traveladdict
Member
- Μηνύματα
- 1.380
- Likes
- 1.345
- Επόμενο Ταξίδι
- Λος Άντζελες
- Ταξίδι-Όνειρο
- ΣριΛάνκα,Βενεζουέλα ξανά!
Πεσαβάρ. Χίλιες και μια νύχτες.
Είχα δει το Καπαλι Τσαρσί, το Χαν ελ Χαλίλι, το παζάρι της Δαμασκού και το Τσάντνι Τσωκ του Δελχί. Σαν την αγορά του Πεσαβάρ όμως κανένα! Τι να σας λέω…
Και μόνο οι Αφγανοί αντάρτες με τα φυσεκλίκια σταυρωτά στο στήθος και τις πορτοκαλί γενιάδες φτάνουν. Η μπούργκα πάει σύννεφο. Τα καλάσνικοφ επίσης. Αλλά ο κόσμος είναι φιλικός, χαμογελαστός, όλοι θέλουν να κεράσουν τον ξένο που ήρθε στα μέρη τους. Πρόκειται για τους αγριωπούς Πατάν, ή Παστούν, που κρατάνε τη βεντέτα, είναι πολεμοχαρείς, έχουν φοβερούς νόμους τιμής, αλλά και είναι φοβερά φιλόξενοι επίσης.
Το μουσείο του Πεσαβάρ, άλλος κόσμος. Ήμουν ο μόνος επισκέπτης και ο φύλακας προθυμοποιήθηκε να με ξεναγήσει. Είδα εκπληκτικές συλλογές νομισμάτων, αγάλματα που απεικονίζουν απολλώνιους βούδες, γλυπτά και ξύλινα ξόανα των Καλάς. Είδα μικρά αγαλματίδια, λυχνάρια και κτερίσματα που έδειχναν ελληνικότατα και που με μεγάλη ευκολία και χωρίς φόβο μου τα έφερναν την προηγούμενη μέρα στα Τάξιλα νεαροί αρχαιοκάπηλοι μέσα στις χούφτες τους, για να μου τα πουλήσουν για 5 δολάρια.
Στο Πεσαβάρ έμεινα μια βδομάδα γιατί κάθε μέρα έλεγα ότι θα φύγω και όλο τα ανέβαλλα. Μόνο στην Τραπεζούντα σε ένα άλλο ταξίδι μου, είχα την ίδια αίσθηση. Και εκεί δεν μου έκανε καρδιά να φύγω. Πήγα σε απίστευτα τζαμιά και μεντρέσες, περπάτησα όλα τα παζάρια, έφαγα σε σπίτια καλεσμένος από ντόπιους, έφαγα και σε λαϊκά και ταπεινά εστιατόρια κάτω από το φως της γκαζόλαμπας, τριγύρισα παντού από το πρωί ως το δειλινό που οι μουεζίνηδες φώναζαν τους πιστούς για προσευχή. Είχα την τύχη να ξαναπάω στο Πεσαβάρ και άλλη φορά και πάλι το ίδιο ένιωσα. Ανεπανάληπτη πόλη, μια βουτιά στον 17ο αιώνα!!
Άρχισα να ψάχνω πληροφορίες για να πάω στους Καλάς. Τελικά κατέληξα ότι η αφετηρία για τους Καλάς είναι η κωμόπολη Chitral, σε μια απομονωμένη κοιλάδα του Ινδοκαύκασου. Πως πάνε εκεί όμως τώρα? Αγγλικά δεν μιλούσε κανείς και όσοι μιλούσαν δεν είχαν ιδέα.
Ο σταθμός των λεωφορείων, ακόμα πιο χαώδης από αυτόν του Ραβαλπίντι, χιλιάδες σαράβαλα με ακαταλαβίστικες επιγραφές επάνω, χιλιάδες κόσμος μέσα στη σκόνη και στο καυσαέριο από το μαζούτ. Κουτσά στραβά βρήκα μια άκρη. Μου λένε, αύριο το πρωί στις 6 φεύγει το λεωφορείο, νάσαι εδώ στις 5.30. Οκ θα είμαι. Και πήγα.
Το λεωφορείο 20 θέσεων, πανάρχαιο από την εποχή των παγετώνων. Ξηλωμένα καθίσματα, σκοτωμένες μύγες στα τζάμια, δυο δάχτυλα σκόνη παντού, στρίμωγμα και άθλιοι μακρόσυρτοι αμανέδες. Με βάζουν να καθίσω με έναν Ιρλανδό κοκκινομάλλη, Μαικ τον λέγανε, καλή του ώρα όπου και αν βρίσκεται τώρα.
Τους ξένους τους σέβονται, τους βάζουν ξεχωριστά από τους υπόλοιπους, μην τυχόν και γίνει καμία στραβή, τους κλέψουν κανένα πορτοφόλι, ή τους βάλουν χέρι, συνηθίζεται αυτό σε εκείνα τα μέρη, αν πας άσπρος, ξανθός και ξυρισμένος, την έβαψες, όλοι σε ζαχαρώνουν, γιατί το σεξ απαγορεύεται. Μόνο αν παντρευτεί κάποιος και τη γυναίκα του δεν τη βλέπει ποτέ γυμνή, πάντα όλα γίνονται με τα ρούχα και σε απόλυτο σκοτάδι, είναι αμαρτία, μη! μακρυά! Τζίζ!
Η διαδρομή περνάει από πυκνοκατοικημένες κοιλάδες, δίπλα σε ποτάμια με παιδάκια που παίζουν στο νερό και γυναίκες που πλένουν ρούχα. Μακρυά αχνοφαίνονται οι όγκοι του Ινδοκαύκασου, που σε προδιαθέτουν για το τι έπεται μετά.
Είχα δει το Καπαλι Τσαρσί, το Χαν ελ Χαλίλι, το παζάρι της Δαμασκού και το Τσάντνι Τσωκ του Δελχί. Σαν την αγορά του Πεσαβάρ όμως κανένα! Τι να σας λέω…
Και μόνο οι Αφγανοί αντάρτες με τα φυσεκλίκια σταυρωτά στο στήθος και τις πορτοκαλί γενιάδες φτάνουν. Η μπούργκα πάει σύννεφο. Τα καλάσνικοφ επίσης. Αλλά ο κόσμος είναι φιλικός, χαμογελαστός, όλοι θέλουν να κεράσουν τον ξένο που ήρθε στα μέρη τους. Πρόκειται για τους αγριωπούς Πατάν, ή Παστούν, που κρατάνε τη βεντέτα, είναι πολεμοχαρείς, έχουν φοβερούς νόμους τιμής, αλλά και είναι φοβερά φιλόξενοι επίσης.
Το μουσείο του Πεσαβάρ, άλλος κόσμος. Ήμουν ο μόνος επισκέπτης και ο φύλακας προθυμοποιήθηκε να με ξεναγήσει. Είδα εκπληκτικές συλλογές νομισμάτων, αγάλματα που απεικονίζουν απολλώνιους βούδες, γλυπτά και ξύλινα ξόανα των Καλάς. Είδα μικρά αγαλματίδια, λυχνάρια και κτερίσματα που έδειχναν ελληνικότατα και που με μεγάλη ευκολία και χωρίς φόβο μου τα έφερναν την προηγούμενη μέρα στα Τάξιλα νεαροί αρχαιοκάπηλοι μέσα στις χούφτες τους, για να μου τα πουλήσουν για 5 δολάρια.
Στο Πεσαβάρ έμεινα μια βδομάδα γιατί κάθε μέρα έλεγα ότι θα φύγω και όλο τα ανέβαλλα. Μόνο στην Τραπεζούντα σε ένα άλλο ταξίδι μου, είχα την ίδια αίσθηση. Και εκεί δεν μου έκανε καρδιά να φύγω. Πήγα σε απίστευτα τζαμιά και μεντρέσες, περπάτησα όλα τα παζάρια, έφαγα σε σπίτια καλεσμένος από ντόπιους, έφαγα και σε λαϊκά και ταπεινά εστιατόρια κάτω από το φως της γκαζόλαμπας, τριγύρισα παντού από το πρωί ως το δειλινό που οι μουεζίνηδες φώναζαν τους πιστούς για προσευχή. Είχα την τύχη να ξαναπάω στο Πεσαβάρ και άλλη φορά και πάλι το ίδιο ένιωσα. Ανεπανάληπτη πόλη, μια βουτιά στον 17ο αιώνα!!
Άρχισα να ψάχνω πληροφορίες για να πάω στους Καλάς. Τελικά κατέληξα ότι η αφετηρία για τους Καλάς είναι η κωμόπολη Chitral, σε μια απομονωμένη κοιλάδα του Ινδοκαύκασου. Πως πάνε εκεί όμως τώρα? Αγγλικά δεν μιλούσε κανείς και όσοι μιλούσαν δεν είχαν ιδέα.
Ο σταθμός των λεωφορείων, ακόμα πιο χαώδης από αυτόν του Ραβαλπίντι, χιλιάδες σαράβαλα με ακαταλαβίστικες επιγραφές επάνω, χιλιάδες κόσμος μέσα στη σκόνη και στο καυσαέριο από το μαζούτ. Κουτσά στραβά βρήκα μια άκρη. Μου λένε, αύριο το πρωί στις 6 φεύγει το λεωφορείο, νάσαι εδώ στις 5.30. Οκ θα είμαι. Και πήγα.
Το λεωφορείο 20 θέσεων, πανάρχαιο από την εποχή των παγετώνων. Ξηλωμένα καθίσματα, σκοτωμένες μύγες στα τζάμια, δυο δάχτυλα σκόνη παντού, στρίμωγμα και άθλιοι μακρόσυρτοι αμανέδες. Με βάζουν να καθίσω με έναν Ιρλανδό κοκκινομάλλη, Μαικ τον λέγανε, καλή του ώρα όπου και αν βρίσκεται τώρα.
Τους ξένους τους σέβονται, τους βάζουν ξεχωριστά από τους υπόλοιπους, μην τυχόν και γίνει καμία στραβή, τους κλέψουν κανένα πορτοφόλι, ή τους βάλουν χέρι, συνηθίζεται αυτό σε εκείνα τα μέρη, αν πας άσπρος, ξανθός και ξυρισμένος, την έβαψες, όλοι σε ζαχαρώνουν, γιατί το σεξ απαγορεύεται. Μόνο αν παντρευτεί κάποιος και τη γυναίκα του δεν τη βλέπει ποτέ γυμνή, πάντα όλα γίνονται με τα ρούχα και σε απόλυτο σκοτάδι, είναι αμαρτία, μη! μακρυά! Τζίζ!
Η διαδρομή περνάει από πυκνοκατοικημένες κοιλάδες, δίπλα σε ποτάμια με παιδάκια που παίζουν στο νερό και γυναίκες που πλένουν ρούχα. Μακρυά αχνοφαίνονται οι όγκοι του Ινδοκαύκασου, που σε προδιαθέτουν για το τι έπεται μετά.
Attachments
-
16,2 KB Προβολές: 261