taver
Member
- Μηνύματα
- 12.691
- Likes
- 30.254
- Ταξίδι-Όνειρο
- Iles Kerguelen
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2: Απλά μαθήματα πολικής γεωγραφίας και ιστορίας
- Κεφάλαιο 3: Τα νησιά σήμερα
- Κεφάλαιο 4: Το ταξίδι ξεκινά
- Κεφάλαιο 5: Κρουαζιέρα!
- Κεφάλαιο 6: Στο βορειότερο οικισμό του κόσμου
- Κεφάλαιο 7: Η Θάλασσα…
- Κεφάλαιο 8: Σαββατόβραδο με beach party
- Κεφάλαιο 9: Η Ρώσικη πολική αρκούδα…
- Κεφάλαιο 10: Στη Ρωσία
- Κεφάλαιο 11: Το φιόρδ…
- Κεφάλαιο 12: Στον Πάγο
- Κεφάλαιο 13: Στον Πάγο (συνέχεια)
- Κεφάλαιο 14: Η κοιλάδα του αρκτικού θαύματος
- Κεφάλαιο 15: Roadtrip!
- Κεφάλαιο 16: Στην πόλη
- Κεφάλαιο 17: Εργασία κάτω από τη γη
- Κεφάλαιο 18: Επενδύοντας για το μέλλον μετά τον άνθρακα
Κεφάλαιο 13: Στον Πάγο (συνέχεια)
«Και τώρα θα μπούμε μέσα στο πολιτιστικό κέντρο. Έχετε 15 λεπτά», μας ανακοίνωσε η συνοδός, ενώ ξεκλείδωνε το λουκέτο του κτιρίου. Τι διάβολο, τι θα κάνουμε 15 ολόκληρα λεπτά σε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο χωρίς ρεύμα; «Μπορείτε να αγγίξετε τα πάντα, αλλά δε μπορείτε να πάρετε τίποτα μαζί σας».
Το εσωτερικό, ήταν συγκλονιστικό. Σα μια εικόνα που πάγωσε στο χρόνο, σα σκηνικό από ταινία καταστροφής. Μαρτυρίες, απομεινάρια, από μια κομμουνιστική ουτοπία που κάποτε φιλοξένησε ως και 1000 ψυχές ταυτόχρονα.
Ένα γήπεδο μπάσκετ με τις μπάλες ακόμα στο παρκέ (αν και έχουν πάψει εδώ και χρόνια να αναπηδάνε). Ένα σινεμά όπως το άφησαν. Μια αίθουσα προβολής με τις μηχανές της και κομμάτια φιλμ από άκρη σε άκρη στο πάτωμα. Μια αίθουσα με πιάνο (που λειτουργεί!). Αίθουσες χορού, μουσικής, μπαλαλάικες, πεταμένα μουσικά όργανα, αφίσες από άλλες εποχές, κάθε γωνιά και μια έκπληξη. Δύσκολες οι πολλές περιγραφές, καλύτερα να αφήσω τις εικόνες να μιλήσουν από μόνες τους. Σημειώστε μόνο ότι το κτίριο δεν είχε ρεύμα, οι χώροι ήταν σκοτεινοί, και αρκετές από τις φωτογραφίες τραβήχτηκαν με χρήση φλας. Δυστυχώς, το φως του φλας δεν αποτυπώνει την απόκοσμη αίσθηση εγκατάλειψης που νιώθεις όταν πραγματικά βρίσκεσαι εκεί μέσα….


























Περιττό να σας πω ότι η συνοδός μας κατσάδιασε που αργήσαμε μέσα στο πολιτιστικό κέντρο. Είχε αρχίσει να ψιχαλίζει, αλλά δε μας πτόησε καθόλου. Για το αθλητικό κέντρο και τα σχολεία δεν προλαβαίναμε (ή τέλος πάντων δεν ήταν στο πρόγραμμα). Μόνο μια στάση κάναμε, στην επιγραφή με το σήμα της εταιρίας, που από «λάθος» αναφέρει 79 μοίρες (αντί για 78).








Αλλά, η επόμενη στάση, μας μετέφερε από το σκηνικό ταινίας καταστροφής, σε σκηνικό ταινίας τρόμου. Η καντίνα των ανθρακωρύχων, έχει ένα φωτεινό πρώτο όροφο, στον οποίο δειπνούσαν, διασκέδαζαν, πέρναγαν χρόνο, και ένα σκοτεινό, παραπαίον ισόγειο, στο οποίο αποθηκευόταν τα τρόφιμα και ετοιμαζόταν το φαγητό. Η περιήγηση στους σκοτεινούς διαδρόμους, με τσιγκέλια να κρέμονται και εργαλεία κουζίνας να βρίσκονται παντού πεταμένα, έφερνε μια μικρή ανατριχίλα. Παρά τα «10 λεπτά» που μας έδωσε η συνοδός, όλοι πήραμε το χρόνο μας για πολλές φωτογραφίες. Κι εδώ, η φωτογράφιση με φλας δεν αποδίδει καθόλου την ατμόσφαιρα. Προσπαθήστε να τα φανταστείτε όλα αυτά μέσα στο σκοτάδι…



























Συνεχίσαμε στο ξενοδοχείο, που λειτουργεί και σαν ταχυδρομείο, βιβλιοπωλείο, σουβενιράδικο, μπαρ, κοιτώνες του προσωπικού της εταιρίας, όλα σε ένα. Όπως έγραψα και πιο πριν, είναι το μοναδικό κτήριο (μαζί με το γκαράζ) που ηλεκτροδοτείται και θερμαίνεται. Εδώ, επειδή δεν υπάρχει καμία πρόσβαση στο Internet, είναι το μοναδικό μέρος που συναντήσαμε σε όλο το ταξίδι (μαζί και κάποιες μέρες στο Όσλο) που δε δέχεται πιστωτική κάρτα, η μόνη συναλλαγή για την οποία τα μετρητά ήταν απαραίτητα (δέχονται και συνάλλαγμα για όποιον δεν έχει). Πήραμε τοπικές μπύρες, από τη ζυθοποιεία στο Barentsburg και ξαποστάσαμε λίγο όσο έβρεχε.



Εν τέλει μπήκαμε και πάλι στο λεωφορειάκι για να πάμε στο λιμάνι. Φύγαμε από το Pyramiden, με βαριά καρδιά. Αν είχαμε τη δυνατότητα να επισκεφτούμε τα κλειδωμένα κτίρια, μια πολυήμερη επίσκεψη θα άξιζε. Πριν αποχαιρετήσουμε το μέρος, ας γνωρίσουμε το Σάσα και τον Κιρίλ (και πάλι, τα βίντεο δεν έχουν υπότιτλους στην Ελληνική γλώσσα):
Η διαδρομή της επιστροφής με το καταμαράν ήταν χαλαρή. Τη διαδρομή την είχαμε δει, έβρεχε κιόλας…. Οπότε αρχίσαμε τη συζήτηση.
Ξεκίνησα εγώ. «Τι θα κάνουμε τώρα που θα φτάσουμε; Εγώ πεινάω λίγο, δεν έχουμε φάει όλη μέρα» (έχοντας καταναλώσει περί τις 1500 θερμίδες σε νορβηγικά σνακ, ο κοιλιόδουλος).
«Ότι θέλετε», απαντάει ο @kalspiros.
«Αλλά να κάνουμε και καμμιά βόλτα στην πόλη να τη δούμε, δεν ξέρω τι θα προλάβουμε αύριο», συμπληρώνω. «Και να πάμε και για καμιά μπύρα με τους ντόπιους στην Pub».
Έχουμε αυτή (….) κι αυτή (…) την επιλογή, αρχίζει ο Ά., που ήταν εδώ δυο μέρες πριν από μας και το έψαξε λιγάκι. Και είναι κι αυτό εδώ, που έχει τις καλύτερες κριτικές και όλοι λένε τα καλύτερα. Εγώ πήγα μεν, αλλά έχει διάφορους χώρους, εγώ έφαγα στο μπαρ, στο εστιατόριο δεν είχε τραπέζι. Θέλετε να το δοκιμάσουμε πάλι; Είναι κοντά στο ξενοδοχείο μας, και θα μας έχουν κανονίσει πούλμαν. Αν δεν έχει τραπέζι πάλι, παίρνουμε ένα ταξί και πάμε στο κέντρο που είναι τα άλλα. Μετά που θα φάμε, κάνουμε και βόλτες.
ΟΚ, Συμφωνήσαμε. Ε, κι όταν φτάσαμε στο λιμάνι, μπήκαμε στο πούλμαν, και κατεβήκαμε στο ξενοδοχείο μας. Και βουρ για το εστιατόριο. Το «Husset» (σπίτι, στα Νορβηγικά) είναι ένα σχετικώς απομονωμένο κτίριο στην άκρη της κοιλάδας του Longyearbyen. Την κοιλάδα τη διατρέχει ένα ρέμα, με τα ορμητικά νερά από τα χιόνια που λιώνουν. Ο κορμός της πόλης είναι στην ανατολική πλευρά, όπου έχει περισσότερο χώρο. Αλλά κάποια μέρη, είναι δυτικά και για να πάμε πρέπει να διασχίσουμε το ποτάμι (από τη γέφυρα).





Το Husset, λοιπόν, έχει τρεις χώρους. Ο ένας, που στην αρχή τον περάσαμε για εστιατόριο, είναι χώρος δεξιώσεων. Σήμερα βρίσκονται εδώ τα μέλη κάποιου μικρού συνεδρίου, που γίνεται στο κεντρικό ξενοδοχείο Radisson. O Άλλος, εκεί που έφαγε ο Α., είναι bar/nightclub/a-la-carte εστιατόριο. Και ο τρίτος, εκεί που βρήκαμε τραπέζι και καθίσαμε, ένα εστιατόριο υψηλής γαστρονομίας, με set menu. Επωφελούμενο της χαμηλής φορολογίας στα νησιά, το εστιατόριο διαθέτει κάβα με κάπου 20.000 φιάλες κρασί, τη μεγαλύτερη της βόρειας Ευρώπης (και όχι μόνο των νησιών). Το μενού το έβγαλα μια φωτογραφία, που βλέπετε παρακάτω, αλλά τελικά στο τραπέζι μέτρησα 14 διαφορετικά διαδοχικά πιάτα και 7 διαφορετικά κρασιά/μπύρες, επιλογές του σομελιέ του μαγαζιού για να ταιριάζουν με καθένα από τα πιάτα. 4 ώρες και κάτι μείναμε στο μαγαζί. Ούτε κουβέντα για βόλτες στην πόλη τέτοια ώρα. Πάμε για ύπνο, γιατί στις 08:00 θα περάσουν πάλι να μας πάρουν…

«Και τώρα θα μπούμε μέσα στο πολιτιστικό κέντρο. Έχετε 15 λεπτά», μας ανακοίνωσε η συνοδός, ενώ ξεκλείδωνε το λουκέτο του κτιρίου. Τι διάβολο, τι θα κάνουμε 15 ολόκληρα λεπτά σε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο χωρίς ρεύμα; «Μπορείτε να αγγίξετε τα πάντα, αλλά δε μπορείτε να πάρετε τίποτα μαζί σας».
Το εσωτερικό, ήταν συγκλονιστικό. Σα μια εικόνα που πάγωσε στο χρόνο, σα σκηνικό από ταινία καταστροφής. Μαρτυρίες, απομεινάρια, από μια κομμουνιστική ουτοπία που κάποτε φιλοξένησε ως και 1000 ψυχές ταυτόχρονα.
Ένα γήπεδο μπάσκετ με τις μπάλες ακόμα στο παρκέ (αν και έχουν πάψει εδώ και χρόνια να αναπηδάνε). Ένα σινεμά όπως το άφησαν. Μια αίθουσα προβολής με τις μηχανές της και κομμάτια φιλμ από άκρη σε άκρη στο πάτωμα. Μια αίθουσα με πιάνο (που λειτουργεί!). Αίθουσες χορού, μουσικής, μπαλαλάικες, πεταμένα μουσικά όργανα, αφίσες από άλλες εποχές, κάθε γωνιά και μια έκπληξη. Δύσκολες οι πολλές περιγραφές, καλύτερα να αφήσω τις εικόνες να μιλήσουν από μόνες τους. Σημειώστε μόνο ότι το κτίριο δεν είχε ρεύμα, οι χώροι ήταν σκοτεινοί, και αρκετές από τις φωτογραφίες τραβήχτηκαν με χρήση φλας. Δυστυχώς, το φως του φλας δεν αποτυπώνει την απόκοσμη αίσθηση εγκατάλειψης που νιώθεις όταν πραγματικά βρίσκεσαι εκεί μέσα….


























Περιττό να σας πω ότι η συνοδός μας κατσάδιασε που αργήσαμε μέσα στο πολιτιστικό κέντρο. Είχε αρχίσει να ψιχαλίζει, αλλά δε μας πτόησε καθόλου. Για το αθλητικό κέντρο και τα σχολεία δεν προλαβαίναμε (ή τέλος πάντων δεν ήταν στο πρόγραμμα). Μόνο μια στάση κάναμε, στην επιγραφή με το σήμα της εταιρίας, που από «λάθος» αναφέρει 79 μοίρες (αντί για 78).








Αλλά, η επόμενη στάση, μας μετέφερε από το σκηνικό ταινίας καταστροφής, σε σκηνικό ταινίας τρόμου. Η καντίνα των ανθρακωρύχων, έχει ένα φωτεινό πρώτο όροφο, στον οποίο δειπνούσαν, διασκέδαζαν, πέρναγαν χρόνο, και ένα σκοτεινό, παραπαίον ισόγειο, στο οποίο αποθηκευόταν τα τρόφιμα και ετοιμαζόταν το φαγητό. Η περιήγηση στους σκοτεινούς διαδρόμους, με τσιγκέλια να κρέμονται και εργαλεία κουζίνας να βρίσκονται παντού πεταμένα, έφερνε μια μικρή ανατριχίλα. Παρά τα «10 λεπτά» που μας έδωσε η συνοδός, όλοι πήραμε το χρόνο μας για πολλές φωτογραφίες. Κι εδώ, η φωτογράφιση με φλας δεν αποδίδει καθόλου την ατμόσφαιρα. Προσπαθήστε να τα φανταστείτε όλα αυτά μέσα στο σκοτάδι…



























Συνεχίσαμε στο ξενοδοχείο, που λειτουργεί και σαν ταχυδρομείο, βιβλιοπωλείο, σουβενιράδικο, μπαρ, κοιτώνες του προσωπικού της εταιρίας, όλα σε ένα. Όπως έγραψα και πιο πριν, είναι το μοναδικό κτήριο (μαζί με το γκαράζ) που ηλεκτροδοτείται και θερμαίνεται. Εδώ, επειδή δεν υπάρχει καμία πρόσβαση στο Internet, είναι το μοναδικό μέρος που συναντήσαμε σε όλο το ταξίδι (μαζί και κάποιες μέρες στο Όσλο) που δε δέχεται πιστωτική κάρτα, η μόνη συναλλαγή για την οποία τα μετρητά ήταν απαραίτητα (δέχονται και συνάλλαγμα για όποιον δεν έχει). Πήραμε τοπικές μπύρες, από τη ζυθοποιεία στο Barentsburg και ξαποστάσαμε λίγο όσο έβρεχε.



Εν τέλει μπήκαμε και πάλι στο λεωφορειάκι για να πάμε στο λιμάνι. Φύγαμε από το Pyramiden, με βαριά καρδιά. Αν είχαμε τη δυνατότητα να επισκεφτούμε τα κλειδωμένα κτίρια, μια πολυήμερη επίσκεψη θα άξιζε. Πριν αποχαιρετήσουμε το μέρος, ας γνωρίσουμε το Σάσα και τον Κιρίλ (και πάλι, τα βίντεο δεν έχουν υπότιτλους στην Ελληνική γλώσσα):
Ξεκίνησα εγώ. «Τι θα κάνουμε τώρα που θα φτάσουμε; Εγώ πεινάω λίγο, δεν έχουμε φάει όλη μέρα» (έχοντας καταναλώσει περί τις 1500 θερμίδες σε νορβηγικά σνακ, ο κοιλιόδουλος).
«Ότι θέλετε», απαντάει ο @kalspiros.
«Αλλά να κάνουμε και καμμιά βόλτα στην πόλη να τη δούμε, δεν ξέρω τι θα προλάβουμε αύριο», συμπληρώνω. «Και να πάμε και για καμιά μπύρα με τους ντόπιους στην Pub».
Έχουμε αυτή (….) κι αυτή (…) την επιλογή, αρχίζει ο Ά., που ήταν εδώ δυο μέρες πριν από μας και το έψαξε λιγάκι. Και είναι κι αυτό εδώ, που έχει τις καλύτερες κριτικές και όλοι λένε τα καλύτερα. Εγώ πήγα μεν, αλλά έχει διάφορους χώρους, εγώ έφαγα στο μπαρ, στο εστιατόριο δεν είχε τραπέζι. Θέλετε να το δοκιμάσουμε πάλι; Είναι κοντά στο ξενοδοχείο μας, και θα μας έχουν κανονίσει πούλμαν. Αν δεν έχει τραπέζι πάλι, παίρνουμε ένα ταξί και πάμε στο κέντρο που είναι τα άλλα. Μετά που θα φάμε, κάνουμε και βόλτες.
ΟΚ, Συμφωνήσαμε. Ε, κι όταν φτάσαμε στο λιμάνι, μπήκαμε στο πούλμαν, και κατεβήκαμε στο ξενοδοχείο μας. Και βουρ για το εστιατόριο. Το «Husset» (σπίτι, στα Νορβηγικά) είναι ένα σχετικώς απομονωμένο κτίριο στην άκρη της κοιλάδας του Longyearbyen. Την κοιλάδα τη διατρέχει ένα ρέμα, με τα ορμητικά νερά από τα χιόνια που λιώνουν. Ο κορμός της πόλης είναι στην ανατολική πλευρά, όπου έχει περισσότερο χώρο. Αλλά κάποια μέρη, είναι δυτικά και για να πάμε πρέπει να διασχίσουμε το ποτάμι (από τη γέφυρα).





Το Husset, λοιπόν, έχει τρεις χώρους. Ο ένας, που στην αρχή τον περάσαμε για εστιατόριο, είναι χώρος δεξιώσεων. Σήμερα βρίσκονται εδώ τα μέλη κάποιου μικρού συνεδρίου, που γίνεται στο κεντρικό ξενοδοχείο Radisson. O Άλλος, εκεί που έφαγε ο Α., είναι bar/nightclub/a-la-carte εστιατόριο. Και ο τρίτος, εκεί που βρήκαμε τραπέζι και καθίσαμε, ένα εστιατόριο υψηλής γαστρονομίας, με set menu. Επωφελούμενο της χαμηλής φορολογίας στα νησιά, το εστιατόριο διαθέτει κάβα με κάπου 20.000 φιάλες κρασί, τη μεγαλύτερη της βόρειας Ευρώπης (και όχι μόνο των νησιών). Το μενού το έβγαλα μια φωτογραφία, που βλέπετε παρακάτω, αλλά τελικά στο τραπέζι μέτρησα 14 διαφορετικά διαδοχικά πιάτα και 7 διαφορετικά κρασιά/μπύρες, επιλογές του σομελιέ του μαγαζιού για να ταιριάζουν με καθένα από τα πιάτα. 4 ώρες και κάτι μείναμε στο μαγαζί. Ούτε κουβέντα για βόλτες στην πόλη τέτοια ώρα. Πάμε για ύπνο, γιατί στις 08:00 θα περάσουν πάλι να μας πάρουν…

Last edited: