St.Adamantidou
Member
- Μηνύματα
- 245
- Likes
- 898
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Ιστορική Αναδρομή
- Καναδάς
- Στην Χώρα της Γοητευτικής Ερημιάς
- Tελευταία Σύνορα
- Quebec
- Οttawa
- Toronto - Η πόλη των διάσημων Καταρρακτών
- Ο Νιαγάρας κι'εγώ
- Βανκούβερ - Η ομορφιά του Ειρηνικού κι ενός λιμανιού
- Victoria Island - Ο θρίαμβος της Κυρίας Μπουσάρ!
- Το γραφικό Juneau
- Skagway - Όπως στην επική εποχή της χρυσοθηρίας
- Skagway προς Whitehorse
- Προς Beaver Creek
- Beaver Creek προς Fairbanks
- Fairbanks - Το θαύμα του Pipeline
- Ο Αρκτικός Κύκλος και ο Chena River
- Προς το Denali
- Το πρώτο χιόνι της Αλάσκας!
- Ancorage
- Minneapolis - Μια παράξενη Πολιτεία
- Επίλογος
Το πρώτο χιόνι της Αλάσκας!
Εγείρομαι όρθρου βαθέος, που λενε. Θέλω να προετοιμαστώ για την κομματάκι επικίνδυνη σημερινή εξόρμηση. Θα κατεβαίνουμε επι τρείς ώρες, με πλεούμενο, τα απότομα ρεύματα του ποταμού Nenana. Θα κάνουμε…. rafting, για όποιον…. πληβείο(!) δεν κατάλαβε!. . . . Κι επειδή τα νερά αλλά και ο αέρας είναι σαφέστατα κρυερά έως παγωμένα, μας ορμήνεψαν να κάνουμε ειδικές προετοιμασίες. Κατ’ αρχήν πρέπει να ντυθούμε ζεστά. Έπειτα, πρέπει να φορέσουμε μακριά αδιάβροχα και ψηλές μπότες. Γάντια απαραιτήτως και μαντήλια για τα κεφάλια, μη μας πέσουν τ’ αυτιά! Και, φυσικά, μια στεγνή αλλαξιά ρούχα, που θα αφήναμε στο σημείο εκκίνησης για να αλλάξουμε άμα τη επιστροφή μας, αν τυχόν είχαμε γίνει μούλια…. . Αυτά τα…. ενθαρρυντικά, γενικώς, και πρωί-πρωί, με τη τσίμπλα στο μάτι!
Είμαι λίγο ανήσυχη, καθώς κλείνω το ξυπνητήρι και σηκώνομαι. Βάζω τη καφετιέρα και σύρω τους μπερντέδες να μπεί κομμάτι αυγινό φώς! Κοκαλώνω! Νομίζω πως δεν έχω ακόμα καλοξυπνήσει!
- «Ήμαρτον! Δεν είναι δυνατόν! Όνειρο βλέπω! Λευκό! Σαν το χιόνι!. . . »
Σταυροκοπιέμαι προβληματισμένη, κι ανοίγω τη πόρτα. Όλο το δάσος μπροστά μου, που χτές ήταν χρυσοκόκκινο και κιτρινοπράσινο, τώρα είναι κάτασπρο!!! Μια ζωγραφιά! Από βραδύς είχε, τώ όντι, χιονίσει! Πολύ! Κι ήταν το πρώτο χιόνι της εποχής, που έπιασε απαράσκευους, ακόμα και τους ντόπιους…. . Τους βρήκαμε να κυκλοφορούν με κοντομάνικα πουκαμισάκια, και να χαίρονται το χιόνι σαν παιδιά!
- «Γιατί, καλέ, τέτοιες…. φούες;»
- «Μας αιφνιδίασε ο καιρός! Δεν το περιμέναμε τόσο νωρίς», απολογούνται γελώντας. Δεν φαίνεται κάν να ανατριχιάζουν από το κρύο.
- «Παλικαράδες οι Αλασκανοί! Θα έπαιρνα όρκο πως τους αρέσει να κρυώνουν! Έχω τη μαύρη υποψία, ότι το απολαμβάνουν κιόλας!. . . » μονολογώ κατάπληκτη.
Τρώμε γρήγορα το πρωινό μας, και σπεύδουμε στα αυτοκινητάκια, που περιμένουν να μας κατεβάσουν στο ποτάμι.
- «Μα στ’ αλήθεια, θα πραγματοποιηθεί το εγχείρημα;» αναρωτιέμαι. «Σαν ιστορία γκράν γκινιόλ αρχίζει να μοιάζει. Μήπως κινδυνεύουμε και δεν το υποψιαζόμαστε; Έχει δα, γούστο…»
Εμείς, πάντως, καλού κακού, αγοράσαμε και από ένα ζευγάρι μάλλινα, μακρυά τσουράπια, δια πάν ενδεχόμενον!. . . Ποτέ δεν ξέρεις τι σε περιμένει, σε τέτοια παλαβά μέρη, που με βάζει ο διάβολος να τραβολογιέμαι!
Φτάνουμε, αμίλητοι όλοι, στο «σταθμό». Ένας ευγενικός κυριούλης μας μοιράζει τυπωμένα χαρτιά, και μας παρακαλεί να τα υπογράψουμε, «αφού τα διαβάσουμε προσεκτικά».
Όταν τελικά σηκώνω το κεφάλι μου, είμαι, περίπου πανικοβλημένη:
- «Το μόνο που δεν μας ρωτούν, είναι αν έχουμε κάνει διαθήκη, κι αν έχουμε κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων!» λέω σαν ζαβό από την έκπληξη.
Κατά τα άλλα, μας βάζουν να παραδεχτούμε, ενυπογράφως, πως όλη η ευθύνη είναι δική μας, για πιθανό τραυματισμό, καρδιαγγειακό επεισόδιο, κρυοπάγημα, πνιγμό ή, εν γένει, βίαιο θάνατο….
- «Καλέ, τρελοί είναι αυτοί, ή για τρελούς ψάχνουν; Μονάχα στραγγαλισμό και δολοφονία άφησαν απ’ έξω!» διαπιστώνω απορημένη.
Κοιταζόμαστε όλοι, κομματάκι χλωμούτσικοι! Και, δίχως να ανταλλάξουμε λέξη, υπογράφουμε ευθαρσώς την…. . αυτοχειρία μας!!!! Όλοι! Μηδενός εξαιρουμένου! «Πως παν οι στραβοί στον Άδη; ‘Βλέποντας’ ο ένας τον άλλον!. . . » Μη χειρότερα δηλαδή.
Και περιμένουμε αμίλητοι. Μερικοί από μας ξανασκέφτονται την ηλιθιότητα τους, να υπογράψουν τα έντυπα. Εγώ όμως, σκέφτομαι άλλα. Επωφελούμαι της αναμονής, για να φορέσω τα τσουράπια μου! Αν είναι να πνιγώ, τουλάχιστον να βρεθώ σωστά ποδεμένη!!! Δεν μ’ αρέσουν οι μισές δουλειές!
Οι υπεύθυνοι του «σταθμού» διαβουλεύονται συνεχώς. Κι όλο μιλούν σ’ ένα CB. Η αναμονή κρατά μισή ώρα. Και, στα μάτια των συνοδοιπόρων μου, αρχίζω να διακρίνω περίσκεψη και μια κάποια κατήφεια. Με πιάνουν γέλια. Μέσα και στον δικό μου ψιλοπανικό, θυμάμαι τη λαϊκή ρήση: «Σπανός ξυράφι αγόραζε, και ο στραβός καθρέφτη…» Μωρ’ τι δουλειά έχουμε εμείς, εδώ; Γιατί υπογράψαμε με τόση…προθυμία την θανατική μας καταδίκη; Τι σόι παράνοια πιάνει, καμιά φορά, τους ανθρώπους;
Δύο υπεύθυνοι μας βγάζουν, τελικά, από τη σύγχυσή μας.
- «Η Μετεωρολογική Υπηρεσία μας προειδοποιεί για την επιδείνωση του καιρού. Η θερμοκρασία του νερού του ποταμού, κοντεύει τους 0Ο C. Αν υπάρξει ατύχημα, και κάποιος από εσάς πέσει στο ποτάμι, έχουμε μονάχα πέντε λεπτών περιθώριο, να τον «ψαρέψουμε», μέσα από τα ορμητικά ρεύματα. Αλλιώς, πεθαίνει από το κρύο. Επομένως – κι επειδή τα ατυχήματα δεν αποκλείονται- πρέπει να ματαιώσουμε το rafting. WE ARE VERY SORRY. ANOTHER TIME! HAVE A NICE DAY!. »
- «Φιλενάδες, θυμάστε το σοφό γνωμικό: «πήγε για μαμή και γύρισε λεχώνα;» λέω ανακουφισμένη. «Κι όχι τίποτ’ άλλο, αλλά μας ξώμειναν και τα τσουράπια!! Αλήθεια, τι θα τα κάνουμε, μου λέτε;»
Η Ελεάνα το βγάζει από τη τσάντα της, και το ελέγχει σύννους:
- «Ξέρετε τι λέω; Μια και κάλτσες δεν χρειαζόμαστε πια, ωστόσο από την παγωνιά ξύλιασαν τα χεράκια μας! Ποια η γνώμη σας; Να τα φορέσουμε ως…γάντια; Για να πιάσουν τόπο, δηλαδή, τα κακορίζικα!. . . » αποφαίνεται φουρκισμένη, και τα φορά! Γελώντας, κάνουμε το ίδιο, η Φρόσω κι εγώ. Και, σαν παπουτσωμένοι γάτοι –από τ’ ανάποδα!- βγαίνουμε τρέχοντας στο παχύ χιόνι….
Λίγη ώρα πρίν, είχε αρχίσει να ξαναχιονίζει. Και, μπορείτε θαρρώ να φανταστείτε, πως χιονίζει στην Αλάσκα! Οι νιφάδες, καλέ, είναι σαν…. χαρτοπετσέτες! Πέφτουν αθόρυβα –παφ, παφ!- και στρώνουν, γρήγορα, ένα μπαμπακένιο σύννεφο καταγής! Ακόμα και στη δημοσιά, που τη ταλαιπωρούν, συνεχώς, τα λάστιχα των αυτοκινήτων….
Περπατάμε χορεύοντας, ανάμεσα στις πυκνές τολύπες. Ανοίγουμε τα στόματα, σαν παιδιά, και τις περιμένουμε να πέσουν μέσα! Σαν τεράστια άσπρα μανιτάρια….
Στην περιοχή, ένας μονάχα δρόμος υπάρχει, στα ριζά του ως χτές χρυσού βουνού, και σήμερα…. ζαχαρένιου! Στην άλλη μεριά είναι απλωμένο το συγκρότημα που μας φιλοξενεί. Κάτω, χαμηλά, περνά το ποτάμι Nenana. Και στο βάθος, υψώνεται άλλο ένα μεγαλόπρεπο βουνό. Εμείς, φυσικά, παίρνουμε τη δημοσιά. Δεν ξέρουμε που ακριβώς θα μας βγάλει, αλλά λίγο μας νοιάζει. Εμείς, απλώς, θέλουμε να περπατήσουμε, και να χαρούμε τη μοναδική ατμόσφαιρα.
- «Δεν βρισκόμαστε, με χιόνι, κάθε μέρα στην Αλάσκα, Κυρίες μου! Ελάτε να το χαρούμε όσο μπορούμε» λέω, και χυνόμαστε στον ανήφορο.
Είναι ερημιά, γενικώς. Υπάρχουν, μονάχα που και που, μερικά εξοχικά σπίτια και, σε μια στροφή, πέφτουμε πάνω στον Marks Solomon Bake. Είναι ένα τυπικό ταβερνίο της Αμερικάνικης Δύσης. Λιτό, φωτεινό και ζεστό. Απέναντι από την είσοδο έχει Bar, απ’ όπου σερβιριζόμαστε ένα διπλό κονιάκ, για να συνεφέρουμε! Παρά τις κουκούλες, τα τσουράπια-χειρόκτια, τις μπότες και τα χοντρά άνορακ- από μέσα μέν είμαστε κάθιδρες-, όμως τα εκτεθειμένα μέλη μας είναι ξυλιασμένα. Τυπική περίπτωση του κρύου του Βορρά. Παραμέσα, ο Marks Solomon διαθέτει δύο τεράστιες σάλες. Στο βάθος της τελευταίας, δεσπόζει ένα φαρδύ και ψηλό πέτρινο τζάκι. Τα τραπέζια-τάβλες, με καρό τραπεζομάντηλα και μακρείς πάγκους αντί καθισμάτων, μπροστά στη πελώρια τζαμαρία, μας προσκαλούν για ένα καφέ.
Μας κάνει πολύ κέφι να καθόμαστε μπροστά στο τζάκι, πλάι στη τραγουδιστή φωτιά, να χαζεύουμε το χιονισμένο τοπίο, και να ψιλοκουβεντιάζουμε. Είναι απόλαυση, σας βεβαιώ!
Ο Marks είναι γνωστός και για τους νόστιμους σολομούς που σερβίρει. Όμως εμείς δεν έχουμε τη πολυτέλεια του χρόνου , για ένα γεύμα της προκοπής! Πρέπει να επιστρέψουμε στο καταυλισμό μας, να αποσώσουμε τις βαλίτσες. Τις αφήσαμε, το πρωί, σωρό κουβάρι στη βιασύνη μας και, το πολύ πολύ, να έχουμε ώρα για μία ζεστή σοκολάτα στα δωμάτια μας, χαζεύοντας το χιονισμένο δάσος. Δεν είναι κακή προοπτική. Δυστυχώς, στις 14:00, μας περιμένουν τα αυτοκίνητα που θα μας μεταφέρουν στο Ancorage….
Το ταξίδι, δυστυχώς, βρίσκεται στο τέλος του. Μπροστά μας έχουμε ακόμα την οικονομική πρωτεύουσα της Αλάσκας και την Μιννεάπολη. Πίσω μας, όμως, υπάρχει μια συναρπαστική εμπειρία:
- «Ζήσαμε και είδαμε πράματα και θάματα που, σίγουρα, θα τα αναμασούμε σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή μας», λέω στις φιλενάδες μου, καθώς στραγγίζω το φλυτζάνι με τη σοκολάτα, στο σαλονάκι του διαμερίσματος μου. «Και τούτο είναι το γευστικότερο ρόφημα που δοκίμασα ποτέ. Θαρρώ πως για τούτο συνηγορεί το γοητευτικό, το μοναδικό περιβάλλον. Δεν συμφωνείτε, φιλενάδες;» Κι εκείνες συμφωνούν, κουνώντας αμίλητες το κεφάλι. Λυπούνται κι εκείνες που φεύγουμε τόσο γρήγορα από αυτή τη σαγηνευτική, πάλλευκη ερημιά! Γιατί, Θεέ μου, τα καλά και τα όμορφα τελειώνουν τόσο γρήγορα; Ή μήπως μας φαίνεται; Μπορεί….
Στις 14:00 ακριβώς, ξεκινάμε. Υποθέτουμε πως η διαδρομή, που θα γίνει εν πολλοίς μέσα σε τούνδρα, θα πρέπει να είναι συναρπαστική. ‘Ετσι! Για να χορτάσω εγώ, με τη ψυχή μου, αυτό το είδος της υπαίθρου, που το βάφτισαν μ’ αυτό το παράξενο όνομα. Είναι η τούνδρα που διάβαζα σε εκείνο το θαυμαστό βιβλίο του Axel Munthe: «Το χρονικό του San Michele» - ένα από τα ωραιότερα βιβλία, αν όχι το ωραιότερο, που διάβασα ποτέ….
Τότε, δεν ήξερα τι είναι τούτο το είδος της βορεινής ερήμου, που εκτρέφει τα σκανταλιάρικα κι ασκημούλικα ξωτικά: τα τρόλς! Κι ούτε καν μπορούσα να φανταστώ πως, κάποτε, θα με ευλογούσε η μοίρα να αξιωθώ να τη γνωρίσω! Σαν εκείνη τη στέπα, στον «Μιχαήλ Στρογγώφ», του αγαπημένου μου παραμυθά, του Ιουλίου Βέρν! Και, τελικά, κατάφερα να τη γνωρίσω το 1993, στη Μογγολία! Το φαντάζεστε; Εγώ, τελικά, ταξίδεψα στον κόσμο, πρώτα μέσα από τις σελίδες των βιβλίων στα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια! Και μετά ανακάλυψα τον πλανήτη, ταξιδεύοντας ορθόδοξα! Κι ίσως είναι αυτή η αιτία που τα ταξίδια με συγκινούν! Μου φέρνουν μια παράξενη εφορία! Έναν απερίγραπτο ενθουσιασμό! Με γυρνούν, βλέπετε, στην ωραιότερη ηλικία του ανθρώπου! Όταν όλοι μας μπορούμε να ονειρευόμαστε και να ελπίζουμε!. . .
Τι θαυμάσιο αίσθημα!. . . .
Εγείρομαι όρθρου βαθέος, που λενε. Θέλω να προετοιμαστώ για την κομματάκι επικίνδυνη σημερινή εξόρμηση. Θα κατεβαίνουμε επι τρείς ώρες, με πλεούμενο, τα απότομα ρεύματα του ποταμού Nenana. Θα κάνουμε…. rafting, για όποιον…. πληβείο(!) δεν κατάλαβε!. . . . Κι επειδή τα νερά αλλά και ο αέρας είναι σαφέστατα κρυερά έως παγωμένα, μας ορμήνεψαν να κάνουμε ειδικές προετοιμασίες. Κατ’ αρχήν πρέπει να ντυθούμε ζεστά. Έπειτα, πρέπει να φορέσουμε μακριά αδιάβροχα και ψηλές μπότες. Γάντια απαραιτήτως και μαντήλια για τα κεφάλια, μη μας πέσουν τ’ αυτιά! Και, φυσικά, μια στεγνή αλλαξιά ρούχα, που θα αφήναμε στο σημείο εκκίνησης για να αλλάξουμε άμα τη επιστροφή μας, αν τυχόν είχαμε γίνει μούλια…. . Αυτά τα…. ενθαρρυντικά, γενικώς, και πρωί-πρωί, με τη τσίμπλα στο μάτι!
Είμαι λίγο ανήσυχη, καθώς κλείνω το ξυπνητήρι και σηκώνομαι. Βάζω τη καφετιέρα και σύρω τους μπερντέδες να μπεί κομμάτι αυγινό φώς! Κοκαλώνω! Νομίζω πως δεν έχω ακόμα καλοξυπνήσει!
- «Ήμαρτον! Δεν είναι δυνατόν! Όνειρο βλέπω! Λευκό! Σαν το χιόνι!. . . »
Σταυροκοπιέμαι προβληματισμένη, κι ανοίγω τη πόρτα. Όλο το δάσος μπροστά μου, που χτές ήταν χρυσοκόκκινο και κιτρινοπράσινο, τώρα είναι κάτασπρο!!! Μια ζωγραφιά! Από βραδύς είχε, τώ όντι, χιονίσει! Πολύ! Κι ήταν το πρώτο χιόνι της εποχής, που έπιασε απαράσκευους, ακόμα και τους ντόπιους…. . Τους βρήκαμε να κυκλοφορούν με κοντομάνικα πουκαμισάκια, και να χαίρονται το χιόνι σαν παιδιά!
- «Γιατί, καλέ, τέτοιες…. φούες;»
- «Μας αιφνιδίασε ο καιρός! Δεν το περιμέναμε τόσο νωρίς», απολογούνται γελώντας. Δεν φαίνεται κάν να ανατριχιάζουν από το κρύο.
- «Παλικαράδες οι Αλασκανοί! Θα έπαιρνα όρκο πως τους αρέσει να κρυώνουν! Έχω τη μαύρη υποψία, ότι το απολαμβάνουν κιόλας!. . . » μονολογώ κατάπληκτη.
Τρώμε γρήγορα το πρωινό μας, και σπεύδουμε στα αυτοκινητάκια, που περιμένουν να μας κατεβάσουν στο ποτάμι.
- «Μα στ’ αλήθεια, θα πραγματοποιηθεί το εγχείρημα;» αναρωτιέμαι. «Σαν ιστορία γκράν γκινιόλ αρχίζει να μοιάζει. Μήπως κινδυνεύουμε και δεν το υποψιαζόμαστε; Έχει δα, γούστο…»
Εμείς, πάντως, καλού κακού, αγοράσαμε και από ένα ζευγάρι μάλλινα, μακρυά τσουράπια, δια πάν ενδεχόμενον!. . . Ποτέ δεν ξέρεις τι σε περιμένει, σε τέτοια παλαβά μέρη, που με βάζει ο διάβολος να τραβολογιέμαι!
Φτάνουμε, αμίλητοι όλοι, στο «σταθμό». Ένας ευγενικός κυριούλης μας μοιράζει τυπωμένα χαρτιά, και μας παρακαλεί να τα υπογράψουμε, «αφού τα διαβάσουμε προσεκτικά».
Όταν τελικά σηκώνω το κεφάλι μου, είμαι, περίπου πανικοβλημένη:
- «Το μόνο που δεν μας ρωτούν, είναι αν έχουμε κάνει διαθήκη, κι αν έχουμε κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων!» λέω σαν ζαβό από την έκπληξη.
Κατά τα άλλα, μας βάζουν να παραδεχτούμε, ενυπογράφως, πως όλη η ευθύνη είναι δική μας, για πιθανό τραυματισμό, καρδιαγγειακό επεισόδιο, κρυοπάγημα, πνιγμό ή, εν γένει, βίαιο θάνατο….
- «Καλέ, τρελοί είναι αυτοί, ή για τρελούς ψάχνουν; Μονάχα στραγγαλισμό και δολοφονία άφησαν απ’ έξω!» διαπιστώνω απορημένη.
Κοιταζόμαστε όλοι, κομματάκι χλωμούτσικοι! Και, δίχως να ανταλλάξουμε λέξη, υπογράφουμε ευθαρσώς την…. . αυτοχειρία μας!!!! Όλοι! Μηδενός εξαιρουμένου! «Πως παν οι στραβοί στον Άδη; ‘Βλέποντας’ ο ένας τον άλλον!. . . » Μη χειρότερα δηλαδή.
Και περιμένουμε αμίλητοι. Μερικοί από μας ξανασκέφτονται την ηλιθιότητα τους, να υπογράψουν τα έντυπα. Εγώ όμως, σκέφτομαι άλλα. Επωφελούμαι της αναμονής, για να φορέσω τα τσουράπια μου! Αν είναι να πνιγώ, τουλάχιστον να βρεθώ σωστά ποδεμένη!!! Δεν μ’ αρέσουν οι μισές δουλειές!
Οι υπεύθυνοι του «σταθμού» διαβουλεύονται συνεχώς. Κι όλο μιλούν σ’ ένα CB. Η αναμονή κρατά μισή ώρα. Και, στα μάτια των συνοδοιπόρων μου, αρχίζω να διακρίνω περίσκεψη και μια κάποια κατήφεια. Με πιάνουν γέλια. Μέσα και στον δικό μου ψιλοπανικό, θυμάμαι τη λαϊκή ρήση: «Σπανός ξυράφι αγόραζε, και ο στραβός καθρέφτη…» Μωρ’ τι δουλειά έχουμε εμείς, εδώ; Γιατί υπογράψαμε με τόση…προθυμία την θανατική μας καταδίκη; Τι σόι παράνοια πιάνει, καμιά φορά, τους ανθρώπους;
Δύο υπεύθυνοι μας βγάζουν, τελικά, από τη σύγχυσή μας.
- «Η Μετεωρολογική Υπηρεσία μας προειδοποιεί για την επιδείνωση του καιρού. Η θερμοκρασία του νερού του ποταμού, κοντεύει τους 0Ο C. Αν υπάρξει ατύχημα, και κάποιος από εσάς πέσει στο ποτάμι, έχουμε μονάχα πέντε λεπτών περιθώριο, να τον «ψαρέψουμε», μέσα από τα ορμητικά ρεύματα. Αλλιώς, πεθαίνει από το κρύο. Επομένως – κι επειδή τα ατυχήματα δεν αποκλείονται- πρέπει να ματαιώσουμε το rafting. WE ARE VERY SORRY. ANOTHER TIME! HAVE A NICE DAY!. »
- «Φιλενάδες, θυμάστε το σοφό γνωμικό: «πήγε για μαμή και γύρισε λεχώνα;» λέω ανακουφισμένη. «Κι όχι τίποτ’ άλλο, αλλά μας ξώμειναν και τα τσουράπια!! Αλήθεια, τι θα τα κάνουμε, μου λέτε;»
Η Ελεάνα το βγάζει από τη τσάντα της, και το ελέγχει σύννους:
- «Ξέρετε τι λέω; Μια και κάλτσες δεν χρειαζόμαστε πια, ωστόσο από την παγωνιά ξύλιασαν τα χεράκια μας! Ποια η γνώμη σας; Να τα φορέσουμε ως…γάντια; Για να πιάσουν τόπο, δηλαδή, τα κακορίζικα!. . . » αποφαίνεται φουρκισμένη, και τα φορά! Γελώντας, κάνουμε το ίδιο, η Φρόσω κι εγώ. Και, σαν παπουτσωμένοι γάτοι –από τ’ ανάποδα!- βγαίνουμε τρέχοντας στο παχύ χιόνι….
Λίγη ώρα πρίν, είχε αρχίσει να ξαναχιονίζει. Και, μπορείτε θαρρώ να φανταστείτε, πως χιονίζει στην Αλάσκα! Οι νιφάδες, καλέ, είναι σαν…. χαρτοπετσέτες! Πέφτουν αθόρυβα –παφ, παφ!- και στρώνουν, γρήγορα, ένα μπαμπακένιο σύννεφο καταγής! Ακόμα και στη δημοσιά, που τη ταλαιπωρούν, συνεχώς, τα λάστιχα των αυτοκινήτων….
Περπατάμε χορεύοντας, ανάμεσα στις πυκνές τολύπες. Ανοίγουμε τα στόματα, σαν παιδιά, και τις περιμένουμε να πέσουν μέσα! Σαν τεράστια άσπρα μανιτάρια….
Στην περιοχή, ένας μονάχα δρόμος υπάρχει, στα ριζά του ως χτές χρυσού βουνού, και σήμερα…. ζαχαρένιου! Στην άλλη μεριά είναι απλωμένο το συγκρότημα που μας φιλοξενεί. Κάτω, χαμηλά, περνά το ποτάμι Nenana. Και στο βάθος, υψώνεται άλλο ένα μεγαλόπρεπο βουνό. Εμείς, φυσικά, παίρνουμε τη δημοσιά. Δεν ξέρουμε που ακριβώς θα μας βγάλει, αλλά λίγο μας νοιάζει. Εμείς, απλώς, θέλουμε να περπατήσουμε, και να χαρούμε τη μοναδική ατμόσφαιρα.
- «Δεν βρισκόμαστε, με χιόνι, κάθε μέρα στην Αλάσκα, Κυρίες μου! Ελάτε να το χαρούμε όσο μπορούμε» λέω, και χυνόμαστε στον ανήφορο.
Είναι ερημιά, γενικώς. Υπάρχουν, μονάχα που και που, μερικά εξοχικά σπίτια και, σε μια στροφή, πέφτουμε πάνω στον Marks Solomon Bake. Είναι ένα τυπικό ταβερνίο της Αμερικάνικης Δύσης. Λιτό, φωτεινό και ζεστό. Απέναντι από την είσοδο έχει Bar, απ’ όπου σερβιριζόμαστε ένα διπλό κονιάκ, για να συνεφέρουμε! Παρά τις κουκούλες, τα τσουράπια-χειρόκτια, τις μπότες και τα χοντρά άνορακ- από μέσα μέν είμαστε κάθιδρες-, όμως τα εκτεθειμένα μέλη μας είναι ξυλιασμένα. Τυπική περίπτωση του κρύου του Βορρά. Παραμέσα, ο Marks Solomon διαθέτει δύο τεράστιες σάλες. Στο βάθος της τελευταίας, δεσπόζει ένα φαρδύ και ψηλό πέτρινο τζάκι. Τα τραπέζια-τάβλες, με καρό τραπεζομάντηλα και μακρείς πάγκους αντί καθισμάτων, μπροστά στη πελώρια τζαμαρία, μας προσκαλούν για ένα καφέ.
Μας κάνει πολύ κέφι να καθόμαστε μπροστά στο τζάκι, πλάι στη τραγουδιστή φωτιά, να χαζεύουμε το χιονισμένο τοπίο, και να ψιλοκουβεντιάζουμε. Είναι απόλαυση, σας βεβαιώ!
Ο Marks είναι γνωστός και για τους νόστιμους σολομούς που σερβίρει. Όμως εμείς δεν έχουμε τη πολυτέλεια του χρόνου , για ένα γεύμα της προκοπής! Πρέπει να επιστρέψουμε στο καταυλισμό μας, να αποσώσουμε τις βαλίτσες. Τις αφήσαμε, το πρωί, σωρό κουβάρι στη βιασύνη μας και, το πολύ πολύ, να έχουμε ώρα για μία ζεστή σοκολάτα στα δωμάτια μας, χαζεύοντας το χιονισμένο δάσος. Δεν είναι κακή προοπτική. Δυστυχώς, στις 14:00, μας περιμένουν τα αυτοκίνητα που θα μας μεταφέρουν στο Ancorage….
Το ταξίδι, δυστυχώς, βρίσκεται στο τέλος του. Μπροστά μας έχουμε ακόμα την οικονομική πρωτεύουσα της Αλάσκας και την Μιννεάπολη. Πίσω μας, όμως, υπάρχει μια συναρπαστική εμπειρία:
- «Ζήσαμε και είδαμε πράματα και θάματα που, σίγουρα, θα τα αναμασούμε σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή μας», λέω στις φιλενάδες μου, καθώς στραγγίζω το φλυτζάνι με τη σοκολάτα, στο σαλονάκι του διαμερίσματος μου. «Και τούτο είναι το γευστικότερο ρόφημα που δοκίμασα ποτέ. Θαρρώ πως για τούτο συνηγορεί το γοητευτικό, το μοναδικό περιβάλλον. Δεν συμφωνείτε, φιλενάδες;» Κι εκείνες συμφωνούν, κουνώντας αμίλητες το κεφάλι. Λυπούνται κι εκείνες που φεύγουμε τόσο γρήγορα από αυτή τη σαγηνευτική, πάλλευκη ερημιά! Γιατί, Θεέ μου, τα καλά και τα όμορφα τελειώνουν τόσο γρήγορα; Ή μήπως μας φαίνεται; Μπορεί….
Στις 14:00 ακριβώς, ξεκινάμε. Υποθέτουμε πως η διαδρομή, που θα γίνει εν πολλοίς μέσα σε τούνδρα, θα πρέπει να είναι συναρπαστική. ‘Ετσι! Για να χορτάσω εγώ, με τη ψυχή μου, αυτό το είδος της υπαίθρου, που το βάφτισαν μ’ αυτό το παράξενο όνομα. Είναι η τούνδρα που διάβαζα σε εκείνο το θαυμαστό βιβλίο του Axel Munthe: «Το χρονικό του San Michele» - ένα από τα ωραιότερα βιβλία, αν όχι το ωραιότερο, που διάβασα ποτέ….
Τότε, δεν ήξερα τι είναι τούτο το είδος της βορεινής ερήμου, που εκτρέφει τα σκανταλιάρικα κι ασκημούλικα ξωτικά: τα τρόλς! Κι ούτε καν μπορούσα να φανταστώ πως, κάποτε, θα με ευλογούσε η μοίρα να αξιωθώ να τη γνωρίσω! Σαν εκείνη τη στέπα, στον «Μιχαήλ Στρογγώφ», του αγαπημένου μου παραμυθά, του Ιουλίου Βέρν! Και, τελικά, κατάφερα να τη γνωρίσω το 1993, στη Μογγολία! Το φαντάζεστε; Εγώ, τελικά, ταξίδεψα στον κόσμο, πρώτα μέσα από τις σελίδες των βιβλίων στα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια! Και μετά ανακάλυψα τον πλανήτη, ταξιδεύοντας ορθόδοξα! Κι ίσως είναι αυτή η αιτία που τα ταξίδια με συγκινούν! Μου φέρνουν μια παράξενη εφορία! Έναν απερίγραπτο ενθουσιασμό! Με γυρνούν, βλέπετε, στην ωραιότερη ηλικία του ανθρώπου! Όταν όλοι μας μπορούμε να ονειρευόμαστε και να ελπίζουμε!. . .
Τι θαυμάσιο αίσθημα!. . . .
Last edited by a moderator: