GTS
Member
- Μηνύματα
- 7.155
- Likes
- 21.481
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- La Paz - Α' Μέρος
- Όταν κοιτάς απο ψηλά
- Στη ζαχαρένια πόλη
- Μπρος στην εκκλησιά
- Hit the road Jack
- Photos Potosi
- Οι ανοιχτές φαβέλες της Λατινικής Αμερικής
- Για μια χούφτα δολάρια
- Ο σταυρός του Νότου
- Έρημοι,λίμνες κ φλαμίνγκο
- O δρόμος των διαμαντιών
- Λευκή συμφωνία
- Μπαλκόνι στο Αιγαίο
- Ο δρόμος του θανάτου
Όταν κοιτάς από ψηλά
Λα Παζ άκουγα, Λα Παζ δεν έβλεπα. Όντας χωμένος χαμηλά στη πόλη, με τα κτίρια να καλύπτουν κυρίως και να αποκαλύπτουν από αμυδρά μόνο ανοίγματα τα τριγύρω βουνά με τα αναρίθμητα σπίτια που καλύπτουν κάθε εκατοστό τους, ήταν ώρα να ανέβω ψηλότερα. Ο Πρόεδρος της καρδιάς μας, ο Έβο ο Μοράλες, φρόντισε ώστε το ανέβασμα, αλλά και το κατέβασμα να γίνει μια ξεκούραστη διασκεδαστική εμπειρία: η πόλη απέκτησε ήδη 5 γραμμές τελεφερίκ, με εισιτήριο 3 bolivianos (37 σεντς του ευρώ) και αναμένονται άλλες 5 ώστε η Λα Παζ να αποκτήσει ένα πραγματικό πλήρες μέσο μαζικής μεταφοράς στις ιδιαίτερες μορφολογικές συνθήκες στις οποίες είναι χτισμένη. Ανηφορίζω λοιπόν αγκομαχώντας προς έναν σταθμό της κίτρινης γραμμής (οι γραμμές έχουν όλες χρώματα, όπως τα δικά μας μετρό), με προορισμό το El Alto, τη ψηλότερη γειτονιά της Λα Παζ, στα επιβλητικά 4050μ. Η Λα Παζ έχει την πρωτοτυπία να έχει τις φτωχογειτονιές της ψηλότερα και τις πιο καλές συνοικίες χαμηλότερα: ο λόγος είναι η υψομετρική διαφορά, που φτάνει τα 1000μ. (!!) από το ψηλότερο στο χαμηλότερο σημείο της πόλης. Επομένως, χαμηλότερα έχεις περισσότερο οξυγόνο, καλύτερη θερμοκρασία και ηπιότερες γενικά καιρικές συνθήκες.
Το τελεφερίκ, σύγχρονο και του κουτιού, αυστριακής κατασκευής, είναι όπως αυτό της Πάρνηθας για όποιον έχει πάει, βαγόνια πηγαίνουν και έρχονται συνεχώς και εσύ απλά πηδάς γρήγορα μέσα. Η θέα από ψηλά συγκλονιστική, παρόλη τη βαριά συννεφιά και τη μουντάδα. Τριγύρω βουνά με μυριάδες σπίτια ακόμα στα τούβλα, ασοβάτιστα, 2-3 ορόφων το πολύ, με τσίγκινες σκεπές. Τεράστιες σε μήκος σκάλες διέσχιζαν τις γειτονιές κατηφορίζοντας προς το Prado και τις χαμηλότερες συνοικίες, σκάλες που κατέβαιναν 500 και μέτρα σε ύψος, μήκους προφανώς πολλαπλάσιου, σκάλες που οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν κάποτε αποκλειστικά αλλά και ακόμα χρησιμοποιούν.
Από το El Alto, ένας ταξιτζής με μεταφέρει μερικές εκατοντάδες μέτρα παραπέρα σε σημείο με καλή θέα της πόλης. Εκεί είναι που μένεις πραγματικά άφωνος: τέτοια πόλη δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου, τέτοιο χάος, τέτοια γοητευτική αναρχία. Η Λα Παζ είναι πράγματι μια άσχημη αλλά πολύ γοητευτική κυρία, στην οποία υποκύπτεις όταν σου ξεδιπλώσει αργά τις χαρές της.
Με τον καιρό που επικρατούσε όμως και τη βαριά συννεφιά, δε φαίνονταν καλά τα γύρω βουνά που λαχταρούσα τόσο πολύ να δω. Πώς ένας άνθρωπος των παραλιών έγινα λάτρης των βουνών, ένας θεός ξέρει, αν και κατά βάθος γνωρίζω. Μόνο το πάθος για εξερεύνηση παραμένει φαίνεται άσβεστο αλλά ήταν ώρα να διακόψω την ονειροπόληση και να κατηφορίσω στα χαμηλά της πόλης, πάντα με το τελεφερίκ. Στο τέλος της κίτρινης γραμμής είναι η πράσινη που κατεβαίνει ακόμα χαμηλότερα, πληρώνω εκ νέου το αντίτιμο εισόδου καθώς δεν ισχύει το ίδιο εισιτήριο για μετεπιβίβαση σε άλλη γραμμή και αρκούμαι να χαζεύω από το κάθισμά μου τα τούβλινα σπίτια, τα οποία δεν αλλάζουν ιδιαίτερα στα χαμηλά. Οι πλούσιες γειτονιές που είδα ήταν μόνο 2, με αυτό που λέμε βίλες και ψηλούς φράκτες, με λίγα συγκριτικά σπίτια. Η εντύπωση επομένως που αποκόμισα ήταν ότι η πόλη, έχει μια σχετική ομοιογένεια και δεν έχει ακραίες διαφορές και ανισότητες πλούτου. Μπορεί να κάνω και λάθος βέβαια, αλλά έτσι ένιωσα. Χαρακτηριστική εικόνα στο Ελ Άλτο ήταν ένας κρεμασμένος σε στύλο της Βολιβιανής ΔΕΗ με αγιοβασιλίτικο καπέλο. Στην ερώτησή μου, ο ταρίφας μου είπε ότι όταν γίνεται σε μία γειτονιά ένας φόνος, κρεμάνε μια κούκλα που δείχνει ότι εκεί έγινε φόνος και ότι μπαίνεις πλέον με δική σου ευθύνη εκεί.
Ήταν ώρα για εξερεύνηση στη γειτονιά γύρω από τη Plaza Murillo, τη παλιά Ισπανική συνοικία. Στάση στη calle Jaen με τα καλοδιατηρημένα και αναστηλωμένα αποικιακά κτίρια, ένα μικρό δείγμα του πως μπορούσε να είναι όλη η συνοικία εάν δε αφηνόταν στο έλεος της οικιστικής λαίλαπας. Περπατώντας όμως ανάμεσα στα γκρίζα και άσχημα μοντέρνα κτίρια του κέντρου, συναντάς παλιές εκκλησίες που επιβίωσαν, λίγες αποικιακές κατοικίες που έχουν αφεθεί γοητευτικά να καταρρεύσουν αβοήθητες, δίνοντας μια μικρή γεύση από το παρελθόν της πόλης.
Σε μία από αυτές τις μπαρόκ εκκλησίες, αρκετός κόσμος είχε μαζευτεί και εκεί έκανα κι εγώ στάση να δω τι συμβαίνει. Η εκκλησία άνοιγε σε λίγα λεπτά, κυρίες με τη χαρακτηριστική τους φούστα αλλά ντυμένες σε πιο γήινα χρώματα αυτή τη φορά περίμεναν την έναρξη μίας βάπτισης. Φαντάστηκα ότι ήταν η ενδυμασία για τις πιο επίσημες περιστάσεις και τις γιορτές και ευχαριστήθηκα δεόντως να τις παρατηρώ και να τις φωτογραφίζω στα κρυφά, καθότι ντρέπομαι στα φανερά. Άλλες φορώντας το χαρακτηριστικό τους καπέλο ίσια, άλλες λίγο στραβά (ανάλογα αν είναι παντρεμένη ή όχι), οι cholitas έχουν και χαρακτηριστικές μακριές πλεξούδες στη πλάτη από τα κατάμαυρα μακριά τους μαλλιά. Από τα τόσα ταξίδια μου δε νομίζω να έχω δει αλλού τόσο φολκλόρ ενδυμασίες σε μεγάλη πόλη, που να φοριέται όμως και στη καθημερινή ζωή και όχι μόνο σε ιδιαίτερες περιστάσεις ή για τουριστικούς λόγους.
Ο ουρανός άρχισε δειλά να ανοίγει, η συννεφιά έγινε ελαφρύτερη (αν μπορείς να πεις κάτι τέτοιο) και ξεκίνησα για ένα χαρακτηριστικό σημείο με θέα στη πόλη, το Mirador Killi Killi. Αυτή τη φορά ήσουν σε ένα πάρκο-ύψωμα στο κέντρο της πόλης και μπορούσες να θαυμάσεις την εκπληκτική αυτή πόλη με θέα 360 μοιρών. Το θέαμα πραγματικά απίθανο, όπου έφτανε το μάτι έβλεπες κτίρια να καταπίνουν αδηφάγα στα βουνά γύρω από τη πόλη. Φαινόταν και το Ολυμπιακό Στάδιο της Λα Παζ όπου η μικρή εθνική Βολιβίας έχει φιλοδωρήσει μεταξύ άλλων και την Αργεντινή με 6 γκολ, λόγω προφανώς του αδίστακτου υψόμετρου που είναι αδύνατον να συνηθίσεις μέσα σε μερικές μέρες και σκοτώνει τους αθλητές που έρχονται από χαμηλότερα.
Η μέρα όμως έφτανε στο τέλος της, επιστροφή στο αγαπημένο καφέ Epoca για καύσιμα, σερφάρισμα στο Ίντερνετ και ξεκούραση. Το υψόμετρο το είχα συνηθίσει πλέον, αλλά οι ανηφοριές ήταν πάντοτε ένα θέμα. Ώρα να κατέβουμε σε πιο ανθρώπινα επίπεδα, να φύγουμε από τη Λα Παζ και να βρεθούμε στη συνταγματική πρωτεύουσα της Βολιβίας, την γλυκειά και όμορφη Σούκρε.
Λα Παζ άκουγα, Λα Παζ δεν έβλεπα. Όντας χωμένος χαμηλά στη πόλη, με τα κτίρια να καλύπτουν κυρίως και να αποκαλύπτουν από αμυδρά μόνο ανοίγματα τα τριγύρω βουνά με τα αναρίθμητα σπίτια που καλύπτουν κάθε εκατοστό τους, ήταν ώρα να ανέβω ψηλότερα. Ο Πρόεδρος της καρδιάς μας, ο Έβο ο Μοράλες, φρόντισε ώστε το ανέβασμα, αλλά και το κατέβασμα να γίνει μια ξεκούραστη διασκεδαστική εμπειρία: η πόλη απέκτησε ήδη 5 γραμμές τελεφερίκ, με εισιτήριο 3 bolivianos (37 σεντς του ευρώ) και αναμένονται άλλες 5 ώστε η Λα Παζ να αποκτήσει ένα πραγματικό πλήρες μέσο μαζικής μεταφοράς στις ιδιαίτερες μορφολογικές συνθήκες στις οποίες είναι χτισμένη. Ανηφορίζω λοιπόν αγκομαχώντας προς έναν σταθμό της κίτρινης γραμμής (οι γραμμές έχουν όλες χρώματα, όπως τα δικά μας μετρό), με προορισμό το El Alto, τη ψηλότερη γειτονιά της Λα Παζ, στα επιβλητικά 4050μ. Η Λα Παζ έχει την πρωτοτυπία να έχει τις φτωχογειτονιές της ψηλότερα και τις πιο καλές συνοικίες χαμηλότερα: ο λόγος είναι η υψομετρική διαφορά, που φτάνει τα 1000μ. (!!) από το ψηλότερο στο χαμηλότερο σημείο της πόλης. Επομένως, χαμηλότερα έχεις περισσότερο οξυγόνο, καλύτερη θερμοκρασία και ηπιότερες γενικά καιρικές συνθήκες.
Το τελεφερίκ, σύγχρονο και του κουτιού, αυστριακής κατασκευής, είναι όπως αυτό της Πάρνηθας για όποιον έχει πάει, βαγόνια πηγαίνουν και έρχονται συνεχώς και εσύ απλά πηδάς γρήγορα μέσα. Η θέα από ψηλά συγκλονιστική, παρόλη τη βαριά συννεφιά και τη μουντάδα. Τριγύρω βουνά με μυριάδες σπίτια ακόμα στα τούβλα, ασοβάτιστα, 2-3 ορόφων το πολύ, με τσίγκινες σκεπές. Τεράστιες σε μήκος σκάλες διέσχιζαν τις γειτονιές κατηφορίζοντας προς το Prado και τις χαμηλότερες συνοικίες, σκάλες που κατέβαιναν 500 και μέτρα σε ύψος, μήκους προφανώς πολλαπλάσιου, σκάλες που οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν κάποτε αποκλειστικά αλλά και ακόμα χρησιμοποιούν.
Από το El Alto, ένας ταξιτζής με μεταφέρει μερικές εκατοντάδες μέτρα παραπέρα σε σημείο με καλή θέα της πόλης. Εκεί είναι που μένεις πραγματικά άφωνος: τέτοια πόλη δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου, τέτοιο χάος, τέτοια γοητευτική αναρχία. Η Λα Παζ είναι πράγματι μια άσχημη αλλά πολύ γοητευτική κυρία, στην οποία υποκύπτεις όταν σου ξεδιπλώσει αργά τις χαρές της.
Με τον καιρό που επικρατούσε όμως και τη βαριά συννεφιά, δε φαίνονταν καλά τα γύρω βουνά που λαχταρούσα τόσο πολύ να δω. Πώς ένας άνθρωπος των παραλιών έγινα λάτρης των βουνών, ένας θεός ξέρει, αν και κατά βάθος γνωρίζω. Μόνο το πάθος για εξερεύνηση παραμένει φαίνεται άσβεστο αλλά ήταν ώρα να διακόψω την ονειροπόληση και να κατηφορίσω στα χαμηλά της πόλης, πάντα με το τελεφερίκ. Στο τέλος της κίτρινης γραμμής είναι η πράσινη που κατεβαίνει ακόμα χαμηλότερα, πληρώνω εκ νέου το αντίτιμο εισόδου καθώς δεν ισχύει το ίδιο εισιτήριο για μετεπιβίβαση σε άλλη γραμμή και αρκούμαι να χαζεύω από το κάθισμά μου τα τούβλινα σπίτια, τα οποία δεν αλλάζουν ιδιαίτερα στα χαμηλά. Οι πλούσιες γειτονιές που είδα ήταν μόνο 2, με αυτό που λέμε βίλες και ψηλούς φράκτες, με λίγα συγκριτικά σπίτια. Η εντύπωση επομένως που αποκόμισα ήταν ότι η πόλη, έχει μια σχετική ομοιογένεια και δεν έχει ακραίες διαφορές και ανισότητες πλούτου. Μπορεί να κάνω και λάθος βέβαια, αλλά έτσι ένιωσα. Χαρακτηριστική εικόνα στο Ελ Άλτο ήταν ένας κρεμασμένος σε στύλο της Βολιβιανής ΔΕΗ με αγιοβασιλίτικο καπέλο. Στην ερώτησή μου, ο ταρίφας μου είπε ότι όταν γίνεται σε μία γειτονιά ένας φόνος, κρεμάνε μια κούκλα που δείχνει ότι εκεί έγινε φόνος και ότι μπαίνεις πλέον με δική σου ευθύνη εκεί.
Ήταν ώρα για εξερεύνηση στη γειτονιά γύρω από τη Plaza Murillo, τη παλιά Ισπανική συνοικία. Στάση στη calle Jaen με τα καλοδιατηρημένα και αναστηλωμένα αποικιακά κτίρια, ένα μικρό δείγμα του πως μπορούσε να είναι όλη η συνοικία εάν δε αφηνόταν στο έλεος της οικιστικής λαίλαπας. Περπατώντας όμως ανάμεσα στα γκρίζα και άσχημα μοντέρνα κτίρια του κέντρου, συναντάς παλιές εκκλησίες που επιβίωσαν, λίγες αποικιακές κατοικίες που έχουν αφεθεί γοητευτικά να καταρρεύσουν αβοήθητες, δίνοντας μια μικρή γεύση από το παρελθόν της πόλης.
Σε μία από αυτές τις μπαρόκ εκκλησίες, αρκετός κόσμος είχε μαζευτεί και εκεί έκανα κι εγώ στάση να δω τι συμβαίνει. Η εκκλησία άνοιγε σε λίγα λεπτά, κυρίες με τη χαρακτηριστική τους φούστα αλλά ντυμένες σε πιο γήινα χρώματα αυτή τη φορά περίμεναν την έναρξη μίας βάπτισης. Φαντάστηκα ότι ήταν η ενδυμασία για τις πιο επίσημες περιστάσεις και τις γιορτές και ευχαριστήθηκα δεόντως να τις παρατηρώ και να τις φωτογραφίζω στα κρυφά, καθότι ντρέπομαι στα φανερά. Άλλες φορώντας το χαρακτηριστικό τους καπέλο ίσια, άλλες λίγο στραβά (ανάλογα αν είναι παντρεμένη ή όχι), οι cholitas έχουν και χαρακτηριστικές μακριές πλεξούδες στη πλάτη από τα κατάμαυρα μακριά τους μαλλιά. Από τα τόσα ταξίδια μου δε νομίζω να έχω δει αλλού τόσο φολκλόρ ενδυμασίες σε μεγάλη πόλη, που να φοριέται όμως και στη καθημερινή ζωή και όχι μόνο σε ιδιαίτερες περιστάσεις ή για τουριστικούς λόγους.
Ο ουρανός άρχισε δειλά να ανοίγει, η συννεφιά έγινε ελαφρύτερη (αν μπορείς να πεις κάτι τέτοιο) και ξεκίνησα για ένα χαρακτηριστικό σημείο με θέα στη πόλη, το Mirador Killi Killi. Αυτή τη φορά ήσουν σε ένα πάρκο-ύψωμα στο κέντρο της πόλης και μπορούσες να θαυμάσεις την εκπληκτική αυτή πόλη με θέα 360 μοιρών. Το θέαμα πραγματικά απίθανο, όπου έφτανε το μάτι έβλεπες κτίρια να καταπίνουν αδηφάγα στα βουνά γύρω από τη πόλη. Φαινόταν και το Ολυμπιακό Στάδιο της Λα Παζ όπου η μικρή εθνική Βολιβίας έχει φιλοδωρήσει μεταξύ άλλων και την Αργεντινή με 6 γκολ, λόγω προφανώς του αδίστακτου υψόμετρου που είναι αδύνατον να συνηθίσεις μέσα σε μερικές μέρες και σκοτώνει τους αθλητές που έρχονται από χαμηλότερα.

Η μέρα όμως έφτανε στο τέλος της, επιστροφή στο αγαπημένο καφέ Epoca για καύσιμα, σερφάρισμα στο Ίντερνετ και ξεκούραση. Το υψόμετρο το είχα συνηθίσει πλέον, αλλά οι ανηφοριές ήταν πάντοτε ένα θέμα. Ώρα να κατέβουμε σε πιο ανθρώπινα επίπεδα, να φύγουμε από τη Λα Παζ και να βρεθούμε στη συνταγματική πρωτεύουσα της Βολιβίας, την γλυκειά και όμορφη Σούκρε.