GTS
Member
- Μηνύματα
- 6.783
- Likes
- 18.174
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- La Paz - Α' Μέρος
- Όταν κοιτάς απο ψηλά
- Στη ζαχαρένια πόλη
- Μπρος στην εκκλησιά
- Hit the road Jack
- Photos Potosi
- Οι ανοιχτές φαβέλες της Λατινικής Αμερικής
- Για μια χούφτα δολάρια
- Ο σταυρός του Νότου
- Έρημοι,λίμνες κ φλαμίνγκο
- O δρόμος των διαμαντιών
- Λευκή συμφωνία
- Μπαλκόνι στο Αιγαίο
- Ο δρόμος του θανάτου
Στη ζαχαρένια πόλη
Ο ταξιτζής είναι άγγλος στην ώρα του, φορτώνω μπαγκάζια και βουρ για το αεροδρόμιο του Ελ Άλτο, στα 4050μ., εκεί που μεγάλα αεροπλάνα δε μπορούν να προσγειωθούν και να απογειωθούν ακριβώς λόγω της χαμηλής ατμοσφαιρικής πίεσης. Ανεβαίνοντας τους φιδογυριστούς δρόμους προς τις φτωχογειτονιές της Λα Παζ, γίνεται ορατό από το τζάμι μου το αντικείμενο του πόθου: ΒΟΥΝΑ! Φτάνοντας ψηλά, κάνουμε μια μικρή στάση όπου, επιτέλους, οι αιώνιες χιονοσκέπαστες, μεγαλειώδεις κορυφές των Άνδεων ξεπροβάλλουν γύρω από τη πόλη. Μυθικές κορυφές όπως το Illimani και το Huayna Potosi, που φτάνουν το δυσθεώρητο ύψος των 6500μ. λάμπουν στα μάτια μου, ενώ τρυπάνε τα σύννεφα και φτάνουν ψηλότερα από αυτά. Οι Άνδεις, η υψηλότερη οροσειρά του κόσμου μετά τα βουνά της κεντρικής Ασίας (Ιμαλάια, Καρακορουμ κτλ) και σίγουρα η μακρύτερη.
Καιρός για χάσιμο όμως δεν υπάρχει, τσεκ ιν για την εσωτερική πτήση της 1 ώρας με τις εθνικές αερογραμμές, τροχοδρόμηση, απογείωση και απόλαυση της κορυφής του Illimani πάνω από τα σύννεφα από το παράθυρο. Ήρθε η ώρα να κατέβουμε στα 2800μ., ύψος αστείο για το ταξίδι αυτό, συγκρίσιμο με την κορυφή του Ολύμπου στην Ελλάδα όμως.
Παραλαβή από το βανάκι του ξενοδοχείου και τσεκ ιν σε ένα εκπληκτικό κατάλυμα, αληθινό κόσμημα (http://www.samaryhotel.com/en-us). Αρχοντικό σε αποικιακή αρχιτεκτονική, όπου στεγαζόταν το προξενείο της Βραζιλίας, ήταν μια μικρή νότα πολυτέλειας στη πόλη όπου το βιοτικό επίπεδο είναι γενικά ανεβασμένο και ο πληθυσμός πιο ανάμεικτος, σε σχέση το σχεδόν αποκλειστικά ιθαγενή πληθυσμό της Λα Παζ. Και όπως διαπίστωσα πολιτικά ετερογενής από τη πρωτεύουσα, αλλά σε αυτό θα επανέλθω αργότερα.
Η συννεφιά των δύο πρώτων ημερών με ακολούθησε και επιπλέον, ψιλόβρεχε. Δε με πάει καθόλου ο καιρός μέχρι τώρα σκέφτηκα, πάλι καλά που δε κάνει πολύ κρύο. Βγήκα λοιπόν αμέσως στη παλιά πόλη, καθώς το κατάλυμα είχε άριστη τοποθεσία κοντά στη κεντρική πλατεία και άρχισα να περιηγούμαι μέσα στη μουντάδα, σε μια πόλη με λευκά κτίρια και όχι τα κλασσικά αποικιακά με τα παστέλ χρώματα που αλλού συναντάς. Ήταν και Κυριακή, τα μαγαζιά κλειστά, λίγος κόσμος να κυκλοφορεί στους δρόμους, γενικά ήταν σαν μια μελαγχολική βροχερή ημέρα ελληνικού Νοέμβρη.
Ξεστρατίζοντας από τη κεντρική πλατεία, πέφτω πάνω στη Δημοτική αγορά που ήταν ανοιχτή και αποφασίζω να χαθώ μέσα της. Τους πάγκους με τα εξωτικά φρούτα που μύριζαν υπέροχα, διαδέχτηκαν πάγκοι με λαχανικά, κρέατα με μυαλά, στομάχια και κομμένα κεφάλια βοοειδών. Στο 1ο όροφο βρισκόντουσαν πάγκοι με φαγητό όπου έτρωγαν δεκάδες ντόπιοι, αλλά πέραν του χαριτωμένου θεάματος δε θα ρίσκαρα επουδενί μια ωραία γαστρεντερίτιδα στην αρχή του ταξιδιού, οπότε κατέβηκα πάλι στο ισόγειο, όπου έπεσα πάνω στους πάγκους με τους φρέσκους χυμούς. Διάλεξα ένα πάγκο με μια χαριτωμένη γιαγιά και παράγγειλα ένα χυμό maracuja, δηλ. από φρούτα του πάθους. Ευτελές τίμημα για 2 μεγάλα ποτήρια χυμό, χάζι στο κόσμο που καθόταν τριγύρω και έξοδος από την αγορά, όπου με περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη.
Ο ήλιος έκανε δειλά δειλά την εμφάνισή του, φωτίζοντας αχνά μέσα από τα σύννεφα το λευκό των κτιρίων. Επιτέλους η πόλη πήρε λίγο τα πάνω της: λευκές εκκλησίες, υπέροχα αρχοντικά με εξώστες που θυμίζουν Ανδαλουσία. Η βόλτα μου με πάει βόρεια στη Plaza Libertad με τον οβελίσκο και το όμορφο Teatro Gran Mariscal. Λίγο παραπέρα το πάρκο Σιμόν Μπολιβάρ και το επιβλητικό κτίριο του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Βολιβίας. Καθώς είχε πλησιάσει απόγευμα, πήρα το δρόμο της επιστροφής. Είχα δει τόσο λίγο την πόλη, ο χρόνος ήταν λιγοστός, αλλά θα είχα και την αυριανή ημέρα. Ήταν ώρα να ξεκουραστώ λίγο, να αλλάξω και να ανηφορίσω προς τη Recoletaγια να δω το ηλιοβασίλεμα με θέα όλη τη πόλη.
Βγαίνοντας από το δωμάτιο, βλέπω την απότομη ανηφόρα που θα με έφερνε στη πλατεία Recoleta με το ομώνυμο μοναστήρι, σημείο συνάντησης το σούρουπο για ντόπιους και τουρίστες καθώς προσφέρει υπέροχη θέα στη λευκή πόλη που βρίσκεται στα πόδια της. Είχε ήδη σταματήσει να βρέχει από το μεσημέρι, συννεφιά υπήρχε, αλλά το σούρουπο έδινε ένα γλυκό χρώμα στην υπέροχη αποικιακή πλατεία, στην οποία έφτασα σχεδόν στα 4, αφού τέτοια ανηφόρα ακόμα και στο αστείο για Βολιβία ύψος των 2800μ. ήταν πρόσκληση στην εντατική. Το θέαμα όμως με αποζημίωσε πλήρως: υπέροχος χώρος, κεραμοσκεπές, τα κλασσικά λευκά κτίρια και εκκλησίες, ένα όμορφο συντριβάνι στη μέση και μια υπέροχη αψιδωτή στοά στην άκρη της, όπου απολάμβανες τη θέα προς τη πόλη. Κερασάκι στη λευκή τούρτα ένα συγκρότημα που έπαιζε με κιθάρες υπέροχες λάτιν μελωδίες. Η στιγμή ήταν μαγική, τα φώτα στη πλατεία άναψαν, ο ήλιος έπεφτε και επιτέλους αφέθηκα στη μαγεία της Σούκρε και γενικά του ταξιδιού: ήταν η στιγμή νομίζω που με χαλάρωσε για το υπόλοιπο ταξίδι, σίγουρα μια από τις πιο γλυκές αναμνήσεις που έχω ταξιδεύοντας.
Ο ταξιτζής είναι άγγλος στην ώρα του, φορτώνω μπαγκάζια και βουρ για το αεροδρόμιο του Ελ Άλτο, στα 4050μ., εκεί που μεγάλα αεροπλάνα δε μπορούν να προσγειωθούν και να απογειωθούν ακριβώς λόγω της χαμηλής ατμοσφαιρικής πίεσης. Ανεβαίνοντας τους φιδογυριστούς δρόμους προς τις φτωχογειτονιές της Λα Παζ, γίνεται ορατό από το τζάμι μου το αντικείμενο του πόθου: ΒΟΥΝΑ! Φτάνοντας ψηλά, κάνουμε μια μικρή στάση όπου, επιτέλους, οι αιώνιες χιονοσκέπαστες, μεγαλειώδεις κορυφές των Άνδεων ξεπροβάλλουν γύρω από τη πόλη. Μυθικές κορυφές όπως το Illimani και το Huayna Potosi, που φτάνουν το δυσθεώρητο ύψος των 6500μ. λάμπουν στα μάτια μου, ενώ τρυπάνε τα σύννεφα και φτάνουν ψηλότερα από αυτά. Οι Άνδεις, η υψηλότερη οροσειρά του κόσμου μετά τα βουνά της κεντρικής Ασίας (Ιμαλάια, Καρακορουμ κτλ) και σίγουρα η μακρύτερη.
Καιρός για χάσιμο όμως δεν υπάρχει, τσεκ ιν για την εσωτερική πτήση της 1 ώρας με τις εθνικές αερογραμμές, τροχοδρόμηση, απογείωση και απόλαυση της κορυφής του Illimani πάνω από τα σύννεφα από το παράθυρο. Ήρθε η ώρα να κατέβουμε στα 2800μ., ύψος αστείο για το ταξίδι αυτό, συγκρίσιμο με την κορυφή του Ολύμπου στην Ελλάδα όμως.
Παραλαβή από το βανάκι του ξενοδοχείου και τσεκ ιν σε ένα εκπληκτικό κατάλυμα, αληθινό κόσμημα (http://www.samaryhotel.com/en-us). Αρχοντικό σε αποικιακή αρχιτεκτονική, όπου στεγαζόταν το προξενείο της Βραζιλίας, ήταν μια μικρή νότα πολυτέλειας στη πόλη όπου το βιοτικό επίπεδο είναι γενικά ανεβασμένο και ο πληθυσμός πιο ανάμεικτος, σε σχέση το σχεδόν αποκλειστικά ιθαγενή πληθυσμό της Λα Παζ. Και όπως διαπίστωσα πολιτικά ετερογενής από τη πρωτεύουσα, αλλά σε αυτό θα επανέλθω αργότερα.
Η συννεφιά των δύο πρώτων ημερών με ακολούθησε και επιπλέον, ψιλόβρεχε. Δε με πάει καθόλου ο καιρός μέχρι τώρα σκέφτηκα, πάλι καλά που δε κάνει πολύ κρύο. Βγήκα λοιπόν αμέσως στη παλιά πόλη, καθώς το κατάλυμα είχε άριστη τοποθεσία κοντά στη κεντρική πλατεία και άρχισα να περιηγούμαι μέσα στη μουντάδα, σε μια πόλη με λευκά κτίρια και όχι τα κλασσικά αποικιακά με τα παστέλ χρώματα που αλλού συναντάς. Ήταν και Κυριακή, τα μαγαζιά κλειστά, λίγος κόσμος να κυκλοφορεί στους δρόμους, γενικά ήταν σαν μια μελαγχολική βροχερή ημέρα ελληνικού Νοέμβρη.
Ξεστρατίζοντας από τη κεντρική πλατεία, πέφτω πάνω στη Δημοτική αγορά που ήταν ανοιχτή και αποφασίζω να χαθώ μέσα της. Τους πάγκους με τα εξωτικά φρούτα που μύριζαν υπέροχα, διαδέχτηκαν πάγκοι με λαχανικά, κρέατα με μυαλά, στομάχια και κομμένα κεφάλια βοοειδών. Στο 1ο όροφο βρισκόντουσαν πάγκοι με φαγητό όπου έτρωγαν δεκάδες ντόπιοι, αλλά πέραν του χαριτωμένου θεάματος δε θα ρίσκαρα επουδενί μια ωραία γαστρεντερίτιδα στην αρχή του ταξιδιού, οπότε κατέβηκα πάλι στο ισόγειο, όπου έπεσα πάνω στους πάγκους με τους φρέσκους χυμούς. Διάλεξα ένα πάγκο με μια χαριτωμένη γιαγιά και παράγγειλα ένα χυμό maracuja, δηλ. από φρούτα του πάθους. Ευτελές τίμημα για 2 μεγάλα ποτήρια χυμό, χάζι στο κόσμο που καθόταν τριγύρω και έξοδος από την αγορά, όπου με περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη.
Ο ήλιος έκανε δειλά δειλά την εμφάνισή του, φωτίζοντας αχνά μέσα από τα σύννεφα το λευκό των κτιρίων. Επιτέλους η πόλη πήρε λίγο τα πάνω της: λευκές εκκλησίες, υπέροχα αρχοντικά με εξώστες που θυμίζουν Ανδαλουσία. Η βόλτα μου με πάει βόρεια στη Plaza Libertad με τον οβελίσκο και το όμορφο Teatro Gran Mariscal. Λίγο παραπέρα το πάρκο Σιμόν Μπολιβάρ και το επιβλητικό κτίριο του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Βολιβίας. Καθώς είχε πλησιάσει απόγευμα, πήρα το δρόμο της επιστροφής. Είχα δει τόσο λίγο την πόλη, ο χρόνος ήταν λιγοστός, αλλά θα είχα και την αυριανή ημέρα. Ήταν ώρα να ξεκουραστώ λίγο, να αλλάξω και να ανηφορίσω προς τη Recoletaγια να δω το ηλιοβασίλεμα με θέα όλη τη πόλη.
Βγαίνοντας από το δωμάτιο, βλέπω την απότομη ανηφόρα που θα με έφερνε στη πλατεία Recoleta με το ομώνυμο μοναστήρι, σημείο συνάντησης το σούρουπο για ντόπιους και τουρίστες καθώς προσφέρει υπέροχη θέα στη λευκή πόλη που βρίσκεται στα πόδια της. Είχε ήδη σταματήσει να βρέχει από το μεσημέρι, συννεφιά υπήρχε, αλλά το σούρουπο έδινε ένα γλυκό χρώμα στην υπέροχη αποικιακή πλατεία, στην οποία έφτασα σχεδόν στα 4, αφού τέτοια ανηφόρα ακόμα και στο αστείο για Βολιβία ύψος των 2800μ. ήταν πρόσκληση στην εντατική. Το θέαμα όμως με αποζημίωσε πλήρως: υπέροχος χώρος, κεραμοσκεπές, τα κλασσικά λευκά κτίρια και εκκλησίες, ένα όμορφο συντριβάνι στη μέση και μια υπέροχη αψιδωτή στοά στην άκρη της, όπου απολάμβανες τη θέα προς τη πόλη. Κερασάκι στη λευκή τούρτα ένα συγκρότημα που έπαιζε με κιθάρες υπέροχες λάτιν μελωδίες. Η στιγμή ήταν μαγική, τα φώτα στη πλατεία άναψαν, ο ήλιος έπεφτε και επιτέλους αφέθηκα στη μαγεία της Σούκρε και γενικά του ταξιδιού: ήταν η στιγμή νομίζω που με χαλάρωσε για το υπόλοιπο ταξίδι, σίγουρα μια από τις πιο γλυκές αναμνήσεις που έχω ταξιδεύοντας.