interted
Member
- Μηνύματα
- 1.355
- Likes
- 8.207
- Επόμενο Ταξίδι
- ?
- Ταξίδι-Όνειρο
- Ράφτινγκ στον Ουρουμπάμπα
Κάπου στις Άνδεις
4:30 στρατιωτικό εγερτήριο. Με την κυρά του ξενοδοχείου κανονίσαμε να φυλάξει το κύριο σακίδιο πλάτης μου, ενώ μετέφερα τα χρήσιμα αντικείμενα για το πολυήμερο περπάτημα (τρεκ) στον σάκο τύπου λουκάνικο της εταιρίας. Ο σάκος θα φορτωνόταν σε μουλάρια, τα οποία θα κουβαλούσαν επίσης νερό και φαγητό. Τέλος, έκανα κράτηση του ίδιου δωματίου-κελεπουριού, στην ίδια τιμή, για όταν γυρίσω. Ο Σαμ με παρέλαβε με το βανάκι της εταιρίας και μετά από 2,5 ώρες οδήγηση βρισκόμασταν σε ένα μικρό χωριουδάκι, τη Μογεπάτα, και τρώγαμε πρωινό.
Το τρεκ μας δεν ήταν το κλασικό που ακολουθεί τον δρόμο τον Ίνκα, μέσα από την ιερή κοιλάδα του ποταμού Ουρουμπάμπα. Οι άδειες που δίνονται γι’ αυτό είχαν εξαντληθεί ήδη όταν αρχίσαμε να το ψάχνουμε, 4 μήνες πριν. Αντιθέτως θα φτάναμε στο Μάτσου Πίτσου από την “πίσω πόρτα”, την πιο δυσπρόσιτη, διασχίζοντας την Κορδιλιέρα Βιλκαμπάμπα περνώντας δίπλα από την ψηλότερη κορυφή (6.271 μ.), το Σαλκαντάι.
Τα κορίτσια καταβροχθίσανε το πρωινό και πιάσαν την κουβέντα. Η μια δυάδα Καναδών ήταν από μια μικρή πόλη της επαρχίας Μανιτόμπα. Η Σάρα συστήθηκε ως μηχανικός γεφυρών τις οποίες σχεδίαζε στο Κάλγκαρι, και η Χίλαρι συστήθηκε ως ...μελόνυμφη. Αυτές οι δύο ήταν οι πιο φιτ της παρέας. Η άλλη δυάδα Καναδών ήταν από το Βανκούβερ, η Κριστίνα και η Τζένιφερ. Η πρώτη ακτινολόγος και η δεύτερη ρεσεψιονίστ σε οδοντιατρείο. Παρότι έχω γνωρίσει μικρό δείγμα Καναδών, <10 ατόμα, θα πω ότι αυτοί οι άνθρωποι μου βγάζουν μια θετική αύρα. Η πέμπτη της παρέας ήταν η Γερμανίδα Ρ.. Αυτή είχε παρατήσει την δουλειά της σε γνωστή αυτοκινητοβιομηχανία και γύριζε την Λατινική Αμερική μόνη της για ένα χρόνο. Θαυμάσια.
Στην παρέα είχε προστεθεί και ένας “υπαρχηγός”, ο Έντουιν από το χωριό Κιγιαμπάμπα, ο οποίος σύμφωνα με τον Σαμ ήταν μαθητευόμενος οδηγός αποστολής. Λιγομίλητος ο Έντουιν, το άλλο άκρο του Σαμ, φρόντιζε τους πάντες και γρήγορα κέρδισε την συμπάθεια όλων μας. Η αποστολή είχε επίσης τον κάπως ευτραφή μάγειρα και την πιτσιρίκα βοηθό του, που ήταν επίσης και γυναίκα του. Και βέβαια τους οδηγούς των μουλαριών.
Μετά το πρωινό μπήκαμε πάλι στο βανάκι και συνεχίσαμε όσο μπορούσαμε στον λασπωμένο χωματόδρομο δίπλα σε χαράδρες, τρομάζοντας όταν συναντούσαμε κάποιο άλλο αμάξι. Σταματήσαμε σε ένα πλάτωμα, φορτώσαμε τα μουλάρια και πιάσαμε ένα στενό μονοπάτι μέσα σε πυκνή ομίχλη. Ο Σαμ μας σταμάτησε σε ένα σημείο που, αν δεν είχε ομίχλη, θα φαίνονταν στο βάθος η οροσειρά. Μας έκανε ένα “κήρυγμα” για την θρησκεία των Κέτσουα, της εθνοτικής-γλωσσικής κοινότητας που ανήκε.
“Εμείς οι Κέτσουα έχουμε αυτά τα βουνά για θεούς μας. Στο περπάτημα θα κάνουμε συχνά προσφορές στην Πατσαμάμα, την Μητέρα του Κόσμου, και μασάμε φύλα κόκας για να παίρνουμε δύναμη. Σας συστήνω να κάνετε το ίδιο.”
Δεν ήμουν ακόμα σίγουρος αν ο Σαμ τα έλεγε όλα αυτά για να μας εντυπωσιάσει, ή γιατί πίστευε πραγματικά στην Πατσαμάμα.
Η διαδρομή 7 χιλιομέτρων ήταν σχετικά εύκολη και το μεσημέρι είχαμε φτάσει στο πρώτο κάμπινγκ, την Σοραϊπάμπα. Πρόκειται για μικρό οροπέδιο στα 3800 μέτρα. Καθώς η ομίχλη καθάριζε βλέπαμε γύρω μας ένα τοίχο από βουνά. Τα “δωμάτιά” μας ήταν σκηνές καλυμμένες με σκεπές από άχυρο. Ο Σαμ μας έδειξε αποδοκιμαστικά στην απέναντι πλαγιά κατασκευές που έμοιαζαν με κυψέλες.
“Αυτοί οι θόλοι είναι δωμάτια πολυτελείας που προσφέρουν οι άλλες εταιρίες. Εμείς πιστεύουμε στην απλότητα και μη παρεμβατικότητα στην φύση, που υπαγορεύει η λογική των Κέτσουα”
(Τώρα βέβαια, 3 χρόνια μετά, βλέπω στο internet ότι η ίδια εταιρία προσφέρει και αυτή την επιλογή πολυτελείας. Ο Σαμ βέβαια, για να μην τον αδικούμε, έχει κάνει την δικιά του εταιρία.).
Ο μάγειρας μας είχε ετοιμάσει ένα σωρό λιχουδιές, τις οποίες δυστυχώς δεν μπορούσα να γευτώ λόγω του προβλήματος μου, το οποίο παρέμενε. Λευκό ρύζι και άγιος ο Βιρακότσα. Για το κλου της μέρας ο Σαμ μας είχε ετοιμάσει μια μικρή ανάβαση σε μια σάρα, δηλαδή μια κακοτράχαλη πλαγιά, στην κορυφή της οποίας υπήρχε μια πανέμορφη λιμνούλα. Πράσινα νερά και από πάνω παγετώνες. Μαγεία!
Το βράδυ καταλάβαμε πολύ καλά τι θα πει να κατασκηνώνεις στα 3800 μέτρα. Παρά την αχυρένια σκεπή, το κρύο σου τρυπούσε τα κόκκαλα. Φόρεσα ότι είχα και δεν είχα και προσπάθησα να ξεχάσω που βρίσκομαι και να φανταστώ μια τροπική παραλία. Δεν δούλεψε και τόσο.
Την επόμενη μέρα ξεκινήσαμε νωρίς γιατί μας περίμενε γερή ανηφόρα και απρόβλεπτες καιρικές συνθήκες. Το φιδογυριστό μονοπάτι ανεβαίνει το στενό άνοιγμα ανάμεσα σε δύο γίγαντες ύψους 6 χιλιομέτρων. Ο Έντουιν καθόταν πίσω και έκανε παρέα στους βραδύνοντες, κυρίως εμένα και την Τζένιφερ. Οι ορατοί παγετώνες δίνανε το νερό τους σε δροσερά ρυάκια. Τα κορίτσια είχαν σταματήσει την κουβέντα και συγκεντρωθεί στην ανάβαση.
Λίγο πριν το μεσημέρι φτάσαμε στο ψηλότερο σημείο του περάσματος, 4600 μέτρα. Βρισκόμασταν δηλαδή σε ύψος μία και μισή φορά τον Όλυμπο. Βέβαια δεν ήμασταν μόνοι μας, αφού αρκετά γκρουπ ξεκουράζονταν και βγάζαν φωτό καμαρώνοντας δίπλα σε σχετική πινακίδα. Ο Σαμ μας έδειξε ένα τελετουργικό:
“Πάρτε από ένα φύλο κόκας και κρύψτε το κάτω από κάποιον βράχο. Και κάντε μια ευχή. Είναι η προσφορά σας στην Πατσαμάμα.”
Έτσι και κάναμε. Μάλιστα ορισμένοι που αισθανόμασταν πιο καταβεβλημένοι μασήσαμε μερικά από τα φύλλα. Δεν θυμάμαι τι ευχή έκανα, ίσως να μου κάτσει η Γερμανίδα. Ήταν ώρα για το μακρύ κατέβασμα στην ζούγκλα. Οι πρώτες σταγόνες βροχής άρχισαν να πέφτουν.
Η πρωινή ομίχλη κάλυπτε σε μυστήριο την οροσειρά Βιλκαπάμπα.
Από το σημείο παρατήρησης, λίγα πράγματα ήταν ορατά.
Γρήγορα φτάσαμε στο σημείο κατασκήνωσης, όπου δεν είμασταν μόνοι:
Τα βουνά άρχισαν να αποκαλύπτονται, λίγο πριν πέσει το σκοτάδι.
Η ορεινή λιμνούλα.
Το άλλο πρωί μας περίμενε μακρύ μονοπάτι.
Η ομάδα μας οργανώνεται:
Το πέρασμα ανάμεσα από τις δύο κορυφές άρχισε να στενεύει.
Σύντομα ο δρόμος, για μουλάρια και ανθρώπους, έγινε ανηφορικός.
Το θέαμα ήταν τέτοιο που δεν μετρούσε η κούραση:
Τα μουλάρια και οι οδηγοί τους ακολουθούσαν πιστά. Οι αφανείς ήρωες.
Ομαδική φωτογράφιση αφού ο Σαμ μας εξήγησε τον τρόπο τον ινδιάνων Κέτσουα.
4:30 στρατιωτικό εγερτήριο. Με την κυρά του ξενοδοχείου κανονίσαμε να φυλάξει το κύριο σακίδιο πλάτης μου, ενώ μετέφερα τα χρήσιμα αντικείμενα για το πολυήμερο περπάτημα (τρεκ) στον σάκο τύπου λουκάνικο της εταιρίας. Ο σάκος θα φορτωνόταν σε μουλάρια, τα οποία θα κουβαλούσαν επίσης νερό και φαγητό. Τέλος, έκανα κράτηση του ίδιου δωματίου-κελεπουριού, στην ίδια τιμή, για όταν γυρίσω. Ο Σαμ με παρέλαβε με το βανάκι της εταιρίας και μετά από 2,5 ώρες οδήγηση βρισκόμασταν σε ένα μικρό χωριουδάκι, τη Μογεπάτα, και τρώγαμε πρωινό.
Το τρεκ μας δεν ήταν το κλασικό που ακολουθεί τον δρόμο τον Ίνκα, μέσα από την ιερή κοιλάδα του ποταμού Ουρουμπάμπα. Οι άδειες που δίνονται γι’ αυτό είχαν εξαντληθεί ήδη όταν αρχίσαμε να το ψάχνουμε, 4 μήνες πριν. Αντιθέτως θα φτάναμε στο Μάτσου Πίτσου από την “πίσω πόρτα”, την πιο δυσπρόσιτη, διασχίζοντας την Κορδιλιέρα Βιλκαμπάμπα περνώντας δίπλα από την ψηλότερη κορυφή (6.271 μ.), το Σαλκαντάι.
Τα κορίτσια καταβροχθίσανε το πρωινό και πιάσαν την κουβέντα. Η μια δυάδα Καναδών ήταν από μια μικρή πόλη της επαρχίας Μανιτόμπα. Η Σάρα συστήθηκε ως μηχανικός γεφυρών τις οποίες σχεδίαζε στο Κάλγκαρι, και η Χίλαρι συστήθηκε ως ...μελόνυμφη. Αυτές οι δύο ήταν οι πιο φιτ της παρέας. Η άλλη δυάδα Καναδών ήταν από το Βανκούβερ, η Κριστίνα και η Τζένιφερ. Η πρώτη ακτινολόγος και η δεύτερη ρεσεψιονίστ σε οδοντιατρείο. Παρότι έχω γνωρίσει μικρό δείγμα Καναδών, <10 ατόμα, θα πω ότι αυτοί οι άνθρωποι μου βγάζουν μια θετική αύρα. Η πέμπτη της παρέας ήταν η Γερμανίδα Ρ.. Αυτή είχε παρατήσει την δουλειά της σε γνωστή αυτοκινητοβιομηχανία και γύριζε την Λατινική Αμερική μόνη της για ένα χρόνο. Θαυμάσια.
Στην παρέα είχε προστεθεί και ένας “υπαρχηγός”, ο Έντουιν από το χωριό Κιγιαμπάμπα, ο οποίος σύμφωνα με τον Σαμ ήταν μαθητευόμενος οδηγός αποστολής. Λιγομίλητος ο Έντουιν, το άλλο άκρο του Σαμ, φρόντιζε τους πάντες και γρήγορα κέρδισε την συμπάθεια όλων μας. Η αποστολή είχε επίσης τον κάπως ευτραφή μάγειρα και την πιτσιρίκα βοηθό του, που ήταν επίσης και γυναίκα του. Και βέβαια τους οδηγούς των μουλαριών.
Μετά το πρωινό μπήκαμε πάλι στο βανάκι και συνεχίσαμε όσο μπορούσαμε στον λασπωμένο χωματόδρομο δίπλα σε χαράδρες, τρομάζοντας όταν συναντούσαμε κάποιο άλλο αμάξι. Σταματήσαμε σε ένα πλάτωμα, φορτώσαμε τα μουλάρια και πιάσαμε ένα στενό μονοπάτι μέσα σε πυκνή ομίχλη. Ο Σαμ μας σταμάτησε σε ένα σημείο που, αν δεν είχε ομίχλη, θα φαίνονταν στο βάθος η οροσειρά. Μας έκανε ένα “κήρυγμα” για την θρησκεία των Κέτσουα, της εθνοτικής-γλωσσικής κοινότητας που ανήκε.
“Εμείς οι Κέτσουα έχουμε αυτά τα βουνά για θεούς μας. Στο περπάτημα θα κάνουμε συχνά προσφορές στην Πατσαμάμα, την Μητέρα του Κόσμου, και μασάμε φύλα κόκας για να παίρνουμε δύναμη. Σας συστήνω να κάνετε το ίδιο.”
Δεν ήμουν ακόμα σίγουρος αν ο Σαμ τα έλεγε όλα αυτά για να μας εντυπωσιάσει, ή γιατί πίστευε πραγματικά στην Πατσαμάμα.
Η διαδρομή 7 χιλιομέτρων ήταν σχετικά εύκολη και το μεσημέρι είχαμε φτάσει στο πρώτο κάμπινγκ, την Σοραϊπάμπα. Πρόκειται για μικρό οροπέδιο στα 3800 μέτρα. Καθώς η ομίχλη καθάριζε βλέπαμε γύρω μας ένα τοίχο από βουνά. Τα “δωμάτιά” μας ήταν σκηνές καλυμμένες με σκεπές από άχυρο. Ο Σαμ μας έδειξε αποδοκιμαστικά στην απέναντι πλαγιά κατασκευές που έμοιαζαν με κυψέλες.
“Αυτοί οι θόλοι είναι δωμάτια πολυτελείας που προσφέρουν οι άλλες εταιρίες. Εμείς πιστεύουμε στην απλότητα και μη παρεμβατικότητα στην φύση, που υπαγορεύει η λογική των Κέτσουα”
(Τώρα βέβαια, 3 χρόνια μετά, βλέπω στο internet ότι η ίδια εταιρία προσφέρει και αυτή την επιλογή πολυτελείας. Ο Σαμ βέβαια, για να μην τον αδικούμε, έχει κάνει την δικιά του εταιρία.).
Ο μάγειρας μας είχε ετοιμάσει ένα σωρό λιχουδιές, τις οποίες δυστυχώς δεν μπορούσα να γευτώ λόγω του προβλήματος μου, το οποίο παρέμενε. Λευκό ρύζι και άγιος ο Βιρακότσα. Για το κλου της μέρας ο Σαμ μας είχε ετοιμάσει μια μικρή ανάβαση σε μια σάρα, δηλαδή μια κακοτράχαλη πλαγιά, στην κορυφή της οποίας υπήρχε μια πανέμορφη λιμνούλα. Πράσινα νερά και από πάνω παγετώνες. Μαγεία!
Το βράδυ καταλάβαμε πολύ καλά τι θα πει να κατασκηνώνεις στα 3800 μέτρα. Παρά την αχυρένια σκεπή, το κρύο σου τρυπούσε τα κόκκαλα. Φόρεσα ότι είχα και δεν είχα και προσπάθησα να ξεχάσω που βρίσκομαι και να φανταστώ μια τροπική παραλία. Δεν δούλεψε και τόσο.
Την επόμενη μέρα ξεκινήσαμε νωρίς γιατί μας περίμενε γερή ανηφόρα και απρόβλεπτες καιρικές συνθήκες. Το φιδογυριστό μονοπάτι ανεβαίνει το στενό άνοιγμα ανάμεσα σε δύο γίγαντες ύψους 6 χιλιομέτρων. Ο Έντουιν καθόταν πίσω και έκανε παρέα στους βραδύνοντες, κυρίως εμένα και την Τζένιφερ. Οι ορατοί παγετώνες δίνανε το νερό τους σε δροσερά ρυάκια. Τα κορίτσια είχαν σταματήσει την κουβέντα και συγκεντρωθεί στην ανάβαση.
Λίγο πριν το μεσημέρι φτάσαμε στο ψηλότερο σημείο του περάσματος, 4600 μέτρα. Βρισκόμασταν δηλαδή σε ύψος μία και μισή φορά τον Όλυμπο. Βέβαια δεν ήμασταν μόνοι μας, αφού αρκετά γκρουπ ξεκουράζονταν και βγάζαν φωτό καμαρώνοντας δίπλα σε σχετική πινακίδα. Ο Σαμ μας έδειξε ένα τελετουργικό:
“Πάρτε από ένα φύλο κόκας και κρύψτε το κάτω από κάποιον βράχο. Και κάντε μια ευχή. Είναι η προσφορά σας στην Πατσαμάμα.”
Έτσι και κάναμε. Μάλιστα ορισμένοι που αισθανόμασταν πιο καταβεβλημένοι μασήσαμε μερικά από τα φύλλα. Δεν θυμάμαι τι ευχή έκανα, ίσως να μου κάτσει η Γερμανίδα. Ήταν ώρα για το μακρύ κατέβασμα στην ζούγκλα. Οι πρώτες σταγόνες βροχής άρχισαν να πέφτουν.

Η πρωινή ομίχλη κάλυπτε σε μυστήριο την οροσειρά Βιλκαπάμπα.

Από το σημείο παρατήρησης, λίγα πράγματα ήταν ορατά.
Γρήγορα φτάσαμε στο σημείο κατασκήνωσης, όπου δεν είμασταν μόνοι:

Τα βουνά άρχισαν να αποκαλύπτονται, λίγο πριν πέσει το σκοτάδι.

Η ορεινή λιμνούλα.

Το άλλο πρωί μας περίμενε μακρύ μονοπάτι.
Η ομάδα μας οργανώνεται:

Το πέρασμα ανάμεσα από τις δύο κορυφές άρχισε να στενεύει.

Σύντομα ο δρόμος, για μουλάρια και ανθρώπους, έγινε ανηφορικός.
Το θέαμα ήταν τέτοιο που δεν μετρούσε η κούραση:



Τα μουλάρια και οι οδηγοί τους ακολουθούσαν πιστά. Οι αφανείς ήρωες.

Ομαδική φωτογράφιση αφού ο Σαμ μας εξήγησε τον τρόπο τον ινδιάνων Κέτσουα.
Last edited by a moderator: