Pel
Member
- Μηνύματα
- 842
- Likes
- 4.635
- Ταξίδι-Όνειρο
- Και πού δεν θέλω;
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2
- Κεφάλαιο 3
- Κεφάλαιο 4
- Κεφάλαιο 5
- Κεφάλαιο 6
- Κεφάλαιο 7
- Κεφάλαιο 8
- Κεφάλαιο 9
- Κεφάλαιο 10
- Κεφάλαιο 11
- Κεφάλαιο 12
- Κεφάλαιο 13
- Κεφάλαιο 14
- Κεφάλαιο 15
- Κεφάλαιο 16
- Κεφάλαιο 17
- Κεφάλαιο 18
- Κεφάλαιο 19
- Κεφάλαιο 20
- Κεφάλαιο 21
- Κεφάλαιο 22
- Κεφάλαιο 23
- Κεφάλαιο 24
- Κεφάλαιο 25
- Κεφάλαιο 26
Από όλες τις ξεναγήσεις που άκουσα στην Ινδία, αυτό που μου έχει μείνει είναι ότι, από περίπου την αρχή του 16ου αιώνα και μετά, στην ευρύτερη περιοχή Ινδίας, Μπαγκλαντές και Πακιστάν μεσουράνησε η λεγόμενη δυναστεία των Μογγόλων. Τέσσερα είναι τα ονόματα που θυμάμαι να επαναλαμβάνονται συχνά: Babur (ο πρώτος αυτοκράτορας της δυναστείας, απόγονος του Τζένγκις Χάν και του Ταμερλάνου), Humayun (γιος του Babur), Akbar (γιός του Humayun) και Jahangir (γιος του Akbar).
Η Όρτσα είναι γνωστή για ένα συγκρότημα παλατιών του Jahangir, που κτίστηκε τον 17ο αιώνα, που αποτέλεσε και την πρώτη μας στάση. Όπως πάντα (

), εγώ απόλαυσα περισσότερο τη διαδρομή που κάναμε περπατώντας προς το μνημείο παρά το ίδιο το μνημείο...
Βρήκα επιτέλους ένα μπαρμπέρικο που καθόταν ακίνητο να το φωτογραφίσω (σε αντίθεση με πολλά άλλα που μου ξεφεύγαν συνεχώς γιατί δεν προλάβαινα μέσα από το πούλμαν!). Μπόνους το μασατζίδικο και το ψιλοκατζίδικο παραπλεύρως!
Βρήκα τσαγκάρη:
Λούστρο:
Πάγκους φαγητού:
Αγελαδίτσες (η στάθμευση απαγορεύεται μόνο για οχήματα!):
Και ένα τουκ τουκ μέσα στο οποίο είχαν μπει 14 άτομα:
Βέβαια, για να μην το αδικώ, το παλάτι ήταν πανέμορφο:
Και ακόμα πιο πανέμορφη ήταν η θέα προς την πόλη μέσα από αυτό:
Ορισμένα τμήματά του ήταν υπό συντήρηση, υπό άριστα μέτρα ασφαλείας...
Αυτές εδώ οι κοπελιές είναι "μαιμού". Κυκλοφορούσαν μέσα στο παλάτι με τους κουβάδες στο κεφάλι που ήταν άδειοι, και ζητούσαν χρήματα για να τις φωτογραφίες (αυτή όμως εδώ η φωτό είναι "δωρεάν"!
):
Ήταν πια περίπου 7 το απόγευμα και είχε αρχίσει να βραδιάζει, ενώ από κάποια μεγάφωνα είχε αρχίσει να αντηχεί σε όλη την πόλη μια αντρική φωνή που κάτι έψελνε. Ο ξεναγός μας ενημέρωσε ότι εκείνο το βράδυ θα είχε στην πόλη ένα θρησκευτικό φεστιβάλ.
Άυπνοι, νηστικοί και έχοντας πάει σερί το πρόγραμμα από το πρωί, πήραμε το δρόμο προς το ταπεινό μας ξενοδοχείο, το οποίο τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν κάπως έτσι
:
Οι ψαλμωδίες από τα μεγάφωνα συνεχίζονταν όλο το απόγευμα και όλο το βράδυ, με τον άντρα πια να επαναλαμβάνει συνεχώς επί ώρες μία μόνο φράση, που πια την είχαμε μάθει απ' έξω και κοροιδεύαμε μεταξύ μας (και την οποία όμως διαπιστώνω ότι πια την έχω ξεχάσει...
αχ, να μην έχω γράψει εδώ νωρίτερα!).
Τακτοποιηθήκαμε στο δωμάτιο και φάγαμε σαν να μην υπάρχει αύριο.
Ήταν όμως ακόμα νωρίς, και παρόλο που δεν μπορούσαμε να πάρουμε τα πόδια μας από την αϋπνία και το πολύ φαΐ, ο φίλος μου είχε την ιδέα να βγούμε να περπατήσουμε λίγο στην πόλη, αφού κιόλας είχε το φεστιβάλ. Ήταν η πρώτη φορά σε όλο το ταξίδι που βγαίναμε έξω μόνοι μας το βράδυ, καθώς τις άλλες φορές δεν αντέχαμε, γυρνούσαμε αργά, είχαμε πρωινό ξύπνημα και επίσης τα ξενοδοχεία δεν ήταν πολύ κοντά στο κέντρο. Εδώ όμως η πόλη ήταν πολύ μικρότερη και το ξενοδοχείο πιο κεντρικό, συν ότι είχαμε γυρίσει στο ξενοδοχείο νωρίς και δεν μας ερχόταν να πέσουμε κατευθείαν για ύπνο. Βρήκαμε άλλα τέσσερα άτομα που θέλανε επίσης να βγούνε έξω και ξεκινήσαμε όλοι μαζί για μια βόλτα που αποδείχθηκε μία από τις δυνατές στιγμές όλου του ταξιδιού.
Βγήκαμε από την αυλόπορτα του ξενοδοχείου (το οποίο, πιστό στην αρχή της "χρυσής φούσκας" είχε γύρω γύρω ψηλό τείχος σαν φρούριο και φύλακα στην είσοδο) και πήραμε τον δρόμο προς εκεί που ακουγόταν η φασαρία. Μετά από πέντε λεπτά περπάτημα σε έναν θεοσκότεινο δρόμο μέσα στην ερημιά (που εκεί ήδη σου ερχόταν να κάνεις μεταβολή και να γυρίσεις πίσω) φτάσαμε ξαφνικά σε μια ημιφωτισμένη πλατεία, στην οποία είδαμε χιλιάδες κόσμου να είναι χωρισμένοι σε μικρές παρέες και να χορεύουν, να παίζουν μουσική, να τραγουδάνε και να προσεύχονται, έχοντας στήσει μια μυσταγωγία που εμείς το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε είναι να κοιτάμε άφωνοι και αποσβολωμένοι.
Τα τελευταία δύο λεπτά είχε κολλήσει δίπλα μου ένα αγοράκι γύρω στα 12, που με ακολουθούσε και με ρωτούσε σε όλες τις γλώσσες από πού είμαι προσπαθώντας να πιάσει κουβέντα. Συνηθισμένη σε τέτοια ενοχλητικά κολλητιλίκια σε όλο το ταξίδι, δεν του έδινα σημασία και δεν του απαντούσα καν, αλλά αυτό συνέχιζε να με ακολουθεί. Όταν πια φτάσαμε στην πλατεία άναυδοι από αυτό που βλέπαμε, το παιδάκι πετάχτηκε και μας είπε ότι ο δήμος θα μοίραζε δωρεάν φαγητό για το φεστιβάλ και ότι γι' αυτό είχε έρθει όλος αυτός ο κόσμος από τα γύρω χωριά. Διασχίσαμε αργά την πλατεία προσπαθώντας να μην πατήσουμε τον κόσμο που είχε στρώσει κατάχαμα να κοιμηθεί. Μια γυναίκα στο έδαφος γράπωσε με το κοκκαλιάρικο χέρι της το πόδι μίας δικής μας, απλώνοντας ταυτόχρονα το άλλο ζητώντας κάτι για να φάει... Στο βάθος της πλατείας είδαμε έναν ναό ανοιχτό και είπαμε να μπούμε, αλλά το παιδάκι πετάχτηκε πάλι και μας είπε ότι καλύτερα θα ήταν να μην πάμε, γιατί μέσα στον ναό είναι διάφοροι πιωμένοι και μπορεί να δημιουργήσουν φασαρίες.
Μείναμε να κοιτάμε γύρω μας, νιώθοντας για δεύτερη φορά μετά το Βαρανάσι το αίσθημα του να μην μπορείς να πιστέψεις ότι ζεις αυτό που ζεις αυτή τη στιγμή, μην ξέροντας προς τα πού να κινηθούμε και νιώθοντας ταυτόχρονα ένα τέραστιο αίσθημα ανασφάλειας: Ήμασταν οι μοναδικοί έξι δυτικοί εν μέσω μερικών χιλιάδων ρακένδυτων Ινδών, οι οποίοι δεν μας έδιναν καμία σημασία, αλλά οι οποίοι, αν αποφάσιζαν για οποιονδήποτε λόγο να μας δώσουν σημασία, πιθανόν οι δικοί μας να μην έβρισκαν μετά ούτε τα κόκκαλά μας.
Αρχίσαμε δειλά δειλά να περπατάμε στα στενάκια γύρω από την πλατεία, πάντα συνοδεία του παιδιού που, από ενοχλητική κολλητσίδα, είχε πια μετατραπεί σε οδηγό και σωματοφύλακα μας. Περπατούσαμε και ψάχναμε με τα μάτια το παιδί, μην τύχει και το χάσουμε... Κανείς μας δεν τολμούσε να βγάλει έξω φωτογραφική, παρά μόνο για ελάχιστα. Εγώ πάλι, ως τέρας έλλειψης προσανατολισμού, δεν ήξερα καν πια που βρισκόμουν, ενώ οι άλλοι ρωτούσαν κάθε τόσο ο ένας τον άλλον για να επιβεβαιώσουν ότι ξέραμε από ποιον δρόμο είχαμε έρθει. Κάποια άλλα παιδιά πήγαν να μας πλησιάσουν αλλά ο δικός μας μπήκε μπροστά και τα έδιωξε κακήν κακώς - προφανώς εξηγώντας τους ότι "είμαστε δικοί του" και να μην του κάνουν χαλάστρα!
Προχωρούσαμε κοιτώντας τους πάγκους που είχαν στηθεί δεξιά και αριστερά. Άλλοι πουλούσαν λουλούδια για τη γιορτή:
Άλλοι καντηλέρια και διάφορα τελετουργικά:
Άλλοι μπιχλιμπίδια και χρώματα για μακιγιάζ:
Πάντως πάγκος τουριστικός πουθενά.
Λίγο πιο κάτω πέσαμε πάνω σε καμιά πενηνταριά Ινδούς, άλλους όρθιους άλλους καθιστούς στο χώμα, που κοιτούσαν αποσβολωμένοι μια τηλεόραση:
Αυτοί, μας εξήγησε το παιδί, δεν έχουν ρεύμα στο χωριό τους. Οπότε τώρα κάθονται και βλέπουν με περιέργεια τι είναι η τηλεόραση...
Προχωρήσαμε και το παιδί μας πήγε σε έναν ναό
και μας εξήγησε: αυτά που είναι σκόρπια γύρω γύρω πάνω στο τειχάκι, είναι σπασμένα κελύφη από καρύδες, για θυσία στον θεό και καλή τύχη...
Προχωρήσαμε λίγο ακόμα και είδαμε συγκεντρωμένο πλήθος, γύρω από μια κοπέλα που χόρευε ντυμένη με ένα πορτοκαλί σάρι (αυτή που είναι όρθια στα δεξιά):
Κοιτούσαμε για ώρα τον χορό μέχρι που το παιδί γυρνάει και μου λέει:
"This is no man, no woman".
Του λέω, τι εννοείς;
Και μου κάνει το παιδί με τα δυο δάχτυλα την κίνηση του ψαλιδιού και μου λέει:
"Cut!"
Η κοπέλα αυτή ήταν... ευνούχος...
Αποφασίσαμε να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής. Δεν πρέπει να ήμασταν έξω πάνω από μισή ώρα αλλά αυτά που είχαμε ζήσει ισοδυναμούσαν με ώρες ολόκληρες. Κοίταξα μια τελευταία φορά πίσω μου στην πλατεία, πριν γυρίσω στη χρυσή μου φούσκα:
Το παιδί ανέλαβε να μας συνοδεύσει μέχρι το ξενοδοχείο, ενώ από μακριά είδαμε να το ακολουθούν τα άλλα παιδιά. Σε όλο το δρόμο σκεφτόμασταν τι θα του δώσουμε για την ΤΕΡΑΣΤΙΑ βοήθεια που μας είχε προσφέρει, έχοντας ταυτόχρονα το πρόβλημα ότι μέσα σε αυτήν την κατάσταση δεν μπορείς να ανοίξεις πορτοφόλι. Αυτό το παιδί ήταν πανέξυπνο, ικανότατο και, απ' όσες μέρες ήμασταν στην Ινδία, έβγαλε τα λεφτά του με την αξία του όσο κανείς άλλος. Έσκαψα λίγο στην τσάντα στα τυφλά και βρήκα αυτό που έψαχνα, και το έδωσα στον φίλο μου που ανέλαβε να το δώσει εκ μέρους όλων. Το έβαλε στο χέρι του παιδιού και φύγαμε, οπότε και γύρισα το κεφάλι και είδα το παιδί να ανοίγει το χέρι του και να γουρλώνει τα μάτια, το ίδιο και τα υπόλοιπα παιδιά που πια το είχαν περικυκλώσει και το σκουντούσαν. Ο φίλος μου στεναχωρήθηκε μετά που δεν σκέφτηκε να του πει να προσέχει, να το κρύψει από τα άλλα παιδιά, μην του το πάρουν, αλλά εγώ του απάντησα ότι αυτό το παιδί στα 12 του έχει μάθει να επιβιώνει με τρόπο που εμείς δεν θα διανοούμασταν ποτέ, οπότε ξέρει πώς να προστατευτεί πολύ καλύτερα από εμάς. Πολλές φορές έχω σκεφτεί αυτό το παιδί από τότε, και πραγματικά ελπίζω να είχα δίκιο...
Την επόμενη ημέρα ρωτήσαμε τον ξεναγό για τον ευνούχο που είχαμε δει. Μας απάντησε ότι στην Ινδία αποτελούν ειδική κάστα και λειτουργούν ως "διασκεδαστές". Οι οικογένειες δίνουν τα αγοράκια από μικρά γιατί δεν μπορούν να τα θρέψουν ή για να τους εξασφαλίσουν κάποιο καλύτερο επίπεδο ζωής, ενώ οι μέθοδοι ευνουχισμού που χρησιμοποιούνται είναι τελείως πρωτόγονοι με αποτέλεσμα πολλά αγοράκια να πεθαίνουν από αιμορραγία...
Η Όρτσα είναι γνωστή για ένα συγκρότημα παλατιών του Jahangir, που κτίστηκε τον 17ο αιώνα, που αποτέλεσε και την πρώτη μας στάση. Όπως πάντα (
Βρήκα επιτέλους ένα μπαρμπέρικο που καθόταν ακίνητο να το φωτογραφίσω (σε αντίθεση με πολλά άλλα που μου ξεφεύγαν συνεχώς γιατί δεν προλάβαινα μέσα από το πούλμαν!). Μπόνους το μασατζίδικο και το ψιλοκατζίδικο παραπλεύρως!


Βρήκα τσαγκάρη:

Λούστρο:

Πάγκους φαγητού:

Αγελαδίτσες (η στάθμευση απαγορεύεται μόνο για οχήματα!):

Και ένα τουκ τουκ μέσα στο οποίο είχαν μπει 14 άτομα:

Βέβαια, για να μην το αδικώ, το παλάτι ήταν πανέμορφο:


Και ακόμα πιο πανέμορφη ήταν η θέα προς την πόλη μέσα από αυτό:



Ορισμένα τμήματά του ήταν υπό συντήρηση, υπό άριστα μέτρα ασφαλείας...

Αυτές εδώ οι κοπελιές είναι "μαιμού". Κυκλοφορούσαν μέσα στο παλάτι με τους κουβάδες στο κεφάλι που ήταν άδειοι, και ζητούσαν χρήματα για να τις φωτογραφίες (αυτή όμως εδώ η φωτό είναι "δωρεάν"!

Ήταν πια περίπου 7 το απόγευμα και είχε αρχίσει να βραδιάζει, ενώ από κάποια μεγάφωνα είχε αρχίσει να αντηχεί σε όλη την πόλη μια αντρική φωνή που κάτι έψελνε. Ο ξεναγός μας ενημέρωσε ότι εκείνο το βράδυ θα είχε στην πόλη ένα θρησκευτικό φεστιβάλ.
Άυπνοι, νηστικοί και έχοντας πάει σερί το πρόγραμμα από το πρωί, πήραμε το δρόμο προς το ταπεινό μας ξενοδοχείο, το οποίο τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν κάπως έτσι




Οι ψαλμωδίες από τα μεγάφωνα συνεχίζονταν όλο το απόγευμα και όλο το βράδυ, με τον άντρα πια να επαναλαμβάνει συνεχώς επί ώρες μία μόνο φράση, που πια την είχαμε μάθει απ' έξω και κοροιδεύαμε μεταξύ μας (και την οποία όμως διαπιστώνω ότι πια την έχω ξεχάσει...

Τακτοποιηθήκαμε στο δωμάτιο και φάγαμε σαν να μην υπάρχει αύριο.
Ήταν όμως ακόμα νωρίς, και παρόλο που δεν μπορούσαμε να πάρουμε τα πόδια μας από την αϋπνία και το πολύ φαΐ, ο φίλος μου είχε την ιδέα να βγούμε να περπατήσουμε λίγο στην πόλη, αφού κιόλας είχε το φεστιβάλ. Ήταν η πρώτη φορά σε όλο το ταξίδι που βγαίναμε έξω μόνοι μας το βράδυ, καθώς τις άλλες φορές δεν αντέχαμε, γυρνούσαμε αργά, είχαμε πρωινό ξύπνημα και επίσης τα ξενοδοχεία δεν ήταν πολύ κοντά στο κέντρο. Εδώ όμως η πόλη ήταν πολύ μικρότερη και το ξενοδοχείο πιο κεντρικό, συν ότι είχαμε γυρίσει στο ξενοδοχείο νωρίς και δεν μας ερχόταν να πέσουμε κατευθείαν για ύπνο. Βρήκαμε άλλα τέσσερα άτομα που θέλανε επίσης να βγούνε έξω και ξεκινήσαμε όλοι μαζί για μια βόλτα που αποδείχθηκε μία από τις δυνατές στιγμές όλου του ταξιδιού.
Βγήκαμε από την αυλόπορτα του ξενοδοχείου (το οποίο, πιστό στην αρχή της "χρυσής φούσκας" είχε γύρω γύρω ψηλό τείχος σαν φρούριο και φύλακα στην είσοδο) και πήραμε τον δρόμο προς εκεί που ακουγόταν η φασαρία. Μετά από πέντε λεπτά περπάτημα σε έναν θεοσκότεινο δρόμο μέσα στην ερημιά (που εκεί ήδη σου ερχόταν να κάνεις μεταβολή και να γυρίσεις πίσω) φτάσαμε ξαφνικά σε μια ημιφωτισμένη πλατεία, στην οποία είδαμε χιλιάδες κόσμου να είναι χωρισμένοι σε μικρές παρέες και να χορεύουν, να παίζουν μουσική, να τραγουδάνε και να προσεύχονται, έχοντας στήσει μια μυσταγωγία που εμείς το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε είναι να κοιτάμε άφωνοι και αποσβολωμένοι.
Τα τελευταία δύο λεπτά είχε κολλήσει δίπλα μου ένα αγοράκι γύρω στα 12, που με ακολουθούσε και με ρωτούσε σε όλες τις γλώσσες από πού είμαι προσπαθώντας να πιάσει κουβέντα. Συνηθισμένη σε τέτοια ενοχλητικά κολλητιλίκια σε όλο το ταξίδι, δεν του έδινα σημασία και δεν του απαντούσα καν, αλλά αυτό συνέχιζε να με ακολουθεί. Όταν πια φτάσαμε στην πλατεία άναυδοι από αυτό που βλέπαμε, το παιδάκι πετάχτηκε και μας είπε ότι ο δήμος θα μοίραζε δωρεάν φαγητό για το φεστιβάλ και ότι γι' αυτό είχε έρθει όλος αυτός ο κόσμος από τα γύρω χωριά. Διασχίσαμε αργά την πλατεία προσπαθώντας να μην πατήσουμε τον κόσμο που είχε στρώσει κατάχαμα να κοιμηθεί. Μια γυναίκα στο έδαφος γράπωσε με το κοκκαλιάρικο χέρι της το πόδι μίας δικής μας, απλώνοντας ταυτόχρονα το άλλο ζητώντας κάτι για να φάει... Στο βάθος της πλατείας είδαμε έναν ναό ανοιχτό και είπαμε να μπούμε, αλλά το παιδάκι πετάχτηκε πάλι και μας είπε ότι καλύτερα θα ήταν να μην πάμε, γιατί μέσα στον ναό είναι διάφοροι πιωμένοι και μπορεί να δημιουργήσουν φασαρίες.
Μείναμε να κοιτάμε γύρω μας, νιώθοντας για δεύτερη φορά μετά το Βαρανάσι το αίσθημα του να μην μπορείς να πιστέψεις ότι ζεις αυτό που ζεις αυτή τη στιγμή, μην ξέροντας προς τα πού να κινηθούμε και νιώθοντας ταυτόχρονα ένα τέραστιο αίσθημα ανασφάλειας: Ήμασταν οι μοναδικοί έξι δυτικοί εν μέσω μερικών χιλιάδων ρακένδυτων Ινδών, οι οποίοι δεν μας έδιναν καμία σημασία, αλλά οι οποίοι, αν αποφάσιζαν για οποιονδήποτε λόγο να μας δώσουν σημασία, πιθανόν οι δικοί μας να μην έβρισκαν μετά ούτε τα κόκκαλά μας.
Αρχίσαμε δειλά δειλά να περπατάμε στα στενάκια γύρω από την πλατεία, πάντα συνοδεία του παιδιού που, από ενοχλητική κολλητσίδα, είχε πια μετατραπεί σε οδηγό και σωματοφύλακα μας. Περπατούσαμε και ψάχναμε με τα μάτια το παιδί, μην τύχει και το χάσουμε... Κανείς μας δεν τολμούσε να βγάλει έξω φωτογραφική, παρά μόνο για ελάχιστα. Εγώ πάλι, ως τέρας έλλειψης προσανατολισμού, δεν ήξερα καν πια που βρισκόμουν, ενώ οι άλλοι ρωτούσαν κάθε τόσο ο ένας τον άλλον για να επιβεβαιώσουν ότι ξέραμε από ποιον δρόμο είχαμε έρθει. Κάποια άλλα παιδιά πήγαν να μας πλησιάσουν αλλά ο δικός μας μπήκε μπροστά και τα έδιωξε κακήν κακώς - προφανώς εξηγώντας τους ότι "είμαστε δικοί του" και να μην του κάνουν χαλάστρα!
Προχωρούσαμε κοιτώντας τους πάγκους που είχαν στηθεί δεξιά και αριστερά. Άλλοι πουλούσαν λουλούδια για τη γιορτή:

Άλλοι καντηλέρια και διάφορα τελετουργικά:

Άλλοι μπιχλιμπίδια και χρώματα για μακιγιάζ:

Πάντως πάγκος τουριστικός πουθενά.
Λίγο πιο κάτω πέσαμε πάνω σε καμιά πενηνταριά Ινδούς, άλλους όρθιους άλλους καθιστούς στο χώμα, που κοιτούσαν αποσβολωμένοι μια τηλεόραση:

Αυτοί, μας εξήγησε το παιδί, δεν έχουν ρεύμα στο χωριό τους. Οπότε τώρα κάθονται και βλέπουν με περιέργεια τι είναι η τηλεόραση...
Προχωρήσαμε και το παιδί μας πήγε σε έναν ναό

και μας εξήγησε: αυτά που είναι σκόρπια γύρω γύρω πάνω στο τειχάκι, είναι σπασμένα κελύφη από καρύδες, για θυσία στον θεό και καλή τύχη...
Προχωρήσαμε λίγο ακόμα και είδαμε συγκεντρωμένο πλήθος, γύρω από μια κοπέλα που χόρευε ντυμένη με ένα πορτοκαλί σάρι (αυτή που είναι όρθια στα δεξιά):

Κοιτούσαμε για ώρα τον χορό μέχρι που το παιδί γυρνάει και μου λέει:
"This is no man, no woman".
Του λέω, τι εννοείς;
Και μου κάνει το παιδί με τα δυο δάχτυλα την κίνηση του ψαλιδιού και μου λέει:
"Cut!"
Η κοπέλα αυτή ήταν... ευνούχος...
Αποφασίσαμε να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής. Δεν πρέπει να ήμασταν έξω πάνω από μισή ώρα αλλά αυτά που είχαμε ζήσει ισοδυναμούσαν με ώρες ολόκληρες. Κοίταξα μια τελευταία φορά πίσω μου στην πλατεία, πριν γυρίσω στη χρυσή μου φούσκα:

Το παιδί ανέλαβε να μας συνοδεύσει μέχρι το ξενοδοχείο, ενώ από μακριά είδαμε να το ακολουθούν τα άλλα παιδιά. Σε όλο το δρόμο σκεφτόμασταν τι θα του δώσουμε για την ΤΕΡΑΣΤΙΑ βοήθεια που μας είχε προσφέρει, έχοντας ταυτόχρονα το πρόβλημα ότι μέσα σε αυτήν την κατάσταση δεν μπορείς να ανοίξεις πορτοφόλι. Αυτό το παιδί ήταν πανέξυπνο, ικανότατο και, απ' όσες μέρες ήμασταν στην Ινδία, έβγαλε τα λεφτά του με την αξία του όσο κανείς άλλος. Έσκαψα λίγο στην τσάντα στα τυφλά και βρήκα αυτό που έψαχνα, και το έδωσα στον φίλο μου που ανέλαβε να το δώσει εκ μέρους όλων. Το έβαλε στο χέρι του παιδιού και φύγαμε, οπότε και γύρισα το κεφάλι και είδα το παιδί να ανοίγει το χέρι του και να γουρλώνει τα μάτια, το ίδιο και τα υπόλοιπα παιδιά που πια το είχαν περικυκλώσει και το σκουντούσαν. Ο φίλος μου στεναχωρήθηκε μετά που δεν σκέφτηκε να του πει να προσέχει, να το κρύψει από τα άλλα παιδιά, μην του το πάρουν, αλλά εγώ του απάντησα ότι αυτό το παιδί στα 12 του έχει μάθει να επιβιώνει με τρόπο που εμείς δεν θα διανοούμασταν ποτέ, οπότε ξέρει πώς να προστατευτεί πολύ καλύτερα από εμάς. Πολλές φορές έχω σκεφτεί αυτό το παιδί από τότε, και πραγματικά ελπίζω να είχα δίκιο...
Την επόμενη ημέρα ρωτήσαμε τον ξεναγό για τον ευνούχο που είχαμε δει. Μας απάντησε ότι στην Ινδία αποτελούν ειδική κάστα και λειτουργούν ως "διασκεδαστές". Οι οικογένειες δίνουν τα αγοράκια από μικρά γιατί δεν μπορούν να τα θρέψουν ή για να τους εξασφαλίσουν κάποιο καλύτερο επίπεδο ζωής, ενώ οι μέθοδοι ευνουχισμού που χρησιμοποιούνται είναι τελείως πρωτόγονοι με αποτέλεσμα πολλά αγοράκια να πεθαίνουν από αιμορραγία...
Attachments
-
42 bytes Προβολές: 0
Last edited: