Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 10.218
- Likes
- 55.379
- Επόμενο Ταξίδι
- Nipon-Αλάσκα-Yellowstone
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Μετά από μια σύντομη στάση για να βγάλει ο Α μια φωτογραφία το Λευκό Οίκο, πήγαμε να πάρουμε το Chinatown Bus για την επιστροφή στη Νέα Υόρκη. Εννοείται πως κανείς στα γραφεία της εταιρείας δε μιλούσε Αγγλικά, αλλά το λεωφορείο ήρθε στην ώρα του… Αυτή τη φορά η πατάτα ήταν δική μου… Μας πήρε ο ύπνος στο λεωφορείο κι όταν ξύπνησα μερικές ώρες αργότερα μπαίναμε σε μια πόλη με ουρανοξύστες, πολύ υγρό στοιχείο και φυσικά μια Chinatown, όπου κάναμε στάση. Ε, θεώρησα κι εγώ πως είμαστε στη Νέα Υόρκη, για να ανακαλύψω πως κατεβήκαμε…στην Chinatown της Φιλαδέλφεια! Μικρό το κακό διότι πήραμε το επόμενο λεωφορείο αφού φάγαμε προψημένα σάντουιτς στο απέναντι σούπερ μάρκετ και αποφύγαμε δυο τρεις μαύρους που ήθελαν να τους χαρίσουμε «κανα-δυο δολάρια». Όπως είπε κι ο Α… «την είδαμε και τη Φιλαδέλφεια: μιλήσαμε με τους ντόπιους (δυο ζητιάνους), φάγαμε το παραδοσιακό της φαγητό (δυο σάντουιτς της κακιάς ώρας) και περπατήσαμε τους δρόμους της (το σούπερ μάρκετ ήταν απέναντι από το σταθμό των λεωφορείων).»
Μετά από αυτό το ευχάριστο διάλειμμα φτάσαμε στη Νέα Υόρκη με τους ουρανούς να έχουν ανοίξει και να ρίχνουν καρεκλοπόδαρα. Έπρεπε να πάμε σε άλλο ξενοδοχείο, αφού είπαμε να αφήσουμε το hostel για κάτι λίγο πιο κεντρικό και πήραμε ταξί αφού με τέτοια βροχή κατά τον Α ήταν αδύνατο να πάρουμε το μετρό με τις βαλίτσες μας. Ο Κορεάτης οδηγός που μας έλαχε ήταν απίστευτη μορφή… Έτρωγε από το ταπεράκι του πάνω στο τιμόνι, στα φανάρια έβγαινε έξω για να φτύσει σε κάδους, τα Αγγλικά του ήταν «καμ γουιθ μι για να τη βρεις» μετά από 25 χρόνια (!) διαμονής στη Νέα Υόρκη, το ξενοδοχείο δεν το έβρισκε με τίποτε και η φάτσα του όταν του είπα πως έχω πάει στη Βόρειο Κορέα ήταν για πορτρέτο…
Ευτυχώς που ήταν τέτοιο όργιο ο άνθρωπος και γελάσαμε και λίγο διότι η διαδρομή μας πήρε δύο ώρες (!) με μια απίστευτη κίνηση τους δρόμους, σαφώς επιβαρυμένη από τη βροχή που συνέχιζε να πέφτει. Όπως γίνεται κάθε φορά που επισκέπτομαι για πρώτη φορά μια πόλη όπου ξέρω πως θα μπορούσα να βρω δουλειά, σε όλη τη διαμονή στη Νέα Υόρκη σκεφτόμουν κατά πόσον θα ήθελα ή θα μπορούσα να ζήσω εκεί. Εκείνη τη στιγμή λοιπόν βρεθήκαμε με τον Α να συζητούμε το τι είναι αυτό που «τραβάει» τόσο κόσμο στη Νέα Υόρκη, μια πόλη δύσκολη, άσχημη, με υψηλότατο κόστος ζωής, πολύ άγχος, σχετικά χαμηλό βιοτικό επίπεδο και όπου ακόμη και απλά πράγματα όπως το να πας από το Α στο Β σε ώρα αιχμής μετατρέπονται σε μαρτύριο. Είχαμε μπροστά μας έναν Κορεάτη οδηγό ταξί που περνά 14 ώρες την ημέρα στο τιμόνι σε αφιλόξενους δρόμους, χωρίς να έχει μάθει καν τη γλώσσα σε υποφερτό επίπεδο, που πληρώνεται πολύ λίγο για κάποιον που μέχρι και τα γεύματά του τα τρώει οδηγώντας (ο ίδιος μας εξήγησε τα του μισθού του και δεν ήταν ευχάριστα) και γυρνά στο σπίτι του άγρια μεσάνυχτα χωρίς να βλέπει την οικογένειά του σχεδόν ποτέ, αφού δουλεύει επταήμερο. Κι όμως αυτός ο άνθρωπος ένιωθε ευτυχής που ζούσε σε μια πόλη σαν τη Νέα Υόρκη. Some like chocolate, others prefer vanilla που έλεγαν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, αλλά εγώ μάλλον δε θα μπορούσα να είμαι ευτυχισμένος σε μια τέτοια πόλη και ειδικά έχοντας ζήσει σε Κομποστέλα, Βιέννη, Ινδονησία και Αβάνα η σύγκριση είναι σαφέστατα εις βάρος του Μεγάλου Μήλου (που πάντως μου φάνηκε πολύ πιο ενδιαφέρον, ασφαλές κλπ από την πόλη όπου σπούδασα στην Αγγλία για να πούμε την αλήθεια). Βέβαια ποτέ μη λες ποτέ…
Τέλος πάντων, φτάσαμε μούσκεμα στο ξενοδοχείο το οποίο ήταν πολύ κατώτερο των προσδοκιών, με κακό σέρβις, το ίντερνετ λειτουργούσε μόνο στο ισόγειο, το δωμάτιο είχε ένα (!) και πολύ μικρών διαστάσεων κρεβάτι και γενικώς ήταν σκέτη καταστροφή σε σχέση με το συμπαθέστατο και φτηνότατο hostel του Χάρλεμ που ήδη αρχίσαμε να αναπολούμε. Τουλάχιστον υποτίθεται πως ήμαστε σε πιο κεντρική γειτονιά.
Πήγαμε μέχρι την Times Square, όπου δε βρήκαμε και τίποτε το ιδιαίτερο από πλευράς εισιτηρίων για το θέατρο και στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε στην Αστόρια. Πάλι άνοιξαν οι ουρανοί ενώ κι ο αέρας ήταν πολύ δυνατός, θύμιζε προοίμιο τυφώνα. Ευτυχώς βρήκαμε ένα μαγαζάκι όπου αγοράσαμε από μια Ινδή ομπρέλες για 3$ και μπορέσαμε να συνεχίσουμε τη βόλτα μας. Περπατήσαμε πολύ αλλά μάλλον κάποιο επεισόδιο χάσαμε διότι η ελληνική παρουσία στη γειτονιά ήταν υποτονική. Βρήκαμε πάντως ένα κυπριακό εστιατόριο ονόματι «Ζήνων» που ήταν σκέτη αποκάλυψη. Φοβερό! Με το μενού των 18.95$ ανά άτομο σκάσαμε στο φαγητό με εκπληκτικά συκωτάκια, ατέλειωτα πιάτα με σάλτσες, χαλούμια, φοβερή ποικιλία τυριών και μη μιλήσω καν για τα λουκάνικα και τα γλυκά. Έσκασα. Ήταν μακράν το καλύτερο φαγητό που φάγαμε σε ολόκληρο το ταξίδι, σε ωραία ατμόσφαιρα, με καταπληκτικό σέρβις, αλλά κυρίως φαγητό ποιότητας, σπιτικό και καλομαγειρεμένο. Εύγε στην Κύπρο, την οποία δεν έχω ακόμη φιλοτιμηθεί να επισκεφθώ, σε αντίθεση βέβαια με τον Α που είναι Κύπριος και συγκατοικεί και με την Κύπρια της καρδιάς του, οπότε το κατέχει το άθλημα της κυπριακής κουζίνας. Πόντος για την Κύπρο στην καρδιά της Νέας Υόρκης…
Επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο με το μετρό, το οποίο μάλλον λειτουργεί όλο το 24ωρο (!). Η δε Metrocard εβδομάδας που αγοράσαμε αποδείχθηκε φοβερό value for money, για ένα μετρό που είναι αξιόπιστο αν και σου παίρνει λίγο καιρό να το συνηθίσεις.
Μετά από αυτό το ευχάριστο διάλειμμα φτάσαμε στη Νέα Υόρκη με τους ουρανούς να έχουν ανοίξει και να ρίχνουν καρεκλοπόδαρα. Έπρεπε να πάμε σε άλλο ξενοδοχείο, αφού είπαμε να αφήσουμε το hostel για κάτι λίγο πιο κεντρικό και πήραμε ταξί αφού με τέτοια βροχή κατά τον Α ήταν αδύνατο να πάρουμε το μετρό με τις βαλίτσες μας. Ο Κορεάτης οδηγός που μας έλαχε ήταν απίστευτη μορφή… Έτρωγε από το ταπεράκι του πάνω στο τιμόνι, στα φανάρια έβγαινε έξω για να φτύσει σε κάδους, τα Αγγλικά του ήταν «καμ γουιθ μι για να τη βρεις» μετά από 25 χρόνια (!) διαμονής στη Νέα Υόρκη, το ξενοδοχείο δεν το έβρισκε με τίποτε και η φάτσα του όταν του είπα πως έχω πάει στη Βόρειο Κορέα ήταν για πορτρέτο…
Ευτυχώς που ήταν τέτοιο όργιο ο άνθρωπος και γελάσαμε και λίγο διότι η διαδρομή μας πήρε δύο ώρες (!) με μια απίστευτη κίνηση τους δρόμους, σαφώς επιβαρυμένη από τη βροχή που συνέχιζε να πέφτει. Όπως γίνεται κάθε φορά που επισκέπτομαι για πρώτη φορά μια πόλη όπου ξέρω πως θα μπορούσα να βρω δουλειά, σε όλη τη διαμονή στη Νέα Υόρκη σκεφτόμουν κατά πόσον θα ήθελα ή θα μπορούσα να ζήσω εκεί. Εκείνη τη στιγμή λοιπόν βρεθήκαμε με τον Α να συζητούμε το τι είναι αυτό που «τραβάει» τόσο κόσμο στη Νέα Υόρκη, μια πόλη δύσκολη, άσχημη, με υψηλότατο κόστος ζωής, πολύ άγχος, σχετικά χαμηλό βιοτικό επίπεδο και όπου ακόμη και απλά πράγματα όπως το να πας από το Α στο Β σε ώρα αιχμής μετατρέπονται σε μαρτύριο. Είχαμε μπροστά μας έναν Κορεάτη οδηγό ταξί που περνά 14 ώρες την ημέρα στο τιμόνι σε αφιλόξενους δρόμους, χωρίς να έχει μάθει καν τη γλώσσα σε υποφερτό επίπεδο, που πληρώνεται πολύ λίγο για κάποιον που μέχρι και τα γεύματά του τα τρώει οδηγώντας (ο ίδιος μας εξήγησε τα του μισθού του και δεν ήταν ευχάριστα) και γυρνά στο σπίτι του άγρια μεσάνυχτα χωρίς να βλέπει την οικογένειά του σχεδόν ποτέ, αφού δουλεύει επταήμερο. Κι όμως αυτός ο άνθρωπος ένιωθε ευτυχής που ζούσε σε μια πόλη σαν τη Νέα Υόρκη. Some like chocolate, others prefer vanilla που έλεγαν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, αλλά εγώ μάλλον δε θα μπορούσα να είμαι ευτυχισμένος σε μια τέτοια πόλη και ειδικά έχοντας ζήσει σε Κομποστέλα, Βιέννη, Ινδονησία και Αβάνα η σύγκριση είναι σαφέστατα εις βάρος του Μεγάλου Μήλου (που πάντως μου φάνηκε πολύ πιο ενδιαφέρον, ασφαλές κλπ από την πόλη όπου σπούδασα στην Αγγλία για να πούμε την αλήθεια). Βέβαια ποτέ μη λες ποτέ…
Τέλος πάντων, φτάσαμε μούσκεμα στο ξενοδοχείο το οποίο ήταν πολύ κατώτερο των προσδοκιών, με κακό σέρβις, το ίντερνετ λειτουργούσε μόνο στο ισόγειο, το δωμάτιο είχε ένα (!) και πολύ μικρών διαστάσεων κρεβάτι και γενικώς ήταν σκέτη καταστροφή σε σχέση με το συμπαθέστατο και φτηνότατο hostel του Χάρλεμ που ήδη αρχίσαμε να αναπολούμε. Τουλάχιστον υποτίθεται πως ήμαστε σε πιο κεντρική γειτονιά.
Πήγαμε μέχρι την Times Square, όπου δε βρήκαμε και τίποτε το ιδιαίτερο από πλευράς εισιτηρίων για το θέατρο και στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε στην Αστόρια. Πάλι άνοιξαν οι ουρανοί ενώ κι ο αέρας ήταν πολύ δυνατός, θύμιζε προοίμιο τυφώνα. Ευτυχώς βρήκαμε ένα μαγαζάκι όπου αγοράσαμε από μια Ινδή ομπρέλες για 3$ και μπορέσαμε να συνεχίσουμε τη βόλτα μας. Περπατήσαμε πολύ αλλά μάλλον κάποιο επεισόδιο χάσαμε διότι η ελληνική παρουσία στη γειτονιά ήταν υποτονική. Βρήκαμε πάντως ένα κυπριακό εστιατόριο ονόματι «Ζήνων» που ήταν σκέτη αποκάλυψη. Φοβερό! Με το μενού των 18.95$ ανά άτομο σκάσαμε στο φαγητό με εκπληκτικά συκωτάκια, ατέλειωτα πιάτα με σάλτσες, χαλούμια, φοβερή ποικιλία τυριών και μη μιλήσω καν για τα λουκάνικα και τα γλυκά. Έσκασα. Ήταν μακράν το καλύτερο φαγητό που φάγαμε σε ολόκληρο το ταξίδι, σε ωραία ατμόσφαιρα, με καταπληκτικό σέρβις, αλλά κυρίως φαγητό ποιότητας, σπιτικό και καλομαγειρεμένο. Εύγε στην Κύπρο, την οποία δεν έχω ακόμη φιλοτιμηθεί να επισκεφθώ, σε αντίθεση βέβαια με τον Α που είναι Κύπριος και συγκατοικεί και με την Κύπρια της καρδιάς του, οπότε το κατέχει το άθλημα της κυπριακής κουζίνας. Πόντος για την Κύπρο στην καρδιά της Νέας Υόρκης…
Επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο με το μετρό, το οποίο μάλλον λειτουργεί όλο το 24ωρο (!). Η δε Metrocard εβδομάδας που αγοράσαμε αποδείχθηκε φοβερό value for money, για ένα μετρό που είναι αξιόπιστο αν και σου παίρνει λίγο καιρό να το συνηθίσεις.
Last edited: