Pel
Member
- Μηνύματα
- 752
- Likes
- 3.811
- Ταξίδι-Όνειρο
- Και πού δεν θέλω;
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2
- Κεφάλαιο 3
- Κεφάλαιο 4
- Κεφάλαιο 5
- Κεφάλαιο 6
- Κεφάλαιο 7
- Κεφάλαιο 8
- Κεφάλαιο 9
- Κεφάλαιο 10
- Κεφάλαιο 11
- Κεφάλαιο 12
- Κεφάλαιο 13
- Κεφάλαιο 14
- Κεφάλαιο 15
- Κεφάλαιο 16
- Κεφάλαιο 17
- Κεφάλαιο 18
- Κεφάλαιο 19
- Κεφάλαιο 20
- Κεφάλαιο 21
- Κεφάλαιο 22
- Κεφάλαιο 23
- Κεφάλαιο 24
- Κεφάλαιο 25
- Κεφάλαιο 26
25.12.2015 (Ανήμερα Χριστούγεννα)
Όταν προσγειώνεσαι στο Βαρανάσι και ξεμυτίζεις από το αεροδρόμιο, συνειδητοποιείς ότι η Βομβάη που είχες δει ως τώρα δεν ήταν συγκριτικά παρά ένας παιδότοπος...
Όταν επιλέγαμε πρόγραμμα για το ταξίδι, μας είχε πει κάποιος ότι "αν δεν πας Βαρανάσι, δεν έχεις πάει Ινδία". Αλλά από το να σου έχουν πει κάτι τέτοιο, μέχρι να ζήσεις αυτό που ζήσαμε, υπάρχει τεράστια απόσταση.
Το Βαρανάσι (ή κατά την μουσουλμανική του ονομασία, Μπενάρες) είναι μία από τις αρχαιότερες πόλεις του πλανήτη που κατοικούνται συνεχώς από την ίδρυσή τους. Είναι ιερό κέντρο για Ινδουιστές, Βουδιστές και Τζαϊνιστές και είναι χτισμένη πάνω στον ποταμό Γάγγη, σε ένα σημείο που τα νερά για κάποιον λόγο αλλάζουν φορά και ρέουν ανάποδα σε σχέση με το υπόλοιπο ποτάμι (γι' αυτό και το σημείο θεωρήθηκε ιερό). Έχει πληθυσμό δύο εκατομμύρια ανθρώπους, εκ των οποίων το ένα εκατομμύριο είναι μόνιμοι κάτοικοι και το άλλο εκατομμύριο τουρίστες που εναλλάσσονται. Υποδομές (π.χ. αποχέτευση) έχει υποτυπώδεις έως ανύπαρκτες, μεταξύ άλλων γιατί είναι μικρή πόλη που κατοικείται συνεχώς εδώ και χιλιάδες χρόνια από τεράστιο αριθμό ανθρώπων, με αποτέλεσμα να μην μπορούν και να μην χωράνε να γίνουν έργα. Από το Βαρανάσι πέρασαν κάποια στιγμή και οι Beatles για διαλογισμό (πληροφορία πιθανώς αδιάφορη, αλλά μια και το συγκράτησα, είπα να το γράψω!)
Ήδη στον δρόμο από το αεροδρόμιο προς την πόλη ήταν εμφανής η διαφορά των εικόνων σε σχέση με την Βομβάη. Το πούλμαν έτρεχε και το σοκ του τι έβλεπες και του πόσο διαφορετικό ήταν αυτό όχι μόνο σε σχέση με την Βομβάη, αλλά σε σχέση με ό,τι έχεις δει γενικά μέχρι σήμερα σε έκανε να θες να τα τραβήξεις όλα φωτογραφία, για να έχεις τον χρόνο μετά να τα επεξεργαστεί ο εγκέφαλός σου με ησυχία. Από κάποιο σημείο και μετά δεν έβλεπα καν τι τραβάω, είχα απλά κολλήσει στο πίσω τζάμι του πούλμαν και κοιτούσα, και πατούσα συνεχώς το κουμπί της φωτογραφικής και ό,τι πιάσει.
Σιγά σιγά πλησιάζαμε στην πόλη, οπότε και αυξάνονταν τα σπίτια, τα μαγαζιά και η κίνηση.
Κάποια στιγμή τον δρόμο διέσχισε μια ουρά από γυναίκες που όλες κάτι κουβαλούσαν, άγνωστο με τι σκοπό και προς τα πού. Πάντως με τα ρούχα τους έδιναν έναν πολύ πολύχρωμο τόνο στο τοπίο!
Μαγαζιά, υπαίθρια και μη:
Αυξάνεται ταυτόχρονα και ο αριθμός των αδέσποτων αγελάδων…
και όχι μόνο… Εδώ βλέπουμε μια αδέσποτη κατσικούλα η οποία φοράει... - … εμ, χμμμ… τι;;; τι βλέπουν τα μάτια μου;;; ναι, κι όμως... - φοράει μπλε πουλόβερ:
Το Βαρανάσι έχει παράδοση στην κεραμοποιία:
Στη χριστουγεννιάτικη διακόσμηση πάλι δεν έχει παράδοση, αλλά αν θες να αγοράσεις, έχει κι απ' αυτό :
Το baseball βέβαια ζει και βασιλεύει, ανεξαρτήτως του πού το παίζεις:
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι έχει λίγη κίνηση σήμερα:
αλλά ευτυχώς όλοι σέβονται τον ΚΟΚ :
Αυτό δεν ξέρω τι ακριβώς είναι, αλλά το τράβηξα πάντως…
Φτάσαμε στο ξενοδοχείο και ο φύλακας μας άφησε να περάσουμε. Ήθελα να μοιραστώ μαζί σας το μαλλάκι του!
Στο ξενοδοχείο μείναμε ελάχιστα και ξεκινήσαμε για το Σαρνάθ, πόλη λίγο έξω από το Βαρανάσι στην οποία δίδαξε ο Βούδας για πρώτη φορά τους μαθητές του. Συγκεκριμένα λέγεται ότι έβγαλε τον πρώτο του λόγο σ' αυτήν εδώ τη στούπα (ονόματι Dhamek Stupa):
Εξ ου και ο τόπος είναι ιερός για τους Βουδιστές, όπως προανέφερα:
Δεν ξέρω τι μαγείρευαν σε αυτόν τον πάγκο, πάντως μύριζε εκπληκτικά. Δεν τόλμησα όμως να δοκιμάσω. Πάντως κι αυτός στα αριστερά ξερογλείφεται!
Όταν φύγαμε από το Σαρνάθ είχε φτάσει απόγευμα και κατευθυνθήκαμε προς το κέντρο του Βαρανάσι για να παρακολουθήσουμε, όπως έλεγε το πρόγραμμα, την "τελετή Aarti", για την οποία δεν ξέραμε ακόμη κάτι περισσότερο. Όπως μας εξήγησε ο ξεναγός, ανελλιπώς εδώ και χιλιάδες χρόνια κάθε απόγευμα στο Βαρανάσι γίνεται στις όχθες του Γάγγη μια ινδουιστική τελετή κατά την οποία βάζουν την θεά του ποταμού, τη θεά Ganga, για ύπνο.
Κατά μήκος του ποταμού υπάρχουν τα λεγόμενα ghats (συνολικά 88 σε όλο το Βαρανάσι), δηλαδή σκαλάκια τοποθετημένα διαδοχικά στην προβλήτα σε κάποια απόσταση μεταξύ τους, τα οποία καταλήγουν στο νερό. Σε ένα από αυτά τα ghats γίνεται η παραπάνω τελετή, την οποία παρακολουθούν κάθε μέρα χιλιάδες κόσμου, είτε όρθιοι στην προβλήτα είτε μέσα σε βάρκες από το νερό.
