St.Adamantidou
Member
- Μηνύματα
- 245
- Likes
- 898
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2ο (Αkuna Matata)
- Κεφάλαιο 3ο (Ο Κόσμος, μέσα κι έξω από τη Μανυάρα)
- Κεφάλαιο 4ο (Συλλαλητήριο πτηνών)
- Κεφάλαιο 5ο (Lake Manyara Hotel – Ο κήπος της Εδέμ)
- Κεφάλαιο 6ο (Προς το Σερεγκέτι)
- Κεφάλαιο 7ο (Ο Μακρυνός μας Πρόγονος Australopithicus Africanus)
- Κεφάλαιο 8ο (ShoraMasai! - «Μαασάι γειά σας...»)][B]ShoraMasai![/B
- Κεφάλαιο 9ο (Η άφιξη στο Νγκόρο Νγκόρο Λοτζ)][B]Η άφιξη στο Νγκόρο Νγκόρο Λοτζ[/B
- Κεφάλαιο 10ο (Η εκδίκηση των εφηβικών ονείρων)
- Κεφάλαιο 11ο (Amboseli - Kilimanjaro Safari Lodge)
- Κεφάλαιο 12ο (Tree Tops - Η εμπειρία του... παλαβού)
- Κεφάλαιο 13ο (Μaasai Mara – Mara Sarova - Ο τόπος των εκπλήξεων...)][B]Όμως, κατεπλάγημεν και οι πέντε. Αυτό το πράμα είναι σαν τις σκηνές των Σεήχηδων, στην έρημο! Με όλα τα σουπρεπέ της. Μωρέ, δέσε! Τι εκπληκτικό μπάνιο είναι τούτο. Τίποτε δεν του έλειπε, όπως διαπίστωσα κατάπληκτη, όταν σήκωσα το «φύλλο» της σκηνής και μπήκα στο εσωτερικό της.[/B
- Κεφάλαιο 14ο (Mara Serena - Ο αποχαιρετισμός στην Αφρική...)
Επί ώρες, σχεδόν από το πρωί, πορευόμαστε μέσα σ΄ ένα εκπληκτικό τοπίο του εθνικού δρυμού του Σερεγκέτι. ΄Οσο έφτανε το μάτι μας, η χαμηλή βλάστηση είχε ξεραθεί, παίρνοντας ένα χρυσοκίτρινο χρώμα. Κι έρχονταν στιγμές που, σ’ όλην αυτή την απεραντωσύνη, να μην βλέπεις ούτε ένα δέντρο. Ούτε καν ένα θάμνο. Μονάχα ένα λαμπερό παρκέτο, στρωμένο με εκατομμύρια τοπάζια. ΄Ολος ο τόπος έμοιαζε με αλλόκοτο τέμενος, άδειο μεν, περήφανο όμως για τον γαλάζιο θόλο του και για το μελίχρωμο στρωσίδι του.
Σε άλλες πάλι περιοχές, αυτή η χρυσίζουσα ομορφιά διακοπτόταν από συναρπαστικές εκπλήξεις. Ανάρια δέντρα –σχεδόν πάντα σε κάποια λογική διάταξη- καταπράσινα, ψηλά, με ομπρελλοειδή κλαδιά, έδιναν άλλον τόνο στο τοπίο. Το έκαναν πιο σφριγηλό, πιο ζωντανό, πιο κοντινό μας. Του έδιναν θαρρείς ψυχή. Σχεδόν το εξανθρώπιζαν.
Ούτε μια φορά δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό να φωτογραφήσω τις αποικίες των θαυμαστών αυτών ομπρελλόδεντρων. Είναι σαν σήμα κατατεθέν της σαβάνας, και κατ΄ επέκταση και της ίδιας της Αφρικής. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσην ομορφιά κερδίζουν, όντας μέσα σ΄ ένα τελείως, μα τελείως άδειο τοπίο.Είναι εκπληκτικά. Κι αν τα βρεις μπροστά σου την ώρα της δύσης, με τον κατακόκκινο ήλιο να κρύβεται πίσω από τα, σαν φίνα μεταξωτή δαντέλλα, φυλλώματά τους, τότε είσαι τυχερός. Θα απολαύσεις την Αφρική σε όλο της το μυστήριο και τη σαγήνη...
Πορευόμενοι μέσα σε τούτο το παράξενο τοπίο επί ώρες, φτάνουμε σούρουπο. Έχει αρχίσει πια να δροσίζει. Σχεδόν μέχρις ενοχλήσεως. Είμαστε από το πρωί πάνω στο τζιπ, οδεύοντας προς το Σερεγκέτι. Ωστόσο δεν καταλάβαμε καθόλου το χρόνο, αφού σε όλη τη διαδρομή «διδασκόμασταν» ζωολογία, βιολογία, περιβαντολογία, οικολογία... Ο Δημήτρης μας έδειξε όλα τα ζώα που βρίσκαμε στη ρότα μας. Στεκόμασταν, θαυμάζαμε, φωτογραφίζαμε. Κι ούτε που μας ένοιξε η ώρα, η ζέστη, η κούραση...
Δεν χορταίνουμε να βλέπουμε τους ερωδιούς με το μακρύ λαιμό και το μικρό σώμα. Το πουλί με το αστείο όνομα Cori Bustard –εμείς αστειευόμαστε φυσικά, αποκαλώντας την «κόρη μπάσταρντ» και πολύ μας αρέσει!!! Είδαμε και τον «γραμματικό των πετεινών», τον πανέμορφο Σεκρετάριους, με την κορώνα στο κεφάλι του. Τις ύαινες τις στικτές. Τα «χάρντι μπήστς» με τα περήφανα κέρατα. Τα «ήλαντ», τις πελώριες και πανέμορφες αντιλόπες. Τα τσακάλια με τις πανέξυπνες μουσούδες. Κι είδαμε και τόσα πολλά τσακάλια σ΄ αυτόν τον δρόμο προς το Σερεγκέτι, που κάποια στιγμή, δεν το άντεξα. «Ούτε στην οδό Τσακάλωφ να είμασταν» σχολίασα, κι έπεσε το γέλιο της αρκούδας....
Ξαφνικά, μέσα στο αναπεπταμένο αυτό πεδίο της στέππας, μακρυά, μπροστά μας μια ξύλινη πύλη. ΄Ενα είδος εισόδου που δεν έκλεινε σε τίποτε και δεν έμπαζε σε τίποτε. ΄Ηταν κυριολεκτικά «η πόρτα στο πουθενά». Νοιώσαμε παράξενα. Για μια στιγμή νομίσαμε πως φτάναμε στον προορισμό μας. Και την άλλη στιγμή αντιληφθήκαμε ότι δεν είχαμε φτάσει πουθενά. Και από εκείνη την ώρα, το μαγικό Σερεγκέτι πήρε στο νου μας διαστάσεις μυθικές...
Αμίλητες περάσαμε την «Πύλη του Πουθενά». Κι ήταν σαν να περνούσαμε το κατώφλι άγνωστου σε μας κόσμου. Ενός κόσμου που, σίγουρα, μας επεφύλασσε εκπλήξεις, τις οποίες δεν τολμούσαμε καν να διανοηθούμε.
Φτάνουμε στο ξενοδοχείο Seronera, την ώρα της δύσης. Είναι η πρώτη φορά που χαιρόμαστε δύση σε τέτοιο μέρος. Κι είναι κάτι συναρπαστικό. Σύννεφα πολιορκούν τον ήλιο, που ράθυμα γέρνει. Κι έπειτα, η άκρη του ορίζοντα τον καταπίνει, θαρρείς, με μια θανάσιμη περίπτυξη. Είναι η απερίγραπτη εκείνη ώρα, που ένα τρυφερό τριανταφυλλί φως βάφει απαλά τον κόσμο, που γλιστράει, νωχελικά στην αγκαλιά του τροπικού λυκόφωτος!
Ακόμα και τα πρόσωπά μας παίρνουν μια χροιά χρυσαφένια!!!
Χριστέ μου, τι μαγεία!!!!
Ο Φράνκη έχει ήδη σταματήσει για να μας δώσει την ευκαιρία να χαρούμε με την ησυχία μας την κατανυκτικότητα της ώρας. Γύρω μας δεν ακούγεται τίποτε. Η σιωπή είναι σχεδόν μυστικιστική. Μονάχα ο αέρας θροϊζει ανάμεσα στα ξερά χορτάρια, σαν υποβλητική μουσική υπόκρουση στο θέαμα που μας καθηλώνει.
Οι φωτογραφίες πάρθηκαν. Ο ήλιος μας έγνεψε το ύστατο «γεια» και το «ξενοδοχείο των βράχων» φάνηκε στο βάθος του δρόμου.
Τι περίεργο κτίσμα ήταν τούτο! Μισό βράχος και μισό ντουβάρι! Ποιος ευφάνταστος αρχιετέκτονας οργίασε εδώ? Διάλεξε έναν πελώριο βραχώδη χώρο και στο σχήμα του προσάρμοσε το αρχιτεκτονικό σχέδιο. Αξιοποίησε όσον βράχο μπόρεσε στη θέση τοίχων και το υπόλοιπο το έχτισε ορθόδοξα. ΄Ετσι το σαλόνι και το μπαρ είναι χωμένα μέσα σ΄ ένα ψηλοτάβανο κοίλωμα, δίκην ανοιχτόκαρδου σπηλαίου, με μια μεγάλη τζαμαρία μπροστά, να σου χαρίζει πλουσιοπάροχη θέα των κήπων. Το εστιατόριο, στο οποίο φτάνεις μέσα από ένα ευρύχωρο λαγούμι με λαξεμένα σκαλοπάτια, είναι μισό ντουβάρι και μισό βράχος. Κάτω από αυτόν, είναι η θέση της ορχήστρας και μια μικρή πίστα στην οποία, δεν θα το πιστέψετε, χορεύουν συνήθως πανέξυπνες... μαϊμούδες!! Και σε όλα αυτά τα παράξενα, φτάνεις από μια μπελαλίδικη κατασκευή ξύλινων «φτερωτών» κλιμάκων και άνετων πλατύσκαλων. Κάτω από τούτα τα σκαλιά ανθίζουν οι κήποι, ανάμεσα σε μικρότερους βράχους και μεγάλες πέτρες.
Το θέαμα δεν τελειώνει εδώ. Πάνω στις «παρειές» των βράχων τρέχουν ή στέκονται ακίνητες μεγάλες, πολύχρωμες σαύρες και τεράστια χαριτωμένα «ποντίκια» οι περίφημες «μανγκούστες».
Στέκεσαι ακίνητος, κι όλος αυτός ο ζωηρός κόσμος κυκλοφορεί γύρω σου χαρούμενος και άφοβος. Αρκεί να μην τον τρομάξεις. Στάσου εκεί, και μελέτα τον με την ησυχία σου. Θα δεις τη σαύρα να χάφτει μικρά έντομα που, σαν τυφλά, έρχονται και πέφτουν πάνω στην τεντωμένη γλώσσα της. Θα δεις ποντίκια να τρων μικρότερα πλάσματα κι ευτυχισμένα να τρέχουν να τρυπώσουν στις κρυψώνες τους...
Τα μεγάλα και τα μικρά πουλιά, πάνω στα δέντρα, ζουν τη δική τους ζωή. Πελεκάνοι, κορμοράνοι, αετοί, γύπες, μαραμπού, φλαμίνγκος, ερωδιοί και δεκάδες άλλων μικρών πουλιών που τα αστραφτερά τους χρώματα ούτε καν τα βάζει ο νους σας, διακοσμούν τα κλαδιά των τεράστιων δέντρων, σαν πολύτιμα, αλλά ζωντανά στολίδια, πάνω στο χριστουγεννιάτικο έλατο.
Το πρώτο μας μπρέκφαστ στη Seronera είναι πραγματικό χάπενινγκ. Σκέτο επεισόδιο! Την ώρα που μακαρίως απολαμβάνουμε τον μοσχοβολιστό καφέ μας, ψιλοκουβεντιάζοντας, ακούμε ξαφνικά φωνές, τρεχαλητά, πιατικά που σπάζουν...
΄Ενας χαμός...
Δεχόμασταν επίθεση. Όχι από Μασσάι, αλλά από... μαϊμούδες.
Μαϊμούδες που ζήλεψαν του τουρίστες, Και, καθώς είναι ζώα άκρως μιμητικά, θέλησαν κι αυτές να κάνουν τις επισκέπτριες. Κι ήρθαν στο ρεστωράν για πρωινό, αφού οι λωλοί άνθρωποι ήρθαν και το έχτισαν στα δικά τους τα λημέρια.
Τι έκαναν, λοιπόν, οι φιλοξενούμενοι, κάθε πρωί?
΄Επαιρναν ο καθένας ένα φλυτζάνι από μια μεγάλη στοίβα, που με το ζόρι ισορροπούσε και το γέμιζαν από μια καφετιέρα.
Λαμπρά!
΄Ορμησαν κι αυτές πάνω στην... ακροβατούσα στοίβα των γυαλικών και την κατεδάφισαν! Κατάφεραν ωστόσο να βουτήξουν από ένα κουπάκι η κάθε μια.
Κι από εκεί κι ύστερα άρχισε το πανηγύρι. Τα γκαρσόνια να τις κυνηγούν, κουνώντας στον αέρα πετσέτες και τραπεζομάντηλα, ως απειλή! Κι αυτές να πολεμούν να φτάσουν τις καφετιέρες, σώνει και καλά.
Τα γκαρσόνια ήταν έξαλλα. Τις πήραν στο κατόπι με σχεδόν φονικές διαθέσεις. Στην αρχή. Διότι, όταν στο τέλος οι μαϊμούδες άρχισαν να κάνουν πονηριές, για να πετύχουν, επί τέλους, το σερβίρισμά τους, δεν έμεινε άνθρωπος στο εστιατόριο που να μην ξεραθεί στα γέλια. Μηδέ των γκαρσονιών εξαιρουμένων, οι οποίοι, τελικά, άφησαν κάτω τα τραπεζομάντηλα κι έπιασαν τις κοιλιές τους Όμως τα δύστυχα πλάσματα είχαν ήδη τρομοκρατηθεί. Και το έβαλαν στα πόδια, σαβουρντώντας, όπου έβρισκαν, τα φλυτζάνια.
Η... έξωση είχε επιτευχθεί και γρήγορα η τάξη αποκαταστάθηκε.
Μπαίνουμε στο τζιπ και αρχίζουμε γι΄ ακόμα μια μέρα το σαφάρι μας...
Το Σερεγκέτι είναι πανέμορφο.
Η μέρα λαμπερή αλλά και δροσερή, ευτυχώς. Ψάχνουμε από ώρα για σαρκοβόρα, αλλά αυτά τα κατάπιε η γης. Δε στεναχωριόμαστε καθόλου. Διότι το περιβάλλον έχει τόση ομορφιά, που μας απορροφά τελείως.
Έχει κι όλας μεσημεριάσει. Σε λίγο θα πρέπει να διακόψουμε το ψάξιμο και να επιστρέψουμε στη Seronera για το γεύμα και μια στάλα ξεκούραση. Ελπίζουμε ότι το απόγευμα θα είμαστε τυχερότεροι. Καθώς παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής, παρατηρούμε μακρυά, στην άλλη άκρη του χώρου που από το πρωί κινούμαστε, να βρίσκονται σταματημένα κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, τέσσερα οχήματα. ΄Εχουν ώρα εκεί. Τι να συμβαίνει άραγε?
«Λεοπάρδαλη» αποφαίνεται τρισευτυχισμένος ο Φράνκι μας κι αλλάζει αμέσως πορεία. Αναφουφουλιαζόμαστε
«Κυριολεκτικά στο παραπέντε, παιδιά» ψιθυρίζουμε και ετοιμάζουμε τις μηχανές μας.
Φτάνουμε κοντά, και πλησιάζουμε με εξαιρετική προσοχή. ΄Ολα τα τα αυτοκίνητα είναι σιωπηλά. Οι άνθρωποι, όρθιοι, παρατηρούν εντατικά ένα σημείο, πάνω στο δέντρο. Φως φανερό ότι το αιλουροειδές ελλοχεύει κάπου εκεί πάνω. Μονάχα που καθόλου δεν «ελλοχεύει». Απλώς το θαυμάσιο αυτό ζώο, έχει απλώσει την αρίδα του πάνω σε μιαν άνετη, χαμηλή διχάλα του κορμού, ενώ η ουρά του κρέμεται ελεύθερη. Και την κουνάει κάπου κάπου τυχαριστημένο. Προφανώς κυνήγησε, γευμάτισε και τώρα ξεκουράζεται χωνεύοντας. Δυστυχώς, το χρώμα της λεοπάρδαλης είναι ακριβώς όμοιο με το καφεδί χρώμα του κορμού. Κι εμείς είμαστε μάλλον μακρυά για να μπορούμε να δούμε λεπτομέρειες, όπως τα μάτια της, το βλέμμα της, την κίνησή της μέσα στον κλεφτό της ύπνο.
Ο Φράνκι, ο καλός μας, με κίνδυνο να χάσει την άδειά του, κάνει... tressapassing, βγαίνει από το δρόμο και προσπαθεί να πλησιάσει όσο γίνεται πιο κοντά, χωρίς βέβαια να κινδυνεύουμε.Διότι αυτό το θαυμάσιο ζώο σαλτάρει παντού.
Εδώ που τα λέμε, έναν φόβο τον είχαμε, μήπως ορμήσει πάνω μας, μέσα στο ανοικτό μας τζιπ.
Μπα! Δε βαριέσαι! Το «θεριό» μας αγνοεί μέχρι περιφρονήσεως. Θέλει μονάχα ξεκούραση και χώνεψη. Γι΄ αυτό και λαγοκοιμάται. Πότε πότε μισανοίγει το ένα μάτι, μας κοιτάει θολά και το ξανακλείνει, αδιάφορα.
Η ώρα κοντεύει δύο. Είμαστε ευτυχείς που καταφέραμε να βρούμε τη λεοπάρδαλη, που όπως θα αποδειχθεί μέχρι το τέλος του ταξιδιού μας, θα είναι και η μοναδική. Είναι γνωστό ότι οι λεοπαρδάλεις και τα τσιτάχ σπάνια εμφανίζονται. Είναι σαν τις κρυφοκόρες. Αντίθετα με τα λιοντάρια, που είναι σκέτοι... επιδειξίες!!! Μεγάλη μας λοιπόν η τύχη να πέσουμε πάνω και στα δύο αυτά σπάνια είδη, έστω και μια φορά. ΄Ετσι το απόγευμα θα απολαμβάνουμε απερίσκεπτες την ομορφιά του τοπίου, που είναι μεγαλειώδες.
Το απογευματινό σαφάρι είναι πάντα μαγευτικό. Πρώτα πρώτα, σπάει η ζέστη και σηκώνεται ένα δροσερό αεράκι. Το γέρμα του ήλιου δίνει ένα περίεργο φως στην ατμόσφαιρα. Την κάνει πρώτα χρυσοκίτρινη, μετά χρυσοκόκκινη και μετά της βάζει, θαρρείς, φωτιά.
Ο εμπρησμός της ζούγκλας.....
Τυχερός όποιος ζήσει αυτές τις στιγμές, έστω και μια φορά στη ζωή του....
Σε άλλες πάλι περιοχές, αυτή η χρυσίζουσα ομορφιά διακοπτόταν από συναρπαστικές εκπλήξεις. Ανάρια δέντρα –σχεδόν πάντα σε κάποια λογική διάταξη- καταπράσινα, ψηλά, με ομπρελλοειδή κλαδιά, έδιναν άλλον τόνο στο τοπίο. Το έκαναν πιο σφριγηλό, πιο ζωντανό, πιο κοντινό μας. Του έδιναν θαρρείς ψυχή. Σχεδόν το εξανθρώπιζαν.
Ούτε μια φορά δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό να φωτογραφήσω τις αποικίες των θαυμαστών αυτών ομπρελλόδεντρων. Είναι σαν σήμα κατατεθέν της σαβάνας, και κατ΄ επέκταση και της ίδιας της Αφρικής. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσην ομορφιά κερδίζουν, όντας μέσα σ΄ ένα τελείως, μα τελείως άδειο τοπίο.Είναι εκπληκτικά. Κι αν τα βρεις μπροστά σου την ώρα της δύσης, με τον κατακόκκινο ήλιο να κρύβεται πίσω από τα, σαν φίνα μεταξωτή δαντέλλα, φυλλώματά τους, τότε είσαι τυχερός. Θα απολαύσεις την Αφρική σε όλο της το μυστήριο και τη σαγήνη...
Πορευόμενοι μέσα σε τούτο το παράξενο τοπίο επί ώρες, φτάνουμε σούρουπο. Έχει αρχίσει πια να δροσίζει. Σχεδόν μέχρις ενοχλήσεως. Είμαστε από το πρωί πάνω στο τζιπ, οδεύοντας προς το Σερεγκέτι. Ωστόσο δεν καταλάβαμε καθόλου το χρόνο, αφού σε όλη τη διαδρομή «διδασκόμασταν» ζωολογία, βιολογία, περιβαντολογία, οικολογία... Ο Δημήτρης μας έδειξε όλα τα ζώα που βρίσκαμε στη ρότα μας. Στεκόμασταν, θαυμάζαμε, φωτογραφίζαμε. Κι ούτε που μας ένοιξε η ώρα, η ζέστη, η κούραση...
Δεν χορταίνουμε να βλέπουμε τους ερωδιούς με το μακρύ λαιμό και το μικρό σώμα. Το πουλί με το αστείο όνομα Cori Bustard –εμείς αστειευόμαστε φυσικά, αποκαλώντας την «κόρη μπάσταρντ» και πολύ μας αρέσει!!! Είδαμε και τον «γραμματικό των πετεινών», τον πανέμορφο Σεκρετάριους, με την κορώνα στο κεφάλι του. Τις ύαινες τις στικτές. Τα «χάρντι μπήστς» με τα περήφανα κέρατα. Τα «ήλαντ», τις πελώριες και πανέμορφες αντιλόπες. Τα τσακάλια με τις πανέξυπνες μουσούδες. Κι είδαμε και τόσα πολλά τσακάλια σ΄ αυτόν τον δρόμο προς το Σερεγκέτι, που κάποια στιγμή, δεν το άντεξα. «Ούτε στην οδό Τσακάλωφ να είμασταν» σχολίασα, κι έπεσε το γέλιο της αρκούδας....
Ξαφνικά, μέσα στο αναπεπταμένο αυτό πεδίο της στέππας, μακρυά, μπροστά μας μια ξύλινη πύλη. ΄Ενα είδος εισόδου που δεν έκλεινε σε τίποτε και δεν έμπαζε σε τίποτε. ΄Ηταν κυριολεκτικά «η πόρτα στο πουθενά». Νοιώσαμε παράξενα. Για μια στιγμή νομίσαμε πως φτάναμε στον προορισμό μας. Και την άλλη στιγμή αντιληφθήκαμε ότι δεν είχαμε φτάσει πουθενά. Και από εκείνη την ώρα, το μαγικό Σερεγκέτι πήρε στο νου μας διαστάσεις μυθικές...
Αμίλητες περάσαμε την «Πύλη του Πουθενά». Κι ήταν σαν να περνούσαμε το κατώφλι άγνωστου σε μας κόσμου. Ενός κόσμου που, σίγουρα, μας επεφύλασσε εκπλήξεις, τις οποίες δεν τολμούσαμε καν να διανοηθούμε.
Φτάνουμε στο ξενοδοχείο Seronera, την ώρα της δύσης. Είναι η πρώτη φορά που χαιρόμαστε δύση σε τέτοιο μέρος. Κι είναι κάτι συναρπαστικό. Σύννεφα πολιορκούν τον ήλιο, που ράθυμα γέρνει. Κι έπειτα, η άκρη του ορίζοντα τον καταπίνει, θαρρείς, με μια θανάσιμη περίπτυξη. Είναι η απερίγραπτη εκείνη ώρα, που ένα τρυφερό τριανταφυλλί φως βάφει απαλά τον κόσμο, που γλιστράει, νωχελικά στην αγκαλιά του τροπικού λυκόφωτος!
Ακόμα και τα πρόσωπά μας παίρνουν μια χροιά χρυσαφένια!!!
Χριστέ μου, τι μαγεία!!!!
Ο Φράνκη έχει ήδη σταματήσει για να μας δώσει την ευκαιρία να χαρούμε με την ησυχία μας την κατανυκτικότητα της ώρας. Γύρω μας δεν ακούγεται τίποτε. Η σιωπή είναι σχεδόν μυστικιστική. Μονάχα ο αέρας θροϊζει ανάμεσα στα ξερά χορτάρια, σαν υποβλητική μουσική υπόκρουση στο θέαμα που μας καθηλώνει.
Οι φωτογραφίες πάρθηκαν. Ο ήλιος μας έγνεψε το ύστατο «γεια» και το «ξενοδοχείο των βράχων» φάνηκε στο βάθος του δρόμου.
Τι περίεργο κτίσμα ήταν τούτο! Μισό βράχος και μισό ντουβάρι! Ποιος ευφάνταστος αρχιετέκτονας οργίασε εδώ? Διάλεξε έναν πελώριο βραχώδη χώρο και στο σχήμα του προσάρμοσε το αρχιτεκτονικό σχέδιο. Αξιοποίησε όσον βράχο μπόρεσε στη θέση τοίχων και το υπόλοιπο το έχτισε ορθόδοξα. ΄Ετσι το σαλόνι και το μπαρ είναι χωμένα μέσα σ΄ ένα ψηλοτάβανο κοίλωμα, δίκην ανοιχτόκαρδου σπηλαίου, με μια μεγάλη τζαμαρία μπροστά, να σου χαρίζει πλουσιοπάροχη θέα των κήπων. Το εστιατόριο, στο οποίο φτάνεις μέσα από ένα ευρύχωρο λαγούμι με λαξεμένα σκαλοπάτια, είναι μισό ντουβάρι και μισό βράχος. Κάτω από αυτόν, είναι η θέση της ορχήστρας και μια μικρή πίστα στην οποία, δεν θα το πιστέψετε, χορεύουν συνήθως πανέξυπνες... μαϊμούδες!! Και σε όλα αυτά τα παράξενα, φτάνεις από μια μπελαλίδικη κατασκευή ξύλινων «φτερωτών» κλιμάκων και άνετων πλατύσκαλων. Κάτω από τούτα τα σκαλιά ανθίζουν οι κήποι, ανάμεσα σε μικρότερους βράχους και μεγάλες πέτρες.
Το θέαμα δεν τελειώνει εδώ. Πάνω στις «παρειές» των βράχων τρέχουν ή στέκονται ακίνητες μεγάλες, πολύχρωμες σαύρες και τεράστια χαριτωμένα «ποντίκια» οι περίφημες «μανγκούστες».
Στέκεσαι ακίνητος, κι όλος αυτός ο ζωηρός κόσμος κυκλοφορεί γύρω σου χαρούμενος και άφοβος. Αρκεί να μην τον τρομάξεις. Στάσου εκεί, και μελέτα τον με την ησυχία σου. Θα δεις τη σαύρα να χάφτει μικρά έντομα που, σαν τυφλά, έρχονται και πέφτουν πάνω στην τεντωμένη γλώσσα της. Θα δεις ποντίκια να τρων μικρότερα πλάσματα κι ευτυχισμένα να τρέχουν να τρυπώσουν στις κρυψώνες τους...
Τα μεγάλα και τα μικρά πουλιά, πάνω στα δέντρα, ζουν τη δική τους ζωή. Πελεκάνοι, κορμοράνοι, αετοί, γύπες, μαραμπού, φλαμίνγκος, ερωδιοί και δεκάδες άλλων μικρών πουλιών που τα αστραφτερά τους χρώματα ούτε καν τα βάζει ο νους σας, διακοσμούν τα κλαδιά των τεράστιων δέντρων, σαν πολύτιμα, αλλά ζωντανά στολίδια, πάνω στο χριστουγεννιάτικο έλατο.
Το πρώτο μας μπρέκφαστ στη Seronera είναι πραγματικό χάπενινγκ. Σκέτο επεισόδιο! Την ώρα που μακαρίως απολαμβάνουμε τον μοσχοβολιστό καφέ μας, ψιλοκουβεντιάζοντας, ακούμε ξαφνικά φωνές, τρεχαλητά, πιατικά που σπάζουν...
΄Ενας χαμός...
Δεχόμασταν επίθεση. Όχι από Μασσάι, αλλά από... μαϊμούδες.
Μαϊμούδες που ζήλεψαν του τουρίστες, Και, καθώς είναι ζώα άκρως μιμητικά, θέλησαν κι αυτές να κάνουν τις επισκέπτριες. Κι ήρθαν στο ρεστωράν για πρωινό, αφού οι λωλοί άνθρωποι ήρθαν και το έχτισαν στα δικά τους τα λημέρια.
Τι έκαναν, λοιπόν, οι φιλοξενούμενοι, κάθε πρωί?
΄Επαιρναν ο καθένας ένα φλυτζάνι από μια μεγάλη στοίβα, που με το ζόρι ισορροπούσε και το γέμιζαν από μια καφετιέρα.
Λαμπρά!
΄Ορμησαν κι αυτές πάνω στην... ακροβατούσα στοίβα των γυαλικών και την κατεδάφισαν! Κατάφεραν ωστόσο να βουτήξουν από ένα κουπάκι η κάθε μια.
Κι από εκεί κι ύστερα άρχισε το πανηγύρι. Τα γκαρσόνια να τις κυνηγούν, κουνώντας στον αέρα πετσέτες και τραπεζομάντηλα, ως απειλή! Κι αυτές να πολεμούν να φτάσουν τις καφετιέρες, σώνει και καλά.
Τα γκαρσόνια ήταν έξαλλα. Τις πήραν στο κατόπι με σχεδόν φονικές διαθέσεις. Στην αρχή. Διότι, όταν στο τέλος οι μαϊμούδες άρχισαν να κάνουν πονηριές, για να πετύχουν, επί τέλους, το σερβίρισμά τους, δεν έμεινε άνθρωπος στο εστιατόριο που να μην ξεραθεί στα γέλια. Μηδέ των γκαρσονιών εξαιρουμένων, οι οποίοι, τελικά, άφησαν κάτω τα τραπεζομάντηλα κι έπιασαν τις κοιλιές τους Όμως τα δύστυχα πλάσματα είχαν ήδη τρομοκρατηθεί. Και το έβαλαν στα πόδια, σαβουρντώντας, όπου έβρισκαν, τα φλυτζάνια.
Η... έξωση είχε επιτευχθεί και γρήγορα η τάξη αποκαταστάθηκε.
Μπαίνουμε στο τζιπ και αρχίζουμε γι΄ ακόμα μια μέρα το σαφάρι μας...
Το Σερεγκέτι είναι πανέμορφο.
Η μέρα λαμπερή αλλά και δροσερή, ευτυχώς. Ψάχνουμε από ώρα για σαρκοβόρα, αλλά αυτά τα κατάπιε η γης. Δε στεναχωριόμαστε καθόλου. Διότι το περιβάλλον έχει τόση ομορφιά, που μας απορροφά τελείως.
Έχει κι όλας μεσημεριάσει. Σε λίγο θα πρέπει να διακόψουμε το ψάξιμο και να επιστρέψουμε στη Seronera για το γεύμα και μια στάλα ξεκούραση. Ελπίζουμε ότι το απόγευμα θα είμαστε τυχερότεροι. Καθώς παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής, παρατηρούμε μακρυά, στην άλλη άκρη του χώρου που από το πρωί κινούμαστε, να βρίσκονται σταματημένα κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, τέσσερα οχήματα. ΄Εχουν ώρα εκεί. Τι να συμβαίνει άραγε?
«Λεοπάρδαλη» αποφαίνεται τρισευτυχισμένος ο Φράνκι μας κι αλλάζει αμέσως πορεία. Αναφουφουλιαζόμαστε
«Κυριολεκτικά στο παραπέντε, παιδιά» ψιθυρίζουμε και ετοιμάζουμε τις μηχανές μας.
Φτάνουμε κοντά, και πλησιάζουμε με εξαιρετική προσοχή. ΄Ολα τα τα αυτοκίνητα είναι σιωπηλά. Οι άνθρωποι, όρθιοι, παρατηρούν εντατικά ένα σημείο, πάνω στο δέντρο. Φως φανερό ότι το αιλουροειδές ελλοχεύει κάπου εκεί πάνω. Μονάχα που καθόλου δεν «ελλοχεύει». Απλώς το θαυμάσιο αυτό ζώο, έχει απλώσει την αρίδα του πάνω σε μιαν άνετη, χαμηλή διχάλα του κορμού, ενώ η ουρά του κρέμεται ελεύθερη. Και την κουνάει κάπου κάπου τυχαριστημένο. Προφανώς κυνήγησε, γευμάτισε και τώρα ξεκουράζεται χωνεύοντας. Δυστυχώς, το χρώμα της λεοπάρδαλης είναι ακριβώς όμοιο με το καφεδί χρώμα του κορμού. Κι εμείς είμαστε μάλλον μακρυά για να μπορούμε να δούμε λεπτομέρειες, όπως τα μάτια της, το βλέμμα της, την κίνησή της μέσα στον κλεφτό της ύπνο.
Ο Φράνκι, ο καλός μας, με κίνδυνο να χάσει την άδειά του, κάνει... tressapassing, βγαίνει από το δρόμο και προσπαθεί να πλησιάσει όσο γίνεται πιο κοντά, χωρίς βέβαια να κινδυνεύουμε.Διότι αυτό το θαυμάσιο ζώο σαλτάρει παντού.
Εδώ που τα λέμε, έναν φόβο τον είχαμε, μήπως ορμήσει πάνω μας, μέσα στο ανοικτό μας τζιπ.
Μπα! Δε βαριέσαι! Το «θεριό» μας αγνοεί μέχρι περιφρονήσεως. Θέλει μονάχα ξεκούραση και χώνεψη. Γι΄ αυτό και λαγοκοιμάται. Πότε πότε μισανοίγει το ένα μάτι, μας κοιτάει θολά και το ξανακλείνει, αδιάφορα.
Η ώρα κοντεύει δύο. Είμαστε ευτυχείς που καταφέραμε να βρούμε τη λεοπάρδαλη, που όπως θα αποδειχθεί μέχρι το τέλος του ταξιδιού μας, θα είναι και η μοναδική. Είναι γνωστό ότι οι λεοπαρδάλεις και τα τσιτάχ σπάνια εμφανίζονται. Είναι σαν τις κρυφοκόρες. Αντίθετα με τα λιοντάρια, που είναι σκέτοι... επιδειξίες!!! Μεγάλη μας λοιπόν η τύχη να πέσουμε πάνω και στα δύο αυτά σπάνια είδη, έστω και μια φορά. ΄Ετσι το απόγευμα θα απολαμβάνουμε απερίσκεπτες την ομορφιά του τοπίου, που είναι μεγαλειώδες.
Το απογευματινό σαφάρι είναι πάντα μαγευτικό. Πρώτα πρώτα, σπάει η ζέστη και σηκώνεται ένα δροσερό αεράκι. Το γέρμα του ήλιου δίνει ένα περίεργο φως στην ατμόσφαιρα. Την κάνει πρώτα χρυσοκίτρινη, μετά χρυσοκόκκινη και μετά της βάζει, θαρρείς, φωτιά.
Ο εμπρησμός της ζούγκλας.....
Τυχερός όποιος ζήσει αυτές τις στιγμές, έστω και μια φορά στη ζωή του....
Attachments
-
113,3 KB Προβολές: 274
Last edited by a moderator: