Παρίσακτος
Member
- Μηνύματα
- 263
- Likes
- 2.898
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Σχεδιασμός Ταξιδιού
- Welcome! Where are you from?
- Άνθρωποι κ Ποντίκια
- Παζάρι, Καρνάκ κ αποχαιρετισμός στα όπλα
- 'Εγκλημα στο Νείλο
- 'Στα Κρεμαστά κ τη Δήλο της Αιγύπτου
- Ο καλός άνθρωπος του Ασουάν
- Εκεί στο Νότο
- Υπάρχουν κροκόδειλοι στον Νείλο;
- Πυραμίδες
- Νεκροπόλεις για ζωντανούς
- Μούμιες
- Στην Αγορά του Αλ-Χαλίλι
- Για σαλάμ θα πει Αλεξάνδρεια
- Απολογισμός - Αρχαιολογικοί Χώροι
- Απολογισμός - Οικισμοί
- Τελικός Απολογισμός
Υπάρχουν κροκόδειλοι στον Νείλο;
Το απόγευμα επιστρέψαμε, κι αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε τι εστί φελούκα στον Νείλο. Ζητάμε συμβουλές από τον Μοχάμεντ, μας προτείνει να πάρουμε δίπλα από την προβλήτα του νησιού, που είναι φτωχοί βαρκάρηδες και το έχουν περισσότερο ανάγκη απ’ ό,τι οι φελουκατζήδες της άλλης όχθης, μας λέει τιμή μαζί με μπαξίσι που προτείνει να αφήσουμε, μαξ 150 EGP, περισσότερα δηλαδή από τις προσφορές που είχαμε λάβει από απέναντι, αλλά σιγά, μικρή για εμάς η διαφορά.
Πάμε στο σημείο που μας υπέδειξε. Βρίσκουμε τον υπεύθυνο (ή μάλλον μας βρίσκει αυτός), του λέμε ποιος μας έστειλε, ρωτάει για τιμή, ο Δ. λέει κατευθείαν την «μετά από παζάρι και μπαξίσι» τιμή, δέχονται χωρίς καν να το διαπραγματευτούν.
«Για τον κύκλο του νησιού», διευκρινίζω εγώ.
«Αυτό είναι για μια ώρα», μας απαντά ο τύπος, που τελικά ήταν ο μεσάζων που έκλεισε τη συμφωνία, την οποία απλώς μετά ανακοίνωσε στον φελουκαντζή. «Σήμερα δεν έχει καθόλου αέρα, μπορείτε να πάτε μέχρι την άκρη του νησιού και να γυρίσετε πίσω. Αλλιώς είναι διπλή τιμή, για δυο ώρες». Βρήκε πάτημα. Δεχόμαστε για τη μια ώρα, άλλωστε δεν θέλαμε να ξημερώσουμε και στη φελούκα, για ένα ηλιοβασίλεμα πήγαμε.
Ανεβαίνουμε στη φελούκα εξισορροπώντας σε μια σανίδα και, με το που καθόμαστε, για την τιμή των όπλων, αναφέρω στο φίλο μου διακριτικά ότι από εδώ και στο εξής αναλαμβάνω εγώ τα παζάρια. Κάποιοι άνθρωποι παραείναι έντιμοι για τέτοιου είδους δουλειές.
Εδώ οφείλω να διευκρινίσω ότι στην καθημερινότητά μου είμαι άθλιος στα παζάρια, δεν κάνω ποτέ, δεν μου πάει δηλαδή καν το μυαλό στο «μήπως μπορούμε να κάνουμε λίγο καλύτερη τιμούλα;» όταν σκοπεύω να αγοράσω κάτι, αλλά εκεί δεν ήθελα να τους χαριστώ ούτε μια φορά.
Αρχίζει λοιπόν η βόλτα, ξεκινάμε δυναμικά τα πρώτα πέντε μέτρα, σίφουνας σκέφτομαι, βρε αυτός κάνει και δυο γύρους το νησί άμα θελήσει.
Ε, αυτό ήταν όλο.
Δηλαδή για να μην υπερβάλλω, πλεύσαμε καμιά πενηνταριά μέτρα με δυσκολία, αποκτήσαμε και μια καλή θέα του Old Cataract Hotel, όπου η Αγκάθα Κρίστι έγραψε το Έγκλημα στον Νείλο, ξαπλώσαμε να απολαύσουμε το τοπίο και σε στιγμές αισθανόμασταν κάτι σαν αεράκι να μας χαϊδεύει τα μάγουλα. Αλλά αυτά τα πενήντα μέτρα ήταν η μόνη απόσταση που διανύσαμε.
Πολλές φορές. Μπρος-πίσω.
Ο άνθρωπος κουνούσε τα ιστία, πείραζε τα πανιά, έβγαζε πού και πού ένα αυτοσχέδιο κουπί, που δεν ήταν παρά μια ξύλινη σανίδα σαν αυτή που χρησιμοποιούσε ο κάπτεν Χουκ για να ρίχνει τους εχθρούς του στη θάλασσα να τους φάνε οι κροκόδειλοι. Αλλά τίποτα, πλήρης αποτυχία.
Στιγμές στιγμές αναθαρρούσαμε, βλέπαμε να αποκτάμε ταχύτητα. Δέκα μέτρα μετά εγκαταλείπαμε τις ελπίδες ότι θα υπάρξει εναλλαγή στο τοπίο, μηχανοκίνητα σκάφη ή και φελούκες –ήκουσουν ήκουσον!– μας προσπερνούσαν, αλλά ο δικός μας ζεν. Άντε να ’βγαζε καμιά χαιρετούρα στα αραβικά όταν πετύχαινε κάναν γνωστό του.
Οι μόνες στιγμές που ταραζόταν ήταν όταν κινδυνεύαμε να πέσουμε σε βράχια, ορμούσε έπιανε το κουπί κι έριχνε λίγες σπρωξιές μπας και γλιτώσει το σκαρί. Μια φορά παραλίγο να του πέσει και το κουπί, τελευταία στιγμή το συγκράτησε. Με έπιασε νευρικό γέλιο.
Πολλές φορές, εδώ που τα λέμε.
«Θέλετε βοήθεια;» ρωτάω κάνοντας ότι κωπηλατώ, μιας και δεν ήξερε αγγλικά, μπας και προχωρήσουμε καθόλου πριν μας βρει η νύχτα στο ίδιο σημείο. Εκείνη την ώρα δεν μου έδωσε σημασία, μετά από λίγο, βέβαια, μου έκανε αγωνιώδη νοήματα να πάω. Σηκώθηκα έτοιμος να συνδράμω, μου ένευσε να καθίσω σαν να το μετάνιωσε. Σαν να έβαλε στο ζύγι το «η φελούκα θα συγκρουστεί στα βράχια» και το «Δεν θα πάρω καλό μπαξίσι αν τον βάλω να δουλέψει» και να του βγήκε βαρύτερο το δεύτερο.
Ε δεν ήθελε και πολύ, η νύχτα μας βρήκε στο ίδιο σημείο. Η θάλασσα είχε αρχίσει να αδειάζει από πλεούμενα, μία τρανταζόμασταν από δυνατά γέλια –ο βαρκάρης δεν έδειχνε ευτυχώς να πτοείται– μία αποφασίζαμε να το απολαύσουμε, διαδρομή δύο ωρών σε τιμή μίας. Το ζούσαμε, δεν έχω παράπονο.
«Δεν είναι δυνατόν αυτό που συμβαίνει», λέω κάποια στιγμή ξαπλωμένος κοιτάζοντας τον έναστρο ουρανό. «Ακυβέρνητοι στη μέση του Νείλου, εκατόν πενήντα μέτρα από την ακτή… Τι λες, προλαβαίνουμε το αεροπλάνο αύριο;» Ο Δ. δεν πολυσχολίαζε, κυρίως γελούσε με τα τεκταινόμενα. «Στη χειρότερη βουτάμε, τι θα μας συμβεί; Θα βγούμε με δυο κεφάλια;» Κοιτάζω τα νερά. «Άραγε υπάρχουν κροκόδειλοι στον Νείλο;»
Με το πολλά, η βόλτα μας κράτησε δυο ώρες, περνούσαν μηχανοκίνητα καΐκια (κρατικά υποθέτω) και μάζευαν τις ακυβέρνητες φελούκες. Εμάς μας περιμάζεψαν τελευταίους, βέβαια να μην γκρινιάζω, ας δω το ποτήρι μισογεμάτο: είχαμε ολόκληρο Νείλο για πάρτη μας, κι ας μην βλέπαμε και πολλά στα σκοτάδια. Ο φελουκατζής που σ’ όλο το ταξίδι –ναι, ταξίδι ήταν, ποιος λέει ότι το ταξίδι πρέπει να σε πάει κάπου αλλού από εκεί που ξεκίνησες; Ποιος λέει ότι πρέπει να σε πάει σώνει και ντε κάπου γενικώς;– έδειχνε προβληματισμένος, με ύφος «τι μου ’μελλε να πάθω τριτιάτικα;», τώρα είχε φουσκώσει το στήθος με αέρα επιτυχίας.
Φτάνουμε με τα πολλά· ευτυχώς παρά τις –όποιες– μούντζες, δεν πέφτουμε στο νερό βγαίνοντας από το σκάφος.
«Μπαξίς;» λέει κάπως δειλά στον Δ. μόλις τον πληρώνει, ενώ εγώ κατεβαίνω στην αποβάθρα. Ο φίλος μου του ρίχνει ένα βλέμμα που δεν χωρά ερμηνείες κι εκείνος χαμογελά αμήχανα, τύπου «καλά μια πλάκα έκανα και εγώ ρε παιδιά».
Το βράδυ συναντιόμαστε με τον Ντ. από την κρουαζιέρα που έμενε δίπλα μας κι είχαμε κρατήσει επαφή. Κάνουμε μια βόλτα στον άλλο νουβιακό οικισμό του νησιού, τον κοντινότερό μας.
Στη διαδρομή, μας σταματάει ένας Νούβιος με παραδοσιακή φορεσιά, μας συστήνεται και μας δηλώνει τον τίτλο του, κάτι σαν υπεύθυνος ανάδειξης του νουβιακού πολιτισμού. Οι άλλοι τον ευχαριστούνε και ετοιμάζονται να προσπεράσουν. Εγώ που είχα μάθει ότι το Ασουάν δεν είναι Λούξορ, προτείνω να τον ακούσουμε.
Μας βάζει στο σπίτι ενός Νούβιου, το οποίο ήταν παραδοσιακό και λειτουργούσε σχεδόν σαν μουσείο, με περίεργη αισθητική, κάτι κέρατα στους τοίχους, κάτι κροκόδειλους ταριχευμένους, καθώς είναι ιερό ζώο, όπως μας είπε ο ιδιοκτήτης.
Και ορισμένους λιγότερο νεκρούς· μας ανοίγει κάποια στιγμή ένα κουτί και ένα κροκοδειλάκι κροταλίζει τα δόντια του απειλητικά. «Oh, that escalated quickly», ακούω τον Δ. να μουρμουρίζει. Εγώ αναρωτιέμαι στα ελληνικά άμα είναι τόσο ιερό ζώο ο κροκόδειλος, γιατί το φυλακίζει στο κουτί. Δεν του το μεταφράζω.
Μας ανεβάζει στον απάνω όροφο, μας εξιστορεί την ιστορία του, μας δείχνει τη συλλογή από πράγματα που έχει, που όλα ήταν πολύτιμα, ακριβά, αρχαία. Τα οποία τα πουλάει. Ο άνθρωπος ήταν συμπαθητικός, βέβαια, και καθόλου πιεστικός πωλητής (πάντα κάποιο κέρδος θα υπάρχει· άλλωστε, αναδεικνύω πολιτισμό σημαίνει κι ότι τον χρηματοδοτώ για να συνεχίσει να υπάρχει).
Μετά από κάτι δώρα που παίρνουν ο Δ. και ο Ντ. κατεβαίνουμε, μας δείχνει την υπόλοιπη συλλογή από –ασήμαντης αξίας, στα μάτια μου– πράγματα που δεν πουλούσε, γιατί είναι ανεκτίμητα, μας έδειξε γράμματα που λάμβανε από διάφορες περιοχές του κόσμου που ξέρανε ποιος ήταν και τι έκανε και γενικά ο τύπος το ζούσε με τρέλα. Τον αποχαιρετίσαμε και συνεχίσαμε τη βόλτα μας.
Φτάνοντας στην άλλη άκρη του νησιού, αποχαιρετήσαμε και τον Ντ. που έπρεπε να επιστρέψει για να κοιμηθεί, καθώς την επόμενη μέρα θα πήγαινε στο Αμπού Σίμπελ, και πήγαμε για ένα απεριτίφ σε ένα μαγαζί δίπλα στον Νείλο – γιατί απ’ ό,τι φαίνεται, το δίωρο που ήμασταν παραδομένοι στο έλεός του δεν ήταν αρκετό για να τον χορτάσουμε. Το ρίξαμε έξω: εγώ σαλέπι, ο Δ. τσάι, κι ένα γλυκό παραδοσιακό υποτίθεται νουβιακό γλυκό, με παράξενη υφή, που δεν συγκράτησα πώς λέγεται.
Το βράδυ πέσαμε ξεροί. Το επόμενο πρωί ξυπνήσαμε και φάγαμε κατευθείαν πρωινό, ετοιμάσαμε τις βαλίτσες μας και πήραμε ταξί για το αεροδρόμιο. Σε λίγες ώρες θα φτάναμε στην πρωτεύουσα της Αιγύπτου.
Το απόγευμα επιστρέψαμε, κι αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε τι εστί φελούκα στον Νείλο. Ζητάμε συμβουλές από τον Μοχάμεντ, μας προτείνει να πάρουμε δίπλα από την προβλήτα του νησιού, που είναι φτωχοί βαρκάρηδες και το έχουν περισσότερο ανάγκη απ’ ό,τι οι φελουκατζήδες της άλλης όχθης, μας λέει τιμή μαζί με μπαξίσι που προτείνει να αφήσουμε, μαξ 150 EGP, περισσότερα δηλαδή από τις προσφορές που είχαμε λάβει από απέναντι, αλλά σιγά, μικρή για εμάς η διαφορά.
Πάμε στο σημείο που μας υπέδειξε. Βρίσκουμε τον υπεύθυνο (ή μάλλον μας βρίσκει αυτός), του λέμε ποιος μας έστειλε, ρωτάει για τιμή, ο Δ. λέει κατευθείαν την «μετά από παζάρι και μπαξίσι» τιμή, δέχονται χωρίς καν να το διαπραγματευτούν.
«Για τον κύκλο του νησιού», διευκρινίζω εγώ.
«Αυτό είναι για μια ώρα», μας απαντά ο τύπος, που τελικά ήταν ο μεσάζων που έκλεισε τη συμφωνία, την οποία απλώς μετά ανακοίνωσε στον φελουκαντζή. «Σήμερα δεν έχει καθόλου αέρα, μπορείτε να πάτε μέχρι την άκρη του νησιού και να γυρίσετε πίσω. Αλλιώς είναι διπλή τιμή, για δυο ώρες». Βρήκε πάτημα. Δεχόμαστε για τη μια ώρα, άλλωστε δεν θέλαμε να ξημερώσουμε και στη φελούκα, για ένα ηλιοβασίλεμα πήγαμε.
Ανεβαίνουμε στη φελούκα εξισορροπώντας σε μια σανίδα και, με το που καθόμαστε, για την τιμή των όπλων, αναφέρω στο φίλο μου διακριτικά ότι από εδώ και στο εξής αναλαμβάνω εγώ τα παζάρια. Κάποιοι άνθρωποι παραείναι έντιμοι για τέτοιου είδους δουλειές.
Εδώ οφείλω να διευκρινίσω ότι στην καθημερινότητά μου είμαι άθλιος στα παζάρια, δεν κάνω ποτέ, δεν μου πάει δηλαδή καν το μυαλό στο «μήπως μπορούμε να κάνουμε λίγο καλύτερη τιμούλα;» όταν σκοπεύω να αγοράσω κάτι, αλλά εκεί δεν ήθελα να τους χαριστώ ούτε μια φορά.
Αρχίζει λοιπόν η βόλτα, ξεκινάμε δυναμικά τα πρώτα πέντε μέτρα, σίφουνας σκέφτομαι, βρε αυτός κάνει και δυο γύρους το νησί άμα θελήσει.
Ε, αυτό ήταν όλο.
Δηλαδή για να μην υπερβάλλω, πλεύσαμε καμιά πενηνταριά μέτρα με δυσκολία, αποκτήσαμε και μια καλή θέα του Old Cataract Hotel, όπου η Αγκάθα Κρίστι έγραψε το Έγκλημα στον Νείλο, ξαπλώσαμε να απολαύσουμε το τοπίο και σε στιγμές αισθανόμασταν κάτι σαν αεράκι να μας χαϊδεύει τα μάγουλα. Αλλά αυτά τα πενήντα μέτρα ήταν η μόνη απόσταση που διανύσαμε.
Πολλές φορές. Μπρος-πίσω.

Ο άνθρωπος κουνούσε τα ιστία, πείραζε τα πανιά, έβγαζε πού και πού ένα αυτοσχέδιο κουπί, που δεν ήταν παρά μια ξύλινη σανίδα σαν αυτή που χρησιμοποιούσε ο κάπτεν Χουκ για να ρίχνει τους εχθρούς του στη θάλασσα να τους φάνε οι κροκόδειλοι. Αλλά τίποτα, πλήρης αποτυχία.
Στιγμές στιγμές αναθαρρούσαμε, βλέπαμε να αποκτάμε ταχύτητα. Δέκα μέτρα μετά εγκαταλείπαμε τις ελπίδες ότι θα υπάρξει εναλλαγή στο τοπίο, μηχανοκίνητα σκάφη ή και φελούκες –ήκουσουν ήκουσον!– μας προσπερνούσαν, αλλά ο δικός μας ζεν. Άντε να ’βγαζε καμιά χαιρετούρα στα αραβικά όταν πετύχαινε κάναν γνωστό του.
Οι μόνες στιγμές που ταραζόταν ήταν όταν κινδυνεύαμε να πέσουμε σε βράχια, ορμούσε έπιανε το κουπί κι έριχνε λίγες σπρωξιές μπας και γλιτώσει το σκαρί. Μια φορά παραλίγο να του πέσει και το κουπί, τελευταία στιγμή το συγκράτησε. Με έπιασε νευρικό γέλιο.
Πολλές φορές, εδώ που τα λέμε.
«Θέλετε βοήθεια;» ρωτάω κάνοντας ότι κωπηλατώ, μιας και δεν ήξερε αγγλικά, μπας και προχωρήσουμε καθόλου πριν μας βρει η νύχτα στο ίδιο σημείο. Εκείνη την ώρα δεν μου έδωσε σημασία, μετά από λίγο, βέβαια, μου έκανε αγωνιώδη νοήματα να πάω. Σηκώθηκα έτοιμος να συνδράμω, μου ένευσε να καθίσω σαν να το μετάνιωσε. Σαν να έβαλε στο ζύγι το «η φελούκα θα συγκρουστεί στα βράχια» και το «Δεν θα πάρω καλό μπαξίσι αν τον βάλω να δουλέψει» και να του βγήκε βαρύτερο το δεύτερο.
Ε δεν ήθελε και πολύ, η νύχτα μας βρήκε στο ίδιο σημείο. Η θάλασσα είχε αρχίσει να αδειάζει από πλεούμενα, μία τρανταζόμασταν από δυνατά γέλια –ο βαρκάρης δεν έδειχνε ευτυχώς να πτοείται– μία αποφασίζαμε να το απολαύσουμε, διαδρομή δύο ωρών σε τιμή μίας. Το ζούσαμε, δεν έχω παράπονο.
«Δεν είναι δυνατόν αυτό που συμβαίνει», λέω κάποια στιγμή ξαπλωμένος κοιτάζοντας τον έναστρο ουρανό. «Ακυβέρνητοι στη μέση του Νείλου, εκατόν πενήντα μέτρα από την ακτή… Τι λες, προλαβαίνουμε το αεροπλάνο αύριο;» Ο Δ. δεν πολυσχολίαζε, κυρίως γελούσε με τα τεκταινόμενα. «Στη χειρότερη βουτάμε, τι θα μας συμβεί; Θα βγούμε με δυο κεφάλια;» Κοιτάζω τα νερά. «Άραγε υπάρχουν κροκόδειλοι στον Νείλο;»
Με το πολλά, η βόλτα μας κράτησε δυο ώρες, περνούσαν μηχανοκίνητα καΐκια (κρατικά υποθέτω) και μάζευαν τις ακυβέρνητες φελούκες. Εμάς μας περιμάζεψαν τελευταίους, βέβαια να μην γκρινιάζω, ας δω το ποτήρι μισογεμάτο: είχαμε ολόκληρο Νείλο για πάρτη μας, κι ας μην βλέπαμε και πολλά στα σκοτάδια. Ο φελουκατζής που σ’ όλο το ταξίδι –ναι, ταξίδι ήταν, ποιος λέει ότι το ταξίδι πρέπει να σε πάει κάπου αλλού από εκεί που ξεκίνησες; Ποιος λέει ότι πρέπει να σε πάει σώνει και ντε κάπου γενικώς;– έδειχνε προβληματισμένος, με ύφος «τι μου ’μελλε να πάθω τριτιάτικα;», τώρα είχε φουσκώσει το στήθος με αέρα επιτυχίας.
Φτάνουμε με τα πολλά· ευτυχώς παρά τις –όποιες– μούντζες, δεν πέφτουμε στο νερό βγαίνοντας από το σκάφος.
«Μπαξίς;» λέει κάπως δειλά στον Δ. μόλις τον πληρώνει, ενώ εγώ κατεβαίνω στην αποβάθρα. Ο φίλος μου του ρίχνει ένα βλέμμα που δεν χωρά ερμηνείες κι εκείνος χαμογελά αμήχανα, τύπου «καλά μια πλάκα έκανα και εγώ ρε παιδιά».
Το βράδυ συναντιόμαστε με τον Ντ. από την κρουαζιέρα που έμενε δίπλα μας κι είχαμε κρατήσει επαφή. Κάνουμε μια βόλτα στον άλλο νουβιακό οικισμό του νησιού, τον κοντινότερό μας.
Στη διαδρομή, μας σταματάει ένας Νούβιος με παραδοσιακή φορεσιά, μας συστήνεται και μας δηλώνει τον τίτλο του, κάτι σαν υπεύθυνος ανάδειξης του νουβιακού πολιτισμού. Οι άλλοι τον ευχαριστούνε και ετοιμάζονται να προσπεράσουν. Εγώ που είχα μάθει ότι το Ασουάν δεν είναι Λούξορ, προτείνω να τον ακούσουμε.
Μας βάζει στο σπίτι ενός Νούβιου, το οποίο ήταν παραδοσιακό και λειτουργούσε σχεδόν σαν μουσείο, με περίεργη αισθητική, κάτι κέρατα στους τοίχους, κάτι κροκόδειλους ταριχευμένους, καθώς είναι ιερό ζώο, όπως μας είπε ο ιδιοκτήτης.
Και ορισμένους λιγότερο νεκρούς· μας ανοίγει κάποια στιγμή ένα κουτί και ένα κροκοδειλάκι κροταλίζει τα δόντια του απειλητικά. «Oh, that escalated quickly», ακούω τον Δ. να μουρμουρίζει. Εγώ αναρωτιέμαι στα ελληνικά άμα είναι τόσο ιερό ζώο ο κροκόδειλος, γιατί το φυλακίζει στο κουτί. Δεν του το μεταφράζω.
Μας ανεβάζει στον απάνω όροφο, μας εξιστορεί την ιστορία του, μας δείχνει τη συλλογή από πράγματα που έχει, που όλα ήταν πολύτιμα, ακριβά, αρχαία. Τα οποία τα πουλάει. Ο άνθρωπος ήταν συμπαθητικός, βέβαια, και καθόλου πιεστικός πωλητής (πάντα κάποιο κέρδος θα υπάρχει· άλλωστε, αναδεικνύω πολιτισμό σημαίνει κι ότι τον χρηματοδοτώ για να συνεχίσει να υπάρχει).
Μετά από κάτι δώρα που παίρνουν ο Δ. και ο Ντ. κατεβαίνουμε, μας δείχνει την υπόλοιπη συλλογή από –ασήμαντης αξίας, στα μάτια μου– πράγματα που δεν πουλούσε, γιατί είναι ανεκτίμητα, μας έδειξε γράμματα που λάμβανε από διάφορες περιοχές του κόσμου που ξέρανε ποιος ήταν και τι έκανε και γενικά ο τύπος το ζούσε με τρέλα. Τον αποχαιρετίσαμε και συνεχίσαμε τη βόλτα μας.
Φτάνοντας στην άλλη άκρη του νησιού, αποχαιρετήσαμε και τον Ντ. που έπρεπε να επιστρέψει για να κοιμηθεί, καθώς την επόμενη μέρα θα πήγαινε στο Αμπού Σίμπελ, και πήγαμε για ένα απεριτίφ σε ένα μαγαζί δίπλα στον Νείλο – γιατί απ’ ό,τι φαίνεται, το δίωρο που ήμασταν παραδομένοι στο έλεός του δεν ήταν αρκετό για να τον χορτάσουμε. Το ρίξαμε έξω: εγώ σαλέπι, ο Δ. τσάι, κι ένα γλυκό παραδοσιακό υποτίθεται νουβιακό γλυκό, με παράξενη υφή, που δεν συγκράτησα πώς λέγεται.

Το βράδυ πέσαμε ξεροί. Το επόμενο πρωί ξυπνήσαμε και φάγαμε κατευθείαν πρωινό, ετοιμάσαμε τις βαλίτσες μας και πήραμε ταξί για το αεροδρόμιο. Σε λίγες ώρες θα φτάναμε στην πρωτεύουσα της Αιγύπτου.
Attachments
-
242,4 KB Προβολές: 0