GTS
Member
- Μηνύματα
- 7.155
- Likes
- 21.481
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- La Paz - Α' Μέρος
- Όταν κοιτάς απο ψηλά
- Στη ζαχαρένια πόλη
- Μπρος στην εκκλησιά
- Hit the road Jack
- Photos Potosi
- Οι ανοιχτές φαβέλες της Λατινικής Αμερικής
- Για μια χούφτα δολάρια
- Ο σταυρός του Νότου
- Έρημοι,λίμνες κ φλαμίνγκο
- O δρόμος των διαμαντιών
- Λευκή συμφωνία
- Μπαλκόνι στο Αιγαίο
- Ο δρόμος του θανάτου
La Paz – Μέρος Α’
Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου μπαίνουν από το παράθυρό μου. «Πού βρίσκομαι» αναρωτιέμαι στην ομίχλη του μυαλού μου, καθώς σηκώνομαι να κοιτάξω έξω. Μουντάδα, συννεφιά, ένας ουρανοξύστης και στο βάθος , ανάμεσα σε άλλα κτίρια βλέπω σπίτια, πολλά σπίτια να σκαρφαλώνουν ένα βουνό και να το καλύπτουν μέχρι την κορυφή. Νιώθω βαρύς ακόμα λόγω ώρας και του υψόμετρου, που δε με επηρέασε ευτυχώς πλην μίας ελαφριάς κόπωσης, πηγαίνω στη κουζίνα του διαμερίσματος που βρίσκεται στη κυριλέ συνοικία Sopocachi, μασουλάω μια μπανάνα και φτιάχνω το πρώτο μου τσάι από φύλλα κόκας σε φακελάκι, όπως το λίπτον που έχουμε εδώ. Για δες σκέφτηκα μειδιώντας, ήρθα στη Λατινική Αμερική να γίνω κοκάκιας. Ήταν όμως ώρα για τη πρώτη εξερεύνηση, δε κρατιόμουνα. Καλό ντύσιμο διότι τη ψυχρούλα του την είχε αν και κατακαλόκαιρο στο νότιο ημισφαίριο, μιλάμε για υψόμετρο όχι αστεία, που εκτεινόταν από 4050μ. έως περίπου τα 3000μ, δηλ. μέσος όρος 3500μ., οπότε τι ζεστασιά να έχει εδώ στη στρατόσφαιρα.
Κατηφορίζω προς τη κεντρική λεωφόρο που διασχίζει διαμήκως τη Λα Παζ, στο λεγόμενο Prado, κάνω μπόλικο συνάλλαγμα γιατί εκτός της πρωτεύουσας η ισοτιμία τείνει σε ισοτιμία Νταβέλη, καφές στο χέρι και οι πρώτες εικόνες αρχίζουν να με χτυπούν. Καροτσάκια με street food, οι απίθανες Βολιβιανές γυναίκες με τα πολύχρωμα παραδοσιακά φορέματα και φούστες σε 17 στρώσεις και τα περίφημα καπέλα τους, μια διαδήλωση έξω από το Πανεπιστήμιο, ένα γκράφιτι με τον Τσε. Γύρω μου, καθώς ανηφόριζα τη λεωφόρο, μοντέρνα, γκρίζα κτίρια, με αρχιτεκτονική μπετόν-αρμέ, μαγαζιά, κίνηση στο δρόμο και πολύς κόσμος. Τίποτα αξιοσημείωτο από αρχιτεκτονική κι ήταν και αυτή η βαριά συννεφιά που τα έκανε όλα ακόμα πιο γκρίζα. Μια σκέψη όμως με χτύπησε: για τέτοια κίνηση και τέτοια πόλη με πολυκοσμία, είχε σχετική ησυχία. Τα αυτοκίνητα δεν κόρναραν, οι άνθρωποι δε φώναζαν, όλοι πήγαιναν στις δουλειές τους ή τις διεκπεραίωναν με ηρεμία, ησυχία. Άκουγες βέβαια τις θορυβώδεις μηχανές από τα παλιά οχήματα στους δρόμους, αλλά η κόρνα λες και απουσίαζε και μάλιστα σε συνθήκες υπερβολικής κίνησης.
Ανηφόριζα λοιπόν αργά, σταθερά και με τη γλώσσα έξω λόγω του υψομέτρου, αργά σαν τον Βασιλάκη τον Τσιάρτα προς τη παλιά Λα Παζ, όπου βρίσκονται τα λιγοστά τουριστικά αξιοθέατα της πόλης. Πρώτη στάση η εκκλησία του San Francisco, με μια μεγάλη πλατεία όπου βρίσκονταν δεκάδες μικροπωλητές, με κυρίαρχες τις απίθανες Βολιβιανές κυρίες που θα αναφέρω πολλές φορές ακόμα, αφού νομίζω τις ερωτεύτηκα με τις φορεσιές, τις ινδιάνικες φάτσες και την μεγάλη δύναμη και αντοχή τους να εργάζονται υπό αντίξοες συνθήκες, ακόμα και κουβαλώντας μωρά στη πλάτη μέσα σε πολύχρωμο μάρσιπο. Η εκκλησία είναι ανοικτή, με δωρεάν είσοδο, έχει παλιά κλασσική αποικιακή Ισπανική αρχιτεκτονική που λατρεύω και το εσωτερικό της είναι υπέροχο. Σκοτεινός ατμοσφαιρικός ναός, με παρεκκλήσια με τις μεγάλες κούκλες με μορφές Αγίων, του Χριστού και φυσικά της αγαπημένης στους Ισπανούς Παρθένου σε διάφορες μορφές που συναντάς στη Λατινική Αμερική. Ακριβώς δίπλα επίσκεψη στο όμορφο μοναστήρι του San Francisco (είναι ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης για όσους αναρωτιούνται). Ανεβαίνοντας στη ταράτσα, ω εκ του θαύματος, έσκασε μύτη ο θεός ήλιος να διώξει τη καταθλιπτική μουντάδα και να φωτίσει τα κόκκινα κτίρια που σκαρφάλωναν τα βουνά γύρω από τη πόλη. Είμαι όμως τόσο χαμηλά (μόνο στα 3500μ), διάφορα ψηλά κτίρια κρύβουν την τοπολογία της πόλης της Λα Παζ και ήδη το μυαλό μου ήταν στο πού θα ανέβω για να δω τη πόλη από ψηλά και τα βουνά που την περιτριγυρίζουν.
Έχουμε όμως καιρό ακόμα για αυτό. Ακολουθεί μια βόλτα στις πλακόστρωτες γειτονιές πίσω από την εκκλησία, όπου βρίσκεται η οδός Sagarnaga και η γειτονιά των μαγισσών. Δεν είδα πουθενά μάγισσες σε σκουπόξυλα και με καζάνια αλλά περπάτησα σε ένα μικρό Μοναστηράκι, με αναρίθμητα καταστήματα που απευθύνονταν εμφανώς σε τουρίστες, που πωλούν ρούχα από μαλλί αλπάκα, κασκόλ, γάντια, σκουφιά, σουβενίρ με το κιλό, έργα τέχνης, ό,τι τέλος πάντων πωλείται σε ένα Μοναστηράκι. Στο δρόμο έκαναν την εμφάνισή τους τα αγαπημένα μου από τη Γουατεμάλα λεωφορεια, τα πολύχρωμα παλαιά λεωφορεία αμερικανικής κατασκευής (Dodge) που τα βρίσκεις διάσπαρτα όπως φαίνεται σε όλη την αμερικανική ήπειρο. Η πρώτη μέρα όμως σε τόσο υψόμετρο ήδη βάραινε τα πόδια μου και κάθισα στο αγαπημένο μου καφέ της πόλης, μέσα σε μία όμορφη στοά ακριβώς έξω από το Μουσείο της Κόκας. Εκεί, επιδόθηκα ξανά σε χρήση, εξαρτημένος πλέον, αυτή τη φορά όμως με κανονικά φύλλα στο ποτήρι σου. Bad Ass!
Επόμενος προορισμός η πλατεία Murillo με τον Καθεδρικό, όχι μακριά από εκεί που κάθισα, όπου βρίσκονται και τα λιγοστά εναπομείναντα κτίρια αποικιακής αρχιτεκτονικής που δεν κατεδαφίστηκαν για να σηκωθούν μπετονένια θηρία. Εκεί βρισκόταν και αρχικά η πόλη της Nuestra Senora de la Paz, όπως είναι το πλήρες της όνομα, εκεί ήταν και η έδρα της Ισπανικής αποικιακής διακυβέρνησης, εκεί βρίσκεται και η έδρα της Βολιβιανής σήμερα: το Προεδρικό Μέγαρο, το Κογκρέσο, ο Καθεδρικός και διάφορα κυβερνητικά κτίρια τριγύρω. Η πλατεία, θέατρο ιστορικών στιγμών στην ιστορία της χώρας, τις περισσότερες φορές ταραχών, με κρέμασμα ακόμα και του Προέδρου από ένα στύλο φωτισμού από το εξαγριωμένο πλήθος, είναι πραγματικά ένα ιδανικό σημείο να κάτσεις να χαλαρώσεις και απλά να βλέπεις τον κόσμο να περνάει. Ο κόσμος, κυρίως ντόπιοι, απολαμβάνει το παγωτό του στα σκαλάκια (εθνικό σνακ όπως παρατήρησα, όλοι μα όλοι λατρεύουν το παγωτό), στα παγκάκια και περιβαλλόμενος από όμορφα κτίρια.
Η μουντάδα είχε επιστρέψει, οι πρώτες ψιχάλες έκαναν την εμφάνισή τους, η κούραση επίσης. Το γεύμα μου, πρόχειρο σε ένα καφέ, ήταν πίτες γεμιστές με κινόα, το οποίο προέρχεται όπως έμαθα από τη Λατινική Αμερική, πριν φτάσει στα ράφια των δυτικών σουπερμάρκετ ως πανάκριβο superfood. Κακό δεν ήταν, το έσωσαν μάλλον τα πολλά λαχανικά και μπαχάρια και αφού πήρα την απαραίτητη, διατροφικά σωστή πρωτεΐνη με ειρηνικό τρόπο και όχι σφάζοντας γελάδια και κοτόπουλα που ζουν ανέμελα στα λιβάδια με τις κοτσίδες τους ξέπλεκες, επέστρεψα στο δωμάτιο μου και ξεράθηκα στον ύπνο.
Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου μπαίνουν από το παράθυρό μου. «Πού βρίσκομαι» αναρωτιέμαι στην ομίχλη του μυαλού μου, καθώς σηκώνομαι να κοιτάξω έξω. Μουντάδα, συννεφιά, ένας ουρανοξύστης και στο βάθος , ανάμεσα σε άλλα κτίρια βλέπω σπίτια, πολλά σπίτια να σκαρφαλώνουν ένα βουνό και να το καλύπτουν μέχρι την κορυφή. Νιώθω βαρύς ακόμα λόγω ώρας και του υψόμετρου, που δε με επηρέασε ευτυχώς πλην μίας ελαφριάς κόπωσης, πηγαίνω στη κουζίνα του διαμερίσματος που βρίσκεται στη κυριλέ συνοικία Sopocachi, μασουλάω μια μπανάνα και φτιάχνω το πρώτο μου τσάι από φύλλα κόκας σε φακελάκι, όπως το λίπτον που έχουμε εδώ. Για δες σκέφτηκα μειδιώντας, ήρθα στη Λατινική Αμερική να γίνω κοκάκιας. Ήταν όμως ώρα για τη πρώτη εξερεύνηση, δε κρατιόμουνα. Καλό ντύσιμο διότι τη ψυχρούλα του την είχε αν και κατακαλόκαιρο στο νότιο ημισφαίριο, μιλάμε για υψόμετρο όχι αστεία, που εκτεινόταν από 4050μ. έως περίπου τα 3000μ, δηλ. μέσος όρος 3500μ., οπότε τι ζεστασιά να έχει εδώ στη στρατόσφαιρα.
Κατηφορίζω προς τη κεντρική λεωφόρο που διασχίζει διαμήκως τη Λα Παζ, στο λεγόμενο Prado, κάνω μπόλικο συνάλλαγμα γιατί εκτός της πρωτεύουσας η ισοτιμία τείνει σε ισοτιμία Νταβέλη, καφές στο χέρι και οι πρώτες εικόνες αρχίζουν να με χτυπούν. Καροτσάκια με street food, οι απίθανες Βολιβιανές γυναίκες με τα πολύχρωμα παραδοσιακά φορέματα και φούστες σε 17 στρώσεις και τα περίφημα καπέλα τους, μια διαδήλωση έξω από το Πανεπιστήμιο, ένα γκράφιτι με τον Τσε. Γύρω μου, καθώς ανηφόριζα τη λεωφόρο, μοντέρνα, γκρίζα κτίρια, με αρχιτεκτονική μπετόν-αρμέ, μαγαζιά, κίνηση στο δρόμο και πολύς κόσμος. Τίποτα αξιοσημείωτο από αρχιτεκτονική κι ήταν και αυτή η βαριά συννεφιά που τα έκανε όλα ακόμα πιο γκρίζα. Μια σκέψη όμως με χτύπησε: για τέτοια κίνηση και τέτοια πόλη με πολυκοσμία, είχε σχετική ησυχία. Τα αυτοκίνητα δεν κόρναραν, οι άνθρωποι δε φώναζαν, όλοι πήγαιναν στις δουλειές τους ή τις διεκπεραίωναν με ηρεμία, ησυχία. Άκουγες βέβαια τις θορυβώδεις μηχανές από τα παλιά οχήματα στους δρόμους, αλλά η κόρνα λες και απουσίαζε και μάλιστα σε συνθήκες υπερβολικής κίνησης.

Ανηφόριζα λοιπόν αργά, σταθερά και με τη γλώσσα έξω λόγω του υψομέτρου, αργά σαν τον Βασιλάκη τον Τσιάρτα προς τη παλιά Λα Παζ, όπου βρίσκονται τα λιγοστά τουριστικά αξιοθέατα της πόλης. Πρώτη στάση η εκκλησία του San Francisco, με μια μεγάλη πλατεία όπου βρίσκονταν δεκάδες μικροπωλητές, με κυρίαρχες τις απίθανες Βολιβιανές κυρίες που θα αναφέρω πολλές φορές ακόμα, αφού νομίζω τις ερωτεύτηκα με τις φορεσιές, τις ινδιάνικες φάτσες και την μεγάλη δύναμη και αντοχή τους να εργάζονται υπό αντίξοες συνθήκες, ακόμα και κουβαλώντας μωρά στη πλάτη μέσα σε πολύχρωμο μάρσιπο. Η εκκλησία είναι ανοικτή, με δωρεάν είσοδο, έχει παλιά κλασσική αποικιακή Ισπανική αρχιτεκτονική που λατρεύω και το εσωτερικό της είναι υπέροχο. Σκοτεινός ατμοσφαιρικός ναός, με παρεκκλήσια με τις μεγάλες κούκλες με μορφές Αγίων, του Χριστού και φυσικά της αγαπημένης στους Ισπανούς Παρθένου σε διάφορες μορφές που συναντάς στη Λατινική Αμερική. Ακριβώς δίπλα επίσκεψη στο όμορφο μοναστήρι του San Francisco (είναι ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης για όσους αναρωτιούνται). Ανεβαίνοντας στη ταράτσα, ω εκ του θαύματος, έσκασε μύτη ο θεός ήλιος να διώξει τη καταθλιπτική μουντάδα και να φωτίσει τα κόκκινα κτίρια που σκαρφάλωναν τα βουνά γύρω από τη πόλη. Είμαι όμως τόσο χαμηλά (μόνο στα 3500μ), διάφορα ψηλά κτίρια κρύβουν την τοπολογία της πόλης της Λα Παζ και ήδη το μυαλό μου ήταν στο πού θα ανέβω για να δω τη πόλη από ψηλά και τα βουνά που την περιτριγυρίζουν.

Έχουμε όμως καιρό ακόμα για αυτό. Ακολουθεί μια βόλτα στις πλακόστρωτες γειτονιές πίσω από την εκκλησία, όπου βρίσκεται η οδός Sagarnaga και η γειτονιά των μαγισσών. Δεν είδα πουθενά μάγισσες σε σκουπόξυλα και με καζάνια αλλά περπάτησα σε ένα μικρό Μοναστηράκι, με αναρίθμητα καταστήματα που απευθύνονταν εμφανώς σε τουρίστες, που πωλούν ρούχα από μαλλί αλπάκα, κασκόλ, γάντια, σκουφιά, σουβενίρ με το κιλό, έργα τέχνης, ό,τι τέλος πάντων πωλείται σε ένα Μοναστηράκι. Στο δρόμο έκαναν την εμφάνισή τους τα αγαπημένα μου από τη Γουατεμάλα λεωφορεια, τα πολύχρωμα παλαιά λεωφορεία αμερικανικής κατασκευής (Dodge) που τα βρίσκεις διάσπαρτα όπως φαίνεται σε όλη την αμερικανική ήπειρο. Η πρώτη μέρα όμως σε τόσο υψόμετρο ήδη βάραινε τα πόδια μου και κάθισα στο αγαπημένο μου καφέ της πόλης, μέσα σε μία όμορφη στοά ακριβώς έξω από το Μουσείο της Κόκας. Εκεί, επιδόθηκα ξανά σε χρήση, εξαρτημένος πλέον, αυτή τη φορά όμως με κανονικά φύλλα στο ποτήρι σου. Bad Ass!
Επόμενος προορισμός η πλατεία Murillo με τον Καθεδρικό, όχι μακριά από εκεί που κάθισα, όπου βρίσκονται και τα λιγοστά εναπομείναντα κτίρια αποικιακής αρχιτεκτονικής που δεν κατεδαφίστηκαν για να σηκωθούν μπετονένια θηρία. Εκεί βρισκόταν και αρχικά η πόλη της Nuestra Senora de la Paz, όπως είναι το πλήρες της όνομα, εκεί ήταν και η έδρα της Ισπανικής αποικιακής διακυβέρνησης, εκεί βρίσκεται και η έδρα της Βολιβιανής σήμερα: το Προεδρικό Μέγαρο, το Κογκρέσο, ο Καθεδρικός και διάφορα κυβερνητικά κτίρια τριγύρω. Η πλατεία, θέατρο ιστορικών στιγμών στην ιστορία της χώρας, τις περισσότερες φορές ταραχών, με κρέμασμα ακόμα και του Προέδρου από ένα στύλο φωτισμού από το εξαγριωμένο πλήθος, είναι πραγματικά ένα ιδανικό σημείο να κάτσεις να χαλαρώσεις και απλά να βλέπεις τον κόσμο να περνάει. Ο κόσμος, κυρίως ντόπιοι, απολαμβάνει το παγωτό του στα σκαλάκια (εθνικό σνακ όπως παρατήρησα, όλοι μα όλοι λατρεύουν το παγωτό), στα παγκάκια και περιβαλλόμενος από όμορφα κτίρια.
Η μουντάδα είχε επιστρέψει, οι πρώτες ψιχάλες έκαναν την εμφάνισή τους, η κούραση επίσης. Το γεύμα μου, πρόχειρο σε ένα καφέ, ήταν πίτες γεμιστές με κινόα, το οποίο προέρχεται όπως έμαθα από τη Λατινική Αμερική, πριν φτάσει στα ράφια των δυτικών σουπερμάρκετ ως πανάκριβο superfood. Κακό δεν ήταν, το έσωσαν μάλλον τα πολλά λαχανικά και μπαχάρια και αφού πήρα την απαραίτητη, διατροφικά σωστή πρωτεΐνη με ειρηνικό τρόπο και όχι σφάζοντας γελάδια και κοτόπουλα που ζουν ανέμελα στα λιβάδια με τις κοτσίδες τους ξέπλεκες, επέστρεψα στο δωμάτιο μου και ξεράθηκα στον ύπνο.