hydronetta
Member
- Μηνύματα
- 4.171
- Likes
- 14.604
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- όπου δεν έχω πάει
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Χαρτούμ - Φτώχεια κ Καλή Καρδιά
- Ομντουρμάν - Χορεύοντας με τους Δερβίσηδες
- Κοράλλια κ Λαμαρίνες
- Κάσαλα - Πίστη ζυμωμένη απο πηλό
- Naqa & Mussawarat
- Οι πυραμίδες της Meroe
- Karima: τάφοι, πυραμίδες, ναοί και το εμβληματικό βουνό Jebel Barkal
- Παλιά Dongola: χριστιανικά μνημεία
- Kerma: προϊστορία και ξεχασμένα βασίλεια
- Οι..καταρράκτες του Νείλου κι οι βραχογραφίες
- Soleb: τα μυγάκια του Χίτσκοκ
- Sai: ένα νησί καταμεσίς του Νείλου
- Έρημος
- Χαρτούμ
- Επιμύθιο
ΚΑΣΑΛΑ, ΠΙΣΤΗ ΖΥΜΩΜΕΝΗ ΑΠΟ ΠΗΛΟ
Σήμερα η μέρα μας ξεκίνησε … τη νύχτα. Υποχρεωτική αφύπνιση στις τέσσερις και τέταρτο μέσα στ’ άγρια σκοτάδια για να πάρουμε, λέει, το λεωφορείο για την Κάσαλα με ώρα αναχώρησης σαδιστικά αναγγελθείσα για τις πέντε τα χαράματα. Το λες και καψόνι! Όταν όμως σε περιμένει μια πολύχρωμη πόλη παρθένα από ξένο τουρισμό, με το πλέον παράδοξο θρησκευτικό σύμπλεγμα όλου του Σουδάν, δεν λες κουβέντα, πετάγεσαι από το κρεββάτι και τρέχεις να προλάβεις το δρομολόγιο.
Με την ψυχή στο στόμα φτάνουμε στο σταθμό στις πέντε παρά δέκα, ωστόσο στο μεταξύ, η ώρα κοντεύει έξι και βρισκόμαστε ακόμα καθηλωμένοι στην αφετηρία χωρίς την παραμικρή ένδειξη ότι επίκειται εκκίνηση. Δεν βαριέσαι… Μετά τα καντήλια για το αξημέρωτο ξύπνημα, οφείλω να παραδεχτώ πώς τελικά το διασκεδάζουμε.
Οι λουδοβίκειες πολυθρόνες
Μέσα σ’ ένα απερίγραπτο χάος από ασταμάτητο ανθρώπινο πηγαινέλα, αγχωμένη αναζήτηση του λεωφορείου μας ανάμεσα σε καμιά δεκαπενταριά άλλα με τους πιο διαφορετικούς προορισμούς, τριπλοτσεκάρισμα ότι πρόκειται όντως για το σωστό, παράδοση σακιδίων και παραλαβή απόδειξης (αυτό ομολογουμένως δεν το περίμενα!) τρεχαλητά παιδιών που σκοντάφτουν σε στοιβαγμένους μπόγους εμπορευμάτων ποικίλου περιεχομένου, σπαραξικάρδιους αποχαιρετισμούς οικογενειών δίπλα σε ξέχειλα χαρτόκουτα και τρεις κατσίκες παραχωμένες σε ισάριθμα τσουβάλια με τα σαστισμένα κεφάλια τους να εξέχουν (ευτυχώς) της συσκευασίας, απολαμβάνουμε με τον Ζυρ τον δεύτερο καφέ με κάρδαμο της ημέρας καθισμένοι αντικριστά σε δυο πολυθρόνες με σκαλιστές πλάτες αναπάντεχης λουδοβίκειας μεγαλοπρέπειας. Από γνήσιο, αγνό πλαστικό, εννοείται. Δεν πιστεύω να πήγε ο νους σας σε τίποτε ξυλόγλυπτα! Φούξια η δικιά μου και λεμονί του Ζυρ. Αμ όχι παίζουμε!
Η γλυκιά κυρία που έχει περάσει την μέχρι τώρα ζωή της, και μάλλον θα αναλώσει και την υπόλοιπη, ψήνοντας ολημερίς καφέδες έναντι του αστρονομικού αντιτίμου των δέκα σεντς έκαστος, μας ρίχνει κάθε τόσο καθησυχαστικά χαμόγελα συμπάθειας. Από την στιγμή που καθίσαμε στο, ας το πούμε, μαγαζί της (ένας λυόμενος πάγκος με τα σύνεργα του καφέ και οι δύο προαναφερθέντες πλαστικοί θρόνοι για τους πελάτες) μας έχει πάρει υπό την προστασία της. Μην ανησυχείτε, όταν έρθει η στιγμή της αναχώρησης θα σας ειδοποιήσω εγώ, μας λέει με το βλέμμα.
Και να που η στιγμή έφτασε! Ο άφαντος μέχρι πρότινος οδηγός, που προφανώς κοιμόταν μέσα στο λεωφορείο κι αποφάσισε επιτέλους να ξυπνήσει, ανάβει αίφνης τα φώτα και βάζει μπρος τη μηχανή. Το ίδιο ξαφνικά ξεπηδούν από το λυκαυγές και οι υποψήφιοι συνεπιβάτες για να σχηματίσουν μπροστά στην πόρτα του οχήματος μια υποδειγματική στην τάξη της ουρά.
Με τη βούλα του Πατούλη
Η πρώτη αίσθηση που ενεργοποιείται ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια του οχήματος είναι αυτή της όσφρησης. Μια βαριά μυρουδιά αποσμητικού χώρου μας αρπάζει από τη μύτη λες και μπήκαμε σε θερμοκήπιο με καλλιέργειες ανθέων.
Σε αρμονικό πάντρεμα με το μεθυστικό άρωμα της καμπίνας, ο χώρος που εκτείνεται ανάμεσα στο παρμπίζ και το καντράν στα δεξιά του οδηγού έχει μετατραπεί ολόκληρος σε λουλουδιασμένο παρτέρι με κάθε λογής φυτά σε έντονα χρώματα, κατά προτίμηση φωσφοριζέ. Κόκκινο της φωτιάς, τριανταφυλλί, βιολετί, λαχανί, φούξια, λεμονί… τα δυο τελευταία στην γνωστή απόχρωση των αυτοκρατορικών καθισμάτων μας στο καφέ, με τα οποία μοιράζονται εξάλλου το ίδιο πολύτιμο υλικό κατασκευής: Αθάνατο ανόθευτο πλαστικό.
Προχωρώντας στα ενδότερα, η εμφανής πατούλεια επίδραση στην διακόσμηση του σαλονιού στέλνει απανωτά ρίγη εθνικής ανάτασης στην ραχοκοκαλιά μου με τη σκέψη ότι η γνωστή καλαισθησία του περιφερειάρχη μας δεν γνωρίζει σύνορα και έχει φτάσει μέχρι και στο μακρινό Σουδάν. Τις βαρύτιμες πορφυρού χρώματος ψευτοβελουτέ κουρτίνες των παραθύρων, με την ασημί μπορντούρα και τις γλώσσες με τα κρόσια έρχονται να διασκεδάσουν τα παιχνιδιάρικα καλύμματα των καθισμάτων από γυαλιστερό ροζ μπονμπόν σατέν ύφασμα, σε μια τέλεια κιτς αντίστιξη. Την οριστική πινελιά αδιαμφισβήτητης μεγαλοπρέπειας προσδίδει η παχιά μοκέτα με τα λεοπαρδαλέ μοτίβα που ξετυλίγεται αιλουροειδώς καλύπτοντας όλο το μήκος του διαδρόμου. Η άγρια ζούγκλα στα πόδια μας!
… Και η έρημος έξω από τα παράθυρά μας. Όση τέλος πάντων καταφέρνουμε να διακρίνουμε ανάμεσα στους πορφυρούς φραμπαλάδες των κουρτινών. Τοπίο ισόπεδο και αμμώδες που διανθίζουν πότε πότε μερικές σποραδικές καμήλες, ένα μοναχικό τζαμί, κάποιοι σκόρπιοι οικισμοί από δέκα είκοσι χαμόσπιτα.
Απύθμενη φτώχεια. Τι κάνουν οι άνθρωποι εδώ; Από τι ζούνε; Γιατί επέλεξαν να κατοικήσουν στα συγκεκριμένα σημεία, και όχι, ας πούμε δυο χιλιόμετρα πριν ή μετά; Τι παραπάνω ή διαφορετικό βρήκαν εδώ; Ερωτήματα που μάλλον θα παραμείνουν εσαεί αναπάντητα…
Προς στιγμή έχω ξεχάσει πού πάμε. Δεν έχει εξάλλου καμιά σημασία. Πιότερο απ’ ό,τι έχει να μας προσφέρει ο οποιοσδήποτε προορισμός, η πεμπτουσία του ταξιδιού συνοψίζεται σε όσα ζούμε αυτήν την ώρα μέσα σε τούτο εδώ το λεωφορείο. Οι γυναίκες με τα καλυμμένα πρόσωπα που μας κοιτάζουν κλεφτά πίσω από την αμπάγια. Τα παιδιά που μας εξετάζουν απροσποίητα και ασκαρδαμυκτί με τη γνώριμη αθωότητά τους. Που σιγά σιγά ξετσουμίζουν και σκάνε σε γάργαρα γέλια με τις γκριμάτσες και τα πειράγματα του Ζυρ. Ο πατέρας που σε λίγο μας πλησιάζει για να μαζέψει τις κορούλες του μήπως και μας ενοχλούν, κι όταν του δίνουμε να καταλάβει ότι το διασκεδάζουμε επιστρέφει με ένα πακέτο μπισκότα για να μας φιλέψει.
Ήταν να μην γίνει η αρχή… Λες και δόθηκε κάποιο σύνθημα και μέσα σε λίγα λεπτά έχουν ορμήσει οι πάντες για να μας τρατάρουν. Φυστίκια, σποράκια, καραμέλες, τσιπς, τσάι, πορτοκαλάδες, μπουκαλάκια νερού… Πόσα να φας και πόσα να πιείς; Αλλά και πώς ν’ αρνηθείς χωρίς να προσβάλεις αυτούς τους τόσο καλόκαρδους ανθρώπους;
Είμαστε οι μόνοι ξένοι. Και φυσικά οι μόνοι λευκοί. Αν πρωταγωνιστούσαμε σε κάποια αμερικάνικη ταινία, τότε, με βάση τα στερεότυπα, θα μας είχαν ήδη απαγάγει και κλείσει σε κάποιο στρατόπεδο ισλαμιστών εν αναμονή αποκεφαλισμού. Αντ’ αυτού, στην πραγματική ζωή, έχουμε γίνει η μασκότ μιας πενηνταριάς κατάμαυρων Σουδανών μουσουλμάνων που πασχίζουν με κάθε τρόπο να δείξουν ημών των αλλόθρησκων με το χλωμό δέρμα πόσο καλοδεχούμενοι είμαστε.
Οτελ Χίπτον
«Οτέλ Χίπτον», παραγγέλλω στον ταξιτζή που μας πλεύρισε μόλις κατεβήκαμε στο τέρμα των λεωφορείων λίγα χιλιόμετρα έξω από την Κάσαλα. Δι μπεστ! επιδοκιμάζει εκείνος με πλατύ χαμόγελο, επιβεβαιώνοντας έτσι και τις σχετικές πληροφορίες που έχω συλλέξει από το Πορτ Σουδάν. Με όλη τη σχετικότητα που εμπεριέχει βεβαίως ο όρος «καλύτερο» (σε σύγκριση με τι
σ’ ένα ξεχασμένο μέρος κάπου στην ανατολική Αφρική. Σούπερ λουξ, συμπληρώνει ο ταξιτζής, και μου κλείνει το μάτι. Ε ναι, αλίμονο, πώς θα μπορούσε κοτζάμ διεθνούς φήμης θέρετρο όπως η Κάσαλα να μην διαθέτει και το ανάλογο υπερπολυτελές ξενοδοχείο, έστω και με ένα γράμμα διαφορά από τα Χίλτον της γνωστής αλυσίδας!
Στη ρεσεψιόν πληροφορούμαστε ότι το εν λόγω VIP κατάλυμα τιμάται δέκα ολόκληρα ευρώ το δίκλινο (πόσο φθηνότερα κοστίζουν δηλαδή τα υποδεέστερα
, οι δε παροχές περιλαμβάνουν - εκτός από διπλό κρεββάτι με στριγκλίζον σομιέ – μια πλάσμα τηλεόραση (ουάου!), ψυγείο (χαλασμένο), ανεμιστήρα οροφής (διακοσμητικού χαρακτήρα όπως το ψυγείο), καθώς και αιρ κοντίσιον που αν το θέσεις σε λειτουργία μουγκρίζει σαν μοτοσικλέτα με κομμένη εξάτμιση στην ανηφόρα, οπότε και το κλείνουμε άπαξ δια παντός.
Το δωμάτιο διαθέτει επίσης πλακόστρωτο δάπεδο που έχει να σκουπιστεί από την ήμερα των εγκαινίων, τουαλέτα με λεκάνη χωρίς καπάκι (καλά, για χαρτί υγείας δεν το συζητάμε καν!), δυο μαδημένες γκρι πετσέτες που πρέπει να ξεκίνησαν κάποτε την καριέρα τους ως λευκές, έναν νιπτήρα που δακρύζει αδιάλειπτα από αδιευκρίνιστη ανείπωτη θλίψη καθώς και μια διόλου ευκαταφρόνητη αποικία από εύρωστες κατσαρίδες. Με λίγα λόγια το κατάλυμα ταιριάζει γάντι στο ταξιδιωτικό μας προφίλ, γνωστό για τον καθωσπρεπισμό και τις υψηλές αξιώσεις σε ζητήματα άνεσης, και κερδίζει επαξίως περίοπτη θέση στην μακριά λίστα από ανάλογα ξενοδοχειακά διαμάντια που έχουν στεγάσει τα κορμιά μας κατά τις περιπλανήσεις μας στις περιφρονημένες γειτονιές του κόσμου.
Τα σουκ
Μπορεί οι περισσότεροι να αγνοούν την Κάσαλα ακόμα και ως κουκίδα στον χάρτη, η πόλη ωστόσο έχει παίξει άλλοτε κομβικό ρόλο κατά τον δέκατο όγδοο και δέκατο ένατο αιώνα ως διαμετακομιστικός σταθμός πάνω στον εμπορικό δρόμο που ένωνε την αφρικανική ενδοχώρα με τα λιμάνια της Ερυθράς, και ειδικότερα με το Σουάκιν (βλέπε ΣΟΥΔΑΝ 3 – ΣΟΥΑΚΙΝ, ΚΟΡΑΛΛΙΑ ΚΑΙ ΛΑΜΑΡΙΝΕΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν ) αλλά και την Μάσαγουα (στη σημερινή Ερυθραία). Με κοντά μισό εκατομμύριο πληθυσμό, παραμένει και σήμερα μια σφύζουσα από ζωή εμπορική μυρμηγκοφωλιά με επίκεντρο – τι άλλο; - τα σουκ. Τα οποία σουκ εκτείνονται έξω ακριβώς από την είσοδο του καταλύματός μας. Σαν να λέμε δηλαδή ότι εδρεύουμε στο Μανχάταν της Κάσσαλα, όπως είναι εξάλλου και το πρέπον για ένα σούπερ λουξ ξενοδοχείο του επιπέδου του δικού μας.
Χωματένιοι δρόμοι. Εξουθενωτική ζέστη. Τρομακτικό σκουπιδομάνι. Ασύλληπτος αριθμός από εικόνες. Άνθρωποι, ζώα, οχήματα, εμπορεύματα φύρδην μίγδην σε μια χαοτική αέναη κίνηση σαν ηλεκτρόνια σε απρόβλεπτη τροχιά, το καθένα γύρω από τον δικό του αόρατο πυρήνα. Συνθήκες που σχεδόν ακυρώνουν τις δυνατότητες φωτογράφησης μετατρέποντας την σ’ έναν συνεχή και συνήθως μάταιο αγώνα ταχύτητας μ‘ ένα «θήραμα» που ολοένα ξεφεύγει. Μέχρι να ξεχωρίσεις μια σκηνή, να φτιάξεις κάδρο και να νετάρεις, εννιά φορές στις δέκα το πουλάκι έχει πετάξει. Πότε κάποιος μετακινήθηκε χαλώντας την ισορροπία του καρέ, πότε έχει εισέλθει κάτι ανεπιθύμητο από τα πλάγια, πότε σ’ έχουν πάρει στο μεταξύ χαμπάρι τα υποψήφια «θύματα» οπότε και στήνονται επί τούτου (ό,τι απεχθάνομαι περισσότερο). Τι να γίνει, έτσι είναι αυτά. Οι δυσκολίες του «επαγγέλματος»!
Το μαυσωλείο του αγίου
Όσο ενδιαφέρον όμως κι αν παρουσιάζουν τα σουκ, ο μαγνήτης της Κάσαλα είναι άλλος και βρίσκεται έξι-εφτά χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Το επόμενο πρωί μας βρίσκει επιβάτες σ’ ένα ο-αλλάχ-να-το-κάνει ταξί - ένα ημιθανές όχημα απροσδιόριστης, μάρκας, χρώματος και αιώνα κατασκευής - που διατρέχει την κάποτε άσφαλτο με ανάσα ασθμαίνουσα και στη συνέχεια όλο και συχνότερα διακοπτόμενη από οξύ λόξιγκα, για να παραδώσει εντέλει ψυχή καμιά διακοσαριά μέτρα πριν από τον προορισμό μας. Με περίλυπο και σχεδόν απεγνωσμένο ύφος, ο οδηγός μας κάνει νόημα να κατέβουμε, κάτι που ετοιμαζόμασταν έτσι κι αλλιώς να πράξουμε. Οπότε και ακολουθεί ολόκληρη μάχη για να δεχτεί το συμφωνηθέν αντίτιμο της διαδρομής, με εκείνον να επιμένει να μας επιστρέψει ένα μέρος του εφόσον δεν μας οδήγησε επακριβώς εκεί που θέλαμε! Το έχω πει, θα το λέω, θα το ξαναλέω και θα το ματαξαναλέω με κάθε ευκαιρία: τέτοια καλοσύνη και τιμιότητα σαν αυτή των Σουδανών δεν έχω συναντήσει πουθενά στην Αφρική, ίσως και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Με τα πολλά, ο άνθρωπος δέχεται τελικά την έτσι κι αλλιώς ασήμαντη αμοιβή του, με εκατό ευχαριστώ κι άλλα τόσα χαμόγελα, κι εκεί που είχα λογικά αποδώσει την στεναχώρια του στη βλάβη του οχήματος, από τις επόμενες κιόλας κινήσεις του γίνεται φανερό ότι το μόνο που τον νοιάζει είναι ότι δεν μας έχει εξυπηρετήσει «όπως θα έπρεπε». Ενώ λοιπόν το αναμενόμενο θα ήταν ν’ ασχοληθεί άμεσα με το πώς θα επισκευάσει το χαλασμένο μέσο βιοπορισμού του, το παρατάει όπως είναι, επιμένοντας να μας συνοδεύσει με τα πόδια μέχρι τον προορισμό μας, το μαυσωλείο του σούφι άγιου Σεγιντ Χασάν, μήπως και δυσκολευτούμε να το βρούμε. Τι να πεις…
Το χωριό Χατιμίγια όπου βρίσκεται το εν λόγω μαυσωλείο ακουμπάει με την πλάτη στους λόφους Τάκα, οι οποίοι και θεωρούνται ως το σήμα κατατεθέν της περιοχής. Πρόκειται για μια θεαματική λοφοσειρά από στρογγυλεμένους βράχους με παράξενα σχήματα που, εκτός των άλλων, προσφέρουν εξαιρετικό φωτογραφικό φόντο στα πλίνθινα σπίτια του χωριού.
Το μαυσωλείο αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου θρησκευτικού συμπλέγματος μοναδικού στο είδος του, από τα πιο παράδοξα και ενδιαφέροντα που έχω δει. Πλινθόκτιστο όλο, περιλαμβάνει κατ’ αρχάς ένα τζαμί, με τον απαραίτητο μιναρέ καθώς και μια ευρύχωρη αψιδωτή αίθουσα προσευχής με πολυάριθμες κολώνες που κάποτε συγκρατούσαν μια οροφή τώρα πια κατεστραμμένη. Δεδομένου του ζεστού και άνυδρου κλίματος της περιοχής, η έλλειψη στέγης δεν φαίνεται να επιδρά στη λειτουργία του χώρου, εξ ου μάλλον και η αδιαφορία για την αποκατάστασή της. Ο χώρος πάντως διατηρείται πεντακάθαρος ενώ την ώρα της δικής μας επίσκεψης ένας άντρας σκουπίζει επιμελώς το χωμάτινο δάπεδο με μια χόρτινη σκούπα.
Ακριβώς δίπλα από το τζαμί υψώνεται το μαυσωλείο, με ένα περίτεχνο δώμα που εκκινεί κυλινδρικά και στη συνέχεια τείνει ελαφρώς κωνοειδώς, και που εδράζεται πάνω σ’ ένα επίσης διακοσμημένο τετράγωνο κτίριο. Εκεί στεγάζεται ο τάφος του αγίου όπου καθημερινά συρρέουν πιστοί για προσκύνημα. Σ’ αυτό το σημείο μας αποχαιρετά κι ο οδηγός μας που μπαίνει στην ουρά για να υποβάλει κι αυτός τα σέβη του στον άγιο και ίσως, με την ευκαιρία, να τον παρακαλέσει για κάποια θαυματουργή θεραπεία του χαλασμένου ταξί.
Οι γύρω λόφοι Τάκα βρίθουν από μπαμπουίνους. Σόια ολόκληρα περιφέρονται μέσα στο οπτικό μας πεδίο και μας χλευάζουν κανονικότατα, τη μια συμπεριφερόμενοι σαν τάχα να μας καλούν κοντά τους με τα τερτίπια τους και την άλλη εξαφανιζόμενοι μόλις επιχειρούμε να πλησιάσουμε. Δούλεμα ψιλό γαζί. Ας είναι!
Ακολουθούμε με τα πόδια τον χωματόδρομο που τρέχει κατά μήκος των βράχων και ενάμιση περίπου χιλιόμετρο μετά φτάνουμε στο Τοτέιλ. Πρόκειται για το τελευταίο χωριό που φωλιάζει στα ριζά των λόφων στη νότια απόληξη τους. Εδώ πλέον το τοπίο παραπέμπει ευθέως στο νότιο Μαρόκο ενώ τα σπίτια με τα έντονα χρώματα σαν να κλείνουν το μάτι στη Λατινική Αμερική. Με επαναφέρουν στην πραγματικότητα οι άντρες με τις λευκές κελεμπίες, τα κάρα με τα γαϊδούρια και οι γυναίκες με τα ντροπαλά χαμόγελα και τα καλυμμένα κεφάλια.
Στην άκρη του Τοτέιλ έχει διαμορφωθεί κάτι σαν χώρος αναψυχής. Πληρώνεις μάλιστα και εισιτήριο για να μπεις, ένα αστείο για μας ποσό, της τάξης των τριών σεντς. Μετά τη διάσχιση της πύλης εισόδου, επιτομή της ντόπιας αντίληψης περί υποβλητικότητας και μεγαλοπρέπειας,
ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα … χμμ … πώς να χαρακτηρίσω αλήθεια αυτό που βλέπουμε; Ας το πούμε φτωχική απομίμηση ντίσνειλαντ αχταρμά για μικρά και μεγάλα παιδιά. Η διακόσμηση περιλαμβάνει πληθώρα από γκράφιτι, με μια γκάμα που καλύπτει από τον γνωστό γάτο Τομ, κατάλληλο για τοίχο νηπιαγωγείου, μέχρι γνήσιες ναϊφ παραστάσεις αφρικανικής λαϊκής ζωγραφικής. Κατά τα λοιπά, ο χώρος φοντάρει πολύ όμορφα στους βράχους και είναι σπαρμένος με διάφορα περίπτερα-μαγαζάκια, κυρίως αναψυκτήρια, όπου ακόμα σήμερα αναρωτιέμαι σε ποια πελατεία στηρίζονται άραγε αφού στην πάνω από μια ώρα της δικής μας επίσκεψης δεν είδαμε ίχνος άλλου θαμώνα πλην ημών…
Ένα τσουνάμι τρυφερότητας
Επιλέξαμε ένα περίπτερο στην τύχη. Καθίσαμε κάτω από το καλαμωτό σκίαστρο, με τα χτιστά καναπεδάκια γύρω γύρω και τώρα πίνουμε έναν ακόμη εξαιρετικό καφέ με κάρδαμο, Είναι απ’ αυτές τις φαινομενικά ασήμαντες μα στην πραγματικότητα ευλογημένες στιγμές του ταξιδιού. Μια στιγμή χαλάρωσης όπου, μηρυκάζοντας τις εμπειρίες των ημερών, συνέχεια αναβλύζουν από μέσα σκέψεις και συναισθήματα. Τώρα δα για παράδειγμα, κοιτάζοντας και πάλι τον περίγυρο, νοιώθω να με κατακλύζει ένα τσουνάμι τρυφερότητας, που πνίγει από κάτω μια ελαφριά δόση ενοχής. Γιατί, άμα το καλοσκεφτείς, όλα αυτά που με περισσή ευκολία έκριναν ως αστεία, ελαφρώς κιτς, και μάλλον παιδιάστικα τα χορτάτα και ολίγον μπλαζέ δυτικά μας μάτια, συνοψίζουν στην πραγματικότητα την προσπάθεια αυτών των απλών ταπεινών ανθρώπων να φτιάξουν κάτι το ξεχωριστό για τα δικά τους μέτρα. Να εισάγουν με τα πενιχρά τους μέσα λίγο χρώμα και πολυτέλεια στη φτωχική ζωή τους, προσφέροντας καφέ σε πήλινα δοχεία, σερβιρισμένο σε δίσκο όπου καίει αρωματικό λιβάνι, σ’ ένα περιβάλλον περιπάτου με χαρούμενες ζωγραφιές στους τοίχους. Μόνο αγάπη λοιπόν, και σεβασμός απόλυτος. Αυτό και τίποτε άλλο!
Αύριο αποχαιρετούμε το ανατολικό Σουδάν. Μια οχτάωρη διαδρομή πεντακοσίων και βάλε χιλιομέτρων με το λεωφορείο μέσα από την έρημο θα μας οδηγήσει πίσω στο Χαρτούμ. Εκεί, ινσαλλάχ, θα σμίξουμε με τον Παναγιώτη για τα τραβήξουμε παρέα στον βορρά της χώρας, στην αρχαία Νουβία. Είμαστε δυο, θα γίνουμε τρεις! Το ταξίδι συνεχίζεται!

Σήμερα η μέρα μας ξεκίνησε … τη νύχτα. Υποχρεωτική αφύπνιση στις τέσσερις και τέταρτο μέσα στ’ άγρια σκοτάδια για να πάρουμε, λέει, το λεωφορείο για την Κάσαλα με ώρα αναχώρησης σαδιστικά αναγγελθείσα για τις πέντε τα χαράματα. Το λες και καψόνι! Όταν όμως σε περιμένει μια πολύχρωμη πόλη παρθένα από ξένο τουρισμό, με το πλέον παράδοξο θρησκευτικό σύμπλεγμα όλου του Σουδάν, δεν λες κουβέντα, πετάγεσαι από το κρεββάτι και τρέχεις να προλάβεις το δρομολόγιο.
Με την ψυχή στο στόμα φτάνουμε στο σταθμό στις πέντε παρά δέκα, ωστόσο στο μεταξύ, η ώρα κοντεύει έξι και βρισκόμαστε ακόμα καθηλωμένοι στην αφετηρία χωρίς την παραμικρή ένδειξη ότι επίκειται εκκίνηση. Δεν βαριέσαι… Μετά τα καντήλια για το αξημέρωτο ξύπνημα, οφείλω να παραδεχτώ πώς τελικά το διασκεδάζουμε.
Οι λουδοβίκειες πολυθρόνες

Μέσα σ’ ένα απερίγραπτο χάος από ασταμάτητο ανθρώπινο πηγαινέλα, αγχωμένη αναζήτηση του λεωφορείου μας ανάμεσα σε καμιά δεκαπενταριά άλλα με τους πιο διαφορετικούς προορισμούς, τριπλοτσεκάρισμα ότι πρόκειται όντως για το σωστό, παράδοση σακιδίων και παραλαβή απόδειξης (αυτό ομολογουμένως δεν το περίμενα!) τρεχαλητά παιδιών που σκοντάφτουν σε στοιβαγμένους μπόγους εμπορευμάτων ποικίλου περιεχομένου, σπαραξικάρδιους αποχαιρετισμούς οικογενειών δίπλα σε ξέχειλα χαρτόκουτα και τρεις κατσίκες παραχωμένες σε ισάριθμα τσουβάλια με τα σαστισμένα κεφάλια τους να εξέχουν (ευτυχώς) της συσκευασίας, απολαμβάνουμε με τον Ζυρ τον δεύτερο καφέ με κάρδαμο της ημέρας καθισμένοι αντικριστά σε δυο πολυθρόνες με σκαλιστές πλάτες αναπάντεχης λουδοβίκειας μεγαλοπρέπειας. Από γνήσιο, αγνό πλαστικό, εννοείται. Δεν πιστεύω να πήγε ο νους σας σε τίποτε ξυλόγλυπτα! Φούξια η δικιά μου και λεμονί του Ζυρ. Αμ όχι παίζουμε!
Η γλυκιά κυρία που έχει περάσει την μέχρι τώρα ζωή της, και μάλλον θα αναλώσει και την υπόλοιπη, ψήνοντας ολημερίς καφέδες έναντι του αστρονομικού αντιτίμου των δέκα σεντς έκαστος, μας ρίχνει κάθε τόσο καθησυχαστικά χαμόγελα συμπάθειας. Από την στιγμή που καθίσαμε στο, ας το πούμε, μαγαζί της (ένας λυόμενος πάγκος με τα σύνεργα του καφέ και οι δύο προαναφερθέντες πλαστικοί θρόνοι για τους πελάτες) μας έχει πάρει υπό την προστασία της. Μην ανησυχείτε, όταν έρθει η στιγμή της αναχώρησης θα σας ειδοποιήσω εγώ, μας λέει με το βλέμμα.
Και να που η στιγμή έφτασε! Ο άφαντος μέχρι πρότινος οδηγός, που προφανώς κοιμόταν μέσα στο λεωφορείο κι αποφάσισε επιτέλους να ξυπνήσει, ανάβει αίφνης τα φώτα και βάζει μπρος τη μηχανή. Το ίδιο ξαφνικά ξεπηδούν από το λυκαυγές και οι υποψήφιοι συνεπιβάτες για να σχηματίσουν μπροστά στην πόρτα του οχήματος μια υποδειγματική στην τάξη της ουρά.
Με τη βούλα του Πατούλη

Η πρώτη αίσθηση που ενεργοποιείται ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια του οχήματος είναι αυτή της όσφρησης. Μια βαριά μυρουδιά αποσμητικού χώρου μας αρπάζει από τη μύτη λες και μπήκαμε σε θερμοκήπιο με καλλιέργειες ανθέων.
Σε αρμονικό πάντρεμα με το μεθυστικό άρωμα της καμπίνας, ο χώρος που εκτείνεται ανάμεσα στο παρμπίζ και το καντράν στα δεξιά του οδηγού έχει μετατραπεί ολόκληρος σε λουλουδιασμένο παρτέρι με κάθε λογής φυτά σε έντονα χρώματα, κατά προτίμηση φωσφοριζέ. Κόκκινο της φωτιάς, τριανταφυλλί, βιολετί, λαχανί, φούξια, λεμονί… τα δυο τελευταία στην γνωστή απόχρωση των αυτοκρατορικών καθισμάτων μας στο καφέ, με τα οποία μοιράζονται εξάλλου το ίδιο πολύτιμο υλικό κατασκευής: Αθάνατο ανόθευτο πλαστικό.
Προχωρώντας στα ενδότερα, η εμφανής πατούλεια επίδραση στην διακόσμηση του σαλονιού στέλνει απανωτά ρίγη εθνικής ανάτασης στην ραχοκοκαλιά μου με τη σκέψη ότι η γνωστή καλαισθησία του περιφερειάρχη μας δεν γνωρίζει σύνορα και έχει φτάσει μέχρι και στο μακρινό Σουδάν. Τις βαρύτιμες πορφυρού χρώματος ψευτοβελουτέ κουρτίνες των παραθύρων, με την ασημί μπορντούρα και τις γλώσσες με τα κρόσια έρχονται να διασκεδάσουν τα παιχνιδιάρικα καλύμματα των καθισμάτων από γυαλιστερό ροζ μπονμπόν σατέν ύφασμα, σε μια τέλεια κιτς αντίστιξη. Την οριστική πινελιά αδιαμφισβήτητης μεγαλοπρέπειας προσδίδει η παχιά μοκέτα με τα λεοπαρδαλέ μοτίβα που ξετυλίγεται αιλουροειδώς καλύπτοντας όλο το μήκος του διαδρόμου. Η άγρια ζούγκλα στα πόδια μας!

… Και η έρημος έξω από τα παράθυρά μας. Όση τέλος πάντων καταφέρνουμε να διακρίνουμε ανάμεσα στους πορφυρούς φραμπαλάδες των κουρτινών. Τοπίο ισόπεδο και αμμώδες που διανθίζουν πότε πότε μερικές σποραδικές καμήλες, ένα μοναχικό τζαμί, κάποιοι σκόρπιοι οικισμοί από δέκα είκοσι χαμόσπιτα.



Απύθμενη φτώχεια. Τι κάνουν οι άνθρωποι εδώ; Από τι ζούνε; Γιατί επέλεξαν να κατοικήσουν στα συγκεκριμένα σημεία, και όχι, ας πούμε δυο χιλιόμετρα πριν ή μετά; Τι παραπάνω ή διαφορετικό βρήκαν εδώ; Ερωτήματα που μάλλον θα παραμείνουν εσαεί αναπάντητα…
Προς στιγμή έχω ξεχάσει πού πάμε. Δεν έχει εξάλλου καμιά σημασία. Πιότερο απ’ ό,τι έχει να μας προσφέρει ο οποιοσδήποτε προορισμός, η πεμπτουσία του ταξιδιού συνοψίζεται σε όσα ζούμε αυτήν την ώρα μέσα σε τούτο εδώ το λεωφορείο. Οι γυναίκες με τα καλυμμένα πρόσωπα που μας κοιτάζουν κλεφτά πίσω από την αμπάγια. Τα παιδιά που μας εξετάζουν απροσποίητα και ασκαρδαμυκτί με τη γνώριμη αθωότητά τους. Που σιγά σιγά ξετσουμίζουν και σκάνε σε γάργαρα γέλια με τις γκριμάτσες και τα πειράγματα του Ζυρ. Ο πατέρας που σε λίγο μας πλησιάζει για να μαζέψει τις κορούλες του μήπως και μας ενοχλούν, κι όταν του δίνουμε να καταλάβει ότι το διασκεδάζουμε επιστρέφει με ένα πακέτο μπισκότα για να μας φιλέψει.

Ήταν να μην γίνει η αρχή… Λες και δόθηκε κάποιο σύνθημα και μέσα σε λίγα λεπτά έχουν ορμήσει οι πάντες για να μας τρατάρουν. Φυστίκια, σποράκια, καραμέλες, τσιπς, τσάι, πορτοκαλάδες, μπουκαλάκια νερού… Πόσα να φας και πόσα να πιείς; Αλλά και πώς ν’ αρνηθείς χωρίς να προσβάλεις αυτούς τους τόσο καλόκαρδους ανθρώπους;
Είμαστε οι μόνοι ξένοι. Και φυσικά οι μόνοι λευκοί. Αν πρωταγωνιστούσαμε σε κάποια αμερικάνικη ταινία, τότε, με βάση τα στερεότυπα, θα μας είχαν ήδη απαγάγει και κλείσει σε κάποιο στρατόπεδο ισλαμιστών εν αναμονή αποκεφαλισμού. Αντ’ αυτού, στην πραγματική ζωή, έχουμε γίνει η μασκότ μιας πενηνταριάς κατάμαυρων Σουδανών μουσουλμάνων που πασχίζουν με κάθε τρόπο να δείξουν ημών των αλλόθρησκων με το χλωμό δέρμα πόσο καλοδεχούμενοι είμαστε.
Οτελ Χίπτον

«Οτέλ Χίπτον», παραγγέλλω στον ταξιτζή που μας πλεύρισε μόλις κατεβήκαμε στο τέρμα των λεωφορείων λίγα χιλιόμετρα έξω από την Κάσαλα. Δι μπεστ! επιδοκιμάζει εκείνος με πλατύ χαμόγελο, επιβεβαιώνοντας έτσι και τις σχετικές πληροφορίες που έχω συλλέξει από το Πορτ Σουδάν. Με όλη τη σχετικότητα που εμπεριέχει βεβαίως ο όρος «καλύτερο» (σε σύγκριση με τι
Στη ρεσεψιόν πληροφορούμαστε ότι το εν λόγω VIP κατάλυμα τιμάται δέκα ολόκληρα ευρώ το δίκλινο (πόσο φθηνότερα κοστίζουν δηλαδή τα υποδεέστερα
Το δωμάτιο διαθέτει επίσης πλακόστρωτο δάπεδο που έχει να σκουπιστεί από την ήμερα των εγκαινίων, τουαλέτα με λεκάνη χωρίς καπάκι (καλά, για χαρτί υγείας δεν το συζητάμε καν!), δυο μαδημένες γκρι πετσέτες που πρέπει να ξεκίνησαν κάποτε την καριέρα τους ως λευκές, έναν νιπτήρα που δακρύζει αδιάλειπτα από αδιευκρίνιστη ανείπωτη θλίψη καθώς και μια διόλου ευκαταφρόνητη αποικία από εύρωστες κατσαρίδες. Με λίγα λόγια το κατάλυμα ταιριάζει γάντι στο ταξιδιωτικό μας προφίλ, γνωστό για τον καθωσπρεπισμό και τις υψηλές αξιώσεις σε ζητήματα άνεσης, και κερδίζει επαξίως περίοπτη θέση στην μακριά λίστα από ανάλογα ξενοδοχειακά διαμάντια που έχουν στεγάσει τα κορμιά μας κατά τις περιπλανήσεις μας στις περιφρονημένες γειτονιές του κόσμου.
Τα σουκ

Μπορεί οι περισσότεροι να αγνοούν την Κάσαλα ακόμα και ως κουκίδα στον χάρτη, η πόλη ωστόσο έχει παίξει άλλοτε κομβικό ρόλο κατά τον δέκατο όγδοο και δέκατο ένατο αιώνα ως διαμετακομιστικός σταθμός πάνω στον εμπορικό δρόμο που ένωνε την αφρικανική ενδοχώρα με τα λιμάνια της Ερυθράς, και ειδικότερα με το Σουάκιν (βλέπε ΣΟΥΔΑΝ 3 – ΣΟΥΑΚΙΝ, ΚΟΡΑΛΛΙΑ ΚΑΙ ΛΑΜΑΡΙΝΕΣ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν ) αλλά και την Μάσαγουα (στη σημερινή Ερυθραία). Με κοντά μισό εκατομμύριο πληθυσμό, παραμένει και σήμερα μια σφύζουσα από ζωή εμπορική μυρμηγκοφωλιά με επίκεντρο – τι άλλο; - τα σουκ. Τα οποία σουκ εκτείνονται έξω ακριβώς από την είσοδο του καταλύματός μας. Σαν να λέμε δηλαδή ότι εδρεύουμε στο Μανχάταν της Κάσσαλα, όπως είναι εξάλλου και το πρέπον για ένα σούπερ λουξ ξενοδοχείο του επιπέδου του δικού μας.






Χωματένιοι δρόμοι. Εξουθενωτική ζέστη. Τρομακτικό σκουπιδομάνι. Ασύλληπτος αριθμός από εικόνες. Άνθρωποι, ζώα, οχήματα, εμπορεύματα φύρδην μίγδην σε μια χαοτική αέναη κίνηση σαν ηλεκτρόνια σε απρόβλεπτη τροχιά, το καθένα γύρω από τον δικό του αόρατο πυρήνα. Συνθήκες που σχεδόν ακυρώνουν τις δυνατότητες φωτογράφησης μετατρέποντας την σ’ έναν συνεχή και συνήθως μάταιο αγώνα ταχύτητας μ‘ ένα «θήραμα» που ολοένα ξεφεύγει. Μέχρι να ξεχωρίσεις μια σκηνή, να φτιάξεις κάδρο και να νετάρεις, εννιά φορές στις δέκα το πουλάκι έχει πετάξει. Πότε κάποιος μετακινήθηκε χαλώντας την ισορροπία του καρέ, πότε έχει εισέλθει κάτι ανεπιθύμητο από τα πλάγια, πότε σ’ έχουν πάρει στο μεταξύ χαμπάρι τα υποψήφια «θύματα» οπότε και στήνονται επί τούτου (ό,τι απεχθάνομαι περισσότερο). Τι να γίνει, έτσι είναι αυτά. Οι δυσκολίες του «επαγγέλματος»!













Το μαυσωλείο του αγίου
Όσο ενδιαφέρον όμως κι αν παρουσιάζουν τα σουκ, ο μαγνήτης της Κάσαλα είναι άλλος και βρίσκεται έξι-εφτά χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Το επόμενο πρωί μας βρίσκει επιβάτες σ’ ένα ο-αλλάχ-να-το-κάνει ταξί - ένα ημιθανές όχημα απροσδιόριστης, μάρκας, χρώματος και αιώνα κατασκευής - που διατρέχει την κάποτε άσφαλτο με ανάσα ασθμαίνουσα και στη συνέχεια όλο και συχνότερα διακοπτόμενη από οξύ λόξιγκα, για να παραδώσει εντέλει ψυχή καμιά διακοσαριά μέτρα πριν από τον προορισμό μας. Με περίλυπο και σχεδόν απεγνωσμένο ύφος, ο οδηγός μας κάνει νόημα να κατέβουμε, κάτι που ετοιμαζόμασταν έτσι κι αλλιώς να πράξουμε. Οπότε και ακολουθεί ολόκληρη μάχη για να δεχτεί το συμφωνηθέν αντίτιμο της διαδρομής, με εκείνον να επιμένει να μας επιστρέψει ένα μέρος του εφόσον δεν μας οδήγησε επακριβώς εκεί που θέλαμε! Το έχω πει, θα το λέω, θα το ξαναλέω και θα το ματαξαναλέω με κάθε ευκαιρία: τέτοια καλοσύνη και τιμιότητα σαν αυτή των Σουδανών δεν έχω συναντήσει πουθενά στην Αφρική, ίσως και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Με τα πολλά, ο άνθρωπος δέχεται τελικά την έτσι κι αλλιώς ασήμαντη αμοιβή του, με εκατό ευχαριστώ κι άλλα τόσα χαμόγελα, κι εκεί που είχα λογικά αποδώσει την στεναχώρια του στη βλάβη του οχήματος, από τις επόμενες κιόλας κινήσεις του γίνεται φανερό ότι το μόνο που τον νοιάζει είναι ότι δεν μας έχει εξυπηρετήσει «όπως θα έπρεπε». Ενώ λοιπόν το αναμενόμενο θα ήταν ν’ ασχοληθεί άμεσα με το πώς θα επισκευάσει το χαλασμένο μέσο βιοπορισμού του, το παρατάει όπως είναι, επιμένοντας να μας συνοδεύσει με τα πόδια μέχρι τον προορισμό μας, το μαυσωλείο του σούφι άγιου Σεγιντ Χασάν, μήπως και δυσκολευτούμε να το βρούμε. Τι να πεις…
Το χωριό Χατιμίγια όπου βρίσκεται το εν λόγω μαυσωλείο ακουμπάει με την πλάτη στους λόφους Τάκα, οι οποίοι και θεωρούνται ως το σήμα κατατεθέν της περιοχής. Πρόκειται για μια θεαματική λοφοσειρά από στρογγυλεμένους βράχους με παράξενα σχήματα που, εκτός των άλλων, προσφέρουν εξαιρετικό φωτογραφικό φόντο στα πλίνθινα σπίτια του χωριού.


Το μαυσωλείο αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου θρησκευτικού συμπλέγματος μοναδικού στο είδος του, από τα πιο παράδοξα και ενδιαφέροντα που έχω δει. Πλινθόκτιστο όλο, περιλαμβάνει κατ’ αρχάς ένα τζαμί, με τον απαραίτητο μιναρέ καθώς και μια ευρύχωρη αψιδωτή αίθουσα προσευχής με πολυάριθμες κολώνες που κάποτε συγκρατούσαν μια οροφή τώρα πια κατεστραμμένη. Δεδομένου του ζεστού και άνυδρου κλίματος της περιοχής, η έλλειψη στέγης δεν φαίνεται να επιδρά στη λειτουργία του χώρου, εξ ου μάλλον και η αδιαφορία για την αποκατάστασή της. Ο χώρος πάντως διατηρείται πεντακάθαρος ενώ την ώρα της δικής μας επίσκεψης ένας άντρας σκουπίζει επιμελώς το χωμάτινο δάπεδο με μια χόρτινη σκούπα.



Ακριβώς δίπλα από το τζαμί υψώνεται το μαυσωλείο, με ένα περίτεχνο δώμα που εκκινεί κυλινδρικά και στη συνέχεια τείνει ελαφρώς κωνοειδώς, και που εδράζεται πάνω σ’ ένα επίσης διακοσμημένο τετράγωνο κτίριο. Εκεί στεγάζεται ο τάφος του αγίου όπου καθημερινά συρρέουν πιστοί για προσκύνημα. Σ’ αυτό το σημείο μας αποχαιρετά κι ο οδηγός μας που μπαίνει στην ουρά για να υποβάλει κι αυτός τα σέβη του στον άγιο και ίσως, με την ευκαιρία, να τον παρακαλέσει για κάποια θαυματουργή θεραπεία του χαλασμένου ταξί.





Οι γύρω λόφοι Τάκα βρίθουν από μπαμπουίνους. Σόια ολόκληρα περιφέρονται μέσα στο οπτικό μας πεδίο και μας χλευάζουν κανονικότατα, τη μια συμπεριφερόμενοι σαν τάχα να μας καλούν κοντά τους με τα τερτίπια τους και την άλλη εξαφανιζόμενοι μόλις επιχειρούμε να πλησιάσουμε. Δούλεμα ψιλό γαζί. Ας είναι!

Ακολουθούμε με τα πόδια τον χωματόδρομο που τρέχει κατά μήκος των βράχων και ενάμιση περίπου χιλιόμετρο μετά φτάνουμε στο Τοτέιλ. Πρόκειται για το τελευταίο χωριό που φωλιάζει στα ριζά των λόφων στη νότια απόληξη τους. Εδώ πλέον το τοπίο παραπέμπει ευθέως στο νότιο Μαρόκο ενώ τα σπίτια με τα έντονα χρώματα σαν να κλείνουν το μάτι στη Λατινική Αμερική. Με επαναφέρουν στην πραγματικότητα οι άντρες με τις λευκές κελεμπίες, τα κάρα με τα γαϊδούρια και οι γυναίκες με τα ντροπαλά χαμόγελα και τα καλυμμένα κεφάλια.











Στην άκρη του Τοτέιλ έχει διαμορφωθεί κάτι σαν χώρος αναψυχής. Πληρώνεις μάλιστα και εισιτήριο για να μπεις, ένα αστείο για μας ποσό, της τάξης των τριών σεντς. Μετά τη διάσχιση της πύλης εισόδου, επιτομή της ντόπιας αντίληψης περί υποβλητικότητας και μεγαλοπρέπειας,

ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα … χμμ … πώς να χαρακτηρίσω αλήθεια αυτό που βλέπουμε; Ας το πούμε φτωχική απομίμηση ντίσνειλαντ αχταρμά για μικρά και μεγάλα παιδιά. Η διακόσμηση περιλαμβάνει πληθώρα από γκράφιτι, με μια γκάμα που καλύπτει από τον γνωστό γάτο Τομ, κατάλληλο για τοίχο νηπιαγωγείου, μέχρι γνήσιες ναϊφ παραστάσεις αφρικανικής λαϊκής ζωγραφικής. Κατά τα λοιπά, ο χώρος φοντάρει πολύ όμορφα στους βράχους και είναι σπαρμένος με διάφορα περίπτερα-μαγαζάκια, κυρίως αναψυκτήρια, όπου ακόμα σήμερα αναρωτιέμαι σε ποια πελατεία στηρίζονται άραγε αφού στην πάνω από μια ώρα της δικής μας επίσκεψης δεν είδαμε ίχνος άλλου θαμώνα πλην ημών…









Ένα τσουνάμι τρυφερότητας
Επιλέξαμε ένα περίπτερο στην τύχη. Καθίσαμε κάτω από το καλαμωτό σκίαστρο, με τα χτιστά καναπεδάκια γύρω γύρω και τώρα πίνουμε έναν ακόμη εξαιρετικό καφέ με κάρδαμο, Είναι απ’ αυτές τις φαινομενικά ασήμαντες μα στην πραγματικότητα ευλογημένες στιγμές του ταξιδιού. Μια στιγμή χαλάρωσης όπου, μηρυκάζοντας τις εμπειρίες των ημερών, συνέχεια αναβλύζουν από μέσα σκέψεις και συναισθήματα. Τώρα δα για παράδειγμα, κοιτάζοντας και πάλι τον περίγυρο, νοιώθω να με κατακλύζει ένα τσουνάμι τρυφερότητας, που πνίγει από κάτω μια ελαφριά δόση ενοχής. Γιατί, άμα το καλοσκεφτείς, όλα αυτά που με περισσή ευκολία έκριναν ως αστεία, ελαφρώς κιτς, και μάλλον παιδιάστικα τα χορτάτα και ολίγον μπλαζέ δυτικά μας μάτια, συνοψίζουν στην πραγματικότητα την προσπάθεια αυτών των απλών ταπεινών ανθρώπων να φτιάξουν κάτι το ξεχωριστό για τα δικά τους μέτρα. Να εισάγουν με τα πενιχρά τους μέσα λίγο χρώμα και πολυτέλεια στη φτωχική ζωή τους, προσφέροντας καφέ σε πήλινα δοχεία, σερβιρισμένο σε δίσκο όπου καίει αρωματικό λιβάνι, σ’ ένα περιβάλλον περιπάτου με χαρούμενες ζωγραφιές στους τοίχους. Μόνο αγάπη λοιπόν, και σεβασμός απόλυτος. Αυτό και τίποτε άλλο!

Αύριο αποχαιρετούμε το ανατολικό Σουδάν. Μια οχτάωρη διαδρομή πεντακοσίων και βάλε χιλιομέτρων με το λεωφορείο μέσα από την έρημο θα μας οδηγήσει πίσω στο Χαρτούμ. Εκεί, ινσαλλάχ, θα σμίξουμε με τον Παναγιώτη για τα τραβήξουμε παρέα στον βορρά της χώρας, στην αρχαία Νουβία. Είμαστε δυο, θα γίνουμε τρεις! Το ταξίδι συνεχίζεται!
Last edited by a moderator: