GTS
Member
- Μηνύματα
- 7.155
- Likes
- 21.481
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- La Paz - Α' Μέρος
- Όταν κοιτάς απο ψηλά
- Στη ζαχαρένια πόλη
- Μπρος στην εκκλησιά
- Hit the road Jack
- Photos Potosi
- Οι ανοιχτές φαβέλες της Λατινικής Αμερικής
- Για μια χούφτα δολάρια
- Ο σταυρός του Νότου
- Έρημοι,λίμνες κ φλαμίνγκο
- O δρόμος των διαμαντιών
- Λευκή συμφωνία
- Μπαλκόνι στο Αιγαίο
- Ο δρόμος του θανάτου
Μπαλκόνι στο Αιγαίο
Το νυχτερινό ΚΤΕΛ από Ουγιούνι φτάνει έξω από τον κεντρικό σταθμό λεωφορείων της Λα Παζ μέσα στη μαύρη νύχτα. Προσανατολίζομαι και σέρνω τσάντα και βαλίτσα στο κεντρικό κτίριο, ψάχνοντας ένα εκδοτήριο για να βγάλω το εισιτήριο για Κόπακαμπάνα, την αυθεντική τη βολιβιανή, όχι τη βραζιλιάνικη την ιμιτασιόν. Με τα πολλά αγοράζω εισιτήριο και κάθομαι στωικά σε ένα βρώμικο παγκάκι μαζί με άλλους ταλαιπωρημένους ταξιδιώτες. Τις τελευταίες 48 ώρες έχω κοιμηθεί ελάχιστα αφού έχω ξυπνήσει από το χάραμα για να δω την ανατολή στο Σαλάρ, κοιμήθηκα ελάχιστα στο νυχτερινό ΚΤΕΛ και δε προβλέπεται ύπνος παρά μόνο το βράδυ αφού με περιμένει η Τιτικάκα. Μπορεί για άλλους να είναι βαρετό και διεκπεραιωτικό κομμάτι, αλλά αυτή η αναμονή σε σταθμούς τρένων, λεωφορείων, η παρατήρηση άλλων ταξιδιωτών, αντρών, γυναικών, μωρών, σκυλιών γατιών και ενίοτε ποντικιών (βλ. Ινδία) μου δημιουργεί μια ανεξήγητη ίσως ηρεμία και γαλήνη. Ίσως γιατί μέσα στη διαρκή αναζήτηση πραγμάτων, οδών, τις βόλτες, τα αξιοθέατα, μουσεία, εκκλησίες κτλ. εκεί μπορεί επιτέλους κυρίως το μυαλό αλλά και το σώμα, μην έχοντας κάτι άλλο να κάνει παρά να αναμένει, να ξεκουραστεί από την ταχεία εναλλαγή εικόνων και συναισθημάτων, να λειτουργήσει σε χαλαρές στροφές και να παρατηρήσει, χωρίς το άγχος του χρόνου που τρέχει αμείλικτα. Βγάζω το βιβλίο μου που δυστυχώς ήταν στα τελειώματα, εκεί που οι Ισπανοί κονκισταδόρες σφάγιασαν τους δυστυχείς Ίνκας και κάπως έτσι έφτασε η ώρα της αναχώρησης το ξημέρωμα.
Το ΚΤΕΛ ήταν από τα καλά, τα αυθεντικά, τα βολιβιανά, δηλαδή ένα σαράβαλο που έτριζε ολόκληρο. Μέχρι να βγούμε από τη Λα Παζ υποφέραμε στη κίνηση, γινόντουσαν και κάτι έργα στο δρόμο και φάγαμε τη μισή ώρα έτσι. Βγαίνοντας επιτέλους εκτός πόλης, χαζεύω από το βρώμικο παράθυρο την ύπαιθρο. Μια ευχάριστη έκπληξη με περίμενε, αφού στο βάθος φαινόντουσαν εντυπωσιακές οι χιονοσκέπαστες κορυφές των Άνδεων, περήφανες και αγέρωχες. Αρχίζουμε και κατηφορίζουμε, φτάνουμε στον Ισθμό όπου θα εγκαταλείψουμε για λίγο το ΚΤΕΛ, θα περάσουμε με βάρκα απέναντι, όπου θα συναντήσουμε το λεωφορείο το οποίο θα περάσει προφανώς μονάχο του. Αναρωτιέμαι το γιατί. Κατεβαίνω, βγάζω εισιτήριο και μπαίνω πρώτος πρώτος στη βάρκα που θα μας μεταφέρει απέναντι. Η παρέα είναι όπως πάντα υπέροχη, βολιβιανές τσολίτες. Απέναντι μας αναμένει ένα κιτς άγαλμα κάποιου βασιλιά των Ίνκας (αυτοκράτορας καλύτερα αφού τυπικά μιλάμε για αυτοκρατορία των Ίνκας), μπαίνω σε ένα κομεδόρ να αγοράσω νερό και ένα σνακ και βλέπω το λόγο που το ΚΤΕΛ έρχεται μόνο του: είναι ανεβασμένο σε μία σχεδία, έτοιμη να βουλιάξει, έρχεται αργά στην όχθη μας. Δεν νομίζω να υπήρχε περίπτωση να μπει άνθρωπος εκεί πάνω. Παρατηρώ τις ντόπιες γυναίκες που στωικά έχουν αραδιάσει τη πραμάτειά τους, τα λαμπερά νερά της μυθικής λίμνης αλλά ακόμα έχουμε δρόμο, ανεβαίνω στο ΚΤΕΛ για τη συνέχεια.
Φτάνοντας στη Κόπακαμπάνα, δε στέκομαι και πολύ αφού αδημονώ να περάσω στο Νησί του Ήλιου. Προσπερνάω τα δεκάδες τουριστικά μαγαζιά στη κατηφόρα προς το λιμανάκι προς αγορά άλλου εισιτηρίου: ο λόνλις ο πλάνετ αναφέρει ότι καραβάκια αναχωρούν γύρω στις 13.30 και φτάνουν μετά από κανά δίωρο, δηλαδή έχανες πάνω από τη μισή μέρα και ήταν ακόμα πολύ πρωί. Το καλό το παλικάρι όμως….ρώτησα, τι ρώτησα δηλαδή αφού δε ξέρω Ισπανικά (είχε όμως ήδη βελτιωθεί εντυπωσιακά η κατανόησή μου και ψέλλιζα και 3-4 εκφρασούλες) αν υπάρχουν καραβάκια που πάνε στο Νησί, μου έδειξαν ένα εκδοτήριο-παράγκα πάνω στη παραλία και ότι σε 20’ θα έφευγε καραβάκι. Είναι καμιά φορά να αναρωτιέσαι αν αυτοί που γράφουν τους ταξιδιωτικούς οδηγούς έχουν πράγματι πατήσει το πόδι τους και αν πράγματι έχουν έρθει πόσο καλή έρευνα έχουν κάνει ώστε όλοι εμείς οι αόμματοι να δούμε το φως μας. Ως αόμματος λοιπόν σας λέω ότι καραβάκια αναχωρούν από Κόπακαμπάνα για Ισλα ντελ Σολ συνεχώς, κατεβείτε απλά στο λιμάνι και μπείτε στο πρώτο που φεύγει.
Απαραίτητα με δραμαμίνη, νερό και υπομονή, πολύ υπομονή, ήμουν στο δρόμο σχεδόν 14-15 ώρες και σχεδόν άυπνος. Αποβίβαση στο Νησί του Ήλιου και νέος Γολγοθάς: μπροστά μου η Escalera del Inca. Ακριβώς δίπλα της μία μικρή πηγή με έναν μεγάλο όμως μύθο να τη συνοδεύει. Επρόκειτο για μία από τις μυθικές Πηγές της Νιότης, ένας μύθος που διαδόθηκε κατά την κατάκτηση του Νέου Κόσμου μέσω των Ινδιάνων από τους Ισπανούς ιδίως στη περιοχή της Καραϊβικής και έγινε μανία η αναζήτησή της από τον Ισπανό Ponce de Leon, κυβερνήτη του Πουέρτο Ρίκο που έψαχνε τη μυθική Πηγή στη Φλόριδα. Μία βολιβιανή ηλικιωμένη γυναίκα έσκυψε και ήπιε λίγο νερό, δεν φαινόταν ο μύθος να έχει και πολύ βάση βάσει αποτελέσματος πάνω της και κάθισα να κοιτάω την τεράστια κλίμακα που είχα μπροστά μου. Αν και λίμνη, η μεγαλύτερη της Νοτίου Αμερικής, η Τιτικάκα βρίσκεται σε υψόμετρο 3800μ. Πρόκειται για έναν γιγάντιο όγκο νερού, μια βαθιά λίμνη με γαλήνια γαλανά νερά. Ρίχνοντας απελπισμένες ματιές μια στα μπαγκάζια, μια στην απότομη σκάλα, άυπνος, ψόφιος, σε υψόμετρο σχεδόν 4 χιλιομέτρων, παίρνω την παλικαρίσια απόφαση: ανεβαίνω με τα πόδια. Το κατάλυμα, σύμφωνα με τον χάρτη είναι ψηλά, στο μικρό χωριό επάνω στη κορυφή, άλλα 200μ. σε ύψος. Μασάνε μωρέ τα παλικάρια?
Μασάνε. Κάθε σκαλί και πόνος, κάθε σκαλί και καημός. Ένιωσα σαν τον Σίσυφο, ένιωσα ότι υπερεκτίμησα τον τιτάνιο αυτό άθλο, κοινώς γαμήθηκα πατόκορφα να φτάσω στο τέρμα της σκάλας κουβαλώντας τσάντα, βαλίτσα και τα 88 κιλά του σαρκίου μου. Μετά ο Γολγοθάς συνεχίζονταν, είχε και άλλη ανάβαση σε μονοπάτι, πλακόστρωτο αλλά ανώμαλα, όπου σκάλωναν εκνευριστικά οι ρόδες της βαλίτσας ανάμεσα στα διάκενα αναγκάζοντάς με να πάρω ξανά τη βαλίτσα στο χέρι. Η στιγμή που αντίκρισα το κατάλυμα δε περιγράφεται με λόγια, ήταν σαν να τελείωνα Μαραθώνιο, σχεδόν σωριάστηκα όταν η ευγενική Αϋμαρά κυριούλα με τα χαριτωμένα κοτσιδάκια βγήκε να με προϋπαντήσει γελώντας. Πόσους και πόσους μαλάκες σα του λόγου μου, έτοιμους να πεθάνουν από την ανάβαση σε τόσο υψόμετρο, δεν είχε προϋπαντήσει, ενώ θα μπορούσαν από το λιμάνι να πάρουν από το πλάι γαϊδουράκι και να ανέβουν άβολα μεν, αλλά κύριοι και κυρίως ζωντανοί στη κορυφή. Μη γελάτε παρακαλώ, ακόμα και οι έμπειροι ταξιδιώτες κάνουν χοντρές μαλακίες. Και στις μαλακίες είμαι πάρα πολύ έμπειρος.
Τσεκ ιν, κλειδιά, μου δείχνει το δωμάτιο ακόμα πιο ψηλά από εκεί που ήμασταν. Κι άλλες σκάλες δηλαδή, τρόμος, δέος και κατάρες. Βλέποντας τα χάλια μου, η κυριούλα προσφέρεται να κουβαλήσει τη βαλίτσα, πριν πω κάτι την αρπάζει και τη βάζει στη πλάτη. Εκεί επενέβη το φιλότιμο του Έλληνος φεμινιστή ανδρός, όχι ρε πούστη να σου κουβαλήσει τη βαλίτσα μία μεσήλικη γυναίκα με ύψος ένα και πενήντα στη Βολιβία, όχι. Αρνήθηκα ευγενικά, πήρα τη βαλίτσα και ανέβηκα βασανιστικά τις σκάλες προς το δωμάτιο, όπου η θέα ήταν συγκλονιστική. Επιτέλους, ώρα να απολαύσω τον προορισμό!
Κάνω ντουζ καθότι κάθιδρος, τακτοποιώ λίγο πράγματα και ξεχύνομαι έξω. Έχει μεσημεριάσει, αύριο πρωί δυστυχώς φεύγω πίσω για Λα Παζ, δεν έχω πολύ χρόνο. Το Νησί είναι ένας ιδιαίτερος προορισμός, θέλει το χρόνο του και η μισή μέρα που θα του αφιέρωνα αποδείχτηκε απελπιστικά λίγη. Να αφιερώσετε δυο μέρες στο νησί οπωσδήποτε, η αύρα του και ο Μύθος του το αξίζουν. Βγαίνω έξω στο μονοπάτι, η θέα συγκλονιστική από παντού. Το Νησί είναι σαν Κυκλαδονήσι, ριγμένο στα γαλανά νερά του Αιγαίου Πελάγους. Απέναντι το Νησί της Σελήνης, Ισλα ντε λα Λούνα. Τίποτα δε θυμίζει στο τοπίο Λατινική Αμερική, Βολιβία, ένα τόσο μακρινό από την Ελλάδα μέρος, πλην των βολιβιανών κυριών με τις κοτσίδες και των λάμα που έβοσκαν αμέριμνα στις απόκρημνες πλαγιές. Μέχρι και γαϊδουράκια υπήρχαν παντού, θυμίζοντας ακόμη περισσότερο ελληνικό νησί.
Δεξιά μονοπάτι προς αρχαία, αριστερά προς άλλα αρχαία και ακόμα καλύτερη θέα, ο χρόνος είναι ελάχιστος και πραγματικά με βαριά καρδιά πάω αριστερά προς το χωριό. Η ανάβαση συνεχίζεται, δεν είμαι ακόμα στο ψηλότερο σημείο, η αναπνοή δυσκολεύεται. Συναντάω στο δρόμο μία κοπελίτσα που αγκομαχάει και αυτή. Της πιάνω τη κουβέντα, που πάει, αν ξέρει κάποιο μέρος να δούμε και να πάμε, είναι από τη Βραζιλία, μόνη της και ψάχνει και αυτή ένα σημείο, το ψηλότερο στο τμήμα αυτό του Νησιού όπου η θέα προς τη Λίμνη και το υπόλοιπο Νησί είναι λένε συγκλονιστική. Λαχανιάζοντας μαζί φτάνουμε στη κορυφογραμμή όπου βλέπουμε πλέον τα νερά της λίμνης και στις δύο μεριές, ανατολικά και δυτικά. Από κει και πέρα τα μονοπάτια κατηφορίζουν προς τη Λίμνη, αλλά εμείς συνεχίζουμε πάνω στη κορυφογραμμή, οι πληροφορίες μας ρωτώντας άλλους ταξιδιώτες και ντόπιους είναι λίγο συγκεχυμένες. Παίρνοντας μία λάθος στροφή κάπου και πίσω και συζητώντας μεταξύ μας, ο Έλληνας κι η Βραζιλιάνα αντικρίζουν τον προορισμό τους: κι άλλη ανάβαση, μέχρι ένα μικρό κυκλικό πυργίσκο στο βάθος. Ταξιδιώτες επέστρεφαν χαμογελαστοί και μας επιβεβαίωναν ότι πάμε καλά. Ανατολικά τα σύννεφα διαλύθηκαν στον ουρανό και αποκάλυψαν τις μεγαλειώδεις Άνδεις στο βάθος. Δέος και μόνο για το τοπίο, δέος για τη Μητέρα Φύση.
Φτάνουμε στον πυργίσκο, όπου είναι μαζεμένη μια ετερόκλητη παρέα με νεολαία: Έλληνας (όχι και νεολαία αλλά νταξ), Βραζιλιάνα, Κολομβιανός, Μεξικανός, Χιλιανός, Αργεντίνοι. Σχεδόν όλη η Λατινική Αμερική. Θαυμάζουμε το τοπίο, χαχανίζουμε, βγάζουμε φωτογραφίες, εκπλήσσονται όλοι που ένας Έλληνας έφτασε τόσο μακριά και δίνουμε ραντεβού στις 9 στην εκκλησία του χωριού, όπου θα γινόταν ένα μεγάλο πάρτυ με ξένους ταξιδιώτες, χαμός δηλαδή. Εμείς βρισκόμασταν στο νότιο τμήμα του Νησιού και το βλέμμα μου περιπλανήθηκε προς Βορρά στο υπόλοιπο Νησί, όπου υπήρχε και μία αόρατη διαχωριστική γραμμή που χώριζε τις δύο κοινότητες του Νησιού σε βόρειους και νότιους. Γνώριζα ήδη ότι η παλαιά ποτέ δυνατότητα να επισκεφθείς και τα δύο τμήματα πλέον ήταν αδύνατη, οι δύο κοινότητες ήταν στα μαχαίρια και το Βόρειο κομμάτι απρόσιτο σε ξένους, είτε με βάρκα, είτε με τα πόδια. Έτσι κι αλλιώς δε προλάβαινα επουδενί να πάω κι στο βορρά, αλλά ήξερα ότι εκεί υπήρχαν αρχαία των Ίνκας με σπουδαία σημασία. Κρίμα.
Η πείνα όμως με είχε θερίσει, κατηφόρισα προς το χωριό και λίγο πριν άραξα σε ένα εστιατόριο με απίθανη θέα προς τη Δύση, κοιτώντας προς Περού, το οποίο ήταν τόσο μα τόσο κοντά. Έφαγα για πρώτη φορά ψάρι, ένα πολύ νόστιμο λιμνίσιο ψάρι συνοδεία λάιμ και φρέσκου χυμού μπανάνας και απόλαυσα το ηλιοβασίλεμα. Το ταξίδι έβαινε προς το τέλος του, ένιωθα ήρεμος, γαλήνιος, ευτυχισμένος για την επιλογή μου ως τώρα να αφιερώσω στη χώρα 15 μέρες και να μην κάνω πασάλειμμα μαζί με Περού, ήταν σίγουρα ένα από τα ωραιότερα ταξίδια της ζωής μου, κι ακόμα δεν είχε τελειώσει.
Α, όσον αφορά το πάρτυ με τη νεολαία, όπου θα γινόταν και της πόπης όπως φαντάζεστε, το έκανα στο κρεβάτι μου μόνος, νεκρός κυριολεκτικά από την εξάντληση.
Το νυχτερινό ΚΤΕΛ από Ουγιούνι φτάνει έξω από τον κεντρικό σταθμό λεωφορείων της Λα Παζ μέσα στη μαύρη νύχτα. Προσανατολίζομαι και σέρνω τσάντα και βαλίτσα στο κεντρικό κτίριο, ψάχνοντας ένα εκδοτήριο για να βγάλω το εισιτήριο για Κόπακαμπάνα, την αυθεντική τη βολιβιανή, όχι τη βραζιλιάνικη την ιμιτασιόν. Με τα πολλά αγοράζω εισιτήριο και κάθομαι στωικά σε ένα βρώμικο παγκάκι μαζί με άλλους ταλαιπωρημένους ταξιδιώτες. Τις τελευταίες 48 ώρες έχω κοιμηθεί ελάχιστα αφού έχω ξυπνήσει από το χάραμα για να δω την ανατολή στο Σαλάρ, κοιμήθηκα ελάχιστα στο νυχτερινό ΚΤΕΛ και δε προβλέπεται ύπνος παρά μόνο το βράδυ αφού με περιμένει η Τιτικάκα. Μπορεί για άλλους να είναι βαρετό και διεκπεραιωτικό κομμάτι, αλλά αυτή η αναμονή σε σταθμούς τρένων, λεωφορείων, η παρατήρηση άλλων ταξιδιωτών, αντρών, γυναικών, μωρών, σκυλιών γατιών και ενίοτε ποντικιών (βλ. Ινδία) μου δημιουργεί μια ανεξήγητη ίσως ηρεμία και γαλήνη. Ίσως γιατί μέσα στη διαρκή αναζήτηση πραγμάτων, οδών, τις βόλτες, τα αξιοθέατα, μουσεία, εκκλησίες κτλ. εκεί μπορεί επιτέλους κυρίως το μυαλό αλλά και το σώμα, μην έχοντας κάτι άλλο να κάνει παρά να αναμένει, να ξεκουραστεί από την ταχεία εναλλαγή εικόνων και συναισθημάτων, να λειτουργήσει σε χαλαρές στροφές και να παρατηρήσει, χωρίς το άγχος του χρόνου που τρέχει αμείλικτα. Βγάζω το βιβλίο μου που δυστυχώς ήταν στα τελειώματα, εκεί που οι Ισπανοί κονκισταδόρες σφάγιασαν τους δυστυχείς Ίνκας και κάπως έτσι έφτασε η ώρα της αναχώρησης το ξημέρωμα.
Το ΚΤΕΛ ήταν από τα καλά, τα αυθεντικά, τα βολιβιανά, δηλαδή ένα σαράβαλο που έτριζε ολόκληρο. Μέχρι να βγούμε από τη Λα Παζ υποφέραμε στη κίνηση, γινόντουσαν και κάτι έργα στο δρόμο και φάγαμε τη μισή ώρα έτσι. Βγαίνοντας επιτέλους εκτός πόλης, χαζεύω από το βρώμικο παράθυρο την ύπαιθρο. Μια ευχάριστη έκπληξη με περίμενε, αφού στο βάθος φαινόντουσαν εντυπωσιακές οι χιονοσκέπαστες κορυφές των Άνδεων, περήφανες και αγέρωχες. Αρχίζουμε και κατηφορίζουμε, φτάνουμε στον Ισθμό όπου θα εγκαταλείψουμε για λίγο το ΚΤΕΛ, θα περάσουμε με βάρκα απέναντι, όπου θα συναντήσουμε το λεωφορείο το οποίο θα περάσει προφανώς μονάχο του. Αναρωτιέμαι το γιατί. Κατεβαίνω, βγάζω εισιτήριο και μπαίνω πρώτος πρώτος στη βάρκα που θα μας μεταφέρει απέναντι. Η παρέα είναι όπως πάντα υπέροχη, βολιβιανές τσολίτες. Απέναντι μας αναμένει ένα κιτς άγαλμα κάποιου βασιλιά των Ίνκας (αυτοκράτορας καλύτερα αφού τυπικά μιλάμε για αυτοκρατορία των Ίνκας), μπαίνω σε ένα κομεδόρ να αγοράσω νερό και ένα σνακ και βλέπω το λόγο που το ΚΤΕΛ έρχεται μόνο του: είναι ανεβασμένο σε μία σχεδία, έτοιμη να βουλιάξει, έρχεται αργά στην όχθη μας. Δεν νομίζω να υπήρχε περίπτωση να μπει άνθρωπος εκεί πάνω. Παρατηρώ τις ντόπιες γυναίκες που στωικά έχουν αραδιάσει τη πραμάτειά τους, τα λαμπερά νερά της μυθικής λίμνης αλλά ακόμα έχουμε δρόμο, ανεβαίνω στο ΚΤΕΛ για τη συνέχεια.
Φτάνοντας στη Κόπακαμπάνα, δε στέκομαι και πολύ αφού αδημονώ να περάσω στο Νησί του Ήλιου. Προσπερνάω τα δεκάδες τουριστικά μαγαζιά στη κατηφόρα προς το λιμανάκι προς αγορά άλλου εισιτηρίου: ο λόνλις ο πλάνετ αναφέρει ότι καραβάκια αναχωρούν γύρω στις 13.30 και φτάνουν μετά από κανά δίωρο, δηλαδή έχανες πάνω από τη μισή μέρα και ήταν ακόμα πολύ πρωί. Το καλό το παλικάρι όμως….ρώτησα, τι ρώτησα δηλαδή αφού δε ξέρω Ισπανικά (είχε όμως ήδη βελτιωθεί εντυπωσιακά η κατανόησή μου και ψέλλιζα και 3-4 εκφρασούλες) αν υπάρχουν καραβάκια που πάνε στο Νησί, μου έδειξαν ένα εκδοτήριο-παράγκα πάνω στη παραλία και ότι σε 20’ θα έφευγε καραβάκι. Είναι καμιά φορά να αναρωτιέσαι αν αυτοί που γράφουν τους ταξιδιωτικούς οδηγούς έχουν πράγματι πατήσει το πόδι τους και αν πράγματι έχουν έρθει πόσο καλή έρευνα έχουν κάνει ώστε όλοι εμείς οι αόμματοι να δούμε το φως μας. Ως αόμματος λοιπόν σας λέω ότι καραβάκια αναχωρούν από Κόπακαμπάνα για Ισλα ντελ Σολ συνεχώς, κατεβείτε απλά στο λιμάνι και μπείτε στο πρώτο που φεύγει.
Απαραίτητα με δραμαμίνη, νερό και υπομονή, πολύ υπομονή, ήμουν στο δρόμο σχεδόν 14-15 ώρες και σχεδόν άυπνος. Αποβίβαση στο Νησί του Ήλιου και νέος Γολγοθάς: μπροστά μου η Escalera del Inca. Ακριβώς δίπλα της μία μικρή πηγή με έναν μεγάλο όμως μύθο να τη συνοδεύει. Επρόκειτο για μία από τις μυθικές Πηγές της Νιότης, ένας μύθος που διαδόθηκε κατά την κατάκτηση του Νέου Κόσμου μέσω των Ινδιάνων από τους Ισπανούς ιδίως στη περιοχή της Καραϊβικής και έγινε μανία η αναζήτησή της από τον Ισπανό Ponce de Leon, κυβερνήτη του Πουέρτο Ρίκο που έψαχνε τη μυθική Πηγή στη Φλόριδα. Μία βολιβιανή ηλικιωμένη γυναίκα έσκυψε και ήπιε λίγο νερό, δεν φαινόταν ο μύθος να έχει και πολύ βάση βάσει αποτελέσματος πάνω της και κάθισα να κοιτάω την τεράστια κλίμακα που είχα μπροστά μου. Αν και λίμνη, η μεγαλύτερη της Νοτίου Αμερικής, η Τιτικάκα βρίσκεται σε υψόμετρο 3800μ. Πρόκειται για έναν γιγάντιο όγκο νερού, μια βαθιά λίμνη με γαλήνια γαλανά νερά. Ρίχνοντας απελπισμένες ματιές μια στα μπαγκάζια, μια στην απότομη σκάλα, άυπνος, ψόφιος, σε υψόμετρο σχεδόν 4 χιλιομέτρων, παίρνω την παλικαρίσια απόφαση: ανεβαίνω με τα πόδια. Το κατάλυμα, σύμφωνα με τον χάρτη είναι ψηλά, στο μικρό χωριό επάνω στη κορυφή, άλλα 200μ. σε ύψος. Μασάνε μωρέ τα παλικάρια?
Μασάνε. Κάθε σκαλί και πόνος, κάθε σκαλί και καημός. Ένιωσα σαν τον Σίσυφο, ένιωσα ότι υπερεκτίμησα τον τιτάνιο αυτό άθλο, κοινώς γαμήθηκα πατόκορφα να φτάσω στο τέρμα της σκάλας κουβαλώντας τσάντα, βαλίτσα και τα 88 κιλά του σαρκίου μου. Μετά ο Γολγοθάς συνεχίζονταν, είχε και άλλη ανάβαση σε μονοπάτι, πλακόστρωτο αλλά ανώμαλα, όπου σκάλωναν εκνευριστικά οι ρόδες της βαλίτσας ανάμεσα στα διάκενα αναγκάζοντάς με να πάρω ξανά τη βαλίτσα στο χέρι. Η στιγμή που αντίκρισα το κατάλυμα δε περιγράφεται με λόγια, ήταν σαν να τελείωνα Μαραθώνιο, σχεδόν σωριάστηκα όταν η ευγενική Αϋμαρά κυριούλα με τα χαριτωμένα κοτσιδάκια βγήκε να με προϋπαντήσει γελώντας. Πόσους και πόσους μαλάκες σα του λόγου μου, έτοιμους να πεθάνουν από την ανάβαση σε τόσο υψόμετρο, δεν είχε προϋπαντήσει, ενώ θα μπορούσαν από το λιμάνι να πάρουν από το πλάι γαϊδουράκι και να ανέβουν άβολα μεν, αλλά κύριοι και κυρίως ζωντανοί στη κορυφή. Μη γελάτε παρακαλώ, ακόμα και οι έμπειροι ταξιδιώτες κάνουν χοντρές μαλακίες. Και στις μαλακίες είμαι πάρα πολύ έμπειρος.
Τσεκ ιν, κλειδιά, μου δείχνει το δωμάτιο ακόμα πιο ψηλά από εκεί που ήμασταν. Κι άλλες σκάλες δηλαδή, τρόμος, δέος και κατάρες. Βλέποντας τα χάλια μου, η κυριούλα προσφέρεται να κουβαλήσει τη βαλίτσα, πριν πω κάτι την αρπάζει και τη βάζει στη πλάτη. Εκεί επενέβη το φιλότιμο του Έλληνος φεμινιστή ανδρός, όχι ρε πούστη να σου κουβαλήσει τη βαλίτσα μία μεσήλικη γυναίκα με ύψος ένα και πενήντα στη Βολιβία, όχι. Αρνήθηκα ευγενικά, πήρα τη βαλίτσα και ανέβηκα βασανιστικά τις σκάλες προς το δωμάτιο, όπου η θέα ήταν συγκλονιστική. Επιτέλους, ώρα να απολαύσω τον προορισμό!
Κάνω ντουζ καθότι κάθιδρος, τακτοποιώ λίγο πράγματα και ξεχύνομαι έξω. Έχει μεσημεριάσει, αύριο πρωί δυστυχώς φεύγω πίσω για Λα Παζ, δεν έχω πολύ χρόνο. Το Νησί είναι ένας ιδιαίτερος προορισμός, θέλει το χρόνο του και η μισή μέρα που θα του αφιέρωνα αποδείχτηκε απελπιστικά λίγη. Να αφιερώσετε δυο μέρες στο νησί οπωσδήποτε, η αύρα του και ο Μύθος του το αξίζουν. Βγαίνω έξω στο μονοπάτι, η θέα συγκλονιστική από παντού. Το Νησί είναι σαν Κυκλαδονήσι, ριγμένο στα γαλανά νερά του Αιγαίου Πελάγους. Απέναντι το Νησί της Σελήνης, Ισλα ντε λα Λούνα. Τίποτα δε θυμίζει στο τοπίο Λατινική Αμερική, Βολιβία, ένα τόσο μακρινό από την Ελλάδα μέρος, πλην των βολιβιανών κυριών με τις κοτσίδες και των λάμα που έβοσκαν αμέριμνα στις απόκρημνες πλαγιές. Μέχρι και γαϊδουράκια υπήρχαν παντού, θυμίζοντας ακόμη περισσότερο ελληνικό νησί.
Δεξιά μονοπάτι προς αρχαία, αριστερά προς άλλα αρχαία και ακόμα καλύτερη θέα, ο χρόνος είναι ελάχιστος και πραγματικά με βαριά καρδιά πάω αριστερά προς το χωριό. Η ανάβαση συνεχίζεται, δεν είμαι ακόμα στο ψηλότερο σημείο, η αναπνοή δυσκολεύεται. Συναντάω στο δρόμο μία κοπελίτσα που αγκομαχάει και αυτή. Της πιάνω τη κουβέντα, που πάει, αν ξέρει κάποιο μέρος να δούμε και να πάμε, είναι από τη Βραζιλία, μόνη της και ψάχνει και αυτή ένα σημείο, το ψηλότερο στο τμήμα αυτό του Νησιού όπου η θέα προς τη Λίμνη και το υπόλοιπο Νησί είναι λένε συγκλονιστική. Λαχανιάζοντας μαζί φτάνουμε στη κορυφογραμμή όπου βλέπουμε πλέον τα νερά της λίμνης και στις δύο μεριές, ανατολικά και δυτικά. Από κει και πέρα τα μονοπάτια κατηφορίζουν προς τη Λίμνη, αλλά εμείς συνεχίζουμε πάνω στη κορυφογραμμή, οι πληροφορίες μας ρωτώντας άλλους ταξιδιώτες και ντόπιους είναι λίγο συγκεχυμένες. Παίρνοντας μία λάθος στροφή κάπου και πίσω και συζητώντας μεταξύ μας, ο Έλληνας κι η Βραζιλιάνα αντικρίζουν τον προορισμό τους: κι άλλη ανάβαση, μέχρι ένα μικρό κυκλικό πυργίσκο στο βάθος. Ταξιδιώτες επέστρεφαν χαμογελαστοί και μας επιβεβαίωναν ότι πάμε καλά. Ανατολικά τα σύννεφα διαλύθηκαν στον ουρανό και αποκάλυψαν τις μεγαλειώδεις Άνδεις στο βάθος. Δέος και μόνο για το τοπίο, δέος για τη Μητέρα Φύση.
Η πείνα όμως με είχε θερίσει, κατηφόρισα προς το χωριό και λίγο πριν άραξα σε ένα εστιατόριο με απίθανη θέα προς τη Δύση, κοιτώντας προς Περού, το οποίο ήταν τόσο μα τόσο κοντά. Έφαγα για πρώτη φορά ψάρι, ένα πολύ νόστιμο λιμνίσιο ψάρι συνοδεία λάιμ και φρέσκου χυμού μπανάνας και απόλαυσα το ηλιοβασίλεμα. Το ταξίδι έβαινε προς το τέλος του, ένιωθα ήρεμος, γαλήνιος, ευτυχισμένος για την επιλογή μου ως τώρα να αφιερώσω στη χώρα 15 μέρες και να μην κάνω πασάλειμμα μαζί με Περού, ήταν σίγουρα ένα από τα ωραιότερα ταξίδια της ζωής μου, κι ακόμα δεν είχε τελειώσει.
Α, όσον αφορά το πάρτυ με τη νεολαία, όπου θα γινόταν και της πόπης όπως φαντάζεστε, το έκανα στο κρεβάτι μου μόνος, νεκρός κυριολεκτικά από την εξάντληση.