traveladdict
Member
- Μηνύματα
- 1.380
- Likes
- 1.341
- Επόμενο Ταξίδι
- Λος Άντζελες
- Ταξίδι-Όνειρο
- ΣριΛάνκα,Βενεζουέλα ξανά!
Βλέπουμε ένα πολύχρωμο φορτηγό να έρχεται αγκομαχώντας μέσα σε σύννεφα σκόνης. Είναι αργά το απόγευμα, ο ήλιος είναι πίσω από την πλαγιά και μέσα στην ερημιά μας φάνηκε ότι ήρθε η σωτηρία από τον ουρανό. Του κάνουμε νόημα να σταματήσει, αλλά αυτός μας κάνει νόημα ακαταλαβίστικο και δεν σταματάει. Ακόμα θυμάμαι τη φάτσα του με τη γενιάδα πίσω από τα κομπολόγια και τις γιρλάντες με τις χάντρες που χόρευαν στο σκονισμένο παρμπρίζ του φορτηγού. Απογοήτευση!! Περνάει κι άλλο σε λίγο. Το ίδιο. Τι θα κάνουμε τώρα?
Καταφεύγουμε στο ερειπωμένο Toyota και προσπαθούμε να σκεφτούμε.
Και καλά ο λύκος. Αν έρθει, εμείς θα τον βλέπουμε μέσα από το τζάμι. Αν έρθουν όμως ληστές? Η χώρα είναι στην κατάσταση που ήταν η Ελλάδα το 1800 και η ύπαιθρος είναι γεμάτη ληστοσυμμορίες, που σκοτώνουν και λεηλατούν. Άλλη σκοτούρα βάλαμε στο κεφάλι μας…
Και εκεί που ήμασταν απελπισμένοι, νάσου ένα πανομοιότυπο Toyota, φορτωμένο με επιβάτες. Και σταματάει!! Αυτό εννοούσαν οι οδηγοί των φορτηγών. Γι αυτό μας έκαναν νόημα. Ήξεραν ότι έρχεται λεωφορείο της γραμμής και μας προειδοποιούσαν. Άντε να μπούμε στο μικροσκοπικό λεωφορειάκι. Ήταν ήδη γεμάτο, αλλά εγώ ήμουν πανευτυχής. Φορτώσαμε τα σακίδια στην οροφή, τα δέσαμε όπως-όπως και στριμωχτήκαμε με τους υπόλοιπους. Ήταν η πρώτη φορά που είδα γυναίκες ντόπιες να εφάπτονται με άντρες!! Στην ανάγκη και οι θεοί πείθονται…
Αλλά ήμασταν για γέλια. Το αυτοκίνητο χωρούσε 13 άτομα και ήμασταν 15. Και κάθε λίγο σταματούσε και έπαιρνε και άλλους στο δρόμο, ήταν αυτοί που είχαν εγκαταλείψει το πρώτο αυτοκίνητο και είχαν εξαφανιστεί στις ερημιές!
Γρήγορα γίναμε 21 άτομα. Απίστευτο. Ήμουν στριμωγμένος στην άκρη και είχα κολλήσει στην πόρτα και ο Μάικ καθόταν στα γόνατα μου, ενώ από την άλλη με έσπρωχνε ένας βλοσυρός γενιοφόρος. Όλοι ήταν ο ένας πάνω στον άλλο και οι αποσκευές από πάνω. Έλεγα ότι το αυτοκίνητο δεν θα τη βγάλει καθαρή.
Σε καμιά ώρα και ενώ έξω είναι νύχτα, ξαφνικά σταματάμε. Τι έγινε πάλι?
Ο νόμος του Μέρφυ φυσικά, αν είναι να συμβούν τα ανάποδα γίνονται όλα μαζί. Λύθηκαν και έπεσαν τα σακίδια από πάνω και μόνο ο οδηγός το πήρε χαμπάρι, εμείς τίποτα. Πως άλλωστε να το αντιληφθούμε με τέτοιες συνθήκες ταξιδιού, με απίστευτο θόρυβο από τη μηχανή και τα ντάπα-ντούπα από τις λακούβες.
Ευκαιρία για ξεμούδιασμα. Άντε να βγεις από κει μέσα όμως. Και καλά βγήκαμε, πως ξαναμπαίνουμε τώρα! Με τα πολλά ξαναπαίρνουμε τις θέσεις μας και το μαρτύριο συνεχίζεται.
Σε μισή ώρα, μπαμ! Δεν το πιστεύω, λέω από μέσα μου δεν μου συμβαίνει αυτό εμένα. Πάλι?
Λάστιχο.
Είχε πάει 9 η ώρα, σκοτάδι πίσσα έξω. Βγαίνουμε και περιμένουμε να αλλάξει ο οδηγός το λάστιχο.
Και τότε τους είδα! Μέσα από το σκοτάδι και τα δέντρα έβλεπα σιλουέτες που ήταν κοντά μας, καμιά δεκαριά μέτρα μέσα στη βλάστηση. Άκουγα τους ψίθυρους τους και έβλεπα τις κάφτρες από τα τσιγάρα τους. Ήταν άνθρωποι, μέσα στη νύχτα, στον ακατοίκητο εκείνο τόπο, σε μια χώρα σε εμπόλεμη κατάσταση, χωρίς νόμους. Και μας παρατηρούσαν. Δεν ερχόταν κοντά μας, δεν μας μιλούσαν, απλά μας παρατηρούσαν. Τώρα την κάτσαμε! Πάω στον Μάικ και του λέω να κρύψει τα χρήματα και το διαβατήριο του. Οι υπόλοιποι, χαμπάρι! Ούτε που τους ένοιαζε. Το λάστιχο αλλάζει, εγώ περιμένω την επίθεση από στιγμή σε στιγμή, ο οδηγός μας λέει να μπούμε και εμείς φεύγουμε σαν κύριοι – στριμωγμένοι βέβαια – αλλά κύριοι. Ποτέ δεν έμαθα τι ήταν αυτοί οι άνθρωποι, τι θέλανε μέσα στη νύχτα, γιατί δεν μας μίλησαν και γιατί δεν μας πείραξαν.
Το ταξίδι συνεχίζεται σε απόλυτο σκοτάδι και ο θόρυβος από τα λάστιχα στο χωματόδρομο με νανουρίζει, μόνο που το σκαμπανέβασμα με κάνει να χτυπάω το κεφάλι μου στο μέταλλο της πόρτας και δεν μπορώ να κοιμηθώ καθόλου. Δεν μπορώ και να βολευτώ με τον Μάικ από πάνω μου και τον άλλο κολλημένο δίπλα μου, κοντεύω να σκάσω. Αρκετή ώρα αργότερα σταματάμε πάλι. Είναι μια περίπολος του στρατού, είναι πολύ επικίνδυνα να συνεχίσουμε πιο κάτω, μας λένε, και πρέπει να κοιμηθούμε εκεί και να συνεχίσουμε την επομένη.
Και που θα κοιμηθούμε? Στο τσαγάδικο πιο κάτω.
Όντως έχει ένα τσαγάδικο – τσαιχανάδες τα λένε εκεί – ελεεινό και τρισάθλιο: Χωματένιο πάτωμα, χαμηλοτάβανο με πνιγηρή από την κάπνα ατμόσφαιρα, πεταμένα αποφάγια παντού και αμυδρό φωτισμό από μια λάμπα πετρελαίου. Και καμιά τριανταριά αγριωποί άντρες ξαπλωμένοι σε βρώμικα στρώματα και κιλίμια. Όλοι με τουρμπάνια, γενιάδες με άγριο μάτι και οπλισμένοι. Γυναίκες πουθενά. Μα που θα κοιμηθούν οι δύστυχες? Μάλλον σε άλλο δωμάτιο, εδώ είναι Πακιστάν δεν είναι παίξε-γέλασε. Μαγείρευε ο τσαϊχανατζής και έκανε τηγανητά αυγά με πίτα σαν το ινδικό το τσαπάτι. Ένας άλλος «έπλενε» τα τσίγκινα πιάτα μέσα σε μια λεκάνη, με ένα καφετί νερό με σκουπίδια και αποτσίγαρα μέσα.
Μπήκαμε μέσα σκύβοντας, τόσο χαμηλά ήταν και όλων τα μάτια έπεσαν πάνω μας. Καλώς τα τα πουλάκια μου, θα σκέφτηκαν όλοι αυτοί, που το μόνο που είχαν δει μέχρι τότε θα ήταν κανένας αστράγαλος και αυτός στα κρυφά.
Και τώρα? Άλλο πρόβλημα προέκυψε.
Έβλεπες στα μάτια τους την περιέργεια αλλά και κάτι το νοσηρό, ήμασταν εύκολος στόχος, δυτικοί γαρ, δεν θα δίσταζαν να μας βάλουν κάτω και στο τέλος να μας κόψουν και το λαιμό. Ήταν τόσο πεινασμένοι σεξουαλικά, που οτιδήποτε τους έπεφτε ήταν ευπρόσδεκτο. Και ο στρατός έξω δεν θα ανακατευόταν καθόλου...
Ο Μάικ δεν πήρε πρέφα, σαν τη καλή χαρά έτρεξε στα τηγανητά αυγά και μόνο όταν άπειρα χέρια άρχισαν να τον χουφτώνουν, κατάλαβε τι παιζόταν εκεί μέσα και τι τραγική μοίρα τον περίμενε…
Όπου φύγει- φύγει.
Πάμε έξω, είναι ένας αξιωματικός.
Να μείνουμε στο αυτοκίνητο? Γιατί? Έχει κάπνα μέσα και δεν μπορούμε.
Γέλασε, πρόσταξε τον οδηγό να μας ανοίξει και πέσαμε στις θέσεις. Με μεγάλη μας έκπληξη ο τσαϊχανατζής μας έφερε στο αυτοκίνητο αυγά, πίτες και κρύο νερό. Έτσι πέρασε η νύχτα…
Καταφεύγουμε στο ερειπωμένο Toyota και προσπαθούμε να σκεφτούμε.
Και καλά ο λύκος. Αν έρθει, εμείς θα τον βλέπουμε μέσα από το τζάμι. Αν έρθουν όμως ληστές? Η χώρα είναι στην κατάσταση που ήταν η Ελλάδα το 1800 και η ύπαιθρος είναι γεμάτη ληστοσυμμορίες, που σκοτώνουν και λεηλατούν. Άλλη σκοτούρα βάλαμε στο κεφάλι μας…
Και εκεί που ήμασταν απελπισμένοι, νάσου ένα πανομοιότυπο Toyota, φορτωμένο με επιβάτες. Και σταματάει!! Αυτό εννοούσαν οι οδηγοί των φορτηγών. Γι αυτό μας έκαναν νόημα. Ήξεραν ότι έρχεται λεωφορείο της γραμμής και μας προειδοποιούσαν. Άντε να μπούμε στο μικροσκοπικό λεωφορειάκι. Ήταν ήδη γεμάτο, αλλά εγώ ήμουν πανευτυχής. Φορτώσαμε τα σακίδια στην οροφή, τα δέσαμε όπως-όπως και στριμωχτήκαμε με τους υπόλοιπους. Ήταν η πρώτη φορά που είδα γυναίκες ντόπιες να εφάπτονται με άντρες!! Στην ανάγκη και οι θεοί πείθονται…
Αλλά ήμασταν για γέλια. Το αυτοκίνητο χωρούσε 13 άτομα και ήμασταν 15. Και κάθε λίγο σταματούσε και έπαιρνε και άλλους στο δρόμο, ήταν αυτοί που είχαν εγκαταλείψει το πρώτο αυτοκίνητο και είχαν εξαφανιστεί στις ερημιές!
Γρήγορα γίναμε 21 άτομα. Απίστευτο. Ήμουν στριμωγμένος στην άκρη και είχα κολλήσει στην πόρτα και ο Μάικ καθόταν στα γόνατα μου, ενώ από την άλλη με έσπρωχνε ένας βλοσυρός γενιοφόρος. Όλοι ήταν ο ένας πάνω στον άλλο και οι αποσκευές από πάνω. Έλεγα ότι το αυτοκίνητο δεν θα τη βγάλει καθαρή.
Σε καμιά ώρα και ενώ έξω είναι νύχτα, ξαφνικά σταματάμε. Τι έγινε πάλι?
Ο νόμος του Μέρφυ φυσικά, αν είναι να συμβούν τα ανάποδα γίνονται όλα μαζί. Λύθηκαν και έπεσαν τα σακίδια από πάνω και μόνο ο οδηγός το πήρε χαμπάρι, εμείς τίποτα. Πως άλλωστε να το αντιληφθούμε με τέτοιες συνθήκες ταξιδιού, με απίστευτο θόρυβο από τη μηχανή και τα ντάπα-ντούπα από τις λακούβες.
Ευκαιρία για ξεμούδιασμα. Άντε να βγεις από κει μέσα όμως. Και καλά βγήκαμε, πως ξαναμπαίνουμε τώρα! Με τα πολλά ξαναπαίρνουμε τις θέσεις μας και το μαρτύριο συνεχίζεται.
Σε μισή ώρα, μπαμ! Δεν το πιστεύω, λέω από μέσα μου δεν μου συμβαίνει αυτό εμένα. Πάλι?
Λάστιχο.
Είχε πάει 9 η ώρα, σκοτάδι πίσσα έξω. Βγαίνουμε και περιμένουμε να αλλάξει ο οδηγός το λάστιχο.
Και τότε τους είδα! Μέσα από το σκοτάδι και τα δέντρα έβλεπα σιλουέτες που ήταν κοντά μας, καμιά δεκαριά μέτρα μέσα στη βλάστηση. Άκουγα τους ψίθυρους τους και έβλεπα τις κάφτρες από τα τσιγάρα τους. Ήταν άνθρωποι, μέσα στη νύχτα, στον ακατοίκητο εκείνο τόπο, σε μια χώρα σε εμπόλεμη κατάσταση, χωρίς νόμους. Και μας παρατηρούσαν. Δεν ερχόταν κοντά μας, δεν μας μιλούσαν, απλά μας παρατηρούσαν. Τώρα την κάτσαμε! Πάω στον Μάικ και του λέω να κρύψει τα χρήματα και το διαβατήριο του. Οι υπόλοιποι, χαμπάρι! Ούτε που τους ένοιαζε. Το λάστιχο αλλάζει, εγώ περιμένω την επίθεση από στιγμή σε στιγμή, ο οδηγός μας λέει να μπούμε και εμείς φεύγουμε σαν κύριοι – στριμωγμένοι βέβαια – αλλά κύριοι. Ποτέ δεν έμαθα τι ήταν αυτοί οι άνθρωποι, τι θέλανε μέσα στη νύχτα, γιατί δεν μας μίλησαν και γιατί δεν μας πείραξαν.
Το ταξίδι συνεχίζεται σε απόλυτο σκοτάδι και ο θόρυβος από τα λάστιχα στο χωματόδρομο με νανουρίζει, μόνο που το σκαμπανέβασμα με κάνει να χτυπάω το κεφάλι μου στο μέταλλο της πόρτας και δεν μπορώ να κοιμηθώ καθόλου. Δεν μπορώ και να βολευτώ με τον Μάικ από πάνω μου και τον άλλο κολλημένο δίπλα μου, κοντεύω να σκάσω. Αρκετή ώρα αργότερα σταματάμε πάλι. Είναι μια περίπολος του στρατού, είναι πολύ επικίνδυνα να συνεχίσουμε πιο κάτω, μας λένε, και πρέπει να κοιμηθούμε εκεί και να συνεχίσουμε την επομένη.
Και που θα κοιμηθούμε? Στο τσαγάδικο πιο κάτω.
Όντως έχει ένα τσαγάδικο – τσαιχανάδες τα λένε εκεί – ελεεινό και τρισάθλιο: Χωματένιο πάτωμα, χαμηλοτάβανο με πνιγηρή από την κάπνα ατμόσφαιρα, πεταμένα αποφάγια παντού και αμυδρό φωτισμό από μια λάμπα πετρελαίου. Και καμιά τριανταριά αγριωποί άντρες ξαπλωμένοι σε βρώμικα στρώματα και κιλίμια. Όλοι με τουρμπάνια, γενιάδες με άγριο μάτι και οπλισμένοι. Γυναίκες πουθενά. Μα που θα κοιμηθούν οι δύστυχες? Μάλλον σε άλλο δωμάτιο, εδώ είναι Πακιστάν δεν είναι παίξε-γέλασε. Μαγείρευε ο τσαϊχανατζής και έκανε τηγανητά αυγά με πίτα σαν το ινδικό το τσαπάτι. Ένας άλλος «έπλενε» τα τσίγκινα πιάτα μέσα σε μια λεκάνη, με ένα καφετί νερό με σκουπίδια και αποτσίγαρα μέσα.
Μπήκαμε μέσα σκύβοντας, τόσο χαμηλά ήταν και όλων τα μάτια έπεσαν πάνω μας. Καλώς τα τα πουλάκια μου, θα σκέφτηκαν όλοι αυτοί, που το μόνο που είχαν δει μέχρι τότε θα ήταν κανένας αστράγαλος και αυτός στα κρυφά.
Και τώρα? Άλλο πρόβλημα προέκυψε.
Έβλεπες στα μάτια τους την περιέργεια αλλά και κάτι το νοσηρό, ήμασταν εύκολος στόχος, δυτικοί γαρ, δεν θα δίσταζαν να μας βάλουν κάτω και στο τέλος να μας κόψουν και το λαιμό. Ήταν τόσο πεινασμένοι σεξουαλικά, που οτιδήποτε τους έπεφτε ήταν ευπρόσδεκτο. Και ο στρατός έξω δεν θα ανακατευόταν καθόλου...
Ο Μάικ δεν πήρε πρέφα, σαν τη καλή χαρά έτρεξε στα τηγανητά αυγά και μόνο όταν άπειρα χέρια άρχισαν να τον χουφτώνουν, κατάλαβε τι παιζόταν εκεί μέσα και τι τραγική μοίρα τον περίμενε…
Όπου φύγει- φύγει.
Πάμε έξω, είναι ένας αξιωματικός.
Να μείνουμε στο αυτοκίνητο? Γιατί? Έχει κάπνα μέσα και δεν μπορούμε.
Γέλασε, πρόσταξε τον οδηγό να μας ανοίξει και πέσαμε στις θέσεις. Με μεγάλη μας έκπληξη ο τσαϊχανατζής μας έφερε στο αυτοκίνητο αυγά, πίτες και κρύο νερό. Έτσι πέρασε η νύχτα…
Attachments
-
16,2 KB Προβολές: 261