Pel
Member
- Μηνύματα
- 842
- Likes
- 4.635
- Ταξίδι-Όνειρο
- Και πού δεν θέλω;
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2
- Κεφάλαιο 3
- Κεφάλαιο 4
- Κεφάλαιο 5
- Κεφάλαιο 6
- Κεφάλαιο 7
- Κεφάλαιο 8
- Κεφάλαιο 9
- Κεφάλαιο 10
- Κεφάλαιο 11
- Κεφάλαιο 12
- Κεφάλαιο 13
- Κεφάλαιο 14
- Κεφάλαιο 15
- Κεφάλαιο 16
- Κεφάλαιο 17
- Κεφάλαιο 18
- Κεφάλαιο 19
- Κεφάλαιο 20
- Κεφάλαιο 21
- Κεφάλαιο 22
- Κεφάλαιο 23
- Κεφάλαιο 24
- Κεφάλαιο 25
- Κεφάλαιο 26
30.12.2015
Η επόμενη ημέρα είχε εκδρομές γύρω από την Άγκρα και το βράδυ επιστροφή πάλι εκεί. Επιτέλους θα είχαμε δύο συνεχείς διανυκτερεύσεις στο ίδιο μέρος, γιατί μετά από τόσες μέρες που κοιμόμασταν κάθε βράδυ και κάπου αλλού, είχαμε αρχίσει να τα φτύνουμε. Το σημερινό πρόγραμμα βασικά περιελάμβανε τούρ από ναό σε ναό κι από μαυσωλείο σε μαυσωλείο, με μπόνους ένα αρχαιολογικό μουσείο, αλλά τελικά αποδείχθηκε πολύ πιο ενδιαφέρον απ' ό,τι προοιωνιζόταν, και κυρίως (ίσως και γι' αυτό να μου φάνηκε πιο ενδιαφέρον!) πολύ πιο ... μπιχλώδες από την άπειρη μπίχλα που ήδη είχαμε δει ως τότε τις προηγούμενες μέρες.
Πρώτη στάση μια πόλη λίγο έξω από την Άγκρα, ονόματι Mathura, πόλη ιερή για τους Ινδουϊστές καθότι εκεί γεννήθηκε ο Κρίσνα. Συγκεκριμένα λέγεται ότι ο Κρίσνα γεννήθηκε σε ένα κελί φυλακής, γύρω από οποίο έχουν χτίσει ένα μεγάλο κτηριακό συγκρότημα - ναό (Shri Krishna Janmabhoomi). Η μέρα θα ξεκινούσε με επίσκεψη σε αυτόν και στη συνέχεια στο καπάκι με επίσκεψη στο διπλανό τέμενος, το οποίο βρισκόταν μεσοτοιχία με τον ναό του Κρίσνα. Παρόλο όμως που ναός και τέμενος χωρίζονται με έναν τοίχο, ο οποίος μάλιστα έχει και πόρτα, η πόρτα αυτή μένει κλειδαμπαρωμένη λόγω φόβου για προπαγανδιστικές ενέργειες. Αποτέλεσμα είναι ότι, για να επισκεφτείς και τα δύο, πρέπει να κάνεις κύκλο όλο το τετράγωνο για να μπεις στο τέμενος από την δική του είσοδο. Εκτός όμως του ότι αυτή η ενδιάμεση πόρτα μένει κλειστή, για τον ίδιο λόγο υπάρχουν και στην είσοδο του ναού δρακόντεια μέτρα ασφαλείας, από έλεγχο σε τσάντες και σωματικό έλεγχο μέχρι πλήρη απαγόρευση να έχεις πάνω σου οποιοδήποτε ηλεκτρονικό γκατζετάκι, από κινητό και φωτογραφική μηχανή, μέχρι φλασάκι.
Αυτό δυσκόλεψε ιδιαίτερα τον ξεναγό μας που βρέθηκε στη θλιβερή θέση να πρέπει να μας ανακοινώσει ήδη απ' όταν ήμασταν στο πούλμαν (ιδίως στους επαγγελματίες φωτογραφιστές) ότι πρέπει να αφήσουμε σ' αυτό μηχανές, κινητά, καλώδια κτλ γιατί αλλιώς υπήρχε φόβος να μην μας αφήσουν να μπούμε ή να τα κρατήσουν οι φύλακες. Ωιμέεεεε. Η συζήτηση και η γκρίνια στο πούλμαν πρέπει να κράτησε τουλάχιστον μισή ώρα, ώσπου τελικά πείστηκε και ο τελευταίος ότι, τι να γίνει, θα πρέπει να το υποστούμε κι αυτό για χάρη του Κρίσνα. Το δράμα κορυφώθηκε όταν αποδείχθηκε ότι το πούλμαν δεν μας άφησε στην είσοδο του ναού αλλά λίγο παραπέρα, με αποτέλεσμα να περνάμε μέσα από ένα μπιχλώδες χωριό χωρίς να μπορούμε να το απαθανατίσουμε…
Φτάνουμε τελικά στην είσοδο και πάμε να μπούμε. Έλα όμως που ο σωματικός έλεγχος έδειξε ότι όλο και κάποιο γκατζετάκι είχε ξεχαστεί σε κάποια τσέπη… Μεταξύ άλλων είχε ξεμείνει και στη τσάντα μιας γιαγιάς μια φωτογραφική μηχανούλα, μια απλή λιτή παλιά μηχανούλα, γιατί λέει… δεν είχε ακούσει τον ξεναγό να λέει ότι πρέπει να τις αφήσουμε στο πούλμαν!
Τελικά, επειδή δεν έπαιζε να αφήσουμε τα πράγματα να μας τα "φυλάξουν" οι φύλακες στην είσοδο (υπήρχε ζευγάρι που είχε μαζί του το φλασάκι με όοοοολες τις φωτογραφίες του ταξιδιού), έμεινε έξω από τον ναό ο Ινδούλης ξεναγός να μας τα κρατάει.
Τα "βάσανά" μας όμως δεν τελείωναν εκεί. Με το που μπήκαμε στον ναό, ανακαλύψαμε ότι έπρεπε να βγάλουμε τα παπούτσια μας. Αυτό βέβαια μας είχε ξανασυμβεί στο ταξίδι και δεν ήταν κάτι καινούριο. Ως τώρα όμως οι ναοί που επισκεπτόμασταν είχαν μέγεθος ναού. Εδώ όμως δεν μιλούσαμε μόνο για έναν ναό, αλλά για ένα ολόκληρο συγκρότημα κτηρίων, με δρομάκια, πεζοδρομάκια, διαδρόμους κτλ, που διασχίζονταν από μυριάδες κόσμου που είχε πλημμυρίσει το χώρο και πατούσε ξυπόλυτος, άπλυτος, με τις βρωμερές του κάλτσες κτλ.
Αντίστοιχα είχαν πλημμυρίσει την είσοδο και τα παπούτσια όλου αυτού του κόσμου. Ποτέ δεν είχα δει τόσες εκατοντάδες παπούτσια μαζεμένα. Που τα βάζανε μάλιστα και σε τσουβάλια, γιατί δεν υπήρχε χώρος να μπουν όλα παραταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Τι να κάνουμε λοιπόν κι εμείς, βάλαμε τα παπούτσια όλου του γκρουπ σε ένα τσουβάλι, φορέσαμε όσοι είχαμε ποδονάρια, από αυτά τα μπλε τα χειρουργικά και κάποιοι είχαν προνοήσει να φέρουν από Ελλάδα, και ξεχυθήκαμε (σαν εμετοί που λέει και κάποιος εδώ μέσα) στο ναό του Κρίσνα. Όπως καταλαβαίνετε, φωτογραφίες δεν υπάρχουν. Κρίμα βέβαια, πρέπει να ήμασταν πολύ διασκεδαστικό θέαμα.
Από την επίσκεψη στα επιμέρους κτήρια δεν θυμάμαι πολλά, θυμάμαι όμως ότι δεξιά και αριστερά υπήρχαν μικρομαγαζάκια - πάγκοι που πουλούσαν τελετουργικά αντικείμενα. Με συγκίνηση αναγνώρισα σε αυτούς τους πάγκους δεκάδες μπιχλιμπίδια που έχουμε διακοσμητικά στο σπίτι και που είχα συνηθίσει να τα βλέπω από μικρή χωρίς να ξέρω από πού είναι και τι ακριβώς είναι. Υπό άλλες συνθήκες θα ήθελα να αγοράσω κάποια από αυτά τα πράγματα… δεν υπήρχε όμως ανάγκη, γιατί τα είχε αγοράσει ο πατέρας μου δεκαετίες πριν…
Θυμάμαι επίσης την επίσκεψη στον κύριο ιερό χώρο, στο ιερό του Κρίσνα, που ήταν στολισμένος με αφιερώματα και λουλούδια. Πιστοί που περίμεναν στην ουρά πριν από εμάς προσκυνούσαν εκστασιασμένοι, μια αίσθηση που ομολογώ ότι δεν κατάφερα να συμμεριστώ. Ο όλος χώρος και στολισμός μου φαινόταν πολύ στημένος και ψυχρός. Αν θυμάμαι καλά είχαν βάλει μια πλαστική κούκλα σε ένα πανέρι που αναπαριστούσε το μωρό Κρίσνα, οπότε το όλο σκηνικό απέτυχε να μου προκαλέσει την οποιαδήποτε κατάνυξη. Λογικό βέβαια θα μου πείτε, αφού για μένα ήταν χώρος τουριστικής επίσκεψης ενώ γι' αυτούς χώρος λατρείας, και ίσως κάτι αντίστοιχο να νιώσει (ή καλύτερα, να μη νιώσει) κι ένας ινδουιστής αν τον βάλεις σε εκκλησία.
Μετά από λίγο που ήρθε η ώρα να φύγουμε, γυρίσαμε να πάρουμε τα παπούτσια μας από το τσουβάλι για να περπατήσουμε ως το διπλανό τέμενος, το οποίο απείχε ένα τετράγωνο και στο οποίο επίσης θα έπρεπε να μπούμε χωρίς παπούτσια. Οπότε και πλέον τέθηκε το κρίσιμο ερώτημα: "μένω με τα ποδονάρια ή φοράω τα παπούτσια μου;;;" Η διαδικασία βάλε-βγάλε δεν ήταν εύκολη, συν ότι δεν υπήρχαν πολλά ποδονάρια διαθέσιμα και δεν μπορούσαμε να τα πετάξουμε, ούτε μας άρεσε η ιδέα να κουβαλάμε το βρώμικο ποδονάρι στην τσέπη. Αλλά πάλι, σκέφτεσαι, Ινδία είναι αυτή… πού να βγεις ξυπόλυτος στον δρόμο, έστω και με ποδονάρια, έστω και για ένα τετράγωνο… Τελικά, επικράτησε η συντηρητική λύση του παπουτσιού και το σιχαμερό ποδονάρι μπήκε στην τσέπη τυλιγμένο σε σακούλα. Έξω από τον ναό του Κρίσνα μας περίμενε ο Ινδούλης, που έκανε και πλακίτσα στο ζευγάρι με το φλασάκι: "Φλασάκι με φωτογραφίες;;; Πότε μου δώσατε φλασάκι με φωτογραφίες;;;".
Και κάπως έτσι ξεκίνησε η πορεία προς το τέμενος… Απόσταση ενός τετραγώνου υποτίθεται, μόνο που ανακαλύψαμε ότι σε ινδικά μεγέθη, ένα τετράγωνο ισούται με πέντε τετράγωνα ελληνικής πόλης… Δικαίωση νο 1 για τη απόφαση να φορέσω τα παπούτσια μου! Άντε να το περπατήσεις όλο αυτό με ποδονάρια.
Το τι υπήρχε όμως σε αυτό το τετράγωνο, είναι πέραν κάθε περιγραφής. Γενικά, αυτό που παρατηρήσαμε, και το επιβεβαίωσε και ο ξεναγός, είναι ότι οι μουσουλμανικές γειτονιές είναι σε γενικές γραμμές ακόμα πιο φτωχές και παρακμιακές από τις υπόλοιπες. Και ως είναι φυσικό, οι μουσουλμανικές γειτονιές είναι πολύ συχνά χτισμένες γύρω από τεμένη. Διασχίζοντας λοιπόν το τετράγωνο προς το συγκεκριμένο τέμενος, βρεθήκαμε να διασχίζουμε μια απολύτως μπιχλώδη μουσουλμανική γειτονιά, πιο μπιχλώδη από οτιδήποτε άλλο μπιχλώδες είχαμε δει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Δικαίωση νο 2 για την απόφαση να φορέσω τα παπούτσια μου! Βρώμικη, γραφική, ονειρεμένη.
Διασχίζαμε αποσβολωμένοι τον δρόμο, κατά μήκος του οποίου είχαν στήσει τους πάγκους τους διάφοροι πωλητές και χειρωνάκτες, άεργοι να κάθονται στα σκαλιά και να ξύνονται, μάνες να χτενίζουν τα παιδιά τους, αγελάδες, γουρούνια, όλα να δημιουργούν ένα σκηνικό ονειρεμένης μπιχλώδους γραφικότητας, την οποία, αλοίμονο, κανείς δεν μπορούσε να βγάλει φωτογραφία… Οι μηχανές μας ήταν ακόμη στο πούλμαν, και το πούλμαν είχε πάει κάπου μακριά για να παρκάρει.
Με τα πολλά κάναμε τον γύρο του τετραγώνου και στρίψαμε, βλέποντας πια το τέμενος σε μια ευθεία μπροστά μας στα 200 μέτρα. Και εκεί ήταν το αποκορύφωμα… Το τέμενος υπερυψωμένο, μπροστά του μια σκάλα από καμιά διακοσαριά πέτρινα σκαλοπάτια. Μπροστά από το τέμενος, στη βάση της σκάλας, κάποιες ράγες τρένου. Από εμάς ως τις ράγες, χώμα, λάσπη, ένα υποτυπώδες ρυάκι, και τριγύρω βουβάλια, πολλά βουβάλια. Άλλα ξαπλωμένα στο χώμα να διώχνουν με την ουρά τους τις μύγες που κάθονταν στις ξεραμένες λάσπες πάνω τους, άλλα να μασουλάνε το λίγο πενιχρό χορτάρι. Κοπριά παντού διάσπαρτη, είτε χύμα στο χώμα, είτε ξεραμένη και τακτοποιημένη σε πυργάκια, καύσιμη ύλη για τη φωτιά του χειμώνα. Και παντού μπόχα. Μια αδιανόητη, αηδιαστική μπόχα, μείξη λάσπης, βρωμιάς και κυρίως κοπριάς και βουβαλίασης. Δικαίωση νο 87328934 για την απόφασή μου να φορέσω παπούτσια…
Μείναμε να κοιτάμε αποσβολωμένοι τα 200 μέτρα που μας χώριζαν από το τέμενος, το τι έπρεπε να διασχίσουμε για να φτάσουμε ως τη σκάλα. Κάποιοι του γκρουπ που επί μέρες υπέμεναν την βρώμα γκρινιάζοντας νοερά, πλέον έφτασαν στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού. Ήταν πολύ μεγάλο το χτύπημα για να αντέξουν αυτό που έβλεπαν και κυρίως αυτό που μύριζαν. Οι φανατικοί φωτογραφιστές να κλαίνε. Ένας δεν άντεξε, ανακοίνωσε ότι θα πάει να πάρει την μηχανή του από το πούλμαν, όπου και αν βρισκόταν αυτό, κι ας μην έμπαινε στο τέμενος. Νισάφι πια! Γρήγορα καταστρώθηκε στρατηγική, ένας ένας έβρισκε το κουράγιο να διασχίσει τις ράγες του τρένου με τα βουβάλια και την κοπριά, κρατώντας την αναπνοή του μέχρι να φτάσει γρήγορα στη σκάλα. Έλα όμως που η απόσταση ήταν πολύ μεγάλη για να την βγάλεις με μια αναπνοή… Έπρεπε αναγκαστικά να πάρεις ανάσα κάπου στη μέση…
Ο φίλος μου κίνησε μπροστά, μου είπε να πάρω βαθειά ανάσα για να ξεκινήσουμε. Όχι! Εγώ την αναπνοή μου δεν την κρατάω! Ήρθα στην Ινδία, και την Ινδία θα αναπνεύσω! Κοίταξα το χώμα να σιγουρευτώ πού πατάω (μην φάμε και τα μούτρα μας μες στην κοπριά), κοίταξα αγέρωχα μπροστά και περπάτησα αργά αργά ως τις ράγες. Εντάξει, βρωμούσε, δεν λέω. Αλλά όλα είναι θέμα "state of mind"!
Ανεβήκαμε τη σκάλα, και στην κορυφή μας περίμεναν άλλοι φύλακες για σωματικό έλεγχο, όχι τόσο οργανωμένο όσο στον ναό, αλλά εξίσου αυστηρό. Πάλι απαγορεύονταν τα κάθε είδους ηλεκτρονικά γκατζετάκια. Πάλι ο Ινδούλης έμεινε απ' έξω να μας κρατάει τα πράγματα. Μπήκαμε στο προαύλιο του τεμένους, στο οποίο υπήρχε ένα και μοναδικό δέντρο. Γύρω από το δέντρο είχαν χτίσει τειχάκι με πέτρες, σαν παρτέρι υπερυψωμένο, γεμισμένο με χώμα. Άλλοι επισκέπτες δεν υπήρχαν, οπότε αφήσαμε τα παπούτσια μας κάτω από το δέντρο και βάλαμε ξανά τα ποδονάρια. Το τέμενος αποδείχθηκε πολύ πιο απλό και λιτό από τον ναό, βασικά ήταν σαν ένα μεγάλο πλάτωμα περιστοιχισμένο από κολώνες. Το πάτωμα στρωμένο από κουτσουλιές, από τα πουλιά που κάθονταν και κούρνιαζαν στην οροφή. "Το να μας βάζετε να βγάζουμε τα παπούτσια μας σας μάρανε, τις κουτσουλιές δεν κάθεστε να τις καθαρίσετε!", σκέφτηκα. Τι θα κάναμε χωρίς τα ποδονάρια!
Η επίσκεψη στο τέμενος τελείωσε γρήγορα, άλλωστε δεν έλεγε και τίποτα. Γυρίσαμε στην αυλή να πάρουμε τα παπούτσια μας, εγώ άργησα και έμεινα λίγο πίσω. Όλοι οι άλλοι είχαν βάλει ήδη τα παπούτσια τους και προχωρήσει μπροστά. Μόνη μου εγώ στην αυλή, κάθισα κάτω από το δέντρο στο πέτρινο παρτέρι να βάλω τα παπούτσια μου.
Και εκεί που βάζω τα παπούτσια μου, γυρνάω το κεφάλι μου αριστερά και τι να δω…
Μια κατσίκα, ανεβασμένη κι αυτή στο παρτέρι δίπλα μου, να βόσκει το χορτάρι που φύτρωνε γύρω από το δέντρο. Μια κατσίκα ντυμένη με ένα τζιν μπουφάν… Το μπουφάν περασμένο γύρω από την πλατούλα της, τα μανίκια περασμένα στα μπροστινά της πόδια, η κοιλίτσα της γυμνή…
Έμεινα αποσβολωμένη να κοιτάω δίπλα μου, με το χέρι να έχει παγώσει καθώς βάζει το παπούτσι…
"Είμαι στην Ινδία, στην αυλή ενός τεμένους κάτω από ένα δέντρο, βάζω τα παπούτσια μου, και δίπλα μου βόσκει μια κατσίκα που φοράει τζιν μπουφάν".
Έμεινα να κοιτάω δίπλα, με τον χρόνο να έχει παγώσει στη στιγμή.
"Δίπλα μου βόσκει μια κατσίκα που φοράει τζιν μπουφάν.", να λέω και να ξαναλέω μέσα μου. "Δίπλα μου βόσκει μια κατσίκα που φοράει τζιν μπουφάν κι εγώ δεν έχω μηχανή να την βγάλω φωτογραφία".
"Ηρέμησε, Pel.", απάντησα μόνη μου στον εαυτό μου. "Είναι από αυτές τις στιγμές που ζει κανείς για να τις ζήσει, και να τις θυμάται, όχι για να τις βγάλει φωτογραφία".
Έμεινα για λίγο ακόμη να κοιτάω την κατσίκα, προσπαθώντας να βγάλω φωτογραφία με την μνήμη μου, για να θυμάμαι τη στιγμή. Την κοίταξα ένα δευτερόλεπτο, δύο δευτερόλεπτα. Έπρεπε όμως να φύγω, οι άλλοι είχαν προχωρήσει μπροστά. Έβαλα το παπούτσι μου, κοίταξα άλλη μια φορά την κατσίκα και σηκώθηκα να φύγω.
Έξω στην είσοδο με περίμενε ο φίλος μου, του λέω "Εκεί στην αυλή υπάρχει μια κατσίκα που φοράει τζιν μπουφάν". Ναι, μου λέει, την είδα.
Και τότε γυρνάμε το κεφάλι στην είσοδο και τι να δούμε;
Τον Ινδούλη στην βάση της σκάλας, να δίνει πίσω στη γιαγιά τη φωτογραφική μηχανούλα που είχε ξεχάσει ν' αφήσει στο πούλμαν… Κοιτιόμαστε με τον φίλο μου, συνεννοούμαστε με τα μάτια, και τρέχω κάτω στη γιαγιά:
- "Εκεί πάνω, στην αυλή, υπάρχει μια κατσίκα με τζίν μπουφάν".
- "Ναι", μου λέει η γιαγιά, "την είδα, αλλά δεν μπορώ να ανέβω τη σκάλα να την βγάλω φωτογραφία."
- "Μην ανησυχείτε, δώστε μου τη μηχανή και θ' ανέβω εγώ να την βγάλω!"
Μου δίνει η γιαγιά τη μηχανή, αρχίζω εγώ να ανεβαίνω τρέχοντας τη σκάλα. Μπαίνω στην αυλή, πουθενά η κατσίκα. Ξαναβγαίνω, μου λέει ο φίλος μου "Να' την, από εκεί". Γυρνάω και βλέπω την κατσίκα να κατεβαίνει χοροπηδώντας τη σκάλα. Αρχίζω να τρέχω πίσω από την κατσίκα, τρομάζει η κατσίκα κι αρχίζει να πηδάει τα σκαλοπάτια τρία τρία. Μπροστά η κατσίκα, από πίσω εγώ. Να κατεβαίνω τρέχοντας τη σκάλα, η κατσίκα να το' χει βάλει στα πόδια. Να βλέπω με την άκρη του ματιού μου παιδιά να ξεπετάγονται από τις γύρω μάντρες και να αλαλάζουν, να τρέχουν κι αυτά από πίσω να δούνε το θέαμα, με την τρελή τουρίστρια που κυνηγάει την κατσίκα τους, χωρίς προφανή γι' αυτούς λόγο.
Ώσπου φτάνουμε την βάση της σκάλας, η κατσίκα πάει και μπαίνει σε έναν σταύλο και σταματάει, δεν έχει παραπέρα να πάει. Καρφώνει τα πόδια στο έδαφος και αρχίζει έντρομη να βελάζει. Τα παιδιά να έχουν σκαρφαλώσει στις γύρω μάντρες και να περιμένουν, να παρακολουθούν…
Κοιτάζω την κατσίκα, πλησιάζω αργά αργά, γονατίζω και κλικ… Φωτογραφίζω την κατσίκα. Σηκώνομαι. Τα παιδιά να γελάνε και να σκουντούνται μεταξύ τους, να κοροϊδεύουν την τρελή που πήρε από πίσω την κατσίκα τους για να την φωτογραφίσει. Τι παράξενο είχε άλλωστε η κατσίκα τους για να θέλει κανείς να την φωτογραφίσει;;;
Γύρισα την πλάτη, έφυγα, ανέβηκα τη σκάλα, συνάντησα τον φίλο μου.
"Την έβγαλες;"
"Την έβγαλα".
Η επόμενη ημέρα είχε εκδρομές γύρω από την Άγκρα και το βράδυ επιστροφή πάλι εκεί. Επιτέλους θα είχαμε δύο συνεχείς διανυκτερεύσεις στο ίδιο μέρος, γιατί μετά από τόσες μέρες που κοιμόμασταν κάθε βράδυ και κάπου αλλού, είχαμε αρχίσει να τα φτύνουμε. Το σημερινό πρόγραμμα βασικά περιελάμβανε τούρ από ναό σε ναό κι από μαυσωλείο σε μαυσωλείο, με μπόνους ένα αρχαιολογικό μουσείο, αλλά τελικά αποδείχθηκε πολύ πιο ενδιαφέρον απ' ό,τι προοιωνιζόταν, και κυρίως (ίσως και γι' αυτό να μου φάνηκε πιο ενδιαφέρον!) πολύ πιο ... μπιχλώδες από την άπειρη μπίχλα που ήδη είχαμε δει ως τότε τις προηγούμενες μέρες.
Πρώτη στάση μια πόλη λίγο έξω από την Άγκρα, ονόματι Mathura, πόλη ιερή για τους Ινδουϊστές καθότι εκεί γεννήθηκε ο Κρίσνα. Συγκεκριμένα λέγεται ότι ο Κρίσνα γεννήθηκε σε ένα κελί φυλακής, γύρω από οποίο έχουν χτίσει ένα μεγάλο κτηριακό συγκρότημα - ναό (Shri Krishna Janmabhoomi). Η μέρα θα ξεκινούσε με επίσκεψη σε αυτόν και στη συνέχεια στο καπάκι με επίσκεψη στο διπλανό τέμενος, το οποίο βρισκόταν μεσοτοιχία με τον ναό του Κρίσνα. Παρόλο όμως που ναός και τέμενος χωρίζονται με έναν τοίχο, ο οποίος μάλιστα έχει και πόρτα, η πόρτα αυτή μένει κλειδαμπαρωμένη λόγω φόβου για προπαγανδιστικές ενέργειες. Αποτέλεσμα είναι ότι, για να επισκεφτείς και τα δύο, πρέπει να κάνεις κύκλο όλο το τετράγωνο για να μπεις στο τέμενος από την δική του είσοδο. Εκτός όμως του ότι αυτή η ενδιάμεση πόρτα μένει κλειστή, για τον ίδιο λόγο υπάρχουν και στην είσοδο του ναού δρακόντεια μέτρα ασφαλείας, από έλεγχο σε τσάντες και σωματικό έλεγχο μέχρι πλήρη απαγόρευση να έχεις πάνω σου οποιοδήποτε ηλεκτρονικό γκατζετάκι, από κινητό και φωτογραφική μηχανή, μέχρι φλασάκι.
Αυτό δυσκόλεψε ιδιαίτερα τον ξεναγό μας που βρέθηκε στη θλιβερή θέση να πρέπει να μας ανακοινώσει ήδη απ' όταν ήμασταν στο πούλμαν (ιδίως στους επαγγελματίες φωτογραφιστές) ότι πρέπει να αφήσουμε σ' αυτό μηχανές, κινητά, καλώδια κτλ γιατί αλλιώς υπήρχε φόβος να μην μας αφήσουν να μπούμε ή να τα κρατήσουν οι φύλακες. Ωιμέεεεε. Η συζήτηση και η γκρίνια στο πούλμαν πρέπει να κράτησε τουλάχιστον μισή ώρα, ώσπου τελικά πείστηκε και ο τελευταίος ότι, τι να γίνει, θα πρέπει να το υποστούμε κι αυτό για χάρη του Κρίσνα. Το δράμα κορυφώθηκε όταν αποδείχθηκε ότι το πούλμαν δεν μας άφησε στην είσοδο του ναού αλλά λίγο παραπέρα, με αποτέλεσμα να περνάμε μέσα από ένα μπιχλώδες χωριό χωρίς να μπορούμε να το απαθανατίσουμε…
Φτάνουμε τελικά στην είσοδο και πάμε να μπούμε. Έλα όμως που ο σωματικός έλεγχος έδειξε ότι όλο και κάποιο γκατζετάκι είχε ξεχαστεί σε κάποια τσέπη… Μεταξύ άλλων είχε ξεμείνει και στη τσάντα μιας γιαγιάς μια φωτογραφική μηχανούλα, μια απλή λιτή παλιά μηχανούλα, γιατί λέει… δεν είχε ακούσει τον ξεναγό να λέει ότι πρέπει να τις αφήσουμε στο πούλμαν!
Τελικά, επειδή δεν έπαιζε να αφήσουμε τα πράγματα να μας τα "φυλάξουν" οι φύλακες στην είσοδο (υπήρχε ζευγάρι που είχε μαζί του το φλασάκι με όοοοολες τις φωτογραφίες του ταξιδιού), έμεινε έξω από τον ναό ο Ινδούλης ξεναγός να μας τα κρατάει.
Τα "βάσανά" μας όμως δεν τελείωναν εκεί. Με το που μπήκαμε στον ναό, ανακαλύψαμε ότι έπρεπε να βγάλουμε τα παπούτσια μας. Αυτό βέβαια μας είχε ξανασυμβεί στο ταξίδι και δεν ήταν κάτι καινούριο. Ως τώρα όμως οι ναοί που επισκεπτόμασταν είχαν μέγεθος ναού. Εδώ όμως δεν μιλούσαμε μόνο για έναν ναό, αλλά για ένα ολόκληρο συγκρότημα κτηρίων, με δρομάκια, πεζοδρομάκια, διαδρόμους κτλ, που διασχίζονταν από μυριάδες κόσμου που είχε πλημμυρίσει το χώρο και πατούσε ξυπόλυτος, άπλυτος, με τις βρωμερές του κάλτσες κτλ.
Αντίστοιχα είχαν πλημμυρίσει την είσοδο και τα παπούτσια όλου αυτού του κόσμου. Ποτέ δεν είχα δει τόσες εκατοντάδες παπούτσια μαζεμένα. Που τα βάζανε μάλιστα και σε τσουβάλια, γιατί δεν υπήρχε χώρος να μπουν όλα παραταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Τι να κάνουμε λοιπόν κι εμείς, βάλαμε τα παπούτσια όλου του γκρουπ σε ένα τσουβάλι, φορέσαμε όσοι είχαμε ποδονάρια, από αυτά τα μπλε τα χειρουργικά και κάποιοι είχαν προνοήσει να φέρουν από Ελλάδα, και ξεχυθήκαμε (σαν εμετοί που λέει και κάποιος εδώ μέσα) στο ναό του Κρίσνα. Όπως καταλαβαίνετε, φωτογραφίες δεν υπάρχουν. Κρίμα βέβαια, πρέπει να ήμασταν πολύ διασκεδαστικό θέαμα.
Από την επίσκεψη στα επιμέρους κτήρια δεν θυμάμαι πολλά, θυμάμαι όμως ότι δεξιά και αριστερά υπήρχαν μικρομαγαζάκια - πάγκοι που πουλούσαν τελετουργικά αντικείμενα. Με συγκίνηση αναγνώρισα σε αυτούς τους πάγκους δεκάδες μπιχλιμπίδια που έχουμε διακοσμητικά στο σπίτι και που είχα συνηθίσει να τα βλέπω από μικρή χωρίς να ξέρω από πού είναι και τι ακριβώς είναι. Υπό άλλες συνθήκες θα ήθελα να αγοράσω κάποια από αυτά τα πράγματα… δεν υπήρχε όμως ανάγκη, γιατί τα είχε αγοράσει ο πατέρας μου δεκαετίες πριν…
Θυμάμαι επίσης την επίσκεψη στον κύριο ιερό χώρο, στο ιερό του Κρίσνα, που ήταν στολισμένος με αφιερώματα και λουλούδια. Πιστοί που περίμεναν στην ουρά πριν από εμάς προσκυνούσαν εκστασιασμένοι, μια αίσθηση που ομολογώ ότι δεν κατάφερα να συμμεριστώ. Ο όλος χώρος και στολισμός μου φαινόταν πολύ στημένος και ψυχρός. Αν θυμάμαι καλά είχαν βάλει μια πλαστική κούκλα σε ένα πανέρι που αναπαριστούσε το μωρό Κρίσνα, οπότε το όλο σκηνικό απέτυχε να μου προκαλέσει την οποιαδήποτε κατάνυξη. Λογικό βέβαια θα μου πείτε, αφού για μένα ήταν χώρος τουριστικής επίσκεψης ενώ γι' αυτούς χώρος λατρείας, και ίσως κάτι αντίστοιχο να νιώσει (ή καλύτερα, να μη νιώσει) κι ένας ινδουιστής αν τον βάλεις σε εκκλησία.
Μετά από λίγο που ήρθε η ώρα να φύγουμε, γυρίσαμε να πάρουμε τα παπούτσια μας από το τσουβάλι για να περπατήσουμε ως το διπλανό τέμενος, το οποίο απείχε ένα τετράγωνο και στο οποίο επίσης θα έπρεπε να μπούμε χωρίς παπούτσια. Οπότε και πλέον τέθηκε το κρίσιμο ερώτημα: "μένω με τα ποδονάρια ή φοράω τα παπούτσια μου;;;" Η διαδικασία βάλε-βγάλε δεν ήταν εύκολη, συν ότι δεν υπήρχαν πολλά ποδονάρια διαθέσιμα και δεν μπορούσαμε να τα πετάξουμε, ούτε μας άρεσε η ιδέα να κουβαλάμε το βρώμικο ποδονάρι στην τσέπη. Αλλά πάλι, σκέφτεσαι, Ινδία είναι αυτή… πού να βγεις ξυπόλυτος στον δρόμο, έστω και με ποδονάρια, έστω και για ένα τετράγωνο… Τελικά, επικράτησε η συντηρητική λύση του παπουτσιού και το σιχαμερό ποδονάρι μπήκε στην τσέπη τυλιγμένο σε σακούλα. Έξω από τον ναό του Κρίσνα μας περίμενε ο Ινδούλης, που έκανε και πλακίτσα στο ζευγάρι με το φλασάκι: "Φλασάκι με φωτογραφίες;;; Πότε μου δώσατε φλασάκι με φωτογραφίες;;;".
Και κάπως έτσι ξεκίνησε η πορεία προς το τέμενος… Απόσταση ενός τετραγώνου υποτίθεται, μόνο που ανακαλύψαμε ότι σε ινδικά μεγέθη, ένα τετράγωνο ισούται με πέντε τετράγωνα ελληνικής πόλης… Δικαίωση νο 1 για τη απόφαση να φορέσω τα παπούτσια μου! Άντε να το περπατήσεις όλο αυτό με ποδονάρια.
Το τι υπήρχε όμως σε αυτό το τετράγωνο, είναι πέραν κάθε περιγραφής. Γενικά, αυτό που παρατηρήσαμε, και το επιβεβαίωσε και ο ξεναγός, είναι ότι οι μουσουλμανικές γειτονιές είναι σε γενικές γραμμές ακόμα πιο φτωχές και παρακμιακές από τις υπόλοιπες. Και ως είναι φυσικό, οι μουσουλμανικές γειτονιές είναι πολύ συχνά χτισμένες γύρω από τεμένη. Διασχίζοντας λοιπόν το τετράγωνο προς το συγκεκριμένο τέμενος, βρεθήκαμε να διασχίζουμε μια απολύτως μπιχλώδη μουσουλμανική γειτονιά, πιο μπιχλώδη από οτιδήποτε άλλο μπιχλώδες είχαμε δει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Δικαίωση νο 2 για την απόφαση να φορέσω τα παπούτσια μου! Βρώμικη, γραφική, ονειρεμένη.
Διασχίζαμε αποσβολωμένοι τον δρόμο, κατά μήκος του οποίου είχαν στήσει τους πάγκους τους διάφοροι πωλητές και χειρωνάκτες, άεργοι να κάθονται στα σκαλιά και να ξύνονται, μάνες να χτενίζουν τα παιδιά τους, αγελάδες, γουρούνια, όλα να δημιουργούν ένα σκηνικό ονειρεμένης μπιχλώδους γραφικότητας, την οποία, αλοίμονο, κανείς δεν μπορούσε να βγάλει φωτογραφία… Οι μηχανές μας ήταν ακόμη στο πούλμαν, και το πούλμαν είχε πάει κάπου μακριά για να παρκάρει.
Με τα πολλά κάναμε τον γύρο του τετραγώνου και στρίψαμε, βλέποντας πια το τέμενος σε μια ευθεία μπροστά μας στα 200 μέτρα. Και εκεί ήταν το αποκορύφωμα… Το τέμενος υπερυψωμένο, μπροστά του μια σκάλα από καμιά διακοσαριά πέτρινα σκαλοπάτια. Μπροστά από το τέμενος, στη βάση της σκάλας, κάποιες ράγες τρένου. Από εμάς ως τις ράγες, χώμα, λάσπη, ένα υποτυπώδες ρυάκι, και τριγύρω βουβάλια, πολλά βουβάλια. Άλλα ξαπλωμένα στο χώμα να διώχνουν με την ουρά τους τις μύγες που κάθονταν στις ξεραμένες λάσπες πάνω τους, άλλα να μασουλάνε το λίγο πενιχρό χορτάρι. Κοπριά παντού διάσπαρτη, είτε χύμα στο χώμα, είτε ξεραμένη και τακτοποιημένη σε πυργάκια, καύσιμη ύλη για τη φωτιά του χειμώνα. Και παντού μπόχα. Μια αδιανόητη, αηδιαστική μπόχα, μείξη λάσπης, βρωμιάς και κυρίως κοπριάς και βουβαλίασης. Δικαίωση νο 87328934 για την απόφασή μου να φορέσω παπούτσια…
Μείναμε να κοιτάμε αποσβολωμένοι τα 200 μέτρα που μας χώριζαν από το τέμενος, το τι έπρεπε να διασχίσουμε για να φτάσουμε ως τη σκάλα. Κάποιοι του γκρουπ που επί μέρες υπέμεναν την βρώμα γκρινιάζοντας νοερά, πλέον έφτασαν στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού. Ήταν πολύ μεγάλο το χτύπημα για να αντέξουν αυτό που έβλεπαν και κυρίως αυτό που μύριζαν. Οι φανατικοί φωτογραφιστές να κλαίνε. Ένας δεν άντεξε, ανακοίνωσε ότι θα πάει να πάρει την μηχανή του από το πούλμαν, όπου και αν βρισκόταν αυτό, κι ας μην έμπαινε στο τέμενος. Νισάφι πια! Γρήγορα καταστρώθηκε στρατηγική, ένας ένας έβρισκε το κουράγιο να διασχίσει τις ράγες του τρένου με τα βουβάλια και την κοπριά, κρατώντας την αναπνοή του μέχρι να φτάσει γρήγορα στη σκάλα. Έλα όμως που η απόσταση ήταν πολύ μεγάλη για να την βγάλεις με μια αναπνοή… Έπρεπε αναγκαστικά να πάρεις ανάσα κάπου στη μέση…
Ο φίλος μου κίνησε μπροστά, μου είπε να πάρω βαθειά ανάσα για να ξεκινήσουμε. Όχι! Εγώ την αναπνοή μου δεν την κρατάω! Ήρθα στην Ινδία, και την Ινδία θα αναπνεύσω! Κοίταξα το χώμα να σιγουρευτώ πού πατάω (μην φάμε και τα μούτρα μας μες στην κοπριά), κοίταξα αγέρωχα μπροστά και περπάτησα αργά αργά ως τις ράγες. Εντάξει, βρωμούσε, δεν λέω. Αλλά όλα είναι θέμα "state of mind"!
Ανεβήκαμε τη σκάλα, και στην κορυφή μας περίμεναν άλλοι φύλακες για σωματικό έλεγχο, όχι τόσο οργανωμένο όσο στον ναό, αλλά εξίσου αυστηρό. Πάλι απαγορεύονταν τα κάθε είδους ηλεκτρονικά γκατζετάκια. Πάλι ο Ινδούλης έμεινε απ' έξω να μας κρατάει τα πράγματα. Μπήκαμε στο προαύλιο του τεμένους, στο οποίο υπήρχε ένα και μοναδικό δέντρο. Γύρω από το δέντρο είχαν χτίσει τειχάκι με πέτρες, σαν παρτέρι υπερυψωμένο, γεμισμένο με χώμα. Άλλοι επισκέπτες δεν υπήρχαν, οπότε αφήσαμε τα παπούτσια μας κάτω από το δέντρο και βάλαμε ξανά τα ποδονάρια. Το τέμενος αποδείχθηκε πολύ πιο απλό και λιτό από τον ναό, βασικά ήταν σαν ένα μεγάλο πλάτωμα περιστοιχισμένο από κολώνες. Το πάτωμα στρωμένο από κουτσουλιές, από τα πουλιά που κάθονταν και κούρνιαζαν στην οροφή. "Το να μας βάζετε να βγάζουμε τα παπούτσια μας σας μάρανε, τις κουτσουλιές δεν κάθεστε να τις καθαρίσετε!", σκέφτηκα. Τι θα κάναμε χωρίς τα ποδονάρια!
Η επίσκεψη στο τέμενος τελείωσε γρήγορα, άλλωστε δεν έλεγε και τίποτα. Γυρίσαμε στην αυλή να πάρουμε τα παπούτσια μας, εγώ άργησα και έμεινα λίγο πίσω. Όλοι οι άλλοι είχαν βάλει ήδη τα παπούτσια τους και προχωρήσει μπροστά. Μόνη μου εγώ στην αυλή, κάθισα κάτω από το δέντρο στο πέτρινο παρτέρι να βάλω τα παπούτσια μου.
Και εκεί που βάζω τα παπούτσια μου, γυρνάω το κεφάλι μου αριστερά και τι να δω…
Μια κατσίκα, ανεβασμένη κι αυτή στο παρτέρι δίπλα μου, να βόσκει το χορτάρι που φύτρωνε γύρω από το δέντρο. Μια κατσίκα ντυμένη με ένα τζιν μπουφάν… Το μπουφάν περασμένο γύρω από την πλατούλα της, τα μανίκια περασμένα στα μπροστινά της πόδια, η κοιλίτσα της γυμνή…
Έμεινα αποσβολωμένη να κοιτάω δίπλα μου, με το χέρι να έχει παγώσει καθώς βάζει το παπούτσι…
"Είμαι στην Ινδία, στην αυλή ενός τεμένους κάτω από ένα δέντρο, βάζω τα παπούτσια μου, και δίπλα μου βόσκει μια κατσίκα που φοράει τζιν μπουφάν".
Έμεινα να κοιτάω δίπλα, με τον χρόνο να έχει παγώσει στη στιγμή.
"Δίπλα μου βόσκει μια κατσίκα που φοράει τζιν μπουφάν.", να λέω και να ξαναλέω μέσα μου. "Δίπλα μου βόσκει μια κατσίκα που φοράει τζιν μπουφάν κι εγώ δεν έχω μηχανή να την βγάλω φωτογραφία".
"Ηρέμησε, Pel.", απάντησα μόνη μου στον εαυτό μου. "Είναι από αυτές τις στιγμές που ζει κανείς για να τις ζήσει, και να τις θυμάται, όχι για να τις βγάλει φωτογραφία".
Έμεινα για λίγο ακόμη να κοιτάω την κατσίκα, προσπαθώντας να βγάλω φωτογραφία με την μνήμη μου, για να θυμάμαι τη στιγμή. Την κοίταξα ένα δευτερόλεπτο, δύο δευτερόλεπτα. Έπρεπε όμως να φύγω, οι άλλοι είχαν προχωρήσει μπροστά. Έβαλα το παπούτσι μου, κοίταξα άλλη μια φορά την κατσίκα και σηκώθηκα να φύγω.
Έξω στην είσοδο με περίμενε ο φίλος μου, του λέω "Εκεί στην αυλή υπάρχει μια κατσίκα που φοράει τζιν μπουφάν". Ναι, μου λέει, την είδα.
Και τότε γυρνάμε το κεφάλι στην είσοδο και τι να δούμε;
Τον Ινδούλη στην βάση της σκάλας, να δίνει πίσω στη γιαγιά τη φωτογραφική μηχανούλα που είχε ξεχάσει ν' αφήσει στο πούλμαν… Κοιτιόμαστε με τον φίλο μου, συνεννοούμαστε με τα μάτια, και τρέχω κάτω στη γιαγιά:
- "Εκεί πάνω, στην αυλή, υπάρχει μια κατσίκα με τζίν μπουφάν".
- "Ναι", μου λέει η γιαγιά, "την είδα, αλλά δεν μπορώ να ανέβω τη σκάλα να την βγάλω φωτογραφία."
- "Μην ανησυχείτε, δώστε μου τη μηχανή και θ' ανέβω εγώ να την βγάλω!"
Μου δίνει η γιαγιά τη μηχανή, αρχίζω εγώ να ανεβαίνω τρέχοντας τη σκάλα. Μπαίνω στην αυλή, πουθενά η κατσίκα. Ξαναβγαίνω, μου λέει ο φίλος μου "Να' την, από εκεί". Γυρνάω και βλέπω την κατσίκα να κατεβαίνει χοροπηδώντας τη σκάλα. Αρχίζω να τρέχω πίσω από την κατσίκα, τρομάζει η κατσίκα κι αρχίζει να πηδάει τα σκαλοπάτια τρία τρία. Μπροστά η κατσίκα, από πίσω εγώ. Να κατεβαίνω τρέχοντας τη σκάλα, η κατσίκα να το' χει βάλει στα πόδια. Να βλέπω με την άκρη του ματιού μου παιδιά να ξεπετάγονται από τις γύρω μάντρες και να αλαλάζουν, να τρέχουν κι αυτά από πίσω να δούνε το θέαμα, με την τρελή τουρίστρια που κυνηγάει την κατσίκα τους, χωρίς προφανή γι' αυτούς λόγο.
Ώσπου φτάνουμε την βάση της σκάλας, η κατσίκα πάει και μπαίνει σε έναν σταύλο και σταματάει, δεν έχει παραπέρα να πάει. Καρφώνει τα πόδια στο έδαφος και αρχίζει έντρομη να βελάζει. Τα παιδιά να έχουν σκαρφαλώσει στις γύρω μάντρες και να περιμένουν, να παρακολουθούν…
Κοιτάζω την κατσίκα, πλησιάζω αργά αργά, γονατίζω και κλικ… Φωτογραφίζω την κατσίκα. Σηκώνομαι. Τα παιδιά να γελάνε και να σκουντούνται μεταξύ τους, να κοροϊδεύουν την τρελή που πήρε από πίσω την κατσίκα τους για να την φωτογραφίσει. Τι παράξενο είχε άλλωστε η κατσίκα τους για να θέλει κανείς να την φωτογραφίσει;;;
Γύρισα την πλάτη, έφυγα, ανέβηκα τη σκάλα, συνάντησα τον φίλο μου.
"Την έβγαλες;"
"Την έβγαλα".
Attachments
-
42 bytes Προβολές: 0
Last edited: