Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 10.218
- Likes
- 55.379
- Επόμενο Ταξίδι
- Nipon-Αλάσκα-Yellowstone
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
H επόμενη είναι η ημέρα του ράντσου. Μετά από επιμονή των άλλων δύο, είπαμε να πάμε σε ένα «ράντσο» όπου θα μπορούσαν να κάνουν ιππασία. Ψάξαμε πολύ στο ίντερνετ, αλλά δυστυχώς τα μοναδικά ράντσα που θύμιζαν πραγματικό ράντσο (με κοπάδια, λίμνες, στάβλους κλπ) έθεταν ένα μίνιμουμ διαμονής τριών ημερών, οπότε επιλέξαμε ένα στη Σάντα Φε. Η αρχική μου εντύπωση από την ιστοσελίδα του ράντσου ήταν πως επρόκειτο για πολυτελές ξενοδοχείο με κάποιες δραστηριότητες (π.χ. ιππασία) στις μεγάλες εκτάσεις που περιελάμβανε, με πολλά λούσα και διακόσμηση φάρμας.
Όπως και να έχει, πριν πάμε στο ράντσο περάσαμε από την πόλη του Τάος ώστε να τη δούμε και με το φως της ημέρας (χαριτωμένη, αλλά πολύ τουριστική) και στη συνέχεια από την πρωτεύουσα του Νιου Μέξικο, τη Σάντα Φε (ακόμη πιο τουριστική, αλλά πανέμορφη αποικιακή αρχιτεκτονική). Η Σάντα Φε θυμίζει πολύ ισπανικές ή μεξικάνικες πόλεις, αλλά στο πιο τουριστικό και αμερικάνικο. Μας έδωσε την εντύπωση πολύ πλούσιας πόλης, τουλάχιστον στο κέντρο της, διότι στα προάστια διαβάσαμε πως έχει πολλή φτώχεια, συμμορίες κλπ, αλλά είναι κάτι που δε συναντήσαμε.
Ε, πέρασε η ώρα και πήγαμε και στο πεντάστερο ράντσο. Καταλάμβανε μια μεγάλη έκταση με αραιά πεύκα και το όλο συγκρότημα χτίστηκε πάνω στις εγκαταστάσεις ενός παλαιότατου ράντσου. Ο Χ και ο Α πήγαν για ιππασία με την εκπαιδεύτρια του ράντσου, μια ξανθιά γυναικάρα με καπέλο, μπότες και σπιρούνια, που πάντως χρέωνε ένα διαστημικό ποσό για μια ώρα ιππασίας (γύρω στα 120$). Με δεδομένο πως ιππασία έχω κάνει πολλές φορές, πως στη διπλανή Σάντα Φε κόστιζε μόλις 30$, στην Κούβα κάνει 15$ κι έχω κάνει ιππασία πολλές φορές, το απέφυγα. Ο Χ και ο Α που πήγαν πάντως το καταδιασκέδασαν, αν και υποψιάζομαι πως μέρος της γοητείας της όλης εμπειρίας ήταν η εκπαιδεύτρια…
Το δωμάτιο ήταν ενοχλητικά υπερπολυτελές, με τρίπατα στρώματα, τεράστιες διαστάσεις και μπαλκόνι με θέα στους λόφους της Σάντα Φε, αλλά να πω την αλήθεια ψιλοβαρέθηκα, για μένα δεν έπαυε να είναι ένα ξενοδοχείο. Πήγαμε για μπάνιο, σάουνα, μπάσκετ στην πισίνα και το βράδυ φάγαμε καταπληκτικά (και πάμφθηνα, είναι η αλήθεια) BBQ Ribs με αργό σέρβις το οποίο εκνεύρισε τους άλλους πελάτες αλλά εμάς μας ήρθε κουτί, άλλωστε για ρηλάξ πήγαμε. Η όλη διαμονή στο ράντσο ήταν ένα άνετο αλλά αχρείαστο διάλειμμα για μένα, αξιόλογη εμπειρία για τους άλλους, που στο κάτω-κάτω έκαναν κι όλη την οδήγηση επί δύο εβδομάδες χωρίς διακοπή.
Το πρωινό ήταν πολύ καλό, δεν ίσχυε το ίδιο όμως για την αμοιβή και τις συνθήκες εργασίας για το Μεξικάνο που μας έφτιαξε τις ομελέτες όμως, σύμφωνα με τα όσα μου εκμυστηρεύθηκε στα ισπανικά (“el pago mal, el trato peor” δηλαδή «η αμοιβή κακή, η αντιμετώπιση χειρότερη»). Φεύγοντας περάσαμε από το παλιό κομμάτι της πόλης του Τάος και πήραμε και πάλι το αμάξι και πήραμε το μακρύ δρόμο για το εθνικό πάρκο White Sands.
Ξέραμε ότι η διαδρομή θα είναι πολύ μονότονη, άλλωστε τα τοπία στο Νιου Μέξικο δε διακρίνονται ούτε για την ποικιλία ούτε για την ομορφιά τους. Είπαμε να «σπάσουμε» το ταξίδι λίγο έξω από την Αλμπουκέρκη για να επισκεφθούμε το Petroglyphs National Monument, αφού ήταν στη μέση της διαδρομής και από πετρογλυφικά δεν είχαμε δει σχεδόν τίποτε. Η στάση αποδείχθηκε μια μπαρούφα, τα πετρογλυφικά δεν ήταν τίποτε το ιδιαίτερο, αλλά τουλάχιστον κάναμε hiking και, παρότι κάτω από τον ήλιο της ερήμου, ξεπιαστήκαμε και νιώσαμε ζωντανοί. Είχε προειδοποιητικές ταμπέλες για κροταλίες, αλλά δυστυχώς δεν είδαμε κανέναν, αποτυχία σκέτη… Με τη διαδρομή τόσο βαρετή και τα CD μας χιλιοπαιγμένα, αρχίσαμε να παίζουμε παιχνιδάκια του στιλ «πόσους Έλληνες παρουσιαστές ειδήσεων μπορείς να βρεις σε 200 δευτερόλεπτα» και «20 ερωτήσεις» όπου το ζητούμενο πρόσωπο ήταν από Γερμανοί επιστήμονες μέχρι… ο Κωνσταντίνος Βεδουράς.
Με τα πολλά… πέρασαν οι ώρες και φτάσαμε επιτέλους στο White Sands. Όπως υποδηλώνει και το όνομα, πρόκειται για έρημο με κατάλευκη άμμο στη μέση της χωματώδους ερήμου του Νιου Μέξικο. Για να είμαι ειλικρινής δεν περίμενα και πολλά πράγματα διότι έχω πάει πολλές φορές σε έρημο από το Ιράν μέχρι τη Βολιβία και δεν είχα την απαίτηση να εντυπωσιαστώ. Λάθος! Το θέαμα ήταν πολύ εντυπωσιακό, η αντίθεση της κατάλευκης άμμου με τον ουρανό και το γύρω τοπίο, το μέγεθος των αμμόλοφων, η αίσθηση απαλότητας της άμμου (σαν πούδρα ήταν), αλλά ειδικά το ηλιοβασίλεμα στους αμμόλοφους και η απομόνωση ήταν κορυφή. Για άλλη μια φορά πάθαμε την πλάκα μας με την αμερικάνικη οργάνωση στα εθνικά πάρκα: καταπληκτικά φυλλάδια, διαδραστικά παιχνίδια για τους “junior rangers”, απόλυτη καθαριότητα, εξαιρετικές πληροφορίες on site κι ένα μικρό αλλά περιεκτικότατο μουσείο που εξηγεί τη γεωλογία, την πανίδα και την ιστορία του χώρου, κι όλα αυτά σε προσιτότατες τιμές, κρίμα που οι ίδιοι οι Αμερικανοί δεν τα τιμούν όσο θα μπορούσαν, η πλειοψηφία των επισκεπτών είναι ξένοι (όπως σχολίαζε εχθές και ο ιδιοφυής Bill Maher, για μένα το μεγαλύτερο ταλέντο στα ΜΜΕ παγκοσμίως) .
Μετά από σκαρφάλωμα και… τσουλήθρα στους αμμόλοφους, σουρεαλιστικές φωτογραφίες και ολίγο διαλογισμό, κατευθυνθήκαμε για το Las Cruces, όπου θα περνούσαμε το βράδυ, κερδίζοντας λίγο χρόνο στο δρόμο για το καουμπόικο Tombstone. Το Las Cruces το βρήκαμε, το ξενοδοχείο μας παίδεψε λίγο παραπάνω, αλλά το να βρούμε φαγητό βραδιάτικα ήταν ακόμη πιο δύσκολο: το ατμοσφαιρικό εστιατόριο-αντίκα με αίθουσα φαντασμάτων όπου θέλαμε να δειπνήσουμε στη γειτονική Mesilla ήταν κλειστό (τι ώρα κλείνουν εκεί; Στις 9:30;; Νεκρή ήταν η πόλη…) και η μόνη επιλογή στο Las Cruces ήταν ένα Applebee’s, όπου έμαθα ότι υπάρχει τέτοιο πράγμα και στην Ελλάδα. Χάλι μαύρο το φαγητό, χαριτωμένη η Μεξικανή σερβιτόρα, είδαμε και λίγο μπέηζμπολ στην τηλεόραση και γυρίσαμε ξεροί. Πολλά «άδεια» χιλιόμετρα είχε η σημερινή ημέρα, ευτυχώς το White Sands ήταν υπεράνω προσδοκιών και την έσωσε. H επόμενη όμως θα ήταν μέρα-αποκάλυψη...
Όπως και να έχει, πριν πάμε στο ράντσο περάσαμε από την πόλη του Τάος ώστε να τη δούμε και με το φως της ημέρας (χαριτωμένη, αλλά πολύ τουριστική) και στη συνέχεια από την πρωτεύουσα του Νιου Μέξικο, τη Σάντα Φε (ακόμη πιο τουριστική, αλλά πανέμορφη αποικιακή αρχιτεκτονική). Η Σάντα Φε θυμίζει πολύ ισπανικές ή μεξικάνικες πόλεις, αλλά στο πιο τουριστικό και αμερικάνικο. Μας έδωσε την εντύπωση πολύ πλούσιας πόλης, τουλάχιστον στο κέντρο της, διότι στα προάστια διαβάσαμε πως έχει πολλή φτώχεια, συμμορίες κλπ, αλλά είναι κάτι που δε συναντήσαμε.
Ε, πέρασε η ώρα και πήγαμε και στο πεντάστερο ράντσο. Καταλάμβανε μια μεγάλη έκταση με αραιά πεύκα και το όλο συγκρότημα χτίστηκε πάνω στις εγκαταστάσεις ενός παλαιότατου ράντσου. Ο Χ και ο Α πήγαν για ιππασία με την εκπαιδεύτρια του ράντσου, μια ξανθιά γυναικάρα με καπέλο, μπότες και σπιρούνια, που πάντως χρέωνε ένα διαστημικό ποσό για μια ώρα ιππασίας (γύρω στα 120$). Με δεδομένο πως ιππασία έχω κάνει πολλές φορές, πως στη διπλανή Σάντα Φε κόστιζε μόλις 30$, στην Κούβα κάνει 15$ κι έχω κάνει ιππασία πολλές φορές, το απέφυγα. Ο Χ και ο Α που πήγαν πάντως το καταδιασκέδασαν, αν και υποψιάζομαι πως μέρος της γοητείας της όλης εμπειρίας ήταν η εκπαιδεύτρια…
Το δωμάτιο ήταν ενοχλητικά υπερπολυτελές, με τρίπατα στρώματα, τεράστιες διαστάσεις και μπαλκόνι με θέα στους λόφους της Σάντα Φε, αλλά να πω την αλήθεια ψιλοβαρέθηκα, για μένα δεν έπαυε να είναι ένα ξενοδοχείο. Πήγαμε για μπάνιο, σάουνα, μπάσκετ στην πισίνα και το βράδυ φάγαμε καταπληκτικά (και πάμφθηνα, είναι η αλήθεια) BBQ Ribs με αργό σέρβις το οποίο εκνεύρισε τους άλλους πελάτες αλλά εμάς μας ήρθε κουτί, άλλωστε για ρηλάξ πήγαμε. Η όλη διαμονή στο ράντσο ήταν ένα άνετο αλλά αχρείαστο διάλειμμα για μένα, αξιόλογη εμπειρία για τους άλλους, που στο κάτω-κάτω έκαναν κι όλη την οδήγηση επί δύο εβδομάδες χωρίς διακοπή.
Το πρωινό ήταν πολύ καλό, δεν ίσχυε το ίδιο όμως για την αμοιβή και τις συνθήκες εργασίας για το Μεξικάνο που μας έφτιαξε τις ομελέτες όμως, σύμφωνα με τα όσα μου εκμυστηρεύθηκε στα ισπανικά (“el pago mal, el trato peor” δηλαδή «η αμοιβή κακή, η αντιμετώπιση χειρότερη»). Φεύγοντας περάσαμε από το παλιό κομμάτι της πόλης του Τάος και πήραμε και πάλι το αμάξι και πήραμε το μακρύ δρόμο για το εθνικό πάρκο White Sands.
Ξέραμε ότι η διαδρομή θα είναι πολύ μονότονη, άλλωστε τα τοπία στο Νιου Μέξικο δε διακρίνονται ούτε για την ποικιλία ούτε για την ομορφιά τους. Είπαμε να «σπάσουμε» το ταξίδι λίγο έξω από την Αλμπουκέρκη για να επισκεφθούμε το Petroglyphs National Monument, αφού ήταν στη μέση της διαδρομής και από πετρογλυφικά δεν είχαμε δει σχεδόν τίποτε. Η στάση αποδείχθηκε μια μπαρούφα, τα πετρογλυφικά δεν ήταν τίποτε το ιδιαίτερο, αλλά τουλάχιστον κάναμε hiking και, παρότι κάτω από τον ήλιο της ερήμου, ξεπιαστήκαμε και νιώσαμε ζωντανοί. Είχε προειδοποιητικές ταμπέλες για κροταλίες, αλλά δυστυχώς δεν είδαμε κανέναν, αποτυχία σκέτη… Με τη διαδρομή τόσο βαρετή και τα CD μας χιλιοπαιγμένα, αρχίσαμε να παίζουμε παιχνιδάκια του στιλ «πόσους Έλληνες παρουσιαστές ειδήσεων μπορείς να βρεις σε 200 δευτερόλεπτα» και «20 ερωτήσεις» όπου το ζητούμενο πρόσωπο ήταν από Γερμανοί επιστήμονες μέχρι… ο Κωνσταντίνος Βεδουράς.
Με τα πολλά… πέρασαν οι ώρες και φτάσαμε επιτέλους στο White Sands. Όπως υποδηλώνει και το όνομα, πρόκειται για έρημο με κατάλευκη άμμο στη μέση της χωματώδους ερήμου του Νιου Μέξικο. Για να είμαι ειλικρινής δεν περίμενα και πολλά πράγματα διότι έχω πάει πολλές φορές σε έρημο από το Ιράν μέχρι τη Βολιβία και δεν είχα την απαίτηση να εντυπωσιαστώ. Λάθος! Το θέαμα ήταν πολύ εντυπωσιακό, η αντίθεση της κατάλευκης άμμου με τον ουρανό και το γύρω τοπίο, το μέγεθος των αμμόλοφων, η αίσθηση απαλότητας της άμμου (σαν πούδρα ήταν), αλλά ειδικά το ηλιοβασίλεμα στους αμμόλοφους και η απομόνωση ήταν κορυφή. Για άλλη μια φορά πάθαμε την πλάκα μας με την αμερικάνικη οργάνωση στα εθνικά πάρκα: καταπληκτικά φυλλάδια, διαδραστικά παιχνίδια για τους “junior rangers”, απόλυτη καθαριότητα, εξαιρετικές πληροφορίες on site κι ένα μικρό αλλά περιεκτικότατο μουσείο που εξηγεί τη γεωλογία, την πανίδα και την ιστορία του χώρου, κι όλα αυτά σε προσιτότατες τιμές, κρίμα που οι ίδιοι οι Αμερικανοί δεν τα τιμούν όσο θα μπορούσαν, η πλειοψηφία των επισκεπτών είναι ξένοι (όπως σχολίαζε εχθές και ο ιδιοφυής Bill Maher, για μένα το μεγαλύτερο ταλέντο στα ΜΜΕ παγκοσμίως) .
Μετά από σκαρφάλωμα και… τσουλήθρα στους αμμόλοφους, σουρεαλιστικές φωτογραφίες και ολίγο διαλογισμό, κατευθυνθήκαμε για το Las Cruces, όπου θα περνούσαμε το βράδυ, κερδίζοντας λίγο χρόνο στο δρόμο για το καουμπόικο Tombstone. Το Las Cruces το βρήκαμε, το ξενοδοχείο μας παίδεψε λίγο παραπάνω, αλλά το να βρούμε φαγητό βραδιάτικα ήταν ακόμη πιο δύσκολο: το ατμοσφαιρικό εστιατόριο-αντίκα με αίθουσα φαντασμάτων όπου θέλαμε να δειπνήσουμε στη γειτονική Mesilla ήταν κλειστό (τι ώρα κλείνουν εκεί; Στις 9:30;; Νεκρή ήταν η πόλη…) και η μόνη επιλογή στο Las Cruces ήταν ένα Applebee’s, όπου έμαθα ότι υπάρχει τέτοιο πράγμα και στην Ελλάδα. Χάλι μαύρο το φαγητό, χαριτωμένη η Μεξικανή σερβιτόρα, είδαμε και λίγο μπέηζμπολ στην τηλεόραση και γυρίσαμε ξεροί. Πολλά «άδεια» χιλιόμετρα είχε η σημερινή ημέρα, ευτυχώς το White Sands ήταν υπεράνω προσδοκιών και την έσωσε. H επόμενη όμως θα ήταν μέρα-αποκάλυψη...
Last edited: