St.Adamantidou
Member
- Μηνύματα
- 245
- Likes
- 898
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Ιστορία τής Σικελίας
- 3ο μέρος
- 4ο μέρος
- ΣΥΡΑΚΟΥΣΑ- Το μαργαριτάρι στο πέτο τής Σικελίας!
- Σικελική εκστρατεία Μέρος 1ο
- Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΞΕΚΙΝΑ
- ΠΑΛΕΡΜΟ
- Στην κοιλάδα των Ν α ώ ν
- Η ΠΌΛΗ ΠΟΥ ΖΕΙ ΑΓΚΑΛΙΆ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
- ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΠΟΥ ΒΡΥΧΙΕΤΑΙ
- ΣΤΗΝ ΣΙΚΕΛΙΑ ΕΡΩΤΕΥΟΝΤΑΙ ΤΟ ΚΑΤΑΜΕΣΗΜΕΡΟ
- Η νοικοκυρά Μεσσήνα
- Τ A O R M I N A
- ΣΙΚΕΛΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΣΥΡΑΚΟΥΣΑ
Η μαργαριταρένια καρφίτσα, στο πέτο της Σικελίας!
Στη Συρακούσα φτάσαμε απομεσήμερο. Ο ανοιξιάτικος ήλιος έκαιγε, και κάτω από το ζεστό φως ξαπλώνονταν αποκαμωμένη η ένδοξη πόλη της Μεγάλης Ελλάδος. Από το νησάκι της Ορτυγίας, στο έμπα του λιμανιού, μέχρι το τέλος του ορίζοντα, έβλεπες την πόλη αστραφτερή, πεντακάθαρη, ήμερη και νωχελικά παραδομένη στον χλιαρό κόρφο του φωτεινού μεσημεριού. Δεν ξέρω γιατί, αλλά την Συρακούσα την έδεσα ερωτικά με το Φως. Ίσως να ήταν η ώρα που την πρωτοαντίκρισα, ίσως να ήταν το κοπάδι των αναμνήσεων που με έζωσε, καθώς την περπατούσα, ίσως και να ήταν τέτοια η διάθεση τής στιγμής, δεν ξέρω. Πάντως, έτσι τη φανταζόμουν πάντα και, δόξα τω Θεώ, ανταποκρίθηκε στην εικόνα.
Καθώς τριγυρνάμε στα σοκάκια τα γραφικά της παλιάς πόλης, κομμάτι κομμάτι θυμόμαστε την ιστορία.
Ξεσηκωμένοι από την Ελλάδα οι Κορίνθιοι, (Πελοποννήσιοι ήταν οι άνθρωποι, θυμηθείιτε το αυτό, γιατί σε λίγο θα το βρούμε μπροστά μας ), φτάνουν εδώ γύρω στα 734 πΧ., και χτίζουν την μικρή τους πόλη πάνω στο νησάκι της Ορτυγίας. Το όνομά της το δανείστηκαν από το κοντινό έλος Συρακώ. Τα χρόνια περνούν. Η Συρακούσα μεγαλώνει, ασφυκτιά στην Ορτυγία και περνά στην μεσογειακή Σικελία. Κι εκεί αναπτύσσεται άνετα και γρήγορα. Λογαριάζουν πως, στο καιρό της ακμής της, η Συρακούσα μετρούσε μισό εκατομμύριο ψυχές! Σήμερα οι Συρακούσιοι είναι μόλις 90.000. ( Μιλάω πάντα για το 1973. Δεν έχω ιδέα τι γίνεται σήμερα.). Η παλιά πόλη δένεται με την καινούργια, με μια πλατειά γέφυρα, τη σημερινή Ponte Nuova. Ο τύραννος Γέλων έκανε την κορινθιακή αποικία μητρόπολη της Σικελίας. Έτσι, η πόλη αρχίζει την ιστορική της διαδρομή. Οι τύραννοι νοιώθουν χρέος τους να ενισχύσουν τις τέχνες, και να προστατέψουν τους ποιητές. Ο Ιέρων αγκάλιασε τον Αισχύλο, τον Πίνδαρο, τον Επίχαρμο, και στο τεράστιο πέτρινο ελληνικό θέατρο, ακούστηκαν στίχοι δικοί τους. Ίσως και σήμερα ακόμη, αν στήσεις αυτί, να ακούσεις την ηχώ να σου μουρμουρίζει τα παθήματα του Ορέστη, και τα εγκλήματα του οίκου των Ατρειδών. Τι σου είναι λοιπόν αυτές οι πέτρες. Ποτέ δεν ξεχνούν. Όσο ζουν θυμούνται, κι όσο θυμούνται διηγούνται.
Όμως κάποτε, η μοιραία ώρα σήμανε. Ο τύραννος Ιερώνυμος έδειξε φιλοκαρχηδόνια πολιτική, που έκανε τους Ρωμαίους έξω φρενών. Κι ο Υπατος Μάρκελλος επέβαλε στην πόλη, μια από τις πιο περιώνυμες πολιορκίες τής αρχαιότητας γύρω στα 212 π.Χ. Τότε ήταν που Αρχιμήδης έδειξε την μεγαλοφυΐα του, καίγοντας τα πλοία του εχθρού από μακριά, με δυνατά κάτοπτρα. Όμως ο Μάρκελλος κατέλαβε με προδοσία την Ορτυγία, στης οποίας την άμυνα μετείχε κι ο μεγάλος σοφός, που τότε ήταν κιόλας 75 χρονών. Η Συρακούσα έπεφτε πια στα χέρια των Ρωμαίων κι η δόξα της τελείωνε εδώ. Στη μεγάλη σφαγή που ακολούθησε την εισβολή των Ρωμαίων στην πόλη, σκοτώθηκε από κάποιον άξεστο στρατιώτη και ο Αρχιμήδης. Ο Μάρκελλος έγινε θηρίο. Είχε δώσει σαφείς οδηγίες στο στράτευμα, να σεβαστούν το μεγάλο άνδρα. Τα βιβλία αναφέρουν με συγκρατημένη συγκίνηση, πως η κηδεία τού μεγαλοφυούς Έλληνα, έγινε με μεγάλες τιμές, κι ο Ρωμαίος στρατηγός συλλυπήθηκε προσωπικά την πενθούσα οικογένεια.
Στάθηκα ξεχωριστά σε τούτο το ιστορικό γεγονός, που τιμά τον νικημένο μα, προ πάντων, τιμά τον νικητή. Ο Αρχιμήδης κατάκαψε τον ρωμαϊκό στόλο, πολέμησε γενναία στην άμυνα της πόλης, αλλά έστω κι αν ήταν αντίπαλος, ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος. Κι έτσι ακριβώς τον αντιμετώπισε νεκρό κι ο ΄Υπατος. Εχθρούς για να εκδικηθείς βρίσκεις σωρό. Μα ένα μόνον Αρχιμήδη!...
.
Από κει κι ύστερα, η Συρακούσα ακολουθεί την τύχη της Σικελίας, πέφτοντας διαδοχικά στα χέρια των Βυζαντινών, των Σαρακηνών, των Νορμανδών, των Γερμανών, των Γάλλων, των Ισπανών….
Όμως είναι καιρός να κάνουμε, τη γνωριμία της πόλης. Πρώτο μας μέλημα να δούμε την πηγή της Αρέθουσας. Από υπερυψωμένο επίπεδο της δημοσιάς, αγναντεύουμε μια μικρή λίμνη, γεμάτη φυτά, που ξεχωρίζει με μικρό φράγμα από τη θάλασσα, της οποίας κανονικά είναι συνέχεια προς την στεριά. Μέσα σε τούτο λοιπόν το θαλασσινό νερό, αναβλύζει πλούσια πηγή νερού γλυκού, που τρέφει παπύρους. Η ιστορία της πηγής είναι πολύ ρομαντική. Να, τι λέει το αρχαίο παραμύθι. Ο μπάρμπα-Νηρέας είχε μια κόρη όμορφη σαν ανοιξιάτικο ξημέρωμα. Την έλεγαν Αρέθουσα, κι ήταν νύμφη της πηγής της Πισάτιδας, στην Ήλιδα. Τα μάτια της ήταν δύο λίμνες γκριζογάλανες, τα μαλλιά της μελένιοι καταρράκτες, το στόμα της σαν φράουλα που ρόδισε καλά, τα δόντια της δύο σειρές κάτασπρα αστραφτερά χαλίκια, από το βασίλειο του πατέρα της, και τα μάγουλα της δύο μελορόδινα βελουδένια ροδάκινα! Φαίνεται πως η κοπελιά δεν ήταν μονάχα όμορφη αλλά και … τσαχπίνα. Κι όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, η μικρή Νύμφη δεν κατάφερε να μάθει μέχρι που μπορούσε να παίζει με την ομορφιά της. Έτσι, μια μέρα ο Αλφειός, το τρομερό ποτάμι, είδε την Αρέθουσα, και για λίγες στιγμές του κόπηκε η ανάσα. Τα νερά σταμάτησαν να κυλούν στην κοίτη τους, μόνο στάθηκαν να καμαρώνουν τούτη τη νεράιδα. Η μικρή είδε τον Αλφειό αλαφιασμένο και, σαν όλες τις μικρές άμυαλες νεραϊδούλες, κολακεύτηκε. Για δες, με ένα της βλέμμα, μπορούσε να ακινητοποιήσει τούτο το τρομερό θεριό. Μα ήταν θαύμα. Για να δούμε, ως που μπορούμε, άραγε, να παίζουμε με αυτό το παιγνιδάκι; Κι η Αρέθουσα, σαν όλες τις Αρέθουσες, έβαλε τα δυνατά της να γητέψει το ποτάμι. Κι όταν νόμισε πως τα κατάφερε, σκέφτηκε πως πια τα ποτάμια δεν είχαν ενδιαφέρον, κι είπε να πάει κατά τη θάλασσα. Και τότε ήταν που ο Αλφειός άφρισε και θόλωσε. Φούσκωσε, βόγκηξε και πήρε το κατόπι την κοπελιά!
Εκείνη τρόμαξε. Ποτέ της δεν φαντάστηκε πως το ειρηνικό παιχνίδι της θα γίνονταν ξαφνικά στοιχειό να την αφανίσει. Μέρες και νύχτες έτρεχε κλαίγοντας στις κοιλάδες, και ξοπίσω της βούιζαν τα νερά. Ώρα την ώρα θα την έφτανε. Τότε η Άρτεμη λυπήθηκε την κόρη και, ανοίγοντας χάσμα βαθύ την έκρυψε, ταξιδεύοντας την, μέσα από τα έγκατα της γης ως την Ορτυγία. Κι εκεί η Αρέθουσα ανάβλυσε τα δροσερά νερά της, μέσα στην αλμυρή θάλασσα. Κι ο προδομένος εραστής έμεινε πίσω στην Ελλάδα, να θρηνεί την χαμένη του αγάπη…
Λέγεται πως ο μύθος είναι αλεξανδρινής καταγωγής, κι ότι έτσι οι μυθογράφοι προσπάθησαν να εξηγήσουν την ίδια ονομασία των πηγών της Πισάτιδας στην Ήλιδα και της Ορτυγίας στην Σικελία, καθώς και την ύπαρξη του ρεύματος γλυκού νερού, μέσα στην θάλασσα της Συρακούσας…..
Λίγα τετράγωνα παρακεί είναι η Piazza Archimeda. Στη μέση της πλατείας μια κομψή κρήνη, στολισμένη με αγάλματα, λούζει τις μαρμάρινες φιγούρες, και μέσα από τους λυγμούς της, ιστορεί την αγάπη του Αλφειού, και την φυγή της Αρέθουσας.!!!
Καθώς το φως της μέρας χαμηλώνει, φτάνουμε στον αρχαίο χώρο, όπου βρίσκονται το αρχαίο ελληνικό θέατρο, τα λατομεία και το Αυτί του Διονυσίου. Το θέατρο, ένα από τα μεγαλύτερα του αρχαίου κόσμου, διατηρείται αρκετά καλά. Και σήμερα δίνονται εκεί παραστάσεις.
Λαξεμένο πάνω στο βράχο, είναι τεράστιο. ΄Εχει την τέλεια καμπύλη του πετάλου, και σου επιβάλλεται με τον όγκο και το βάρος του. Ο απογευματινός ήλιος σέρνει το φως του πάνω στις φαρδιές κερκίδες, και δίνει στην σκληρή πέτρα τόνους χρυσαφιούς. Και τότε το τεράστιο πέταλο χάνει την αυστηρότητά του, και γεμίζει θαρρείς χαμόγελα - ξανθό κοχύλι, στον κόρφο του απογευματινού φωτός.
Για να φτάσεις μέχρι το θέατρο, πρέπει να περάσεις μέσα από τα περίφημα Λατομεία. Παλιά ήταν στοά, και μέσα σε αυτήν δούλευαν κατάδικοι, κόβοντας την πέτρα. Αργότερα από σεισμό, η στοά κατέρρευσε, και τα Λατομεία έμειναν στο ύπαιθρο.
Στη Συρακούσα, όταν κάποιον τον έριχναν μέσα εκεί, οι δικοί του τον είχαν ξεγραμμένο. Δεν ξαναγύριζε ανάμεσα στους ζωντανούς. Κι ήταν αυτός ο φριχτός τόπος, που διάλεξαν οι Συρακούσιοι για να κλείσουν τους Αθηναίους αιχμαλώτους, μετά την αποτυχία των Σικελικών Πολέμων. Μόνο τρεις μήνες κατάφεραν να ζήσουν εκεί οι δυστυχισμένοι. Πέθαναν από τις κακουχίες και την ταλαιπωρία, «τραγουδώντας χορικά του Ευριπίδη! Τέτοιας λογής ήταν οι Αθηναίοι αιχμάλωτοι», γράφει σ’ ένα ταξιδιωτικό βιβλίο του ο Ι.Μ .Παναγιωτοπουλος. . Ένας από τους παλιούς αυτούς βράχους έχει ένα άνοιγμα περίεργο. Μοιάζει σαν ένα τεράστιο « «αυτί», που αφουγκράζεται τον ουρανό. Έχει ύψος 23μ, φάρδος 11μ και βάθος 65μ. Εκεί ζούσαν οι φυλακισμένοι. Πάνω στο βράχο ήταν χτισμένο το παλάτι τού Διονυσίου. Ο τύραννος έβαζε κάθε τόσο το αυτί του σε κάποιο σημαδεμένο σημείο, κι από κει πάνω άκουγε ως και την πιο χαμηλόφωνη κουβέντα των καταδίκων! Και συχνά μάθαινε πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. Κι αλήθεια η ακουστική τής «σπηλιάς» είναι καταπληκτική.
Το ρωμαϊκό αμφιθέατρο, αν και νεώτερο από το ελληνικό, είναι σχεδόν κατεστραμμένο. Οι κερκίδες του φαγωμένες, τα τόξα των 2 εισόδων του έτοιμα να καταρρεύσουν. Μένει μονάχα ο χώρος, από όπου οι αιώνες προσπάθησαν να ξορκίσουν τις βάρβαρες μνήμες, και να ακουμπήσουν πάνω σε τούτο το λείψανο το φίλημα της ελληνικής σκέψης….. Διότι έρχεσαι εδώ και φεύγεις, νομίζοντας πως βλέπεις ελληνικά ερείπια. Δεν ξέρω, αλλά στην Συρακούσα όλα θυμίζουν έντονα, τυραννικά θα έλεγα, Ελλάδα. ΄Όπως και στον Ακράγαντα. Τίποτε δεν σου μιλάει για τη Ρώμη. Ίσως γιατί τούτη η πόλη ήταν τόσο ελληνική, όσο και η Αθήνα, κι ας ήταν οι ρίζες της στην Πελοπόννησο….. Έτσι, τα ρωμαϊκά απομεινάρια δεν μπορούν να την σπιλώσουν, αλλά χωνεύονται μέσα στην ελληνικότητά της. «Ο τόπος όλος εκεί πέρα ανασαίνει Ελλάδα» γράφει ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος.
Ξαναγυρίζοντας στην πόλη, στεκόμαστε στον παράξενο καθεδρικό ναό της Συρακούσας. Είναι χτισμένος πάνω στα θεμέλια του τέμπλου της Αθηνάς. Οι δωρικές κολώνες τους βαρειές και σοβαρές, προσπαθούν μάταια να «δέσουν» με το μπαρόκ σύνολο της σημερινής εκκλησίας. Το αιώνιο γνώρισμα της σικελικής τέχνης! Τίποτε να μη χαλάσει, όλα να ζήσουν , μακάρι κι ανακατεμένα… Έτσι, μέσα σε μιαν ωραιότατη πλατεία, που την σχηματίζουν κτίρια μπαρόκ, η μητρόπολη κρατά , σφιχτά στους τοίχους της, την ελληνική μνήμη……
Και η δική μας καρδιά κλωτσά κάθε φορά που σκοντάφτουμε πάνω σε τέτοιες θύμησες. Κι αλήθεια σε τούτο το νησί κλώτσησε η καρδιά μας χιλιάδες φορές.
Το πρωινό της άλλης μέρας μας βρίσκει στο Μουσείο εκστασιασμένους, μπρος στην Αναδυομένη των Συρακουσών. Μια αναδυομένη που, η συγκρατημένη χάρη της, δίνει στην κίνησή της μια φωτεινή ομορφιά. Σου ‘ρχεται να απλώσεις και να χαϊδέψεις τους χαλαρούς μηρούς, την απαλή γραμμή της κοιλιάς, τους στρογγυλούς ώμους! Την ελαφρά γυρτή πλάτη, καθώς το μοναδικό της χέρι κρατά, ξένοιαστα, τον μανδύα πού ‘χει μαλακά γλιστρήσει, ξεσκεπάζοντας τους νεανικούς κόρφους. Κι είναι σαν να χαϊδεύεις τρυφερά, με τα μάτια, τη μνήμη τής Magna Graecia, την περηφάνια της και την μεγαλοσύνη της. Η Αφροδίτη είναι τοποθετημένη στη μέση μιας αίθουσας μικρής, αλλά από το αντικρινό παράθυρο, το πρωινό φως περιχέεται πάνω στο στιλπνό μάρμαρο, κάνοντας το διάφανο θαρρείς. Αν μια στιγμή ξεχάσεις τους γκρίζους τοίχους του Μουσείου, θα δείς να αναδύεται, μέσα από τα γλαυκά νερά τού Ιονίου, η Ομορφιά, και να στράφτει ξαφνικά ό τόπος!..Θα δείς τον ήλιο να γίνεται φωτεινότερος και τη θάλασσα γλαυκότερη. Η Συρακούσα ήταν πάντα περήφανη για τον Έρωτα και τη Ζωή, προ πάντων τότε, όταν ο τεχνίτης σμίλευε τούτο το αριστούργημα. Ήταν μέχρι την στιγμή, που το σπαθί του Ρωμαίου στρατιώτη σταμάτησε το χέρι του σοφού που έγραψε πάνω στη γη των Συρακουσών, τους απανωτούς «κύκλους της Μοίρας».
Οι κύκλοι έκλεισαν. Η Μοίρα τους είδε, κι απέστρεψε το πρόσωπο! Και η ιστορική κοσμοχαλασιά σάρωσε την Συρακούσα. Μονάχα η Αφροδίτη έμεινε, ήρεμη, απόμακρη, γαλήνια…. Το καμάρι της ελληνικής πολιτείας, που κάποτε λάτρεψε σαν θεότητα το Κάλλος
Κι άλλη μια φιγούρα στο Μουσείο μας σταματά. Η Γή που θηλάζει τους βλαστούς της κι από τους δύο μαστούς, καθισμένη ήμερα, δίχως κεφάλι , με τό τεράστιο βαρύ κορμί της, ένα κορμί που, από αιώνες, ξέρει να δίνει αφειδώλευτα τη Ζωή, σαν όλα τα μητρικά κορμιά.
Αφήνουμε πίσω μας τη Συρακούσα, με την ψυχή θλιμμένη. Ήταν τόσο όμορφη! Στη φωτεινή της ατμόσφαιρα νοιώσαμε τόσες συγκινήσεις! ΄Εχουμε την αίσθηση ότι πίσω μας αφήνουμε κάτι δικό μας. Κατάδικό μας! Αυτό, το φωνάζει η Ιστορία!. Το κραυγάζουν οι πέτρες! Και μάς το ψιθυρίζουν οι στοίχοι των Ελλήνων τραγικών που, οι μισοπεθαμένοι Αθηναίοι κατάδικοι, έψαλλαν στην αιχμαλωσία τους, στα τρομερά Λατομεία του Διονυσίου !!!!
« Τέτοιας λογής ήταν οι Αθηναίοι » !!!!
Τ Ο Τ Ε, λέμε…………..
Η μαργαριταρένια καρφίτσα, στο πέτο της Σικελίας!
Στη Συρακούσα φτάσαμε απομεσήμερο. Ο ανοιξιάτικος ήλιος έκαιγε, και κάτω από το ζεστό φως ξαπλώνονταν αποκαμωμένη η ένδοξη πόλη της Μεγάλης Ελλάδος. Από το νησάκι της Ορτυγίας, στο έμπα του λιμανιού, μέχρι το τέλος του ορίζοντα, έβλεπες την πόλη αστραφτερή, πεντακάθαρη, ήμερη και νωχελικά παραδομένη στον χλιαρό κόρφο του φωτεινού μεσημεριού. Δεν ξέρω γιατί, αλλά την Συρακούσα την έδεσα ερωτικά με το Φως. Ίσως να ήταν η ώρα που την πρωτοαντίκρισα, ίσως να ήταν το κοπάδι των αναμνήσεων που με έζωσε, καθώς την περπατούσα, ίσως και να ήταν τέτοια η διάθεση τής στιγμής, δεν ξέρω. Πάντως, έτσι τη φανταζόμουν πάντα και, δόξα τω Θεώ, ανταποκρίθηκε στην εικόνα.
Καθώς τριγυρνάμε στα σοκάκια τα γραφικά της παλιάς πόλης, κομμάτι κομμάτι θυμόμαστε την ιστορία.
Ξεσηκωμένοι από την Ελλάδα οι Κορίνθιοι, (Πελοποννήσιοι ήταν οι άνθρωποι, θυμηθείιτε το αυτό, γιατί σε λίγο θα το βρούμε μπροστά μας ), φτάνουν εδώ γύρω στα 734 πΧ., και χτίζουν την μικρή τους πόλη πάνω στο νησάκι της Ορτυγίας. Το όνομά της το δανείστηκαν από το κοντινό έλος Συρακώ. Τα χρόνια περνούν. Η Συρακούσα μεγαλώνει, ασφυκτιά στην Ορτυγία και περνά στην μεσογειακή Σικελία. Κι εκεί αναπτύσσεται άνετα και γρήγορα. Λογαριάζουν πως, στο καιρό της ακμής της, η Συρακούσα μετρούσε μισό εκατομμύριο ψυχές! Σήμερα οι Συρακούσιοι είναι μόλις 90.000. ( Μιλάω πάντα για το 1973. Δεν έχω ιδέα τι γίνεται σήμερα.). Η παλιά πόλη δένεται με την καινούργια, με μια πλατειά γέφυρα, τη σημερινή Ponte Nuova. Ο τύραννος Γέλων έκανε την κορινθιακή αποικία μητρόπολη της Σικελίας. Έτσι, η πόλη αρχίζει την ιστορική της διαδρομή. Οι τύραννοι νοιώθουν χρέος τους να ενισχύσουν τις τέχνες, και να προστατέψουν τους ποιητές. Ο Ιέρων αγκάλιασε τον Αισχύλο, τον Πίνδαρο, τον Επίχαρμο, και στο τεράστιο πέτρινο ελληνικό θέατρο, ακούστηκαν στίχοι δικοί τους. Ίσως και σήμερα ακόμη, αν στήσεις αυτί, να ακούσεις την ηχώ να σου μουρμουρίζει τα παθήματα του Ορέστη, και τα εγκλήματα του οίκου των Ατρειδών. Τι σου είναι λοιπόν αυτές οι πέτρες. Ποτέ δεν ξεχνούν. Όσο ζουν θυμούνται, κι όσο θυμούνται διηγούνται.
Όμως κάποτε, η μοιραία ώρα σήμανε. Ο τύραννος Ιερώνυμος έδειξε φιλοκαρχηδόνια πολιτική, που έκανε τους Ρωμαίους έξω φρενών. Κι ο Υπατος Μάρκελλος επέβαλε στην πόλη, μια από τις πιο περιώνυμες πολιορκίες τής αρχαιότητας γύρω στα 212 π.Χ. Τότε ήταν που Αρχιμήδης έδειξε την μεγαλοφυΐα του, καίγοντας τα πλοία του εχθρού από μακριά, με δυνατά κάτοπτρα. Όμως ο Μάρκελλος κατέλαβε με προδοσία την Ορτυγία, στης οποίας την άμυνα μετείχε κι ο μεγάλος σοφός, που τότε ήταν κιόλας 75 χρονών. Η Συρακούσα έπεφτε πια στα χέρια των Ρωμαίων κι η δόξα της τελείωνε εδώ. Στη μεγάλη σφαγή που ακολούθησε την εισβολή των Ρωμαίων στην πόλη, σκοτώθηκε από κάποιον άξεστο στρατιώτη και ο Αρχιμήδης. Ο Μάρκελλος έγινε θηρίο. Είχε δώσει σαφείς οδηγίες στο στράτευμα, να σεβαστούν το μεγάλο άνδρα. Τα βιβλία αναφέρουν με συγκρατημένη συγκίνηση, πως η κηδεία τού μεγαλοφυούς Έλληνα, έγινε με μεγάλες τιμές, κι ο Ρωμαίος στρατηγός συλλυπήθηκε προσωπικά την πενθούσα οικογένεια.
Στάθηκα ξεχωριστά σε τούτο το ιστορικό γεγονός, που τιμά τον νικημένο μα, προ πάντων, τιμά τον νικητή. Ο Αρχιμήδης κατάκαψε τον ρωμαϊκό στόλο, πολέμησε γενναία στην άμυνα της πόλης, αλλά έστω κι αν ήταν αντίπαλος, ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος. Κι έτσι ακριβώς τον αντιμετώπισε νεκρό κι ο ΄Υπατος. Εχθρούς για να εκδικηθείς βρίσκεις σωρό. Μα ένα μόνον Αρχιμήδη!...
.
Από κει κι ύστερα, η Συρακούσα ακολουθεί την τύχη της Σικελίας, πέφτοντας διαδοχικά στα χέρια των Βυζαντινών, των Σαρακηνών, των Νορμανδών, των Γερμανών, των Γάλλων, των Ισπανών….
Όμως είναι καιρός να κάνουμε, τη γνωριμία της πόλης. Πρώτο μας μέλημα να δούμε την πηγή της Αρέθουσας. Από υπερυψωμένο επίπεδο της δημοσιάς, αγναντεύουμε μια μικρή λίμνη, γεμάτη φυτά, που ξεχωρίζει με μικρό φράγμα από τη θάλασσα, της οποίας κανονικά είναι συνέχεια προς την στεριά. Μέσα σε τούτο λοιπόν το θαλασσινό νερό, αναβλύζει πλούσια πηγή νερού γλυκού, που τρέφει παπύρους. Η ιστορία της πηγής είναι πολύ ρομαντική. Να, τι λέει το αρχαίο παραμύθι. Ο μπάρμπα-Νηρέας είχε μια κόρη όμορφη σαν ανοιξιάτικο ξημέρωμα. Την έλεγαν Αρέθουσα, κι ήταν νύμφη της πηγής της Πισάτιδας, στην Ήλιδα. Τα μάτια της ήταν δύο λίμνες γκριζογάλανες, τα μαλλιά της μελένιοι καταρράκτες, το στόμα της σαν φράουλα που ρόδισε καλά, τα δόντια της δύο σειρές κάτασπρα αστραφτερά χαλίκια, από το βασίλειο του πατέρα της, και τα μάγουλα της δύο μελορόδινα βελουδένια ροδάκινα! Φαίνεται πως η κοπελιά δεν ήταν μονάχα όμορφη αλλά και … τσαχπίνα. Κι όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, η μικρή Νύμφη δεν κατάφερε να μάθει μέχρι που μπορούσε να παίζει με την ομορφιά της. Έτσι, μια μέρα ο Αλφειός, το τρομερό ποτάμι, είδε την Αρέθουσα, και για λίγες στιγμές του κόπηκε η ανάσα. Τα νερά σταμάτησαν να κυλούν στην κοίτη τους, μόνο στάθηκαν να καμαρώνουν τούτη τη νεράιδα. Η μικρή είδε τον Αλφειό αλαφιασμένο και, σαν όλες τις μικρές άμυαλες νεραϊδούλες, κολακεύτηκε. Για δες, με ένα της βλέμμα, μπορούσε να ακινητοποιήσει τούτο το τρομερό θεριό. Μα ήταν θαύμα. Για να δούμε, ως που μπορούμε, άραγε, να παίζουμε με αυτό το παιγνιδάκι; Κι η Αρέθουσα, σαν όλες τις Αρέθουσες, έβαλε τα δυνατά της να γητέψει το ποτάμι. Κι όταν νόμισε πως τα κατάφερε, σκέφτηκε πως πια τα ποτάμια δεν είχαν ενδιαφέρον, κι είπε να πάει κατά τη θάλασσα. Και τότε ήταν που ο Αλφειός άφρισε και θόλωσε. Φούσκωσε, βόγκηξε και πήρε το κατόπι την κοπελιά!
Εκείνη τρόμαξε. Ποτέ της δεν φαντάστηκε πως το ειρηνικό παιχνίδι της θα γίνονταν ξαφνικά στοιχειό να την αφανίσει. Μέρες και νύχτες έτρεχε κλαίγοντας στις κοιλάδες, και ξοπίσω της βούιζαν τα νερά. Ώρα την ώρα θα την έφτανε. Τότε η Άρτεμη λυπήθηκε την κόρη και, ανοίγοντας χάσμα βαθύ την έκρυψε, ταξιδεύοντας την, μέσα από τα έγκατα της γης ως την Ορτυγία. Κι εκεί η Αρέθουσα ανάβλυσε τα δροσερά νερά της, μέσα στην αλμυρή θάλασσα. Κι ο προδομένος εραστής έμεινε πίσω στην Ελλάδα, να θρηνεί την χαμένη του αγάπη…
Λέγεται πως ο μύθος είναι αλεξανδρινής καταγωγής, κι ότι έτσι οι μυθογράφοι προσπάθησαν να εξηγήσουν την ίδια ονομασία των πηγών της Πισάτιδας στην Ήλιδα και της Ορτυγίας στην Σικελία, καθώς και την ύπαρξη του ρεύματος γλυκού νερού, μέσα στην θάλασσα της Συρακούσας…..
Λίγα τετράγωνα παρακεί είναι η Piazza Archimeda. Στη μέση της πλατείας μια κομψή κρήνη, στολισμένη με αγάλματα, λούζει τις μαρμάρινες φιγούρες, και μέσα από τους λυγμούς της, ιστορεί την αγάπη του Αλφειού, και την φυγή της Αρέθουσας.!!!
Καθώς το φως της μέρας χαμηλώνει, φτάνουμε στον αρχαίο χώρο, όπου βρίσκονται το αρχαίο ελληνικό θέατρο, τα λατομεία και το Αυτί του Διονυσίου. Το θέατρο, ένα από τα μεγαλύτερα του αρχαίου κόσμου, διατηρείται αρκετά καλά. Και σήμερα δίνονται εκεί παραστάσεις.
Λαξεμένο πάνω στο βράχο, είναι τεράστιο. ΄Εχει την τέλεια καμπύλη του πετάλου, και σου επιβάλλεται με τον όγκο και το βάρος του. Ο απογευματινός ήλιος σέρνει το φως του πάνω στις φαρδιές κερκίδες, και δίνει στην σκληρή πέτρα τόνους χρυσαφιούς. Και τότε το τεράστιο πέταλο χάνει την αυστηρότητά του, και γεμίζει θαρρείς χαμόγελα - ξανθό κοχύλι, στον κόρφο του απογευματινού φωτός.
Για να φτάσεις μέχρι το θέατρο, πρέπει να περάσεις μέσα από τα περίφημα Λατομεία. Παλιά ήταν στοά, και μέσα σε αυτήν δούλευαν κατάδικοι, κόβοντας την πέτρα. Αργότερα από σεισμό, η στοά κατέρρευσε, και τα Λατομεία έμειναν στο ύπαιθρο.
Στη Συρακούσα, όταν κάποιον τον έριχναν μέσα εκεί, οι δικοί του τον είχαν ξεγραμμένο. Δεν ξαναγύριζε ανάμεσα στους ζωντανούς. Κι ήταν αυτός ο φριχτός τόπος, που διάλεξαν οι Συρακούσιοι για να κλείσουν τους Αθηναίους αιχμαλώτους, μετά την αποτυχία των Σικελικών Πολέμων. Μόνο τρεις μήνες κατάφεραν να ζήσουν εκεί οι δυστυχισμένοι. Πέθαναν από τις κακουχίες και την ταλαιπωρία, «τραγουδώντας χορικά του Ευριπίδη! Τέτοιας λογής ήταν οι Αθηναίοι αιχμάλωτοι», γράφει σ’ ένα ταξιδιωτικό βιβλίο του ο Ι.Μ .Παναγιωτοπουλος. . Ένας από τους παλιούς αυτούς βράχους έχει ένα άνοιγμα περίεργο. Μοιάζει σαν ένα τεράστιο « «αυτί», που αφουγκράζεται τον ουρανό. Έχει ύψος 23μ, φάρδος 11μ και βάθος 65μ. Εκεί ζούσαν οι φυλακισμένοι. Πάνω στο βράχο ήταν χτισμένο το παλάτι τού Διονυσίου. Ο τύραννος έβαζε κάθε τόσο το αυτί του σε κάποιο σημαδεμένο σημείο, κι από κει πάνω άκουγε ως και την πιο χαμηλόφωνη κουβέντα των καταδίκων! Και συχνά μάθαινε πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. Κι αλήθεια η ακουστική τής «σπηλιάς» είναι καταπληκτική.
Το ρωμαϊκό αμφιθέατρο, αν και νεώτερο από το ελληνικό, είναι σχεδόν κατεστραμμένο. Οι κερκίδες του φαγωμένες, τα τόξα των 2 εισόδων του έτοιμα να καταρρεύσουν. Μένει μονάχα ο χώρος, από όπου οι αιώνες προσπάθησαν να ξορκίσουν τις βάρβαρες μνήμες, και να ακουμπήσουν πάνω σε τούτο το λείψανο το φίλημα της ελληνικής σκέψης….. Διότι έρχεσαι εδώ και φεύγεις, νομίζοντας πως βλέπεις ελληνικά ερείπια. Δεν ξέρω, αλλά στην Συρακούσα όλα θυμίζουν έντονα, τυραννικά θα έλεγα, Ελλάδα. ΄Όπως και στον Ακράγαντα. Τίποτε δεν σου μιλάει για τη Ρώμη. Ίσως γιατί τούτη η πόλη ήταν τόσο ελληνική, όσο και η Αθήνα, κι ας ήταν οι ρίζες της στην Πελοπόννησο….. Έτσι, τα ρωμαϊκά απομεινάρια δεν μπορούν να την σπιλώσουν, αλλά χωνεύονται μέσα στην ελληνικότητά της. «Ο τόπος όλος εκεί πέρα ανασαίνει Ελλάδα» γράφει ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος.
Ξαναγυρίζοντας στην πόλη, στεκόμαστε στον παράξενο καθεδρικό ναό της Συρακούσας. Είναι χτισμένος πάνω στα θεμέλια του τέμπλου της Αθηνάς. Οι δωρικές κολώνες τους βαρειές και σοβαρές, προσπαθούν μάταια να «δέσουν» με το μπαρόκ σύνολο της σημερινής εκκλησίας. Το αιώνιο γνώρισμα της σικελικής τέχνης! Τίποτε να μη χαλάσει, όλα να ζήσουν , μακάρι κι ανακατεμένα… Έτσι, μέσα σε μιαν ωραιότατη πλατεία, που την σχηματίζουν κτίρια μπαρόκ, η μητρόπολη κρατά , σφιχτά στους τοίχους της, την ελληνική μνήμη……
Και η δική μας καρδιά κλωτσά κάθε φορά που σκοντάφτουμε πάνω σε τέτοιες θύμησες. Κι αλήθεια σε τούτο το νησί κλώτσησε η καρδιά μας χιλιάδες φορές.
Το πρωινό της άλλης μέρας μας βρίσκει στο Μουσείο εκστασιασμένους, μπρος στην Αναδυομένη των Συρακουσών. Μια αναδυομένη που, η συγκρατημένη χάρη της, δίνει στην κίνησή της μια φωτεινή ομορφιά. Σου ‘ρχεται να απλώσεις και να χαϊδέψεις τους χαλαρούς μηρούς, την απαλή γραμμή της κοιλιάς, τους στρογγυλούς ώμους! Την ελαφρά γυρτή πλάτη, καθώς το μοναδικό της χέρι κρατά, ξένοιαστα, τον μανδύα πού ‘χει μαλακά γλιστρήσει, ξεσκεπάζοντας τους νεανικούς κόρφους. Κι είναι σαν να χαϊδεύεις τρυφερά, με τα μάτια, τη μνήμη τής Magna Graecia, την περηφάνια της και την μεγαλοσύνη της. Η Αφροδίτη είναι τοποθετημένη στη μέση μιας αίθουσας μικρής, αλλά από το αντικρινό παράθυρο, το πρωινό φως περιχέεται πάνω στο στιλπνό μάρμαρο, κάνοντας το διάφανο θαρρείς. Αν μια στιγμή ξεχάσεις τους γκρίζους τοίχους του Μουσείου, θα δείς να αναδύεται, μέσα από τα γλαυκά νερά τού Ιονίου, η Ομορφιά, και να στράφτει ξαφνικά ό τόπος!..Θα δείς τον ήλιο να γίνεται φωτεινότερος και τη θάλασσα γλαυκότερη. Η Συρακούσα ήταν πάντα περήφανη για τον Έρωτα και τη Ζωή, προ πάντων τότε, όταν ο τεχνίτης σμίλευε τούτο το αριστούργημα. Ήταν μέχρι την στιγμή, που το σπαθί του Ρωμαίου στρατιώτη σταμάτησε το χέρι του σοφού που έγραψε πάνω στη γη των Συρακουσών, τους απανωτούς «κύκλους της Μοίρας».
Οι κύκλοι έκλεισαν. Η Μοίρα τους είδε, κι απέστρεψε το πρόσωπο! Και η ιστορική κοσμοχαλασιά σάρωσε την Συρακούσα. Μονάχα η Αφροδίτη έμεινε, ήρεμη, απόμακρη, γαλήνια…. Το καμάρι της ελληνικής πολιτείας, που κάποτε λάτρεψε σαν θεότητα το Κάλλος
Κι άλλη μια φιγούρα στο Μουσείο μας σταματά. Η Γή που θηλάζει τους βλαστούς της κι από τους δύο μαστούς, καθισμένη ήμερα, δίχως κεφάλι , με τό τεράστιο βαρύ κορμί της, ένα κορμί που, από αιώνες, ξέρει να δίνει αφειδώλευτα τη Ζωή, σαν όλα τα μητρικά κορμιά.
Αφήνουμε πίσω μας τη Συρακούσα, με την ψυχή θλιμμένη. Ήταν τόσο όμορφη! Στη φωτεινή της ατμόσφαιρα νοιώσαμε τόσες συγκινήσεις! ΄Εχουμε την αίσθηση ότι πίσω μας αφήνουμε κάτι δικό μας. Κατάδικό μας! Αυτό, το φωνάζει η Ιστορία!. Το κραυγάζουν οι πέτρες! Και μάς το ψιθυρίζουν οι στοίχοι των Ελλήνων τραγικών που, οι μισοπεθαμένοι Αθηναίοι κατάδικοι, έψαλλαν στην αιχμαλωσία τους, στα τρομερά Λατομεία του Διονυσίου !!!!
« Τέτοιας λογής ήταν οι Αθηναίοι » !!!!
Τ Ο Τ Ε, λέμε…………..
Last edited by a moderator: