε η γης κομματιάστηκε. Τώρα που είμαστε μερικά χιλιόμετρα μακριά μπορούμε να κάνουμε τους τολμηρούς και να πούμε: «τι κρίμα…». Όμως παρακαλούμε μη μας πιστέψετε. Οι περιγραφές των τελευταίων σεισμών δεν είναι καθόλου… γοητευτικές. Υποθέτουμε πως δεν είναι στον κόσμο πράμα χειρότερο από την οργή της γης. Και δεν είναι μονάχα το τι νοιώθεις με το σείσιμο του εδάφους ή με το γκρέμισμα του κόσμου γύρω σου. Οι γείτονες της Αίτνας έχουν κι ένα άλλο φοβερό προνόμιο. Μπορούν και βλέπουν το άφρισμα του ηφαιστείου. Κι από τη δική του αντάρα μπορούν επίσης να μετρήσουν τον δικό τους κίνδυνο.
Δοκιμάστε να κλείστε για ένα λεφτό τα μάτια σας. Ξαφνικά τα αυτιά σας βουίζουν από κρότους υποχθόνιους που στέλνουν το μήνυμα της συμφοράς. Τα σωθικά της γης κομματιάζονται, γκρεμίζονται, σπάζουν, κολυμπούν στη φωτιά. Ένα βουνό καίγεται στη ρίζα του και σφαδάζει και μουγκρίζει και σείεται από τα θεμέλια του σα θεριό καρφωμένο καταγής. Και κάποτε η πάλη παίρνει τέλος. Κάποιο σημείο υποχωρεί, δεν αντέχει στον πόνο, κι αφήνει διέξοδο στο στοιχείο. Και τότε, πάνω στα 3.300μ της τρομερής κορφής, ξεχύνεται ποτάμι τρομακτικό η φωτιά. Πηδώντας και κλωτσώντας αφρίζει στις πλαγιές και κατρακυλάει σε πλατύς πυρωμένους καταρράκτες. Κατεβάζει σε φαρδείς κυματισμούς, πηχτή, κατακόκκινη λάβα. Απλώνεται και κατηφορίζει βογκώντας, και σκεπάζει τους ζωντανούς κάτω από το καυτερό της πέρασμα. Και ξοπίσω της, άλλη φωτιά, ενώνεται με την πρώτη, κι ύστερα άλλη, ώσπου ένα ολόκληρο πλευρό του βουνού γίνεται μια πυρκαγιά που καίγεται και καίει, και καταπίνει αχόρταγα τη ζωή μέρες και μέρες. Και το βουνό από τη ρίζα του μέχρι την κορφή του, τραντάζεται ολόκληρο, κάνοντας την κοντινή θάλασσα να ανταριάζει, και την άτυχη πόλη να παραδέρνει στο χάος. Και κάποιο πρωί γίνεται ησυχία. Ο φοβερός όγκος των 3.300μ ηρεμεί. Η λάβα μαυρίζει και παγώνει, κι οι άνθρωποι μπορούν πια να κλάψουν τους δικούς τους και τα χαμένα τους σπιτικά. Κάνουν το σταυρό τους κοιτώντας τους πυκνούς καπνούς της κορφής του βουνού του θανάτου, κι αναρωτιούνται: «Πότε θα είναι η άλλη φορά;».
Ξαναχτίζουν λοιπόν ό,τι γκρεμίστηκε, και συνεχίζουν τη ζωή τους σα να μη συνέβη «αυτό» και το ξεχνούν. Είναι αλήθεια παράξενο πόσο οι άνθρωποι συνηθίζουν και ανέχονται, όχι μονάχα την ιδέα της καταστροφής, αλλά κι αυτήν την ίδια την καταστροφή. Η Κατάνια και η Μεσήνα είναι η απόδειξη.
Ο ξεναγός μας εξακολουθεί, υποχρεωτικότατα, να μας κάνει την καρδιά περβόλι με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.
«Στα 1950 μια έκρηξη κράτησε 372 μέρες δημιουργώντας κρατήρα πλάτους 800μ.
Στα 1956 επί 3 μέρες και νύχτες οι εκρήξεις ακολουθούσαν η μια την άλλη με τον ρυθμό των 60 εκρήξεων ανά λεπτό. Οι φλόγες πετιόντουσαν σε ύψος 300μ-400μ. Η τεράστια πλαγιά ξεχείλισε από λάβα κι ο κρατήρας υψώθηκε άλλα 32μ. Λέγεται ότι 1.000.000 κ.μ. λάβας έστειλε το εργαστήρι του Ηφαίστου σε κείνο το σεισμό…»
Προσπαθούμε να συλλάβουμε την έκταση της συμφοράς. Αδύνατο. Μονάχα φωτογραφίες με το φλογισμένο βουνό μας δίνουν μια μικρή ιδέα. Προσπαθούμε να την ξεχάσουμε. Σήμερα όλα μοιάζουν ήσυχα. Το χιόνι καταπίνει κάθε ήχο, ο ήλιος είναι χλιαρός, κι η συντροφιά φλυαρεί χαρούμενα και μονάχα το μαύρο σύννεφο του καπνού που βαραίνει πάνω μας, μας κόβει τα ήπατα. Κάνουμε πως δεν βλέπουμε… Όμως αν θέλουμε να ‘μαστε δίκαιοι πρέπει να παραδεχτούμε πως είναι μαγεία ο περίπατος στα χιόνια της Αίτνας. Νοιώθεις εντελώς απομονωμένος από τον κόσμο, εσύ κι ο κίνδυνος πάνω από το κεφάλι σου. Το συναίσθημα είναι μεγαλειώδες.
Είμαστε σχεδόν ευτυχισμένοι που υπήρξαμε από τους «τολμηρούς»! Και λοιπόν; Τι πάθαμε; Κι εκεί που μακάριοι απολαμβάναμε την άσπρη σιωπή και το ζεστό ήλιο η γης … σείστηκε μια σταλιά, μακρινό βουητό τρύπησε τα αυτιά μας κι η καρδιά μας πάγωσε ξαφνικά σαν το χιόνι. Μιας στιγμής δισταγμός, και τα πόδια βρέθηκαν να χτυπάν στο κεφάλι από το ξέφρενο τρεχαλητό. Φεύγετε να φεύγουμε. Κι εκεί, πάντα πίσω από την πλάτη μας, να μας κυνηγάει η βοή και κατω από τα πόδια μας να τρεμουλιάζει παράξενα το χώμα. «Aiuto signore aiuto»! Ο ξεναγός μας κοιτάζει συγκαταβατικά και σπεύδει, να μας καθησυχάσει. «Δεν είναι τίποτε». «Τίποτε; Τι λες, άνθρωπε; Εδώ το παλιόβουνο κοντεύει να μας έρθει κατακέφαλα, μ’ όλα τα σωθικά του, κι εσύ ξεράθηκες στα γέλια. Σου ‘στριψε από το φόβο σου;» Ο σκληροτράχηλος Κατανιέζος εξακολουθεί να χαμογελά και να καπνίζει ήσυχος. «Ηρεμήστε, αυτό είναι συνήθεια της αιμοβόρας Κυρίας. Πότε-πότε μπήγει τις φωνές για να μη ξεχνάμε πως υπάρχει, δεν είναι τίποτε σας λέω. Εξακολουθήστε τον περίπατο σας». «Αμ δε! έχουμε κιόλας φτάσει στα πρόθυρα εμφράγματος από την τρομάρα και την ξέφρενη πηλάλα. Να λείπει ο περίπατος. Ό,τι είδαμε, είδαμε. «Πάμε να φύγουμε, να χαρείς τα μάτια σου κ. ξεναγέ, μη γίνουμε καλά καθούμενα κουρνιαχτός και πασπαλίσουμε την Κατάνη». Κοιτώ τους συντρόφους μου. Με ικανοποίηση βλέπω πως σε όλων τα μάτια βρυχιέται ο πανικός. Άλλοι σταυροκοπιούνται κρυφά, κι άλλοι βαστούν την καρδιά τους. Δεν μπορώ να κρατήσω τα γέλια. Εμείς μωρέ είμαστε οι … «τολμηροί»; Σα δε ντρεπόμαστε. Σύγκαιρα όμως θυμάμαι αυτούς που μείναν στο ξενοδοχείο, κι αναθαρρίζω. Σε σύγκριση με εκείνους είμαστε στ’ αλήθεια τολμηροί. Η σύνεση τους στέρησε θέαμα μεγαλόπρεπο κι ανεπανάληπτο. Έτσι γίνεται καμιά φορά με τη φρόνηση. Σου στερεί την εμπειρία και πολύ συχνά την Ευτυχία. .....
«Εν τάξει φίλτατοι, το είδατε το βουνό σας, να το χαίρεστε, πάμε τώρα να φύγουμε, μη χιμήξει ξαφνικά πάνω μας το στοιχείο και τότε…». Και τότε σίγουρα δεν θα προκάνουμε να πούμε πως «ώδινεν όρος…» γιατί δεν θα μας μείνει καιρός να δούμε τι θα … «τέξη». Γιατί εδώ, μάτια μου, ο άκακος «μυς» της παροιμίας είναι θεριό ανήμερο. Κι έτσι και ξεμυτίσει από καμιά μεριά, μαύρο φίδι που μας έφαγε.
Όμως στην Αίτνα δεν έχεις την ευκαιρία να ανέβεις κάθε μέρα. Μια φορά είναι τούτη. Σύμφωνοι, μα άμα της έρθει η όρεξη να κάνει τ ώ ρ α μπαμ?. Ε, τότε θα θυμηθούμε τον Εμπεδοκλή και θα γίνουμε κάρβουνο!!!.
Όλη τη νύχτα η αγωνία μας κράτησε τα μάτια ορθάνοιχτα. Να πάμε; Να μην πάμε; Μετράμε τις τελευταίες εκρήξεις. Το 1966, 1969, 1971. Κανονικά το 1974 είναι η τυχερή χρονιά κι όχι το 1973 (το σωτήριον έτος που μας βρίσκει έτοιμους για την περιπέτεια). Όμως τι; Ηφαίστειο είναι, δεν είναι κομπιούτερ. Μπορεί να χάσει το λογαριασμό ή να τούρθει να εκραγεί νωρίτερα. Θα μας ρωτήσει;
Κι η μέρα ξημέρωσε λαμπρή και ζεστή. Πολύ ζεστή. Όμως στα 3.300 μ. της Αίτνας το χιόνι στράφτει, κι ας είναι τέλος του Μάη. Υποθέτουμε πως εκεί πάνω το κρύο θα τσούξει, και παίρνουμε αγκαλιά βαρειά μάλλινα..
Ξεκινάμε οι μισοί της συντροφιάς. Τόσοι ήμασταν οι τολμηροί. Οι συνετοί μας ξεφώνισαν «παλαβούς», βγήκαν στην είσοδο του Ξενοδοχείου, μας κούνησαν μαντήλια, μας είπαν κάτι για … διαθήκες και για τελευταία … μετάληψη, και μας κοίταξαν με τη λύπη που κοιτάς πάντα τους μελλοθάνατους. « Αve Caesare, I morituri te salutant”!!! Κι εκείνη η απαίσια κορφή δώστου να καπνίζει καταθυμωμένη.
.
Αποτολμήσαμε την ερώτηση στον ξεναγό μας: «Signore, δεν σταματά ποτέ;», «Ναι, ποτέ»! Ωχ! « και σημαίνει πολύ κακό ο καπνός, ή είναι έτσι, προς … εκφοβισμόν;». Μας κοιτά σκεφτικός, βγάζει το τσιγάρο από το στόμα και αποφαίνεται: « Qualque volta… explosione…»..... Μπα που να φας τη γλώσσα σου, χριστιανέ μου. Έκρηξη. «Πως είπατε;» aπορεί. “niente, signore, niente». Άντε να ξεκινάμε κι ο Θεός ο Ήφαιστος να ΄ναι βοήθεια μας».
Ανεβαίνουμε σιγά-σιγά και ξαφνιαζόμαστε με το θράσος των Κατανιέζων. Βίλλες ωραιότατες, μοτέλ, κήποι, αμπέλια, η ζωή σκαρφαλωμένη στην πλαγιά του βουνού του θανάτου. Μα τι κάνουν; Τρελάθηκαν αυτοί; Έτσι φαίνεται. «Όταν ζεις τόσο κοντά στο θάνατο στο τέλος τον συνηθίζεις», εξηγεί ο ξεναγός. Έχουμε τις αντιρρήσεις μας. Να έρθει η λάβα να σε βρει, σε μερικά χιλιόμετρα απόσταση, το καταλαβαίνουμε, αλλά να πας κάτω από τον κρατήρα, και να προκαλείς το βουνό, είναι, το λιγότερο, παραφροσύνη. Οι Κατανιέζοι όμως αδιαφορούν. Η λάβα κάνει το έδαφος γόνιμο, κι αυτό το εκμεταλλεύονται. «Νοn e’ pericoloso;» ρωτάμε: «Forse», είναι η απάντηση, «ίσως». Αλλά για τους Κατανιέζους η έννοια του επικίνδυνου είναι συμβατική. Συχνά την ξεχνούν, και σκαρφαλώνουν τολμηρά μέχρι ψηλά. Παίρνουμε κουράγιο από την τρέλα τους, κι ανεβαίνουμε ακόμα και ακόμα. Σε κάποιο πλάτωμα σταματάμε. Νοιώθουμε ακόμα κάπως ασφαλείς. Μέχρις εδώ δεν είναι ίσως επικίνδυνο, ή δεν είναι έστω τόσο επικίνδυνο, όσο ψηλότερα. Ρωτάμε: «signore, εδώ δεν είναι pericoloso, έτσι;». Ο signore μας κοιτά ειρωνικά: «Oχι και τόσο, μόνο που, στον τελευταίο σεισμό, άνοιξαν 2 κρατήρες τεράστιοι, 200μ. δεξιά σας…». Ξαφνικά η αναπνοή μας γίνεται … κοντή. «Θα ναι από το ύψος» παρηγορούμαστε. Όμως μέσα μας ξέρουμε πως δεν είναι από την αραιή ατμόσφαιρα. Από «άλλο» είναι!… Κάνουμε κουράγιο και πετιόμαστε να δούμε από κοντά τους φρέσκους κρατήρες (αυτήν την περιέργεια κάποτε θα την πληρώσουμε ακριβά, να μου το θυμάστε). Προσπαθούμε να κάνουμε το γύρο της περιμέτρου τους, και κουραζόμαστε. Είναι τεράστιο. Το άνοιγμα, ολοστρόγγυλο, έχει λείες, -περίεργα λείες-, κατηφοριές. Η φωτιά, καταπώς βγήκε στριφογυριστή, σημάδεψε με την φοβερή κίνηση της τα πλαϊνά του κρατήρα.
Δεύτερο κουράγιο, και κατηφορίζουμε μέχρι το βάθος όπου και το άνοιγμα από όπου ξεχύθηκε η φωτιά. Είναι μεγάλο, μισοσκεπασμένο από ασήκωτα κοτρώνια, που πάνω τους κάθεται αθώα το χιόνι. Στεκόμαστε πάνω του σκεφτικοί, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουμε τι σημαίνει «θυμός της γης».
Και τώρα ας ανεβούμε ψηλότερα με το βαγονέτο. Το χιόνι της πλαγιάς είναι κατάμαυρο από τους καπνούς της κορφής. Ύστερα από 10λεπτο ανέβασμα, όπου μας έχει κυριολεκτικά σπάσει η χολή, γιατί ο πρακτικός φύλακας στοίβαξε παραπανίσιους επιβάτες από το κανονικό, τα βαγονάκια μας αδειάζουν πάνω σε χιόνι παχύ, όπου ένας εκχιονιστήρας έχει ανοίξει φαρδύ μονοπάτι που το αγκαλιάζουν δύο παράλληλοι τοίχοι χιονιού πάνω από 2μ ο καθένας. Τα πουλόβερ εντούτοις μας είναι άχρηστα, γιατί κι εδώ στα 2.500μ, η ζέστη είναι αισθητή, παρόλο ότι τα πόδια μας κινδυνεύουν από κρυοπαγήματα. Ήμαστε στο χιόνι μέχρι τον αστράγαλο παρά τις φιλότιμες προσπάθειες τους εκχιονιστήρα. Από δω μέχρι την κορφή είναι πορεία κοπιαστική 3 περίπου ωρών.
Περπατάμε καμιάν ώρα, μα το εγχείρημα είναι δύσκολο. Γιατί δεν μπορείς να πεζοπορήσεις με πέδιλα εκεί που θα χρειαζόσουν χοντρές λαστιχένιες γαλότσες. Κι όμως θέλουμε να ανεβούμε. Κάνουμε λίγο κουράγιο ακόμα μα ο δρόμος είναι τραχύς. Με βαριά καρδιά κατεβαίνουμε. Δεν μπορέσουμε να φτάσουμε στο στόμα του λύκου. Κρίμα, έτσι δεν μπορούμε να πούμε πως γυρίσαμε μπαρουτοκαπνισμένοι από την Αίτνα. Ούτε έκρηξη έγινε, ούτε λάβα μας κυνήγησε, ούτε η γης κομματιάστηκε. Τώρα που είμαστε μερικά χιλιόμετρα μακριά μπορούμε να κάνουμε τους τολμηρούς και να πούμε: «τι κρίμα…». Όμως παρακαλούμε μη μας πιστέψετε. Οι περιγραφές των τελευταίων σεισμών δεν είναι καθόλου… γοητευτικές. Υποθέτουμε πως δεν είναι στον κόσμο πράμα χειρότερο από την οργή της γης. Και δεν είναι μονάχα το τι νοιώθεις με το σείσιμο του εδάφους ή με το γκρέμισμα του κόσμου γύρω σου. Οι γείτονες της Αίτνας έχουν κι ένα άλλο φοβερό προνόμιο. Μπορούν και βλέπουν το άφρισμα του ηφαιστείου. Κι από τη δική του αντάρα μπορούν επίσης να μετρήσουν τον δικό τους κίνδυνο.
Δοκιμάστε να κλείστε για ένα λεφτό τα μάτια σας. Ξαφνικά τα αυτιά σας βουίζουν από κρότους υποχθόνιους που στέλνουν το μήνυμα της συμφοράς. Τα σωθικά της γης κομματιάζονται, γκρεμίζονται, σπάζουν, κολυμπούν στη φωτιά. Ένα βουνό καίγεται στη ρίζα του και σφαδάζει και μουγκρίζει και σείεται από τα θεμέλια του σα θεριό καρφωμένο καταγής. Και κάποτε η πάλη παίρνει τέλος. Κάποιο σημείο υποχωρεί, δεν αντέχει στον πόνο, κι αφήνει διέξοδο στο στοιχείο. Και τότε, πάνω στα 3.300μ της τρομερής κορφής, ξεχύνεται ποτάμι τρομακτικό η φωτιά. Πηδώντας και κλωτσώντας αφρίζει στις πλαγιές και κατρακυλάει σε πλατύς πυρωμένους καταρράκτες. Κατεβάζει σε φαρδείς κυματισμούς, πηχτή, κατακόκκινη λάβα. Απλώνεται και κατηφορίζει βογκώντας, και σκεπάζει τους ζωντανούς κάτω από το καυτερό της πέρασμα. Και ξοπίσω της, άλλη φωτιά, ενώνεται με την πρώτη, κι ύστερα άλλη, ώσπου ένα ολόκληρο πλευρό του βουνού γίνεται μια πυρκαγιά που καίγεται και καίει, και καταπίνει αχόρταγα τη ζωή μέρες και μέρες. Και το βουνό από τη ρίζα του μέχρι την κορφή του, τραντάζεται ολόκληρο, κάνοντας την κοντινή θάλασσα να ανταριάζει, και την άτυχη πόλη να παραδέρνει στο χάος. Και κάποιο πρωί γίνεται ησυχία. Ο φοβερός όγκος των 3.300μ ηρεμεί. Η λάβα μαυρίζει και παγώνει, κι οι άνθρωποι μπορούν πια να κλάψουν τους δικούς τους και τα χαμένα τους σπιτικά. Κάνουν το σταυρό τους κοιτώντας τους πυκνούς καπνούς της κορφής του βουνού του θανάτου, κι αναρωτιούνται: «Πότε θα είναι η άλλη φορά;».
Ξαναχτίζουν λοιπόν ό,τι γκρεμίστηκε, και συνεχίζουν τη ζωή τους σα να μη συνέβη «αυτό» και το ξεχνούν. Είναι αλήθεια παράξενο πόσο οι άνθρωποι συνηθίζουν και ανέχονται, όχι μονάχα την ιδέα της καταστροφής, αλλά κι αυτήν την ίδια την καταστροφή. Η Κατάνια και η Μεσήνα είναι η απόδειξη.
Ο ξεναγός μας εξακολουθεί, υποχρεωτικότατα, να μας κάνει την καρδιά περβόλι με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.
«Στα 1950 μια έκρηξη κράτησε 372 μέρες δημιουργώντας κρατήρα πλάτους 800μ.
Στα 1956 επί 3 μέρες και νύχτες οι εκρήξεις ακολουθούσαν η μια την άλλη με τον ρυθμό των 60 εκρήξεων ανά λεπτό. Οι φλόγες πετιόντουσαν σε ύψος 300μ-400μ. Η τεράστια πλαγιά ξεχείλισε από λάβα κι ο κρατήρας υψώθηκε άλλα 32μ. Λέγεται ότι 1.000.000 κ.μ. λάβας έστειλε το εργαστήρι του Ηφαίστου σε κείνο το σεισμό…»
Προσπαθούμε να συλλάβουμε την έκταση της συμφοράς. Αδύνατο. Μονάχα φωτογραφίες με το φλογισμένο βουνό μας δίνουν μια μικρή ιδέα. Προσπαθούμε να την ξεχάσουμε. Σήμερα όλα μοιάζουν ήσυχα. Το χιόνι καταπίνει κάθε ήχο, ο ήλιος είναι χλιαρός, κι η συντροφιά φλυαρεί χαρούμενα και μονάχα το μαύρο σύννεφο του καπνού που βαραίνει πάνω μας, μας κόβει τα ήπατα. Κάνουμε πως δεν βλέπουμε… Όμως αν θέλουμε να ‘μαστε δίκαιοι πρέπει να παραδεχτούμε πως είναι μαγεία ο περίπατος στα χιόνια της Αίτνας. Νοιώθεις εντελώς απομονωμένος από τον κόσμο, εσύ κι ο κίνδυνος πάνω από το κεφάλι σου. Το συναίσθημα είναι μεγαλειώδες.
Είμαστε σχεδόν ευτυχισμένοι που υπήρξαμε από τους «τολμηρούς»! Και λοιπόν; Τι πάθαμε; Κι εκεί που μακάριοι απολαμβάναμε την άσπρη σιωπή και το ζεστό ήλιο η γης … σείστηκε μια σταλιά, μακρινό βουητό τρύπησε τα αυτιά μας κι η καρδιά μας πάγωσε ξαφνικά σαν το χιόνι. Μιας στιγμής δισταγμός, και τα πόδια βρέθηκαν να χτυπάν στο κεφάλι από το ξέφρενο τρεχαλητό. Φεύγετε να φεύγουμε. Κι εκεί, πάντα πίσω από την πλάτη μας, να μας κυνηγάει η βοή και κατω από τα πόδια μας να τρεμουλιάζει παράξενα το χώμα. «Aiuto signore aiuto»! Ο ξεναγός μας κοιτάζει συγκαταβατικά και σπεύδει, να μας καθησυχάσει. «Δεν είναι τίποτε». «Τίποτε; Τι λες, άνθρωπε; Εδώ το παλιόβουνο κοντεύει να μας έρθει κατακέφαλα, μ’ όλα τα σωθικά του, κι εσύ ξεράθηκες στα γέλια. Σου ‘στριψε από το φόβο σου;» Ο σκληροτράχηλος Κατανιέζος εξακολουθεί να χαμογελά και να καπνίζει ήσυχος. «Ηρεμήστε, αυτό είναι συνήθεια της αιμοβόρας Κυρίας. Πότε-πότε μπήγει τις φωνές για να μη ξεχνάμε πως υπάρχει, δεν είναι τίποτε σας λέω. Εξακολουθήστε τον περίπατο σας». «Αμ δε! έχουμε κιόλας φτάσει στα πρόθυρα εμφράγματος από την τρομάρα και την ξέφρενη πηλάλα. Να λείπει ο περίπατος. Ό,τι είδαμε, είδαμε. «Πάμε να φύγουμε, να χαρείς τα μάτια σου κ. ξεναγέ, μη γίνουμε καλά καθούμενα κουρνιαχτός και πασπαλίσουμε την Κατάνη». Κοιτώ τους συντρόφους μου. Με ικανοποίηση βλέπω πως σε όλων τα μάτια βρυχιέται ο πανικός. Άλλοι σταυροκοπιούνται κρυφά, κι άλλοι βαστούν την καρδιά τους. Δεν μπορώ να κρατήσω τα γέλια. Εμείς μωρέ είμαστε οι … «τολμηροί»; Σα δε ντρεπόμαστε. Σύγκαιρα όμως θυμάμαι αυτούς που μείναν στο ξενοδοχείο, κι αναθαρρίζω. Σε σύγκριση με εκείνους είμαστε στ’ αλήθεια τολμηροί. Η σύνεση τους στέρησε θέαμα μεγαλόπρεπο κι ανεπανάληπτο. Έτσι γίνεται καμιά φορά με τη φρόνηση. Σου στερεί την εμπειρία και πολύ συχνά την Ευτυχία. .....
Last edited by a moderator: