St.Adamantidou
Member
- Μηνύματα
- 245
- Likes
- 898
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Ιστορική Αναδρομή
- Καναδάς
- Στην Χώρα της Γοητευτικής Ερημιάς
- Tελευταία Σύνορα
- Quebec
- Οttawa
- Toronto - Η πόλη των διάσημων Καταρρακτών
- Ο Νιαγάρας κι'εγώ
- Βανκούβερ - Η ομορφιά του Ειρηνικού κι ενός λιμανιού
- Victoria Island - Ο θρίαμβος της Κυρίας Μπουσάρ!
- Το γραφικό Juneau
- Skagway - Όπως στην επική εποχή της χρυσοθηρίας
- Skagway προς Whitehorse
- Προς Beaver Creek
- Beaver Creek προς Fairbanks
- Fairbanks - Το θαύμα του Pipeline
- Ο Αρκτικός Κύκλος και ο Chena River
- Προς το Denali
- Το πρώτο χιόνι της Αλάσκας!
- Ancorage
- Minneapolis - Μια παράξενη Πολιτεία
- Επίλογος
ANCORAGE
Ο τελευταίος σταθμός στην Αλάσκα
αλλά και στο ταξίδι – ή σχεδόν…
Φτάσαμε με το πρώτο μούχρωμα. Όντας νοτιότερα πια, δεν είχαμε πλέον χιόνι, αλλά το κρύο είναι αισθητότατο.
Η πόλη είναι έρημη αυτήν την ώρα. Όμως, τα δύο ρεστοράν του ξενοδοχείου μας είναι ασφυκτικά γεμάτα. Τρώμε με πολύ όρεξη, πρέπει να ομολογήσω, τον προ-τελευταίο μας…. φθηνό σολομό, με μια πλούσια σαλάτα, και βγαίνουμε για μια μικρή βόλτα. Ελάχιστοι άνθρωποι στο δρόμο παρότι, λόγω μακράς μέρας –έχει ακόμα λίγες μέρες ζωής το παράξενο βορεινό καλοκαιράκι – το σκοτάδι κατεβαίνει μετά τις 23:00. Ωστόσο κι εδώ, όπως και σ’ όλα τα κράτη, που διακρίνονται για τη προκοπή τους, οι άνθρωποι κοιμούνται σε ώρες λογικές. Διότι, την άλλη μέρα, θα δουλεύουν – και δεν θα κοροϊδεύουν!- οι χριστιανοί…. Έτσι, δεν μπορούν να ξενυχτούν, σε κέντρα, παρεμφερή των σκυλάδικων και των ελληνάδικων - τι άλλο θ’ ακούσουμε, Θεέ μου!- κουνώντας μάλιστα, άνευ λόγου, να σας χαρώ, άνοστους ή κακάσχημους πισινούς….
Αλήθεια, φαντάζεστε τη ποιότητα της δουλειάς, που θα κάνουν στα γραφεία τους, την άλλη μέρα, όλοι αυτοί οι βλακοξενύχτηδες; Ανατριχιάζω στη σκέψη…. Τέλος πάντων, ας μη τα σκέφτομαι τώρα αυτά, και η σύγχυση με παίρνει από τα μούτρα! Ας χωνεύω, μονάχα, το λόγο και την αιτία, που αυτός ο ρημαδιακός ο τόπος δε λέει να πάει, επί τόσα χρόνια, μπροστά, αλλά όλο και πισωδρομεί στο χειρότερο έως το χείριστο σας λέω εγώ, και καλά θα κάνετε να με πιστέψετε…. Καλέ, αλήθεια, τέτοια κακομεταχείριση Πατρίδας, δεν έχω ξανασυναντήσει εις όλον μου τον βίον, που δεν είναι καθόλου βραχύς, το ομολογώ! Κι ας καίγομαι που το παραδέχομαι!!!. . . . Ούφ!. . . .
Την άλλη μέρα το πρωί, βγαίνω στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου μου. Ατμόσφαιρα, κρύσταλλο πεντακάθαρο, και κρύο ενοχλητικό. Φωτογραφίζω το λιμάνι και το City – την εμπορική περιοχή. Οι ουρανοξύστες βρίσκονται μονάχα στο κέντρο. Γενικώς, είναι μια πόλη «χαμηλοτάβανη» -όπως τη λέω εγώ- ήρεμη, δροσερή, νοικοκυρεμένη…. Δρόμοι φαρδείς, αερικοί, πλατείες-«ανάσες», σπίτια χαμηλά, μοντέρνα, πεντακάθαρα, με ανθισμένους κήπους στα, θαρρείς υπνώττοντα, προάστεια. Και ο Ωκεανός –πολύ ήρεμος τούτη την εποχή- ένα πραγματικό φυσικό στολίδι του Ancorage.
Το μακρύστενο νησί, που βρίσκεται απέναντι απ’ αυτό το λιμάνι, έχει σχήμα ξαπλωμένης κόρης και οι κάτοικοι το συνέδεσαν με γοητευτικούς μύθους. Ένας απ’ αυτούς λέει, ότι είναι η σύζυγος ναύτη που πληροφορείται, ξαφνικά, τον θάνατο του αγαπημένου συντρόφου, και πέφτει κι αυτή ξερή, για ν’ ανταμώσει τον κύρη της εις τον επέκεινα βίον! Ή ότι απλώς λιποθυμά και μένει έτσι, κάτι χρόνια, ελπίζοντας πως ήταν λαθεμένη η πληροφορία του θανάτου του. Και, κάποια στιγμή, εκείνος θα γυρίσει και θα την ξυπνήσει μ’ ένα φιλί και, …. Ιωάννα Μπουκουβάλα-Αναγνώστου τέλος!. . . Κι όποιος δεν ξέρει την περί ής ο λόγος Κυρία, δεν ξέρει τι χάνει…
Η πόλη ξεκίνησε τη ζωή της στα 1914, ως… «τεντούπολη», για να στεγάσει τους εργάτες του σιδηροδρόμου: του περίφημου Alaska Railroad. Συγχρόνως ήταν και θαυμάσιο αγκυροβόλιο , για τα φορτηγά πλοία, μιας και ο βαθύς κόλπος προσέφερε προστασία απο τη μάνητα του Ωκεανού. Εξού και το όνομα της πόλης: Ancorage= «Αγκυροβόλιο» δηλαδή.
Τελικά, η «Tent-City» -η Τεντούπολη- αντικαταστάθηκε στα 1920, από μιάν ορθοδόξων(!) κτιρίων πόλη, κι απέκτησε τη πρώτη της Διοίκηση.
Το 1923 τελειώνει, επι τέλους, ο σιδηρόδρομος, ύστερα από 9 χρόνια δύσκολης δουλειάς, σ’ απάνθρωπες κλιματολογικές συνθήκες. Και το Ancorage γίνεται, επίσης, κι ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο, το μοναδικό σ’ αυτήν την έρημη αλλά και τόσο σημαντική, για τις ΗΠΑ, περιοχή.
Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, η πόλη γίνεται και σπουδαίας σημασίας στρατιωτική βάση, μετά την εισβολή των Ιαπώνων στις Αλεουτίους Νήσους, το 1942. Και, λίγο αργότερα, όταν άρχισε ο Ψυχρός Πόλεμος, μεταξύ Ανατολής και Δύσης, είναι πλέον το προπύργιο των Ηνωμένων Πολιτειών έναντι της γειτονικότατης απειλής των Soviet.
Η δυνατότητα της εκμετάλλευσης των πλούσιων κοιτασμάτων πετρελαίου του τόπου, στη δεκαετία του 1970, έφερε και τη πληθυσμιακή έκρηξη. Από 48. 000 ψυχές που ζούσανε εδώ έως και το ’70, έφτασαν τις 180. 000 στο τέλος αυτής της σημαδιακής δεκαετίας.
Η πόλη διαθέτει πολλά και ενδιαφέροντα: Ζωολογικό κήπο, Μουσείο Άγριας Φύσης, το Alaska Arctic Indian and Eskimo Museum, καθώς και το παράξενο Πάρκο του Σεισμού. Είναι μια περιοχή που φέρει ακόμα τα σημάδια του μεγάλου ταρακουνήματος του Ancorage, το 1964. Οι κάτοικοι το άφησαν στη φύση, για να την υποχρεώσουν να επουλώσει, όπως μονάχα εκείνη ξέρει, τις πληγές που της άνοιξαν οι χθόνιοι Θεοί. Επίσης, μπορεί κανείς να παρακολουθήσει και το θέαμα της πλημμυρίδας και αμπώτιδας , σε μιάν από τις προκυμαίες της πόλης….
Ωστόσο, το πραγματικό αξιοθέατο εδώ, είναι το Εθνολογικό Μουσείο. Πλούσιο, ενδιαφέρον, πρωτότυπο και, φυσικά, υποδειγματικά οργανωμένο. Μιλά για τους Ινδιάνους Αθαμάσκους, που ζούσαν πάντα εδώ, αλλά και για τους πρώτους αποίκους, παρουσιάζοντας με μιάν –σχεδόν παιδική!-περφάνεια, τις δύο διαφορετικές κουλτούρες. Εκεί μέσα, συναντάς ένα είδος ανθρωπολογικού ψηφιδωτού, που σ’ αφήνει κατάπληκτο, με την απίστευτη ποικιλία αλλά και τη διαφορετικότητά του. Εκτίθενται, παραστατικότατα, η καθημερινή ζωή των Ινδιάνων: στις σκηνές τους, στο ψάρεμα, στο κυνήγι, στα μαστορέματα, στην κατασκευή τοτέμ, στο μεγάλωμα και το δασκάλεμα των παιδιών…
Εκεί μέσα βρίσκεις επίσης, τα σπίτια των πρώτων αποίκων, έπιπλα, έργα τέχνης μιας δύσκολης αλλά τρομερά ενδιαφέρουσας εποχής, άμαξες, κι ένα από τα πρώτα-πρώτα μοντέλα της Ford!
Παλιά φύλλα τοπικών εφημερίδων του ΤΟΤΕ , μας πληροφορούν για τα συνταρακτικά, αλλά και τα απλά γεγονότα, που επηρέαζαν την πόλη. Και στους τοίχους, φωτογραφίες των πρώτων οικογενειών και του ιστορικού τους. Όλοι αυτοί έφτασαν εδώ πρίν μόλις 70 χρόνια, ως χρυσοθήρες, κι έγιναν σήμερα –λόγω «αρχαιότητος»! και πλούτου – η Elite του Ancorage. Η αριστοκρατία και το καμάρι του!!!. . .
Σε τούτο το μουσείο υπάρχει επίσης μια θαυμάσια συλλογή βυζαντινών εικόνων, απομεινάρι των Ρώσων, προτού η Ρώσικη Aliesca, γίνει η αμερικάνικη Alaska. Στην καρδιά μου μπήκε ένας πολύτιμος, ολόσημος Άη-Γιώργης, που κρατά περίοπτη θέση μέσα στη μεγάλη προθήκη των εικόνων.
Τελευταία μας στάση, το μνημείο του Cook. Πολύ σοφά, το έχουν τοποθετήσει κατάγναντα στον Μεγάλο Ωκεανό, απ’ τον οποίο κι έφτασε εδώ. Βρίσκεται πάνω σ’ ένα μικρό λοφάκι, για να μπορεί να βλέπει, ο ρέκτης θαλασσοπόρος, όσο μακρύτερα γίνεται. Ήταν ο πρώτος που, στα 1778, εξερεύνησε το στόμιο του Κόλπου, στο μυχό του οποίου βρίσκεται η σημερινή πόλη. Ήταν την περίοδο εκείνη των ταξιδιών του, όταν έψαχνε απελπισμένα να βρεί το βορειο-δυτικό πέρασμα που ένωνε, στο Βορριά, τους δύο Ωκεανούς: τον Ειρηνικό και τον Ατλαντικό.
Καταμεσήμερο, και μέσα σε χλιαρή, πια, ατμόσφαιρα, καταλήγουμε στο « Αεροδρόμιο-Αντίκα» . Το Alaska aviation heritage Museum, πάνω στη λίμνη Hood. Στη πραγματικότητα είναι μουσείο αφιερωμένο στον Β’ Παγκοσμιο πόλεμο. Αυθεντικά πολεμικά σκάφη –άλλα γερά κι άλλα «τραυματισμένα» - στέκουν στη μεγάλη αυλή. Μοιάζουν οδυνηρά παράταιρα, σε σύγκριση με τα υπερμοντέρνα υδροπλάνα κι ελικόπτερα, που γεμίζουν το σύγχρονο, μικρό αεροδρόμιο…. αναψυχής –και όχι μόνο- που βρίσκεται στην ακριβώς απέναντι όχθη της λίμνης. Σε τούτο το χώρο, αντίθετα, η ατμόσφαιρα είναι απόμακρη, νοσταλγική, θαρρείς και λιγάκι πονεμένη, διότι, λίγο-λίγο ξεχνιέται! Χάνεται μέσα στην ομίχλη του χρόνου, και στη διάθεση όλων να ξεπεράσουμε την οδύνη ενός απάνθρωπου πολέμου. Όμως, κρατά μια περηφάνεια και έναν ηρωικό χαρακτήρα, μέσα στις λιτές αίθουσες, όπου εκτίθενται, με αγάπη, ιερά κειμήλια από αυτόν τον θεοστυγή πόλεμο. Φωτογραφίες χαμογελαστών αεροπόρων, μπροστά στα αεροπλάνα τους, λίγο πρίν απογειωθούν, βγαίνοντας στο «κυνήγι» του εχθρού. Άλλοι από αυτούς γύρισαν στις εστίες τους. Άλλοι χάθηκαν στη θάλασσα ή σε κάποιον ξένο τόπο, και «τα οστά τους δεν έφτασαν ποτέ στη πατρίδα τους», μας πληροφορούν οι λεζάντες κάτω από τις φωτογραφίες. Γιατί άραγε όταν βγαίνω έξω, η εντύπωση μου είναι πως ελάχιστοι γλύτωσαν; Υπάρχουν ακόμα οι τιμημένες στολές των ικάρων, τα κράνη τους, οι μπότες τους οι φθαρμένες, τα πιστόλια τους. Διαβάζουμε τα κιτρινισμένα γράμματά τους, που πολλά από αυτά δεν πρόλαβαν να τα στείλουν στους αγαπημένους τους. Βλέπετε, το ταχυδρομείο του θανάτου είναι πολύ γρηγορότερο από εκείνο της ζωής! Εννιά μήνες χρειαζόμαστε για να βγάλουμε τους πρώτους φθόγγους. Μία σφαίρα, όμως, και ένα κλάσμα του δευτερολέπτου είναι αρκετά για να μας στείλουν να κάνουμε ανάποδα το ταξίδι. Διαβάζουμε ακόμα, πολεμικά ανακοινωθέντα, στις παλιές εφημερίδες, πύρινα πολεμικά άρθρα, αλλά και νεκρολογίες συγκινητικές για τους γενναίους άνδρες! Αυτούς που κατακτούσαν την ελευθερία του κόσμου, αρπάζοντας την μέσα από το λυσσασμένο στόμα του σύγχρονου Αρμαγεδώνα….
- «Θεούλη μου! Πόσες μνήμες μου ξυπνούν τούτα τα πολύτιμα θυμητάρια!. . . Δεν έγραψαν απλώς Ιστορία, έφτιαξαν την Ιστορία, με τη γενναιότητα, τον νεανικό τους ενθουσιασμό και κάποια ιδανικά, που εμείς έχουμε προ πολλού ξεχάσει! Τι πρέπει, αλήθεια, να κάνουμε, για να κρατήσουμε, έστω και μια φλογίτσα αναμμένη; Για να μην τύχει και ξαναβουτηχτούμε, στο σκοτάδι του μυαλού, κάποιου άλλου παράφρονα;» αναρωτιέμαι φωναχτά.
- «Αν ρωτήσεις σήμερα ένα παιδί 20-25 χρονών, για τούτον εδώ το πόλεμο, βάζω στοίχημα πως θα σε κοιτάξει απορημένο! Θα σηκώσει αδιάφορα τους ώμους και θα πεί: ‘Μα αυτή είναι μια πολύ παλιά ιστορία’…. Πρόσεξε, θα σου μιλάει για ‘ιστορία’. Μια οποιαδήποτε ‘ιστορία’. Με γιώτα μικρό, κι όχι κεφαλαίο! Φοβάμαι πως αυτή είναι, στις μέρες μας, η πραγματικότητα φιλενάδα…. » απαντά με σκεπτικισμό η Ελεάνα.
Το απόγευμα είναι αφιερωμένο στον παγετώνα Poriage, πάνω στην ομώνυμη λίμνη.
- «Ο Fare-Well Glacier θα είναι τούτος για μας» μονολογώ. Πολύ μ’ αρέσει το όνομα που του δίνω: «Ο παγετώνας του αποχαιρετισμού!» Ωραίο δεν είναι; Κι αυτός είναι ο λόγος που όλοι μας, λίγο-πολύ είμαστε δύσθυμοι και κατηφείς. Άλλο ένα συναρπαστικό ταξίδι φτάνει στο τέλος του. Ψυχορραγεί! Κι εμείς πρέπει να αποδεχτούμε, θαρραλέα, αυτό το τέλος, και να συνηθίσουμε σιγά σιγά στην ιδέα της επιστροφής…….
Το τοπίο, μέσα στο οποίο πορευόμαστε, οδεύοντας προς τη λίμνη, είναι χαρακτηριστικό αυτού του χώρου και του κλίματός του. Παγωμένοι καταρράκτες που, καθ’ όλο το μήκος της διαδρομής τους πάνω στα βράχια, συντροφεύονται από έναν άλλον καταρράκτη, πολύχρωμων λουλουδιών!!!. . . Μια εικόνα άρρητης ομορφιάς! –«Είναι καταντίπ απίστευτο!» λέω στη συντροφιά μου. «Πάγος, έτσι κι αλλιώς δολοφονικός, σε μοναδική συνύπαρξη με τη δόξα της ζωής, που ποτέ δεν το βάζει κάτω! Μοιάζει αδύνατο! Κι όμως! Να το! Εκεί πάνω! Σαν να μας κοροϊδεύει ή σαν να προσπαθεί να μας μαγέψει, στέλνοντάς μας, συγχρόνως, ένα αισιόδοξο μήνυμα!. . . . Δεν ξέρω. Αυτού του είδους τις εικόνες δεν μπορώ να τις χωνέψω! Μου μοιάζουν σαν πίνακες του…. Φώσκολου αν ήταν ζωγράφος ο χριστιανός!!! Τόσο, πια, εξωφρενικό μου φαίνεται…. »
Η παρέα σκάει στα γέλια:
- «Πως σου ‘ρθε, τώρα, η παρομοίωση; Φως φανερό πως το ταξίδι σε επηρέασε εις βάθος! Καλά που σύντομα επιστρέφουμε…»
Φτάνουμε στη λίμνη. Βρισκόμαστε σ’ ένα «Brazo» της –όπως έλεγαν στη Παταγονία αυτές τις στενωσιές των νερών. Και, για πρώτη φορά, βλέπουμε παγόβουνα από τόσο μικρή απόσταση. Σηκώνω το πόδι, και…. σπρώχνω ένα! Απλώνω το χέρι, και αγγίζω ένα άλλο. Είναι βαρειά. Ακούνητα. Όγκοι τρομεροί, με τεράστιες σπηλιές στα σωθικά τους, με παράξενων σχημάτων ρωγμές και πολλά πλατώματα. Οι λοξές ακτίνες του ήλιου, γεμίζουν με χρώματα όλες αυτές τι «κακοτοπιές» των παγόβουνων. Μπλέ, πράσινα, κιτρινόχρυσα και πορτοκαλιά χρώματα, έχουν μετατρέψει αυτά τα παγωμένα θηρία σε τεράστια, αστραφτερά λουλούδια, που παραπέμπουν σε κόσμους των παιδικών μας παραμυθιών! Σε κόσμους ανεξήγητους! Και, γι’ αυτό, λιγουλάκι τρομακτικούς και, στα μάτια μας, κομματάκι απειλητικούς….
Οι κάμερες δουλεύουν τρελά! Θέλω ν’ ανέβω πάνω στο κοντινότερο μου παγόβουνο αλλά, άλλοι συνετότεροι, με συγκρατούν:
- «Ε, πάει! Εσύ λωλάθηκες τελείως! Κάτσε καλά, μη και, στα πίσω πίσω, μας βγεί το ταξίδι ξυνό! Σύνελθε, εν ακαρί, τ’ ακούς; Ή μήπως κουφάθηκες κιόλας…. »
Τ’ άκουσα. Και τους άκουσα. Και δεν καβάλησα παγόβουνο! Κι έτσι, στερήθηκα την ευχαρίστηση, να σνομπάρω όλους αυτούς, που γνώρισα στη ζωή μου, καβαλημένους σε καλάμια!!! Μωρ’ αν είναι να ιππεύσεις, βρες κάτι πρωτότυπο! Κάτι πιο εξεζητημένο από ένα ταπεινό, ταπεινότατο καλάμι!. . . .
Το ταξίδι στη λίμνη, προς τον ομώνυμο παγετώνα, γίνεται μέσα σε μια κοσμοχαλασιά, από αέρηδες τρομερούς και φοβερούς. Κατεβαίνουν τρελαμένοι, πάνω από τα κατεψυγμένα βουνά, τα οποία, σαν παγωμένοι Τιτάνες, κυκλώνουν τα νερά της Poriage. Οι «δαγκωματιές» του ψυχρού αέρα, πονούν ότι ακάλυπτο βρίσκουν πάνω μας. Εν προκειμένω, τα μάγουλα και τα χέρια μας. Γάντια δεν σκεφτήκαμε να πάρουμε από την Ελλάδα, Αυγουστιάτικα! Τι διάβολο! Να, όμως, που χρειάστηκαν…. .
Οι περισσότεροι μένουν κλεισμένοι κάτω, στο φιλόξενο σαλόνι του πλοίου όπου, μάλιστα, προβάλλεται κι ένα ντοκιμαντέρ, με την ιστορία του παγετώνα –αλλά και των παγετώνων γενικότερα. Δεν μπορώ να σας πώ, πόσην ώρα κράτησε η κρουαζιέρα. Σίγουρα, ωστόσο, περισσότερες από δύο ώρες. Όταν κάποτε, φτάσαμε και σταματήσαμε στα «πόδια» του παγετώνα, είχε κιόλας συννεφιάσει, κι άρχισε να ρίχνει ψιλό χιονόνερο. Πάντως ο παγετώνας, μέσα σε αυτό το απειλητικό περιβάλλον, κρατούσε τη μεγαλοπρέπειά του. Ήταν τεράστιος! Γλιστρούσε μαλακά, πάνω στην ομαλή πλαγιά του βουνού, σαν ένα φαρδύ, πάλλευκο και…. κατσαρό ποτάμι! Όρθωνε τον όγκο του, σαν τείχος, μπρός στα νερά της λίμνης. Τώρα, δα, σκέφτομαι πως, όσους παγετώνες κι αν δώ στη ζωή μου, ποτέ δεν θα πάψουν να με γοητεύουν, αλλά και να με…τρομοκρατούν, κομμάτι! Ιδίως, όταν σπάν –μ’ έναν ανατριχιαστικό κρότο- και γκρεμίζουν μια θεόρατη, παγωμένη…πολυκατοικία, μέσα στη λίμνη! Αχ, να μπορούσατε να τη δείτε, πως βυθίζετε αργά-αργά! Και με πόση χάρη ξενερίζει μετά, για να σταθεί δίπλα στ’ άλλα παγόβουνα, που ήδη αρμενίζουν! Είναι ένα πράμα θαυμαστό. Διότι, κατά την ώρα του γκρεμίσματος αυτού του κομματιού, σχηματίζονται εκατομμύρια σταγονίδια που, για ελάχιστα δευτερόλεπτα, αιωρούνται στην ατμόσφαιρα, διαθλώντας το φώς. Και, γι’ αυτά τα ελάχιστα, μαγικά δευτερόλεπτα, ο αέρας γεμίζει μικρούλες ίριδες! Σαν κάποιο χέρι, να σκόρπισε ξαφνικά, γυαλιστερά κομφετί, σε μια ώρα γιορτής….
Το θέαμα των παγετώνων έχει μια δραματικότητα κι ένα μεγαλείο που, μονάχα μπροστά στους μεγάλους καταρράκτες του κόσμου, έχω νιώσει. Αισθάνεσαι πως, αυτός ο ανυπολόγιστου μεγέθους παγωμένος όγκος, κρύβει μέσα του μια τεράστια δύναμη και μια τρομακτική δυναμική, μια ενέργεια που, αν κάποτε ξεσπάσει, θα καταστρέψει, σίγουρα, κόσμο και ντουνιά. Όπως ακριβώς, τα ηφαίστεια. Είναι και τα δύο ζωντανά. Σπαρταρούν! Το νιώθεις! Κι ίσως, γι’ αυτό σου φέρνουν Δέος. Τι να πώ!. . . .
Όταν επιστρέφουμε, μαζευόμαστε στο σαλόνι του ξενοδοχείου, για να πιούμε ένα ζεστό. Να συνεφέρει το εντός μας, που κατάντησε σαν ένα κομματάκι του Poriage Glacier!
Με ανακούφιση, σχεδόν, βρισκόμαστε στην οικεία ατμόσφαιρα του κατάμερού μας. Τρώμε τον τελευταίο. . . φθηνό σολομό, κάνοντας αστεία σχόλια, και πέφτουμε νωρίς για ύπνο. Αύριο φεύγουμε για την Μινεάπολη. Μένουμε μια μέρα εκεί και, την επομένη, μέσω Άμστερνταμ, επιστρέφουμε στην Αθήνα. Το τέλος είναι πολύ κοντά, πια…
Ο τελευταίος σταθμός στην Αλάσκα
αλλά και στο ταξίδι – ή σχεδόν…
Φτάσαμε με το πρώτο μούχρωμα. Όντας νοτιότερα πια, δεν είχαμε πλέον χιόνι, αλλά το κρύο είναι αισθητότατο.
Η πόλη είναι έρημη αυτήν την ώρα. Όμως, τα δύο ρεστοράν του ξενοδοχείου μας είναι ασφυκτικά γεμάτα. Τρώμε με πολύ όρεξη, πρέπει να ομολογήσω, τον προ-τελευταίο μας…. φθηνό σολομό, με μια πλούσια σαλάτα, και βγαίνουμε για μια μικρή βόλτα. Ελάχιστοι άνθρωποι στο δρόμο παρότι, λόγω μακράς μέρας –έχει ακόμα λίγες μέρες ζωής το παράξενο βορεινό καλοκαιράκι – το σκοτάδι κατεβαίνει μετά τις 23:00. Ωστόσο κι εδώ, όπως και σ’ όλα τα κράτη, που διακρίνονται για τη προκοπή τους, οι άνθρωποι κοιμούνται σε ώρες λογικές. Διότι, την άλλη μέρα, θα δουλεύουν – και δεν θα κοροϊδεύουν!- οι χριστιανοί…. Έτσι, δεν μπορούν να ξενυχτούν, σε κέντρα, παρεμφερή των σκυλάδικων και των ελληνάδικων - τι άλλο θ’ ακούσουμε, Θεέ μου!- κουνώντας μάλιστα, άνευ λόγου, να σας χαρώ, άνοστους ή κακάσχημους πισινούς….
Αλήθεια, φαντάζεστε τη ποιότητα της δουλειάς, που θα κάνουν στα γραφεία τους, την άλλη μέρα, όλοι αυτοί οι βλακοξενύχτηδες; Ανατριχιάζω στη σκέψη…. Τέλος πάντων, ας μη τα σκέφτομαι τώρα αυτά, και η σύγχυση με παίρνει από τα μούτρα! Ας χωνεύω, μονάχα, το λόγο και την αιτία, που αυτός ο ρημαδιακός ο τόπος δε λέει να πάει, επί τόσα χρόνια, μπροστά, αλλά όλο και πισωδρομεί στο χειρότερο έως το χείριστο σας λέω εγώ, και καλά θα κάνετε να με πιστέψετε…. Καλέ, αλήθεια, τέτοια κακομεταχείριση Πατρίδας, δεν έχω ξανασυναντήσει εις όλον μου τον βίον, που δεν είναι καθόλου βραχύς, το ομολογώ! Κι ας καίγομαι που το παραδέχομαι!!!. . . . Ούφ!. . . .
Την άλλη μέρα το πρωί, βγαίνω στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου μου. Ατμόσφαιρα, κρύσταλλο πεντακάθαρο, και κρύο ενοχλητικό. Φωτογραφίζω το λιμάνι και το City – την εμπορική περιοχή. Οι ουρανοξύστες βρίσκονται μονάχα στο κέντρο. Γενικώς, είναι μια πόλη «χαμηλοτάβανη» -όπως τη λέω εγώ- ήρεμη, δροσερή, νοικοκυρεμένη…. Δρόμοι φαρδείς, αερικοί, πλατείες-«ανάσες», σπίτια χαμηλά, μοντέρνα, πεντακάθαρα, με ανθισμένους κήπους στα, θαρρείς υπνώττοντα, προάστεια. Και ο Ωκεανός –πολύ ήρεμος τούτη την εποχή- ένα πραγματικό φυσικό στολίδι του Ancorage.
Το μακρύστενο νησί, που βρίσκεται απέναντι απ’ αυτό το λιμάνι, έχει σχήμα ξαπλωμένης κόρης και οι κάτοικοι το συνέδεσαν με γοητευτικούς μύθους. Ένας απ’ αυτούς λέει, ότι είναι η σύζυγος ναύτη που πληροφορείται, ξαφνικά, τον θάνατο του αγαπημένου συντρόφου, και πέφτει κι αυτή ξερή, για ν’ ανταμώσει τον κύρη της εις τον επέκεινα βίον! Ή ότι απλώς λιποθυμά και μένει έτσι, κάτι χρόνια, ελπίζοντας πως ήταν λαθεμένη η πληροφορία του θανάτου του. Και, κάποια στιγμή, εκείνος θα γυρίσει και θα την ξυπνήσει μ’ ένα φιλί και, …. Ιωάννα Μπουκουβάλα-Αναγνώστου τέλος!. . . Κι όποιος δεν ξέρει την περί ής ο λόγος Κυρία, δεν ξέρει τι χάνει…
Η πόλη ξεκίνησε τη ζωή της στα 1914, ως… «τεντούπολη», για να στεγάσει τους εργάτες του σιδηροδρόμου: του περίφημου Alaska Railroad. Συγχρόνως ήταν και θαυμάσιο αγκυροβόλιο , για τα φορτηγά πλοία, μιας και ο βαθύς κόλπος προσέφερε προστασία απο τη μάνητα του Ωκεανού. Εξού και το όνομα της πόλης: Ancorage= «Αγκυροβόλιο» δηλαδή.
Τελικά, η «Tent-City» -η Τεντούπολη- αντικαταστάθηκε στα 1920, από μιάν ορθοδόξων(!) κτιρίων πόλη, κι απέκτησε τη πρώτη της Διοίκηση.
Το 1923 τελειώνει, επι τέλους, ο σιδηρόδρομος, ύστερα από 9 χρόνια δύσκολης δουλειάς, σ’ απάνθρωπες κλιματολογικές συνθήκες. Και το Ancorage γίνεται, επίσης, κι ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο, το μοναδικό σ’ αυτήν την έρημη αλλά και τόσο σημαντική, για τις ΗΠΑ, περιοχή.
Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, η πόλη γίνεται και σπουδαίας σημασίας στρατιωτική βάση, μετά την εισβολή των Ιαπώνων στις Αλεουτίους Νήσους, το 1942. Και, λίγο αργότερα, όταν άρχισε ο Ψυχρός Πόλεμος, μεταξύ Ανατολής και Δύσης, είναι πλέον το προπύργιο των Ηνωμένων Πολιτειών έναντι της γειτονικότατης απειλής των Soviet.
Η δυνατότητα της εκμετάλλευσης των πλούσιων κοιτασμάτων πετρελαίου του τόπου, στη δεκαετία του 1970, έφερε και τη πληθυσμιακή έκρηξη. Από 48. 000 ψυχές που ζούσανε εδώ έως και το ’70, έφτασαν τις 180. 000 στο τέλος αυτής της σημαδιακής δεκαετίας.
Η πόλη διαθέτει πολλά και ενδιαφέροντα: Ζωολογικό κήπο, Μουσείο Άγριας Φύσης, το Alaska Arctic Indian and Eskimo Museum, καθώς και το παράξενο Πάρκο του Σεισμού. Είναι μια περιοχή που φέρει ακόμα τα σημάδια του μεγάλου ταρακουνήματος του Ancorage, το 1964. Οι κάτοικοι το άφησαν στη φύση, για να την υποχρεώσουν να επουλώσει, όπως μονάχα εκείνη ξέρει, τις πληγές που της άνοιξαν οι χθόνιοι Θεοί. Επίσης, μπορεί κανείς να παρακολουθήσει και το θέαμα της πλημμυρίδας και αμπώτιδας , σε μιάν από τις προκυμαίες της πόλης….
Ωστόσο, το πραγματικό αξιοθέατο εδώ, είναι το Εθνολογικό Μουσείο. Πλούσιο, ενδιαφέρον, πρωτότυπο και, φυσικά, υποδειγματικά οργανωμένο. Μιλά για τους Ινδιάνους Αθαμάσκους, που ζούσαν πάντα εδώ, αλλά και για τους πρώτους αποίκους, παρουσιάζοντας με μιάν –σχεδόν παιδική!-περφάνεια, τις δύο διαφορετικές κουλτούρες. Εκεί μέσα, συναντάς ένα είδος ανθρωπολογικού ψηφιδωτού, που σ’ αφήνει κατάπληκτο, με την απίστευτη ποικιλία αλλά και τη διαφορετικότητά του. Εκτίθενται, παραστατικότατα, η καθημερινή ζωή των Ινδιάνων: στις σκηνές τους, στο ψάρεμα, στο κυνήγι, στα μαστορέματα, στην κατασκευή τοτέμ, στο μεγάλωμα και το δασκάλεμα των παιδιών…
Εκεί μέσα βρίσκεις επίσης, τα σπίτια των πρώτων αποίκων, έπιπλα, έργα τέχνης μιας δύσκολης αλλά τρομερά ενδιαφέρουσας εποχής, άμαξες, κι ένα από τα πρώτα-πρώτα μοντέλα της Ford!
Παλιά φύλλα τοπικών εφημερίδων του ΤΟΤΕ , μας πληροφορούν για τα συνταρακτικά, αλλά και τα απλά γεγονότα, που επηρέαζαν την πόλη. Και στους τοίχους, φωτογραφίες των πρώτων οικογενειών και του ιστορικού τους. Όλοι αυτοί έφτασαν εδώ πρίν μόλις 70 χρόνια, ως χρυσοθήρες, κι έγιναν σήμερα –λόγω «αρχαιότητος»! και πλούτου – η Elite του Ancorage. Η αριστοκρατία και το καμάρι του!!!. . .
Σε τούτο το μουσείο υπάρχει επίσης μια θαυμάσια συλλογή βυζαντινών εικόνων, απομεινάρι των Ρώσων, προτού η Ρώσικη Aliesca, γίνει η αμερικάνικη Alaska. Στην καρδιά μου μπήκε ένας πολύτιμος, ολόσημος Άη-Γιώργης, που κρατά περίοπτη θέση μέσα στη μεγάλη προθήκη των εικόνων.
Τελευταία μας στάση, το μνημείο του Cook. Πολύ σοφά, το έχουν τοποθετήσει κατάγναντα στον Μεγάλο Ωκεανό, απ’ τον οποίο κι έφτασε εδώ. Βρίσκεται πάνω σ’ ένα μικρό λοφάκι, για να μπορεί να βλέπει, ο ρέκτης θαλασσοπόρος, όσο μακρύτερα γίνεται. Ήταν ο πρώτος που, στα 1778, εξερεύνησε το στόμιο του Κόλπου, στο μυχό του οποίου βρίσκεται η σημερινή πόλη. Ήταν την περίοδο εκείνη των ταξιδιών του, όταν έψαχνε απελπισμένα να βρεί το βορειο-δυτικό πέρασμα που ένωνε, στο Βορριά, τους δύο Ωκεανούς: τον Ειρηνικό και τον Ατλαντικό.
Καταμεσήμερο, και μέσα σε χλιαρή, πια, ατμόσφαιρα, καταλήγουμε στο « Αεροδρόμιο-Αντίκα» . Το Alaska aviation heritage Museum, πάνω στη λίμνη Hood. Στη πραγματικότητα είναι μουσείο αφιερωμένο στον Β’ Παγκοσμιο πόλεμο. Αυθεντικά πολεμικά σκάφη –άλλα γερά κι άλλα «τραυματισμένα» - στέκουν στη μεγάλη αυλή. Μοιάζουν οδυνηρά παράταιρα, σε σύγκριση με τα υπερμοντέρνα υδροπλάνα κι ελικόπτερα, που γεμίζουν το σύγχρονο, μικρό αεροδρόμιο…. αναψυχής –και όχι μόνο- που βρίσκεται στην ακριβώς απέναντι όχθη της λίμνης. Σε τούτο το χώρο, αντίθετα, η ατμόσφαιρα είναι απόμακρη, νοσταλγική, θαρρείς και λιγάκι πονεμένη, διότι, λίγο-λίγο ξεχνιέται! Χάνεται μέσα στην ομίχλη του χρόνου, και στη διάθεση όλων να ξεπεράσουμε την οδύνη ενός απάνθρωπου πολέμου. Όμως, κρατά μια περηφάνεια και έναν ηρωικό χαρακτήρα, μέσα στις λιτές αίθουσες, όπου εκτίθενται, με αγάπη, ιερά κειμήλια από αυτόν τον θεοστυγή πόλεμο. Φωτογραφίες χαμογελαστών αεροπόρων, μπροστά στα αεροπλάνα τους, λίγο πρίν απογειωθούν, βγαίνοντας στο «κυνήγι» του εχθρού. Άλλοι από αυτούς γύρισαν στις εστίες τους. Άλλοι χάθηκαν στη θάλασσα ή σε κάποιον ξένο τόπο, και «τα οστά τους δεν έφτασαν ποτέ στη πατρίδα τους», μας πληροφορούν οι λεζάντες κάτω από τις φωτογραφίες. Γιατί άραγε όταν βγαίνω έξω, η εντύπωση μου είναι πως ελάχιστοι γλύτωσαν; Υπάρχουν ακόμα οι τιμημένες στολές των ικάρων, τα κράνη τους, οι μπότες τους οι φθαρμένες, τα πιστόλια τους. Διαβάζουμε τα κιτρινισμένα γράμματά τους, που πολλά από αυτά δεν πρόλαβαν να τα στείλουν στους αγαπημένους τους. Βλέπετε, το ταχυδρομείο του θανάτου είναι πολύ γρηγορότερο από εκείνο της ζωής! Εννιά μήνες χρειαζόμαστε για να βγάλουμε τους πρώτους φθόγγους. Μία σφαίρα, όμως, και ένα κλάσμα του δευτερολέπτου είναι αρκετά για να μας στείλουν να κάνουμε ανάποδα το ταξίδι. Διαβάζουμε ακόμα, πολεμικά ανακοινωθέντα, στις παλιές εφημερίδες, πύρινα πολεμικά άρθρα, αλλά και νεκρολογίες συγκινητικές για τους γενναίους άνδρες! Αυτούς που κατακτούσαν την ελευθερία του κόσμου, αρπάζοντας την μέσα από το λυσσασμένο στόμα του σύγχρονου Αρμαγεδώνα….
- «Θεούλη μου! Πόσες μνήμες μου ξυπνούν τούτα τα πολύτιμα θυμητάρια!. . . Δεν έγραψαν απλώς Ιστορία, έφτιαξαν την Ιστορία, με τη γενναιότητα, τον νεανικό τους ενθουσιασμό και κάποια ιδανικά, που εμείς έχουμε προ πολλού ξεχάσει! Τι πρέπει, αλήθεια, να κάνουμε, για να κρατήσουμε, έστω και μια φλογίτσα αναμμένη; Για να μην τύχει και ξαναβουτηχτούμε, στο σκοτάδι του μυαλού, κάποιου άλλου παράφρονα;» αναρωτιέμαι φωναχτά.
- «Αν ρωτήσεις σήμερα ένα παιδί 20-25 χρονών, για τούτον εδώ το πόλεμο, βάζω στοίχημα πως θα σε κοιτάξει απορημένο! Θα σηκώσει αδιάφορα τους ώμους και θα πεί: ‘Μα αυτή είναι μια πολύ παλιά ιστορία’…. Πρόσεξε, θα σου μιλάει για ‘ιστορία’. Μια οποιαδήποτε ‘ιστορία’. Με γιώτα μικρό, κι όχι κεφαλαίο! Φοβάμαι πως αυτή είναι, στις μέρες μας, η πραγματικότητα φιλενάδα…. » απαντά με σκεπτικισμό η Ελεάνα.
Το απόγευμα είναι αφιερωμένο στον παγετώνα Poriage, πάνω στην ομώνυμη λίμνη.
- «Ο Fare-Well Glacier θα είναι τούτος για μας» μονολογώ. Πολύ μ’ αρέσει το όνομα που του δίνω: «Ο παγετώνας του αποχαιρετισμού!» Ωραίο δεν είναι; Κι αυτός είναι ο λόγος που όλοι μας, λίγο-πολύ είμαστε δύσθυμοι και κατηφείς. Άλλο ένα συναρπαστικό ταξίδι φτάνει στο τέλος του. Ψυχορραγεί! Κι εμείς πρέπει να αποδεχτούμε, θαρραλέα, αυτό το τέλος, και να συνηθίσουμε σιγά σιγά στην ιδέα της επιστροφής…….
Το τοπίο, μέσα στο οποίο πορευόμαστε, οδεύοντας προς τη λίμνη, είναι χαρακτηριστικό αυτού του χώρου και του κλίματός του. Παγωμένοι καταρράκτες που, καθ’ όλο το μήκος της διαδρομής τους πάνω στα βράχια, συντροφεύονται από έναν άλλον καταρράκτη, πολύχρωμων λουλουδιών!!!. . . Μια εικόνα άρρητης ομορφιάς! –«Είναι καταντίπ απίστευτο!» λέω στη συντροφιά μου. «Πάγος, έτσι κι αλλιώς δολοφονικός, σε μοναδική συνύπαρξη με τη δόξα της ζωής, που ποτέ δεν το βάζει κάτω! Μοιάζει αδύνατο! Κι όμως! Να το! Εκεί πάνω! Σαν να μας κοροϊδεύει ή σαν να προσπαθεί να μας μαγέψει, στέλνοντάς μας, συγχρόνως, ένα αισιόδοξο μήνυμα!. . . . Δεν ξέρω. Αυτού του είδους τις εικόνες δεν μπορώ να τις χωνέψω! Μου μοιάζουν σαν πίνακες του…. Φώσκολου αν ήταν ζωγράφος ο χριστιανός!!! Τόσο, πια, εξωφρενικό μου φαίνεται…. »
Η παρέα σκάει στα γέλια:
- «Πως σου ‘ρθε, τώρα, η παρομοίωση; Φως φανερό πως το ταξίδι σε επηρέασε εις βάθος! Καλά που σύντομα επιστρέφουμε…»
Φτάνουμε στη λίμνη. Βρισκόμαστε σ’ ένα «Brazo» της –όπως έλεγαν στη Παταγονία αυτές τις στενωσιές των νερών. Και, για πρώτη φορά, βλέπουμε παγόβουνα από τόσο μικρή απόσταση. Σηκώνω το πόδι, και…. σπρώχνω ένα! Απλώνω το χέρι, και αγγίζω ένα άλλο. Είναι βαρειά. Ακούνητα. Όγκοι τρομεροί, με τεράστιες σπηλιές στα σωθικά τους, με παράξενων σχημάτων ρωγμές και πολλά πλατώματα. Οι λοξές ακτίνες του ήλιου, γεμίζουν με χρώματα όλες αυτές τι «κακοτοπιές» των παγόβουνων. Μπλέ, πράσινα, κιτρινόχρυσα και πορτοκαλιά χρώματα, έχουν μετατρέψει αυτά τα παγωμένα θηρία σε τεράστια, αστραφτερά λουλούδια, που παραπέμπουν σε κόσμους των παιδικών μας παραμυθιών! Σε κόσμους ανεξήγητους! Και, γι’ αυτό, λιγουλάκι τρομακτικούς και, στα μάτια μας, κομματάκι απειλητικούς….
Οι κάμερες δουλεύουν τρελά! Θέλω ν’ ανέβω πάνω στο κοντινότερο μου παγόβουνο αλλά, άλλοι συνετότεροι, με συγκρατούν:
- «Ε, πάει! Εσύ λωλάθηκες τελείως! Κάτσε καλά, μη και, στα πίσω πίσω, μας βγεί το ταξίδι ξυνό! Σύνελθε, εν ακαρί, τ’ ακούς; Ή μήπως κουφάθηκες κιόλας…. »
Τ’ άκουσα. Και τους άκουσα. Και δεν καβάλησα παγόβουνο! Κι έτσι, στερήθηκα την ευχαρίστηση, να σνομπάρω όλους αυτούς, που γνώρισα στη ζωή μου, καβαλημένους σε καλάμια!!! Μωρ’ αν είναι να ιππεύσεις, βρες κάτι πρωτότυπο! Κάτι πιο εξεζητημένο από ένα ταπεινό, ταπεινότατο καλάμι!. . . .
Το ταξίδι στη λίμνη, προς τον ομώνυμο παγετώνα, γίνεται μέσα σε μια κοσμοχαλασιά, από αέρηδες τρομερούς και φοβερούς. Κατεβαίνουν τρελαμένοι, πάνω από τα κατεψυγμένα βουνά, τα οποία, σαν παγωμένοι Τιτάνες, κυκλώνουν τα νερά της Poriage. Οι «δαγκωματιές» του ψυχρού αέρα, πονούν ότι ακάλυπτο βρίσκουν πάνω μας. Εν προκειμένω, τα μάγουλα και τα χέρια μας. Γάντια δεν σκεφτήκαμε να πάρουμε από την Ελλάδα, Αυγουστιάτικα! Τι διάβολο! Να, όμως, που χρειάστηκαν…. .
Οι περισσότεροι μένουν κλεισμένοι κάτω, στο φιλόξενο σαλόνι του πλοίου όπου, μάλιστα, προβάλλεται κι ένα ντοκιμαντέρ, με την ιστορία του παγετώνα –αλλά και των παγετώνων γενικότερα. Δεν μπορώ να σας πώ, πόσην ώρα κράτησε η κρουαζιέρα. Σίγουρα, ωστόσο, περισσότερες από δύο ώρες. Όταν κάποτε, φτάσαμε και σταματήσαμε στα «πόδια» του παγετώνα, είχε κιόλας συννεφιάσει, κι άρχισε να ρίχνει ψιλό χιονόνερο. Πάντως ο παγετώνας, μέσα σε αυτό το απειλητικό περιβάλλον, κρατούσε τη μεγαλοπρέπειά του. Ήταν τεράστιος! Γλιστρούσε μαλακά, πάνω στην ομαλή πλαγιά του βουνού, σαν ένα φαρδύ, πάλλευκο και…. κατσαρό ποτάμι! Όρθωνε τον όγκο του, σαν τείχος, μπρός στα νερά της λίμνης. Τώρα, δα, σκέφτομαι πως, όσους παγετώνες κι αν δώ στη ζωή μου, ποτέ δεν θα πάψουν να με γοητεύουν, αλλά και να με…τρομοκρατούν, κομμάτι! Ιδίως, όταν σπάν –μ’ έναν ανατριχιαστικό κρότο- και γκρεμίζουν μια θεόρατη, παγωμένη…πολυκατοικία, μέσα στη λίμνη! Αχ, να μπορούσατε να τη δείτε, πως βυθίζετε αργά-αργά! Και με πόση χάρη ξενερίζει μετά, για να σταθεί δίπλα στ’ άλλα παγόβουνα, που ήδη αρμενίζουν! Είναι ένα πράμα θαυμαστό. Διότι, κατά την ώρα του γκρεμίσματος αυτού του κομματιού, σχηματίζονται εκατομμύρια σταγονίδια που, για ελάχιστα δευτερόλεπτα, αιωρούνται στην ατμόσφαιρα, διαθλώντας το φώς. Και, γι’ αυτά τα ελάχιστα, μαγικά δευτερόλεπτα, ο αέρας γεμίζει μικρούλες ίριδες! Σαν κάποιο χέρι, να σκόρπισε ξαφνικά, γυαλιστερά κομφετί, σε μια ώρα γιορτής….
Το θέαμα των παγετώνων έχει μια δραματικότητα κι ένα μεγαλείο που, μονάχα μπροστά στους μεγάλους καταρράκτες του κόσμου, έχω νιώσει. Αισθάνεσαι πως, αυτός ο ανυπολόγιστου μεγέθους παγωμένος όγκος, κρύβει μέσα του μια τεράστια δύναμη και μια τρομακτική δυναμική, μια ενέργεια που, αν κάποτε ξεσπάσει, θα καταστρέψει, σίγουρα, κόσμο και ντουνιά. Όπως ακριβώς, τα ηφαίστεια. Είναι και τα δύο ζωντανά. Σπαρταρούν! Το νιώθεις! Κι ίσως, γι’ αυτό σου φέρνουν Δέος. Τι να πώ!. . . .
Όταν επιστρέφουμε, μαζευόμαστε στο σαλόνι του ξενοδοχείου, για να πιούμε ένα ζεστό. Να συνεφέρει το εντός μας, που κατάντησε σαν ένα κομματάκι του Poriage Glacier!
Με ανακούφιση, σχεδόν, βρισκόμαστε στην οικεία ατμόσφαιρα του κατάμερού μας. Τρώμε τον τελευταίο. . . φθηνό σολομό, κάνοντας αστεία σχόλια, και πέφτουμε νωρίς για ύπνο. Αύριο φεύγουμε για την Μινεάπολη. Μένουμε μια μέρα εκεί και, την επομένη, μέσω Άμστερνταμ, επιστρέφουμε στην Αθήνα. Το τέλος είναι πολύ κοντά, πια…
Last edited by a moderator: