St.Adamantidou
Member
- Μηνύματα
- 245
- Likes
- 898
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2ο (Αkuna Matata)
- Κεφάλαιο 3ο (Ο Κόσμος, μέσα κι έξω από τη Μανυάρα)
- Κεφάλαιο 4ο (Συλλαλητήριο πτηνών)
- Κεφάλαιο 5ο (Lake Manyara Hotel – Ο κήπος της Εδέμ)
- Κεφάλαιο 6ο (Προς το Σερεγκέτι)
- Κεφάλαιο 7ο (Ο Μακρυνός μας Πρόγονος Australopithicus Africanus)
- Κεφάλαιο 8ο (ShoraMasai! - «Μαασάι γειά σας...»)][B]ShoraMasai![/B
- Κεφάλαιο 9ο (Η άφιξη στο Νγκόρο Νγκόρο Λοτζ)][B]Η άφιξη στο Νγκόρο Νγκόρο Λοτζ[/B
- Κεφάλαιο 10ο (Η εκδίκηση των εφηβικών ονείρων)
- Κεφάλαιο 11ο (Amboseli - Kilimanjaro Safari Lodge)
- Κεφάλαιο 12ο (Tree Tops - Η εμπειρία του... παλαβού)
- Κεφάλαιο 13ο (Μaasai Mara – Mara Sarova - Ο τόπος των εκπλήξεων...)][B]Όμως, κατεπλάγημεν και οι πέντε. Αυτό το πράμα είναι σαν τις σκηνές των Σεήχηδων, στην έρημο! Με όλα τα σουπρεπέ της. Μωρέ, δέσε! Τι εκπληκτικό μπάνιο είναι τούτο. Τίποτε δεν του έλειπε, όπως διαπίστωσα κατάπληκτη, όταν σήκωσα το «φύλλο» της σκηνής και μπήκα στο εσωτερικό της.[/B
- Κεφάλαιο 14ο (Mara Serena - Ο αποχαιρετισμός στην Αφρική...)
«Μαασάι γειά σας...»
Το σαφάρι μας από την περιοχή της Σερονέρα μέχρι το Νγκόρο Νγκόρο είναι πράγματι μακρύ κι ενδιαφέρον. Στο διάστημα των 144χιλιομέτρων της σαβάνας που διασχίζουμε σήμερα, βλέπουμε πράματα και θάματα. Ανάμεσα σε αυτά και πριν φτάσουμε στον καταυλισμό του προορισμού μας, συναντάμε, για πρώτη φορά, τους Μαασάι, την περήφανη αυτή πολεμική φυλή της Αφρικής, που έχουν γίνει σχεδόν μύθος μέσα κι έξω από τη Μαύρη Ήπειρο. ΄Εχω ακούσει και διαβάσει γι΄ αυτούς ένα σωρό πράγματα. Όμως, τίποτε απ΄ αυτά δεν μας έχει προετοιμάσει γι΄ αυτό που βλέπω με τα μάτια μου. Είναι περίπου απίστευτο. Μια καταπληκτική φυλή. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν το ταίρι τους πουθενά του κόσμου.
Κατ΄ αρχήν είναι πανύψηλοι. Παρατηρώ μια φωτογραφία μου μ΄ έναν πολεμιστή και φρίττω με την αχαμνότητά μου! Δεν τον φτάνω ούτε μέχρι τον ώμο!! Κάπου στο μισό του μπράτσου λογαριάστε!! Ο άνθρωπος ξεπερνάει κατά κάμποσο τα δυο μέτρα, κι εγώ ζορ-ζορινά είμαι 1,60! Θα μπορούσε άνετα να με χρησιμοποιήσει σαν... Μπαστούνι!!!