Αυτό που είναι πιο ευρέως γνωστό για το Βαρανάσι είναι ότι, σύμφωνα με τον Ινδουισμό, εάν κάποιος πεθάνει και αποτεφρωθεί εκεί, η ψυχή του ελευθερώνεται από τον κύκλο των μετενσαρκώσεων. Πολλοί είναι μάλιστα οι ετοιμοθάνατοι που πάνε στο Βαρανάσι για να πεθάνουν εκεί, για να είναι πιο κοντά στον χώρο της αποτέφρωσης. Τα σώματα των νεκρών καίγονται σε ειδικό ghat στην άκρη του ποταμού και η στάχτη πετιέται στον ποταμό. Όσο πιο πλούσιος είναι κανείς, τόσο πιο πολλά ξύλα έχει ο σωρός επί του οποίου θα καεί. Όσο πιο πολύ είναι το ξύλο, τόσο πιο εύκολη είναι η απελευθέρωση της ψυχής. Τους νεκρούς μεταφέρουν οι ανέγγιχτοι και για την αποτέφρωση πρέπει να πληρώσεις συγκεκριμένο τίμημα που καθορίζεται από τον επικεφαλής τους, με κριτήρια όπως το εισόδημα εν ζωή. Επισήμως απαγορεύεται η πρόσβαση στους τουρίστες, ανεπισήμως δεν αποκλείεται αν πληρώσεις κάτι στον κατάλληλο άνθρωπο να σε αφήσουν να πλησιάσεις για να το δεις από κοντά.
Ακούγεται καμιά φορά ότι στον ποταμό πετιούνται και σώματα ολόκληρα, ότι επιπλέουν ανθρώπινα μέλη κτλ. Εμείς κάτι τέτοιο δεν είδαμε και μας επιβεβαίωσε και ο ξεναγός ότι δεν συμβαίνει και ότι είναι περισσότερο "αστικός μύθος". Υπάρχουν πέντε κατηγορίες ανθρώπων που δεν επιτρέπεται να καούν και πετιούνται στο ποτάμι, με πέτρα δεμένη πάνω τους για να πάνε στον πάτο: έγκυες, παιδιά, ιερείς, λεπροί και άνθρωποι που πέθαναν από δάγκωμα κόμπρας (οι δύο τελευταίες περιπτώσεις εκ των πραγμάτων πιο σπάνιες).
Ακούγεται επίσης ότι επικρατούν έντονες και αηδιαστικές μυρωδιές από τα πτώματα που καίγονται, το οποίο όμως εμείς επίσης δεν είδαμε (πέρα φυσικά από την παγιωμένη μυρωδιά βρώμας που υπάρχει γενικότερα) και το οποίο επίσης μας διέψευσε ο ξεναγός, λέγοντάς μας ότι για να τους κάψουν χρησιμοποιούν ειδικές αλοιφές και βότανα που εξουδετερώνουν την μυρωδιά.
Τα παραπάνω μας εξήγησε ο ξεναγός για να καταλάβουμε πού πηγαίναμε και τι πηγαίναμε να δούμε, όπως περιμένει άλλωστε κανείς να ακούσει στο πλαίσιο μιας φυσιολογικής ξενάγησης. Αυτό όμως που δεν περιμέναμε να ακούσουμε ήταν αυτά που συνέχισε να μας λέει, δίνοντάς μας οδηγίες για το πώς θα κινούμασταν από τη στιγμή που θα φτάναμε στο κέντρο.
Το πούλμαν θα μας άφηνε λίγο έξω από το κέντρο, όπου θα παίρναμε ρίκσο (όχημα που περιλαμβάνει διθέσιο κάθισμα, το οποίο σέρνεται από ποδήλατο) μέχρι να φτάσουμε στο κέντρο, από όπου θα περπατούσαμε λίγο μέχρι να φτάσουμε στην όχθη. Μας ζήτησε να είμαστε προετοιμασμένοι να δούμε τα πάντα: ετοιμοθάνατους, ανάπηρους, άρρωστους, ζητιάνους και μια εξοικείωση με τον θάνατο και την αρρώστια τελείως ξένη προς την δική μας νοοτροπία. Μας προειδοποίησε όχι μόνο να μένουμε όλοι συγκεντρωμένοι και να μην απομακρυνόμαστε αλλά πολύ περισσότερο ότι, για να διασχίσουμε περπατώντας το κέντρο, θα έπρεπε να κάνουμε ουρά ο ένας πίσω από τον άλλον, κρατώντας ο καθένας σφιχτά τον μπροστινό, χωρίς να παρεκκλίνουμε καθόλου. Ότι αν κατά τη διάρκεια αυτής της πορείας μας πλησιάσει ο οποιοσδήποτε να μας πουλήσει κάτι, να μας πάει κάπου, να μας κάνει μασάζ στο χέρι, να μας πει τη μοίρα μας κτλ, εμείς δεν θα κουνηθούμε από τη θέση μας και θα ακολουθήσουμε την ουρά του γκρουπ. Ότι ο μοναδικός από τον οποίο θα δεχόμαστε οδηγίες για το πού να πάμε θα είναι ο ίδιος και οι βοηθοί του, εάν και εφόσον τους βρει όταν φτάσουμε και μας τους δείξει.
Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται υπερβολικά ή και εκνευριστικά, ιδίως στους θιασώτες των ατομικών ταξιδιών. Πάντως ήταν μέτρα που στόχευαν στο να μην χάσει κανέναν μας μέσα στο πλήθος, εφόσον μάλιστα είχε την ευθύνη της ακεραιότητας ενός γκρουπ, και με βάση αυτό που είδα όταν πια φτάσαμε, μπορώ να πω ότι δεν ήταν καθόλου υπερβολικό. Ήταν τόσο άπειρος ο κόσμος, τα μαγαζιά, τα οχήματα και τα ζώα που θα ήταν εξαιρετικά εύκολο στην καλύτερη για σένα περίπτωση να χαθείς, στη χειρότερη να παρασυρθείς κάπου και να μην ξαναμάθει ποτέ κανείς νέα σου.
Το πούλμαν έφτασε και, αφού ο ξεναγός μας επανέλαβε για δέκατη φορά τις οδηγίες, κατεβήκαμε για να επιβιβαστούμε στα ρίκσο.
Στο διπλανό δρομάκι, μια παραγκογειτονιά ετοιμάζεται για τον βραδυνό ύπνο.
Όσοι δηλαδή έχουν μια στέγη πάνω από το κεφάλι τους, διότι υπάρχουν και πολλοί που δεν έχουν και θα κοιμηθούν στρωματσάδα στο πεζοδρόμιο (κουνημένες φωτογραφίες, αλλά νομίζω αρκούν για να δείξω τι εννοώ):
Φτάνουμε στον χώρο όπου ήταν παρκαρισμένα τα ρίκσο, όπου περιμέναμε για λίγη ώρα μέχρι να επιβιβαστούν όλοι. Θυμίζω ότι είμαστε στον ινδικό χειμώνα και εκείνη τη στιγμή έχει περίπου 12 βαθμούς. Ο οδηγός του ποδηλάτου που θα μεταφέρει εμάς είναι τυλιγμένος με μια κουβέρτα εν είδει παλτού:
Κι εδώ κολλάει αυτό που έγραψα στην αρχή της ιστορίας, ότι στην Ινδία χρησιμοποιείς ό,τι έχεις για ό,τι τύχει να χρειάζεσαι εκείνη τη στιγμή...
Όσο περιμένουμε ακίνητοι μέχρι να ξεκινήσουμε, είδα έναν συνάδελφό του να του δίνει ένα σελοφάν, σε μέγεθος περίπου Α4. Έσκυψε στο έδαφος και τροφοδότησε με αυτό… μία μικρή φωτιά που ήδη έκαιγε. Τόσο μικρή που ήταν δίπλα μας και δεν την είδα ανεβαίνοντας στο ρίκσο, που έκαιγε μικροσκουπιδάκια, τώρα πια και το σελοφάν. Ο οδηγός μας και άλλοι δύο έσκυψαν και κράτησαν τα χέρια τους για λίγο πάνω από τη φωτίτσα, για να ζεσταθούν…
Ώσπου έρχεται η ώρα να ξεκινήσουμε, οπότε και τα ρίκσο μπαίνουν πλέον στην κίνηση της κεντρικής λεωφόρου.
Δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε η διαδρομή. Μπορεί 10 λεπτά κι εμένα να μου φάνηκε 1 ώρα. Μπορεί 1 ώρα κι εμένα να μου φάνηκε 10 λεπτά. Δεν ξέρω ούτε τι είδα κατά τη διάρκεια αυτής της διαδρομής. Θυμάμαι να γινόμαστε ένα με την κίνηση, δίπλα σε οχήματα, ανθρώπους και ζώα που περνούσαν βιαστικά και άναρχα, ο καθένας προς τη δική του κατεύθυνση.
Θυμάμαι να σταματάμε και να ξαναξεκινάμε κάθε φορά που μπλέκαμε στην κίνηση και τον δικό μας οδηγό να ποδηλατεί γρήγορα για να βρει έναν διάδρομο μέσα στο χάος και να προχωρήσουμε. Θυμάμαι να κοιτάω τα λεπτά του πόδια και να αναρωτιέμαι πού βρίσκει τη δύναμη να μας τραβάει. Θυμάμαι να νιώθω τύψεις που κάθομαι εκεί και τον αναγκάζω να μας τραβάει, και ταυτόχρονα να προσπαθώ να με παρηγορήσω ότι έτσι τον βοηθάω να βγάλει το ψωμί του. Θυμάμαι να χαιρόμαστε λέγοντας ότι ο δικός μας οδηγός είναι ο καλύτερος και ο πιο γρήγορος απ' όλους, που πάντα έβρισκε ένα άνοιγμα να περάσει μέσα στην κίνηση ενώ τα άλλα ρίκσο του γκρουπ μένανε πίσω. Θυμάμαι τον φίλο μου να λέει ότι για πρώτη φορά στη ζωή του βρίσκεται μέσα σε τέτοια κίνηση που να τον νοιάζει κάθε φορά πώς θα διανύσει τα επόμενα λίγα εκατοστά, διότι δεν είχε νόημα να κοιτάς και να σε απασχολεί το πιο πέρα.
Θυμάμαι ότι ήταν βράδυ Χριστουγέννων και είχε πανσέληνο. Θυμάμαι να έχει εκατομμύρια ανθρώπους στους δρόμους. Θυμάμαι να περνάμε μπροστά από μια εκκλησία που μόλις είχε τελειώσει τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία και τον κόσμο να βγαίνει από αυτήν και να ενώνεται με το άπειρο πλήθος.
Θυμάμαι τον ξεναγό να μας λέει ότι την ίδια ημέρα είχε μια μουσουλμανική γιορτή, οπότε γι' αυτόν τον λόγο είχε ακόμα περισσότερο κόσμο στους δρόμους.
Δεν θυμάμαι πολλά από τη διαδρομή. Θυμάμαι τον κόσμο, τους ήχους, τα χρώματα, τη φασαρία και τις μυρωδιές. Θυμάμαι δεξιά και αριστερά από τον δρόμο ταμπέλες νέον, φώτα, λάμπες και λαμπάκια, βιτρίνες, εστιατόρια, μαγαζιά για τους ντόπιους και μαγαζιά τουριστικά. Θυμάμαι ότι είχα βάλει την κάμερα της μηχανής να γράφει χωρίς να με νοιάζει τι τραβάει και χωρίς να έχω την πολυτέλεια να χάσω τη στιγμή για να την τραβήξω φωτογραφία.
Θυμάμαι το ρίκσο να τρέχει κι εγώ να κοιτάω γύρω μου, χωρίς να ξέρω από ποια μεριά απ' όλες να πρωτοκοιτάξω και χωρίς να προλαβαίνω να επεξεργαστώ την κάθε εικόνα πριν βρεθεί μπροστά μου η επόμενη.
Θυμάμαι να λέμε και να ξαναλέμε αποσβολωμένοι ότι δεν μπορούμε να πιστέψουμε πού βρισκόμαστε.
Θυμάμαι, τέλος, να βάζω τα κλάματα πάνω από τρεις φορές στα καλά καθούμενα, από ένα συναίσθημα που δεν νομίζω ότι έχει όνομα, μια μίξη συγκίνησης, χαράς, λύπης, έκπληξης και αδυναμίας να διαχειριστώ και να πιστέψω αυτό που ζω. Ήταν Χριστούγεννα, είχε πανσέληνο, κι εγώ ήμουν σε ένα διθέσιο κάθισμα που το τραβούσε ένα Ινδός ντυμένος με κουβέρτα που έκαιγε σελοφάν για να ζεσταθεί. Ήμουν σε μια πόλη πλημμυρισμένη από Ινδουιστές (που ετοιμάζονταν να βάλουν τη θεά τους για ύπνο), Βουδιστές (που είχαν πάει να επισκεφτούν το μέρος που πρωτοδίδαξε ο Βούδας τους), Χριστιανούς (που μόλις είχαν σχολάσει από την χριστουγεννιάτικη λειτουργία τους), μουσουλμάνους (που γιόρταζαν τη δική τους γιορτή), ντόπιους (που προσπαθούσαν να βγάλουν τα προς το ζην), τουρίστες (που προσπαθούσαν, όπως κι εγώ, να δουν και να αντιληφθούν τι βλέπουν) και, ανάμεσα σε όλους, σιωπηλά, κάποιους που δεν τους έβλεπα αλλά ήξερα ότι είχαν έρθει εδώ για να πεθάνουν.
Φτάσαμε στο κέντρο όπου αναγκαστικά έπρεπε να κατέβουμε και να πάμε με τα πόδια, γιατί οι δρόμοι γίνονταν στενότεροι και ο κόσμος ακόμη περισσότερος.
Ο ξεναγός βρήκε τους βοηθούς που μας είχε πει, που τελικά ήταν δύο αγόρια μουγγά, αδέρφια γύρω στα 18, που πουλούσαν στο δρόμο μικροπράγματα για να βγάλουν το ψωμί τους. Αυτό εξηγούσε και γιατί δεν είχε συνεννοηθεί μαζί τους από πριν και δεν ήταν σίγουρος αν θα τους βρει, αλλά περίμενε να τους βρει επί τόπου.
Πιαστήκαμε όλοι ο ένας πίσω από τον άλλον και ξεκινήσαμε να περπατάμε. Ο βομβαρδισμός εικόνων και κοσμοσυρροής συνεχίστηκε. Και πάλι δεν μπορώ να υπολογίσω πόση ώρα κάναμε, λογικά κανένα τέταρτο. Δεξιά και αριστερά μαγαζιά και πωλητές κάθε είδους, τουρίστες, ντόπιοι, ζητιάνοι, πιστοί, προσκυνητές, ανάπηροι… Θυμάμαι να παθαίνω σοκ όταν τελευταία στιγμή είδα και απέφυγα να πατήσω έναν άνθρωπο χωρίς πόδια και χέρια που σερνόταν με την κοιλιά στο έδαφος για να προχωρήσει…
Τα δύο αγόρια αποδείχθηκαν πανέξυπνα και εξαιρετικά βοηθητικά, πηγαίνοντας γρήγορα πάνω κάτω, κάνοντάς μας νοήματα για να μας κατευθύνουν, απομακρύνοντας ζητιάνους και πωλητές που μας κολλούσαν, ακόμα και ειδοποιώντας μας με χειρονομίες να μην πατήσουμε τα κόπρανα των αγελάδων που βρίσκονταν διάσπαρτα εδώ κι εκεί. Λίγες φωτογραφίες στραβοτραβηγμένες, αλλά νομίζω δείχνουν την κατάσταση:
Φτάσαμε στο ghat ενώ η τελετή είχε ήδη αρχίσει και κατεβήκαμε τις σκάλες για να μπούμε στη βάρκα απ' όπου θα την παρακολουθούσαμε.
Η εικόνα που αντικρύσαμε μόλις φτάσαμε, κοιτώντας από την προβλήτα προς το ποτάμι:
Η εικόνα μέσα από την βάρκα, κοιτώντας από το ποτάμι προς την προβλήτα:
Ήταν η τρίτη φορά μέσα σε μια νύχτα που ζούσα το "δεν πιστεύω πού βρίσκομαι αυτή τη στιγμή".
Εκατομμύρια κόσμου. Μια τελετή που συμβαίνει καθημερινά εδώ και χιλιάδες χρόνια κι εγώ να την βλέπω μέσα από μια βάρκα με το φεγγάρι να καθρεφτίζεται στα νερά του ποταμού. Ο χώρος αντηχούσε από τις ψαλμωδίες και τις καμπάνες με τις οποίες έβαζαν για ύπνο τη θεά, η ατμόσφαιρα μύριζε από τα λιβάνια που καίγανε προς τιμή της, οι πιστοί σιγομουρμούριζαν κι αυτοί, στη διπλανή βάρκα ένας παππούς έσκυψε και ήπιε με τη χούφτα νερό για ευλογία (το πώς ήταν αυτό το νερό, δεν θα το σχολιάσω…).
[Επειδή οι φωτογραφίες από εκείνο το βράδυ δυστυχώς δεν είναι πολύ καλές, έχω ένα βιντεάκι να ανεβάσω, αλλά μου λέει ότι είναι πολύ μεγάλο! Αν υπάρχει λύση, πείτε μου!]
Η τελετή τελείωσε και η βάρκα άρχισε να πηγαίνει κατά μήκος του ποταμού προς το ghat όπου καίνε τους νεκρούς. Μαζί μας είχαμε και μια ινδή ξεναγό, που όπως κατάλαβα είναι υποχρεωτικό να συνοδεύει κάθε γκρουπ, παρόλο που εμείς είχαμε τον δικό μας. Και τις επόμενες ημέρες είχαμε άλλον Ινδό μαζί, αν και ήταν περισσότερο διακοσμητικοί και ό,τι πληροφορίες χρειαζόμασταν μας τις έδινε ο δικός μας που φαινόταν να τα ξέρει χίλιες φορές καλύτερα.
Η ινδή ξεναγός μας ενημέρωσε ότι θα πλησιάσουμε το συγκεκριμένο ghat μέχρι κάποια απόσταση που επιτρέπεται και ότι από ένα σημείο και μετά απαγορεύονται οι φωτογραφίες. Μας παρακάλεσε μάλιστα να το σεβαστούμε γιατί οι ξεναγοί εκεί είναι γνωστοί και αν εμείς τραβούσαμε φωτογραφίες παρόλο που απαγορευόταν, η ίδια θα έβρισκε τον μπελά της.
Πράγματι πλησιάσαμε σε μια απόσταση που δεν έβλεπες και πολλά, εκτός από μια φωτιά να καίει και ανθρώπους να πηγαινοέρχονται για να κανονίσουν τα "διαδικαστικά". Κάποια στιγμή μας είπε να κατεβάσουμε τις φωτογραφικές, η βάρκα πλησίασε λίγο ακόμα, έμεινε για λίγο και μετά έκανε μεταβολή και πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
Όταν πια φτάσαμε στην προβλήτα ο κόσμος είχε αρχίσει να αραιώνει. Περπατήσαμε ξανά προς τα πίσω, στο σημείο όπου τα ρίκσο μας περίμεναν για να μας γυρίσουν πίσω.
Στο τέρμα της διαδρομής φροντίσαμε ο καθένας να δώσουμε στους οδηγούς ένα ποσό, επιπλέον αυτού που ούτως ή άλλως θα λάμβαναν από το πρακτορείο ως πληρωμή. Ο ξεναγός μας είχε προτείνει στο περίπου ένα ποσό που θα ήταν εύλογο να δώσει κάποιος, αν ήθελε. Δεν θυμάμαι ακριβώς τι δώσαμε, αλλά μας είχε φανεί λογικό και άκρως ικανοποιητικό για τα ινδικά δεδομένα. Ωστόσο, διαπιστώσαμε ότι οι οδηγοί δεν είχαν την ίδια άποψη, κάποιοι σε άλλα ρίκσο ζήτησαν περισσότερα, ο δικός μας δεν είπε τίποτα αλλά φάνηκε δυσαρεστημένος και μουτρωμένος. Γενικότερα την αντιμετώπιση αυτή είχαμε και σε άλλα σημεία του ταξιδιού, όπου συχνά πρόσφερες κάτι και είτε σου έκαναν παρατήρηση που δίνεις μόνο τόσο, είτε απλά σου άφηναν την εντύπωση ότι δεν είναι αρκετό. Δεν λέω ότι δίνεις κάτι για να σου πουν ευχαριστώ, αλλά από την άλλη το να το δίνεις κάτι με την καρδιά σου χωρίς να είσαι υποχρεωμένος, και να βλέπεις ότι θεωρείται αυτονόητο ή να βρίσκεσαι υπόλογος που δεν έδωσες περισσότερο, είναι κάπως εκνευριστικό. Όταν κάποια άλλη στιγμή έτυχε κάτι παρόμοιο, το αναφέραμε με απορία στον ξεναγό που μας απάντησε ότι τη νοοτροπία αυτή τους την έχουν αφήσει κατάλοιπο οι Άγγλοι, το να απλώνουν το χέρι και να περιμένουν να τους δώσεις. Πάντως, η εντύπωση που μου άφησαν εμένα είναι ότι βλέπουν τον τουρίστα σαν την κότα που κλωσάει το χρυσό αυγό. Είσαι τουρίστας, άρα έχεις, άρα δώσε.
Τα δύο αγόρια μας συνόδευσαν ώσπου να ανέβουμε στο πούλμαν. Κάποιοι θέλησαν να δώσουν κάτι και σε αυτά (και το άξιζαν χίλιες φορές, γιατί η βοήθειά τους ήταν ανεκτίμητη) αλλά αυτά αρνήθηκαν ευγενικά. Αντιπρότειναν όμως αν θέλαμε, να αγοράζαμε κάτι από τα πραγματάκια που πουλούσαν. Ο ξεναγός για να βοηθήσει, πήρε την πραμάτεια τους και την ανέβασε ο ίδιος στο πούλμαν, εισέπραξε από τον καθένα μας το ποσό για αυτό που αγοράζαμε και μετά τα έδωσε όλα μαζί στα παιδιά. Περιττό να πω ότι αγοράσαμε τα πάντα. Εγώ πήρα ένα κολιεδάκι φτιαγμένο από χάντρες σανταλόξυλου που μοσχομύριζε, σε μια τιμή που δεν πρέπει να ξεπερνούσε τα 2-3 δολάρια. Όχι ότι είναι το πιο όμορφο κόσμημα του κόσμου, αλλά για μένα είναι πολύ όμορφο γιατί ξέρω ότι το πήρα μετά από ΑΥΤΗ τη νύχτα στο Βαρανάσι, από τα δύο μουγγά αδέρφια που με οδηγούσαν μέσα στην αναμπουμπούλα για να μην πατήσω τα σκ*** της αγελάδας στον δρόμο! Όλοι πήραν από κάτι, όχι μόνο γιατί ήταν όμορφα πράγματα αλλά και ως ευχαριστώ για τα παιδιά. Κι ενώ αυτά αρνήθηκαν από αξιοπρέπεια το "χαρτζιλίκι" που θα τους έδιναν κάποιοι από το γκρουπ, στο τέλος πρέπει να κατέληξαν να κερδίσουν πολύ περισσότερα, αφού και ξεπούλησαν και αγόρασε ένα πραγματάκι ο καθένας μας, ακόμα και αυτός που προηγουμένως δεν είχε σκοπό να τους δώσει κάτι.
Οι πόρτες του πούλμαν έκλεισαν και πήραμε κατάκοποι τον δρόμο για το ξενοδοχείο. Γύρισε τότε ένας κύριος από το γκρουπ, αρκετά μεγάλος σε ηλικία και πολυταξιδεμένος, και μας ρώτησε μεγαλόφωνα εάν είχε δει ποτέ κανείς μας κάτι παρόμοιο, γιατί ο ίδιος, με όσα ταξίδια είχε κάνει, δεν το είχε ξαναδεί ποτέ. Δεν πήρε απάντηση ούτε φυσικά από εμάς, ούτε από τους άλλους που είχαν κάνει ουκ ολίγα ταξίδια στη ζωή τους. Εγώ πάντως έχω να δηλώσω πολύ ευχαριστημένη! Εάν στο πρώτο "μη δυτικό" ταξίδι μου είδα κάτι που δεν είχαν ξαναδεί τόσοι άλλοι στα τόσα ταξίδια που είχαν πάει, τότε είμαι σε καλό δρόμο για να καλύψω τα κενά!
Για να κλείσω αυτή την μεγάααααααλη αφήγηση (που μου πήρε στο γράψιμο πολύ περισσότερο απ' όσο φανταζόμουν!), θα ξαναπώ αυτό που μας είχαν πει πριν φύγουμε και το οποίο πια μπορούσα να καταλάβω: "Αν δεν πας Βαρανάσι, δεν έχεις πάει Ινδία".
Τώρα όμως που είχαμε βάλει τη θεά Ganga για ύπνο, έπρεπε να τρέξουμε να επιστρέψουμε γρήγορα στο ξενοδοχείο για να κοιμηθούμε κι εμείς. Το πρωί είχαμε να ξυπνήσουμε πολύ πρωί για να πούμε στη θεά Ganga καλημέρα...
Όταν προσγειώνεσαι στο Βαρανάσι και ξεμυτίζεις από το αεροδρόμιο, συνειδητοποιείς ότι η Βομβάη που είχες δει ως τώρα δεν ήταν συγκριτικά παρά ένας παιδότοπος...
Όταν επιλέγαμε πρόγραμμα για το ταξίδι, μας είχε πει κάποιος ότι "αν δεν πας Βαρανάσι, δεν έχεις πάει Ινδία". Αλλά από το να σου έχουν πει κάτι τέτοιο, μέχρι να ζήσεις αυτό που ζήσαμε, υπάρχει τεράστια απόσταση.
Το Βαρανάσι (ή κατά την μουσουλμανική του ονομασία, Μπενάρες) είναι μία από τις αρχαιότερες πόλεις του πλανήτη που κατοικούνται συνεχώς από την ίδρυσή τους. Είναι ιερό κέντρο για Ινδουιστές, Βουδιστές και Τζαϊνιστές και είναι χτισμένη πάνω στον ποταμό Γάγγη, σε ένα σημείο που τα νερά για κάποιον λόγο αλλάζουν φορά και ρέουν ανάποδα σε σχέση με το υπόλοιπο ποτάμι (γι' αυτό και το σημείο θεωρήθηκε ιερό). Έχει πληθυσμό δύο εκατομμύρια ανθρώπους, εκ των οποίων το ένα εκατομμύριο είναι μόνιμοι κάτοικοι και το άλλο εκατομμύριο τουρίστες που εναλλάσσονται. Υποδομές (π.χ. αποχέτευση) έχει υποτυπώδεις έως ανύπαρκτες, μεταξύ άλλων γιατί είναι μικρή πόλη που κατοικείται συνεχώς εδώ και χιλιάδες χρόνια από τεράστιο αριθμό ανθρώπων, με αποτέλεσμα να μην μπορούν και να μην χωράνε να γίνουν έργα. Από το Βαρανάσι πέρασαν κάποια στιγμή και οι Beatles για διαλογισμό (πληροφορία πιθανώς αδιάφορη, αλλά μια και το συγκράτησα, είπα να το γράψω!)
Ήδη στον δρόμο από το αεροδρόμιο προς την πόλη ήταν εμφανής η διαφορά των εικόνων σε σχέση με την Βομβάη. Το πούλμαν έτρεχε και το σοκ του τι έβλεπες και του πόσο διαφορετικό ήταν αυτό όχι μόνο σε σχέση με την Βομβάη, αλλά σε σχέση με ό,τι έχεις δει γενικά μέχρι σήμερα σε έκανε να θες να τα τραβήξεις όλα φωτογραφία, για να έχεις τον χρόνο μετά να τα επεξεργαστεί ο εγκέφαλός σου με ησυχία. Από κάποιο σημείο και μετά δεν έβλεπα καν τι τραβάω, είχα απλά κολλήσει στο πίσω τζάμι του πούλμαν και κοιτούσα, και πατούσα συνεχώς το κουμπί της φωτογραφικής και ό,τι πιάσει.
Σιγά σιγά πλησιάζαμε στην πόλη, οπότε και αυξάνονταν τα σπίτια, τα μαγαζιά και η κίνηση.
Κάποια στιγμή τον δρόμο διέσχισε μια ουρά από γυναίκες που όλες κάτι κουβαλούσαν, άγνωστο με τι σκοπό και προς τα πού. Πάντως με τα ρούχα τους έδιναν έναν πολύ πολύχρωμο τόνο στο τοπίο!
Μαγαζιά, υπαίθρια και μη:
Αυξάνεται ταυτόχρονα και ο αριθμός των αδέσποτων αγελάδων…
και όχι μόνο… Εδώ βλέπουμε μια αδέσποτη κατσικούλα η οποία φοράει... - … εμ, χμμμ… τι;;; τι βλέπουν τα μάτια μου;;; ναι, κι όμως... - φοράει μπλε πουλόβερ:
Το Βαρανάσι έχει παράδοση στην κεραμοποιία:
Στη χριστουγεννιάτικη διακόσμηση πάλι δεν έχει παράδοση, αλλά αν θες να αγοράσεις, έχει κι απ' αυτό :
Το baseball βέβαια ζει και βασιλεύει, ανεξαρτήτως του πού το παίζεις:
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι έχει λίγη κίνηση σήμερα:
αλλά ευτυχώς όλοι σέβονται τον ΚΟΚ :
Αυτό δεν ξέρω τι ακριβώς είναι, αλλά το τράβηξα πάντως…
Φτάσαμε στο ξενοδοχείο και ο φύλακας μας άφησε να περάσουμε. Ήθελα να μοιραστώ μαζί σας το μαλλάκι του!
Στο ξενοδοχείο μείναμε ελάχιστα και ξεκινήσαμε για το Σαρνάθ, πόλη λίγο έξω από το Βαρανάσι στην οποία δίδαξε ο Βούδας για πρώτη φορά τους μαθητές του. Συγκεκριμένα λέγεται ότι έβγαλε τον πρώτο του λόγο σ' αυτήν εδώ τη στούπα (ονόματι Dhamek Stupa):
Εξ ου και ο τόπος είναι ιερός για τους Βουδιστές, όπως προανέφερα:
Δεν ξέρω τι μαγείρευαν σε αυτόν τον πάγκο, πάντως μύριζε εκπληκτικά. Δεν τόλμησα όμως να δοκιμάσω. Πάντως κι αυτός στα αριστερά ξερογλείφεται!
Όταν φύγαμε από το Σαρνάθ είχε φτάσει απόγευμα και κατευθυνθήκαμε προς το κέντρο του Βαρανάσι για να παρακολουθήσουμε, όπως έλεγε το πρόγραμμα, την "τελετή Aarti", για την οποία δεν ξέραμε ακόμη κάτι περισσότερο. Όπως μας εξήγησε ο ξεναγός, ανελλιπώς εδώ και χιλιάδες χρόνια κάθε απόγευμα στο Βαρανάσι γίνεται στις όχθες του Γάγγη μια ινδουιστική τελετή κατά την οποία βάζουν την θεά του ποταμού, τη θεά Ganga, για ύπνο.
Κατά μήκος του ποταμού υπάρχουν τα λεγόμενα ghats (συνολικά 88 σε όλο το Βαρανάσι), δηλαδή σκαλάκια τοποθετημένα διαδοχικά στην προβλήτα σε κάποια απόσταση μεταξύ τους, τα οποία καταλήγουν στο νερό. Σε ένα από αυτά τα ghats γίνεται η παραπάνω τελετή, την οποία παρακολουθούν κάθε μέρα χιλιάδες κόσμου, είτε όρθιοι στην προβλήτα είτε μέσα σε βάρκες από το νερό.
Αυτό που είναι πιο ευρέως γνωστό για το Βαρανάσι είναι ότι, σύμφωνα με τον Ινδουισμό, εάν κάποιος πεθάνει και αποτεφρωθεί εκεί, η ψυχή του ελευθερώνεται από τον κύκλο των μετενσαρκώσεων. Πολλοί είναι μάλιστα οι ετοιμοθάνατοι που πάνε στο Βαρανάσι για να πεθάνουν εκεί, για να είναι πιο κοντά στον χώρο της αποτέφρωσης. Τα σώματα των νεκρών καίγονται σε ειδικό ghat στην άκρη του ποταμού και η στάχτη πετιέται στον ποταμό. Όσο πιο πλούσιος είναι κανείς, τόσο πιο πολλά ξύλα έχει ο σωρός επί του οποίου θα καεί. Όσο πιο πολύ είναι το ξύλο, τόσο πιο εύκολη είναι η απελευθέρωση της ψυχής. Τους νεκρούς μεταφέρουν οι ανέγγιχτοι και για την αποτέφρωση πρέπει να πληρώσεις συγκεκριμένο τίμημα που καθορίζεται από τον επικεφαλής τους, με κριτήρια όπως το εισόδημα εν ζωή. Επισήμως απαγορεύεται η πρόσβαση στους τουρίστες, ανεπισήμως δεν αποκλείεται αν πληρώσεις κάτι στον κατάλληλο άνθρωπο να σε αφήσουν να πλησιάσεις για να το δεις από κοντά.
Ακούγεται καμιά φορά ότι στον ποταμό πετιούνται και σώματα ολόκληρα, ότι επιπλέουν ανθρώπινα μέλη κτλ. Εμείς κάτι τέτοιο δεν είδαμε και μας επιβεβαίωσε και ο ξεναγός ότι δεν συμβαίνει και ότι είναι περισσότερο "αστικός μύθος". Υπάρχουν πέντε κατηγορίες ανθρώπων που δεν επιτρέπεται να καούν και πετιούνται στο ποτάμι, με πέτρα δεμένη πάνω τους για να πάνε στον πάτο: έγκυες, παιδιά, ιερείς, λεπροί και άνθρωποι που πέθαναν από δάγκωμα κόμπρας (οι δύο τελευταίες περιπτώσεις εκ των πραγμάτων πιο σπάνιες).
Ακούγεται επίσης ότι επικρατούν έντονες και αηδιαστικές μυρωδιές από τα πτώματα που καίγονται, το οποίο όμως εμείς επίσης δεν είδαμε (πέρα φυσικά από την παγιωμένη μυρωδιά βρώμας που υπάρχει γενικότερα) και το οποίο επίσης μας διέψευσε ο ξεναγός, λέγοντάς μας ότι για να τους κάψουν χρησιμοποιούν ειδικές αλοιφές και βότανα που εξουδετερώνουν την μυρωδιά.
Τα παραπάνω μας εξήγησε ο ξεναγός για να καταλάβουμε πού πηγαίναμε και τι πηγαίναμε να δούμε, όπως περιμένει άλλωστε κανείς να ακούσει στο πλαίσιο μιας φυσιολογικής ξενάγησης. Αυτό όμως που δεν περιμέναμε να ακούσουμε ήταν αυτά που συνέχισε να μας λέει, δίνοντάς μας οδηγίες για το πώς θα κινούμασταν από τη στιγμή που θα φτάναμε στο κέντρο.
Το πούλμαν θα μας άφηνε λίγο έξω από το κέντρο, όπου θα παίρναμε ρίκσο (όχημα που περιλαμβάνει διθέσιο κάθισμα, το οποίο σέρνεται από ποδήλατο) μέχρι να φτάσουμε στο κέντρο, από όπου θα περπατούσαμε λίγο μέχρι να φτάσουμε στην όχθη. Μας ζήτησε να είμαστε προετοιμασμένοι να δούμε τα πάντα: ετοιμοθάνατους, ανάπηρους, άρρωστους, ζητιάνους και μια εξοικείωση με τον θάνατο και την αρρώστια τελείως ξένη προς την δική μας νοοτροπία. Μας προειδοποίησε όχι μόνο να μένουμε όλοι συγκεντρωμένοι και να μην απομακρυνόμαστε αλλά πολύ περισσότερο ότι, για να διασχίσουμε περπατώντας το κέντρο, θα έπρεπε να κάνουμε ουρά ο ένας πίσω από τον άλλον, κρατώντας ο καθένας σφιχτά τον μπροστινό, χωρίς να παρεκκλίνουμε καθόλου. Ότι αν κατά τη διάρκεια αυτής της πορείας μας πλησιάσει ο οποιοσδήποτε να μας πουλήσει κάτι, να μας πάει κάπου, να μας κάνει μασάζ στο χέρι, να μας πει τη μοίρα μας κτλ, εμείς δεν θα κουνηθούμε από τη θέση μας και θα ακολουθήσουμε την ουρά του γκρουπ. Ότι ο μοναδικός από τον οποίο θα δεχόμαστε οδηγίες για το πού να πάμε θα είναι ο ίδιος και οι βοηθοί του, εάν και εφόσον τους βρει όταν φτάσουμε και μας τους δείξει.
Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται υπερβολικά ή και εκνευριστικά, ιδίως στους θιασώτες των ατομικών ταξιδιών. Πάντως ήταν μέτρα που στόχευαν στο να μην χάσει κανέναν μας μέσα στο πλήθος, εφόσον μάλιστα είχε την ευθύνη της ακεραιότητας ενός γκρουπ, και με βάση αυτό που είδα όταν πια φτάσαμε, μπορώ να πω ότι δεν ήταν καθόλου υπερβολικό. Ήταν τόσο άπειρος ο κόσμος, τα μαγαζιά, τα οχήματα και τα ζώα που θα ήταν εξαιρετικά εύκολο στην καλύτερη για σένα περίπτωση να χαθείς, στη χειρότερη να παρασυρθείς κάπου και να μην ξαναμάθει ποτέ κανείς νέα σου.
Το πούλμαν έφτασε και, αφού ο ξεναγός μας επανέλαβε για δέκατη φορά τις οδηγίες, κατεβήκαμε για να επιβιβαστούμε στα ρίκσο.
Στο διπλανό δρομάκι, μια παραγκογειτονιά ετοιμάζεται για τον βραδυνό ύπνο.
Όσοι δηλαδή έχουν μια στέγη πάνω από το κεφάλι τους, διότι υπάρχουν και πολλοί που δεν έχουν και θα κοιμηθούν στρωματσάδα στο πεζοδρόμιο (κουνημένες φωτογραφίες, αλλά νομίζω αρκούν για να δείξω τι εννοώ):
Φτάνουμε στον χώρο όπου ήταν παρκαρισμένα τα ρίκσο, όπου περιμέναμε για λίγη ώρα μέχρι να επιβιβαστούν όλοι. Θυμίζω ότι είμαστε στον ινδικό χειμώνα και εκείνη τη στιγμή έχει περίπου 12 βαθμούς. Ο οδηγός του ποδηλάτου που θα μεταφέρει εμάς είναι τυλιγμένος με μια κουβέρτα εν είδει παλτού:
Κι εδώ κολλάει αυτό που έγραψα στην αρχή της ιστορίας, ότι στην Ινδία χρησιμοποιείς ό,τι έχεις για ό,τι τύχει να χρειάζεσαι εκείνη τη στιγμή...
Όσο περιμένουμε ακίνητοι μέχρι να ξεκινήσουμε, είδα έναν συνάδελφό του να του δίνει ένα σελοφάν, σε μέγεθος περίπου Α4. Έσκυψε στο έδαφος και τροφοδότησε με αυτό… μία μικρή φωτιά που ήδη έκαιγε. Τόσο μικρή που ήταν δίπλα μας και δεν την είδα ανεβαίνοντας στο ρίκσο, που έκαιγε μικροσκουπιδάκια, τώρα πια και το σελοφάν. Ο οδηγός μας και άλλοι δύο έσκυψαν και κράτησαν τα χέρια τους για λίγο πάνω από τη φωτίτσα, για να ζεσταθούν…
Ώσπου έρχεται η ώρα να ξεκινήσουμε, οπότε και τα ρίκσο μπαίνουν πλέον στην κίνηση της κεντρικής λεωφόρου.
Δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε η διαδρομή. Μπορεί 10 λεπτά κι εμένα να μου φάνηκε 1 ώρα. Μπορεί 1 ώρα κι εμένα να μου φάνηκε 10 λεπτά. Δεν ξέρω ούτε τι είδα κατά τη διάρκεια αυτής της διαδρομής. Θυμάμαι να γινόμαστε ένα με την κίνηση, δίπλα σε οχήματα, ανθρώπους και ζώα που περνούσαν βιαστικά και άναρχα, ο καθένας προς τη δική του κατεύθυνση.
Θυμάμαι να σταματάμε και να ξαναξεκινάμε κάθε φορά που μπλέκαμε στην κίνηση και τον δικό μας οδηγό να ποδηλατεί γρήγορα για να βρει έναν διάδρομο μέσα στο χάος και να προχωρήσουμε. Θυμάμαι να κοιτάω τα λεπτά του πόδια και να αναρωτιέμαι πού βρίσκει τη δύναμη να μας τραβάει. Θυμάμαι να νιώθω τύψεις που κάθομαι εκεί και τον αναγκάζω να μας τραβάει, και ταυτόχρονα να προσπαθώ να με παρηγορήσω ότι έτσι τον βοηθάω να βγάλει το ψωμί του. Θυμάμαι να χαιρόμαστε λέγοντας ότι ο δικός μας οδηγός είναι ο καλύτερος και ο πιο γρήγορος απ' όλους, που πάντα έβρισκε ένα άνοιγμα να περάσει μέσα στην κίνηση ενώ τα άλλα ρίκσο του γκρουπ μένανε πίσω. Θυμάμαι τον φίλο μου να λέει ότι για πρώτη φορά στη ζωή του βρίσκεται μέσα σε τέτοια κίνηση που να τον νοιάζει κάθε φορά πώς θα διανύσει τα επόμενα λίγα εκατοστά, διότι δεν είχε νόημα να κοιτάς και να σε απασχολεί το πιο πέρα.
Θυμάμαι ότι ήταν βράδυ Χριστουγέννων και είχε πανσέληνο. Θυμάμαι να έχει εκατομμύρια ανθρώπους στους δρόμους. Θυμάμαι να περνάμε μπροστά από μια εκκλησία που μόλις είχε τελειώσει τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία και τον κόσμο να βγαίνει από αυτήν και να ενώνεται με το άπειρο πλήθος.
Θυμάμαι τον ξεναγό να μας λέει ότι την ίδια ημέρα είχε μια μουσουλμανική γιορτή, οπότε γι' αυτόν τον λόγο είχε ακόμα περισσότερο κόσμο στους δρόμους.
Δεν θυμάμαι πολλά από τη διαδρομή. Θυμάμαι τον κόσμο, τους ήχους, τα χρώματα, τη φασαρία και τις μυρωδιές. Θυμάμαι δεξιά και αριστερά από τον δρόμο ταμπέλες νέον, φώτα, λάμπες και λαμπάκια, βιτρίνες, εστιατόρια, μαγαζιά για τους ντόπιους και μαγαζιά τουριστικά. Θυμάμαι ότι είχα βάλει την κάμερα της μηχανής να γράφει χωρίς να με νοιάζει τι τραβάει και χωρίς να έχω την πολυτέλεια να χάσω τη στιγμή για να την τραβήξω φωτογραφία.
Θυμάμαι το ρίκσο να τρέχει κι εγώ να κοιτάω γύρω μου, χωρίς να ξέρω από ποια μεριά απ' όλες να πρωτοκοιτάξω και χωρίς να προλαβαίνω να επεξεργαστώ την κάθε εικόνα πριν βρεθεί μπροστά μου η επόμενη.
Θυμάμαι να λέμε και να ξαναλέμε αποσβολωμένοι ότι δεν μπορούμε να πιστέψουμε πού βρισκόμαστε.
Θυμάμαι, τέλος, να βάζω τα κλάματα πάνω από τρεις φορές στα καλά καθούμενα, από ένα συναίσθημα που δεν νομίζω ότι έχει όνομα, μια μίξη συγκίνησης, χαράς, λύπης, έκπληξης και αδυναμίας να διαχειριστώ και να πιστέψω αυτό που ζω. Ήταν Χριστούγεννα, είχε πανσέληνο, κι εγώ ήμουν σε ένα διθέσιο κάθισμα που το τραβούσε ένα Ινδός ντυμένος με κουβέρτα που έκαιγε σελοφάν για να ζεσταθεί. Ήμουν σε μια πόλη πλημμυρισμένη από Ινδουιστές (που ετοιμάζονταν να βάλουν τη θεά τους για ύπνο), Βουδιστές (που είχαν πάει να επισκεφτούν το μέρος που πρωτοδίδαξε ο Βούδας τους), Χριστιανούς (που μόλις είχαν σχολάσει από την χριστουγεννιάτικη λειτουργία τους), μουσουλμάνους (που γιόρταζαν τη δική τους γιορτή), ντόπιους (που προσπαθούσαν να βγάλουν τα προς το ζην), τουρίστες (που προσπαθούσαν, όπως κι εγώ, να δουν και να αντιληφθούν τι βλέπουν) και, ανάμεσα σε όλους, σιωπηλά, κάποιους που δεν τους έβλεπα αλλά ήξερα ότι είχαν έρθει εδώ για να πεθάνουν.
Φτάσαμε στο κέντρο όπου αναγκαστικά έπρεπε να κατέβουμε και να πάμε με τα πόδια, γιατί οι δρόμοι γίνονταν στενότεροι και ο κόσμος ακόμη περισσότερος.
Ο ξεναγός βρήκε τους βοηθούς που μας είχε πει, που τελικά ήταν δύο αγόρια μουγγά, αδέρφια γύρω στα 18, που πουλούσαν στο δρόμο μικροπράγματα για να βγάλουν το ψωμί τους. Αυτό εξηγούσε και γιατί δεν είχε συνεννοηθεί μαζί τους από πριν και δεν ήταν σίγουρος αν θα τους βρει, αλλά περίμενε να τους βρει επί τόπου.
Πιαστήκαμε όλοι ο ένας πίσω από τον άλλον και ξεκινήσαμε να περπατάμε. Ο βομβαρδισμός εικόνων και κοσμοσυρροής συνεχίστηκε. Και πάλι δεν μπορώ να υπολογίσω πόση ώρα κάναμε, λογικά κανένα τέταρτο. Δεξιά και αριστερά μαγαζιά και πωλητές κάθε είδους, τουρίστες, ντόπιοι, ζητιάνοι, πιστοί, προσκυνητές, ανάπηροι… Θυμάμαι να παθαίνω σοκ όταν τελευταία στιγμή είδα και απέφυγα να πατήσω έναν άνθρωπο χωρίς πόδια και χέρια που σερνόταν με την κοιλιά στο έδαφος για να προχωρήσει…
Τα δύο αγόρια αποδείχθηκαν πανέξυπνα και εξαιρετικά βοηθητικά, πηγαίνοντας γρήγορα πάνω κάτω, κάνοντάς μας νοήματα για να μας κατευθύνουν, απομακρύνοντας ζητιάνους και πωλητές που μας κολλούσαν, ακόμα και ειδοποιώντας μας με χειρονομίες να μην πατήσουμε τα κόπρανα των αγελάδων που βρίσκονταν διάσπαρτα εδώ κι εκεί. Λίγες φωτογραφίες στραβοτραβηγμένες, αλλά νομίζω δείχνουν την κατάσταση:
Φτάσαμε στο ghat ενώ η τελετή είχε ήδη αρχίσει και κατεβήκαμε τις σκάλες για να μπούμε στη βάρκα απ' όπου θα την παρακολουθούσαμε.
Η εικόνα που αντικρύσαμε μόλις φτάσαμε, κοιτώντας από την προβλήτα προς το ποτάμι:
Η εικόνα μέσα από την βάρκα, κοιτώντας από το ποτάμι προς την προβλήτα:
Ήταν η τρίτη φορά μέσα σε μια νύχτα που ζούσα το "δεν πιστεύω πού βρίσκομαι αυτή τη στιγμή".
Εκατομμύρια κόσμου. Μια τελετή που συμβαίνει καθημερινά εδώ και χιλιάδες χρόνια κι εγώ να την βλέπω μέσα από μια βάρκα με το φεγγάρι να καθρεφτίζεται στα νερά του ποταμού. Ο χώρος αντηχούσε από τις ψαλμωδίες και τις καμπάνες με τις οποίες έβαζαν για ύπνο τη θεά, η ατμόσφαιρα μύριζε από τα λιβάνια που καίγανε προς τιμή της, οι πιστοί σιγομουρμούριζαν κι αυτοί, στη διπλανή βάρκα ένας παππούς έσκυψε και ήπιε με τη χούφτα νερό για ευλογία (το πώς ήταν αυτό το νερό, δεν θα το σχολιάσω…).
[Επειδή οι φωτογραφίες από εκείνο το βράδυ δυστυχώς δεν είναι πολύ καλές, έχω ένα βιντεάκι να ανεβάσω, αλλά μου λέει ότι είναι πολύ μεγάλο! Αν υπάρχει λύση, πείτε μου!]
Η τελετή τελείωσε και η βάρκα άρχισε να πηγαίνει κατά μήκος του ποταμού προς το ghat όπου καίνε τους νεκρούς. Μαζί μας είχαμε και μια ινδή ξεναγό, που όπως κατάλαβα είναι υποχρεωτικό να συνοδεύει κάθε γκρουπ, παρόλο που εμείς είχαμε τον δικό μας. Και τις επόμενες ημέρες είχαμε άλλον Ινδό μαζί, αν και ήταν περισσότερο διακοσμητικοί και ό,τι πληροφορίες χρειαζόμασταν μας τις έδινε ο δικός μας που φαινόταν να τα ξέρει χίλιες φορές καλύτερα.
Η ινδή ξεναγός μας ενημέρωσε ότι θα πλησιάσουμε το συγκεκριμένο ghat μέχρι κάποια απόσταση που επιτρέπεται και ότι από ένα σημείο και μετά απαγορεύονται οι φωτογραφίες. Μας παρακάλεσε μάλιστα να το σεβαστούμε γιατί οι ξεναγοί εκεί είναι γνωστοί και αν εμείς τραβούσαμε φωτογραφίες παρόλο που απαγορευόταν, η ίδια θα έβρισκε τον μπελά της.
Πράγματι πλησιάσαμε σε μια απόσταση που δεν έβλεπες και πολλά, εκτός από μια φωτιά να καίει και ανθρώπους να πηγαινοέρχονται για να κανονίσουν τα "διαδικαστικά". Κάποια στιγμή μας είπε να κατεβάσουμε τις φωτογραφικές, η βάρκα πλησίασε λίγο ακόμα, έμεινε για λίγο και μετά έκανε μεταβολή και πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
Όταν πια φτάσαμε στην προβλήτα ο κόσμος είχε αρχίσει να αραιώνει. Περπατήσαμε ξανά προς τα πίσω, στο σημείο όπου τα ρίκσο μας περίμεναν για να μας γυρίσουν πίσω.
Στο τέρμα της διαδρομής φροντίσαμε ο καθένας να δώσουμε στους οδηγούς ένα ποσό, επιπλέον αυτού που ούτως ή άλλως θα λάμβαναν από το πρακτορείο ως πληρωμή. Ο ξεναγός μας είχε προτείνει στο περίπου ένα ποσό που θα ήταν εύλογο να δώσει κάποιος, αν ήθελε. Δεν θυμάμαι ακριβώς τι δώσαμε, αλλά μας είχε φανεί λογικό και άκρως ικανοποιητικό για τα ινδικά δεδομένα. Ωστόσο, διαπιστώσαμε ότι οι οδηγοί δεν είχαν την ίδια άποψη, κάποιοι σε άλλα ρίκσο ζήτησαν περισσότερα, ο δικός μας δεν είπε τίποτα αλλά φάνηκε δυσαρεστημένος και μουτρωμένος. Γενικότερα την αντιμετώπιση αυτή είχαμε και σε άλλα σημεία του ταξιδιού, όπου συχνά πρόσφερες κάτι και είτε σου έκαναν παρατήρηση που δίνεις μόνο τόσο, είτε απλά σου άφηναν την εντύπωση ότι δεν είναι αρκετό. Δεν λέω ότι δίνεις κάτι για να σου πουν ευχαριστώ, αλλά από την άλλη το να το δίνεις κάτι με την καρδιά σου χωρίς να είσαι υποχρεωμένος, και να βλέπεις ότι θεωρείται αυτονόητο ή να βρίσκεσαι υπόλογος που δεν έδωσες περισσότερο, είναι κάπως εκνευριστικό. Όταν κάποια άλλη στιγμή έτυχε κάτι παρόμοιο, το αναφέραμε με απορία στον ξεναγό που μας απάντησε ότι τη νοοτροπία αυτή τους την έχουν αφήσει κατάλοιπο οι Άγγλοι, το να απλώνουν το χέρι και να περιμένουν να τους δώσεις. Πάντως, η εντύπωση που μου άφησαν εμένα είναι ότι βλέπουν τον τουρίστα σαν την κότα που κλωσάει το χρυσό αυγό. Είσαι τουρίστας, άρα έχεις, άρα δώσε.
Τα δύο αγόρια μας συνόδευσαν ώσπου να ανέβουμε στο πούλμαν. Κάποιοι θέλησαν να δώσουν κάτι και σε αυτά (και το άξιζαν χίλιες φορές, γιατί η βοήθειά τους ήταν ανεκτίμητη) αλλά αυτά αρνήθηκαν ευγενικά. Αντιπρότειναν όμως αν θέλαμε, να αγοράζαμε κάτι από τα πραγματάκια που πουλούσαν. Ο ξεναγός για να βοηθήσει, πήρε την πραμάτεια τους και την ανέβασε ο ίδιος στο πούλμαν, εισέπραξε από τον καθένα μας το ποσό για αυτό που αγοράζαμε και μετά τα έδωσε όλα μαζί στα παιδιά. Περιττό να πω ότι αγοράσαμε τα πάντα. Εγώ πήρα ένα κολιεδάκι φτιαγμένο από χάντρες σανταλόξυλου που μοσχομύριζε, σε μια τιμή που δεν πρέπει να ξεπερνούσε τα 2-3 δολάρια. Όχι ότι είναι το πιο όμορφο κόσμημα του κόσμου, αλλά για μένα είναι πολύ όμορφο γιατί ξέρω ότι το πήρα μετά από ΑΥΤΗ τη νύχτα στο Βαρανάσι, από τα δύο μουγγά αδέρφια που με οδηγούσαν μέσα στην αναμπουμπούλα για να μην πατήσω τα σκ*** της αγελάδας στον δρόμο! Όλοι πήραν από κάτι, όχι μόνο γιατί ήταν όμορφα πράγματα αλλά και ως ευχαριστώ για τα παιδιά. Κι ενώ αυτά αρνήθηκαν από αξιοπρέπεια το "χαρτζιλίκι" που θα τους έδιναν κάποιοι από το γκρουπ, στο τέλος πρέπει να κατέληξαν να κερδίσουν πολύ περισσότερα, αφού και ξεπούλησαν και αγόρασε ένα πραγματάκι ο καθένας μας, ακόμα και αυτός που προηγουμένως δεν είχε σκοπό να τους δώσει κάτι.
Οι πόρτες του πούλμαν έκλεισαν και πήραμε κατάκοποι τον δρόμο για το ξενοδοχείο. Γύρισε τότε ένας κύριος από το γκρουπ, αρκετά μεγάλος σε ηλικία και πολυταξιδεμένος, και μας ρώτησε μεγαλόφωνα εάν είχε δει ποτέ κανείς μας κάτι παρόμοιο, γιατί ο ίδιος, με όσα ταξίδια είχε κάνει, δεν το είχε ξαναδεί ποτέ. Δεν πήρε απάντηση ούτε φυσικά από εμάς, ούτε από τους άλλους που είχαν κάνει ουκ ολίγα ταξίδια στη ζωή τους. Εγώ πάντως έχω να δηλώσω πολύ ευχαριστημένη! Εάν στο πρώτο "μη δυτικό" ταξίδι μου είδα κάτι που δεν είχαν ξαναδεί τόσοι άλλοι στα τόσα ταξίδια που είχαν πάει, τότε είμαι σε καλό δρόμο για να καλύψω τα κενά!
Για να κλείσω αυτή την μεγάααααααλη αφήγηση (που μου πήρε στο γράψιμο πολύ περισσότερο απ' όσο φανταζόμουν!), θα ξαναπώ αυτό που μας είχαν πει πριν φύγουμε και το οποίο πια μπορούσα να καταλάβω: "Αν δεν πας Βαρανάσι, δεν έχεις πάει Ινδία".
Τώρα όμως που είχαμε βάλει τη θεά Ganga για ύπνο, έπρεπε να τρέξουμε να επιστρέψουμε γρήγορα στο ξενοδοχείο για να κοιμηθούμε κι εμείς. Το πρωί είχαμε να ξυπνήσουμε πολύ πρωί για να πούμε στη θεά Ganga καλημέρα...
Attachments
-
42 bytes Προβολές: 0
Last edited: