Παρίσακτος
Member
- Μηνύματα
- 263
- Likes
- 2.898
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Σχεδιασμός Ταξιδιού
- Welcome! Where are you from?
- Άνθρωποι κ Ποντίκια
- Παζάρι, Καρνάκ κ αποχαιρετισμός στα όπλα
- 'Εγκλημα στο Νείλο
- 'Στα Κρεμαστά κ τη Δήλο της Αιγύπτου
- Ο καλός άνθρωπος του Ασουάν
- Εκεί στο Νότο
- Υπάρχουν κροκόδειλοι στον Νείλο;
- Πυραμίδες
- Νεκροπόλεις για ζωντανούς
- Μούμιες
- Στην Αγορά του Αλ-Χαλίλι
- Για σαλάμ θα πει Αλεξάνδρεια
- Απολογισμός - Αρχαιολογικοί Χώροι
- Απολογισμός - Οικισμοί
- Τελικός Απολογισμός
Πυραμίδες
Σε περασμένο κεφάλαιο είχα αναφερθεί στο Έγκλημα στον Νείλο, που έγινε κατά την κρουαζιέρα μας. Ε, λοιπόν σ’ αυτό το κεφάλαιο βρήκαμε το πτώμα. Άλλωστε υπάρχει καλύτερο μέρος για ένα πτώμα από έναν από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους τάφους του κόσμου;
Φτάνουμε σχεδόν μεσημεράκι στο Κάιρο, αφού παίρνουμε τα μπαγκάζια μας, βγαίνουμε προς την έξοδο. Εκεί συναντάμε μια σειρά από ταξί να προθυμοποιούνται να μας πάνε όπου θέλουμε.
Παρένθεση πρώτη: Στο Κάιρο έχουμε ένα πλεονέκτημα: υπάρχουν ούμπερ, τα οποία είναι πολύ πιο οικονομικά από τα κανονικά ταξί, χωρίς παζάρια, αξιόπιστα, με καλύτερες συνθήκες μεταφοράς για τον πελάτη (βλ. κλιματισμός).
Καλούμε ούμπερ και περιμένουμε, πετυχαίνει κίνηση μέσα στο αεροδρόμιο.
«Καλωσήρθατε. Ταξί, ταξί, από πού είστε;» μας βομβαρδίζουν ταρίφες πριν ακόμα βγούμε από την έξοδο.
Ευχαριστούμε, δεν ενδιαφερόμαστε.
«Θα πάρω όσα παίρνει το ούμπερ», λέει βλέποντάς μας να σκαλίζουμε το κινητό.
Τον αγνοούμε, ενώ ψάχνουμε να δούμε πώς λειτουργεί αυτή η εφαρμογή, πού είμαστε εμείς και πού το αμάξι.
Παρένθεση δεύτερη: Ανεπίσημα, χωρίς καμιά μεταξύ μας συνεννόηση, εγώ με τον Δ. παίζαμε το τρικ του καλού και του κακού μπάτσου. Μαντέψτε τι ρόλο αναλάμβανα. Ήμουν αυστηρός, δεν χαριζόμουν (ή έστω έτσι νόμιζα), αν κάτι δεν μ’ άρεσε, χαμογελούσα, ευχαριστούσα κι απομακρυνόμουν. Δεν ήταν σπάνιο να μας φωνάζουν έπειτα με καλύτερη προσφορά. Από την άλλη, χρειάζεσαι και μια πιο ψύχραιμη στάση όταν θες να κλείσεις συμφωνία, ένα «Οκ, συμφωνούμε» ακόμη κι αν κάνεις εκπτώσεις, αν δεν θες να πας στον προορισμό σου δέκα χιλιόμετρα κάτω από τον ήλιο με τα πόδια.
Ε λοιπόν στο Κάιρο, με το που πατήσαμε το πόδι μας, η ψυχραιμία του Δ. είχε εξαντληθεί.
«Ο προορισμός σας», να επιμένει κάποιος άλλος έτοιμος να πάρει τις βαλίτσες μας.
«Dude, δώσε μας πέντε λεπτά!» που θα μπορούσε να είναι κι ένα «Άντε γαμήσου εσύ κι η φάρα σου»· από εκεί κι ύστερα αρκούσε ένα άγριο βλέμμα του και μας παρατούσαν.
Έρχεται το ούμπερ, δεν μιλά αγγλικά, βάζει σταθμό να παίζει ξένα (γι’ αυτούς). Εκτίμησα την πρόθεση, αλλά ρε φίλε αυτά τα ακούω και στην πατρίδα μου, δώσε λίγο αιγυπτιακή μουσική, ας είναι και τσιφτετέλια σκυλομπαρόκ, κάνε το πολιτισμικό σοκ (λέμε τώρα) λίγο πιο έντονο. Βέβαια γι’ αυτό αρκεί η οδήγηση· δρόμος πέντε λωρίδων που χρησιμοποιείται ως οχτώ, κόρνες κλασικά στον αυτόματο, οριακές προσπεράσεις, αδιόρατα τριψίματα μεταξύ καθρεφτών. Αναρωτιόμουν πώς και το Κάιρο έχει τόσο πληθυσμό, πόσοι θα σκοτώνονται καθημερινά έτσι όπως κυκλοφορούν στους δρόμους. Πολλή κίνηση. Περνάμε από ωραία σπίτια σε κάποιες περιοχές (βλ. Ηλιούπολη, που ξεχώριζαν τα αρχοντικά), βλέπουμε από απόσταση την Ακρόπολη και τζαμιά, και κατευθυνόμαστε προς την Γκίζα.
Παρακολουθώ παράλληλα και τον χάρτη, να, εδώ φτάνουμε στις πυραμίδες, σκέφτομαι, το δείχνει λίγο μετά τη στροφή, πού στα κομμάτια είναι, λάθος είναι ο χάρτης; Δεν θα έπρεπε να φαίνονται αν είναι τόσο κοντά; Το αμάξι στρίβει και εγένετο φως.
Παρένθεση τρίτη: Θεωρούσα ότι οι πυραμίδες θα ήταν αδιάφορες, ειδικά μετά από όλα αυτά τα ωραία και τα μεγάλα και μεταγενέστερα που θα είχαμε δει μέχρι τότε. Ε μωρέ, πάμε, να πούμε ότι πήγαμε, αν και μάλλον δεν θα μας πούνε και πολλά, έλεγα.
Ε, λοιπόν, όταν τις πρωτοείδα ένιωσα δέος, σχεδόν ανατρίχιασα, μέχρι που μου ξέφυγε κι ένα «ουάου» (και τα 3 φωνήεντα), κάτι που δεν το συνηθίζω καθώς το βρίσκω αμερικανιά. Φοβερή στιγμή. Ο άνθρωπος άκουσε το επιφώνημά μου, έκοψε ταχύτητα για να το φωτογραφίσω με την ησυχία μου. Του είπα να συνεχίσει.
Έπειτα, σχεδόν φτάσαμε στο διαμέρισμα που θα μέναμε, αλλά όχι ακριβώς. Ο οδηγός κοιτούσε καλά καλά γύρω του, ρώτησε και κάποιον περαστικό, και δεν μπορούσε να καταλάβει πού βρισκόταν το σπίτι (ήταν σε κάποιον παράλληλο, δίπλα στον φράχτη τον πυραμίδων).
Συνεχίζει ευθεία, καταλαβαίνει ότι έκανε κάπου λάθος, ψάχνει να στρίψει αριστερά για να βρεθεί στο άλλο ρεύμα κυκλοφορίας. Ετοιμάζεται να κάνει τη μανούβρα, ακούμε ένα εκκωφαντικό θόρυβο και μπροστά μας ένας άνθρωπος τινάζεται από σύγκρουση και πέφτει στο έδαφος, όταν κάποιο όχημα έπεσε πάνω στο καρότσι που οδηγούσε. Παγώνουμε.
Το όχημα μένει ακίνητο. Διάφοροι περαστικοί τρέχουν να βοηθήσουν τον άνθρωπο. Ο ουμπεράς κλείνει την ασφάλεια στις πόρτες ακαριαία. Και προσπαθεί να περάσει με το αμάξι μες στο πλήθος. Του λέμε να σταματήσει. Οι περαστικοί είναι πάνω στον άνθρωπο, προσπαθούν μάλλον να τον συνεφέρουν, ενώ άλλοι αναποδογυρίζουν το όχημά του κι αρχίζουν να το συναρμολογούν στη μέση του δρόμου. Κάτι ταξιτζήδες πλησιάζουν κι αρχίζουν να φωνάζουν στον δικό μας. Εκείνος σταδιακά αρχίζει να κινείται και βγαίνει από τη διαχωριστική νησίδα, μπαίνει στο άλλο ρεύμα κι επιταχύνει. Απ’ ό,τι φαίνεται, οι ουμπεράδες δεν τα πάνε και πολύ καλά με τους ταξιτζήδες.
Του ζητάμε να μας αφήσει στο σημείο που είχε κάνει την πρώτη στάση προηγουμένως και το πάμε με τα πόδια. Βλέπουμε για πρώτη φορά καμήλες να περπατάνε δίπλα μας – είναι πολύ ψηλές, δεν τους το είχα. Τακτοποιούμαστε, κάνουμε μια μικρή έρευνα για τις πυραμίδες και πάμε προς τον αρχαιολογικό χώρο· ήταν περασμένες τρεις το μεσημέρι και δεν είχαμε πολλή ώρα. Είδαμε τα μετρητά που μας είχαν περισσέψει και βλέπαμε ότι με το βασικό εισιτήριο που έχεις είσοδο στον χώρο και στο εσωτερικό κάποιων μικρών πυραμίδων, θα μας περίσσευαν δυο-τρεις λίρες. Το ρισκάραμε, τι τα χρειαζόμασταν τα παραπάνω;
«Μόνο να ρωτήσουμε τι ώρα κλείνει», λέω εγώ, «μην μπούμε τρεισήμιση και κλείνει στη μια ώρα».
Φτάνουμε στα γκισέ, μας αρπάζει τύπος, που παίρνει τον Δ. και πάνε να βγάλουνε εισιτήρια. Προφανώς, ο δικός μας ξεχνιέται με τόσο δυναμικό μπάσιμο και δεν ρωτά. Μπαίνουμε στον χώρο, μας πασάρει σε έναν δικό του, που ξέρει καλύτερα πώς θα προλάβουμε να δούμε όλα τα highlights, γιατί σε μια ώρα κλείνει. Μικρό ξενέρωμα, αλλά και τι εναλλακτική είχαμε. Ο τύπος μας διαφημίζει τις καμήλες του.
«Ευχαριστούμε, θα πάμε μόνοι μας», τον ενημερώνουμε. Κάνει νόημα για μπαξίς. «Δεν έχουμε», του λέμε κι ήταν αλήθεια αυτή τη φορά.
Ανηφορίζουμε τον δρόμο που περνά ανάμεσα στις δυο μεγαλύτερες πυραμίδες, με μικρές στάσεις για φωτογραφίες, και μας σταματά ένας Αιγύπτιος με βεδουίνικο ντύσιμο. Μας δείχνει μια κάρτα στα αραβικά: «Είμαι από το Υπουργείο Τουρισμού της Αιγύπτου, μπορώ να δω τα εισιτήριά σας;» Ο Δ. που τα είχε του τα δίνει. «Μάλιστα, είμαι υπεύθυνος να σας βοηθήσω να καταφέρετε να δείτε τον χώρο, γιατί στις 4μιση ο χώρος κλείνει και δεν προλαβαίνετε. Ακολουθήστε με».
Εγώ λίγο στην κοσμάρα μου χαζεύω γύρω μου, παρατηρώ ντόπιους να κάθονται στις πυραμίδες, που θεωρητικά απαγορεύεται, δένω τα κορδόνια μου.
«Δεν είναι και πολύ γρήγορος ο φίλος σου», λέει στον Δ. μόλις τους προφταίνω. Δεν ήταν και πολύ σοφή κίνηση να μου την μπει στο μάτι, κρίνοντας εκ των υστέρων. Εκεί στέκονται δυο τρεις καμηλιέρηδες. «Για να προλάβετε, πρέπει να ανέβετε στις καμήλες. Είναι μόνο 200 λίρες το άτομο».
«Δεν έχουμε χρήματα», του απαντάω αρχίζοντας να καταλαβαίνω το εργάκι.
Μας κάνει λίγο καλύτερη τιμή.
«Έχουμε μείνει χωρίς μετρητά», του το κάνω πιο λιανά.
«Δεχόμαστε και κάρτα». Βεδουίνοι της ερήμου με POS.
«Ευχαριστούμε, δεν θέλουμε», επιμένω.
Ο Δ. φαίνεται να προβληματίζεται. «Λέει ότι δεν θα προλάβουμε», μουρμουρίζει.
«Δεν με νοιάζει, είναι απατεώνας», λέω εγώ που τον ρόλο του κακού μπάτσου αποφασίζω να τον τερματίσω. «Κοίτα, δεν έχω θέμα, αν εσύ θες πήγαινε, δεν θα χεις και πολλές ευκαιρίες να το επαναλάβεις, απλώς εγώ δεν ανεβαίνω».
«Για σένα εκατό», λέει ο τύπος στον φίλο μου, «που είσαι καλός άνθρωπος». Όχι σαν τον μαλάκα δίπλα σου, ήταν το υπονοούμενο. Τα κακά του επαγγέλματος, υποθέτω.
«Δώσε μας τα εισιτήρια», λέει τελικά ο Δ. μετά από μια εσωτερική μάχη, ενδεχομένως, και το δράμα τελειώνει μετά από δυο τρεις κλιμακούμενες επαναλήψεις της φράσης, όπου τελικά μας παραδίδει τα εισιτήρια βλαστημώντας.
Κινούμαστε στον χώρο, πλησιάζουμε τις μικρές πυραμίδες που λίγη ώρα πριν είχαν κλείσει για το κοινό, κάνουμε τη βόλτα μας κι αξιοποιούμε κάθε λεπτό μέχρι να κλείσει ο αρχαιολογικός χώρος. Στο τέλος πάμε να βγάλουμε κάτι φωτογραφίες και με τη σφίγγα, αλλά άκυρος Αιγύπτιος μας αποπαίρνει, να βιαστούμε. Μετά από λίγο ο ίδιος Αιγύπτιος μας κάνει νόημα να καθίσουμε να φωτογραφηθούμε σε άλλο σημείο, όχι τόσο πανοραμικό προφανώς. Τραβάμε φωτογραφίες. Κι έπειτα μας πλησιάζει κάνοντάς μας νόημα ότι πεινάει και να του δώσουμε μπαξίς. Ο ίδιος μαλάκας που μας έλεγε πριν να βιαστούμε γιατί ο χώρος κλείνει. Του λέμε την αλήθεια, ότι δεν έχουμε, κι αρχίζει ένα λογύδριο τύπου «Στον τάφο σου θα τα πάρεις; Τα πάντα ανήκουν στον Αλλάχ!» και καταλήγει με ένα δυσοίωνο «Θα πεθάνετε όλοι» που επαναλαμβάνεται αέναα μέχρι που εγκαταλείπουμε τον χώρο. Αν παίζαμε σε ταινία τρόμου, ένας από τους δυο μας το βράδυ θα βρισκόταν ανεξήγητα νεκρός.
Έπειτα βγάζουμε χρήματα, και μετά από λίγο περπάτημα αποφασίζουμε να διασχίσουμε τον δρόμο, που έχει συνεχή ροή οχημάτων, τα οποία δεν κάνουν καμιά κίνηση να σε αφήσουν να περάσεις, πρέπει να το κερδίσεις μόνος σου. Μόνο οι θαρραλέοι μπορούν να επιβιώσουν σ’ αυτή την πόλη. Οι θαρραλέοι κι οι πλούσιοι, καθώς υπάρχουν και τα ταξί. Παίρνουμε μια βαθιά ανάσα, άλλοι στη θέση μας θα έκαναν τον σταυρό τους, κατεβαίνουμε το πανύψηλο πεζοδρόμιο, το ξαναανεβαίνουμε. Δεν ήταν η κατάλληλη η στιγμή. Κι επειδή ίσως και να μην ήταν κατάλληλες ποτέ οι συνθήκες, το παίρνω απόφαση, του κάνω νόημα να πάμε και ξεκινάω. Και για κάποιον λόγο κατάφερα και πέρασα τον δρόμο χωρίς να με πατήσει κανείς. Δεν ξέρω πώς το κατάφερα. Περίμενα κι ο Δ. να πάρει τη δική του απόφαση που είχε μείνει πίσω και σύντομα αποστολή εξετελέσθη.
Τρώμε σ’ ένα φαστφουντάδικο τα γεύματα που τρέφουν τη νεολαία της πόλης, νόστιμα (λόγω πείνας, ενδεχομένως) και πικάντικα (λόγω μπαχαρικών) και επιστρέφουμε με τα πόδια στο διαμέρισμα. Στο μεταξύ κάνουμε στάση σε ένα παντοπωλείο, για νερό και χαρτομάντιλα.
Παρένθεση τέταρτη: Οι Αιγύπτιοι αναπαριστούν με διαφορετικά σύμβολα το δεκαδικό σύστημα, δεν χρησιμοποιούν του «αραβικούς αριθμούς» όπως τους αποκαλούμε εμείς, όσο παράξενο κι αν φαίνεται. Δεν είναι κάτι δύσκολο να απομνημονευτεί, απλώς δεν το βλέπαμε και πολύ συχνά, καθώς στις αγορές δεν υπήρχαν καρτελάκια με τιμές στον βωμό ενός σωστού παζαριού.
Παίρνουμε από το ράφι χαρτομάντιλα (συσκευασία από δυο μεγάλα πακέτα) και νερό, τα δίνουμε στον πωλητή, χτυπά το νερό, σκίζει τη συσκευασία και χτυπά στη διπλή τιμή το πακέτο και μας λέει τη σούμα. Τον ρωτάω γιατί βγαίνουν τόσα; Αφού έλεγε άλλη τιμή στο ράφι. Κι αντί να μου πει ένα «η τιμή είναι ανά πακέτο κι όχι ανά συσκευασία» που θα μπορούσα να το δεχτώ, απαντά, «Αυτή είναι η τιμή» ξανά και ξανά, λες κι ήμουν κάνας βλάκας που δεν μπορεί να ξεχωρίσει αυτά τα ακαταλαβίστικα σύμβολα που έχουν για αριθμούς. Του χαμογελάω και τον αφήνω μόνο του με τη σκισμένη του συσκευασία.
Είπαμε, κακός μπάτσος.
Καμιά εκατοστή μέτρα μετά, βρίσκουμε ένα μικρό μπακάλικο, μπαίνουμε μέσα, η μαντιλοφορούσα γυναίκα που το είχε δεν ήξερε αγγλικά, της λέμε χαρτομάντιλα, της το κάνουμε και παντομίμα, μας έφερε κάτι άκυρο τύπου μανταλάκι (για να κλείσουμε τη μύτη μας, ενδεχομένως, θα ήταν κι αυτό μια λύση), μιμούμαι τότε και τον ήχο φυσήματος της μύτης με την κίνηση, καταλαβαίνει και μαντεύει σωστά. Πόσο; 1 λίρα το ένα. Έτσι απλά, χωρίς κανένα παζάρι. Αιγύπτια και μας έδωσε τη σωστή τιμή! Ντροπή της χώρας της, το χαρακτηρίζω εγώ αυτό. Μα κανένας σεβασμός πια στις παραδόσεις;
Παίρνουμε πέντε κι ένα νερό και την αποχαιρετούμε, μόνο τα χέρια δεν της φίλησα.
Φτάνουμε σπίτι. Κουρασμένοι, στα πρόθυρα πονοκεφάλου, λίγο η ένταση της μέρας, λίγο η σκόνη και η ζέστη. Καταλήγουμε να μένουμε στο διαμέρισμα, καθώς ήταν απόσταση να πάμε στο κέντρο, ειδικά αν συμπεριλάβουμε και την κίνηση στους δρόμους.
Κι ήρθε η ώρα για τα αποκαλυπτήρια.
Το έγκλημα, στο οποίο αναφερόμουν ως έγκλημα στον Νείλο, προφανώς και δεν ήταν κάποιος φόνος ή ανεξήγητος θάνατος από κατάρα επαίτη ή άλλο ποινικό αδίκημα, δεν ήταν έγκλημα νομικό αλλά ταξιδιωτικό. Κι αυτό ήταν η επιλογή μας να μείνουμε στη Γκίζα εκείνη τη μέρα. Το διαπράξαμε εμείς, με συνένοχο τον Ντ. που φαγώθηκε να μας διαφημίζει την Γκίζα ως μια άλλη Μέκκα. Όχι, δεν τη βρήκαμε ωραία, ένα πιο φρενήρες Λούξορ ήταν, με ελαφρώς καλύτερη αισθητική σε σημεία, που μύριζε θαρρείς ολάκερη κοπριά καμήλας. Μας ανάγκασε να πάμε τρέχοντας στις πυραμίδες, με αποτέλεσμα να μην τις χαρούμε όπως τους έπρεπε, μας ανάγκασε να μην κάνουμε τίποτα άλλο εκείνο το βράδυ (οκ, δεν μας ανάγκασε, αλλά δεν μας το έκανε και δύσκολο). Ήταν το χειρότερο δωμάτιο που μείναμε στο ταξίδι· τα στάνταρ μου στην καθαριότητα δεν είναι υψηλά, αλλά το σπίτι μου φάνηκε σκονισμένο κι ακαθάριστο.
Ήταν η μόνη ουσιαστικά κακή επιλογή που κάναμε σ’ όλο το δεκαήμερο. Βέβαια, ακόμη κι αυτό είχε τη χάρη του, περισσότερα σκηνικά να μνημονεύεις.
Ευτυχώς η επόμενη μέρα θα μας έδινε μια τελείως διαφορετική εικόνα για το Κάιρο.
Σε περασμένο κεφάλαιο είχα αναφερθεί στο Έγκλημα στον Νείλο, που έγινε κατά την κρουαζιέρα μας. Ε, λοιπόν σ’ αυτό το κεφάλαιο βρήκαμε το πτώμα. Άλλωστε υπάρχει καλύτερο μέρος για ένα πτώμα από έναν από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους τάφους του κόσμου;
Φτάνουμε σχεδόν μεσημεράκι στο Κάιρο, αφού παίρνουμε τα μπαγκάζια μας, βγαίνουμε προς την έξοδο. Εκεί συναντάμε μια σειρά από ταξί να προθυμοποιούνται να μας πάνε όπου θέλουμε.
Παρένθεση πρώτη: Στο Κάιρο έχουμε ένα πλεονέκτημα: υπάρχουν ούμπερ, τα οποία είναι πολύ πιο οικονομικά από τα κανονικά ταξί, χωρίς παζάρια, αξιόπιστα, με καλύτερες συνθήκες μεταφοράς για τον πελάτη (βλ. κλιματισμός).
Καλούμε ούμπερ και περιμένουμε, πετυχαίνει κίνηση μέσα στο αεροδρόμιο.
«Καλωσήρθατε. Ταξί, ταξί, από πού είστε;» μας βομβαρδίζουν ταρίφες πριν ακόμα βγούμε από την έξοδο.
Ευχαριστούμε, δεν ενδιαφερόμαστε.
«Θα πάρω όσα παίρνει το ούμπερ», λέει βλέποντάς μας να σκαλίζουμε το κινητό.
Τον αγνοούμε, ενώ ψάχνουμε να δούμε πώς λειτουργεί αυτή η εφαρμογή, πού είμαστε εμείς και πού το αμάξι.
Παρένθεση δεύτερη: Ανεπίσημα, χωρίς καμιά μεταξύ μας συνεννόηση, εγώ με τον Δ. παίζαμε το τρικ του καλού και του κακού μπάτσου. Μαντέψτε τι ρόλο αναλάμβανα. Ήμουν αυστηρός, δεν χαριζόμουν (ή έστω έτσι νόμιζα), αν κάτι δεν μ’ άρεσε, χαμογελούσα, ευχαριστούσα κι απομακρυνόμουν. Δεν ήταν σπάνιο να μας φωνάζουν έπειτα με καλύτερη προσφορά. Από την άλλη, χρειάζεσαι και μια πιο ψύχραιμη στάση όταν θες να κλείσεις συμφωνία, ένα «Οκ, συμφωνούμε» ακόμη κι αν κάνεις εκπτώσεις, αν δεν θες να πας στον προορισμό σου δέκα χιλιόμετρα κάτω από τον ήλιο με τα πόδια.
Ε λοιπόν στο Κάιρο, με το που πατήσαμε το πόδι μας, η ψυχραιμία του Δ. είχε εξαντληθεί.
«Ο προορισμός σας», να επιμένει κάποιος άλλος έτοιμος να πάρει τις βαλίτσες μας.
«Dude, δώσε μας πέντε λεπτά!» που θα μπορούσε να είναι κι ένα «Άντε γαμήσου εσύ κι η φάρα σου»· από εκεί κι ύστερα αρκούσε ένα άγριο βλέμμα του και μας παρατούσαν.
Έρχεται το ούμπερ, δεν μιλά αγγλικά, βάζει σταθμό να παίζει ξένα (γι’ αυτούς). Εκτίμησα την πρόθεση, αλλά ρε φίλε αυτά τα ακούω και στην πατρίδα μου, δώσε λίγο αιγυπτιακή μουσική, ας είναι και τσιφτετέλια σκυλομπαρόκ, κάνε το πολιτισμικό σοκ (λέμε τώρα) λίγο πιο έντονο. Βέβαια γι’ αυτό αρκεί η οδήγηση· δρόμος πέντε λωρίδων που χρησιμοποιείται ως οχτώ, κόρνες κλασικά στον αυτόματο, οριακές προσπεράσεις, αδιόρατα τριψίματα μεταξύ καθρεφτών. Αναρωτιόμουν πώς και το Κάιρο έχει τόσο πληθυσμό, πόσοι θα σκοτώνονται καθημερινά έτσι όπως κυκλοφορούν στους δρόμους. Πολλή κίνηση. Περνάμε από ωραία σπίτια σε κάποιες περιοχές (βλ. Ηλιούπολη, που ξεχώριζαν τα αρχοντικά), βλέπουμε από απόσταση την Ακρόπολη και τζαμιά, και κατευθυνόμαστε προς την Γκίζα.
Παρακολουθώ παράλληλα και τον χάρτη, να, εδώ φτάνουμε στις πυραμίδες, σκέφτομαι, το δείχνει λίγο μετά τη στροφή, πού στα κομμάτια είναι, λάθος είναι ο χάρτης; Δεν θα έπρεπε να φαίνονται αν είναι τόσο κοντά; Το αμάξι στρίβει και εγένετο φως.

Παρένθεση τρίτη: Θεωρούσα ότι οι πυραμίδες θα ήταν αδιάφορες, ειδικά μετά από όλα αυτά τα ωραία και τα μεγάλα και μεταγενέστερα που θα είχαμε δει μέχρι τότε. Ε μωρέ, πάμε, να πούμε ότι πήγαμε, αν και μάλλον δεν θα μας πούνε και πολλά, έλεγα.
Ε, λοιπόν, όταν τις πρωτοείδα ένιωσα δέος, σχεδόν ανατρίχιασα, μέχρι που μου ξέφυγε κι ένα «ουάου» (και τα 3 φωνήεντα), κάτι που δεν το συνηθίζω καθώς το βρίσκω αμερικανιά. Φοβερή στιγμή. Ο άνθρωπος άκουσε το επιφώνημά μου, έκοψε ταχύτητα για να το φωτογραφίσω με την ησυχία μου. Του είπα να συνεχίσει.
Έπειτα, σχεδόν φτάσαμε στο διαμέρισμα που θα μέναμε, αλλά όχι ακριβώς. Ο οδηγός κοιτούσε καλά καλά γύρω του, ρώτησε και κάποιον περαστικό, και δεν μπορούσε να καταλάβει πού βρισκόταν το σπίτι (ήταν σε κάποιον παράλληλο, δίπλα στον φράχτη τον πυραμίδων).
Συνεχίζει ευθεία, καταλαβαίνει ότι έκανε κάπου λάθος, ψάχνει να στρίψει αριστερά για να βρεθεί στο άλλο ρεύμα κυκλοφορίας. Ετοιμάζεται να κάνει τη μανούβρα, ακούμε ένα εκκωφαντικό θόρυβο και μπροστά μας ένας άνθρωπος τινάζεται από σύγκρουση και πέφτει στο έδαφος, όταν κάποιο όχημα έπεσε πάνω στο καρότσι που οδηγούσε. Παγώνουμε.
Το όχημα μένει ακίνητο. Διάφοροι περαστικοί τρέχουν να βοηθήσουν τον άνθρωπο. Ο ουμπεράς κλείνει την ασφάλεια στις πόρτες ακαριαία. Και προσπαθεί να περάσει με το αμάξι μες στο πλήθος. Του λέμε να σταματήσει. Οι περαστικοί είναι πάνω στον άνθρωπο, προσπαθούν μάλλον να τον συνεφέρουν, ενώ άλλοι αναποδογυρίζουν το όχημά του κι αρχίζουν να το συναρμολογούν στη μέση του δρόμου. Κάτι ταξιτζήδες πλησιάζουν κι αρχίζουν να φωνάζουν στον δικό μας. Εκείνος σταδιακά αρχίζει να κινείται και βγαίνει από τη διαχωριστική νησίδα, μπαίνει στο άλλο ρεύμα κι επιταχύνει. Απ’ ό,τι φαίνεται, οι ουμπεράδες δεν τα πάνε και πολύ καλά με τους ταξιτζήδες.
Του ζητάμε να μας αφήσει στο σημείο που είχε κάνει την πρώτη στάση προηγουμένως και το πάμε με τα πόδια. Βλέπουμε για πρώτη φορά καμήλες να περπατάνε δίπλα μας – είναι πολύ ψηλές, δεν τους το είχα. Τακτοποιούμαστε, κάνουμε μια μικρή έρευνα για τις πυραμίδες και πάμε προς τον αρχαιολογικό χώρο· ήταν περασμένες τρεις το μεσημέρι και δεν είχαμε πολλή ώρα. Είδαμε τα μετρητά που μας είχαν περισσέψει και βλέπαμε ότι με το βασικό εισιτήριο που έχεις είσοδο στον χώρο και στο εσωτερικό κάποιων μικρών πυραμίδων, θα μας περίσσευαν δυο-τρεις λίρες. Το ρισκάραμε, τι τα χρειαζόμασταν τα παραπάνω;
«Μόνο να ρωτήσουμε τι ώρα κλείνει», λέω εγώ, «μην μπούμε τρεισήμιση και κλείνει στη μια ώρα».
Φτάνουμε στα γκισέ, μας αρπάζει τύπος, που παίρνει τον Δ. και πάνε να βγάλουνε εισιτήρια. Προφανώς, ο δικός μας ξεχνιέται με τόσο δυναμικό μπάσιμο και δεν ρωτά. Μπαίνουμε στον χώρο, μας πασάρει σε έναν δικό του, που ξέρει καλύτερα πώς θα προλάβουμε να δούμε όλα τα highlights, γιατί σε μια ώρα κλείνει. Μικρό ξενέρωμα, αλλά και τι εναλλακτική είχαμε. Ο τύπος μας διαφημίζει τις καμήλες του.
«Ευχαριστούμε, θα πάμε μόνοι μας», τον ενημερώνουμε. Κάνει νόημα για μπαξίς. «Δεν έχουμε», του λέμε κι ήταν αλήθεια αυτή τη φορά.

Ανηφορίζουμε τον δρόμο που περνά ανάμεσα στις δυο μεγαλύτερες πυραμίδες, με μικρές στάσεις για φωτογραφίες, και μας σταματά ένας Αιγύπτιος με βεδουίνικο ντύσιμο. Μας δείχνει μια κάρτα στα αραβικά: «Είμαι από το Υπουργείο Τουρισμού της Αιγύπτου, μπορώ να δω τα εισιτήριά σας;» Ο Δ. που τα είχε του τα δίνει. «Μάλιστα, είμαι υπεύθυνος να σας βοηθήσω να καταφέρετε να δείτε τον χώρο, γιατί στις 4μιση ο χώρος κλείνει και δεν προλαβαίνετε. Ακολουθήστε με».
Εγώ λίγο στην κοσμάρα μου χαζεύω γύρω μου, παρατηρώ ντόπιους να κάθονται στις πυραμίδες, που θεωρητικά απαγορεύεται, δένω τα κορδόνια μου.
«Δεν είναι και πολύ γρήγορος ο φίλος σου», λέει στον Δ. μόλις τους προφταίνω. Δεν ήταν και πολύ σοφή κίνηση να μου την μπει στο μάτι, κρίνοντας εκ των υστέρων. Εκεί στέκονται δυο τρεις καμηλιέρηδες. «Για να προλάβετε, πρέπει να ανέβετε στις καμήλες. Είναι μόνο 200 λίρες το άτομο».
«Δεν έχουμε χρήματα», του απαντάω αρχίζοντας να καταλαβαίνω το εργάκι.
Μας κάνει λίγο καλύτερη τιμή.
«Έχουμε μείνει χωρίς μετρητά», του το κάνω πιο λιανά.
«Δεχόμαστε και κάρτα». Βεδουίνοι της ερήμου με POS.
«Ευχαριστούμε, δεν θέλουμε», επιμένω.
Ο Δ. φαίνεται να προβληματίζεται. «Λέει ότι δεν θα προλάβουμε», μουρμουρίζει.
«Δεν με νοιάζει, είναι απατεώνας», λέω εγώ που τον ρόλο του κακού μπάτσου αποφασίζω να τον τερματίσω. «Κοίτα, δεν έχω θέμα, αν εσύ θες πήγαινε, δεν θα χεις και πολλές ευκαιρίες να το επαναλάβεις, απλώς εγώ δεν ανεβαίνω».
«Για σένα εκατό», λέει ο τύπος στον φίλο μου, «που είσαι καλός άνθρωπος». Όχι σαν τον μαλάκα δίπλα σου, ήταν το υπονοούμενο. Τα κακά του επαγγέλματος, υποθέτω.
«Δώσε μας τα εισιτήρια», λέει τελικά ο Δ. μετά από μια εσωτερική μάχη, ενδεχομένως, και το δράμα τελειώνει μετά από δυο τρεις κλιμακούμενες επαναλήψεις της φράσης, όπου τελικά μας παραδίδει τα εισιτήρια βλαστημώντας.

Κινούμαστε στον χώρο, πλησιάζουμε τις μικρές πυραμίδες που λίγη ώρα πριν είχαν κλείσει για το κοινό, κάνουμε τη βόλτα μας κι αξιοποιούμε κάθε λεπτό μέχρι να κλείσει ο αρχαιολογικός χώρος. Στο τέλος πάμε να βγάλουμε κάτι φωτογραφίες και με τη σφίγγα, αλλά άκυρος Αιγύπτιος μας αποπαίρνει, να βιαστούμε. Μετά από λίγο ο ίδιος Αιγύπτιος μας κάνει νόημα να καθίσουμε να φωτογραφηθούμε σε άλλο σημείο, όχι τόσο πανοραμικό προφανώς. Τραβάμε φωτογραφίες. Κι έπειτα μας πλησιάζει κάνοντάς μας νόημα ότι πεινάει και να του δώσουμε μπαξίς. Ο ίδιος μαλάκας που μας έλεγε πριν να βιαστούμε γιατί ο χώρος κλείνει. Του λέμε την αλήθεια, ότι δεν έχουμε, κι αρχίζει ένα λογύδριο τύπου «Στον τάφο σου θα τα πάρεις; Τα πάντα ανήκουν στον Αλλάχ!» και καταλήγει με ένα δυσοίωνο «Θα πεθάνετε όλοι» που επαναλαμβάνεται αέναα μέχρι που εγκαταλείπουμε τον χώρο. Αν παίζαμε σε ταινία τρόμου, ένας από τους δυο μας το βράδυ θα βρισκόταν ανεξήγητα νεκρός.
Έπειτα βγάζουμε χρήματα, και μετά από λίγο περπάτημα αποφασίζουμε να διασχίσουμε τον δρόμο, που έχει συνεχή ροή οχημάτων, τα οποία δεν κάνουν καμιά κίνηση να σε αφήσουν να περάσεις, πρέπει να το κερδίσεις μόνος σου. Μόνο οι θαρραλέοι μπορούν να επιβιώσουν σ’ αυτή την πόλη. Οι θαρραλέοι κι οι πλούσιοι, καθώς υπάρχουν και τα ταξί. Παίρνουμε μια βαθιά ανάσα, άλλοι στη θέση μας θα έκαναν τον σταυρό τους, κατεβαίνουμε το πανύψηλο πεζοδρόμιο, το ξαναανεβαίνουμε. Δεν ήταν η κατάλληλη η στιγμή. Κι επειδή ίσως και να μην ήταν κατάλληλες ποτέ οι συνθήκες, το παίρνω απόφαση, του κάνω νόημα να πάμε και ξεκινάω. Και για κάποιον λόγο κατάφερα και πέρασα τον δρόμο χωρίς να με πατήσει κανείς. Δεν ξέρω πώς το κατάφερα. Περίμενα κι ο Δ. να πάρει τη δική του απόφαση που είχε μείνει πίσω και σύντομα αποστολή εξετελέσθη.
Τρώμε σ’ ένα φαστφουντάδικο τα γεύματα που τρέφουν τη νεολαία της πόλης, νόστιμα (λόγω πείνας, ενδεχομένως) και πικάντικα (λόγω μπαχαρικών) και επιστρέφουμε με τα πόδια στο διαμέρισμα. Στο μεταξύ κάνουμε στάση σε ένα παντοπωλείο, για νερό και χαρτομάντιλα.
Παρένθεση τέταρτη: Οι Αιγύπτιοι αναπαριστούν με διαφορετικά σύμβολα το δεκαδικό σύστημα, δεν χρησιμοποιούν του «αραβικούς αριθμούς» όπως τους αποκαλούμε εμείς, όσο παράξενο κι αν φαίνεται. Δεν είναι κάτι δύσκολο να απομνημονευτεί, απλώς δεν το βλέπαμε και πολύ συχνά, καθώς στις αγορές δεν υπήρχαν καρτελάκια με τιμές στον βωμό ενός σωστού παζαριού.
Παίρνουμε από το ράφι χαρτομάντιλα (συσκευασία από δυο μεγάλα πακέτα) και νερό, τα δίνουμε στον πωλητή, χτυπά το νερό, σκίζει τη συσκευασία και χτυπά στη διπλή τιμή το πακέτο και μας λέει τη σούμα. Τον ρωτάω γιατί βγαίνουν τόσα; Αφού έλεγε άλλη τιμή στο ράφι. Κι αντί να μου πει ένα «η τιμή είναι ανά πακέτο κι όχι ανά συσκευασία» που θα μπορούσα να το δεχτώ, απαντά, «Αυτή είναι η τιμή» ξανά και ξανά, λες κι ήμουν κάνας βλάκας που δεν μπορεί να ξεχωρίσει αυτά τα ακαταλαβίστικα σύμβολα που έχουν για αριθμούς. Του χαμογελάω και τον αφήνω μόνο του με τη σκισμένη του συσκευασία.
Είπαμε, κακός μπάτσος.
Καμιά εκατοστή μέτρα μετά, βρίσκουμε ένα μικρό μπακάλικο, μπαίνουμε μέσα, η μαντιλοφορούσα γυναίκα που το είχε δεν ήξερε αγγλικά, της λέμε χαρτομάντιλα, της το κάνουμε και παντομίμα, μας έφερε κάτι άκυρο τύπου μανταλάκι (για να κλείσουμε τη μύτη μας, ενδεχομένως, θα ήταν κι αυτό μια λύση), μιμούμαι τότε και τον ήχο φυσήματος της μύτης με την κίνηση, καταλαβαίνει και μαντεύει σωστά. Πόσο; 1 λίρα το ένα. Έτσι απλά, χωρίς κανένα παζάρι. Αιγύπτια και μας έδωσε τη σωστή τιμή! Ντροπή της χώρας της, το χαρακτηρίζω εγώ αυτό. Μα κανένας σεβασμός πια στις παραδόσεις;
Παίρνουμε πέντε κι ένα νερό και την αποχαιρετούμε, μόνο τα χέρια δεν της φίλησα.
Φτάνουμε σπίτι. Κουρασμένοι, στα πρόθυρα πονοκεφάλου, λίγο η ένταση της μέρας, λίγο η σκόνη και η ζέστη. Καταλήγουμε να μένουμε στο διαμέρισμα, καθώς ήταν απόσταση να πάμε στο κέντρο, ειδικά αν συμπεριλάβουμε και την κίνηση στους δρόμους.
Κι ήρθε η ώρα για τα αποκαλυπτήρια.
Το έγκλημα, στο οποίο αναφερόμουν ως έγκλημα στον Νείλο, προφανώς και δεν ήταν κάποιος φόνος ή ανεξήγητος θάνατος από κατάρα επαίτη ή άλλο ποινικό αδίκημα, δεν ήταν έγκλημα νομικό αλλά ταξιδιωτικό. Κι αυτό ήταν η επιλογή μας να μείνουμε στη Γκίζα εκείνη τη μέρα. Το διαπράξαμε εμείς, με συνένοχο τον Ντ. που φαγώθηκε να μας διαφημίζει την Γκίζα ως μια άλλη Μέκκα. Όχι, δεν τη βρήκαμε ωραία, ένα πιο φρενήρες Λούξορ ήταν, με ελαφρώς καλύτερη αισθητική σε σημεία, που μύριζε θαρρείς ολάκερη κοπριά καμήλας. Μας ανάγκασε να πάμε τρέχοντας στις πυραμίδες, με αποτέλεσμα να μην τις χαρούμε όπως τους έπρεπε, μας ανάγκασε να μην κάνουμε τίποτα άλλο εκείνο το βράδυ (οκ, δεν μας ανάγκασε, αλλά δεν μας το έκανε και δύσκολο). Ήταν το χειρότερο δωμάτιο που μείναμε στο ταξίδι· τα στάνταρ μου στην καθαριότητα δεν είναι υψηλά, αλλά το σπίτι μου φάνηκε σκονισμένο κι ακαθάριστο.
Ήταν η μόνη ουσιαστικά κακή επιλογή που κάναμε σ’ όλο το δεκαήμερο. Βέβαια, ακόμη κι αυτό είχε τη χάρη του, περισσότερα σκηνικά να μνημονεύεις.
Ευτυχώς η επόμενη μέρα θα μας έδινε μια τελείως διαφορετική εικόνα για το Κάιρο.
Attachments
-
242,4 KB Προβολές: 0