Μας περιμένουν στο ρείθρο του χωματόδρομου ντυμένοι τα καλά τους και , πολλοί τρομακτικά μακιγιαρισμένοι! Οι άντρες έχουν κάτι εκπληκτικές κομμώσεις. Μακρυά μαλλιά πλεγμένα λεπτές κοτσίδες, στολισμένες με χρωματιστές χάντρες. Τα μάτια τους είναι κατάμαυρα, τεράστια και γεμάτα περηφάνεια, αλλά και περιέργεια. Στηλώνονται πάνω σου, και θαρρείς φτάνουν την ψυχή σου. Τα μέτωπά τους είναι μεγάλα, το δέρμα τους αστραφτερό σαν καλογυαλισμένος έβενος, τα στόματα μεγάλα με χείλια γενναιόδωρο και πάλλευκα στραφταλιστά δόντια. Αν δεις κάποιον ακίνητο, εύκολα τον μπερδεύεις με ξυλόγλυπτο σπάνια τέχνης. Μια καφεκόκκινη κουβέρτα, είναι άνετα ριγμένη στους ώμους και στερεωμένη μπροστά, ή στον έναν ώμο, όπως φορούσαν τον χιτώνα τους οι Ρωμαίοι. Στο λαιμό, στα μπράτσα, τα πόδια και τ΄ αυτιά τους, κουβαλούν όλων των λογιών τα στολίδια, καμωμένα από βαμμένο πηλό, από κόκκαλα ζώων, από καπάκια αναψυκτικών, από διάφορα γυαλάκια, από χρωματιστό ξύλο κι απ΄ ότι βάλει ο πιο ευφάνταστος νους. Από το βάρος των «κοσμημάτων» πολλών οι λοβοί των αυτιών έχουν μακρύνει αηδιαστικά, αφού τους έχουν κιόλας τρυπημένους. Και οι τρύπες αυτές έχουν τόσο ξεχειλώσει, που μπορείς να περάσεις από μέσα τους τη γροθιά ενός μωρού. Αφήστε που μπορεί ο ένας λοβός να είναι έτσι μεγάλος, κι ο άλλος πολύ μικρότερος. Βλέπετε ότι η μόδα των Μαασάι δεν γνωρίζει την έννοια του σετ. Φορούν ό,τι βρουν, όπου τους ταιριάζει. Απλά1
Οι πολεμιστές κρατούν στο δεξί τους χέρι ένα δόρυ, σχεδόν στο μπόι τους, ασήκωτο σε βάρος. Στις γιορτές κρατούν τις δερμάτινες χρωματιστές ασπίδες τους. Και στα πόδια φορούν κομψότατα σαντάλια από δέρμα βούβαλου.
Μίλησα λίγο πιο πριν για «τρομακτικό μακιγιάζ». Το εννοούσα. Μερικοί από αυτούς είναι βαμμένοι με άσπρη μπογιά, κι είναι βαμμένοι περίεργα. Βάφουν, φερ΄ ειπείν το μισό τους μάγουλο. Το μισό μάτι. Κάνουν τρελά σχέδια πάνω από τα φρύδια. Μπογιατίζουν την περιοχή κάτω από τα μάτια. Κάνουν με τη μπογιά όποια παλαβομάρα βάλει ο νους σας και καμαρώνουν περιχαρείς. Τους αρέσει να ξαφνιάζουν και το χαίρονται σαν παιδιά.
Κατεβαίνουμε κομμάτι μουδιασμένες από το αυτοκίνητο. Μας χαιρετούν δια... χειραψίας!! Μας καλούν να επισκεφθούμε το χωριό τους και διαπραγματεύονται σκληρά την πληρωμή τους, για να μας επιτρέψουν την είσοδο. «Τόσα με χορούς, τόσα χωρίς χορούς. Τόσα για τα καλύβια των γυναικών, τόσα δίχως αυτά. Διαλέγετε!!»
Κι εμείς διαλέξαμε τσιφούτικα! Οι ανόητες! Μονάχα καλύβια και χορούς των ανδρών
Και αποκλείσαμε τις γυναίκες που μας «μάνισαν» φυσικά και καλά μας έκαναν.
Πρέπει βέβαια να ομολογήσω ότι η τιμή που μας ζήτησαν δεν ήταν καθόλου φθηνή. ΄Ομως, γι΄ αυτό το λόγο δεν βρισκόμασταν εδώ, τόσες χιλιάδες μίλια μακρυά από τον τόπο μας? Για να δούμε τα παράξενα αυτού του γεωγραφικού χώρου. Ας είναι. Το ταξίδι είναι σαν το έγκλημα. Ποτέ δεν μπορεί να είναι τέλειο.
Μπήκαν, λοιπόν, μπροστά οι πολεμιστές, πίσω οι γέροντες και γύρω μας τα σημαιοστολισμένα παιδόπουλα. Για να φτάσουμε στο χώρο που θα μας γίνει η επίδειξη των πολεμικών χορών, περνάμε ανάμεσα από τις γυναίκες. Κάθονται μπρος στα καλύβια τους και μας κοιτούν εχθρικά. Η εκπρόσωπός τους - μια πανέμορφη κοπελιά- δεν κατάφερε να μας προσελκύσει, κι είναι πολύ κακιωμένη μαζί μας. Η εμφάνισή τους, ωστόσο, μας αφήνει άναυδες. Τα κεφάλια όλων ανεξαιρέτως των θηλυκών είναι κουρεμένα σύρριζα. Και τούτα τα γουλιά-κουρούπια γυαλοκοπούν στον ήλιο αλειμμένα μπόλικο λίπος!! Είναι κι αυτές τυλιγμένες με μακρυές μαύρες κουβέρτες -κοντεύει η ψύχρα της νύχτας- αλλά μερικές έχουν μόνο ένα κόκκινο πανί τυλιγμένο γύρω από τη μέση τους. Όλες τους φορούν τεράστιες τραχηλειές, καμωμένες από εκατοντάδες χρωματιστές χάντρες. Κι είναι κάτι τραχηλειές ντούρες, άκαμπτες, άβολες αλλά πολύ εντυπωσιακές. Σκεφτείτε ότι συχνά είναι τόσο μεγάλες που σκεπάζουν ακόμα και τα γυμνά τους στήθη. Πώς τις μανουβράρουν και δεν τους δημιουργούν προβλήματα στις κινήσεις τους, μόνον αυτές και οι Μούγγου το γνωρίζουν. Το φαλακρό τους κεφάλι είναι κι αυτό καταστόλιστο με στεφάνια και λοφία. Τα μπράτσα τους, γεμάτα χάλκινα βραχιόλια, οι αστράγαλοι το ίδιο. Μα πώς διάβολο περπατούν και κινούνται αυτά τα πλάσματα? Πώς δεν πληγιάζουν?
Τα καλύβια τους είναι από ξεραμένο χώμα που τοποθετείται πάνω σε σκελετό από ευλύγιστα κλαδιά.
Οι Μαασάι είναι πολυγαμικοί. Παίρνουν όσες γυναίκες τραβάει η ψυχή τους, και κανείς δεν θίγεται. Αρκεί ο, τοσούτον δραστήριος, «κύριος κι αφέντης» να δύναται να τις ταίσει όλες, στοιχειωδώς.
Η κοινωνία τους, όπως μετά ταύτα, καταλαβαίνετε, είναι καθαρά ανδροκρατική. Τα παιδιά στα δεκατέσσερά τους χρόνια, εγκαταλείπουν την οικογένειά τους, βρίσκουν κάποιο μέρος κοντά στο χωριό τους και χτίζουν εκεί τη δική τους ΜΑΝΥΑΤΑ - το δικό τους κατάμερο- το οποίο υποχρεούνται να υπερασπίζονται και να εξυπηρετούν μόνα τους, εξασφαλισθέντας φυσικά και την τροφή τους, δίχως απ΄ έξω συνδρομή. Κι εκεί οι γεροντότεροι αναλαμβάνουν να τους διδάξουν την παράδοση, τα ζακόνια της φυλής, τους χορούς, τα τραγούδια, την πολεμική τέχνη, το κυνήγι και τα μυστικά της ζωής.
Οκτώ περίπου χρόνια ζουν έτσι, κι ανδρώνονται. Και, κάποια στιγμή, ο Μάγος αποφασίζει πως ήρθε η ώρα να γίνουν, και επισήμως, τα παιδόπουλα άντρες. Στη διάρκεια μιας μεγάλη γιορτής γίνετια η περιτομή τους, και τα χτεσινά παιδιά μπαίνουν στις τάξεις των «νεαρών πολεμιστών». Την ίδια ώρα, ισάριθμοι νεαροί πολεμιστές μπαίνουν στις τάξεις των «αντρών πολεμιστών», «αδειάζοντας» τις σχετικές θέσεις για τους νεοφώτιστους. Σε εύθετο χρόνο οι «άντρες πολεμιστές» γίνονται οι νέοι «προύχοντες» και αργότερα «δημογέροντες» για να αποσυρθούν, στο τέλος στην ιδιωτική ζωή. Κάπως έτσι λειτουργεί, χονδρικά, η κοινωνία των Μαασάι.
Παλιά ήταν άκρως νομαδικός λαός. Έκλεβαν ζώα από τις γειτονικές φυλές και το ‘σκαγαν μακρυά, ή, όταν το ήθελαν, πολεμούσαν. Τώρα, προσπαθούν να ζήσουν ως κτηνοτρόφοι αλλά, όσες φορές τους έρχεται βολικά ληστεύουν τους φιλειρηνικούς γεωργούς Κικούγιου, με τους οποίους έχουν χρόνια μάχη. Μισούνται βαθύτατα. Ο Φράνκι μας είναι Κικούγιου. Ξέρετε πόσο διστακτικά μας ακολούθησε στο χωριό των Μαασάι? Υποψιάζομαι ότι ήρθε μαζί μας γιατί φοβόταν να μείνει μονάχος του μέσα στο αυτοκίνητο που αφήσαμε έξω από το χωριό. Τώρα, το πόσο μπορούσαμε εμείς -πέντε γυναίκες κι ένας άντρας- να τον προστατέψουμε από την πιθανή εναντίον του εχθρική έκρηξη, είναι μια άλλη ιστορία που δεν θέλω καν να σκεφτώ! Διότι, όταν κάποια στιγμή, μας μάντρωσαν σε έναν πασσαλόφραχτο χώρο που ήταν ο στάβλος τους - ο πιο σημαντικός χώρος σ΄ έναν καταυλισμό Μαασάι, αφού φιλοξενεί ό,τι πολυτιμότερο έχει η φυλή, τα ζώα- για να μας χορέψουν, εγώ έπαθα, όπως ειπείν, χρυσή.!!! Αυτού ήταν καμιά τριανταριά θηρία, οπλισμένοι με σιδερένια δόρατα, και μάτι αγριωπό! Κι εμείς!! Εμείς στο έλεός τους... Και καθώς οι νεαροί πολεμιστές εκστασιάζονται με τους χορούς, και οι πολεμικές κραυγές ερεθίζουν τα πανάρχαια βάρβαρα ένστικτά τους, εγώ νοιώθω μια κάποια λαχτάρα, που κάνει τα χέρια μου να τρέμουν και να μην μπορούν να κουμαντάρουν τη μηχανή....
Ο... Κούκλος Μαασάι, που διάλεξα για φωτομοντέλο, φαίνεται ξέρει τι αξίζει, και φέρεται περίπου σαν βεντέτα. Με πλησιάζει βλοσυρός και με κείνο το, σαν αιλουροειδούς, περπάτημά του, μου δίνει να καταλάβω πως θέλει κι αυτός να δει, τι βλέπω εγώ μέσα από τη μηχανή μου, που την κρατώ συνεχώς κολλημένη στο μάτι μου. Μου την αρπάζει, βλέπει μέσα από το φακό και... Αρνείται να μου την επιστρέψει. Αδίκως πηδώ για τη φτάσω και να την αποσπάσω από τα χέρια μου! Αυτός τη σηκώνει σβέλτα ψηλά, τη γλυτώνει προς στιγμήν και την ξανακολλά στο μάτι τους. Κύριος οίδε τι βλέπει, αν βλέπει κάτι...
Ανησυχώ για την.. ακεραιότητα της μηχανής μου, και πατάω τις φωνές.
Ευτυχώς ο ψύχραιμος Δημήτρης έχει μια φαεινή ιδέα. Περνάει στο λαιμό του άγριου Αφρικάνου μιαν άδεια τσάντα του Τράβελ Πλαν και του δίνει να καταλάβει πως πρέπει να επιστρέψει τη μηχανή. Κάπου ο «κούκλος» μου μπουρδουκλώνεται, κάπου τα χάνει, δεν ξέρει τι να διαλέξει μεταξύ τσάντας και μηχανή και, πάνω στο στιγμιαίο του σάστισμα κατεβάζει χαμηλά τα χέρια του. Κι εγώ καραδοκώ, Του αρπάζω τη μηχανή, τον φωτογραφίζω μάνι μάνι και προσπαθώ να βρεθώ πίσω του, για να μην τον προκαλώ πια.
Ύστερα από όλα αυτά τα... Επεισοδιακά, οι πολεμιστές κάνουν επίδειξη άλματος εις ύψος. Ποιος θα πηδήξει πιο ψηλά, επί τόπου φυσικά. Κι εμείς θαυμάζουμε τη δύναμη των ποδιών τους, που τους πάνε ένα, και συχνά δύο μέτρα περίπου, πάνω από το έδαφος.
- Πώς τα καταφέρνουν έτσι λιανοί όπως είναι? Πετσί και κόκκαλο είναι οι άνθρωποι.
- Ναι, αλλά πίνουν γάλα και... Αίμα, λέει ο Δημήτρης, γελώντας με την έκφραση αηδίας που κοσμεί τα πρόσωπά μας.
Πράγματι πίνουν αίμα! Αίμα που παίρνουν από ζωντανά ζώα, με μια απλή διαδικασία. Τρυπούν τη φλέβα του λαιμού της αγελάδας με ένα βέλος που το ρίχνει με λίγη δύναμη, ένας καλός σκοπευτής, από μικρή απόσταση. Καθώς το αίμα τινάζεται, διαγράφοντας ένα μικρό τόξο, οι Μαασάι το συλλέγουν, με προσοχή και σεβασμό, μέσα σ΄ ένα πήλινο δοχείο. Μετά, το ανακατεύουν με γάλα, και η φυλή κοινωνεί δύναμη και θάρρος. Κι εμείς αισθανόμαστε τα στομάχια μας να γυρίζουν το μέσα έξω.
Οι περίεργοι αυτοί άνθρωποι είναι, φυσικά, ανιμιστές. Πιστεύουν σε ό,τι κι οι πρόγονοί τους. Στο θεό Ενκάι που, κάποτε, χώρισε τη γη από τον ουρανό, και τους χάρισε τη γελάδα. Όμως η γελάδα για να ζήσει, θέλει χόρτο. Και το χόρτο φυτρώνει στη γη. Άρα η γη είναι ιερή και, επομένως, απαραβίαστη. Αποτέλεσμα? Οι Μαασάι δεν πρόκειται να γίνουν ποτέ γεωργοί. Διότι η παράδοσή τους, τους απαγορεύει να κάνουν έστω και μια τρύπα στο χώμα. Κι αφού, ως γνωστόν, ούτε στο νερό γίνεται τρύπα, τότε μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε ότι οι Μαασάι δεν τα έχουν καλά με τις τρύπες. Γι΄ αυτό και υδρεύονται μονάχα από ποτάμια και λίμνες και... Σνομπάρουν τα πηγάδια που τους ανοίγει η Κυβέρνηση της Τανζανίας. Να λοιπόν, για ποιο λόγο αυτή η φυλή είναι νομαδική, πολεμική και... κλέφτρα. Σέβεται τη Γη!!
Στο έβγα μας από το χωριό, ο «Γέροντας» που μας συνοδεύει επικεφαλής της ανδρικής κοινότητας, δείχνει στο Δημήτρη το καταπληγιασμένο πόδι ενός νέου. «Παναγιά Παρθένα! Λέπρα!» τρομάζουμε. «Όχι! Είναι πολύ προχωρημένη μόλυνση. Αύριο το πρωί, πηγαίνοντας προς τον κρατήρα, θα τους φέρω ένα δραστικό αντιβιοτικό, που ελπίζω να τον βοηθήσει» συνεχίζει ο Δημήτρης, και το υπόσχεται στο «γέροντα» της φυλής. Σφίγγουμε ξανά τα χέρια -μανία που την έχουν αυτοί οι άνθρωποι με τις χειραψίες!
Μετά το «χελόου» και τα «μπαι-μπαι», μπαίνουμε, επί τέλους, στην τελική ευθεία για το Νγκόρο Νγκόρο.
Το σαφάρι μας από την περιοχή της Σερονέρα μέχρι το Νγκόρο Νγκόρο είναι πράγματι μακρύ κι ενδιαφέρον. Στο διάστημα των 144χιλιομέτρων της σαβάνας που διασχίζουμε σήμερα, βλέπουμε πράματα και θάματα. Ανάμεσα σε αυτά και πριν φτάσουμε στον καταυλισμό του προορισμού μας, συναντάμε, για πρώτη φορά, τους Μαασάι, την περήφανη αυτή πολεμική φυλή της Αφρικής, που έχουν γίνει σχεδόν μύθος μέσα κι έξω από τη Μαύρη Ήπειρο. ΄Εχω ακούσει και διαβάσει γι΄ αυτούς ένα σωρό πράγματα. Όμως, τίποτε απ΄ αυτά δεν μας έχει προετοιμάσει γι΄ αυτό που βλέπω με τα μάτια μου. Είναι περίπου απίστευτο. Μια καταπληκτική φυλή. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν το ταίρι τους πουθενά του κόσμου.
Κατ΄ αρχήν είναι πανύψηλοι. Παρατηρώ μια φωτογραφία μου μ΄ έναν πολεμιστή και φρίττω με την αχαμνότητά μου! Δεν τον φτάνω ούτε μέχρι τον ώμο!! Κάπου στο μισό του μπράτσου λογαριάστε!! Ο άνθρωπος ξεπερνάει κατά κάμποσο τα δυο μέτρα, κι εγώ ζορ-ζορινά είμαι 1,60! Θα μπορούσε άνετα να με χρησιμοποιήσει σαν... Μπαστούνι!!!
Μας περιμένουν στο ρείθρο του χωματόδρομου ντυμένοι τα καλά τους και , πολλοί τρομακτικά μακιγιαρισμένοι! Οι άντρες έχουν κάτι εκπληκτικές κομμώσεις. Μακρυά μαλλιά πλεγμένα λεπτές κοτσίδες, στολισμένες με χρωματιστές χάντρες. Τα μάτια τους είναι κατάμαυρα, τεράστια και γεμάτα περηφάνεια, αλλά και περιέργεια. Στηλώνονται πάνω σου, και θαρρείς φτάνουν την ψυχή σου. Τα μέτωπά τους είναι μεγάλα, το δέρμα τους αστραφτερό σαν καλογυαλισμένος έβενος, τα στόματα μεγάλα με χείλια γενναιόδωρο και πάλλευκα στραφταλιστά δόντια. Αν δεις κάποιον ακίνητο, εύκολα τον μπερδεύεις με ξυλόγλυπτο σπάνια τέχνης. Μια καφεκόκκινη κουβέρτα, είναι άνετα ριγμένη στους ώμους και στερεωμένη μπροστά, ή στον έναν ώμο, όπως φορούσαν τον χιτώνα τους οι Ρωμαίοι. Στο λαιμό, στα μπράτσα, τα πόδια και τ΄ αυτιά τους, κουβαλούν όλων των λογιών τα στολίδια, καμωμένα από βαμμένο πηλό, από κόκκαλα ζώων, από καπάκια αναψυκτικών, από διάφορα γυαλάκια, από χρωματιστό ξύλο κι απ΄ ότι βάλει ο πιο ευφάνταστος νους. Από το βάρος των «κοσμημάτων» πολλών οι λοβοί των αυτιών έχουν μακρύνει αηδιαστικά, αφού τους έχουν κιόλας τρυπημένους. Και οι τρύπες αυτές έχουν τόσο ξεχειλώσει, που μπορείς να περάσεις από μέσα τους τη γροθιά ενός μωρού. Αφήστε που μπορεί ο ένας λοβός να είναι έτσι μεγάλος, κι ο άλλος πολύ μικρότερος. Βλέπετε ότι η μόδα των Μαασάι δεν γνωρίζει την έννοια του σετ. Φορούν ό,τι βρουν, όπου τους ταιριάζει. Απλά1
Οι πολεμιστές κρατούν στο δεξί τους χέρι ένα δόρυ, σχεδόν στο μπόι τους, ασήκωτο σε βάρος. Στις γιορτές κρατούν τις δερμάτινες χρωματιστές ασπίδες τους. Και στα πόδια φορούν κομψότατα σαντάλια από δέρμα βούβαλου.
Μίλησα λίγο πιο πριν για «τρομακτικό μακιγιάζ». Το εννοούσα. Μερικοί από αυτούς είναι βαμμένοι με άσπρη μπογιά, κι είναι βαμμένοι περίεργα. Βάφουν, φερ΄ ειπείν το μισό τους μάγουλο. Το μισό μάτι. Κάνουν τρελά σχέδια πάνω από τα φρύδια. Μπογιατίζουν την περιοχή κάτω από τα μάτια. Κάνουν με τη μπογιά όποια παλαβομάρα βάλει ο νους σας και καμαρώνουν περιχαρείς. Τους αρέσει να ξαφνιάζουν και το χαίρονται σαν παιδιά.
Κατεβαίνουμε κομμάτι μουδιασμένες από το αυτοκίνητο. Μας χαιρετούν δια... χειραψίας!! Μας καλούν να επισκεφθούμε το χωριό τους και διαπραγματεύονται σκληρά την πληρωμή τους, για να μας επιτρέψουν την είσοδο. «Τόσα με χορούς, τόσα χωρίς χορούς. Τόσα για τα καλύβια των γυναικών, τόσα δίχως αυτά. Διαλέγετε!!»
Κι εμείς διαλέξαμε τσιφούτικα! Οι ανόητες! Μονάχα καλύβια και χορούς των ανδρών
Και αποκλείσαμε τις γυναίκες που μας «μάνισαν» φυσικά και καλά μας έκαναν.
Πρέπει βέβαια να ομολογήσω ότι η τιμή που μας ζήτησαν δεν ήταν καθόλου φθηνή. ΄Ομως, γι΄ αυτό το λόγο δεν βρισκόμασταν εδώ, τόσες χιλιάδες μίλια μακρυά από τον τόπο μας? Για να δούμε τα παράξενα αυτού του γεωγραφικού χώρου. Ας είναι. Το ταξίδι είναι σαν το έγκλημα. Ποτέ δεν μπορεί να είναι τέλειο.
Μπήκαν, λοιπόν, μπροστά οι πολεμιστές, πίσω οι γέροντες και γύρω μας τα σημαιοστολισμένα παιδόπουλα. Για να φτάσουμε στο χώρο που θα μας γίνει η επίδειξη των πολεμικών χορών, περνάμε ανάμεσα από τις γυναίκες. Κάθονται μπρος στα καλύβια τους και μας κοιτούν εχθρικά. Η εκπρόσωπός τους - μια πανέμορφη κοπελιά- δεν κατάφερε να μας προσελκύσει, κι είναι πολύ κακιωμένη μαζί μας. Η εμφάνισή τους, ωστόσο, μας αφήνει άναυδες. Τα κεφάλια όλων ανεξαιρέτως των θηλυκών είναι κουρεμένα σύρριζα. Και τούτα τα γουλιά-κουρούπια γυαλοκοπούν στον ήλιο αλειμμένα μπόλικο λίπος!! Είναι κι αυτές τυλιγμένες με μακρυές μαύρες κουβέρτες -κοντεύει η ψύχρα της νύχτας- αλλά μερικές έχουν μόνο ένα κόκκινο πανί τυλιγμένο γύρω από τη μέση τους. Όλες τους φορούν τεράστιες τραχηλειές, καμωμένες από εκατοντάδες χρωματιστές χάντρες. Κι είναι κάτι τραχηλειές ντούρες, άκαμπτες, άβολες αλλά πολύ εντυπωσιακές. Σκεφτείτε ότι συχνά είναι τόσο μεγάλες που σκεπάζουν ακόμα και τα γυμνά τους στήθη. Πώς τις μανουβράρουν και δεν τους δημιουργούν προβλήματα στις κινήσεις τους, μόνον αυτές και οι Μούγγου το γνωρίζουν. Το φαλακρό τους κεφάλι είναι κι αυτό καταστόλιστο με στεφάνια και λοφία. Τα μπράτσα τους, γεμάτα χάλκινα βραχιόλια, οι αστράγαλοι το ίδιο. Μα πώς διάβολο περπατούν και κινούνται αυτά τα πλάσματα? Πώς δεν πληγιάζουν?
Τα καλύβια τους είναι από ξεραμένο χώμα που τοποθετείται πάνω σε σκελετό από ευλύγιστα κλαδιά.
Οι Μαασάι είναι πολυγαμικοί. Παίρνουν όσες γυναίκες τραβάει η ψυχή τους, και κανείς δεν θίγεται. Αρκεί ο, τοσούτον δραστήριος, «κύριος κι αφέντης» να δύναται να τις ταίσει όλες, στοιχειωδώς.
Η κοινωνία τους, όπως μετά ταύτα, καταλαβαίνετε, είναι καθαρά ανδροκρατική. Τα παιδιά στα δεκατέσσερά τους χρόνια, εγκαταλείπουν την οικογένειά τους, βρίσκουν κάποιο μέρος κοντά στο χωριό τους και χτίζουν εκεί τη δική τους ΜΑΝΥΑΤΑ - το δικό τους κατάμερο- το οποίο υποχρεούνται να υπερασπίζονται και να εξυπηρετούν μόνα τους, εξασφαλισθέντας φυσικά και την τροφή τους, δίχως απ΄ έξω συνδρομή. Κι εκεί οι γεροντότεροι αναλαμβάνουν να τους διδάξουν την παράδοση, τα ζακόνια της φυλής, τους χορούς, τα τραγούδια, την πολεμική τέχνη, το κυνήγι και τα μυστικά της ζωής.
Οκτώ περίπου χρόνια ζουν έτσι, κι ανδρώνονται. Και, κάποια στιγμή, ο Μάγος αποφασίζει πως ήρθε η ώρα να γίνουν, και επισήμως, τα παιδόπουλα άντρες. Στη διάρκεια μιας μεγάλη γιορτής γίνετια η περιτομή τους, και τα χτεσινά παιδιά μπαίνουν στις τάξεις των «νεαρών πολεμιστών». Την ίδια ώρα, ισάριθμοι νεαροί πολεμιστές μπαίνουν στις τάξεις των «αντρών πολεμιστών», «αδειάζοντας» τις σχετικές θέσεις για τους νεοφώτιστους. Σε εύθετο χρόνο οι «άντρες πολεμιστές» γίνονται οι νέοι «προύχοντες» και αργότερα «δημογέροντες» για να αποσυρθούν, στο τέλος στην ιδιωτική ζωή. Κάπως έτσι λειτουργεί, χονδρικά, η κοινωνία των Μαασάι.
Παλιά ήταν άκρως νομαδικός λαός. Έκλεβαν ζώα από τις γειτονικές φυλές και το ‘σκαγαν μακρυά, ή, όταν το ήθελαν, πολεμούσαν. Τώρα, προσπαθούν να ζήσουν ως κτηνοτρόφοι αλλά, όσες φορές τους έρχεται βολικά ληστεύουν τους φιλειρηνικούς γεωργούς Κικούγιου, με τους οποίους έχουν χρόνια μάχη. Μισούνται βαθύτατα. Ο Φράνκι μας είναι Κικούγιου. Ξέρετε πόσο διστακτικά μας ακολούθησε στο χωριό των Μαασάι? Υποψιάζομαι ότι ήρθε μαζί μας γιατί φοβόταν να μείνει μονάχος του μέσα στο αυτοκίνητο που αφήσαμε έξω από το χωριό. Τώρα, το πόσο μπορούσαμε εμείς -πέντε γυναίκες κι ένας άντρας- να τον προστατέψουμε από την πιθανή εναντίον του εχθρική έκρηξη, είναι μια άλλη ιστορία που δεν θέλω καν να σκεφτώ! Διότι, όταν κάποια στιγμή, μας μάντρωσαν σε έναν πασσαλόφραχτο χώρο που ήταν ο στάβλος τους - ο πιο σημαντικός χώρος σ΄ έναν καταυλισμό Μαασάι, αφού φιλοξενεί ό,τι πολυτιμότερο έχει η φυλή, τα ζώα- για να μας χορέψουν, εγώ έπαθα, όπως ειπείν, χρυσή.!!! Αυτού ήταν καμιά τριανταριά θηρία, οπλισμένοι με σιδερένια δόρατα, και μάτι αγριωπό! Κι εμείς!! Εμείς στο έλεός τους... Και καθώς οι νεαροί πολεμιστές εκστασιάζονται με τους χορούς, και οι πολεμικές κραυγές ερεθίζουν τα πανάρχαια βάρβαρα ένστικτά τους, εγώ νοιώθω μια κάποια λαχτάρα, που κάνει τα χέρια μου να τρέμουν και να μην μπορούν να κουμαντάρουν τη μηχανή....
Ο... Κούκλος Μαασάι, που διάλεξα για φωτομοντέλο, φαίνεται ξέρει τι αξίζει, και φέρεται περίπου σαν βεντέτα. Με πλησιάζει βλοσυρός και με κείνο το, σαν αιλουροειδούς, περπάτημά του, μου δίνει να καταλάβω πως θέλει κι αυτός να δει, τι βλέπω εγώ μέσα από τη μηχανή μου, που την κρατώ συνεχώς κολλημένη στο μάτι μου. Μου την αρπάζει, βλέπει μέσα από το φακό και... Αρνείται να μου την επιστρέψει. Αδίκως πηδώ για τη φτάσω και να την αποσπάσω από τα χέρια μου! Αυτός τη σηκώνει σβέλτα ψηλά, τη γλυτώνει προς στιγμήν και την ξανακολλά στο μάτι τους. Κύριος οίδε τι βλέπει, αν βλέπει κάτι...
Ανησυχώ για την.. ακεραιότητα της μηχανής μου, και πατάω τις φωνές.
Ευτυχώς ο ψύχραιμος Δημήτρης έχει μια φαεινή ιδέα. Περνάει στο λαιμό του άγριου Αφρικάνου μιαν άδεια τσάντα του Τράβελ Πλαν και του δίνει να καταλάβει πως πρέπει να επιστρέψει τη μηχανή. Κάπου ο «κούκλος» μου μπουρδουκλώνεται, κάπου τα χάνει, δεν ξέρει τι να διαλέξει μεταξύ τσάντας και μηχανή και, πάνω στο στιγμιαίο του σάστισμα κατεβάζει χαμηλά τα χέρια του. Κι εγώ καραδοκώ, Του αρπάζω τη μηχανή, τον φωτογραφίζω μάνι μάνι και προσπαθώ να βρεθώ πίσω του, για να μην τον προκαλώ πια.
Ύστερα από όλα αυτά τα... Επεισοδιακά, οι πολεμιστές κάνουν επίδειξη άλματος εις ύψος. Ποιος θα πηδήξει πιο ψηλά, επί τόπου φυσικά. Κι εμείς θαυμάζουμε τη δύναμη των ποδιών τους, που τους πάνε ένα, και συχνά δύο μέτρα περίπου, πάνω από το έδαφος.
- Πώς τα καταφέρνουν έτσι λιανοί όπως είναι? Πετσί και κόκκαλο είναι οι άνθρωποι.
- Ναι, αλλά πίνουν γάλα και... Αίμα, λέει ο Δημήτρης, γελώντας με την έκφραση αηδίας που κοσμεί τα πρόσωπά μας.
Πράγματι πίνουν αίμα! Αίμα που παίρνουν από ζωντανά ζώα, με μια απλή διαδικασία. Τρυπούν τη φλέβα του λαιμού της αγελάδας με ένα βέλος που το ρίχνει με λίγη δύναμη, ένας καλός σκοπευτής, από μικρή απόσταση. Καθώς το αίμα τινάζεται, διαγράφοντας ένα μικρό τόξο, οι Μαασάι το συλλέγουν, με προσοχή και σεβασμό, μέσα σ΄ ένα πήλινο δοχείο. Μετά, το ανακατεύουν με γάλα, και η φυλή κοινωνεί δύναμη και θάρρος. Κι εμείς αισθανόμαστε τα στομάχια μας να γυρίζουν το μέσα έξω.
Οι περίεργοι αυτοί άνθρωποι είναι, φυσικά, ανιμιστές. Πιστεύουν σε ό,τι κι οι πρόγονοί τους. Στο θεό Ενκάι που, κάποτε, χώρισε τη γη από τον ουρανό, και τους χάρισε τη γελάδα. Όμως η γελάδα για να ζήσει, θέλει χόρτο. Και το χόρτο φυτρώνει στη γη. Άρα η γη είναι ιερή και, επομένως, απαραβίαστη. Αποτέλεσμα? Οι Μαασάι δεν πρόκειται να γίνουν ποτέ γεωργοί. Διότι η παράδοσή τους, τους απαγορεύει να κάνουν έστω και μια τρύπα στο χώμα. Κι αφού, ως γνωστόν, ούτε στο νερό γίνεται τρύπα, τότε μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε ότι οι Μαασάι δεν τα έχουν καλά με τις τρύπες. Γι΄ αυτό και υδρεύονται μονάχα από ποτάμια και λίμνες και... Σνομπάρουν τα πηγάδια που τους ανοίγει η Κυβέρνηση της Τανζανίας. Να λοιπόν, για ποιο λόγο αυτή η φυλή είναι νομαδική, πολεμική και... κλέφτρα. Σέβεται τη Γη!!
Στο έβγα μας από το χωριό, ο «Γέροντας» που μας συνοδεύει επικεφαλής της ανδρικής κοινότητας, δείχνει στο Δημήτρη το καταπληγιασμένο πόδι ενός νέου. «Παναγιά Παρθένα! Λέπρα!» τρομάζουμε. «Όχι! Είναι πολύ προχωρημένη μόλυνση. Αύριο το πρωί, πηγαίνοντας προς τον κρατήρα, θα τους φέρω ένα δραστικό αντιβιοτικό, που ελπίζω να τον βοηθήσει» συνεχίζει ο Δημήτρης, και το υπόσχεται στο «γέροντα» της φυλής. Σφίγγουμε ξανά τα χέρια -μανία που την έχουν αυτοί οι άνθρωποι με τις χειραψίες!
Μετά το «χελόου» και τα «μπαι-μπαι», μπαίνουμε, επί τέλους, στην τελική ευθεία για το Νγκόρο Νγκόρο.
Attachments
-
113,3 KB Προβολές: 274
Last edited by a moderator: