GTS
Member
- Μηνύματα
- 7.155
- Likes
- 21.481
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- La Paz - Α' Μέρος
- Όταν κοιτάς απο ψηλά
- Στη ζαχαρένια πόλη
- Μπρος στην εκκλησιά
- Hit the road Jack
- Photos Potosi
- Οι ανοιχτές φαβέλες της Λατινικής Αμερικής
- Για μια χούφτα δολάρια
- Ο σταυρός του Νότου
- Έρημοι,λίμνες κ φλαμίνγκο
- O δρόμος των διαμαντιών
- Λευκή συμφωνία
- Μπαλκόνι στο Αιγαίο
- Ο δρόμος του θανάτου
Το πιστό μας τζιπ ανέβαινε τους φιδογυριστούς δρόμους έξω από τη Tupiza. Ανεβαίναμε από τα 2800μ προς σοβαρότερα ύψη, προς αυτό που περίμενα ως το highlight του ταξιδιού. Έως τώρα το ταξίδι ήταν πάρα πολύ ικανοποιητικό, με χρώματα, φάτσες, πόλεις, αρχιτεκτονική και βαριά ιστορία. Ήταν ώρα για φύση, βουνά και τι άλλο; Δεν ήξερα, δεν είχα διαβάσει ούτε είχα δει φωτογραφίες κατά πάγια τακτική μου. Απλά δεν ήξερα τι θα συναντήσω. Αφήνοντας πίσω για τελευταία φορά τα υπέροχα γουέστερν τοπία της πόλης έκπληξης Tupiza, ανεβαίναμε στο περίφημο βολιβιανό αλτιπλάνο. Ήταν ώρα για απογείωση.
Όταν τελείωνε η ανάβαση, τα γκρίζα σύννεφα που μας συντρόφευαν στα χαμηλά, έδωσαν τη θέση τους σε λευκά συννεφάκια, τα οποία είχαν και ένα άλλο χαρακτηριστικό: ήταν χαμηλά, πάνω από το κεφάλι σου ή έτσι τουλάχιστον νόμιζες. Τα ύψη που πλέον διαπραγματευόσουν ξεπερνούσαν τα 4000μ. Οι στριφογυριστοί δρόμοι τελείωσαν και μπήκαμε στις μεγάλες ευθείες του αλτιπλάνο. Οι πρώτες ΜΑΓΙΚΕΣ εικόνες έκαναν την εμφάνισή τους: λιβάδια με το χαρακτηριστικό χορτάρι των υψιπέδων, γυμνοί λόφοι, και (επιτέλους) ελεύθερα λάμα να βόσκουν αμέριμνα. Καθώς κάναμε στάση να τα φωτογραφίσουμε, διαταράξαμε την ησυχία τους, βγάλαμε υπέροχες όμως φωτογραφίες, σε ένα τοπίο βγαλμένο από ζωγραφικό καμβά. Ήδη ένιωθα ότι κάτι ιδιαίτερο υπήρχε εδώ.
Λίγο αργότερα σταματήσαμε για φαγητό. Ο μάγειράς μας (είχαμε μάγειρα και οδηγό) είχε κάνει τα μαγικά του και η Βολιβία τα δικά της. Στο βάθος είχε ξεσπάσει βροχή και τα πρώτα μεγαλειώδη βουνά, με χιόνα να αστράφτουν στις κορυφές τους σου έπαιρναν την ανάσα. Εγώ, ένας άνθρωπος της θάλασσας, των εξωτικών παραλιών, της ζέστης και φίλος του τροπικού ήλιου, είχα ήδη αρχίσει να μεταλλάσσομαι τα τελευταία χρόνια, σε κάτι που κορυφώθηκε εκεί: λάτρης βουνών. Αγαπώ τα βουνά, όχι ιδιαίτερα το πολύ κρύο ομολογώ, αλλά οι συνθήκες μέσα στο Βολιβιανό καλοκαίρι ήταν ιδανικές και για αυτό πρέπει να είμαστε ευγνώμονες, την ώρα που όλοι οι γνωστοί μου που είχαν πάει υπέφεραν από το κρύο στα ίδια μέρη την αντίθετη ακριβώς εποχή.
Κάτι άλλο που συνειδητοποιώ αρκετά σύντομα είναι η μεγάλη εναλλαγή στα τοπία του αλτιπλάνο. Από πράσινα λιβάδια περνάμε σε πιο γήινα χρώματα, το τοπίο γίνεται πιο σεληνιακό, εμφανίζονται τα πρώτα βουνά. Μετά….ω! αυτό το μετά, αλλά ας μη βιαζόμαστε. Ο δρόμος μας φέρνει σε ένα μέρος βγαλμένο από μυθιστόρημα: San Antonio de Lipez. Πρόκειται για έναν παλιό Ισπανικό οικισμό, κυριολεκτικά στο πουθενά, στην ερημιά, όπου οι Ισπανοί χρησιμοποιούσαν ιθαγενείς (τι άλλο) σε ορυχεία ασημιού. Ως σιωπηλοί μάρτυρες της δίψας για των Ισπανών για πολύτιμα μέταλλα έμειναν τα ερείπια του οικισμού. Περιηγηθήκαμε ανάμεσα στα χαλάσματα, στη κεντρική πλατεία που δέσποζε κάποτε μια εκκλησία. Οι εκκλησίες ήταν πανταχού παρούσες την εποχή της Κατάκτησης, διότι (και αυτό δε το ξέρουν πολλοί) σκοπός των Ισπανών, παράλληλα με την συγκέντρωση πλούτου, ήταν και η προσχώρηση των ιθαγενών στην καθολική χριστιανική πίστη. Κάτι που γινόταν και με μη χριστιανικά μέσα, διότι πιο φανατικοί καθολικοί από τους Ισπανούς, ίσως δεν ξαναείδε ο κόσμος.
Είχαμε φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη, 4855μ έγραφε μια πέτρα αφημένη στο έδαφος. Στο βάθος φαίνεται μια λίμνη, τι μέρος είναι αυτό αναρωτιέμαι που έχει λίμνες σε τέτοιο ύψος.
Η μέρα όμως έφτανε στο τέλος της και ήταν ώρα να μεταφερθούμε στον πλησιέστερο οικισμό για διανυκτέρευση. Το κρύο έκανε την εμφάνισή του αλλά δειλά, καμία σύγκριση με τα μείον 15 και μείον 20 που συναντάς το βολιβιανό χειμώνα. Ήταν καλοκαίρι, ήταν μια υπέροχη καθαρή νύχτα σε ασύλληπτο υψόμετρο και βγήκα μόνος μια βόλτα στα σκοτάδια να ψάχνω το Σταυρό του Νότου μέσα στην ερημιά.
Όταν τελείωνε η ανάβαση, τα γκρίζα σύννεφα που μας συντρόφευαν στα χαμηλά, έδωσαν τη θέση τους σε λευκά συννεφάκια, τα οποία είχαν και ένα άλλο χαρακτηριστικό: ήταν χαμηλά, πάνω από το κεφάλι σου ή έτσι τουλάχιστον νόμιζες. Τα ύψη που πλέον διαπραγματευόσουν ξεπερνούσαν τα 4000μ. Οι στριφογυριστοί δρόμοι τελείωσαν και μπήκαμε στις μεγάλες ευθείες του αλτιπλάνο. Οι πρώτες ΜΑΓΙΚΕΣ εικόνες έκαναν την εμφάνισή τους: λιβάδια με το χαρακτηριστικό χορτάρι των υψιπέδων, γυμνοί λόφοι, και (επιτέλους) ελεύθερα λάμα να βόσκουν αμέριμνα. Καθώς κάναμε στάση να τα φωτογραφίσουμε, διαταράξαμε την ησυχία τους, βγάλαμε υπέροχες όμως φωτογραφίες, σε ένα τοπίο βγαλμένο από ζωγραφικό καμβά. Ήδη ένιωθα ότι κάτι ιδιαίτερο υπήρχε εδώ.
Λίγο αργότερα σταματήσαμε για φαγητό. Ο μάγειράς μας (είχαμε μάγειρα και οδηγό) είχε κάνει τα μαγικά του και η Βολιβία τα δικά της. Στο βάθος είχε ξεσπάσει βροχή και τα πρώτα μεγαλειώδη βουνά, με χιόνα να αστράφτουν στις κορυφές τους σου έπαιρναν την ανάσα. Εγώ, ένας άνθρωπος της θάλασσας, των εξωτικών παραλιών, της ζέστης και φίλος του τροπικού ήλιου, είχα ήδη αρχίσει να μεταλλάσσομαι τα τελευταία χρόνια, σε κάτι που κορυφώθηκε εκεί: λάτρης βουνών. Αγαπώ τα βουνά, όχι ιδιαίτερα το πολύ κρύο ομολογώ, αλλά οι συνθήκες μέσα στο Βολιβιανό καλοκαίρι ήταν ιδανικές και για αυτό πρέπει να είμαστε ευγνώμονες, την ώρα που όλοι οι γνωστοί μου που είχαν πάει υπέφεραν από το κρύο στα ίδια μέρη την αντίθετη ακριβώς εποχή.
Κάτι άλλο που συνειδητοποιώ αρκετά σύντομα είναι η μεγάλη εναλλαγή στα τοπία του αλτιπλάνο. Από πράσινα λιβάδια περνάμε σε πιο γήινα χρώματα, το τοπίο γίνεται πιο σεληνιακό, εμφανίζονται τα πρώτα βουνά. Μετά….ω! αυτό το μετά, αλλά ας μη βιαζόμαστε. Ο δρόμος μας φέρνει σε ένα μέρος βγαλμένο από μυθιστόρημα: San Antonio de Lipez. Πρόκειται για έναν παλιό Ισπανικό οικισμό, κυριολεκτικά στο πουθενά, στην ερημιά, όπου οι Ισπανοί χρησιμοποιούσαν ιθαγενείς (τι άλλο) σε ορυχεία ασημιού. Ως σιωπηλοί μάρτυρες της δίψας για των Ισπανών για πολύτιμα μέταλλα έμειναν τα ερείπια του οικισμού. Περιηγηθήκαμε ανάμεσα στα χαλάσματα, στη κεντρική πλατεία που δέσποζε κάποτε μια εκκλησία. Οι εκκλησίες ήταν πανταχού παρούσες την εποχή της Κατάκτησης, διότι (και αυτό δε το ξέρουν πολλοί) σκοπός των Ισπανών, παράλληλα με την συγκέντρωση πλούτου, ήταν και η προσχώρηση των ιθαγενών στην καθολική χριστιανική πίστη. Κάτι που γινόταν και με μη χριστιανικά μέσα, διότι πιο φανατικοί καθολικοί από τους Ισπανούς, ίσως δεν ξαναείδε ο κόσμος.
Είχαμε φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη, 4855μ έγραφε μια πέτρα αφημένη στο έδαφος. Στο βάθος φαίνεται μια λίμνη, τι μέρος είναι αυτό αναρωτιέμαι που έχει λίμνες σε τέτοιο ύψος.
Η μέρα όμως έφτανε στο τέλος της και ήταν ώρα να μεταφερθούμε στον πλησιέστερο οικισμό για διανυκτέρευση. Το κρύο έκανε την εμφάνισή του αλλά δειλά, καμία σύγκριση με τα μείον 15 και μείον 20 που συναντάς το βολιβιανό χειμώνα. Ήταν καλοκαίρι, ήταν μια υπέροχη καθαρή νύχτα σε ασύλληπτο υψόμετρο και βγήκα μόνος μια βόλτα στα σκοτάδια να ψάχνω το Σταυρό του Νότου μέσα στην ερημιά.