St.Adamantidou
Member
- Μηνύματα
- 245
- Likes
- 898
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Ιστορική Αναδρομή
- Καναδάς
- Στην Χώρα της Γοητευτικής Ερημιάς
- Tελευταία Σύνορα
- Quebec
- Οttawa
- Toronto - Η πόλη των διάσημων Καταρρακτών
- Ο Νιαγάρας κι'εγώ
- Βανκούβερ - Η ομορφιά του Ειρηνικού κι ενός λιμανιού
- Victoria Island - Ο θρίαμβος της Κυρίας Μπουσάρ!
- Το γραφικό Juneau
- Skagway - Όπως στην επική εποχή της χρυσοθηρίας
- Skagway προς Whitehorse
- Προς Beaver Creek
- Beaver Creek προς Fairbanks
- Fairbanks - Το θαύμα του Pipeline
- Ο Αρκτικός Κύκλος και ο Chena River
- Προς το Denali
- Το πρώτο χιόνι της Αλάσκας!
- Ancorage
- Minneapolis - Μια παράξενη Πολιτεία
- Επίλογος
OTTAWA
ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΚΑΝΑΔΕΖΙΚΗ ΚΟΥΚΛΙΤΣΑ
Είναι η σημερινή διοικητική πρωτεύουσα του Καναδά, μόνο με 225,000 κατοίκους. Ήταν ιδέα της δαιμόνιας βασίλισσας Βικτωρίας να την κάνει πρωτεύουσα, διότι έκανε, λένε, τρεις σκέψεις, για να αποφασίσει.
Απέχει κάμποσα χιλιόμετρα από τα αμερικάνικα σύνορα
Βρίσκεται ανάμεσα στον Ανατολικό και Δυτικό Καναδά χωρίζοντας, γεωγραφικά τις αγγλόφωνες από τις γαλλόφωνες κοινότητες, και
Η Οτάβα ήταν, ανέκαθεν, επισήμως δίγλωσση και, μάλιστα, δίχως προβλήματα. Οπότε, δεν έμπαινε θέμα επίσημης γλώσσας, από το οποίο, συνήθως, αρχίζουν και οι εθνικιστικές διεκδικήσεις. Καλό παράδειγμα, λοιπόν, και για τις άλλες πόλεις αυτής της περίεργης χώρας.
Άλλο ένα μεγάλο της προσόν – που δεν ξέρω αν το έλαβε υπ’ όψιν της η Βικτώρια- είναι το ότι βρίσκεται πάνω στη συμβολή τριών ποταμών: του Οτάβα, του Ριντώ και του Γκατινώ. Και το γεγονός αυτό την καθιστά, εκτός από Διοικητικό, Κέντρον Μεταφορών και Εμπορίου.
Πλούσια, λοιπόν η Οτάβα. Και το δείχνει με χίλιους τρόπους.
Canadian Museum of Civilization
Και τούτη την περιοχή την γνώριζε ο Σαμουήλ Σαμπλέν –ο ιδρυτής της «Νέας Γαλλίας» από το 1613. κατά τους πολέμους του 1812, μεταξύ Βρετανίας και ΗΠΑ, η θέση αυτή κρίθηκε ιδιαίτερα ασφαλής, κι άρχισε να εποικίζεται.
Το 1826, ο πρώτος οικισμός που δημιουργήθηκε ονομάστηκε «Μπάι Τάουν». Ωστόσο, όταν αργότερα, ξέσπασε η εθνικιστική αντιδικία, μεταξύ Μόντρεαλ, Τορόντο, Κεμπέκ και του Κίνγκστον, οι ντόπιοι πολιτικοί ηγέτες αναγκάστηκαν να απευθύνουν έκκληση προς τη βασίλισσα Βικτωρία: να ορίσει το Μπάιτάουν πρωτεύουσα του Ηνωμένου Καναδά. Έτσι, το 1855, το Μπάιτάνουν μετονομάστηκε, από την βασίλισσα, σε Οτάβα –εξαιτίας του ομώνυμου ποταμού- και ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα.
Διαβάζω από τις πρόχειρες σημειώσεις μου:
Πρώτη μου κρίση, στο έμπα: τι άνοστη πόλη, Θεέ μου!!
Η τελευταία εντύπωση: τι κρίμα που φεύγουμε τόσο γρήγορα, Χριστέ μου!!
Πρώτος μας σταθμός, η περιοχή του Κοινοβουλίου – όπου και το ξενοδοχείο μας. Πρόκειται για έναν τεράστιο χώρο, καταπράσινο, με μεγάλα κι επιβλητικά κτίρια νέο-γοτθικού ρυθμού. Θυμίζουν εντονότατα το φημισμένο λονδρέζικο Κοινοβούλιο, του οποίου είναι … «ξεδιάντροπη αντιγραφή», γκρινιάζει ο Οδηγός μου! Κι έχει δίκιο. Έχει όμως μια παράξενη διαφορά. Δεν έχει την όψη κακεκτύπου, αντιγράφου. Αντίθετα, θα έλεγα. Μπορεί μεν να θυμίζει τη Βουλή της Μητροπόλεως, έχει όμως έναν κάποιο δικό του χαρακτήρα, που του δίνει έναν αέρα αυθεντικότητας!!!
Και είναι, πράγματι, ένα πανέμορφο αρχιτεκτόνημα, με πύργους, γιρλάντες, και αυστηρά τόξα. Όλο το κτιριακό συγκρότημα βρίσκεται κοντά στην Οτάβα, πάνω σε ένα μικρό ύψωμα –ανάχωμα θα έλεγα- για να δεσπόζει στην περιοχή. Εγώ τον βάφτισα, προς ευκολία μου: «Λόφο του Κοινοβουλίου» και ξεμπέρδεψα.
Μέσα στο θηριώδες «Πι» που σχηματίζουν τα κτίρια, υπάρχει ένα ατέλειωτο «γήπεδο» με ολόφρεσκο γκαζόν. Στη μέση του, ένα χαμηλό σιντριβάνι, μέσα στο νερό του οποίου καίει, νυχθημερόν, μια φλόγα! Είναι ο δικός τους Άγνωστος Στρατιώτης. Και , μέσα σε αυτόν τον ανοικονόμητο χώρο, περιφέρονται έφιπποι αστυνομικοί! Γραφική εικόνα, και άκρως εντυπωσιακή, ομολογουμένως. Βοηθάει, βέβαια, και η μέρα, που είναι λαμπρή και ηλιόλουστη, σχεδόν ζεστή –παρ’ όλον ότι είναι αρκετά πρωί ακόμα! Το μεσημέρι έχουμε βγάλει ιλαρά! Κατακαλόκαιρο στον Βορρά, σας λέω.
Μια και οι Βρετανοί, ήθελαν να θυμούνται, στην εξορία τους, το Ναό της Δημοκρατίας του τόπου απ’ όπου ξεκίνησα, δεν θα παρέλειπαν, φυσικά και την κατασκευή ενός BIG BEN, μπροστά στο κεντρικό κτίριο. Το ονομάτισαν : «Πύργο της Ειρήνης», και είναι αφιερωμένο στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έχει ύψος 100 μέτρων περίπου, και 4 ρολόγια – ένα σε κάθε πλευρά. 53 καμπανούλες- κουδούνια, διαφορετικών ήχων, συμπληρώνουν το όμορφο οικοδόμημα. Δυστυχώς, δεν τα άκουσα να παίζουν, για να σας πω τι λογής είναι το άκουσμα. Πάντως, ένα ασανσέρ σε πάει ως ψηλά, για να καμαρώσεις τη θέα της πόλης.
Το κτιριακό αυτό συγκρότημα, στεγάζει τη Βουλή, τη Γερουσία, μια πλούσια Βιβλιοθήκη, τα πρωθυπουργικά και υπουργικά γραφεία, καθώς και τα γραφεία των κυβερνητικών στελεχών. Εμένα πάντως, μου φάνηκε πολύ πράμα, για την στέγαση μια Κυβερνήσεως μόλις 26.000.000 ψυχών! Τέλος πάντων, όποιος έχει πολύ πιπέρι βάζει καις τις λαχανίδες.
Το ίδιο βράδυ, ανακαλύψαμε τυχαίως ότι, πάνω στο μακρύ τοίχο του Κοινοβουλίου, προβαλλόταν ένα περίεργο θέαμα «Ήχου και Φωτός» επί τριάντα λεπτά ξετύλιγε, στα μάτια και στα αυτιά μας, την ιστορία του Καναδά, με έναν γλαφυρότατο τρόπο. Κι όλα αυτά τζάμπα. Το πλήθος ήταν καθισμένο κατάχαμα, στο χορτάρι, κι απολάμβανε εικόνες, μουσική και λόγο. Πρωτότυπο το όλο εγχείρημα και άκρως ενδιαφέρον. Γι αυτό, όμως, θα μιλήσουμε παρακάτω, λεπτομερώς.
Με κόπο εγκαταλείπουμε το παράξενο αυτό χώρο. Τη μέρα, ένας σοβαρός κι επιβλητικός τόπος. Το βράδυ ένα παιχνίδι των αισθήσεων – του σκότους και του έναστρου ουρανού, μεγάλως βοηθούντων.
Ας προχωρήσουμε όμως. Η πόλη έχει κι άλλα αξιοθέατα. Κι ο χρόνος πολύτιμος.
Ο Άρειος Πάγος τους – το Supreme Court, γι αυτούς- έχει στην είσοδο του, τα αγάλματα της Αλήθειας και της Δικαιοσύνης –χωρίς ζυγαριά και στραβομάρα η τελευταία! Τη βρήκα, μάλιστα, και πολύ … ανοιχτομάτα! Περίεργη Δικαιοσύνη έχει ο Καναδάς!
Το Εθνικό Αρχείο και η Βιβλιοθήκη έχουν, έξω από την είσοδο τους, ένα παγκάκι όπου κάθονται αγκαλιασμένα δύο γλυπτά παιδόπουλα, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Κι είναι τόσο φυσική η στάση τους, που όλοι νομίσαμε πως το παγκάκι ήταν … πιασμένο… Συμβολίζουν, άραγε, κάτι, ή απλώς είναι ένα ακόμα έργο τέχνης, από τα πολλά που στολίζουν την πόλη.
Διασχίζουμε το πάρκο Γκατινώ που, στην πραγματικότητα, είναι ένα απέραντο δάσος στην καρδιά της Οτάβας. Αναπτύσσεται κατά μήκος της όχθης του ποταμού Οτάβα, και … «περπατά» μαζί του, για πολλά χιλιόμετρα. Έχει την σχεδόν παράλογη (
έκταση των 36.000 εκταρίων, λέει! Είναι γεμάτο λίμνες, κανάλια, νησάκια, δάση, ξέφωτα, και παραλίες για βουτιές στο ποτάμι…
Το Island Park Drive ή Sussex Drive, είναι η σοφιστικέ περιοχή της πρωτεύουσας. Η αγαπημένη των διπλωματών, των υπουργών και των εύπορων γενικώς. Το περίεργο όμως είναι, ότι τα σπίτια δεν είναι κραυγαλέα. Δεν επιδεικνύουν μια προκλητική οικονομική άνεση. Αντίθετα, είναι μέτριας, έως μετριότατης εμφανίσεως ! Εδώ, σε μας τους νεόπλουτους, θα θύμιζαν τις παλιές μονοκατοικίες του Ψυχικού και της Φιλοθέης, κι όχι τα χολυγουντιανά κακέκτυπα της Εκάλης και της Πολιτείας. Φαίνεται, πως όσο πιο πεινασμένοι, χτες, οι άνθρωποι, τόσο πιο επιδειξίες, χορτάτοι και κακόγουστοι, σήμερα. Και θυμηθείτε, παρακαλώ, τη «σωμόν βίλλα» Έχει καμιά σχέση με το Κστρί. Έτσι δηλαδή για να ξέρουμε τι λέμε.
Το Rockcliffe Park είναι η συνέχεια του «διπλωματικού τομέα». Εδώ βρήκαμε και το σπίτι του Έλληνα πρέσβη που ,αν μπορείτε να το φαντασθείτε! Είχε καταπράσινη μοκέτα στα σκαλιά της εισόδου!
- καλά! Τσίπα, πια, δεν έχουν; Δηλαδή, τι; Αν μεθαύριο γίνει Κυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία, πρέπει να βάλει μπλέ μοκέτα ο πρέσβης; Ήμαρτον Κύριε.
- Εμ, αυτοί οι φανατισμοί μας έφαγαν και μας τρώνε το κεφάλι! Μέχρι του διαόλου τη μάνα, μεταφέρουμε της κομματικές διαφορές μας.
- Κι ύστερα περιμένουμε να προκόψουμε, τον μήνα που δεν έχει Σάββατο, έλεγε η Μάνα μου, αποσώνων κι εγώ την κουβέντα.
Τα σχόλια δίνουν και παίρνουν, κι είναι όλα πικρόχολα. Τι περίεργο. Μονάχα όταν βρεθούμε μακριά από την Πατρίδα, έχουμε σωστή αντίληψη των συμβαινόντων σε αυτήν.
Πάντως, η συνοικία Rockliffe είναι ανεξάρτητη από τον Δήμο της Οτάβα. Έχει 2.000 κατοίκους, όλους κι όλους, και εκτείνεται κι αυτή πάνω στο ποτάμι.
Το Ανάκτορο του Ύπατου Αρμοστή της Βρετανίας, -έχει και τέτοιο «φρούτο» ακόμα εδώ- στο Sussex Drive 1, έχει απ΄έξω φρουρά και μαντέψτε! Είναι ίδια κι απαράλλαχτη με εκείνην του Μπάκινχαμ. Με μαλλιαρές «περικεφαλαίες», και τα κρόσσια μες τα μάτια, να στραβώνουν τους φουκαριάρηδες τους φρουρούς.
Πολλά τσαλίμια έχει η αλλαγή αυτής της φρουράς. Μας πιάνουν τα γέλια, αλλά φωτογραφίζουμε κιόλας.
Παρακάτω, στο Sussex Drive 24, βρίσκεται η κατοικία του πρωθυπουργού του Καναδά. Είναι το αντίστοιχο της Downing 10 του Λονδίνου.
Περνάμε τη γέφυρα της Lady Aberdeen, πάνω στον Γκατινώ. Ήταν σύζυγος του Άγγλου Αρμοστή. Στον καιρό της δεν υπήρχε γέφυρα. Για να πάνε οι άνθρωποι στην απέναντι εκκλησία, έμπαιναν σε βάρκες το καλοκαίρι, και περπατούσαν πάνω στον πάγο του ποταμού, τον χειμώνα.
Ένα χειμωνιάτικο πρωί, καθώς η Λαίδη διέσχιζε το ποτάμι περπατώντας, ο πάγος έσπασε, κι η καλή μας κυριούλα βρέθηκε στα παγωμένα νερά. την έσωσαν περαστικοί, στο παραπέντε.
Για το, ας πούμε θαύμα, η Lady Aberdeen δώρισε στην εκκλησία μια καμπάνα, και στους κατοίκους, τη γέφυρα που περνάμε σήμερα. Για να μην κινδυνεύει να σκυλοπνιγεί ο κοσμάκης, που περνά απέναντι.
Σε κάποιο σημείο, λίγο έξω από την Οτάβα, ενώνονται οι τρεις ποταμοί της πόλης, ο Otawa, o Rideau, & o Gatineau. Στον Gatineau –Κατινγκω- τον λέμε η Ελεάνα κι εγώ για να τον θυμόμαστε, έχει δημιουργηθεί ένα τεχνητό κανάλι, για λόγους πολεμικούς, τότε, σήμερα, είναι η μακρύτερη φυσική πίστα του κόσμου για πατινάζ τον χειμώνα, αφού έχει μήκος 200 χιλιομέτρων, έως τη λίμνη Οντάριο. Και είναι και ένα φυσικό διακοσμητικό στοιχείο της περιοχής το καλοκαίρι, όπου ο κόσμος ψυχαγωγείται με βαρκάδες, περιπάτους, ψάρεμα και κάθε είδους εξερευνήσεις, παραχθίως.
Το «πράσινο νησί» το Green Island, στο ποταμό Ριντώ, έχει σύρριζα στο νερό, χτισμένα διάφορα ογκώδη κυβερνητικά κτίρια, που μοιάζουν να επιπλέουν. Πολύ βενετσιάνικη εικόνα.
Σε τούτη την περιοχή, βρίσκεται και ο καθεδρικός ναός της πόλης. Έχει, σχεδόν, την ηλικία της Οταβα. Τα καμπαναριά της χρονολογούνται από το 1858, παρ’
ότι η εκκλησία τελείωσε μόλις το 1890. εδώ συνηθίζει να εκκλησιάζεται η βασίλισσα Ελισάβετ της Αγγλίας, όταν επισκέπτεται τη χώρα. Άλλωστε, υπάρχει επ’ ονόματι της και στασίδι. Το βασιλικόν τοιούτον. Μωρ’ για κοίτα τη Γηραιά Αλβιόνα. Δεν αφήνει κανένα από τα μέλη, της άλλοτε κραταιάς, Κοινοπολιτείας, της, να ξεχάσει που και σε ποιόν οφείλει υποταγή. Παραδοσιακός, θα μου πείτε, ο θεσμός. Θα συμφωνήσω. Ωστόσο, παίζει το ρόλο του. Και πολύ καλά, μάλιστα. Όχι, που οι Άγγλοι θα άφηναν τους αποίκους να λησμονήσουν πως έχουν ακόμα κι ακόμα, άρρηκτους δεσμούς με την Μητρόπολη! Να χουμε το νου μας! Ηθικό δίδαγμα. Ποτέ μην αφήνεις, εύκολα τουλάχιστον, ότι υπήρξε κάποτε δικό σου.
Κι εμείς αφήσαμε την Πόλη, την Β. Ήπειρο, την Κύπρο, την Ίμβρο, την Τένεδο, τη Σμύρνη να τουρκέψουν! Κι ύστερα θεωρούμε τους εαυτούς μας εκτάκτως ξύπνιους!
Πόση αυταρέσκεια και αυτοεπιβεβαίωση! Τόση, που να μην αντιλαμβανόμαστε ότι οι «φύλακες» δεν γρηγορούν πια. Οι Κερκόπορτες μένουν αφύλακτες. Και οι Εφιάλτες δεν καραδοκούν απλώς. Αλωνίζουν ανενόχλητοι, ενώ εμείς καθευδούμε, πολύ ευχαριστημένοι με τους εαυτούς μας. Είναι, κι αυτό, ένα είδος εξυπνάδας. Δεν συμφωνείτε;
Τρώμε ένα γρήγορο μεσημεριανό, στη βεράντα του Chateau Laurier, πάνω ακριβώς στο Rideau Canal, πίσω από το Κοινοβούλιο. Είναι χτισμένο σε αναγεννησιακό ρυθμό των κάστρων της εποχής, με όλες τις σχετικές πολυτέλειες. Θυμίζει έντονα τους πύργους του Λιγηρα. Εγώ, ως συνήθως μαγεύομαι από το εξωτερικό του, με τους πυργίσκους, τα τόξα, τους τρούλους. Είναι πανέμορφο.
Κι ο καφές του ευωδέστατος. Κι έχει το προνόμιο να είναι πάνω στην Πλατεία της Ομοσπονδίας, την Confederation Square, την οποία οι Οταβιανοί βάφτισαν με χιούμορ, και κάνοντας λογοπαίγνιο: Confusion Sq, «Πλατεία της Τρελής», μ’ άλλα λόγια, λόγω της τρομακτικής κίνησης! Εδώ, καταμεσής, και μέσα σε πάρκο, βρίσκεται το Εθνικό Πολεμικό Μνημείο, αφιερωμένο στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εικοσιδύο στρατιώτες σπρώχνουν ένα κανόνι. Η ειρωνεία της τύχης είναι ότι: Ο Γεώργιος ο VI της Αγγλίας, έκανε το αποκαλυπτήρια του, τρεις μόλις μήνες πριν ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Πριν δηλαδή επουλώσει η Ευρώπη τα τραύματα της από την πρώτη πολεμική περιπέτεια, οι Ούνοι βάλθηκαν να την ξανατρώσουν, παρ’ ολίγο καίρια, τούτη τη φορά. Τέλος πάντων, αυτός ο λαός, τίποτα δεν διδάχτηκε από την Ιστορία; Γιατί, διάολε, επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη; Μπας κι έχει κατά νου να το τριτώσει το κακό; Μη σώσει, βέβαια.
Γύρω από αυτήν την Πλατεία, συγκεντρώνεται η πνευματική κληρονομιά των Καναδών: το Εθνικό Κέντρο των Τεχνών –National Arts Center- που στεγάζει την Όπερα, το Εθνικό Θέατρο, το Μπαλέτο. Όμως, το πιο δημοφιλές σημείο αυτής της περιοχής είναι «Ο Κήπος της Μπύρας». Το καλοκαίρι, τούτο το πάρκο μετατρέπεται εις Βακχείον με όλα ταυ τα συνεπακόλουθα.
Για μας, ωστόσο, η μεγαλύτερη ατραξιόν είναι το απέναντι «Μουσείο του Πολιτισμού του Καναδά» -Canadian Museum of Civilization. Τέτοιο θαυμαστό Μουσείο, ούτε που έχω ξαναδεί στα ταξίδια μου. Κλείνει μέσα του μια απρόσμενη μαγεία. Μια τρομακτική υποβλητικότητα. Σε παίρνει μαζί του, εκεί που θέλει.
Κατ’ αρχήν είναι υπόδειγμα οργάνωσης και παρουσίασης. Έχει θαυμάσια κατανεμημένα –με επιγραφές και περιγραφές- όλα του τα εκπληκτικά εκθέματα. Χωρίζει τις αίθουσες – ακόμα και τους ορόφους- κατά ομάδες ομοειδών αντικειμένων. Αριθμεί τα πάντα και, με χάρτη, σε καθοδηγεί βήμα προς βήμα, σε αυτό που θέλεις να δεις. Όταν ο επισκέπτης κάνει τις επιλογές του πάνω στο χάρτη, ξαμολιέται μέσα στο κτίριο. Κι όταν βρει την άκρη, βρίσκεται να ταξιδεύει στο Παρελθόν, πότε με μια ταξιδιωτική άμαξα του περασμένου αιώνα. Πότε πάνω σε ένα κανό. Πότε μέσα σε ένα από τα πρώτα αυτοκίνητα, με την κόρνα – φούσκα!
Μέσα σε αυτό το Μουσείο, βρίσκεται κλεισμένη η Ιστορία του τόπου, από τους Προϊστορικούς ακόμα Χρόνους. Από την Εποχή των Ινδιάνων και των Βίκινγκς. Των Χρυσοθήρων. Των πρώτων Φαλαινοθηρών. Των πρώτων Αποίκων, μέχρι τη Σημερινή Εποχή και προκοπή της πανέμορφης αυτής Χώρας.
Όπως είπαμε ήδη, εντυπωσιακός είναι ο τρόπος της παρουσίασης των εκθεμάτων. Γίνεται, πάντα, σαν μέσα στο φυσικό τους περιβάλλον, με ανθρώπινα ομοιώματα σε φυσικό μέγεθος, που κινούνται φυσικότατα, με τον κατάλληλο φωτισμό, την κατάλληλη μουσική, τους κατάλληλους ήχους!!! Μένουμε χάσκοντες, κι αμέσως μαγευόμαστε. Μπαίνουμε στο «παιχνίδι». Και απολαμβάνουμε το αποτέλεσμα της φαντασίας και της ευρηματικότητας των δημιουργών του μουσειακού αυτού πανηγυριού! Γιατί, περί αυτού πρόκειται! Περί πανηγυριού. Περί οπτικής και ακουστικής πανδαισίας. Μιας πραγματικής χαράς ματιών, που σε μπάζει απλά κι αβίαστα, στα μυστικά της ζωής των ανθρώπων του Τότε.
Σε περιδιαβάζει σε ταρσανάδες. Σε φαρμακεία. Σε ξυλουργεία. Σε μαγέρικα. Σε σκηνές. Σε σπίτια. Σε μπαρπέρικα. Σε ότι, τέλος πάντων, αποτελούσε εκείνη την εποχή, την ουσία της αγωνίας των αποίκων, να στεριώσουν, επί τέλους, στην αφιλόξενη, και παγωμένη αυτή Χώρα.
Στον πρώτο ταρσανά που συναντάμε, φωνές και σφυριές! Ένα χάος. Κι άνθρωποι να κινούνται δουλεύοντας πυρετωδώς, πάνω σε ένα τεράστιο σκαρί.
Στα μεγάλα καζάνια –όπου λιώνει αργά – αργά, αφήνοντας μια χαρακτηριστική μυρωδιά, το λίπος της φάλαινας πάνω από πλούσιες καρβουνιές- ήχοι θαλασσινοί, κι ανάκατες φωνές, που τις μπερδεύει ένας εκκωφαντικός άνεμος.
Στο Video Wall, που δείχνει πλοίο να κλυδωνίζεται σε τρομερή φουρτούνα, άγριοι ήχοι κυμάτων. Βοριάδες μανιασμένοι. Τρομαγμένες κραυγές ναυτών, διαταγές κοφτές, βαριές ανάσες.
Μέσα στην τεράστια σκηνή, όπου οι υλοτόμοι περνούσαν τους σκληρούς χειμώνες, μια μεγάλη λαμπρή φωτιά. Γύρω της οι άνθρωποι ζεσταίνονται, πίνοντας. Στη γωνία, πάνω σε ένα κρεβάτι, ένας άρρωστος. Βήχει ανατριχιαστικά. Κι εσύ σκέφτεσαι: «φθίση;». Κάποιοι παίζουν, βαριεστημένοι, χαρτιά. Διακριτική και νοσταλγική μουσική. Περισυλλογή, κι ελπίδα για την άνοιξη, που είναι στο δρόμο.
Μια άμαξα των μεταναστών, μέσα σε χρυσοκόκκινο φθινοπωρινό τοπίο, με ρομαντική μουσική υπόκρουση. Η εικόνα, μπροστά μας, μοιάζει άκρως αυθεντική, κι αν θέλετε το πιστεύετε, μα πως τα καταφέρνουν;
Το πρώτο, πρωτόγονο Νοσοκομείο των αποίκων! Το πρώτο Φαρμακείο, γεμάτο γυάλες, γουδιά και σκόνες. Ησυχία! Εδώ, δεν ακούγεται ούτε ψίθυρος. Άκρα του τάφου σιωπή.
Δωμάτια επιπλωμένα με έπιπλα εποχής και την οικογένεια να κινείται πέρα δώθε ή να ξεκουράζεται μέσα σε αυτά, διαβάζοντας, γράφοντας, παίζοντας πιάνο ή πίνοντας τσάι, μπροστά στο αναμμένο τζάκι.
Και μετά, ολόκληρες πλατείες των κωμοπόλεων, με όλα τους : την εκκλησία, το μπαρμπέρικο, την τράπεζα, το Sallon, το … Σερίφικο, το ξενοδοχείο, το … μπορντέλλο και φυσικά, το κατάστημα με τα παραφερνάλια για την εξόρυξη του χρυσού αλλά και με τα άλλα, άσχετα είδη. Πραγματικό σημερινό Super Market. Και σε περίοπτη θέση, το Συμβολαιογραφείο, όπου οι χρυσοθήρες έφταναν ασθμαίνοντες να δηλώσουν και να κατοχυρώσουν, νομικά, τις χρυσοφόρες περιοχές που είχαν ανακαλύψει.
Τριγύρω της πλατείας όμορφα διώροφα σπίτια, με τα μπαλκόνια, τα λουλούδια, τις ιωνικές κολώνες, τις σιδεριές στα πορτοπαράθυρα μια σκέτη δαντέλλα.
Σε τούτο το χώρο επικρατούν οι θόρυβοι της πολυάσχολης πόλης. Ένα βουητό από ανάκατες ομιλίες και γέλια. Κάποιες μουσικές νόες από το πονηρό σπίτι. Ο θόρυβος της άμαξας που κατεβαίνει το λιθόστρωτο. Τα χρεμετίσματα των αλόγων. Το σφύριγμα του καμτσικιού στον αέρα. Ένα κοφτό γελάκι.
Κι έπειτα, σε πολύ μικρή απόσταση από το Χτες, μια ιδέα για τον δρόμο που διανύθηκε μέχρι το Σήμερα. Για την πρόοδο που επιτεύχθηκε. Για το χρόνο που, φιλόπονοι μετανάστες, σωστά αξιοποίησαν. Έτσι, βρήκαμε πλάι-πλάι, τα ίδια χρηστικά αντικείμενα του Τότε και του Τώρα. Η εντύπωση είναι συγκλονιστική.
Κι έπειτα, σε πολύ μικρή απόσταση από το Χτες, μια ιδέα για τον δρόμο που διανύθηκε μέχρι το Σήμερα. Για την πρόοδο που επιτεύχθηκε. Για το χρόνο που, φιλόπονοι μετανάστες, σωστά αξιοποίησαν. Έτσι, βρήκαμε πλάι-πλάι, τα ίδια χρηστικά αντικείμενα του Τότε και του Τώρα. Η εντύπωση είναι συγκλονιστική.
Ένα σίδερο – βαποράκι, δίπλα σε ένα ατμοσίδερο που τα κάνει όλα. Μόνο στρατιώτης δεν έχει πάει
Μια γραφική φουφού, δίπλα σε μιαν υπερμοντέρνα ηλεκτρική κουζίνα, που ψήνει και τον Αθανάσιο Διάκο, που λέει ο λόγος
Ένα κρεμαστό φανάρι τροφίμων, κοντά σε ένα αεροδυναμικό, θηριώδες ψυγείο, που τα κάνει όλα μόνο του.
Παιδικές κούνιες και ξύλινα καροτσάκια, βαριά κι ασήκωτα, πλάι σε εύχρηστα και πανέμορφα σημερινά.
Καλέ, μέχρι και μεγαλοπρεπές, χρυσοποίκιλτες καρότσες … νεκροφόρες μας δείξανε! Ολοσκάλιστες, από άγνωστους και παραγνωρισμένους τεχνίτες. Έργα τέχνης. Εντύπωση μας κάνει το μέγεθος τους. Είναι τεράστιες.
- Μα για σταθείτε, βρε παιδιά, πως μετέφεραν τον μεταστάντα, στην τελευταία του κατοικία; Ξαπλωτόν ή … σουλατσάροντα μέσα στο νεκροκρέβατο του; Απορώ
Τόση άνεση, τέλος πάντων, για να περάσει κανείς εις τον επέκεινα βίον; Κομματάκι υπερβολικό το βρίσκω. Αλλά πάλι, εγώ δεν υπήρξα ποτέ άποικος. Και δεν μπορώ να μπω στη συλλογιστική τους.
Όλα αυτά, μαζί με πολλά άλλα, τα βρίσκεις στον πρώτον όροφο του Μουσείου.
Στο ισόγειο έχεις την Ινδιάνικη μαγεία. Τι εσκιμώικες στολές, τι τοτέμ ξυλόγλυπτα και χρωματιστά – από όμορφα μέχρι … φόβια! Φονικά όπλα, πρωτότυπα και μη - ρόπαλα και κεφαλοθραύστες! Κι ένα κανώ, σε σχήμα ξαπλωμένου ανθρώπου. Σπηλιές – σπίτια, Ingloos παραχωμένα σε ψεύτικο φυσικά, χιόνι. Ειδυλλιακές εικόνες ψαρέματος ή κυνηγιού. Σκηνές οικογενειακής γαλήνης και ευτυχίας ενός τρόπου ζωής χαμένου, φοβάμαι, διαπαντός και ανεπιστρεπτί. Αφού και οι ίδιοι οι Ινδιάνοι, αποκηρύσσουν σιγά σιγά τις παραδόσεις τους, κι ακολουθούν τους μοντέρνους καιρούς, μαζί με αυτά που κουβαλούν μαζί τους. Εκεί, μέσα σε κείνο το θαυμάσιο Μουσείο, ένοιωσα το μέγεθος της ζημιά που κάναμε οι Ευρωπαίοι στους ανυποψίαστους λαούς της Αμερικάνικης Ηπείρου. Δεν πρέπει να μας το συγχωρήσουν ποτέ. Μα ποτέ.
Canadian Museum of Civilization - Ottawa Museums
Το δείπνο μας στο ζεστό και φιλικό εστιατόριο του Uncle Tom, αποδείχτηκε εκτάκτως διασκεδαστικό, για το δικό μας τραπέζι. Τέσσερεις γυναίκες «φιλοξενούσαμε» έναν άντρα, τον Κώστα από το Κιλκίς – ώρα του καλή! Το καλαμπούρι άρχισε από τα δίδυμα αλατοπίπερα πάνω στο τραπέζι. Είχαν περίεργο σχήμα. Έμοιαζαν με γυναικεία στήθη. Όλες το προσέξαμε, αλλά καμιά μας δεν τόλμησε να το σχολιάσει, αφού δεν ήμασταν μόνες μας. Η Ελεάνα, ωστόσο, τα περιεργαζόταν επιδεικτικά, χωρίς όμως σχόλια. Ο Κώστας τα κοίταζε, και το μάτι του γυάλιζε. Αλλά, για τους ίδιους με μας λόγους, απέφευγε να μιλήσει. Ως τη στιγμή που , και οι τέσσερεις γυναίκες, παραγγείλαμε στήθη κοτόπουλου. Οπότε ο Κώστας ξέσπασε:
- Επειδή εγώ είμαι άνθρωπος αρχών, και άτομο συνεσταλμένο, θα τραγνίσω ένα μπούτι όρνιθας, απορρίπτοντας τα στήθη. Τούτο το τραπέζι – από την αλατοπιπεριέρα, μέχρι το περιεχόμενο το πιάτων σας- κατάντησε … Γιουροβίζιον. Αμάν, πια. Σιχάθηκα το είδος. Μπούτι θέλω.
Εν τω μεταξύ, η Ελεάνα είχε καθίσει ανάμεσα σε μιαν από μας που δεν άκουγε, και σε μένα που είχε κλείσει τελείως ο λαιμός μου, δημιουργώντας μου σοβαρό πρόβλημα επικοινωνίας. Καθ’ όλη τη διάρκεια του δείπνου, λοιπόν, εγώ μιλούσα στο αυτί της Ελεάνας, κι εκείνη το μετέφερε, με στεντόρεια φωνή, στην κουφίζουσα πλαϊνή της. Οπότε, κάποια στιγμή, όπως ήταν φυσικό άλλωστε, το «ενδιάμεσο» αγανάκτησε, κι έμπηξε τις φωνές:
- Ακούστε να σας πω, εσάς τις δύο! Αρνούμαι να κάνω τον ντελάλη, επειδή έτυχε να καθίσω ανάμεσα σε μια κουφή και σε μια μουγγή! Τελεία, παύλα. Ορίστε! Να καθίσετε η μια δίπλα στην άλλη, κι αφήστε με να φάω το στήθος μου ήσυχα! Ανθρωπιστική βοήθεια, τέλος. Είπε, και έσκυψε σύννους στο πιάτο της, ενώ η ομήγυρης έσκαγε στα γέλια.
Μετά το ιλαρό μας δείπνο, επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο. Ήταν όμως πολύ νωρίς ακόμα, για ύπνο. Θυμηθήκαμε τον Ήχο και το Φως, κι αποφασίσαμε μιαν έξοδο. Η γειτονική μας Sparks Street Mall – ο μοναδικός πεζόδρομος- μας βγάζει στο κοντινό μας Κοινοβούλιο. Αλαφιαστήκαμε! Όλα τα παλιά ιστορικά κτίρια τριγύρω, ήταν σοφά φωτισμένα. Έμοιαζαν σα να βγήκαν από το Παραμύθι της απίστευτης περιπέτειας, ενός πλήθους ανθρώπων που, κάποτε, μετακόμισαν στο Άγνωστο.
Είναι το Παραμύθι ενός παράξενου κόσμου, που είχε πολλή αποκοτιά, σφυρηλατημένη όμως στο αμόνι της απόγνωσης. Για αυτό κι άντεξε. Διέθετε κότσια που, ωστόσο, αποκτήθηκαν μέσα στην παραίτηση από τα όνειρα, και μέσα στην απελπισία του Γνωστού.
Κι από αυτήν την Απελπισία του Γνωστού και την Ελπίδα του Αγνώστου, δημιουργήθηκε ένα Καινούργιος Κόσμος, που κράτησε τα καλά του Παλιού, κι έφτιαξε δικά του καλύτερα. Για να μας εντυπωσιάζει, σήμερα, με την προκοπή του.
Πάνω, λοιπόν, στους τοίχους της Βουλής, είδαμε να ζωντανεύει, με Ήχο και Φως, όλη αυτή η απίστευτη εποποϊα της αποίκησης.
Κόσμος πολύς κάθεται σιωπηλός πάνω στο γρασίδι. Πίσω του, λίγο παραμέσα από τη δημοσιά, καίει πάντα, μέσα στο σιντριβάνι, η … «βρεμένη φλόγα». Ευχάριστη μουσική, υποβλητικός λόγος, ανάλογοι θόρυβοι κι όμορφες εικόνες, συνθέτουν τούτο το απροσδόκητο νυχτερινό θέαμα. Κι επειδή η βραδιά είναι ψυχρουλή, κουρνιάζουμε πλάι στη φλόγα. Σαν σε παραγώνι.
Εδώ, με άλλα τεχνικά μέσα, ξαναείδαμε την ίδια ιστορία, που μας γοήτευσε νωρίτερα, στο εκπληκτικό Μουσείο. Κι εδώ, πρέπει να ομολογήσω το βαρύ μου αμάρτημα: δεν αγαπώ τα Μουσεία!!! Τα αντιπαθώ βαθύτατα. Τα θεωρώ την «εξορία των εκθεμάτων». Αναγκαία «εξορία», το παραδέχομαι. Αλλά μη μου πείτε ότι δεν μοιάζουν όλα τραγικά παράταιρα, μέσα στους άσπρους τοίχους, κάτω από τα ψυχρά φώτα! Θαρρείς πως χάνουν κάτι από την αξία τους, αφού χάνουν τον προορισμό και τη λειτουργικότητά τους. Ενώ, μέσα στους φυσικούς τους χώρους, από κει που «ξεριζώθηκαν», πόσο αλλιώτικα, πόσο ζωντανά κι ευτυχισμένα θα φαίνονται.
Παρ’ όλην μου όμως αυτήν την αντιπάθεια, δύο Μουσεία δεν θα ξεχάσω ποτέ, ίσως γιατί είναι πολύ, μα πάρα πολύ, διαφορετικά από τα άλλα: Το «ανθρωπολογικό» του Μέξικο Σίτι, και τούτο το «Εθνολογικό» της Οτάβας. Διότι, μέσα και στα δύο αυτά, σε περιμένουν σπαρταριστές: η εξωπραγματική έλξη, και το μυστήριο της άγριας κι επικίνδυνης περιπέτειας. Το μεγαλείο της ανθρώπινης αποφασιστικότητας και αποκοτιάς. Η αλλόκοτη ομορφιά της πρωτόγονης ζωής. Και η έκπληξη για τη θαυμαστή πορεία – μέσα στις ερημιές και την εχθρική φύση- μιας χούφτας Desperados, προς ένα άγνωστο πεπρωμένο που, συχνά, προοιώνιζαν αφανισμό. Μένεις κεχηνώς! Και κεχηνυία φυσικά. Με το στόμα ορθάνοιχτο, δηλονότι. Κι όμως, τα κατάφεραν. Και πολύ καλά, μάλιστα.
Μεγάλη, λοιπόν, η επιτυχία των ανθρώπων, που κατάφεραν να πραγματοποιήσουν ένα τέτοιον άθλο. Ίσως γιατί δούλεψαν με ευαισθησία και αγάπη, για τον καινούργιο τόπο, που τον είπαν «νέα πατρίδα». Κι ήταν αυτός ο τόπος, η στερνή τους ελπίδα για αξιοπρεπή ζωή! Εκείνων, και των παιδιών τους…
Και το πιο περίεργο, ξέρετε πιο είναι; Πως ακόμα και σήμερα, εξακολουθούν να κάνουν το ίδιο!!! Τίποτε δεν θεωρούν δεδομένο. Ξέρουν, πολύ καλά, πως για να συνεχίσουν να υπάρχουν σωστά, στον πλανήτη και στις γρήγορες εξελίξεις των σημερινών αλλοπρόσαλλων κοινωνιών μας, πρέπει να κρατούν γερά τα γκέμια. Φαίνεται πως έχουν – αντίθετα με μας- πολύ καλή μνήμη της Ιστορίας τους, και απέραντο σεβασμό και θαυμασμό, για τα επιτεύγματα των προγόνων τους.
Επιστρέφουμε αργά το απόγεμα στο ξενοδοχείο, με την πεποίθηση ότι γνωρίσαμε ένα ακόμα ενδιαφέρον κομμάτι της πανέμορφης αυτής χώρας.
Τελικά, η εκ πρώτης όψεως «άνοστη Οττάβα» απεδείχθη, εκτός από ενδιαφέρουσα, κ α ι τρομερά ελκυστική.
ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΚΑΝΑΔΕΖΙΚΗ ΚΟΥΚΛΙΤΣΑ
Είναι η σημερινή διοικητική πρωτεύουσα του Καναδά, μόνο με 225,000 κατοίκους. Ήταν ιδέα της δαιμόνιας βασίλισσας Βικτωρίας να την κάνει πρωτεύουσα, διότι έκανε, λένε, τρεις σκέψεις, για να αποφασίσει.
Απέχει κάμποσα χιλιόμετρα από τα αμερικάνικα σύνορα
Βρίσκεται ανάμεσα στον Ανατολικό και Δυτικό Καναδά χωρίζοντας, γεωγραφικά τις αγγλόφωνες από τις γαλλόφωνες κοινότητες, και
Η Οτάβα ήταν, ανέκαθεν, επισήμως δίγλωσση και, μάλιστα, δίχως προβλήματα. Οπότε, δεν έμπαινε θέμα επίσημης γλώσσας, από το οποίο, συνήθως, αρχίζουν και οι εθνικιστικές διεκδικήσεις. Καλό παράδειγμα, λοιπόν, και για τις άλλες πόλεις αυτής της περίεργης χώρας.
Άλλο ένα μεγάλο της προσόν – που δεν ξέρω αν το έλαβε υπ’ όψιν της η Βικτώρια- είναι το ότι βρίσκεται πάνω στη συμβολή τριών ποταμών: του Οτάβα, του Ριντώ και του Γκατινώ. Και το γεγονός αυτό την καθιστά, εκτός από Διοικητικό, Κέντρον Μεταφορών και Εμπορίου.
Πλούσια, λοιπόν η Οτάβα. Και το δείχνει με χίλιους τρόπους.
Canadian Museum of Civilization
Και τούτη την περιοχή την γνώριζε ο Σαμουήλ Σαμπλέν –ο ιδρυτής της «Νέας Γαλλίας» από το 1613. κατά τους πολέμους του 1812, μεταξύ Βρετανίας και ΗΠΑ, η θέση αυτή κρίθηκε ιδιαίτερα ασφαλής, κι άρχισε να εποικίζεται.
Το 1826, ο πρώτος οικισμός που δημιουργήθηκε ονομάστηκε «Μπάι Τάουν». Ωστόσο, όταν αργότερα, ξέσπασε η εθνικιστική αντιδικία, μεταξύ Μόντρεαλ, Τορόντο, Κεμπέκ και του Κίνγκστον, οι ντόπιοι πολιτικοί ηγέτες αναγκάστηκαν να απευθύνουν έκκληση προς τη βασίλισσα Βικτωρία: να ορίσει το Μπάιτάουν πρωτεύουσα του Ηνωμένου Καναδά. Έτσι, το 1855, το Μπάιτάνουν μετονομάστηκε, από την βασίλισσα, σε Οτάβα –εξαιτίας του ομώνυμου ποταμού- και ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα.
Διαβάζω από τις πρόχειρες σημειώσεις μου:
Πρώτη μου κρίση, στο έμπα: τι άνοστη πόλη, Θεέ μου!!
Η τελευταία εντύπωση: τι κρίμα που φεύγουμε τόσο γρήγορα, Χριστέ μου!!
Πρώτος μας σταθμός, η περιοχή του Κοινοβουλίου – όπου και το ξενοδοχείο μας. Πρόκειται για έναν τεράστιο χώρο, καταπράσινο, με μεγάλα κι επιβλητικά κτίρια νέο-γοτθικού ρυθμού. Θυμίζουν εντονότατα το φημισμένο λονδρέζικο Κοινοβούλιο, του οποίου είναι … «ξεδιάντροπη αντιγραφή», γκρινιάζει ο Οδηγός μου! Κι έχει δίκιο. Έχει όμως μια παράξενη διαφορά. Δεν έχει την όψη κακεκτύπου, αντιγράφου. Αντίθετα, θα έλεγα. Μπορεί μεν να θυμίζει τη Βουλή της Μητροπόλεως, έχει όμως έναν κάποιο δικό του χαρακτήρα, που του δίνει έναν αέρα αυθεντικότητας!!!

Και είναι, πράγματι, ένα πανέμορφο αρχιτεκτόνημα, με πύργους, γιρλάντες, και αυστηρά τόξα. Όλο το κτιριακό συγκρότημα βρίσκεται κοντά στην Οτάβα, πάνω σε ένα μικρό ύψωμα –ανάχωμα θα έλεγα- για να δεσπόζει στην περιοχή. Εγώ τον βάφτισα, προς ευκολία μου: «Λόφο του Κοινοβουλίου» και ξεμπέρδεψα.
Μέσα στο θηριώδες «Πι» που σχηματίζουν τα κτίρια, υπάρχει ένα ατέλειωτο «γήπεδο» με ολόφρεσκο γκαζόν. Στη μέση του, ένα χαμηλό σιντριβάνι, μέσα στο νερό του οποίου καίει, νυχθημερόν, μια φλόγα! Είναι ο δικός τους Άγνωστος Στρατιώτης. Και , μέσα σε αυτόν τον ανοικονόμητο χώρο, περιφέρονται έφιπποι αστυνομικοί! Γραφική εικόνα, και άκρως εντυπωσιακή, ομολογουμένως. Βοηθάει, βέβαια, και η μέρα, που είναι λαμπρή και ηλιόλουστη, σχεδόν ζεστή –παρ’ όλον ότι είναι αρκετά πρωί ακόμα! Το μεσημέρι έχουμε βγάλει ιλαρά! Κατακαλόκαιρο στον Βορρά, σας λέω.
Μια και οι Βρετανοί, ήθελαν να θυμούνται, στην εξορία τους, το Ναό της Δημοκρατίας του τόπου απ’ όπου ξεκίνησα, δεν θα παρέλειπαν, φυσικά και την κατασκευή ενός BIG BEN, μπροστά στο κεντρικό κτίριο. Το ονομάτισαν : «Πύργο της Ειρήνης», και είναι αφιερωμένο στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έχει ύψος 100 μέτρων περίπου, και 4 ρολόγια – ένα σε κάθε πλευρά. 53 καμπανούλες- κουδούνια, διαφορετικών ήχων, συμπληρώνουν το όμορφο οικοδόμημα. Δυστυχώς, δεν τα άκουσα να παίζουν, για να σας πω τι λογής είναι το άκουσμα. Πάντως, ένα ασανσέρ σε πάει ως ψηλά, για να καμαρώσεις τη θέα της πόλης.
Το κτιριακό αυτό συγκρότημα, στεγάζει τη Βουλή, τη Γερουσία, μια πλούσια Βιβλιοθήκη, τα πρωθυπουργικά και υπουργικά γραφεία, καθώς και τα γραφεία των κυβερνητικών στελεχών. Εμένα πάντως, μου φάνηκε πολύ πράμα, για την στέγαση μια Κυβερνήσεως μόλις 26.000.000 ψυχών! Τέλος πάντων, όποιος έχει πολύ πιπέρι βάζει καις τις λαχανίδες.
Το ίδιο βράδυ, ανακαλύψαμε τυχαίως ότι, πάνω στο μακρύ τοίχο του Κοινοβουλίου, προβαλλόταν ένα περίεργο θέαμα «Ήχου και Φωτός» επί τριάντα λεπτά ξετύλιγε, στα μάτια και στα αυτιά μας, την ιστορία του Καναδά, με έναν γλαφυρότατο τρόπο. Κι όλα αυτά τζάμπα. Το πλήθος ήταν καθισμένο κατάχαμα, στο χορτάρι, κι απολάμβανε εικόνες, μουσική και λόγο. Πρωτότυπο το όλο εγχείρημα και άκρως ενδιαφέρον. Γι αυτό, όμως, θα μιλήσουμε παρακάτω, λεπτομερώς.
Με κόπο εγκαταλείπουμε το παράξενο αυτό χώρο. Τη μέρα, ένας σοβαρός κι επιβλητικός τόπος. Το βράδυ ένα παιχνίδι των αισθήσεων – του σκότους και του έναστρου ουρανού, μεγάλως βοηθούντων.
Ας προχωρήσουμε όμως. Η πόλη έχει κι άλλα αξιοθέατα. Κι ο χρόνος πολύτιμος.
Ο Άρειος Πάγος τους – το Supreme Court, γι αυτούς- έχει στην είσοδο του, τα αγάλματα της Αλήθειας και της Δικαιοσύνης –χωρίς ζυγαριά και στραβομάρα η τελευταία! Τη βρήκα, μάλιστα, και πολύ … ανοιχτομάτα! Περίεργη Δικαιοσύνη έχει ο Καναδάς!
Το Εθνικό Αρχείο και η Βιβλιοθήκη έχουν, έξω από την είσοδο τους, ένα παγκάκι όπου κάθονται αγκαλιασμένα δύο γλυπτά παιδόπουλα, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Κι είναι τόσο φυσική η στάση τους, που όλοι νομίσαμε πως το παγκάκι ήταν … πιασμένο… Συμβολίζουν, άραγε, κάτι, ή απλώς είναι ένα ακόμα έργο τέχνης, από τα πολλά που στολίζουν την πόλη.
Διασχίζουμε το πάρκο Γκατινώ που, στην πραγματικότητα, είναι ένα απέραντο δάσος στην καρδιά της Οτάβας. Αναπτύσσεται κατά μήκος της όχθης του ποταμού Οτάβα, και … «περπατά» μαζί του, για πολλά χιλιόμετρα. Έχει την σχεδόν παράλογη (
Το Island Park Drive ή Sussex Drive, είναι η σοφιστικέ περιοχή της πρωτεύουσας. Η αγαπημένη των διπλωματών, των υπουργών και των εύπορων γενικώς. Το περίεργο όμως είναι, ότι τα σπίτια δεν είναι κραυγαλέα. Δεν επιδεικνύουν μια προκλητική οικονομική άνεση. Αντίθετα, είναι μέτριας, έως μετριότατης εμφανίσεως ! Εδώ, σε μας τους νεόπλουτους, θα θύμιζαν τις παλιές μονοκατοικίες του Ψυχικού και της Φιλοθέης, κι όχι τα χολυγουντιανά κακέκτυπα της Εκάλης και της Πολιτείας. Φαίνεται, πως όσο πιο πεινασμένοι, χτες, οι άνθρωποι, τόσο πιο επιδειξίες, χορτάτοι και κακόγουστοι, σήμερα. Και θυμηθείτε, παρακαλώ, τη «σωμόν βίλλα» Έχει καμιά σχέση με το Κστρί. Έτσι δηλαδή για να ξέρουμε τι λέμε.
Το Rockcliffe Park είναι η συνέχεια του «διπλωματικού τομέα». Εδώ βρήκαμε και το σπίτι του Έλληνα πρέσβη που ,αν μπορείτε να το φαντασθείτε! Είχε καταπράσινη μοκέτα στα σκαλιά της εισόδου!
- καλά! Τσίπα, πια, δεν έχουν; Δηλαδή, τι; Αν μεθαύριο γίνει Κυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία, πρέπει να βάλει μπλέ μοκέτα ο πρέσβης; Ήμαρτον Κύριε.
- Εμ, αυτοί οι φανατισμοί μας έφαγαν και μας τρώνε το κεφάλι! Μέχρι του διαόλου τη μάνα, μεταφέρουμε της κομματικές διαφορές μας.
- Κι ύστερα περιμένουμε να προκόψουμε, τον μήνα που δεν έχει Σάββατο, έλεγε η Μάνα μου, αποσώνων κι εγώ την κουβέντα.
Τα σχόλια δίνουν και παίρνουν, κι είναι όλα πικρόχολα. Τι περίεργο. Μονάχα όταν βρεθούμε μακριά από την Πατρίδα, έχουμε σωστή αντίληψη των συμβαινόντων σε αυτήν.
Πάντως, η συνοικία Rockliffe είναι ανεξάρτητη από τον Δήμο της Οτάβα. Έχει 2.000 κατοίκους, όλους κι όλους, και εκτείνεται κι αυτή πάνω στο ποτάμι.
Το Ανάκτορο του Ύπατου Αρμοστή της Βρετανίας, -έχει και τέτοιο «φρούτο» ακόμα εδώ- στο Sussex Drive 1, έχει απ΄έξω φρουρά και μαντέψτε! Είναι ίδια κι απαράλλαχτη με εκείνην του Μπάκινχαμ. Με μαλλιαρές «περικεφαλαίες», και τα κρόσσια μες τα μάτια, να στραβώνουν τους φουκαριάρηδες τους φρουρούς.
Πολλά τσαλίμια έχει η αλλαγή αυτής της φρουράς. Μας πιάνουν τα γέλια, αλλά φωτογραφίζουμε κιόλας.
Παρακάτω, στο Sussex Drive 24, βρίσκεται η κατοικία του πρωθυπουργού του Καναδά. Είναι το αντίστοιχο της Downing 10 του Λονδίνου.
Περνάμε τη γέφυρα της Lady Aberdeen, πάνω στον Γκατινώ. Ήταν σύζυγος του Άγγλου Αρμοστή. Στον καιρό της δεν υπήρχε γέφυρα. Για να πάνε οι άνθρωποι στην απέναντι εκκλησία, έμπαιναν σε βάρκες το καλοκαίρι, και περπατούσαν πάνω στον πάγο του ποταμού, τον χειμώνα.
Ένα χειμωνιάτικο πρωί, καθώς η Λαίδη διέσχιζε το ποτάμι περπατώντας, ο πάγος έσπασε, κι η καλή μας κυριούλα βρέθηκε στα παγωμένα νερά. την έσωσαν περαστικοί, στο παραπέντε.
Για το, ας πούμε θαύμα, η Lady Aberdeen δώρισε στην εκκλησία μια καμπάνα, και στους κατοίκους, τη γέφυρα που περνάμε σήμερα. Για να μην κινδυνεύει να σκυλοπνιγεί ο κοσμάκης, που περνά απέναντι.
Σε κάποιο σημείο, λίγο έξω από την Οτάβα, ενώνονται οι τρεις ποταμοί της πόλης, ο Otawa, o Rideau, & o Gatineau. Στον Gatineau –Κατινγκω- τον λέμε η Ελεάνα κι εγώ για να τον θυμόμαστε, έχει δημιουργηθεί ένα τεχνητό κανάλι, για λόγους πολεμικούς, τότε, σήμερα, είναι η μακρύτερη φυσική πίστα του κόσμου για πατινάζ τον χειμώνα, αφού έχει μήκος 200 χιλιομέτρων, έως τη λίμνη Οντάριο. Και είναι και ένα φυσικό διακοσμητικό στοιχείο της περιοχής το καλοκαίρι, όπου ο κόσμος ψυχαγωγείται με βαρκάδες, περιπάτους, ψάρεμα και κάθε είδους εξερευνήσεις, παραχθίως.
Το «πράσινο νησί» το Green Island, στο ποταμό Ριντώ, έχει σύρριζα στο νερό, χτισμένα διάφορα ογκώδη κυβερνητικά κτίρια, που μοιάζουν να επιπλέουν. Πολύ βενετσιάνικη εικόνα.
Σε τούτη την περιοχή, βρίσκεται και ο καθεδρικός ναός της πόλης. Έχει, σχεδόν, την ηλικία της Οταβα. Τα καμπαναριά της χρονολογούνται από το 1858, παρ’
ότι η εκκλησία τελείωσε μόλις το 1890. εδώ συνηθίζει να εκκλησιάζεται η βασίλισσα Ελισάβετ της Αγγλίας, όταν επισκέπτεται τη χώρα. Άλλωστε, υπάρχει επ’ ονόματι της και στασίδι. Το βασιλικόν τοιούτον. Μωρ’ για κοίτα τη Γηραιά Αλβιόνα. Δεν αφήνει κανένα από τα μέλη, της άλλοτε κραταιάς, Κοινοπολιτείας, της, να ξεχάσει που και σε ποιόν οφείλει υποταγή. Παραδοσιακός, θα μου πείτε, ο θεσμός. Θα συμφωνήσω. Ωστόσο, παίζει το ρόλο του. Και πολύ καλά, μάλιστα. Όχι, που οι Άγγλοι θα άφηναν τους αποίκους να λησμονήσουν πως έχουν ακόμα κι ακόμα, άρρηκτους δεσμούς με την Μητρόπολη! Να χουμε το νου μας! Ηθικό δίδαγμα. Ποτέ μην αφήνεις, εύκολα τουλάχιστον, ότι υπήρξε κάποτε δικό σου.
Κι εμείς αφήσαμε την Πόλη, την Β. Ήπειρο, την Κύπρο, την Ίμβρο, την Τένεδο, τη Σμύρνη να τουρκέψουν! Κι ύστερα θεωρούμε τους εαυτούς μας εκτάκτως ξύπνιους!
Πόση αυταρέσκεια και αυτοεπιβεβαίωση! Τόση, που να μην αντιλαμβανόμαστε ότι οι «φύλακες» δεν γρηγορούν πια. Οι Κερκόπορτες μένουν αφύλακτες. Και οι Εφιάλτες δεν καραδοκούν απλώς. Αλωνίζουν ανενόχλητοι, ενώ εμείς καθευδούμε, πολύ ευχαριστημένοι με τους εαυτούς μας. Είναι, κι αυτό, ένα είδος εξυπνάδας. Δεν συμφωνείτε;
Τρώμε ένα γρήγορο μεσημεριανό, στη βεράντα του Chateau Laurier, πάνω ακριβώς στο Rideau Canal, πίσω από το Κοινοβούλιο. Είναι χτισμένο σε αναγεννησιακό ρυθμό των κάστρων της εποχής, με όλες τις σχετικές πολυτέλειες. Θυμίζει έντονα τους πύργους του Λιγηρα. Εγώ, ως συνήθως μαγεύομαι από το εξωτερικό του, με τους πυργίσκους, τα τόξα, τους τρούλους. Είναι πανέμορφο.
Κι ο καφές του ευωδέστατος. Κι έχει το προνόμιο να είναι πάνω στην Πλατεία της Ομοσπονδίας, την Confederation Square, την οποία οι Οταβιανοί βάφτισαν με χιούμορ, και κάνοντας λογοπαίγνιο: Confusion Sq, «Πλατεία της Τρελής», μ’ άλλα λόγια, λόγω της τρομακτικής κίνησης! Εδώ, καταμεσής, και μέσα σε πάρκο, βρίσκεται το Εθνικό Πολεμικό Μνημείο, αφιερωμένο στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εικοσιδύο στρατιώτες σπρώχνουν ένα κανόνι. Η ειρωνεία της τύχης είναι ότι: Ο Γεώργιος ο VI της Αγγλίας, έκανε το αποκαλυπτήρια του, τρεις μόλις μήνες πριν ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Πριν δηλαδή επουλώσει η Ευρώπη τα τραύματα της από την πρώτη πολεμική περιπέτεια, οι Ούνοι βάλθηκαν να την ξανατρώσουν, παρ’ ολίγο καίρια, τούτη τη φορά. Τέλος πάντων, αυτός ο λαός, τίποτα δεν διδάχτηκε από την Ιστορία; Γιατί, διάολε, επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη; Μπας κι έχει κατά νου να το τριτώσει το κακό; Μη σώσει, βέβαια.
Γύρω από αυτήν την Πλατεία, συγκεντρώνεται η πνευματική κληρονομιά των Καναδών: το Εθνικό Κέντρο των Τεχνών –National Arts Center- που στεγάζει την Όπερα, το Εθνικό Θέατρο, το Μπαλέτο. Όμως, το πιο δημοφιλές σημείο αυτής της περιοχής είναι «Ο Κήπος της Μπύρας». Το καλοκαίρι, τούτο το πάρκο μετατρέπεται εις Βακχείον με όλα ταυ τα συνεπακόλουθα.
Για μας, ωστόσο, η μεγαλύτερη ατραξιόν είναι το απέναντι «Μουσείο του Πολιτισμού του Καναδά» -Canadian Museum of Civilization. Τέτοιο θαυμαστό Μουσείο, ούτε που έχω ξαναδεί στα ταξίδια μου. Κλείνει μέσα του μια απρόσμενη μαγεία. Μια τρομακτική υποβλητικότητα. Σε παίρνει μαζί του, εκεί που θέλει.
Κατ’ αρχήν είναι υπόδειγμα οργάνωσης και παρουσίασης. Έχει θαυμάσια κατανεμημένα –με επιγραφές και περιγραφές- όλα του τα εκπληκτικά εκθέματα. Χωρίζει τις αίθουσες – ακόμα και τους ορόφους- κατά ομάδες ομοειδών αντικειμένων. Αριθμεί τα πάντα και, με χάρτη, σε καθοδηγεί βήμα προς βήμα, σε αυτό που θέλεις να δεις. Όταν ο επισκέπτης κάνει τις επιλογές του πάνω στο χάρτη, ξαμολιέται μέσα στο κτίριο. Κι όταν βρει την άκρη, βρίσκεται να ταξιδεύει στο Παρελθόν, πότε με μια ταξιδιωτική άμαξα του περασμένου αιώνα. Πότε πάνω σε ένα κανό. Πότε μέσα σε ένα από τα πρώτα αυτοκίνητα, με την κόρνα – φούσκα!
Μέσα σε αυτό το Μουσείο, βρίσκεται κλεισμένη η Ιστορία του τόπου, από τους Προϊστορικούς ακόμα Χρόνους. Από την Εποχή των Ινδιάνων και των Βίκινγκς. Των Χρυσοθήρων. Των πρώτων Φαλαινοθηρών. Των πρώτων Αποίκων, μέχρι τη Σημερινή Εποχή και προκοπή της πανέμορφης αυτής Χώρας.
Όπως είπαμε ήδη, εντυπωσιακός είναι ο τρόπος της παρουσίασης των εκθεμάτων. Γίνεται, πάντα, σαν μέσα στο φυσικό τους περιβάλλον, με ανθρώπινα ομοιώματα σε φυσικό μέγεθος, που κινούνται φυσικότατα, με τον κατάλληλο φωτισμό, την κατάλληλη μουσική, τους κατάλληλους ήχους!!! Μένουμε χάσκοντες, κι αμέσως μαγευόμαστε. Μπαίνουμε στο «παιχνίδι». Και απολαμβάνουμε το αποτέλεσμα της φαντασίας και της ευρηματικότητας των δημιουργών του μουσειακού αυτού πανηγυριού! Γιατί, περί αυτού πρόκειται! Περί πανηγυριού. Περί οπτικής και ακουστικής πανδαισίας. Μιας πραγματικής χαράς ματιών, που σε μπάζει απλά κι αβίαστα, στα μυστικά της ζωής των ανθρώπων του Τότε.
Σε περιδιαβάζει σε ταρσανάδες. Σε φαρμακεία. Σε ξυλουργεία. Σε μαγέρικα. Σε σκηνές. Σε σπίτια. Σε μπαρπέρικα. Σε ότι, τέλος πάντων, αποτελούσε εκείνη την εποχή, την ουσία της αγωνίας των αποίκων, να στεριώσουν, επί τέλους, στην αφιλόξενη, και παγωμένη αυτή Χώρα.
Στον πρώτο ταρσανά που συναντάμε, φωνές και σφυριές! Ένα χάος. Κι άνθρωποι να κινούνται δουλεύοντας πυρετωδώς, πάνω σε ένα τεράστιο σκαρί.
Στα μεγάλα καζάνια –όπου λιώνει αργά – αργά, αφήνοντας μια χαρακτηριστική μυρωδιά, το λίπος της φάλαινας πάνω από πλούσιες καρβουνιές- ήχοι θαλασσινοί, κι ανάκατες φωνές, που τις μπερδεύει ένας εκκωφαντικός άνεμος.
Στο Video Wall, που δείχνει πλοίο να κλυδωνίζεται σε τρομερή φουρτούνα, άγριοι ήχοι κυμάτων. Βοριάδες μανιασμένοι. Τρομαγμένες κραυγές ναυτών, διαταγές κοφτές, βαριές ανάσες.
Μέσα στην τεράστια σκηνή, όπου οι υλοτόμοι περνούσαν τους σκληρούς χειμώνες, μια μεγάλη λαμπρή φωτιά. Γύρω της οι άνθρωποι ζεσταίνονται, πίνοντας. Στη γωνία, πάνω σε ένα κρεβάτι, ένας άρρωστος. Βήχει ανατριχιαστικά. Κι εσύ σκέφτεσαι: «φθίση;». Κάποιοι παίζουν, βαριεστημένοι, χαρτιά. Διακριτική και νοσταλγική μουσική. Περισυλλογή, κι ελπίδα για την άνοιξη, που είναι στο δρόμο.
Μια άμαξα των μεταναστών, μέσα σε χρυσοκόκκινο φθινοπωρινό τοπίο, με ρομαντική μουσική υπόκρουση. Η εικόνα, μπροστά μας, μοιάζει άκρως αυθεντική, κι αν θέλετε το πιστεύετε, μα πως τα καταφέρνουν;
Το πρώτο, πρωτόγονο Νοσοκομείο των αποίκων! Το πρώτο Φαρμακείο, γεμάτο γυάλες, γουδιά και σκόνες. Ησυχία! Εδώ, δεν ακούγεται ούτε ψίθυρος. Άκρα του τάφου σιωπή.
Δωμάτια επιπλωμένα με έπιπλα εποχής και την οικογένεια να κινείται πέρα δώθε ή να ξεκουράζεται μέσα σε αυτά, διαβάζοντας, γράφοντας, παίζοντας πιάνο ή πίνοντας τσάι, μπροστά στο αναμμένο τζάκι.
Και μετά, ολόκληρες πλατείες των κωμοπόλεων, με όλα τους : την εκκλησία, το μπαρμπέρικο, την τράπεζα, το Sallon, το … Σερίφικο, το ξενοδοχείο, το … μπορντέλλο και φυσικά, το κατάστημα με τα παραφερνάλια για την εξόρυξη του χρυσού αλλά και με τα άλλα, άσχετα είδη. Πραγματικό σημερινό Super Market. Και σε περίοπτη θέση, το Συμβολαιογραφείο, όπου οι χρυσοθήρες έφταναν ασθμαίνοντες να δηλώσουν και να κατοχυρώσουν, νομικά, τις χρυσοφόρες περιοχές που είχαν ανακαλύψει.
Τριγύρω της πλατείας όμορφα διώροφα σπίτια, με τα μπαλκόνια, τα λουλούδια, τις ιωνικές κολώνες, τις σιδεριές στα πορτοπαράθυρα μια σκέτη δαντέλλα.
Σε τούτο το χώρο επικρατούν οι θόρυβοι της πολυάσχολης πόλης. Ένα βουητό από ανάκατες ομιλίες και γέλια. Κάποιες μουσικές νόες από το πονηρό σπίτι. Ο θόρυβος της άμαξας που κατεβαίνει το λιθόστρωτο. Τα χρεμετίσματα των αλόγων. Το σφύριγμα του καμτσικιού στον αέρα. Ένα κοφτό γελάκι.
Κι έπειτα, σε πολύ μικρή απόσταση από το Χτες, μια ιδέα για τον δρόμο που διανύθηκε μέχρι το Σήμερα. Για την πρόοδο που επιτεύχθηκε. Για το χρόνο που, φιλόπονοι μετανάστες, σωστά αξιοποίησαν. Έτσι, βρήκαμε πλάι-πλάι, τα ίδια χρηστικά αντικείμενα του Τότε και του Τώρα. Η εντύπωση είναι συγκλονιστική.
Κι έπειτα, σε πολύ μικρή απόσταση από το Χτες, μια ιδέα για τον δρόμο που διανύθηκε μέχρι το Σήμερα. Για την πρόοδο που επιτεύχθηκε. Για το χρόνο που, φιλόπονοι μετανάστες, σωστά αξιοποίησαν. Έτσι, βρήκαμε πλάι-πλάι, τα ίδια χρηστικά αντικείμενα του Τότε και του Τώρα. Η εντύπωση είναι συγκλονιστική.
Ένα σίδερο – βαποράκι, δίπλα σε ένα ατμοσίδερο που τα κάνει όλα. Μόνο στρατιώτης δεν έχει πάει
Μια γραφική φουφού, δίπλα σε μιαν υπερμοντέρνα ηλεκτρική κουζίνα, που ψήνει και τον Αθανάσιο Διάκο, που λέει ο λόγος
Ένα κρεμαστό φανάρι τροφίμων, κοντά σε ένα αεροδυναμικό, θηριώδες ψυγείο, που τα κάνει όλα μόνο του.
Παιδικές κούνιες και ξύλινα καροτσάκια, βαριά κι ασήκωτα, πλάι σε εύχρηστα και πανέμορφα σημερινά.
Καλέ, μέχρι και μεγαλοπρεπές, χρυσοποίκιλτες καρότσες … νεκροφόρες μας δείξανε! Ολοσκάλιστες, από άγνωστους και παραγνωρισμένους τεχνίτες. Έργα τέχνης. Εντύπωση μας κάνει το μέγεθος τους. Είναι τεράστιες.
- Μα για σταθείτε, βρε παιδιά, πως μετέφεραν τον μεταστάντα, στην τελευταία του κατοικία; Ξαπλωτόν ή … σουλατσάροντα μέσα στο νεκροκρέβατο του; Απορώ
Τόση άνεση, τέλος πάντων, για να περάσει κανείς εις τον επέκεινα βίον; Κομματάκι υπερβολικό το βρίσκω. Αλλά πάλι, εγώ δεν υπήρξα ποτέ άποικος. Και δεν μπορώ να μπω στη συλλογιστική τους.
Όλα αυτά, μαζί με πολλά άλλα, τα βρίσκεις στον πρώτον όροφο του Μουσείου.
Στο ισόγειο έχεις την Ινδιάνικη μαγεία. Τι εσκιμώικες στολές, τι τοτέμ ξυλόγλυπτα και χρωματιστά – από όμορφα μέχρι … φόβια! Φονικά όπλα, πρωτότυπα και μη - ρόπαλα και κεφαλοθραύστες! Κι ένα κανώ, σε σχήμα ξαπλωμένου ανθρώπου. Σπηλιές – σπίτια, Ingloos παραχωμένα σε ψεύτικο φυσικά, χιόνι. Ειδυλλιακές εικόνες ψαρέματος ή κυνηγιού. Σκηνές οικογενειακής γαλήνης και ευτυχίας ενός τρόπου ζωής χαμένου, φοβάμαι, διαπαντός και ανεπιστρεπτί. Αφού και οι ίδιοι οι Ινδιάνοι, αποκηρύσσουν σιγά σιγά τις παραδόσεις τους, κι ακολουθούν τους μοντέρνους καιρούς, μαζί με αυτά που κουβαλούν μαζί τους. Εκεί, μέσα σε κείνο το θαυμάσιο Μουσείο, ένοιωσα το μέγεθος της ζημιά που κάναμε οι Ευρωπαίοι στους ανυποψίαστους λαούς της Αμερικάνικης Ηπείρου. Δεν πρέπει να μας το συγχωρήσουν ποτέ. Μα ποτέ.
Canadian Museum of Civilization - Ottawa Museums
Το δείπνο μας στο ζεστό και φιλικό εστιατόριο του Uncle Tom, αποδείχτηκε εκτάκτως διασκεδαστικό, για το δικό μας τραπέζι. Τέσσερεις γυναίκες «φιλοξενούσαμε» έναν άντρα, τον Κώστα από το Κιλκίς – ώρα του καλή! Το καλαμπούρι άρχισε από τα δίδυμα αλατοπίπερα πάνω στο τραπέζι. Είχαν περίεργο σχήμα. Έμοιαζαν με γυναικεία στήθη. Όλες το προσέξαμε, αλλά καμιά μας δεν τόλμησε να το σχολιάσει, αφού δεν ήμασταν μόνες μας. Η Ελεάνα, ωστόσο, τα περιεργαζόταν επιδεικτικά, χωρίς όμως σχόλια. Ο Κώστας τα κοίταζε, και το μάτι του γυάλιζε. Αλλά, για τους ίδιους με μας λόγους, απέφευγε να μιλήσει. Ως τη στιγμή που , και οι τέσσερεις γυναίκες, παραγγείλαμε στήθη κοτόπουλου. Οπότε ο Κώστας ξέσπασε:
- Επειδή εγώ είμαι άνθρωπος αρχών, και άτομο συνεσταλμένο, θα τραγνίσω ένα μπούτι όρνιθας, απορρίπτοντας τα στήθη. Τούτο το τραπέζι – από την αλατοπιπεριέρα, μέχρι το περιεχόμενο το πιάτων σας- κατάντησε … Γιουροβίζιον. Αμάν, πια. Σιχάθηκα το είδος. Μπούτι θέλω.
Εν τω μεταξύ, η Ελεάνα είχε καθίσει ανάμεσα σε μιαν από μας που δεν άκουγε, και σε μένα που είχε κλείσει τελείως ο λαιμός μου, δημιουργώντας μου σοβαρό πρόβλημα επικοινωνίας. Καθ’ όλη τη διάρκεια του δείπνου, λοιπόν, εγώ μιλούσα στο αυτί της Ελεάνας, κι εκείνη το μετέφερε, με στεντόρεια φωνή, στην κουφίζουσα πλαϊνή της. Οπότε, κάποια στιγμή, όπως ήταν φυσικό άλλωστε, το «ενδιάμεσο» αγανάκτησε, κι έμπηξε τις φωνές:
- Ακούστε να σας πω, εσάς τις δύο! Αρνούμαι να κάνω τον ντελάλη, επειδή έτυχε να καθίσω ανάμεσα σε μια κουφή και σε μια μουγγή! Τελεία, παύλα. Ορίστε! Να καθίσετε η μια δίπλα στην άλλη, κι αφήστε με να φάω το στήθος μου ήσυχα! Ανθρωπιστική βοήθεια, τέλος. Είπε, και έσκυψε σύννους στο πιάτο της, ενώ η ομήγυρης έσκαγε στα γέλια.
Μετά το ιλαρό μας δείπνο, επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο. Ήταν όμως πολύ νωρίς ακόμα, για ύπνο. Θυμηθήκαμε τον Ήχο και το Φως, κι αποφασίσαμε μιαν έξοδο. Η γειτονική μας Sparks Street Mall – ο μοναδικός πεζόδρομος- μας βγάζει στο κοντινό μας Κοινοβούλιο. Αλαφιαστήκαμε! Όλα τα παλιά ιστορικά κτίρια τριγύρω, ήταν σοφά φωτισμένα. Έμοιαζαν σα να βγήκαν από το Παραμύθι της απίστευτης περιπέτειας, ενός πλήθους ανθρώπων που, κάποτε, μετακόμισαν στο Άγνωστο.
Είναι το Παραμύθι ενός παράξενου κόσμου, που είχε πολλή αποκοτιά, σφυρηλατημένη όμως στο αμόνι της απόγνωσης. Για αυτό κι άντεξε. Διέθετε κότσια που, ωστόσο, αποκτήθηκαν μέσα στην παραίτηση από τα όνειρα, και μέσα στην απελπισία του Γνωστού.
Κι από αυτήν την Απελπισία του Γνωστού και την Ελπίδα του Αγνώστου, δημιουργήθηκε ένα Καινούργιος Κόσμος, που κράτησε τα καλά του Παλιού, κι έφτιαξε δικά του καλύτερα. Για να μας εντυπωσιάζει, σήμερα, με την προκοπή του.
Πάνω, λοιπόν, στους τοίχους της Βουλής, είδαμε να ζωντανεύει, με Ήχο και Φως, όλη αυτή η απίστευτη εποποϊα της αποίκησης.
Κόσμος πολύς κάθεται σιωπηλός πάνω στο γρασίδι. Πίσω του, λίγο παραμέσα από τη δημοσιά, καίει πάντα, μέσα στο σιντριβάνι, η … «βρεμένη φλόγα». Ευχάριστη μουσική, υποβλητικός λόγος, ανάλογοι θόρυβοι κι όμορφες εικόνες, συνθέτουν τούτο το απροσδόκητο νυχτερινό θέαμα. Κι επειδή η βραδιά είναι ψυχρουλή, κουρνιάζουμε πλάι στη φλόγα. Σαν σε παραγώνι.
Εδώ, με άλλα τεχνικά μέσα, ξαναείδαμε την ίδια ιστορία, που μας γοήτευσε νωρίτερα, στο εκπληκτικό Μουσείο. Κι εδώ, πρέπει να ομολογήσω το βαρύ μου αμάρτημα: δεν αγαπώ τα Μουσεία!!! Τα αντιπαθώ βαθύτατα. Τα θεωρώ την «εξορία των εκθεμάτων». Αναγκαία «εξορία», το παραδέχομαι. Αλλά μη μου πείτε ότι δεν μοιάζουν όλα τραγικά παράταιρα, μέσα στους άσπρους τοίχους, κάτω από τα ψυχρά φώτα! Θαρρείς πως χάνουν κάτι από την αξία τους, αφού χάνουν τον προορισμό και τη λειτουργικότητά τους. Ενώ, μέσα στους φυσικούς τους χώρους, από κει που «ξεριζώθηκαν», πόσο αλλιώτικα, πόσο ζωντανά κι ευτυχισμένα θα φαίνονται.
Παρ’ όλην μου όμως αυτήν την αντιπάθεια, δύο Μουσεία δεν θα ξεχάσω ποτέ, ίσως γιατί είναι πολύ, μα πάρα πολύ, διαφορετικά από τα άλλα: Το «ανθρωπολογικό» του Μέξικο Σίτι, και τούτο το «Εθνολογικό» της Οτάβας. Διότι, μέσα και στα δύο αυτά, σε περιμένουν σπαρταριστές: η εξωπραγματική έλξη, και το μυστήριο της άγριας κι επικίνδυνης περιπέτειας. Το μεγαλείο της ανθρώπινης αποφασιστικότητας και αποκοτιάς. Η αλλόκοτη ομορφιά της πρωτόγονης ζωής. Και η έκπληξη για τη θαυμαστή πορεία – μέσα στις ερημιές και την εχθρική φύση- μιας χούφτας Desperados, προς ένα άγνωστο πεπρωμένο που, συχνά, προοιώνιζαν αφανισμό. Μένεις κεχηνώς! Και κεχηνυία φυσικά. Με το στόμα ορθάνοιχτο, δηλονότι. Κι όμως, τα κατάφεραν. Και πολύ καλά, μάλιστα.
Μεγάλη, λοιπόν, η επιτυχία των ανθρώπων, που κατάφεραν να πραγματοποιήσουν ένα τέτοιον άθλο. Ίσως γιατί δούλεψαν με ευαισθησία και αγάπη, για τον καινούργιο τόπο, που τον είπαν «νέα πατρίδα». Κι ήταν αυτός ο τόπος, η στερνή τους ελπίδα για αξιοπρεπή ζωή! Εκείνων, και των παιδιών τους…
Και το πιο περίεργο, ξέρετε πιο είναι; Πως ακόμα και σήμερα, εξακολουθούν να κάνουν το ίδιο!!! Τίποτε δεν θεωρούν δεδομένο. Ξέρουν, πολύ καλά, πως για να συνεχίσουν να υπάρχουν σωστά, στον πλανήτη και στις γρήγορες εξελίξεις των σημερινών αλλοπρόσαλλων κοινωνιών μας, πρέπει να κρατούν γερά τα γκέμια. Φαίνεται πως έχουν – αντίθετα με μας- πολύ καλή μνήμη της Ιστορίας τους, και απέραντο σεβασμό και θαυμασμό, για τα επιτεύγματα των προγόνων τους.
Επιστρέφουμε αργά το απόγεμα στο ξενοδοχείο, με την πεποίθηση ότι γνωρίσαμε ένα ακόμα ενδιαφέρον κομμάτι της πανέμορφης αυτής χώρας.
Τελικά, η εκ πρώτης όψεως «άνοστη Οττάβα» απεδείχθη, εκτός από ενδιαφέρουσα, κ α ι τρομερά ελκυστική.
Last edited by a moderator: