traveladdict
Member
- Μηνύματα
- 1.380
- Likes
- 1.345
- Επόμενο Ταξίδι
- Λος Άντζελες
- Ταξίδι-Όνειρο
- ΣριΛάνκα,Βενεζουέλα ξανά!
Λοιπόν έχουμε και λέμε. Μετά τις διακοπές και ένα ταξίδι στο Νεπάλ και το Θιβέτ, επανέρχομαι δριμύτερος. Να με συγχωρέσετε για την καθυστέρηση μόνο.
Επόμενος προορισμός μου, μετά τη Λαχώρη είναι το Μουλτάν.
Πάω στον σταθμό των λεωφορείων της Λαχώρης, έμπειρος πια, ξέρω τι να περιμένω και πώς να το αντιμετωπίσω. Στο σταθμό να γίνεται της πόπης. Την προηγουμένη έσκασε μια βόμβα με τρεις νεκρούς και τώρα είχε ελέγχους, ψαξίματα και απίστευτη καθυστέρηση. Ρωτάω έναν αστυνομικό, που να πάω? Εκεί, μου λέει. Που εκεί? Εκεί πιο κάτω, μου δείχνει με ένα νεύμα και πιάνοντας νευρικά το πιστόλι του. Ωχ, δεν θα τα πάμε καλά λέω, δεν πάω να ρωτήσω αλλού? Ως συνήθως, οι καλύτερες πληροφορίες δίνονται από τα παιδιά και είχε μπόλικα ο αχανής σταθμός της Λαχώρης. Να, εκείνο το κόκκινο λεωφορείο είναι για το Μουλτάν.
Βγάζω εισιτήριο και θρονιάζομαι στη σκονισμένη θέση, στο παράθυρο για να βλέπω έξω. Δεν ξέρω αν το ανέφερα πιο πάνω, αλλά στο Πακιστάν δεν είναι να κάθεσαι μπροστά, γιατί σε όλο το ταξίδι μου σε τούτη τη χώρα, είδα κάποιους ξένους που έκαναν ολόκληρη φασαρία για να καθίσουν μπροστά και καλά για να τραβήξουν βίντεο, αλλά μετά από λίγη ώρα, πήγαιναν πίσω παρακαλώντας, γιατί ήταν τέτοια η τρομάρα τους, από την οδήγηση των Πακιστανών οδηγών, που προτιμούσαν να κατέβουν, παρά να συνεχίσουν να κάθονται μπροστά και να βλέπουν να έρχεται κατά πάνω τους ο χάρος με τη μορφή ενός στολισμένου φορτηγού.
Η διαδρομή Λαχώρη – Μουλτάν διαρκεί 14 ώρες. 14 μαρτυρικές ώρες με μουσική στη διαπασών, μύγες και σκόνη. Όλοι να θέλουν να καθίσουν δίπλα μου, όλοι να μου χαμογελάνε, οι γνωστές καταστάσεις των πακιστανικών λεωφορείων. Ο ένας στους τρεις οπλοφορούσε. Και όχι διακριτικά. Κουμπούρια, τουφέκια, κάτι μαχαίρες τεράστιες να κρέμονται από ζώνες, όλα αυτά με μια οσμή ιδρώτα, σκόνης και κάρρυ. Όλοι μαυριδεροί και γενιοφόροι και οι λιγοστές γυναίκες να κάθονται όλες μαζί με μπούρκες. Ούτε μαντίλες, ούτε φερετζέδες. Μπούρκες που τις κάλυπταν ολόκληρες, μαζί και το πρόσωπο, σαν τα φαντάσματα.
Στη διαδρομή σταματούσαμε όλη την ώρα. Έλεγχοι παντού. Έπρεπε να ξεχάσω τις πολυτέλειες της Λαχώρης και να ξαναβουτήξω στην καθημερινότητα του Πακιστάν. Οι έλεγχοι δεν γίνονται μόνο για τρομοκράτες, ή αντάρτες. Γίνονται και για συμμορίες-φατρίες που λυμαίνονται την ύπαιθρο σαν τον δικό μας Γιαγκούλα πριν 150 χρόνια. Οι ληστείες, οι φόνοι και οι απαγωγές ανέρχονται σε δεκάδες κάθε μέρα στους δρόμους του Πακιστάν και πολλές φορές γίνονται ολόκληρες μάχες την ώρα που δίπλα περνούν φορτηγά και λεωφορεία γεμάτα κόσμο.
Από το σκονισμένο παράθυρο έβλεπα να περνάμε χωριά και πολιτείες, ερειπωμένα κάστρα και τζαμιά. Και παντού όπως σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού μου, χιλιάδες άνθρωποι στους δρόμους, άντρες με τουρμπάνια, γυναίκες με λεκάνες και καλάθια στα κεφάλια τους και απίστευτους αριθμούς παιδιών που φώναζαν στο λεωφορείο καθώς περνούσε από μπροστά τους.
Κάναμε δυο στάσεις για φαγητό, τα κλασικά, πίτα και ρύζι με φακές και κάρρυ. Αν ξαναφάω κάρρυ στη ζωή μου να μου γράψετε…
Και εκεί που προσπαθώ να καταπιώ το ας πούμε φαγητό, μου προέκυψε ο Αλί.
Αλί αλί και τρισαλί, ο αλητήριος. Αυτός ήταν από τους ξύπνιους που νομίζουν ότι είναι το κέντρο του σύμπαντος και ότι όλοι πρέπει να τον ακούν και να είναι και χαρούμενοι γιαυτό. Ομορφονιός με μούσι και γυαλί ρέιμπαν. Μούρχεται λοιπόν και αρχίζει το μπίρι-μπίρι. Που πας? Στο Μουλτάν. Από πού είσαι? Έλεος δεν θα την αντέξω ξανά αυτή την έκθεση ιδεών…
Μη πας στο Μουλτάν, θα σε σκοτώσουν, ξέρουν από πριν πόσοι ξένοι ταξιδεύουν και πότε φτάνουν και όλο τέτοιες χαρωπές ιστορίες. Και τι να κάνω τώρα Αλί? Α, θα σε πάω εγώ σε ένα μέρος ασφαλές και θα σου δείξω τον Ινδό ποταμό από την καλύτερη τοποθεσία. Τώρα, θέλεις να με ληστέψεις, θέλεις να πηδήξεις ευρωπαίο, θέλεις να με παρασύρεις σε κανένα κρυσφήγετο και μετά να ζητάς λύτρα, δεν θα καθίσω να το αναλύσω κιόλας. Α, δεν θα μπορέσω… Aυτός όλο κοιτούσε τη μπανάνα που είχα περασμένη στη μέση μου, προσπαθώντας να μαντέψει αν το πορτοφόλι και το διαβατήριο είναι μέσα. Εγώ όμως μάντευα άλλα. Κανονικό μέντιουμ Μπιμπίδου, βγάλε ένα χαρτονόμισμα, κάνε αέρα να φύγει το σύννεφο και βάλε το χαρτονόμισμα στο αγγείον. Τι λες μωρέ κακόμοιρε Πακιστανέ! Δεν ξέρεις με τι έμπλεξες. Θα σε μαλώσω! Κακό παιδί! Και όπως έλεγε και η αείμνηστη Βλαχοπούλου: Τρεις άντρες έχω θάψει σε σένα θα κολλήσω? Τώρα θα δεις. Ι will eat you for lunch.
Πάω σε κάτι στρατιώτες που φυλούσαν το εστιατόριο. Είχαν και έναν αξιωματικό μαζί τους: Κύριε, κύριε, αυτός με πειράζει. Πάνε αυτοί να τον μπαγλαρώσουν, τρέχει αυτός τον περίμενε ένα αυτοκίνητο πιο κάτω με κάτι καλόπαιδα με μούσια, γίνονται καπνός. Μου λέει ο αξιωματικός, ο Αλλάχ σε γλίτωσε, θα σε καθάριζαν σίγουρα. Κάθε μέρα αυτό γίνεται και δεν σε σκοτώνουν απλώς, σε βασανίζουν με τα χειρότερα βασανιστήρια για να αναγκαστείς να τους πεις αν έχεις λεφτά στο ξενοδοχείο για να στείλουν κάποιον να τα πάρει. Αυτός ο Αλλάχ πολύ με προστάτευε στη χώρα αυτή, οφείλω να του το αναγνωρίσω, όλα κι όλα. Βέβαια, η υπόλοιπη διαδρομή ήταν εφιαλτική, γιατί πώς να το κάνουμε, να γλιτώσεις από κάτι τέτοιο σε μαρκάρει και όλο σκεφτόμουν τι θα γινότανε, αν δεν ήμουν τόσο υποψιασμένος και αν δεν είχα τις εμπειρίες του παρελθόντος και πήγαινα σαν το πρόβατο για τη σφαγή.
Στις 10 το βράδυ φτάσαμε στο γραφικό και μαγευτικό Μουλτάν, που είναι γνωστό για τρία πράγματα: για τη σκόνη, τους ζητιάνους και την αφόρητη ζέστη του. Αυτό λένε οι Πακιστανοί και είναι αλήθεια. Εγώ ήρθα όμως για άλλο λόγο: το Μουλτάν είναι γνωστό για τα μαυσωλεία του, τα τζαμιά του και την εξωπραγματική ατμόσφαιρα του, που δεν έχει αλλάξει εδώ και αιώνες. Είναι μια βουτιά στον Μεσαίωνα και άξιζε κάθε κούραση και ρίσκο για να φτάσω εδώ.
Στο σταθμό, η ζέστη να είναι απίστευτη. Δηλαδή τον Αύγουστο τι κάνουν εδώ πέρα? Παίρνω ένα ρίκσο, πάω στο ξενοδοχείο. Είχα διαλέξει το Sindbad. Οοοοχι, να μου λέει ο ρικσατζής, αυτό έκλεισε πια, δεν λειτουργεί θα σε πάω εγώ σε άλλο καλύτερο. Άντε πάλι τα ίδια κόλπα... Τάχω πάρει στο κρανίο εγώ, ψόφιος στην κούραση, σοκαρισμένος και από το μεσημεριανό περιστατικό, αρχίζω τα μπινελίκια στα ελληνικά και στα αγγλικά. Με είδε αυτός που είχε αγριέψει το μάτι μου, οκ οκ μου λέει θα σε πάω. Ευτυχώς γιατί το ξενοδοχείο αν και δεν ήταν σαν αυτό της Λαχώρης ήταν ευπρεπές και καθαρό. Και εκεί ήταν που πρόσεξα ότι μετά από όσες βδομάδες ταξίδι, άρχισα να κουράζομαι και να θέλω καλύτερα ξενοδοχεία. Στην αρχή έμενα στα άθλια και δεν με ένοιαζε. Τώρα όμως συνειδητοποιώντας τους κινδύνους και φορτωμένος με τόση κούραση ήθελα κάτι καλύτερο.
Παρʼολη την ένταση της ημέρας ξεράθηκα στον ύπνο.
Επόμενος προορισμός μου, μετά τη Λαχώρη είναι το Μουλτάν.
Πάω στον σταθμό των λεωφορείων της Λαχώρης, έμπειρος πια, ξέρω τι να περιμένω και πώς να το αντιμετωπίσω. Στο σταθμό να γίνεται της πόπης. Την προηγουμένη έσκασε μια βόμβα με τρεις νεκρούς και τώρα είχε ελέγχους, ψαξίματα και απίστευτη καθυστέρηση. Ρωτάω έναν αστυνομικό, που να πάω? Εκεί, μου λέει. Που εκεί? Εκεί πιο κάτω, μου δείχνει με ένα νεύμα και πιάνοντας νευρικά το πιστόλι του. Ωχ, δεν θα τα πάμε καλά λέω, δεν πάω να ρωτήσω αλλού? Ως συνήθως, οι καλύτερες πληροφορίες δίνονται από τα παιδιά και είχε μπόλικα ο αχανής σταθμός της Λαχώρης. Να, εκείνο το κόκκινο λεωφορείο είναι για το Μουλτάν.
Βγάζω εισιτήριο και θρονιάζομαι στη σκονισμένη θέση, στο παράθυρο για να βλέπω έξω. Δεν ξέρω αν το ανέφερα πιο πάνω, αλλά στο Πακιστάν δεν είναι να κάθεσαι μπροστά, γιατί σε όλο το ταξίδι μου σε τούτη τη χώρα, είδα κάποιους ξένους που έκαναν ολόκληρη φασαρία για να καθίσουν μπροστά και καλά για να τραβήξουν βίντεο, αλλά μετά από λίγη ώρα, πήγαιναν πίσω παρακαλώντας, γιατί ήταν τέτοια η τρομάρα τους, από την οδήγηση των Πακιστανών οδηγών, που προτιμούσαν να κατέβουν, παρά να συνεχίσουν να κάθονται μπροστά και να βλέπουν να έρχεται κατά πάνω τους ο χάρος με τη μορφή ενός στολισμένου φορτηγού.
Η διαδρομή Λαχώρη – Μουλτάν διαρκεί 14 ώρες. 14 μαρτυρικές ώρες με μουσική στη διαπασών, μύγες και σκόνη. Όλοι να θέλουν να καθίσουν δίπλα μου, όλοι να μου χαμογελάνε, οι γνωστές καταστάσεις των πακιστανικών λεωφορείων. Ο ένας στους τρεις οπλοφορούσε. Και όχι διακριτικά. Κουμπούρια, τουφέκια, κάτι μαχαίρες τεράστιες να κρέμονται από ζώνες, όλα αυτά με μια οσμή ιδρώτα, σκόνης και κάρρυ. Όλοι μαυριδεροί και γενιοφόροι και οι λιγοστές γυναίκες να κάθονται όλες μαζί με μπούρκες. Ούτε μαντίλες, ούτε φερετζέδες. Μπούρκες που τις κάλυπταν ολόκληρες, μαζί και το πρόσωπο, σαν τα φαντάσματα.
Στη διαδρομή σταματούσαμε όλη την ώρα. Έλεγχοι παντού. Έπρεπε να ξεχάσω τις πολυτέλειες της Λαχώρης και να ξαναβουτήξω στην καθημερινότητα του Πακιστάν. Οι έλεγχοι δεν γίνονται μόνο για τρομοκράτες, ή αντάρτες. Γίνονται και για συμμορίες-φατρίες που λυμαίνονται την ύπαιθρο σαν τον δικό μας Γιαγκούλα πριν 150 χρόνια. Οι ληστείες, οι φόνοι και οι απαγωγές ανέρχονται σε δεκάδες κάθε μέρα στους δρόμους του Πακιστάν και πολλές φορές γίνονται ολόκληρες μάχες την ώρα που δίπλα περνούν φορτηγά και λεωφορεία γεμάτα κόσμο.
Από το σκονισμένο παράθυρο έβλεπα να περνάμε χωριά και πολιτείες, ερειπωμένα κάστρα και τζαμιά. Και παντού όπως σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού μου, χιλιάδες άνθρωποι στους δρόμους, άντρες με τουρμπάνια, γυναίκες με λεκάνες και καλάθια στα κεφάλια τους και απίστευτους αριθμούς παιδιών που φώναζαν στο λεωφορείο καθώς περνούσε από μπροστά τους.
Κάναμε δυο στάσεις για φαγητό, τα κλασικά, πίτα και ρύζι με φακές και κάρρυ. Αν ξαναφάω κάρρυ στη ζωή μου να μου γράψετε…
Και εκεί που προσπαθώ να καταπιώ το ας πούμε φαγητό, μου προέκυψε ο Αλί.
Αλί αλί και τρισαλί, ο αλητήριος. Αυτός ήταν από τους ξύπνιους που νομίζουν ότι είναι το κέντρο του σύμπαντος και ότι όλοι πρέπει να τον ακούν και να είναι και χαρούμενοι γιαυτό. Ομορφονιός με μούσι και γυαλί ρέιμπαν. Μούρχεται λοιπόν και αρχίζει το μπίρι-μπίρι. Που πας? Στο Μουλτάν. Από πού είσαι? Έλεος δεν θα την αντέξω ξανά αυτή την έκθεση ιδεών…
Μη πας στο Μουλτάν, θα σε σκοτώσουν, ξέρουν από πριν πόσοι ξένοι ταξιδεύουν και πότε φτάνουν και όλο τέτοιες χαρωπές ιστορίες. Και τι να κάνω τώρα Αλί? Α, θα σε πάω εγώ σε ένα μέρος ασφαλές και θα σου δείξω τον Ινδό ποταμό από την καλύτερη τοποθεσία. Τώρα, θέλεις να με ληστέψεις, θέλεις να πηδήξεις ευρωπαίο, θέλεις να με παρασύρεις σε κανένα κρυσφήγετο και μετά να ζητάς λύτρα, δεν θα καθίσω να το αναλύσω κιόλας. Α, δεν θα μπορέσω… Aυτός όλο κοιτούσε τη μπανάνα που είχα περασμένη στη μέση μου, προσπαθώντας να μαντέψει αν το πορτοφόλι και το διαβατήριο είναι μέσα. Εγώ όμως μάντευα άλλα. Κανονικό μέντιουμ Μπιμπίδου, βγάλε ένα χαρτονόμισμα, κάνε αέρα να φύγει το σύννεφο και βάλε το χαρτονόμισμα στο αγγείον. Τι λες μωρέ κακόμοιρε Πακιστανέ! Δεν ξέρεις με τι έμπλεξες. Θα σε μαλώσω! Κακό παιδί! Και όπως έλεγε και η αείμνηστη Βλαχοπούλου: Τρεις άντρες έχω θάψει σε σένα θα κολλήσω? Τώρα θα δεις. Ι will eat you for lunch.
Πάω σε κάτι στρατιώτες που φυλούσαν το εστιατόριο. Είχαν και έναν αξιωματικό μαζί τους: Κύριε, κύριε, αυτός με πειράζει. Πάνε αυτοί να τον μπαγλαρώσουν, τρέχει αυτός τον περίμενε ένα αυτοκίνητο πιο κάτω με κάτι καλόπαιδα με μούσια, γίνονται καπνός. Μου λέει ο αξιωματικός, ο Αλλάχ σε γλίτωσε, θα σε καθάριζαν σίγουρα. Κάθε μέρα αυτό γίνεται και δεν σε σκοτώνουν απλώς, σε βασανίζουν με τα χειρότερα βασανιστήρια για να αναγκαστείς να τους πεις αν έχεις λεφτά στο ξενοδοχείο για να στείλουν κάποιον να τα πάρει. Αυτός ο Αλλάχ πολύ με προστάτευε στη χώρα αυτή, οφείλω να του το αναγνωρίσω, όλα κι όλα. Βέβαια, η υπόλοιπη διαδρομή ήταν εφιαλτική, γιατί πώς να το κάνουμε, να γλιτώσεις από κάτι τέτοιο σε μαρκάρει και όλο σκεφτόμουν τι θα γινότανε, αν δεν ήμουν τόσο υποψιασμένος και αν δεν είχα τις εμπειρίες του παρελθόντος και πήγαινα σαν το πρόβατο για τη σφαγή.
Στις 10 το βράδυ φτάσαμε στο γραφικό και μαγευτικό Μουλτάν, που είναι γνωστό για τρία πράγματα: για τη σκόνη, τους ζητιάνους και την αφόρητη ζέστη του. Αυτό λένε οι Πακιστανοί και είναι αλήθεια. Εγώ ήρθα όμως για άλλο λόγο: το Μουλτάν είναι γνωστό για τα μαυσωλεία του, τα τζαμιά του και την εξωπραγματική ατμόσφαιρα του, που δεν έχει αλλάξει εδώ και αιώνες. Είναι μια βουτιά στον Μεσαίωνα και άξιζε κάθε κούραση και ρίσκο για να φτάσω εδώ.
Στο σταθμό, η ζέστη να είναι απίστευτη. Δηλαδή τον Αύγουστο τι κάνουν εδώ πέρα? Παίρνω ένα ρίκσο, πάω στο ξενοδοχείο. Είχα διαλέξει το Sindbad. Οοοοχι, να μου λέει ο ρικσατζής, αυτό έκλεισε πια, δεν λειτουργεί θα σε πάω εγώ σε άλλο καλύτερο. Άντε πάλι τα ίδια κόλπα... Τάχω πάρει στο κρανίο εγώ, ψόφιος στην κούραση, σοκαρισμένος και από το μεσημεριανό περιστατικό, αρχίζω τα μπινελίκια στα ελληνικά και στα αγγλικά. Με είδε αυτός που είχε αγριέψει το μάτι μου, οκ οκ μου λέει θα σε πάω. Ευτυχώς γιατί το ξενοδοχείο αν και δεν ήταν σαν αυτό της Λαχώρης ήταν ευπρεπές και καθαρό. Και εκεί ήταν που πρόσεξα ότι μετά από όσες βδομάδες ταξίδι, άρχισα να κουράζομαι και να θέλω καλύτερα ξενοδοχεία. Στην αρχή έμενα στα άθλια και δεν με ένοιαζε. Τώρα όμως συνειδητοποιώντας τους κινδύνους και φορτωμένος με τόση κούραση ήθελα κάτι καλύτερο.
Παρʼολη την ένταση της ημέρας ξεράθηκα στον ύπνο.
Attachments
-
16,2 KB Προβολές: 261