interted
Member
- Μηνύματα
- 1.355
- Likes
- 8.207
- Επόμενο Ταξίδι
- ?
- Ταξίδι-Όνειρο
- Ράφτινγκ στον Ουρουμπάμπα
Κούσκο
Ξύπνησα στις ...αργάμιση. Τσεκ σωματικής κατάστασης. Δάκτυλα ποδιών: κάλοι. Πόδια από την γραμμή της βερμούδας και κάτω: γεμάτα τσιμπήματα (από την βραδιά που ξέχασα ανοιχτή την σκηνή). Πεπτικό σύστημα: δυσλειτουργία. Λαιμός: στεγνός. Κεφάλι: πόνος με υποψία ελαφριού πυρετού. Τσεκ στις αποσκευές. Ρούχα: όλα άπλυτα. Κάλτσες: όλες άπλυτες.
Τι θα έπρεπε να κάνω; Να δω ένα γιατρό. H μη σωστή απορρόφηση των φαγητών για μια εβδομάδα με είχε αδυνατίσει και είχα άλλη μια εβδομάδα ταξίδι. Τι έκανα; Αγόρασα καραμέλες για τον λαιμό και βιταμίνες.
Επίσης έστειλα e-mail στην Μπάρμπαρα και την Άλισον, που είχαν έρθει στο Κούσκο, για να βρεθούμε.
Βγήκα σε αναζήτηση καθαριστηρίου ρούχων. Λίγο με το google maps, λίγο ρωτώντας, βρήκα μια καλή κυρία στο Lavamatic που τα έπλυνε και τα στέγνωσε καθώς εγώ πήγα για μεσημεριανό στο συνηθισμένο κοτοπουλάδικο. Τέλεια δουλειά και χωρισμένα σε σακουλίτσες.
Ήθελα να δω κάτι που δεν θα είχε πολλούς τουρίστες. Αποφάσισα να πάω στο Τιπόν, καμιά 25αριά χιλιόμετρα νότια και από την πλευρά της πόλης που βρισκόμουν. Το Τιπόν είναι αρχαιολογικός χώρος που αποδίδεται στον πατέρα του Πατσακούτι, τον Βιρακότσα Ίνκα (όνομα ίδιο με τον θεό Βιρακοτσα), και περιέχει εξελιγμένο σύστημα καλλιέργειας και άρδευσης.
Πήρα ένα ταξί και του είπα ότι θέλω να πάω στο Τιπόν.
“Στο χωριό;”
“Όχι, πάρκο αρχαιολότζικο”, του απαντάω.
Με κοιτάει καλά και ξεκινάει. Κατά διαστήματα μονολογεί: “πάρκο αρχαιολότζικο”. Μετά αρχίζει και κάνει κάτι ήχους σαν πίθηκος, και να κουνάει τα χέρια και να γελάει. “Αρχαιολότζικο!”. “Ναι!” του λέω. Πέσαμε σε πυροβολημένο.
Κάποια στιγμή, αφού περάσαμε το χωριό, σταματάει στο σημείο που αρχίζει ένας χωματόδρομος. “Εδώ μου λέει είσαι” και μου δείχνει κάτι κλουβιά απέναντι. Κοιτάω την ταμπέλα και λέει: “Ζωολότζικο μούντο ανδίνο” (Ζωωλογικός κήπος, Κόσμος των Άνδεων)
“ Αρχαιολότζικο”, του φωνάζω, “όχι ζωολότζικο!”. Με κοιτάει με απορία λες και δεν καταλαβαίνει την διαφορά.
“Ρούινας”, του λέω, και το μάτι του αστράφτει.
“Α, Τιπόν Ρούινας, ΟΚ, ΟΚ”.
Φτάνουμε τελικά στα αρχαία, που ήταν λίγα μέτρα παραπάνω. Ενώ έβγαζα εισιτήριο (που ήταν συνδυαστικό με την Κορικάντσα, τον Ναό του Ήλιου στο Κούσκο, και έκανε 70 σόλες), έβλεπα μερικούς σκόρπιους τουρίστες να φεύγουν. Μπαίνοντας διαπίστωσα ότι ήμουν μόνος μου σε όλο των αρχαιολογικό χώρο. Στα θετικά ήταν το μέγεθος και η πολύ καλή κατάσταση που βρίσκονται οι αναβαθμίδες και το κανάλι νερού, το οποίο ακόμα λειτουργεί. Το αρνητικό ήταν το σχήμα των αναβαθμίδων που ήταν ένα βαρετό ορθογώνιο. Ανέβηκα ένα από τα παλιά μονοπάτια των Ίνκα σε ένα ανεμοδαρμένο ύψωμα και έκατσα να χαζέψω. Στην άλλη πλευρά υπήρχε ένα συγκρότημα από αρχαία κτήρια, με δομή αλλά όχι και ποιότητα συγκρίσιμη με αυτών του Μάτσου Πίτσου. Διαπίστωσα ότι είχα πυρετό και κρυάδες.
Επέστρεψα στο χωριό περπατώντας και παρατηρώντας ντόπιους να δουλεύουν ακόμα στα χωράφια ή στα μπακάλικα, ενώ ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει. Περίμενα στην στάση όπου διάβασα ότι περνάει λεωφορείο για το Κούσκο και ευτυχώς πολύ σύντομα αυτό εμφανίστηκε. Η διαδρομή, που την έκανα 40 λεπτά με τον ταξιτζή, πήρε τώρα μιάμιση ώρα. Οι στάσεις ήταν κυριολεκτικά κάθε 20 μέτρα και μερικοί μπαίνανε ακόμα και εν κινήσει, με τον πονοκέφαλο μου να μεγαλώνει. Κάποια στιγμή έγινε το αδιαχώρητο, αλλά το φολκλόρ χρώμα του κόσμου με έκανε να το δέχομαι με υπομονή.
Στο Κούσκο, πήρα δυνάμεις πίνοντας ζεστό ρόφημα στο La Valeriana που είχε γίνει στέκι, και, όταν ήρθε η ώρα, συνάντησα τις κοπέλες στο Centro Qosqo de Arte Nativo για να δούμε παραδοσιακούς χορούς του Κούσκο. Πρόταση της Μπάρμπαρα. Δεν ήταν κακή. Μεγάλη ορχήστρα με κιθάρες τσαράγκο, φλογέρες κένια, σύριγγες, ακορντεόν κτλ. Ποικιλία χορών. Όμορφες χορεύτριες στροβιλίζονταν σηκώνοντας ψηλά τις κλαρωτές φούστες, και άλλοτε σκύβανε με άντρες ντυμένους κόνδορες να κάνουνε γύρους από πάνω. Στο τέλος έπαιξαν και την ρομαντική μαρινέρα κουσκιένια η οποία ενθουσίασε τους ντόπιους. Ένας ένας δειλά άρχισαν να σηκώνονται και έτσι, γέμισε η σκηνή με καλοντυμένους ανέμελους χορευτές.
Η βραδιά κατέληξε στο Republica de Pisco, το παράδεισο των κοκτέιλ, και της Άλισον. Ήπιαμε ένα κοκτέιλ με όλα τα χρώματα της σημαίας του Κούσκο, της σημαίας του ουράνιου τόξου. Χάρηκα πολύ που είδα τις κοπέλες, αλλά εξήγησα ότι δεν ήμουν και για δεύτερο ποτό και έτσι δώσαμε ραντεβού για την επόμενη όπου ήταν η σειρά μου να προτείνω δραστηριότητα. Πρώτα ο Βιρακότσα.
Τιπόν:
Επιστροφή με το λεωφορείο, το οποίο αρχίζει σιγά, σιγά να φορτώνει
Ο χορός με τους κόνδορες, μαστίγια κτλ.
Κούσκο
Ξύπνησα στις ...αργάμιση. Τσεκ σωματικής κατάστασης. Δάκτυλα ποδιών: κάλοι. Πόδια από την γραμμή της βερμούδας και κάτω: γεμάτα τσιμπήματα (από την βραδιά που ξέχασα ανοιχτή την σκηνή). Πεπτικό σύστημα: δυσλειτουργία. Λαιμός: στεγνός. Κεφάλι: πόνος με υποψία ελαφριού πυρετού. Τσεκ στις αποσκευές. Ρούχα: όλα άπλυτα. Κάλτσες: όλες άπλυτες.
Τι θα έπρεπε να κάνω; Να δω ένα γιατρό. H μη σωστή απορρόφηση των φαγητών για μια εβδομάδα με είχε αδυνατίσει και είχα άλλη μια εβδομάδα ταξίδι. Τι έκανα; Αγόρασα καραμέλες για τον λαιμό και βιταμίνες.
Επίσης έστειλα e-mail στην Μπάρμπαρα και την Άλισον, που είχαν έρθει στο Κούσκο, για να βρεθούμε.
Βγήκα σε αναζήτηση καθαριστηρίου ρούχων. Λίγο με το google maps, λίγο ρωτώντας, βρήκα μια καλή κυρία στο Lavamatic που τα έπλυνε και τα στέγνωσε καθώς εγώ πήγα για μεσημεριανό στο συνηθισμένο κοτοπουλάδικο. Τέλεια δουλειά και χωρισμένα σε σακουλίτσες.
Ήθελα να δω κάτι που δεν θα είχε πολλούς τουρίστες. Αποφάσισα να πάω στο Τιπόν, καμιά 25αριά χιλιόμετρα νότια και από την πλευρά της πόλης που βρισκόμουν. Το Τιπόν είναι αρχαιολογικός χώρος που αποδίδεται στον πατέρα του Πατσακούτι, τον Βιρακότσα Ίνκα (όνομα ίδιο με τον θεό Βιρακοτσα), και περιέχει εξελιγμένο σύστημα καλλιέργειας και άρδευσης.
Πήρα ένα ταξί και του είπα ότι θέλω να πάω στο Τιπόν.
“Στο χωριό;”
“Όχι, πάρκο αρχαιολότζικο”, του απαντάω.
Με κοιτάει καλά και ξεκινάει. Κατά διαστήματα μονολογεί: “πάρκο αρχαιολότζικο”. Μετά αρχίζει και κάνει κάτι ήχους σαν πίθηκος, και να κουνάει τα χέρια και να γελάει. “Αρχαιολότζικο!”. “Ναι!” του λέω. Πέσαμε σε πυροβολημένο.
Κάποια στιγμή, αφού περάσαμε το χωριό, σταματάει στο σημείο που αρχίζει ένας χωματόδρομος. “Εδώ μου λέει είσαι” και μου δείχνει κάτι κλουβιά απέναντι. Κοιτάω την ταμπέλα και λέει: “Ζωολότζικο μούντο ανδίνο” (Ζωωλογικός κήπος, Κόσμος των Άνδεων)
“ Αρχαιολότζικο”, του φωνάζω, “όχι ζωολότζικο!”. Με κοιτάει με απορία λες και δεν καταλαβαίνει την διαφορά.
“Ρούινας”, του λέω, και το μάτι του αστράφτει.
“Α, Τιπόν Ρούινας, ΟΚ, ΟΚ”.
Φτάνουμε τελικά στα αρχαία, που ήταν λίγα μέτρα παραπάνω. Ενώ έβγαζα εισιτήριο (που ήταν συνδυαστικό με την Κορικάντσα, τον Ναό του Ήλιου στο Κούσκο, και έκανε 70 σόλες), έβλεπα μερικούς σκόρπιους τουρίστες να φεύγουν. Μπαίνοντας διαπίστωσα ότι ήμουν μόνος μου σε όλο των αρχαιολογικό χώρο. Στα θετικά ήταν το μέγεθος και η πολύ καλή κατάσταση που βρίσκονται οι αναβαθμίδες και το κανάλι νερού, το οποίο ακόμα λειτουργεί. Το αρνητικό ήταν το σχήμα των αναβαθμίδων που ήταν ένα βαρετό ορθογώνιο. Ανέβηκα ένα από τα παλιά μονοπάτια των Ίνκα σε ένα ανεμοδαρμένο ύψωμα και έκατσα να χαζέψω. Στην άλλη πλευρά υπήρχε ένα συγκρότημα από αρχαία κτήρια, με δομή αλλά όχι και ποιότητα συγκρίσιμη με αυτών του Μάτσου Πίτσου. Διαπίστωσα ότι είχα πυρετό και κρυάδες.
Επέστρεψα στο χωριό περπατώντας και παρατηρώντας ντόπιους να δουλεύουν ακόμα στα χωράφια ή στα μπακάλικα, ενώ ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει. Περίμενα στην στάση όπου διάβασα ότι περνάει λεωφορείο για το Κούσκο και ευτυχώς πολύ σύντομα αυτό εμφανίστηκε. Η διαδρομή, που την έκανα 40 λεπτά με τον ταξιτζή, πήρε τώρα μιάμιση ώρα. Οι στάσεις ήταν κυριολεκτικά κάθε 20 μέτρα και μερικοί μπαίνανε ακόμα και εν κινήσει, με τον πονοκέφαλο μου να μεγαλώνει. Κάποια στιγμή έγινε το αδιαχώρητο, αλλά το φολκλόρ χρώμα του κόσμου με έκανε να το δέχομαι με υπομονή.
Στο Κούσκο, πήρα δυνάμεις πίνοντας ζεστό ρόφημα στο La Valeriana που είχε γίνει στέκι, και, όταν ήρθε η ώρα, συνάντησα τις κοπέλες στο Centro Qosqo de Arte Nativo για να δούμε παραδοσιακούς χορούς του Κούσκο. Πρόταση της Μπάρμπαρα. Δεν ήταν κακή. Μεγάλη ορχήστρα με κιθάρες τσαράγκο, φλογέρες κένια, σύριγγες, ακορντεόν κτλ. Ποικιλία χορών. Όμορφες χορεύτριες στροβιλίζονταν σηκώνοντας ψηλά τις κλαρωτές φούστες, και άλλοτε σκύβανε με άντρες ντυμένους κόνδορες να κάνουνε γύρους από πάνω. Στο τέλος έπαιξαν και την ρομαντική μαρινέρα κουσκιένια η οποία ενθουσίασε τους ντόπιους. Ένας ένας δειλά άρχισαν να σηκώνονται και έτσι, γέμισε η σκηνή με καλοντυμένους ανέμελους χορευτές.
Η βραδιά κατέληξε στο Republica de Pisco, το παράδεισο των κοκτέιλ, και της Άλισον. Ήπιαμε ένα κοκτέιλ με όλα τα χρώματα της σημαίας του Κούσκο, της σημαίας του ουράνιου τόξου. Χάρηκα πολύ που είδα τις κοπέλες, αλλά εξήγησα ότι δεν ήμουν και για δεύτερο ποτό και έτσι δώσαμε ραντεβού για την επόμενη όπου ήταν η σειρά μου να προτείνω δραστηριότητα. Πρώτα ο Βιρακότσα.
Τιπόν:
Επιστροφή με το λεωφορείο, το οποίο αρχίζει σιγά, σιγά να φορτώνει
Ο χορός με τους κόνδορες, μαστίγια κτλ.
Το κοκτέιλ με όλα τα χρώματα (σχεδόν) της σημαίας του Κούσκο
Ξύπνησα στις ...αργάμιση. Τσεκ σωματικής κατάστασης. Δάκτυλα ποδιών: κάλοι. Πόδια από την γραμμή της βερμούδας και κάτω: γεμάτα τσιμπήματα (από την βραδιά που ξέχασα ανοιχτή την σκηνή). Πεπτικό σύστημα: δυσλειτουργία. Λαιμός: στεγνός. Κεφάλι: πόνος με υποψία ελαφριού πυρετού. Τσεκ στις αποσκευές. Ρούχα: όλα άπλυτα. Κάλτσες: όλες άπλυτες.
Τι θα έπρεπε να κάνω; Να δω ένα γιατρό. H μη σωστή απορρόφηση των φαγητών για μια εβδομάδα με είχε αδυνατίσει και είχα άλλη μια εβδομάδα ταξίδι. Τι έκανα; Αγόρασα καραμέλες για τον λαιμό και βιταμίνες.
Βγήκα σε αναζήτηση καθαριστηρίου ρούχων. Λίγο με το google maps, λίγο ρωτώντας, βρήκα μια καλή κυρία στο Lavamatic που τα έπλυνε και τα στέγνωσε καθώς εγώ πήγα για μεσημεριανό στο συνηθισμένο κοτοπουλάδικο. Τέλεια δουλειά και χωρισμένα σε σακουλίτσες.
Ήθελα να δω κάτι που δεν θα είχε πολλούς τουρίστες. Αποφάσισα να πάω στο Τιπόν, καμιά 25αριά χιλιόμετρα νότια και από την πλευρά της πόλης που βρισκόμουν. Το Τιπόν είναι αρχαιολογικός χώρος που αποδίδεται στον πατέρα του Πατσακούτι, τον Βιρακότσα Ίνκα (όνομα ίδιο με τον θεό Βιρακοτσα), και περιέχει εξελιγμένο σύστημα καλλιέργειας και άρδευσης.
Πήρα ένα ταξί και του είπα ότι θέλω να πάω στο Τιπόν.
“Στο χωριό;”
“Όχι, πάρκο αρχαιολότζικο”, του απαντάω.
Με κοιτάει καλά και ξεκινάει. Κατά διαστήματα μονολογεί: “πάρκο αρχαιολότζικο”. Μετά αρχίζει και κάνει κάτι ήχους σαν πίθηκος, και να κουνάει τα χέρια και να γελάει. “Αρχαιολότζικο!”. “Ναι!” του λέω. Πέσαμε σε πυροβολημένο.
Κάποια στιγμή, αφού περάσαμε το χωριό, σταματάει στο σημείο που αρχίζει ένας χωματόδρομος. “Εδώ μου λέει είσαι” και μου δείχνει κάτι κλουβιά απέναντι. Κοιτάω την ταμπέλα και λέει: “Ζωολότζικο μούντο ανδίνο” (Ζωωλογικός κήπος, Κόσμος των Άνδεων)
“ Αρχαιολότζικο”, του φωνάζω, “όχι ζωολότζικο!”. Με κοιτάει με απορία λες και δεν καταλαβαίνει την διαφορά.
“Ρούινας”, του λέω, και το μάτι του αστράφτει.
“Α, Τιπόν Ρούινας, ΟΚ, ΟΚ”.
Φτάνουμε τελικά στα αρχαία, που ήταν λίγα μέτρα παραπάνω. Ενώ έβγαζα εισιτήριο (που ήταν συνδυαστικό με την Κορικάντσα, τον Ναό του Ήλιου στο Κούσκο, και έκανε 70 σόλες), έβλεπα μερικούς σκόρπιους τουρίστες να φεύγουν. Μπαίνοντας διαπίστωσα ότι ήμουν μόνος μου σε όλο των αρχαιολογικό χώρο. Στα θετικά ήταν το μέγεθος και η πολύ καλή κατάσταση που βρίσκονται οι αναβαθμίδες και το κανάλι νερού, το οποίο ακόμα λειτουργεί. Το αρνητικό ήταν το σχήμα των αναβαθμίδων που ήταν ένα βαρετό ορθογώνιο. Ανέβηκα ένα από τα παλιά μονοπάτια των Ίνκα σε ένα ανεμοδαρμένο ύψωμα και έκατσα να χαζέψω. Στην άλλη πλευρά υπήρχε ένα συγκρότημα από αρχαία κτήρια, με δομή αλλά όχι και ποιότητα συγκρίσιμη με αυτών του Μάτσου Πίτσου. Διαπίστωσα ότι είχα πυρετό και κρυάδες.
Επέστρεψα στο χωριό περπατώντας και παρατηρώντας ντόπιους να δουλεύουν ακόμα στα χωράφια ή στα μπακάλικα, ενώ ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει. Περίμενα στην στάση όπου διάβασα ότι περνάει λεωφορείο για το Κούσκο και ευτυχώς πολύ σύντομα αυτό εμφανίστηκε. Η διαδρομή, που την έκανα 40 λεπτά με τον ταξιτζή, πήρε τώρα μιάμιση ώρα. Οι στάσεις ήταν κυριολεκτικά κάθε 20 μέτρα και μερικοί μπαίνανε ακόμα και εν κινήσει, με τον πονοκέφαλο μου να μεγαλώνει. Κάποια στιγμή έγινε το αδιαχώρητο, αλλά το φολκλόρ χρώμα του κόσμου με έκανε να το δέχομαι με υπομονή.
Στο Κούσκο, πήρα δυνάμεις πίνοντας ζεστό ρόφημα στο La Valeriana που είχε γίνει στέκι, και, όταν ήρθε η ώρα, συνάντησα τις κοπέλες στο Centro Qosqo de Arte Nativo για να δούμε παραδοσιακούς χορούς του Κούσκο. Πρόταση της Μπάρμπαρα. Δεν ήταν κακή. Μεγάλη ορχήστρα με κιθάρες τσαράγκο, φλογέρες κένια, σύριγγες, ακορντεόν κτλ. Ποικιλία χορών. Όμορφες χορεύτριες στροβιλίζονταν σηκώνοντας ψηλά τις κλαρωτές φούστες, και άλλοτε σκύβανε με άντρες ντυμένους κόνδορες να κάνουνε γύρους από πάνω. Στο τέλος έπαιξαν και την ρομαντική μαρινέρα κουσκιένια η οποία ενθουσίασε τους ντόπιους. Ένας ένας δειλά άρχισαν να σηκώνονται και έτσι, γέμισε η σκηνή με καλοντυμένους ανέμελους χορευτές.
Η βραδιά κατέληξε στο Republica de Pisco, το παράδεισο των κοκτέιλ, και της Άλισον. Ήπιαμε ένα κοκτέιλ με όλα τα χρώματα της σημαίας του Κούσκο, της σημαίας του ουράνιου τόξου. Χάρηκα πολύ που είδα τις κοπέλες, αλλά εξήγησα ότι δεν ήμουν και για δεύτερο ποτό και έτσι δώσαμε ραντεβού για την επόμενη όπου ήταν η σειρά μου να προτείνω δραστηριότητα. Πρώτα ο Βιρακότσα.
Τιπόν:



Επιστροφή με το λεωφορείο, το οποίο αρχίζει σιγά, σιγά να φορτώνει
Ο χορός με τους κόνδορες, μαστίγια κτλ.
Κούσκο
Ξύπνησα στις ...αργάμιση. Τσεκ σωματικής κατάστασης. Δάκτυλα ποδιών: κάλοι. Πόδια από την γραμμή της βερμούδας και κάτω: γεμάτα τσιμπήματα (από την βραδιά που ξέχασα ανοιχτή την σκηνή). Πεπτικό σύστημα: δυσλειτουργία. Λαιμός: στεγνός. Κεφάλι: πόνος με υποψία ελαφριού πυρετού. Τσεκ στις αποσκευές. Ρούχα: όλα άπλυτα. Κάλτσες: όλες άπλυτες.
Τι θα έπρεπε να κάνω; Να δω ένα γιατρό. H μη σωστή απορρόφηση των φαγητών για μια εβδομάδα με είχε αδυνατίσει και είχα άλλη μια εβδομάδα ταξίδι. Τι έκανα; Αγόρασα καραμέλες για τον λαιμό και βιταμίνες.
Βγήκα σε αναζήτηση καθαριστηρίου ρούχων. Λίγο με το google maps, λίγο ρωτώντας, βρήκα μια καλή κυρία στο Lavamatic που τα έπλυνε και τα στέγνωσε καθώς εγώ πήγα για μεσημεριανό στο συνηθισμένο κοτοπουλάδικο. Τέλεια δουλειά και χωρισμένα σε σακουλίτσες.
Ήθελα να δω κάτι που δεν θα είχε πολλούς τουρίστες. Αποφάσισα να πάω στο Τιπόν, καμιά 25αριά χιλιόμετρα νότια και από την πλευρά της πόλης που βρισκόμουν. Το Τιπόν είναι αρχαιολογικός χώρος που αποδίδεται στον πατέρα του Πατσακούτι, τον Βιρακότσα Ίνκα (όνομα ίδιο με τον θεό Βιρακοτσα), και περιέχει εξελιγμένο σύστημα καλλιέργειας και άρδευσης.
Πήρα ένα ταξί και του είπα ότι θέλω να πάω στο Τιπόν.
“Στο χωριό;”
“Όχι, πάρκο αρχαιολότζικο”, του απαντάω.
Με κοιτάει καλά και ξεκινάει. Κατά διαστήματα μονολογεί: “πάρκο αρχαιολότζικο”. Μετά αρχίζει και κάνει κάτι ήχους σαν πίθηκος, και να κουνάει τα χέρια και να γελάει. “Αρχαιολότζικο!”. “Ναι!” του λέω. Πέσαμε σε πυροβολημένο.
Κάποια στιγμή, αφού περάσαμε το χωριό, σταματάει στο σημείο που αρχίζει ένας χωματόδρομος. “Εδώ μου λέει είσαι” και μου δείχνει κάτι κλουβιά απέναντι. Κοιτάω την ταμπέλα και λέει: “Ζωολότζικο μούντο ανδίνο” (Ζωωλογικός κήπος, Κόσμος των Άνδεων)
“ Αρχαιολότζικο”, του φωνάζω, “όχι ζωολότζικο!”. Με κοιτάει με απορία λες και δεν καταλαβαίνει την διαφορά.
“Ρούινας”, του λέω, και το μάτι του αστράφτει.
“Α, Τιπόν Ρούινας, ΟΚ, ΟΚ”.
Φτάνουμε τελικά στα αρχαία, που ήταν λίγα μέτρα παραπάνω. Ενώ έβγαζα εισιτήριο (που ήταν συνδυαστικό με την Κορικάντσα, τον Ναό του Ήλιου στο Κούσκο, και έκανε 70 σόλες), έβλεπα μερικούς σκόρπιους τουρίστες να φεύγουν. Μπαίνοντας διαπίστωσα ότι ήμουν μόνος μου σε όλο των αρχαιολογικό χώρο. Στα θετικά ήταν το μέγεθος και η πολύ καλή κατάσταση που βρίσκονται οι αναβαθμίδες και το κανάλι νερού, το οποίο ακόμα λειτουργεί. Το αρνητικό ήταν το σχήμα των αναβαθμίδων που ήταν ένα βαρετό ορθογώνιο. Ανέβηκα ένα από τα παλιά μονοπάτια των Ίνκα σε ένα ανεμοδαρμένο ύψωμα και έκατσα να χαζέψω. Στην άλλη πλευρά υπήρχε ένα συγκρότημα από αρχαία κτήρια, με δομή αλλά όχι και ποιότητα συγκρίσιμη με αυτών του Μάτσου Πίτσου. Διαπίστωσα ότι είχα πυρετό και κρυάδες.
Επέστρεψα στο χωριό περπατώντας και παρατηρώντας ντόπιους να δουλεύουν ακόμα στα χωράφια ή στα μπακάλικα, ενώ ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει. Περίμενα στην στάση όπου διάβασα ότι περνάει λεωφορείο για το Κούσκο και ευτυχώς πολύ σύντομα αυτό εμφανίστηκε. Η διαδρομή, που την έκανα 40 λεπτά με τον ταξιτζή, πήρε τώρα μιάμιση ώρα. Οι στάσεις ήταν κυριολεκτικά κάθε 20 μέτρα και μερικοί μπαίνανε ακόμα και εν κινήσει, με τον πονοκέφαλο μου να μεγαλώνει. Κάποια στιγμή έγινε το αδιαχώρητο, αλλά το φολκλόρ χρώμα του κόσμου με έκανε να το δέχομαι με υπομονή.
Στο Κούσκο, πήρα δυνάμεις πίνοντας ζεστό ρόφημα στο La Valeriana που είχε γίνει στέκι, και, όταν ήρθε η ώρα, συνάντησα τις κοπέλες στο Centro Qosqo de Arte Nativo για να δούμε παραδοσιακούς χορούς του Κούσκο. Πρόταση της Μπάρμπαρα. Δεν ήταν κακή. Μεγάλη ορχήστρα με κιθάρες τσαράγκο, φλογέρες κένια, σύριγγες, ακορντεόν κτλ. Ποικιλία χορών. Όμορφες χορεύτριες στροβιλίζονταν σηκώνοντας ψηλά τις κλαρωτές φούστες, και άλλοτε σκύβανε με άντρες ντυμένους κόνδορες να κάνουνε γύρους από πάνω. Στο τέλος έπαιξαν και την ρομαντική μαρινέρα κουσκιένια η οποία ενθουσίασε τους ντόπιους. Ένας ένας δειλά άρχισαν να σηκώνονται και έτσι, γέμισε η σκηνή με καλοντυμένους ανέμελους χορευτές.
Η βραδιά κατέληξε στο Republica de Pisco, το παράδεισο των κοκτέιλ, και της Άλισον. Ήπιαμε ένα κοκτέιλ με όλα τα χρώματα της σημαίας του Κούσκο, της σημαίας του ουράνιου τόξου. Χάρηκα πολύ που είδα τις κοπέλες, αλλά εξήγησα ότι δεν ήμουν και για δεύτερο ποτό και έτσι δώσαμε ραντεβού για την επόμενη όπου ήταν η σειρά μου να προτείνω δραστηριότητα. Πρώτα ο Βιρακότσα.
Τιπόν:



Επιστροφή με το λεωφορείο, το οποίο αρχίζει σιγά, σιγά να φορτώνει
Ο χορός με τους κόνδορες, μαστίγια κτλ.

Το κοκτέιλ με όλα τα χρώματα (σχεδόν) της σημαίας του Κούσκο
Last edited by a moderator: