GTS
Member
- Μηνύματα
- 7.155
- Likes
- 21.481
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- La Paz - Α' Μέρος
- Όταν κοιτάς απο ψηλά
- Στη ζαχαρένια πόλη
- Μπρος στην εκκλησιά
- Hit the road Jack
- Photos Potosi
- Οι ανοιχτές φαβέλες της Λατινικής Αμερικής
- Για μια χούφτα δολάρια
- Ο σταυρός του Νότου
- Έρημοι,λίμνες κ φλαμίνγκο
- O δρόμος των διαμαντιών
- Λευκή συμφωνία
- Μπαλκόνι στο Αιγαίο
- Ο δρόμος του θανάτου
Για μια χούφτα δολάρια
Στα σύνορα Χιλής, Αργεντινής και Βολιβίας βρίσκεται μια πόλη που δε τη ξέρει κανείς. Τη λένε Tupiza και είναι η νότια είσοδος στο ανεπανάληπτο Βολιβιανό αλτιπλάνο. Πέρα όμως από μια μικρή, σκονισμένη και αδιάφορη κωμόπολη, κρύβει μεγάλες εκπλήξεις, απόδειξη της εκπληκτικής Βολιβιανής ποικιλίας σε τοπία: τα τοπία γύρω από τη πόλη είναι βγαλμένα από ένα σπαγγέτι γουέστερν φιλμ. Σαν κερασάκι στη γουέστερν τούρτα, κοντά στη Τουπίζα σκοτώθηκαν δύο από τους πιο διάσημους καουμπόηδες-ληστές της αμερικανικής Άγριας Δύσης: ο Butch Cassidy και ο Sundance Kid. Αρχές του 20ου αιώνα και στη δύση της…Άγριας Δύσης, οι δύο διαβόητοι ληστές βρίσκονται στη Βολιβία και πέριξ της Τουπίζας για να ληστέψουν μία χρηματαποστολή. Κάπου αποτυγχάνουν, κάπου κρύβονται, τους βρίσκουν, ακολουθεί πιστολίδι, ετοιμοθάνατος τραυματίας ο ένας και ο σύντροφός του, για να αποφύγουν τη βέβαιη κρεμάλα, τον λυτρώνει με μία σφαίρα και ύστερα αυτοκτονεί και ο ίδιος.
Ζωσμένος με μόλις 180 ευρώ σε βολιβιανά χαρτονομίσματα, τα καταθέτω σε τουριστικό γραφείο ως το ασήμαντο κόστος της 4ήμερης εκδρομής στα Βολιβιανά υψίπεδα που ξεκινάει την επομένη και ξεκινάω για μια βόλτα στη πόλη. Ήδη έχω ρωτήσει και έχω πληροφορηθεί ότι αν πάρεις το λεωφορείο νούμερο τάδε, σε κατεβάζει κάπου στο πουθενά όπου μπορείς να κάνεις τρέκινγκ στα φαρ ουέστ τοπία της περιοχής. Μόνο που δεν υπολόγισα ότι θα έβρισκα τον κλώνο του Αλέξη Τσίπρα, από όλα τα μέρη ρε διάολε, στη Τουπίζα, στα γαμίδια της Βολιβίας. Μισός Έλληνας (από πατέρα) μισός Βολιβιανός, μεγαλωμένος στην Ελλάδα, ζει με τη γυναίκα του και τα 2 παιδιά του στη Τουπίζα έχοντας fast-food μαγαζί στυλ κεντάκι fried chicken. Ο αγαπητός Αργύρης (!!) είναι κλώνος του Αλέξη, πιο νέος βέβαια, πιο όμορφος και πιο ψηλός και εισέπραξα και ένα ελληνικότατο «άντε γαμήσου» όταν του είπα ότι μοιάζει στον Ηγέρπη της ελληνικής πολιτικής φαρσοκωμωδίας. Κάποιες αθάνατες ελληνικές φράσεις δε ξεχνιούνται μάλλον, ακόμα ύστερα από 20 χρόνια ξενιτιάς. Με τον Αργύρη λοιπόν μιλήσαμε εκτενώς, περιέγραψε τη ζωή στη Βολιβιανή εσχατιά, του μετέφερα τα νέα από τη σοσιαλιστική (sic) μας πατρίδα αλλά δεν τον είδα και ιδιαίτερα σοσιαλιστή: έβριζε τον Πρόεδρο Μοράλες, τον έλεγε απατεώνα και κλέφτη μεταξύ ηπιότερων χαρακτηρισμών (ανίκανος κτλ). Μη τον παρεξηγείτε, ο Αργύρης είναι πολύ καλό παιδί και οικογενειάρχης, πρόσχαρος και γελαστός. Προσφέρθηκε μάλιστα, αντί να πάρω το λεωφορείο, που το περίμενα πώς και πώς να πω τη μαύρη αλήθεια για να καθήσω ανάμεσα σε ντόπιους ως ο μόνος τουρίστας, να με ξεναγήσει λίγο έξω από τη πόλη και να με αφήσει στην είσοδο ενός φαραγγιού όπου θα ξεκινούσα τη περιπέτειά μου στην άγρια δύση της Βολιβίας.
Αφού λοιπόν ο Αργύρης με πήγε μία αδιάφορη βόλτα, όπου όμως είδα ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ για πρώτη φορά στη χώρα λάμα (ήταν έρωτας με τη πρώτη ματιά όπως βλέπετε στη φωτό – δε θα αποκαλύψω λεπτομέρειες), με άφησε στη κοίτη ενός ξεραμένου ποταμού, ανάμεσα σε κάκτους και σε ένα τοπίο βγαλμένο από ονείρωξη του Σέρτζιο Λεόνε.
Ξεκινώντας από τις πύλες του Διαβόλου, μπήκα βαθύτερα στο φαράγγι, καθώς το τζιπ του Αργύρη ξεμάκρυνε αφήνοντάς με παντέρημο, με το σακίδιό μου όπου είχα νερό και τροφή τα παστέλια από τα ΑΒ Βασιλόπουλος. Αυτό που μου έκανε τρομερή εντύπωση ήταν η ησυχία που επικρατούσε: πέρα από κάποιο πουλί που κελαηδούσε, ήταν η ΑΠΟΛΥΤΗ σιωπή που αν την αναμείξεις με την απόλυτη μοναξιά μου στο χώρο, έδινε έναν συνδυασμό που με μέθυσε με το κρασί της εξερεύνησης αλλά και λίγο της ανησυχίας καθώς ούτε τηλέφωνα έπιαναν εκεί, ούτε άλλοι άνθρωποι υπήρχαν, ούτε κανένας θα με περίμενε να γυρίσω. Η αίσθηση της περιπέτειας όμως είναι μέσα μου πιο δυνατή και ξεκίνησα μαγεμένος, ακούγοντας μόνο τα βήματά μου να διασχίσω ένα πανέμορφο τοπίο, εισερχόμενος όλο και βαθύτερα στο φαράγγι του Διαβόλου (όνομα πολύ πρωτότυπο στα μέρη αυτά). Μετά από ώρα έφτασα σε μία στενή χαράδρα, όπου έτρεχε λίγο νερό και είδα ότι μπορούσα να εισχωρήσω ακόμα βαθύτερα, αλλά αυτή τη φορά σκαρφαλώνοντας. Ξαπόστασα λίγο να φρεσκαριστώ με παστελάκι από τη πατρίδα και σκαρφάλωσα τα κόκκινα βράχια του φαραγγιού, όπου έφτασα σε άλλον έναν μικρό καταρράκτη όπου έτρεχε λιγοστό το νερό, αλλά όπως μου είχε πει και ο Αργύρης «αν δεις σύννεφα και ξεκινάει βροχή, φύγε όσο πιο γρήγορα μπορείς γιατί κατεβάζει πολύ νερό από το φαράγγι». Με αυτή την παρήγορη σκέψη είπα «ως εδώ είσαι χορχίτο», αν στραβοπατήσεις και σπάσεις κανά πόδι θα μείνουν τα κόκκαλα σου, φορώντας στο κρανίο το πλατύγυρο καπέλο αγορασμένο στη Τζαϊπούρ του Ρατζαστάν, να ασπρίζουν κάτω από τον καυτό ήλιο ως αιώνια υπενθύμιση στους επισκέπτες πως «να ένας ηλίθιος που ήρθε μόνος του εδώ πέρα».
Ξεκίνησα λοιπόν για το μακρύ δρόμο της επιστροφής, έφτασα στις πύλες του Διαβόλου όπου ώρες πριν με είχε αφήσει ο Βολιβιανός Αλέξης Τσίπρας και ακολούθησα το χωματόδρομο, σε τοπίο χωματερής πλέον, για τη κωμόπολη της Τουπίζα. Μετά από πολύ περπάτημα, άχαρο πλέον ανάμεσα σε χαλίκι, σκουπίδι, πέτρες και έναν Υποσταθμό της Ηλεκτρικής Εταιρείας, φτάνω στα πρώτα σπίτια της Τουπίζας, όπου με ανακουφίζουν, πέρα από τα σημάδια του πολιτισμού, αυθεντικές εικόνες γειτονιών, παιδιά να παίζουν ποδόσφαιρο, γριές να κάθονται στα σκαλοπάτια των σπιτιών τους και να με χαιρετάνε, μικρά μαγαζάκια της γειτονιάς…απλή που είναι ζωή. Μπόνους, ακόμα ένα γκράφιτι με τον Τσε, που λατρεύεται στη χώρα όπου βρήκε τραγικό αλλά ένδοξο θάνατο, που τον έβαλε στο πάνθεον των ηρώων των λαών απανταχού της γης.
Στα σύνορα Χιλής, Αργεντινής και Βολιβίας βρίσκεται μια πόλη που δε τη ξέρει κανείς. Τη λένε Tupiza και είναι η νότια είσοδος στο ανεπανάληπτο Βολιβιανό αλτιπλάνο. Πέρα όμως από μια μικρή, σκονισμένη και αδιάφορη κωμόπολη, κρύβει μεγάλες εκπλήξεις, απόδειξη της εκπληκτικής Βολιβιανής ποικιλίας σε τοπία: τα τοπία γύρω από τη πόλη είναι βγαλμένα από ένα σπαγγέτι γουέστερν φιλμ. Σαν κερασάκι στη γουέστερν τούρτα, κοντά στη Τουπίζα σκοτώθηκαν δύο από τους πιο διάσημους καουμπόηδες-ληστές της αμερικανικής Άγριας Δύσης: ο Butch Cassidy και ο Sundance Kid. Αρχές του 20ου αιώνα και στη δύση της…Άγριας Δύσης, οι δύο διαβόητοι ληστές βρίσκονται στη Βολιβία και πέριξ της Τουπίζας για να ληστέψουν μία χρηματαποστολή. Κάπου αποτυγχάνουν, κάπου κρύβονται, τους βρίσκουν, ακολουθεί πιστολίδι, ετοιμοθάνατος τραυματίας ο ένας και ο σύντροφός του, για να αποφύγουν τη βέβαιη κρεμάλα, τον λυτρώνει με μία σφαίρα και ύστερα αυτοκτονεί και ο ίδιος.
Ζωσμένος με μόλις 180 ευρώ σε βολιβιανά χαρτονομίσματα, τα καταθέτω σε τουριστικό γραφείο ως το ασήμαντο κόστος της 4ήμερης εκδρομής στα Βολιβιανά υψίπεδα που ξεκινάει την επομένη και ξεκινάω για μια βόλτα στη πόλη. Ήδη έχω ρωτήσει και έχω πληροφορηθεί ότι αν πάρεις το λεωφορείο νούμερο τάδε, σε κατεβάζει κάπου στο πουθενά όπου μπορείς να κάνεις τρέκινγκ στα φαρ ουέστ τοπία της περιοχής. Μόνο που δεν υπολόγισα ότι θα έβρισκα τον κλώνο του Αλέξη Τσίπρα, από όλα τα μέρη ρε διάολε, στη Τουπίζα, στα γαμίδια της Βολιβίας. Μισός Έλληνας (από πατέρα) μισός Βολιβιανός, μεγαλωμένος στην Ελλάδα, ζει με τη γυναίκα του και τα 2 παιδιά του στη Τουπίζα έχοντας fast-food μαγαζί στυλ κεντάκι fried chicken. Ο αγαπητός Αργύρης (!!) είναι κλώνος του Αλέξη, πιο νέος βέβαια, πιο όμορφος και πιο ψηλός και εισέπραξα και ένα ελληνικότατο «άντε γαμήσου» όταν του είπα ότι μοιάζει στον Ηγέρπη της ελληνικής πολιτικής φαρσοκωμωδίας. Κάποιες αθάνατες ελληνικές φράσεις δε ξεχνιούνται μάλλον, ακόμα ύστερα από 20 χρόνια ξενιτιάς. Με τον Αργύρη λοιπόν μιλήσαμε εκτενώς, περιέγραψε τη ζωή στη Βολιβιανή εσχατιά, του μετέφερα τα νέα από τη σοσιαλιστική (sic) μας πατρίδα αλλά δεν τον είδα και ιδιαίτερα σοσιαλιστή: έβριζε τον Πρόεδρο Μοράλες, τον έλεγε απατεώνα και κλέφτη μεταξύ ηπιότερων χαρακτηρισμών (ανίκανος κτλ). Μη τον παρεξηγείτε, ο Αργύρης είναι πολύ καλό παιδί και οικογενειάρχης, πρόσχαρος και γελαστός. Προσφέρθηκε μάλιστα, αντί να πάρω το λεωφορείο, που το περίμενα πώς και πώς να πω τη μαύρη αλήθεια για να καθήσω ανάμεσα σε ντόπιους ως ο μόνος τουρίστας, να με ξεναγήσει λίγο έξω από τη πόλη και να με αφήσει στην είσοδο ενός φαραγγιού όπου θα ξεκινούσα τη περιπέτειά μου στην άγρια δύση της Βολιβίας.
Αφού λοιπόν ο Αργύρης με πήγε μία αδιάφορη βόλτα, όπου όμως είδα ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ για πρώτη φορά στη χώρα λάμα (ήταν έρωτας με τη πρώτη ματιά όπως βλέπετε στη φωτό – δε θα αποκαλύψω λεπτομέρειες), με άφησε στη κοίτη ενός ξεραμένου ποταμού, ανάμεσα σε κάκτους και σε ένα τοπίο βγαλμένο από ονείρωξη του Σέρτζιο Λεόνε.
Ξεκινώντας από τις πύλες του Διαβόλου, μπήκα βαθύτερα στο φαράγγι, καθώς το τζιπ του Αργύρη ξεμάκρυνε αφήνοντάς με παντέρημο, με το σακίδιό μου όπου είχα νερό και τροφή τα παστέλια από τα ΑΒ Βασιλόπουλος. Αυτό που μου έκανε τρομερή εντύπωση ήταν η ησυχία που επικρατούσε: πέρα από κάποιο πουλί που κελαηδούσε, ήταν η ΑΠΟΛΥΤΗ σιωπή που αν την αναμείξεις με την απόλυτη μοναξιά μου στο χώρο, έδινε έναν συνδυασμό που με μέθυσε με το κρασί της εξερεύνησης αλλά και λίγο της ανησυχίας καθώς ούτε τηλέφωνα έπιαναν εκεί, ούτε άλλοι άνθρωποι υπήρχαν, ούτε κανένας θα με περίμενε να γυρίσω. Η αίσθηση της περιπέτειας όμως είναι μέσα μου πιο δυνατή και ξεκίνησα μαγεμένος, ακούγοντας μόνο τα βήματά μου να διασχίσω ένα πανέμορφο τοπίο, εισερχόμενος όλο και βαθύτερα στο φαράγγι του Διαβόλου (όνομα πολύ πρωτότυπο στα μέρη αυτά). Μετά από ώρα έφτασα σε μία στενή χαράδρα, όπου έτρεχε λίγο νερό και είδα ότι μπορούσα να εισχωρήσω ακόμα βαθύτερα, αλλά αυτή τη φορά σκαρφαλώνοντας. Ξαπόστασα λίγο να φρεσκαριστώ με παστελάκι από τη πατρίδα και σκαρφάλωσα τα κόκκινα βράχια του φαραγγιού, όπου έφτασα σε άλλον έναν μικρό καταρράκτη όπου έτρεχε λιγοστό το νερό, αλλά όπως μου είχε πει και ο Αργύρης «αν δεις σύννεφα και ξεκινάει βροχή, φύγε όσο πιο γρήγορα μπορείς γιατί κατεβάζει πολύ νερό από το φαράγγι». Με αυτή την παρήγορη σκέψη είπα «ως εδώ είσαι χορχίτο», αν στραβοπατήσεις και σπάσεις κανά πόδι θα μείνουν τα κόκκαλα σου, φορώντας στο κρανίο το πλατύγυρο καπέλο αγορασμένο στη Τζαϊπούρ του Ρατζαστάν, να ασπρίζουν κάτω από τον καυτό ήλιο ως αιώνια υπενθύμιση στους επισκέπτες πως «να ένας ηλίθιος που ήρθε μόνος του εδώ πέρα».
Ξεκίνησα λοιπόν για το μακρύ δρόμο της επιστροφής, έφτασα στις πύλες του Διαβόλου όπου ώρες πριν με είχε αφήσει ο Βολιβιανός Αλέξης Τσίπρας και ακολούθησα το χωματόδρομο, σε τοπίο χωματερής πλέον, για τη κωμόπολη της Τουπίζα. Μετά από πολύ περπάτημα, άχαρο πλέον ανάμεσα σε χαλίκι, σκουπίδι, πέτρες και έναν Υποσταθμό της Ηλεκτρικής Εταιρείας, φτάνω στα πρώτα σπίτια της Τουπίζας, όπου με ανακουφίζουν, πέρα από τα σημάδια του πολιτισμού, αυθεντικές εικόνες γειτονιών, παιδιά να παίζουν ποδόσφαιρο, γριές να κάθονται στα σκαλοπάτια των σπιτιών τους και να με χαιρετάνε, μικρά μαγαζάκια της γειτονιάς…απλή που είναι ζωή. Μπόνους, ακόμα ένα γκράφιτι με τον Τσε, που λατρεύεται στη χώρα όπου βρήκε τραγικό αλλά ένδοξο θάνατο, που τον έβαλε στο πάνθεον των ηρώων των λαών απανταχού της γης.