Klair
Member
- Μηνύματα
- 2.503
- Likes
- 31.411
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Το Κυριακάτικο μεσημέρι της 31ης Ιουλίου, μας βρήκε να οδηγούμε στις πεδιάδες της Νότιας Ιταλίας, στην άλλοτε φημισμένη Μεγάλη Ελλάδα, στον δρόμο που περνάει ανάμεσα από απέραντες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, αγροκτήματα, ελαιόδενδρα, αμπέλια και χωριά πάνω σε κατάφυτους λόφους.
Κάθε τόσο τραβούσαν την προσοχή μας ένα ή δύο μαζί παράξενα κτίσματα, λευκά, πέτρινα, με κωνικές στέγες από πέτρες τοποθετημένες κυκλικά, οι οποίες στο τέλος της οροφής κατέληγαν σε κώνο. Οι περιβόητοι τρούλοι άρχισαν αραιά προς το παρόν, να ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια μας, εντείνοντας ακόμα περισσότερο την ανυπομονησία μας να φτάσουμε στο χωριό. Όσο πλησιάζαμε τόσο περισσότερο αισθητή γινόταν η παρουσία τους.
Ο κεντρικός δρόμος, στον οποίο μπήκαμε μετά από λίγη ώρα χωρίζει το χωριό σε δύο πλευρές. Από τη μια πλευρά, προς τον νότο, απλώνεται το πιο πολυσύχναστο κομμάτι του Alberobello, με μικρά ανηφορικά δρομάκια που διακλαδώνονται μεταξύ των τρούλων, με μαγαζάκια αναμνηστικών και είδη δώρων. Απέναντι, ανατολικά, εκτείνεται η λιγότερο εμπορική συνοικία, η οποία είναι πιο παραδοσιακή και πολλοί από τους τρούλους χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα για κατοικίες.
Οι τρούλοι των οποίων το όνομα προέρχεται από τη Βυζαντινή λέξη turris ή κατά άλλους από την Ελληνική λέξη θόλος (τρούλος), δεν ήταν απλώς δημιουργήματα της φαντασίας των κατοίκων της περιοχής. Η κατασκευή τους συνδέεται με το διάταγμα του Βασιλείου της Νάπολη κατά τον 15ο αι.
Κατασκευάζονταν χωρίς κονίαμα και χρησίμευαν σαν αποθήκες ή προσωρινά καταφύγια των αγροτών, αλλά και μόνιμες κατοικίες μερικών μικροϊδιοκτητών γης. Οι χωρικοί όμως στερούνταν οποιουδήποτε πολιτικού και ιδιοκτησιακού προνομίου και δικαιώματος καθώς ευνοούνταν ως προς τη σοδειά, αφού μόνο ένα πολύ μικρό μέρος αυτής αποδιδόταν ως φόρος στο Βασίλειο. Αυτό λοιπόν σήμαινε ότι τα καταλύματά τους έπρεπε να μην είναι μόνιμα και απαγορευόταν με διάταγμα η οποιαδήποτε σταθερή κατοικία.
Τον 17ο αι. ένας από τους Κόμητες που κυβερνούσαν την περιοχή, στο όνομα του βασιλιά της Ισπανίας είχε την ιδέα αυτού του ιδιαίτερου τρόπου κατασκευής των κατοικιών, ώστε να προστατεύονται οι αγρότες από τις αντίξοες συνθήκες του χειμώνα ή τις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού. Έτσι σε περίπτωση αιφνίδιου ελέγχου του Ισπανού μονάρχη γκρέμιζαν σε πολύ λίγο χρόνο τους τρούλους, γλιτώνοντας τις συνέπειες του νόμου.
Ο δρόμος εισόδου στο χωριό.
Από εδώ ξεκινήσαμε την περιπλάνησή μας στο Alberobello, γνωστό και με το όνομα "η πρωτεύουσα των τρούλων". Όλο το χωριό μοιάζει σαν σκηνικό παραμυθιού ή μάλλον καλύτερα σαν παραμυθένιο χωριό, ενώ στρίβοντας σε κάθε δρομάκι του νομίζεις ότι από την επόμενη στροφή θα πεταχτεί κάποια φιγούρα παιδικού ήρωα. Με δυσκολία πιστεύεις ότι σε αυτά τα σπίτια μπορεί να κατοικούν άνθρωποι σε κανονικό μέγεθος και όχι χαρακτήρες παιδικών παραμυθιών. Μόλις όμως κοιτάξεις στο εσωτερικό αυτών των κτισμάτων, γρήγορα αντιλαμβάνεσαι την έξυπνη εργονομία του χώρου και την άνεση που προσφέρει όλο αυτό το ύψος της οροφής. Ο οικισμός εξακολουθεί να διατηρεί την ομορφιά και την ιδιαιτερότητά του, παρά τον αδιάκοπο συνωστισμό των τουριστών, που τον κατακλύζουν όλες τις εποχές του χρόνου.
Η εκκλησία του Αγίου Αντωνίου χτισμένη με την ίδια τεχνική των τρούλων πάνω στον λόφο.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα σύμβολα που είναι ζωγραφισμένα πάνω στις πέτρες των τρούλων, καθώς παραπέμπουν σε εποχές κατά τις οποίες οι χωρικοί έκαναν έκκληση για μεταφυσική βοήθεια και προστασία από το κακό μάτι, ζωγραφίζοντας με κιμωλία, μαγικά, παγανιστικά σύμβολα. Πρωτόγνωρα σχέδια συμβολίζουν την πνευματικότητα, την ενέργεια, την ενότητα και τη δύναμη. Σύμβολα του Ήλιου και των Πλανητών, του Δία, του Άρη, του Ποσειδώνα και της Αφροδίτης, του ζωδιακού κύκλου αλλά και σύμβολα που αναφέρονται στον Χριστό και την αδελφοσύνη. Ακόμα και η χρήση της κιμωλίας σαν υλικό ήταν εσκεμμένη καθώς συμβόλιζε την κάθαρση.
Είχαμε ολοκληρώσει τη βόλτα μας στο πιο "τουριστικό" κομμάτι του χωριού, είχαμε κάνει και τα ψώνια μας σε σουβενίρ και δωράκια, όταν η ξαφνική μπόρα που ξέσπασε σε χρόνο ρεκόρ, μας ανάγκασε να επιστρέψουμε τρέχοντας στο δημοτικό parking, για να προφυλαχθούμε μέσα στο αυτοκίνητο. Το φαινόμενο κράτησε μισή ώρα περίπου και μετά, σαν να μη συνέβη τίποτα βγήκε ξανά ο ήλιος και εμείς από το αυτοκίνητο, για να ολοκληρώσουμε την ξενάγησή μας στο Alberobello, με τη δεύτερη και πιο παραδοσιακή πλευρά του χωριού. Πράγματι εδώ υπήρχε λιγότερος κόσμος και τα σπίτια φαίνονταν ότι χρησίμευαν για μόνιμες κατοικίες κάποιων ανθρώπων, γιατί είδαμε μπουγάδες απλωμένες στις μικροσκοπικές αυλές και αυτοκίνητα αραγμένα απ' έξω.
Ξύλινη σφαίρα φωτιστικό στα δρομάκια του χωριού. Από τα μικρά κενά που αφήνουν τα μεταξύ τους καρφωμένα σανίδια διαχέεται το φως.
Είχε έρθει η στιγμή να αφήσουμε το Alberobello, το οποίο η Ιταλική κυβέρνηση έχει ανακηρύξει σε Εθνικό Μνημείο, ενώ από το 1996 η πόλη συμπεριλαμβάνεται στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, καθώς θεωρείται "διακεκριμένης παγκοσμίου αξίας", λόγω της προϊστορικής τεχνικής κατασκευής που επιβίωσε ανά τους αιώνες, και όχι απλώς διατηρήθηκε, αλλά συνέχισε να χρησιμεύει μέχρι και σήμερα.
Μια ωριαία διαδρομή μας οδήγησε πίσω, στον επόμενο προορισμό μας για σήμερα, την πόλη Ματέρα. Εδώ θα περνούσαμε το βράδυ μας, στο κατάλυμα Alma Camere, το οποίο βρισκόταν στην καρδιά της ιδιαίτερης όσο και παράξενης αυτής πόλης. Μας υποδέχτηκε ζεστά, μια κομψή Ιταλίδα, η οποία δε μιλούσε Αγγλικά και χρησιμοποιούσε ως διερμηνέα τον αγγλομαθή πιτσιρικά γιο της, ο οποίος μας κατατόπισε πλήρως για τα αξιοθέατα της πόλης και μας εφοδίασε με χάρτες και σημειώσεις για τα πάντα!
Ιδιαίτερη εντύπωση μας προξένησε και το δωμάτιο, το οποίο προφανώς ήταν πρώην sasso (θα εξηγήσω στη συνέχεια τι είναι τα sassi) ήταν φυσικά υπόγειο, με τεχνητό φωτισμό και απίστευτη δροσιά μες το κατακαλόκαιρο.
Αναζωογονηθήκαμε με ένα ωραιότατο μπανάκι και ορμήσαμε να δούμε και από κοντά, το θέαμα που μας συνεπήρε, όταν είδαμε την πόλη από μακριά ανηφορίζοντας τον στενό δρόμο που οδηγεί στο κέντρο της.
Η πρώτη εικόνα ήταν κάτι το τρομακτικό, το πρωτόγνωρο, το εντυπωσιακό και σίγουρα το κινηματογραφικό, καθώς αμέτρητες σκοτεινές τρύπες στον βράχο και σπίτια στο χρώμα του πετρώματος, σε ακανόνιστη διάταξη, το ένα πάνω στο άλλο ή μέσα στο άλλο, σκαρφάλωναν από την άκρη του γκρεμού, πάνω από μια χαράδρα στην οποία έτρεχε ένα ρυάκι, καταλήγοντας στην κορυφή του λόφου.
Η Ματέρα κλείνει στους τοίχους των σπιτιών και των σπηλαίων της την ιστορία ολόκληρης της ανθρώπινης ύπαρξης πάνω στον πλανήτη, αφού τα παλαιότερα ευρήματα φτάνουν πίσω στην Παλαιολιθική Εποχή, σχεδόν 400.0000 χρόνια. Η πόλη κατοικήθηκε από τον 6ο αι. και ήταν τμήμα της Μεγάλης Ελλάδας. Τρεις αιώνες αργότερα οι Ρωμαίοι την οχύρωσαν σε έναν λόφο 400 μέτρων και ακριβώς πάνω από τα τείχη δημιουργήθηκαν δύο συνοικίες σκαμμένες στον μαλακό ασβεστολιθικό βράχο: το Sasso Caveoso και το Sasso Barisano. Το μαλακό έδαφος οδήγησε τους κατοίκους στη δημιουργία αυτού του αξιοθαύμαστου δικτύου, όπου μάζευαν νερό και εξασφάλιζαν την αναγκαία ύδρευση, σε μια περιοχή με παρατεταμένη ανομβρία.
Ταυτόχρονα χρησιμοποιούσαν τις σπηλιές για αποθήκες και στάβλους για τα ζώα τους. Η χρυσή εποχή της πόλης ξεκίνησε το 1663 όταν ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα της Επαρχίας Μπαζιλικάτα και τελείωσε το 1803 με τη μεταφορά του κέντρου της Επαρχίας, στην Ποτέντσα. Από τότε ξεκίνησε μια βαθιά παρακμή, η οποία οδήγησε τους κατοίκους στην εξαθλίωση και την απόλυτη φτώχεια με αποτέλεσμα οι τρύπες και οι σπηλιές, να μετατραπούν σε δικές τους κατοικίες, συγκατοικώντας μαζί με τα ζώα τους σε άθλιες συνθήκες μέσα στη βρώμα και την υγρασία. Κοιμόντουσαν όλοι μαζί (παιδιά και γονείς) στα ίδια κρεβάτια ή κοίμιζαν τα μωρά τους ακόμα και μέσα σε συρτάρια, στερούμενοι κάθε αγαθό και εντελώς παρατημένοι από το κράτος.
Το τέλος της τρωγλοδυτικής ζωής για τους κατοίκους των Sassi ήρθε το 1952, όταν ο ισχυρός άνδρας της πολιτικής, Αλντίντσε ντε Γκάσπαρι επισκέφθηκε τη Ματέρα και εξέδωσε άμεσα νόμους ώστε οι 15.000 κάτοικοι να μεταφερθούν σε νέες συνοικίες. Η εκκένωση κράτησε μέχρι το 1968 οπότε η ιδιοκτησία των σπηλαίων-κατοικιών πέρασε στο κράτος, το οποίο πολύ αργότερα άρχισε να παραχωρεί τα σπίτια σε ιδιώτες με τον όρο της επιδοτούμενης ανακαίνισής τους. Σήμερα η Ματέρα είναι πλήρως αναγεννημένη και δέχεται στο εντυπωσιακό τοπίο που την περιβάλλει αναρίθμητους τουρίστες παρέχοντας στους 5.000 μόνιμους κατοίκους της μια καλή ζωή.
Έχοντας λοιπόν και εμείς στα χέρια μας όλες αυτές τις πληροφορίες και τους χάρτες ξεκινήσαμε το οδοιπορικό μας πρώτα από το Sasso Barisano, με σκοπό να δούμε κάποια από τα σημαντικότερα αξιοθέατα όπως: την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, την εκκλησία του Αγίου Πέτρου του Barisano, το μοναστήρι του Αγίου Αυγουστίνου και στη συνέχεια περπατώντας τον δρόμο παράλληλα με τη χαράδρα να καταλήξουμε στο Duomo ψηλά πάνω στον λόφο.
Αυτή η κρεμαστή γέφυρα πάνω από το ποτάμι οδηγεί στο μονοπάτι, στο απέναντι από την πόλη βουνό, απ' όπου έχεις πανοραμική θέα όλης της Ματέρα. Η ξενοδόχος μας συμβούλεψε αν θέλουμε να κάνουμε αυτή την πεζοπορία να ξεκινήσουμε πολύ πρωί, πριν τις 7, για να αποφύγουμε την πολύ ζέστη της ημέρας. Σκεφτόμασταν να το κάνουμε την επόμενη μέρα, πρωί-πρωί, μέχρι που κάποια στιγμή, την ώρα του ηλιοβασιλέματος είδαμε κάποια αυτοκίνητα στην κορυφή του βουνού και τότε καταλάβαμε ότι ανεβαίνει δρόμος μέχρις εκεί, από την πίσω μεριά της πόλης και αποφασίσαμε να ανέβουμε, φεύγοντας την επόμενη το απόγευμα για Bari, με το αυτοκίνητο.
Την ώρα του δειλινού η πόλη παίρνει τα ωραιότερα χρώματα, μιας και την ημέρα κυριαρχεί το μονότονο αλλά και τόσο απόκοσμο γκρίζο-μπεζ χρώμα της ασβεστολιθικής πέτρας. Και όσο χαμηλώνει το φως και πέφτει σιγά-σιγά το σκοτάδι γίνεται ολοένα και πιο μυστήρια, πιο ατμοσφαιρική και νομίζεις πως μέσα από τα χαλάσματα, θα πεταχτεί ο Μελ Γκίμπσον, αναζητώντας το τέλειο σκηνικό για τη δική του ταινία των Παθών του Ιησού.
Πραγματικά οι φωτογραφίες δεν μπορούν να αποδώσουν ούτε στο μισό, την αίσθηση του στοιχειωμένου τοπίου που νιώθεις να σε περιβάλλει όταν βρίσκεσαι εκεί και περπατάς στα δαιδαλώδη σοκάκια, ανεβοκατεβαίνοντας διαρκώς στενά σκαλιά πάνω από τρύπες ή χαλάσματα. Προς τιμήν τους οι Ιταλοί, δεν έχουν αλλοιώσει ούτε στο ελάχιστο, τη μορφολογία αυτής της πολύπαθης πόλης, με αποτέλεσμα να σε βάζουν από την πρώτη κιόλας στιγμή στο πνεύμα και το κλίμα μιας αλλοτινής ταραγμένης εποχής.
Έχοντας κάνει τον γύρο και διασχίσει όλο το Sasso Barisano καταλήξαμε πλέον στο κέντρο, εκεί απ' όπου αρχίσαμε τη βόλτα μας το απόγευμα. Μόνο που τώρα το σκηνικό που συναντήσαμε ήταν τελείως μα τελείως διαφορετικό, λες και ξαφνικά ξεφυτρώσαμε σε άλλη πόλη! Πλημμύρα κόσμου κυκλοφορούσε παντού! Πού ήταν όλοι αυτοί το απόγευμα που περάσαμε από εδώ? Σωστό πανηγύρι στον κεντρικό δρόμο της Ματέρα! Τα εμπορικά μαγαζιά ανοιχτά, τα καφέ γεμάτα, τα εστιατόρια ακόμα πιο γεμάτα! Πάθαμε πλάκα, δεν το πιστεύαμε ότι γινόταν αυτός ο χαμός. Ούτε στο Capri τέτοια κοσμοσυρροή. Ευτυχώς με μια μικρή αναμονή βρήκαμε τραπέζι στο συμπαθητικό εστιατόριο La Focagna στον κεντρικό δρόμο, το οποίο ήταν γεμάτο Ιταλούς! Ε.. είπαμε για να κάθονται εδώ ντόπιοι, κάτι θα ξέρουν. Πράγματι γευτήκαμε ωραίες πίτσες και μακαρονάδες και μια πολύ ιδιαίτερη σαλάτα, με πρασινάδα, καρύδια και μήλο.
Αν και ξεθεωμένοι από τη γεμάτη μέρα και το πολύ περπάτημα συνεχίσαμε τη βόλτα μας στον πεζόδρομο και μετά το φαγητό χαζεύοντας το πλήθος να πηγαινοέρχεται αδιάκοπα, τα ωραία κτίρια και τους επιβλητικούς ναούς. Αγοράσαμε μαγνητάκια καμωμένα με γκρίζο πηλό, τέλειες απομιμήσεις της πόλης, βγάλαμε κι άλλες φωτογραφίες και τελικά αποσυρθήκαμε στο Sasso μας για ξεκούραση και ύπνο. Την επόμενη μέρα το πρόγραμμα περιελάμβανε εξερεύνηση του Sasso Caveoso.
Κυριακή 31/7: 10 χιλιόμετρα περπάτημα.
Κάθε τόσο τραβούσαν την προσοχή μας ένα ή δύο μαζί παράξενα κτίσματα, λευκά, πέτρινα, με κωνικές στέγες από πέτρες τοποθετημένες κυκλικά, οι οποίες στο τέλος της οροφής κατέληγαν σε κώνο. Οι περιβόητοι τρούλοι άρχισαν αραιά προς το παρόν, να ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια μας, εντείνοντας ακόμα περισσότερο την ανυπομονησία μας να φτάσουμε στο χωριό. Όσο πλησιάζαμε τόσο περισσότερο αισθητή γινόταν η παρουσία τους.
Ο κεντρικός δρόμος, στον οποίο μπήκαμε μετά από λίγη ώρα χωρίζει το χωριό σε δύο πλευρές. Από τη μια πλευρά, προς τον νότο, απλώνεται το πιο πολυσύχναστο κομμάτι του Alberobello, με μικρά ανηφορικά δρομάκια που διακλαδώνονται μεταξύ των τρούλων, με μαγαζάκια αναμνηστικών και είδη δώρων. Απέναντι, ανατολικά, εκτείνεται η λιγότερο εμπορική συνοικία, η οποία είναι πιο παραδοσιακή και πολλοί από τους τρούλους χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα για κατοικίες.

Οι τρούλοι των οποίων το όνομα προέρχεται από τη Βυζαντινή λέξη turris ή κατά άλλους από την Ελληνική λέξη θόλος (τρούλος), δεν ήταν απλώς δημιουργήματα της φαντασίας των κατοίκων της περιοχής. Η κατασκευή τους συνδέεται με το διάταγμα του Βασιλείου της Νάπολη κατά τον 15ο αι.
Κατασκευάζονταν χωρίς κονίαμα και χρησίμευαν σαν αποθήκες ή προσωρινά καταφύγια των αγροτών, αλλά και μόνιμες κατοικίες μερικών μικροϊδιοκτητών γης. Οι χωρικοί όμως στερούνταν οποιουδήποτε πολιτικού και ιδιοκτησιακού προνομίου και δικαιώματος καθώς ευνοούνταν ως προς τη σοδειά, αφού μόνο ένα πολύ μικρό μέρος αυτής αποδιδόταν ως φόρος στο Βασίλειο. Αυτό λοιπόν σήμαινε ότι τα καταλύματά τους έπρεπε να μην είναι μόνιμα και απαγορευόταν με διάταγμα η οποιαδήποτε σταθερή κατοικία.
Τον 17ο αι. ένας από τους Κόμητες που κυβερνούσαν την περιοχή, στο όνομα του βασιλιά της Ισπανίας είχε την ιδέα αυτού του ιδιαίτερου τρόπου κατασκευής των κατοικιών, ώστε να προστατεύονται οι αγρότες από τις αντίξοες συνθήκες του χειμώνα ή τις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού. Έτσι σε περίπτωση αιφνίδιου ελέγχου του Ισπανού μονάρχη γκρέμιζαν σε πολύ λίγο χρόνο τους τρούλους, γλιτώνοντας τις συνέπειες του νόμου.

Ο δρόμος εισόδου στο χωριό.
Από εδώ ξεκινήσαμε την περιπλάνησή μας στο Alberobello, γνωστό και με το όνομα "η πρωτεύουσα των τρούλων". Όλο το χωριό μοιάζει σαν σκηνικό παραμυθιού ή μάλλον καλύτερα σαν παραμυθένιο χωριό, ενώ στρίβοντας σε κάθε δρομάκι του νομίζεις ότι από την επόμενη στροφή θα πεταχτεί κάποια φιγούρα παιδικού ήρωα. Με δυσκολία πιστεύεις ότι σε αυτά τα σπίτια μπορεί να κατοικούν άνθρωποι σε κανονικό μέγεθος και όχι χαρακτήρες παιδικών παραμυθιών. Μόλις όμως κοιτάξεις στο εσωτερικό αυτών των κτισμάτων, γρήγορα αντιλαμβάνεσαι την έξυπνη εργονομία του χώρου και την άνεση που προσφέρει όλο αυτό το ύψος της οροφής. Ο οικισμός εξακολουθεί να διατηρεί την ομορφιά και την ιδιαιτερότητά του, παρά τον αδιάκοπο συνωστισμό των τουριστών, που τον κατακλύζουν όλες τις εποχές του χρόνου.







Η εκκλησία του Αγίου Αντωνίου χτισμένη με την ίδια τεχνική των τρούλων πάνω στον λόφο.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα σύμβολα που είναι ζωγραφισμένα πάνω στις πέτρες των τρούλων, καθώς παραπέμπουν σε εποχές κατά τις οποίες οι χωρικοί έκαναν έκκληση για μεταφυσική βοήθεια και προστασία από το κακό μάτι, ζωγραφίζοντας με κιμωλία, μαγικά, παγανιστικά σύμβολα. Πρωτόγνωρα σχέδια συμβολίζουν την πνευματικότητα, την ενέργεια, την ενότητα και τη δύναμη. Σύμβολα του Ήλιου και των Πλανητών, του Δία, του Άρη, του Ποσειδώνα και της Αφροδίτης, του ζωδιακού κύκλου αλλά και σύμβολα που αναφέρονται στον Χριστό και την αδελφοσύνη. Ακόμα και η χρήση της κιμωλίας σαν υλικό ήταν εσκεμμένη καθώς συμβόλιζε την κάθαρση.

Είχαμε ολοκληρώσει τη βόλτα μας στο πιο "τουριστικό" κομμάτι του χωριού, είχαμε κάνει και τα ψώνια μας σε σουβενίρ και δωράκια, όταν η ξαφνική μπόρα που ξέσπασε σε χρόνο ρεκόρ, μας ανάγκασε να επιστρέψουμε τρέχοντας στο δημοτικό parking, για να προφυλαχθούμε μέσα στο αυτοκίνητο. Το φαινόμενο κράτησε μισή ώρα περίπου και μετά, σαν να μη συνέβη τίποτα βγήκε ξανά ο ήλιος και εμείς από το αυτοκίνητο, για να ολοκληρώσουμε την ξενάγησή μας στο Alberobello, με τη δεύτερη και πιο παραδοσιακή πλευρά του χωριού. Πράγματι εδώ υπήρχε λιγότερος κόσμος και τα σπίτια φαίνονταν ότι χρησίμευαν για μόνιμες κατοικίες κάποιων ανθρώπων, γιατί είδαμε μπουγάδες απλωμένες στις μικροσκοπικές αυλές και αυτοκίνητα αραγμένα απ' έξω.


Ξύλινη σφαίρα φωτιστικό στα δρομάκια του χωριού. Από τα μικρά κενά που αφήνουν τα μεταξύ τους καρφωμένα σανίδια διαχέεται το φως.
Είχε έρθει η στιγμή να αφήσουμε το Alberobello, το οποίο η Ιταλική κυβέρνηση έχει ανακηρύξει σε Εθνικό Μνημείο, ενώ από το 1996 η πόλη συμπεριλαμβάνεται στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, καθώς θεωρείται "διακεκριμένης παγκοσμίου αξίας", λόγω της προϊστορικής τεχνικής κατασκευής που επιβίωσε ανά τους αιώνες, και όχι απλώς διατηρήθηκε, αλλά συνέχισε να χρησιμεύει μέχρι και σήμερα.
Μια ωριαία διαδρομή μας οδήγησε πίσω, στον επόμενο προορισμό μας για σήμερα, την πόλη Ματέρα. Εδώ θα περνούσαμε το βράδυ μας, στο κατάλυμα Alma Camere, το οποίο βρισκόταν στην καρδιά της ιδιαίτερης όσο και παράξενης αυτής πόλης. Μας υποδέχτηκε ζεστά, μια κομψή Ιταλίδα, η οποία δε μιλούσε Αγγλικά και χρησιμοποιούσε ως διερμηνέα τον αγγλομαθή πιτσιρικά γιο της, ο οποίος μας κατατόπισε πλήρως για τα αξιοθέατα της πόλης και μας εφοδίασε με χάρτες και σημειώσεις για τα πάντα!
Ιδιαίτερη εντύπωση μας προξένησε και το δωμάτιο, το οποίο προφανώς ήταν πρώην sasso (θα εξηγήσω στη συνέχεια τι είναι τα sassi) ήταν φυσικά υπόγειο, με τεχνητό φωτισμό και απίστευτη δροσιά μες το κατακαλόκαιρο.
Αναζωογονηθήκαμε με ένα ωραιότατο μπανάκι και ορμήσαμε να δούμε και από κοντά, το θέαμα που μας συνεπήρε, όταν είδαμε την πόλη από μακριά ανηφορίζοντας τον στενό δρόμο που οδηγεί στο κέντρο της.
Η πρώτη εικόνα ήταν κάτι το τρομακτικό, το πρωτόγνωρο, το εντυπωσιακό και σίγουρα το κινηματογραφικό, καθώς αμέτρητες σκοτεινές τρύπες στον βράχο και σπίτια στο χρώμα του πετρώματος, σε ακανόνιστη διάταξη, το ένα πάνω στο άλλο ή μέσα στο άλλο, σκαρφάλωναν από την άκρη του γκρεμού, πάνω από μια χαράδρα στην οποία έτρεχε ένα ρυάκι, καταλήγοντας στην κορυφή του λόφου.

Η Ματέρα κλείνει στους τοίχους των σπιτιών και των σπηλαίων της την ιστορία ολόκληρης της ανθρώπινης ύπαρξης πάνω στον πλανήτη, αφού τα παλαιότερα ευρήματα φτάνουν πίσω στην Παλαιολιθική Εποχή, σχεδόν 400.0000 χρόνια. Η πόλη κατοικήθηκε από τον 6ο αι. και ήταν τμήμα της Μεγάλης Ελλάδας. Τρεις αιώνες αργότερα οι Ρωμαίοι την οχύρωσαν σε έναν λόφο 400 μέτρων και ακριβώς πάνω από τα τείχη δημιουργήθηκαν δύο συνοικίες σκαμμένες στον μαλακό ασβεστολιθικό βράχο: το Sasso Caveoso και το Sasso Barisano. Το μαλακό έδαφος οδήγησε τους κατοίκους στη δημιουργία αυτού του αξιοθαύμαστου δικτύου, όπου μάζευαν νερό και εξασφάλιζαν την αναγκαία ύδρευση, σε μια περιοχή με παρατεταμένη ανομβρία.
Ταυτόχρονα χρησιμοποιούσαν τις σπηλιές για αποθήκες και στάβλους για τα ζώα τους. Η χρυσή εποχή της πόλης ξεκίνησε το 1663 όταν ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα της Επαρχίας Μπαζιλικάτα και τελείωσε το 1803 με τη μεταφορά του κέντρου της Επαρχίας, στην Ποτέντσα. Από τότε ξεκίνησε μια βαθιά παρακμή, η οποία οδήγησε τους κατοίκους στην εξαθλίωση και την απόλυτη φτώχεια με αποτέλεσμα οι τρύπες και οι σπηλιές, να μετατραπούν σε δικές τους κατοικίες, συγκατοικώντας μαζί με τα ζώα τους σε άθλιες συνθήκες μέσα στη βρώμα και την υγρασία. Κοιμόντουσαν όλοι μαζί (παιδιά και γονείς) στα ίδια κρεβάτια ή κοίμιζαν τα μωρά τους ακόμα και μέσα σε συρτάρια, στερούμενοι κάθε αγαθό και εντελώς παρατημένοι από το κράτος.
Το τέλος της τρωγλοδυτικής ζωής για τους κατοίκους των Sassi ήρθε το 1952, όταν ο ισχυρός άνδρας της πολιτικής, Αλντίντσε ντε Γκάσπαρι επισκέφθηκε τη Ματέρα και εξέδωσε άμεσα νόμους ώστε οι 15.000 κάτοικοι να μεταφερθούν σε νέες συνοικίες. Η εκκένωση κράτησε μέχρι το 1968 οπότε η ιδιοκτησία των σπηλαίων-κατοικιών πέρασε στο κράτος, το οποίο πολύ αργότερα άρχισε να παραχωρεί τα σπίτια σε ιδιώτες με τον όρο της επιδοτούμενης ανακαίνισής τους. Σήμερα η Ματέρα είναι πλήρως αναγεννημένη και δέχεται στο εντυπωσιακό τοπίο που την περιβάλλει αναρίθμητους τουρίστες παρέχοντας στους 5.000 μόνιμους κατοίκους της μια καλή ζωή.
Έχοντας λοιπόν και εμείς στα χέρια μας όλες αυτές τις πληροφορίες και τους χάρτες ξεκινήσαμε το οδοιπορικό μας πρώτα από το Sasso Barisano, με σκοπό να δούμε κάποια από τα σημαντικότερα αξιοθέατα όπως: την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, την εκκλησία του Αγίου Πέτρου του Barisano, το μοναστήρι του Αγίου Αυγουστίνου και στη συνέχεια περπατώντας τον δρόμο παράλληλα με τη χαράδρα να καταλήξουμε στο Duomo ψηλά πάνω στον λόφο.



Αυτή η κρεμαστή γέφυρα πάνω από το ποτάμι οδηγεί στο μονοπάτι, στο απέναντι από την πόλη βουνό, απ' όπου έχεις πανοραμική θέα όλης της Ματέρα. Η ξενοδόχος μας συμβούλεψε αν θέλουμε να κάνουμε αυτή την πεζοπορία να ξεκινήσουμε πολύ πρωί, πριν τις 7, για να αποφύγουμε την πολύ ζέστη της ημέρας. Σκεφτόμασταν να το κάνουμε την επόμενη μέρα, πρωί-πρωί, μέχρι που κάποια στιγμή, την ώρα του ηλιοβασιλέματος είδαμε κάποια αυτοκίνητα στην κορυφή του βουνού και τότε καταλάβαμε ότι ανεβαίνει δρόμος μέχρις εκεί, από την πίσω μεριά της πόλης και αποφασίσαμε να ανέβουμε, φεύγοντας την επόμενη το απόγευμα για Bari, με το αυτοκίνητο.
Την ώρα του δειλινού η πόλη παίρνει τα ωραιότερα χρώματα, μιας και την ημέρα κυριαρχεί το μονότονο αλλά και τόσο απόκοσμο γκρίζο-μπεζ χρώμα της ασβεστολιθικής πέτρας. Και όσο χαμηλώνει το φως και πέφτει σιγά-σιγά το σκοτάδι γίνεται ολοένα και πιο μυστήρια, πιο ατμοσφαιρική και νομίζεις πως μέσα από τα χαλάσματα, θα πεταχτεί ο Μελ Γκίμπσον, αναζητώντας το τέλειο σκηνικό για τη δική του ταινία των Παθών του Ιησού.

Πραγματικά οι φωτογραφίες δεν μπορούν να αποδώσουν ούτε στο μισό, την αίσθηση του στοιχειωμένου τοπίου που νιώθεις να σε περιβάλλει όταν βρίσκεσαι εκεί και περπατάς στα δαιδαλώδη σοκάκια, ανεβοκατεβαίνοντας διαρκώς στενά σκαλιά πάνω από τρύπες ή χαλάσματα. Προς τιμήν τους οι Ιταλοί, δεν έχουν αλλοιώσει ούτε στο ελάχιστο, τη μορφολογία αυτής της πολύπαθης πόλης, με αποτέλεσμα να σε βάζουν από την πρώτη κιόλας στιγμή στο πνεύμα και το κλίμα μιας αλλοτινής ταραγμένης εποχής.
Έχοντας κάνει τον γύρο και διασχίσει όλο το Sasso Barisano καταλήξαμε πλέον στο κέντρο, εκεί απ' όπου αρχίσαμε τη βόλτα μας το απόγευμα. Μόνο που τώρα το σκηνικό που συναντήσαμε ήταν τελείως μα τελείως διαφορετικό, λες και ξαφνικά ξεφυτρώσαμε σε άλλη πόλη! Πλημμύρα κόσμου κυκλοφορούσε παντού! Πού ήταν όλοι αυτοί το απόγευμα που περάσαμε από εδώ? Σωστό πανηγύρι στον κεντρικό δρόμο της Ματέρα! Τα εμπορικά μαγαζιά ανοιχτά, τα καφέ γεμάτα, τα εστιατόρια ακόμα πιο γεμάτα! Πάθαμε πλάκα, δεν το πιστεύαμε ότι γινόταν αυτός ο χαμός. Ούτε στο Capri τέτοια κοσμοσυρροή. Ευτυχώς με μια μικρή αναμονή βρήκαμε τραπέζι στο συμπαθητικό εστιατόριο La Focagna στον κεντρικό δρόμο, το οποίο ήταν γεμάτο Ιταλούς! Ε.. είπαμε για να κάθονται εδώ ντόπιοι, κάτι θα ξέρουν. Πράγματι γευτήκαμε ωραίες πίτσες και μακαρονάδες και μια πολύ ιδιαίτερη σαλάτα, με πρασινάδα, καρύδια και μήλο.
Αν και ξεθεωμένοι από τη γεμάτη μέρα και το πολύ περπάτημα συνεχίσαμε τη βόλτα μας στον πεζόδρομο και μετά το φαγητό χαζεύοντας το πλήθος να πηγαινοέρχεται αδιάκοπα, τα ωραία κτίρια και τους επιβλητικούς ναούς. Αγοράσαμε μαγνητάκια καμωμένα με γκρίζο πηλό, τέλειες απομιμήσεις της πόλης, βγάλαμε κι άλλες φωτογραφίες και τελικά αποσυρθήκαμε στο Sasso μας για ξεκούραση και ύπνο. Την επόμενη μέρα το πρόγραμμα περιελάμβανε εξερεύνηση του Sasso Caveoso.
Κυριακή 31/7: 10 χιλιόμετρα περπάτημα.
Last edited: